Language of document : ECLI:EU:T:2017:903

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2017 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση υπέρ επιχειρήσεως που έχει συνάψει σύμβαση παραχωρήσεως για την εκμετάλλευση σταθμών εμπορευματοκιβωτίων στον λιμένα του Πειραιά – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών – Ενίσχυση έχουσα τον χαρακτήρα κινήτρου – Αναγκαιότητα της ενισχύσεως – Καθορισμός του ύψους της ενισχύσεως»

Στην υπόθεση T-314/15,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον K. Μπόσκοβιτς και τη Λ. Κοτρώνη,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Α. Μπουχάγιαρ και B. Stromsky,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, για την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/1827 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.28876 (12/C) (ex CP 202/09) την οποία χορήγησε η Ελλάδα στις εταιρίες Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε. και Cosco Pacific Ltd (ΕΕ 2015, L 269, σ. 93).

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, F. Schalin και J. Costeira (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Απριλίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. (στο εξής: ΟΛΠ) είναι δημόσια εταιρία κοινής ωφέλειας η οποία έχει το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεως και εκμεταλλεύσεως των γηπέδων, κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων που βρίσκονται εντός της λιμενικής ζώνης του λιμένα Πειραιώς, δυνάμει συμβάσεως παραχωρήσεως διάρκειας 40 ετών που συνήφθη με το Ελληνικό Δημόσιο στις 13 Φεβρουαρίου 2002 και κυρώθηκε με τον νόμο 3654/2008 – Κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π. Α.Ε.) και Θεσσαλονίκης (Ο.Λ.Θ. Α.Ε.), ρυθμίσεις για το προσωπικό της Ο.Λ.Π. Α.Ε. και της Ο.Λ.Θ. Α.Ε. και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Αʹ 57/3.4.2008). Η σύμβαση παραχωρήσεως προβλέπει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του ΟΛΠ να παραχωρεί προσωρινά επιμέρους χώρους του λιμένα σε τρίτους έναντι πληρωμής.

2        Ο λιμένας του Πειραιά χωρίζεται σε δύο τμήματα: τον εμπορευματικό λιμένα και τον επιβατικό λιμένα. Ο εμπορευματικός λιμένας έχει 3 τερματικούς σταθμούς: τον τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων, τον τερματικό σταθμό διακινήσεως συμβατικού φορτίου και τον τερματικό σταθμό αυτοκινήτων. Ο τερματικός σταθμός εμπορευματοκιβωτίων διαθέτει δύο προβλήτες. Ο ΟΛΠ αποφάσισε να επεκτείνει την υποδομή του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων με την επέκταση του προβλήτα Ι, την αναβάθμιση του εξοπλισμού του προβλήτα ΙΙ και την κατασκευή προβλήτα ΙΙΙ.

3        Στις 30 Ιανουαρίου 2008, ο ΟΛΠ προκήρυξε ευρωπαϊκό δημόσιο διαγωνισμό για την παραχώρηση της εκμεταλλεύσεως των προβλητών ΙΙ και ΙΙΙ, για την παροχή λιμενικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτού του διαγωνισμού ο ΟΛΠ έλαβε δύο προσφορές, εκ των οποίων η μία από την Cosco Pacific Limited (στο εξής: Cosco), η οποία επελέγη και συνέστησε στο πλαίσιο αυτό θυγατρική ειδικού σκοπού, τη Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε. (στο εξής: ΣΕΠ).

4        Τον Νοέμβριο του 2008, ο ΟΛΠ υπέγραψε σύμβαση παραχωρήσεως με τον ΣΕΠ μέσω της οποίας ο ΟΛΠ παραχωρούσε στον ΣΕΠ, αφενός, την εκμετάλλευση και αποκλειστική χρήση του λεγόμενου «νέου σταθμού εμπορευματοκιβωτίων (Ν. ΣΕΜΠΟ)», αποτελούμενου από τον υφιστάμενο προβλήτα ΙΙ, ο οποίος επρόκειτο να αναβαθμιστεί, τον νέο προβλήτα ΙΙΙ, ο οποίος επρόκειτο να κατασκευασθεί, και την παρακείμενη περιοχή τους, καθώς και, αφετέρου, τη χρήση της παρακείμενης θαλάσσιας περιοχής ελιγμών ελλιμενισμού πλοίων, η οποία επιτρέπει την ασφαλή πρόσδεση και εξυπηρέτηση των πλοίων. Εξάλλου, ο παραχωρησιούχος αναλάμβανε την υποχρέωση να χρηματοδοτήσει, με δικά του έξοδα, όλες τις αναβαθμίσεις του προβλήτα ΙΙ καθώς και την κατασκευή και λειτουργία του προβλήτα ΙΙΙ. Τόσο η προκήρυξη του διαγωνισμού όσο και η σύμβαση παραχωρήσεως προέβλεπαν ότι ο παραχωρησιούχος δεν θα εισπράξει δημόσιο χρήμα για τις επενδύσεις του. Επιπλέον, προβλέφθηκε ότι ο παραχωρησιούχος αναλαμβάνει όλους τους (εμπορικούς) κινδύνους σε σχέση με τις αναβαθμίσεις και την κατασκευή της αναγκαίας υποδομής και ότι αναλαμβάνει επίσης σειρά υποχρεώσεων για τη διασφάλιση μιας εγγυημένης δυναμικότητας του νέου σταθμού εμπορευματοκιβωτίων.

5        Η σύμβαση παραχωρήσεως μεταξύ του ΟΛΠ και του ΣΕΠ κυρώθηκε με τον νόμο 3755/2009, «Κύρωση της Σύμβασης παραχώρησης των λιμενικών εγκαταστάσεων των προβλητών II και III του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων της ανώνυμης εταιρείας “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.” (ΟΛΠ Α.Ε.) και ρύθμιση συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Αʹ 52/30.3.2009, στο εξής: νόμος 3755/2009). Το άρθρο 1 του νόμου 3755/2009 ενσωματώνει το κείμενο της συμβάσεως παραχωρήσεως όπως αυτό υπεγράφη.

6        Το άρθρο 2 του νόμου 3755/2009 φέρει τον τίτλο «Ρυθμίσεις φορολογικών θεμάτων» και ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      [Ο ΣΕΠ] απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος επί των δεδουλευμένων τόκων που αποκτά μέχρι την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του προβλήτα III, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 12 της Σύμβασης παραχώρησης που κυρώνεται.

2.      Η πληρωμή προς [τον ΟΛΠ] του οικονομικού ανταλλάγματος, όπως αυτό προσδιορίζεται στα άρθρα 4 και 5 της Σύμβασης παραχώρησης, αποτελεί έσοδο [του ΟΛΠ], υπαγόμενο σε φόρο προστιθέμενης αξίας, και δαπάνη λειτουργίας [του ΣΕΠ].

3      [Ο ΣΕΠ] δικαιούται επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου που προκύπτει σε κάθε φορολογική περίοδο από την έκπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000, ΦΕΚ 248 Αʹ) [στο εξής: κώδικας ΦΠΑ], του φόρου των εισροών από το φόρο των εκροών, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του ιδίου ως άνω Κώδικα, ανεξάρτητα από το βαθμό ολοκλήρωσης του κατασκευαστικού αντικειμένου ή των επί μέρους κατασκευών ή τμημάτων του. Για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα ΦΠΑ, το κατασκευαστικό αντικείμενο που προβλέπεται από τη Σύμβαση παραχώρησης και κάθε συναφής προς το σκοπό αυτόν παροχή αγαθών, εργασιών, υπηρεσιών και παρεμπιπτόντων έργων θεωρούνται ενιαίο αγαθό επένδυσης, όπως αυτό ορίζεται στην περίπτωση αʹ της παραγράφου 4 του άρθρου 33 του Κώδικα ΦΠΑ. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του ιδίου Κώδικα εφαρμόζονται ανάλογα στο κατασκευαστικό αντικείμενο, χωρίς εκ τούτου να θεωρείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο [ο ΣΕΠ] ως Οργανισμός ή Επιχείρηση ή Εταιρεία Κοινής Ωφέλειας.

4      Η επιστροφή του κατά τα ανωτέρω πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ προς [τον ΣΕΠ] διενεργείται εντός των εκάστοτε προβλεπόμενων από τις ισχύουσες διατάξεις προθεσμιών και πάντως όχι πέραν των εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Σε περίπτωση υπέρβασης της προθεσμίας, το Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει [στον ΣΕΠ] τόκο υπερημερίας επί του προς επιστροφή ποσού, υπολογιζόμενου από την πρώτη ημέρα που ακολουθεί μετά την εξηκοστή ημέρα από την υποβολή της σχετικής αίτησης επιστροφής, με επιτόκιο που καθορίζεται με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν.1473/1984 (ΦΕΚ 127 Αʹ), όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της από τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2120/1993 (ΦΕΚ 24 Αʹ) και τη διάταξη της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου, όπως αυτή προστέθηκε με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του ν. 2214/1994 (ΦΕΚ 75 Αʹ).

5      Οι τυχόν συσσωρευμένες ζημίες [του ΣΕΠ] δύνανται να μεταφέρονται προς συμψηφισμό με φορολογητέα κέρδη επόμενων χρήσεων, χωρίς χρονικό περιορισμό.

6      Το συνολικό κόστος της επένδυσης που περιλαμβάνει το κόστος ανακατασκευής του προβλήτα II, κατασκευής του προβλήτα III, συμπεριλαμβανομένου του αρχικού κόστους του συνολικά απαιτούμενου εξοπλισμού και κάθε κόστος και δαπάνη κάθε φύσεως, περιλαμβανομένων των τόκων της περιόδου κατασκευής, με τα οποία επιβαρύνθηκε [ο ΣΕΠ] πριν, από και κατά την περίοδο της κατασκευής, αποσβέννυται κατ’ επιλογή [του ΣΕΠ] είτε με τη σταθερή μέθοδο καθ’ όλη τη διάρκεια της Σύμβασης παραχώρησης είτε με τη μέθοδο που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 50 του ν.1914/1990(ΦΕΚ 178 Αʹ), με την οποία προστέθηκε πέμπτη παράγραφος στο άρθρο 97 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Αʹ) και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή.

Ανεξάρτητα από την εφαρμογή των ανωτέρω μεθόδων απόσβεσης, [ο ΣΕΠ] δικαιούται με δήλωση [του] προς την αρμόδια ΔΟΥ, που κοινοποιείται στην αρμόδια Διεύθυνση Φορολογίας Εισοδήματος του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, οποτεδήποτε πριν από την παρέλευση έξι (6) ετών από την έναρξη της παραχώρησης, να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο απόσβεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 26 του ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Αʹ).

7      Εταιρίες ή κοινοπραξίες που έχουν την έδρα τους εκτός Ελλάδας, για τα υλικά, εργασίες ή υπηρεσίες που παρέχουν [στον ΣΕΠ] εκτός Ελλάδας, δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται σε ισχύ διμερής σύμβαση αποφυγής διπλής φορολογίας μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας, [όπου] έχουν την έδρα τους οι ανωτέρω εταιρίες ή κοινοπραξίες.

8      Οι συμβάσεις δανείων που συνάπτονται για τη χρηματοδότηση του έργου δυνάμει του άρθρου 6 της Σύμβασης παραχώρησης και τα παρεπόμενα αυτών Σύμφωνα απαλλάσσονται από τα τέλη χαρτοσήμου.

9      Οι συμβάσεις μεταξύ των δανειστών των δανειακών συμβάσεων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, με τις οποίες μεταβιβάζονται δικαιώματα ή υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές, απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, δικαίωμα ή κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 17-32 του ν. 1676/1986 (ΦΕΚ 204 Αʹ) και του Κώδικα ΦΠΑ, όπως ισχύουν.

10      Οι κάθε είδους αποζημιώσεις που καταβάλλονται από [τον ΟΛΠ] δυνάμει της Σύμβασης παραχώρησης και βρίσκονται εκτός πεδίου εφαρμογής του Κώδικα ΦΠΑ, όπως ισχύει, απαλλάσσονται από τα τέλη χαρτοσήμου.»

7        Το άρθρο 3 του νόμου 3755/2009 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Μετά από αίτηση [του ΣΕΠ] μπορεί να [του] παρασχεθεί η κατά το [νομοθετικό διάταγμα 2687/1953 – περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού) (ΦΕΚ Aʹ 317/10.11.1953, στο εξής: ν.δ. 2687/1953)] προστασία για την επένδυση που προβλέπεται στη Σύμβαση παραχώρησης, η οποία κυρώνεται με τον παρόντα νόμο.»

8        Κατά το διάστημα μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου 2009, ο Νομάρχης Πειραιά, η Ομοσπονδία Υπαλλήλων Λιμανιών Ελλάδας και το Διεθνές Συμβούλιο Λιμενεργατών υπέβαλαν καταγγελίες στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στις καταγγελίες αυτές υποστήριζαν, κατ’ ουσίαν, ότι η Ελληνική Δημοκρατία χορήγησε παράνομη κρατική ενίσχυση στον ΣΕΠ υπό μορφή φορολογικών απαλλαγών προβλεπόμενων στον νόμο 3755/2009 και με την προσθήκη ευνοϊκών διατάξεων στη σύμβαση παραχωρήσεως μετά την υποβολή των προσφορών.

9        Με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από την Ελληνική Δημοκρατία για τα εικαζόμενα μέτρα κρατικής ενισχύσεως.

10      Κατόπιν ανταλλαγής επιστολών και πραγματοποιήσεως συναντήσεως μεταξύ της Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή, με την απόφαση C(2012) 4217 τελικό, της 11ης Ιουλίου 2012, για την κρατική ενίσχυση SA. 28876 (2012/C) (ex 2012 NN) – Ελλάδα – Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά & [Cosco] (ΕΕ 2012, C 301, σ. 55, στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας), κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, για διάφορα μέτρα φορολογικής φύσεως που προβλέπονταν στον νόμο 3755/2009.

11      Στις 5 Νοεμβρίου 2012, η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις του ΣΕΠ σχετικά με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας. Οι παρατηρήσεις αυτές προωθήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία στις 14 Ιανουαρίου 2013, οπότε και της δόθηκε η ευκαιρία να απαντήσει. Οι παρατηρήσεις και οι πρόσθετες πληροφορίες ελήφθησαν με επιστολές της 2ας Νοεμβρίου 2012, της 27ης Μαρτίου 2013 και της 10ης Ιουλίου 2013. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2013, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών, οι οποίες συνοδεύονταν από τον ΣΕΠ. Στις 23 Οκτωβρίου 2013, οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν πρόσθετες πληροφορίες. Στις 17 Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή απέστειλε υπενθύμιση σχετικά με τις πληροφορίες που δεν είχαν σταλεί ακόμη. Οι ελληνικές αρχές απάντησαν στις 4 Φεβρουαρίου 2014, ενώ πραγματοποιήθηκε και άλλη συνάντηση στις 10 Φεβρουαρίου 2014. Μετά τη συνάντηση αυτή, οι ελληνικές αρχές έδωσαν πρόσθετες πληροφορίες στις 10 Μαρτίου 2014, ενώ πραγματοποιήθηκε και άλλη συνάντηση στις 12 Μαρτίου 2014. Μετά τη συνάντηση αυτή, οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν συμπληρωματικές πληροφορίες στις 31 Μαρτίου 2014, στις 16 Απριλίου 2014 και στις 28 Απριλίου 2014. Πρόσθετες συναντήσεις μεταξύ των ελληνικών αρχών και του ΣΕΠ πραγματοποιήθηκαν στις 19 Μαΐου 2014 και στις 8 Δεκεμβρίου 2014.

12      Στις 23 Μαρτίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2015/1827, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.28876 (12/C) (ex CP 202/09) την οποία χορήγησε η Ελλάδα στις εταιρίες [ΣΕΠ] και [Cosco] (ΕΕ 2015, L 269, σ. 93, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

13      Οι ουσιαστικές διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

Τα ακόλουθα μέτρα κρατικής ενίσχυσης προς όφελος του [ΣΕΠ] και του πιστωτή του, της Cosco, τα οποία παρανόμως εφάρμοσε η Ελλάδα κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ] δεν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά:

1)      Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος επί δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του προβλήτα III.

2)      Δικαίωμα για την επιστροφή του πιστωθέντος ΦΠΑ, ανεξάρτητα από το στάδιο ολοκλήρωσης του αντικειμένου της σύμβασης· ορισμός της έννοιας του “επενδυτικού αγαθού” για τους σκοπούς των κανόνων περί ΦΠΑ· δικαίωμα για τόκους υπερημερίας από την πρώτη ημέρα μετά την 60ή ημέρα από την αίτηση επιστροφής του ΦΠΑ.

3)      Μεταφορά ζημιών εις νέον χωρίς χρονικό περιορισμό.

4)      Επιλογή μεταξύ τριών μεθόδων απόσβεσης όσον αφορά τις επενδυτικές δαπάνες για την ανακατασκευή του προβλήτα ΙΙ και την κατασκευή του προβλήτα III.

5)      Απαλλαγή από τέλη χαρτοσήμου επί των συμφωνιών δανειοδότησης καθώς και οποιασδήποτε συμπληρωματικής συμφωνίας για τη χρηματοδότηση του έργου.

6)      Απαλλαγή από φόρους, τέλη χαρτοσήμου, εισφορές και τυχόν δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων για τις συμβάσεις μεταξύ των πιστωτών των δανειακών συμβάσεων βάσει των οποίων μεταβιβάζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές.

7)      Απαλλαγή από τέλη χαρτοσήμου για κάθε οικονομική αντιστάθμιση που καταβάλλεται από τον ΟΛΠ στον ΣΕΠ δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης, πράγμα που είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ.

8)      Προστασία στο πλαίσιο του ειδικού προστατευτικού καθεστώτος για τις ξένες επενδύσεις.

Άρθρο 2

Οι ελληνικές αρχές δεν χορήγησαν ενίσχυση απαλλάσσοντας τον [ΣΕΠ] από τους κανόνες τους σχετικούς με την αναγκαστική απαλλοτρίωση.

Άρθρο 3

1.      Η Ελλάδα οφείλει να ανακτήσει τη χορηγηθείσα μη συμβιβάσιμη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 από τον ΣΕΠ και τη μητρική του εταιρεία Cosco.

2.      Οι ανακτώμενες ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους από τον χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.      Ο τόκος υπολογίζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού βάσει του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 271/2008 για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

4.      Η Ελλάδα καταργεί όλες τις διατάξεις που επιτρέπουν τη συνέχιση των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 1, με ισχύ από την ημερομηνία έγκρισης της παρούσας απόφασης.

5.      Η Ελλάδα ακυρώνει όλες τις εκκρεμείς πληρωμές της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 με ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4

1.      Η ανάκτηση των χορηγηθεισών ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 είναι άμεση και εκτελεστέα.

2.      Η Ελλάδα διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 5

1.      Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, η Ελλάδα υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)      το συνολικό ποσό (κεφάλαιο και τόκοι) που πρέπει να ανακτηθεί από τον ΣΕΠ και τη μητρική του εταιρεία Coscο·

β)      λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και σχεδιάζει να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση· και

γ)      έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο ΣΕΠ και η μητρική του εταιρεία Cosco έχουν διαταχθεί να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2.      Η Ελλάδα τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης της χορηγηθείσας ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλή αίτηση της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή σχεδιάζει να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ελλάδα.»

14      Περαιτέρω, κατόπιν της γενικής καταργήσεως του πάγιου τέλους χαρτοσήμου με το άρθρο 25 του νόμου 2873/2000 – Φορολογικές ελαφρύνσεις και απλουστεύσεις και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Aʹ 285/28.12.2000, στο εξής: νόμος 2873/2000), τον οποίο επικαλέσθηκε ο ΣΕΠ, η Επιτροπή τροποποίησε την προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε το μέτρο ενισχύσεως του άρθρου 2, παράγραφος 10, του νόμου 3755/2009, το οποίο μνημονεύεται στην εν λόγω απόφαση, να περιλαμβάνει πλέον μόνο την απαλλαγή από το αναλογικό τέλος χαρτοσήμου. Η τροποποίηση αυτή πραγματοποιήθηκε με την έκδοση, κατά τη διάρκεια της παρούσας δίκης, της αποφάσεως C(2016) 1978 τελικό της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.28876 – 2012/C (ex CP 202/2009) την οποία χορήγησε η Ελλάδα στον Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιουνίου 2015, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16      Το υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Σεπτεμβρίου 2015.

17      Το υπόμνημα απαντήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Φεβρουαρίου 2016.

18      Το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Απριλίου 2016.

19      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

21      Προς στήριξη της προσφυγής, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως. Πρώτον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς της, μεταβάλλοντας την πραγματική και νομική βάση της διοικητικής διαδικασίας. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ως προς την έννοια της κρατικής ενισχύσεως. Τρίτον, υποστηρίζει ότι η απόφαση πάσχει εσφαλμένη, ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία ως προς τη στοιχειοθέτηση της κρατικής ενισχύσεως, κατά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ. Τέταρτον, υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, σχετικά με το συμβατό των ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά. Πέμπτον, επίσης επικουρικώς, προβάλλει ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ποσοτικοποίηση των προς ανάκτηση ποσών και παραβίασε τις γενικές αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

22      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, μεταξύ της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετέβαλε την πραγματική και νομική βάση της διαδικασίας, χωρίς να της δώσει τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί του συνόλου των νομικών και πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, φρονεί ότι υφίσταται απόκλιση μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας έρευνας ως προς το επιλεκτικό πλεονέκτημα που χορηγείται στον ΣΕΠ με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου 3755/2009, όσον αφορά το δικαίωμα επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ.

23      Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή έκρινε προσωρινώς ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου 3755/2009 χορηγούσε επιλεκτικό πλεονέκτημα στον ΣΕΠ, λόγω του ότι ο ΣΕΠ δικαιούται επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από τον βαθμό ολοκληρώσεως του κατασκευαστικού αντικειμένου ή επιμέρους κατασκευών ή τμημάτων του. Στην αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσέθεσε, όμως, στην αιτίαση αυτή ότι «ο ΣΕΠ δεν χάνει το δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ σε περίπτωση που δεν έχει τεθεί σε χρήση το αγαθό επένδυσης εντός 5 ετών από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης, μολονότι αυτό θα ίσχυε σύμφωνα με τους γενικώς εφαρμοστέους κανόνες».

24      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

25      Κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, απαιτεί να παρέχεται στο εμπλεκόμενο κράτος μέλος η δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του ως προς το υποστατό και το βάσιμο των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων και ως προς τα έγγραφα που διαθέτει η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι συντρέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Στο μέτρο που δεν έχει δοθεί στο κράτος μέλος η δυνατότητα να σχολιάσει τις παρατηρήσεις αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη στην απόφασή της κατά του κράτους αυτού (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C-106/09 P και C-107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 165 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015 (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), όταν η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, η απόφαση αυτή μπορεί να αναφέρει απλώς συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, να περιέχει προσωρινή εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτήρα του επίμαχου κρατικού μέτρου ως ενισχύσεως και να εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την εσωτερική αγορά (βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T-267/08 και T-279/08, EU:T:2011:209, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Επισημαίνεται ότι η επίσημη διαδικασία έρευνας παρέχει τη δυνατότητα να εξετασθούν σε βάθος και να αποσαφηνισθούν τα ζητήματα που τίθενται με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑211/05, EU:T:2009:304, σκέψη 55).

28      Από το άρθρο 7 του κανονισμού 659/1999, το οποίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του κανονισμού 2015/1589, προκύπτει ότι, μετά την περάτωση της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση ενδέχεται να έχει μεταβληθεί, δεδομένου ότι αυτή μπορεί να αποφασίσει, εν τέλει, ότι το μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση ή ότι διαλύθηκαν οι αμφιβολίες ως προς το ασύμβατο του εν λόγω μέτρου προς την κοινή αγορά. Συνεπώς, η τελική απόφαση μπορεί να εμφανίζει ορισμένες αποκλίσεις έναντι της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, χωρίς, ωστόσο, οι αποκλίσεις αυτές να καθιστούν πλημμελή την τελική απόφαση (αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑424/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:49, σκέψη 69, και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Κάτω Χώρες και NOS κατά Επιτροπής, T-231/06 και T-237/06, EU:T:2010:525, σκέψη 50).

29      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 123 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή ανέφερε ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου 3755/2009, ο ΣΕΠ έχει δικαίωμα επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από τον βαθμό ολοκλήρωσης του κατασκευαστικού αντικειμένου ή επιμέρους κατασκευών ή τμημάτων του. Στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται ότι, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους γενικά ισχύοντες κανόνες, ο ΣΕΠ θα είχε δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ μόνον εφόσον το έργο κατασκευής θα είχε ολοκληρωθεί ή τα αγαθά θα είχαν παραδοθεί και/οι υπηρεσίες θα είχαν παρασχεθεί, η εν λόγω διάταξη χορηγεί πλεονέκτημα στον ΣΕΠ, δεδομένου ότι ο ΣΕΠ θα δικαιούται επιστροφή του ΦΠΑ σε προγενέστερο στάδιο.

30      Στην αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή παρέθεσε την αιτίασή της σχετικά με την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από τον βαθμό ολοκληρώσεως του αντικειμένου της συμβάσεως. Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη έχει ως εξής:

«Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου 3755/2009, ο ΣΕΠ δικαιούται την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από τον βαθμό ολοκλήρωσης του κατασκευαστικού αντικειμένου ή επιμέρους κατασκευών ή τμημάτων του. Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, ο ΣΕΠ δεν χάνει το δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ σε περίπτωση που δεν έχει τεθεί σε χρήση το αγαθό επένδυσης εντός πέντε ετών από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης, μολονότι αυτό θα ίσχυε σύμφωνα με τους γενικώς εφαρμοστέους κανόνες.»

31      Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσέθεσε ότι βάσει των πρόσθετων πληροφοριών και εξηγήσεων που δόθηκαν από τις ελληνικές αρχές κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όντως ο ΣΕΠ, όπως όλες οι άλλες επιχειρήσεις, θα είχε το δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ μετά την έναρξη των εργασιών και όχι μόνον όταν θα ολοκληρώνονταν οι εργασίες αυτές. Ωστόσο, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η απόφαση για το δικαίωμα επιστροφής λαμβάνεται οριστικά αφού τεθεί σε χρήση το αγαθό επενδύσεως και ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου 3755/2009 χορηγούσε παρά ταύτα επιλεκτικό πλεονέκτημα στον ΣΕΠ, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη του αναγνωρίζει δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ ανεξάρτητα από τον βαθμό ολοκληρώσεως του επενδυτικού σχεδίου και, ως εκ τούτου, του χορηγούσε το πλεονέκτημα να διατηρήσει το δικαίωμα αυτό ακόμη και αν δεν θέσει σε χρήση το αγαθό επενδύσεως εντός πέντε ετών από την πραγματοποίηση των δαπανών που σχετίζονται με την εν λόγω επιστροφή, ενώ οι λοιπές εταιρίες υποχρεούνται, σύμφωνα με τους γενικά ισχύοντες κανόνες, να επιστρέψουν στο ελληνικό κράτος τον ΦΠΑ που επιστρέφεται σε περίπτωση μη ενάρξεως του έργου τους εντός της προθεσμίας αυτής.

32      Συνεπώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, ακόμη και αν η θέση της Επιτροπής έγινε πιο αναλυτική σε σχέση με τις αμφιβολίες που είχαν διατυπωθεί στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, αυτό προέκυψε ακριβώς από τον διάλογο με τις ελληνικές αρχές, οι οποίες είχαν την ευκαιρία καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας να διευκρινίσουν τη θέση τους επί της αιτιάσεως της Επιτροπής σχετικά με την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από τον βαθμό ολοκληρώσεως του αντικειμένου της συμβάσεως, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου 3755/2009. Πράγματι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, η αιτίαση που διατύπωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 120 και 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν διαφέρει, ως προς το αντικείμενό της, από αυτή που είχε προβάλει με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ειδικότερα δε με την αιτιολογική σκέψη 123 της αποφάσεως αυτής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-211/05, EU:T:2009:304, σκέψη 57).

33      Επομένως, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας έρευνας είχε ήδη προσδιορίσει επαρκώς το πλαίσιο της επίσημης έρευνας σχετικά με τυχόν επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ του ΣΕΠ λόγω του δικαιώματος επιστροφής υπολοίπου ΦΠΑ βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του νόμου 3755/2009. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι μετέβαλε την πραγματική και νομική βάση στην οποία στηρίζεται, στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να αποδείξει το επιλεκτικό αυτό πλεονέκτημα.

34      Εξάλλου, δεν προκύπτει ούτε από διάταξη σχετική με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων ούτε από τη νομολογία ότι η Επιτροπή οφείλει να ενημερώσει το κράτος μέλος σχετικά με τη θέση της προτού εκδώσει την απόφασή της, εφόσον το κράτος μέλος έχει κληθεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, όπως και συνέβη εν προκειμένω (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑211/05, EU:T:2009:304, σκέψη 58).

35      Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι ακριβώς στο πλαίσιο των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας το εν λόγω κράτος μέλος είχε, εν πάση περιπτώσει, τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί του δικαιώματος επιστροφής του ΦΠΑ βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του νόμου 3755/2009 και, ιδίως, επί της αιτιάσεως που διατυπώθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 120 και 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία, βάσει της ανωτέρω διατάξεως, ο ΣΕΠ δεν χάνει το εν λόγω δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ σε περίπτωση που δεν τεθεί σε χρήση το αγαθό επενδύσεως εντός πέντε ετών από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης, μολονότι αυτό θα ίσχυε σύμφωνα με τους γενικώς εφαρμοστέους κανόνες.

36      Πράγματι, ειδικά από την από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή των ελληνικών αρχών που παρατίθεται στο παράρτημα A.15 του δικογράφου της προσφυγής και με την οποία παρέχονται πρόσθετες πληροφορίες προς την Επιτροπή στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας προκύπτει ότι οι αρχές αυτές αναφέρονται ρητώς στο πλεονέκτημα που έχει ο ΣΕΠ και άλλες επιχειρήσεις ή εταιρίες δημόσιας ωφέλειας να μη χάνουν το δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ αν δεν θέτουν σε χρήση το αγαθό επενδύσεως εντός πέντε ετών από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης. Στις σελίδες 2 και 3 της επιστολής αυτής αναφέρεται ρητώς, αφενός, ότι ο κώδικας ΦΠΑ ορίζει ότι αν το επενδυτικό αγαθό δεν χρησιμοποιηθεί εντός πενταετίας από την πραγματοποίηση της δαπάνης για την απόκτηση ή την κατασκευή του, το ποσό ΦΠΑ που αντιστοιχεί στην ανωτέρω εισροή και έχει αποτελέσει αντικείμενο έκπτωσης πρέπει να επιστρέφεται στο Δημόσιο και, αφετέρου, ότι αυτός ο περιορισμός της πενταετίας δεν ισχύει για τα επενδυτικά αγαθά που αποκτώνται ή κατασκευάζονται από επιχειρήσεις ή εταιρίες κοινής ωφελείας, όπως ο ΟΛΠ, οι οποίες πραγματοποιούν μεγάλα έργα υποδομής.

37      Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να τοποθετηθεί επί της εν λόγω αιτιάσεως που διατυπώνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 120 και 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

38      Εν πάση περιπτώσει, για να συνεπάγεται μια τέτοια προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος άμυνας την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως απαιτείται να μπορούσε η απουσία της παρατυπίας αυτής να οδηγήσει τη διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Το κράτος μέλος είναι αυτό που φέρει το σχετικό βάρος αποδείξεως, διότι κάθε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά τυπικό ελάττωμα που προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος διάδικος θα επικαλεσθεί το ιδιαίτερο αρνητικό αποτέλεσμα που είχε η παράβλεψη αυτή επί των δικαιωμάτων του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής T-211/05, EU:T:2009:304, σκέψεις 45 και 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όμως, επί του ζητήματος αυτού, αρκεί η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι, ελλείψει της προβληθείσας παρατυπίας, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

39      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ως προς την έννοια της κρατικής ενισχύσεως

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος

40      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή εσφαλμένα έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι με τα επίμαχα μέτρα χορηγείται στον ΣΕΠ οικονομικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Υποστηρίζει ότι δεν χορηγήθηκε κανένα οικονομικό πλεονέκτημα στον ΣΕΠ, διότι τα μέτρα αυτά αποσκοπούσαν στην εξάλειψη ενός «διαρθρωτικού μειονεκτήματος» και στη διασφάλιση σαφήνειας, προβλεψιμότητας και συνεπούς εφαρμογής του φορολογικού συστήματος, με την προσαρμογή του στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μακροχρόνιων συμβάσεων παραχωρήσεως δημοσίων υποδομών.

41      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί την απόρριψη του υπό εξέταση σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

42      Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως».

43      Κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής απαιτείται να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως. Οι σωρευτικές αυτές προϋποθέσεις είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή για παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος, η οποία αμφισβητείται εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ως ενισχύσεις θεωρούνται ιδίως οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις τις οποίες κανονικά φέρει ο προϋπολογισμός ορισμένης επιχειρήσεως και οι οποίες, εξ αυτού του λόγου, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν ίδια αποτελέσματα (αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2006, Enirisorse, C-237/04, EU:C:2006:197, σκέψη 42, της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής, C-81/10 P, EU:C:2011:811, σκέψη 16, και της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Orange κατά Επιτροπής, T-385/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:117, σκέψη 34).

45      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή και το οποίο περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ομοίως, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση ένα μέτρο που χορηγεί σε ορισμένες επιχειρήσεις μείωση φόρου ή μετάθεση του χρόνου καταβολής του κανονικώς οφειλόμενου φόρου (βλ. απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., C-222/04, EU:C:2006:8, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Περαιτέρω, η έννοια του πλεονεκτήματος, που είναι σύμφυτη με τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας που παραθέτει η αρχή που θεσπίζει το μέτρο περί του οποίου πρόκειται. Επομένως, η φύση των σκοπών που επιδιώκονται με τα κρατικά μέτρα και η δικαιολόγησή τους ουδεμία επιρροή ασκούν επί του χαρακτηρισμού τους ως κρατικών ενισχύσεων. Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει τις κρατικές παρεμβάσεις αναλόγως των αιτιών και των σκοπών τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής, C-81/10 P, EU:C:2011:811, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι σχετικές διατάξεις του νόμου 3755/2009, εξασφαλίζοντας υπέρ του ΣΕΠ απαλλαγές και παρατάσεις του χρόνου καταβολής φόρων και τελών, που θα έπρεπε κανονικά να καταβάλει αν δεν είχαν θεσπιστεί οι διατάξεις αυτές, βελτίωσαν την νομική κατάσταση του ΣΕΠ σε σχέση με την κατάσταση στην οποία θα τελούσε χωρίς τα επίδικα μέτρα και, ως εκ τούτου, του χορήγησαν πλεονέκτημα. Επομένως, η Επιτροπή δεν έσφαλε προβαίνοντας στην εκτίμηση αυτή στην αιτιολογική σκέψη 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

48      Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί αντισταθμίσεως διαρθρωτικού μειονεκτήματος, το οποίο στηρίζεται ιδίως στην απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής (T-157/01, EU:T:2004:76), επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο ένα τέτοιο διαρθρωτικό μειονέκτημα, ο φερόμενος ως αντισταθμιστικός χαρακτήρας των χορηγηθέντων πλεονεκτημάτων δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό των πλεονεκτημάτων αυτών ως «κρατικής ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2016, Orange κατά Επιτροπής, C-211/15 P, EU:C:2016:798, σκέψεις 40 έως 45, της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής, T-135/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:116, σκέψεις 41 και 42, και της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Orange κατά Επιτροπής, T-385/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:117, σκέψεις 42 και 43).

49      Πράγματι, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο στην από 26 Οκτωβρίου 2016 απόφασή του, Orange κατά Επιτροπής (C-211/15 P, EU:C:2016:798, σκέψη 44), διαπιστώνεται ότι, μέχρι σήμερα, η μοναδική περίπτωση στην οποία η νομολογία του Δικαστηρίου έχει κρίνει ότι η διαπίστωση περί χορηγήσεως οικονομικού πλεονεκτήματος δεν συνεπάγεται τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι η περίπτωση κρατικής παρεμβάσεως αποτελούσας την αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι επιφορτισμένες με την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος επιχειρήσεις, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημοσίας υπηρεσίας, σύμφωνα με τα κριτήρια που διατυπώθηκαν με την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C-280/00, EU:C:2003:415). Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι τα επίδικα μέτρα δεν αποτελούν τέτοια περίπτωση.

50      Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί εν προκειμένω να αντλήσει βάσιμο επιχείρημα από την απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής (T-157/01, EU:T:2004:76), στην «υπόθεση Combus», προκειμένου να αποδείξει ότι η αντιστάθμιση διαρθρωτικού μειονεκτήματος θα επέτρεπε να αποκλεισθεί ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως». Συνεπώς, η Επιτροπή δεν έσφαλε κρίνοντας, στη σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα συμπεράσματα της εν λόγω αποφάσεως δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι σκοπός των επίδικων μέτρων ήταν η διασφάλιση σαφήνειας, προβλεψιμότητας και συνεπούς εφαρμογής του φορολογικού συστήματος, στο μέτρο που το εν λόγω επιχείρημα δεν εξηγεί πώς η επιδίωξη των σκοπών αυτών θα επέτρεπε να κριθεί εν προκειμένω ότι δεν χορηγήθηκε κανένα οικονομικό πλεονέκτημα στον ΣΕΠ.

51      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων

52      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 93 έως 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προέβη τόσο σε εσφαλμένη ερμηνεία των κριτηρίων της επιλεκτικότητας, όπως προκύπτουν από τη νομολογία, όσο και σε εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων αυτών.

53      Πρώτον, όσον αφορά το σύστημα αναφοράς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έσφαλε, μη λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, στην ελληνική έννομη τάξη, υφίσταται διαφορετικό φορολογικό καθεστώς για τα έργα δημοσίων υποδομών, συμπεριλαμβανομένων των συμπράξεων μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, το οποίο εφαρμόζεται συστηματικά στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτόν και βασίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εν λόγω έργων, τα οποία διαφοροποιούν αντικειμενικά τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις από αυτές που δρουν σε άλλους τομείς. Αυτό το διαφορετικό φορολογικό καθεστώς ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος μηχανισμός για να αποφευχθεί διακριτική μεταχείριση σε βάρος των επιχειρήσεων αυτών και να διασφαλισθεί επαρκής σαφήνεια, προβλεψιμότητα, σταθερότητα και συνεπής εφαρμογή των σχετικών φορολογικών κανόνων.

54      Δεύτερον, όσον αφορά την παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι συμβάσεις παραχωρήσεως για την κατασκευή έργων δημοσίων υποδομών θέτουν τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό σε κατάσταση αντικειμενικά διαφορετική σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο γενικό φορολογικό σύστημα, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως χωρίς να εισάγεται παρέκκλιση. Πρέπει, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη το αντικείμενο και ο σκοπός των επίμαχων μέτρων υπό το πρίσμα του φορολογικού συστήματος αναφοράς.

55      Τρίτον, όσον αφορά τη δικαιολόγηση με βάση τη φύση και την οικονομία του συστήματος αναφοράς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα, εξασφαλίζοντας ασφάλεια δικαίου, προβλεψιμότητα και συνεπή εφαρμογή των φορολογικών κανόνων, επιδιώκουν στην πραγματικότητα σκοπούς εγγενείς στο φορολογικό αυτό σύστημα, όπως η ενίσχυση της φορολογικής ικανότητας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των κατασκευών έργων δημοσίων υποδομών και η διεύρυνση της φορολογικής βάσεως των εν λόγω επιχειρήσεων, διά της χρήσεως των υποδομών αυτών από τρίτους. Επιπλέον, τα επίμαχα μέτρα συνάδουν προς την αρχή της αναλογικότητας.

56      Όσον αφορά τη λεπτομερή ανάλυση του επιλεκτικού χαρακτήρα για κάθε ένα από τα επίμαχα μέτρα, στην οποία προέβη η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 101 έως 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει αναλύσεως σε τρία στάδια, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει τα ακόλουθα.

57      Πρώτον, όσον αφορά το επίμαχο μέτρο του άρθρου 2, παράγραφος 1, του νόμου 3755/2009, σχετικά με την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος επί δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως λειτουργίας του προβλήτα ΙΙΙ, καταρχάς, η Ελληνική Δημοκρατία αρνείται ότι το μέτρο αυτό εισάγει παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς που συνιστούν οι κανόνες του νόμου 2238/1994 – Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΦΕΚ Αʹ 151/16.9.1994, στο εξής: κώδικας φορολογίας εισοδήματος). Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η εν λόγω αναβολή φορολογήσεως δεν εισάγει στην πραγματικότητα παρέκκλιση, αλλά αντιμετωπίζει την ουσιωδώς διαφορετική κατάσταση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της κατασκευής δημοσιών έργων υποδομής σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις. Συνεπώς, δεν υφίσταται στην πραγματικότητα επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ του ΣΕΠ, αλλά αντιστάθμιση με αντικειμενικό τρόπο ενός μειονεκτήματος που υφίσταται για μια επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα αυτόν.

58      Εν συνεχεία, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εν λόγω αναβολή της φορολογήσεως εφαρμόζεται βάσει γενικής διατάξεως του κώδικα φορολογίας εισοδήματος, και συγκεκριμένα του άρθρου 103, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ, το οποίο απαλλάσσει από τον φόρο εισοδήματος τα «εισοδήματα που απαλλάσσονται δυνάμει σύμβασης κυρωθείσας από νόμο». Αυτή η γενική διάταξη συνιστά τη νομική βάση για την υιοθέτηση μιας σταθερής και συνεπούς πρακτικής του Έλληνα νομοθέτη ως προς τις συμβάσεις παραχωρήσεως για την κατασκευή δημοσίων υποδομών και υπ’ αυτή την έννοια είναι σύμφωνη με τη φύση και την οικονομία του φορολογικού συστήματος.

59      Δεύτερον, όσον αφορά το επίμαχο μέτρο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του νόμου 3755/2009, σχετικά με την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξαρτήτως του βαθμού ολοκληρώσεως του αντικειμένου της συμβάσεως, κατά πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση προς όσα έκρινε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το μέτρο αυτό δεν εισάγει παρέκκλιση υπέρ του ΣΕΠ, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, του κώδικα ΦΠΑ, προκειμένου ακριβώς να αποφεύγεται διάκριση σε βάρος των επιχειρήσεων που κατασκευάζουν έργα δημοσίων υποδομών με μακρά περίοδο αποπερατώσεως. Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι ο ΣΕΠ, όπως και οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, υπόκειται, βάσει του άρθρου 33, σε υποχρέωση διακανονισμού, σε περίπτωση κατά την οποία το επενδυτικό αγαθό παύσει να χρησιμοποιείται σε φορολογητέα δραστηριότητα.

60      Κατά δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, καταρχάς, ότι η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 130 και 131 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του ελληνικού δικαίου, όπως αυτό εφαρμόζεται από τις ελληνικές φορολογικές αρχές, όσον αφορά τον ορισμό του αγαθού επενδύσεως κατά το άρθρο 33, παράγραφος 4, του κώδικα ΦΠΑ, η οποία οδήγησε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της έννοιας του επιλεκτικού πλεονεκτήματος κατά το δίκαιο της Ένωσης. Επισημαίνει ότι, παρότι ο ορισμός αυτός αναφέρεται ρητώς μόνο στα «ενσώματα αγαθά», εφαρμόζεται κατά τρόπο ευρύτερο από τις εν λόγω αρχές, περιλαμβάνοντας επίσης όλες τις εργασίες, τις υπηρεσίες και τα αγαθά που συνδέονται αναπόσπαστα με το επενδυτικό αγαθό.

61      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως της 29ης Φεβρουαρίου 1996, INZO (C‑110/94, EU:C:1996:67), σύμφωνα με την οποία οι οικονομικές δραστηριότητες κατά την έννοια της οδηγίας ΦΠΑ μπορούν να συνίστανται σε αρκετές διαδοχικές πράξεις και προπαρασκευαστικές δραστηριότητες. Αυτή η λογική της ενιαίας θεωρήσεως των διαδοχικών πράξεων που συντελούν σε ένα έργο κατασκευής δεν αφορά μόνο το δικαίωμα παρακρατήσεως του ΦΠΑ αλλά και το δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ, σε αντίθεση προς όσα έκρινε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Περαιτέρω, οι εθνικές διατάξεις για την ενσωμάτωση της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνεύονται σε συμφωνία με την εν λόγω οδηγία.

62      Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι δεν πρόκειται για παρέκκλιση, αλλά για αποσαφήνιση της εφαρμογής των αρχών του γενικού φορολογικού συστήματος, όσον αφορά την έννοια του αγαθού επενδύσεως, στις εταιρίες που αναλαμβάνουν έργα δημοσίων υποδομών, αποσαφήνιση η οποία συνάδει προς την αρχή της ισότητας.

63      Κατά τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, αφενός, ότι η Επιτροπή θεώρησε εσφαλμένως, στις αιτιολογικές σκέψεις 134 και 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, του νόμου 3755/2009 χορήγησε αθέμιτο επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ του ΣΕΠ, καθόσον οι τόκοι υπερημερίας που αναφέρονται στη διάταξη αυτή υπολογίζονται αυτομάτως μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 60 ημερών, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθηθούν οι διαδικασίες του γενικού πλαισίου εφαρμογής του ΦΠΑ. Υπογραμμίζει ότι το εν λόγω άρθρο 2, παράγραφος 4, δεν παρέχει οιοδήποτε πλεονέκτημα στον ΣΕΠ, αλλά διασφαλίζει ότι το Δημόσιο δεν αποκομίζει παράνομο χρηματοοικονομικό όφελος εις βάρος του ΣΕΠ. Επιπλέον, και αν ακόμη θεωρηθεί ότι εισάγεται παρέκκλιση, η παρέκκλιση αυτή δικαιολογείται από τη γενική αρχή της ουδετερότητας του συστήματος ΦΠΑ.

64      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, αφετέρου, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, του νόμου 3755/2009 λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συμβάσεων παραχωρήσεως για την κατασκευή δημοσίων υποδομών. Συγκεκριμένα, αυτό το είδος παραχωρήσεως έχει την ιδιαιτερότητα ότι περιλαμβάνει ένα αρχικό στάδιο εργασιών κατά το οποίο πραγματοποιούνται σημαντικές επενδύσεις, οι οποίες συνεπάγονται σημαντικό ΦΠΑ εισροών. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, η καθυστέρηση στην επιστροφή του ΦΠΑ και η μη δυνατότητα εισπράξεως τόκων υπερημερίας μπορεί να προκαλέσει ουσιώδη προβλήματα ταμειακών ροών. Οι συντομότερες προθεσμίες που προβλέπονται από τη διάταξη αυτή αποσκοπούν στην εύλογη αντιμετώπιση τέτοιων απαιτήσεων, χωρίς να εισάγεται ουσιαστική παρέκκλιση υπέρ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στα εν λόγω έργα.

65      Τρίτον, όσον αφορά το επίμαχο μέτρο του άρθρου 2, παράγραφος 5, του νόμου 3755/2009, σχετικά με τη μεταφορά ζημιών χωρίς χρονικό περιορισμό ως προς τον φόρο εισοδήματος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 146 έως 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το μέτρο αυτό συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα. Η Επιτροπή προέβη, ως προς το ζήτημα αυτό, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της έννοιας του επιλεκτικού πλεονεκτήματος, δεδομένου ότι δεν είχε εισαχθεί ουσιαστική διαφοροποίηση υπέρ του ΣΕΠ. Ο ΣΕΠ τελούσε, στην πραγματικότητα, σε αντικειμενικά διαφορετική κατάσταση σε σύγκριση με τις λοιπές επιχειρήσεις, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των δημοσίων έργων υποδομής.

66      Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί, κατά δεύτερον, ότι η Επιτροπή παρερμήνευσε εγγενείς αρχές του ελληνικού φορολογικού συστήματος, και δη τη γενική αρχή της αντιστοιχίσεως εσόδων και εξόδων. Στην πραγματικότητα, το εν λόγω επίμαχο μέτρο συνιστά προσαρμογή της αρχής αυτής στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συμβάσεων παραχωρήσεως για την κατασκευή δημοσίων υποδομών και δεν θέτει σε κίνδυνο τον στόχο της συλλογής φορολογικών εσόδων, καθώς διευρύνει τη φορολογική βάση.

67      Τέταρτον, όσον αφορά το επίμαχο μέτρο του άρθρου 2, παράγραφος 6, του νόμου 3755/2009, σχετικά με την επιλογή μεταξύ τριών μεθόδων αποσβέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία διαφωνεί ως προς το ότι η δυνατότητα που διέθετε ο ΣΕΠ να επιλέξει μεταξύ της σταθερής αποσβέσεως, που αποτελεί μέθοδο «γενικής εφαρμογής», και των δύο άλλων μεθόδων χορηγεί, εν προκειμένω, επιλεκτικό πλεονέκτημα στον ΣΕΠ, όπως έγινε δεκτό στην αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ως προς το ζήτημα αυτό, υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι η Επιτροπή επέλεξε για το μέτρο αυτό να λάβει ως σύστημα αναφοράς τους κανόνες που ισχύουν στις συμβάσεις παραχωρήσεως και όχι τους γενικούς κανόνες του φορολογικού συστήματος, σε αναντιστοιχία με την προσέγγισή της για τα υπόλοιπα επίμαχα μέτρα.

68      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, εν συνεχεία, ότι η ευχέρεια που παρασχέθηκε στον ΣΕΠ να επιλέξει μεταξύ τριών μεθόδων αποσβέσεως δεν συνιστά κατ’ ανάγκην επιλεκτικό πλεονέκτημα, όπως συνήγαγε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 170 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στην πραγματικότητα, οι διαθέσιμες μέθοδοι, όπως επίσης οι διαθέσιμοι συντελεστές εντός καθεμίας μεθόδου, παρέχουν ευρύτατη ευελιξία στις επιχειρήσεις σχετικά με την απόσβεση των στοιχείων του ενεργητικού τους.

69      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, τέλος, ότι η ευχέρεια επιλογής που παρέχει στον ΣΕΠ το άρθρο 2, παράγραφος 6, του νόμου 3755/2009 λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων που κατασκευάζουν έργα δημοσίων υποδομών. Η διάταξη αυτή αποτελεί την προσαρμογή της αρχής της ευελιξίας στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπό κρίση περιπτώσεως και συνάδει προς την κατευθυντήρια αρχή του φορολογικού συστήματος όσον αφορά τις αποσβέσεις, η οποία εφαρμόζεται συστηματικά στις εν λόγω επιχειρήσεις. Επιπλέον, το επίμαχο αυτό μέτρο είναι απαραίτητο για λόγους ασφάλειας δικαίου, ενώ συγχρόνως είναι κατάλληλο και αναλογικό.

70      Πέμπτον, όσον αφορά το επίμαχο μέτρο του άρθρου 2, παράγραφος 8, του νόμου 3755/2009, σχετικά με την απαλλαγή από το τέλος χαρτοσήμου για συμβάσεις δανείων που χρηματοδοτούν το επενδυτικό πρόγραμμα, η Ελληνική Δημοκρατία διαφωνεί, καταρχάς, με την κρίση, που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το μέτρο αυτό εισάγει ουσιαστική παρέκκλιση από το γενικό σύστημα αναφοράς, ήτοι τον νόμο 4755/1930 περί τελών χαρτοσήμου (ΦΕΚ Αʹ 198/11.6.1930, στο εξής: κώδικας τελών χαρτοσήμου). Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί παρέκκλιση, δεδομένου ότι ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των έργων δημοσίων υποδομών, κυρίως υπό την έννοια ότι παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία και προβλεψιμότητα για τη χρηματοδότηση των εν λόγω έργων. Επιπλέον, η απαλλαγή αυτή δικαιολογείται από την αρχή της σταδιακής καταργήσεως του τέλους χαρτοσήμου.

71      Κατά δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 187 και 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του εθνικού δικαίου, χωρίς να είναι αρμόδια να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο και μάλιστα προκρίνοντας ερμηνευτικές επιλογές που έρχονται σε αντίθεση με την πρακτική των αρμόδιων ελληνικών αρχών. Η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει, ειδικότερα, στην Επιτροπή ότι θεώρησε ότι δύο δάνεια που χορήγησε η Cosco στον ΣΕΠ υπόκεινταν σε τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του κώδικα τελών χαρτοσήμου και ότι στηρίχθηκε προς τούτο σε μια απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, χωρίς να λάβει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο της σχετικής ερμηνευτικής εγκυκλίου των εν λόγω αρχών σχετικά με τον ορισμό των περιπτώσεων εκτελέσεως στην Ελλάδα δανείων που έχουν συναφθεί στην αλλοδαπή, με το πρόσχημα ότι μια τέτοια εγκύκλιος δεν υπερισχύει των δικαστικών αποφάσεων.

72      Έκτον, όσον αφορά το επίμαχο μέτρο του άρθρου 2, παράγραφος 9, του νόμου 3755/2009, σχετικά με την απαλλαγή από το τέλος χαρτοσήμου για τις συμβάσεις δανειστών δανειακών συμβάσεων με τις οποίες μεταβιβάζονται δικαιώματα ή υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές, η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι η διαπίστωση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το μέτρο αυτό συνεπάγεται άμεσο πλεονέκτημα προς όφελος των πιστωτών του ΣΕΠ, και δη της μητρικής εταιρίας, της Cosco, ενέχει εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του επιλεκτικού πλεονεκτήματος κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ως προς το ζήτημα αυτό η Ελληνική Δημοκρατία παραπέμπει στην ανάλυσή της επί του επίμαχου μέτρου του άρθρου 2, παράγραφος 8, του νόμου 3755/2009.

73      Έβδομον, όσον αφορά το επίμαχο μέτρο του άρθρου 2, παράγραφος 10, του νόμου 3755/2009, σχετικά με την απαλλαγή από το τέλος χαρτοσήμου κάθε είδους αποζημιώσεων που καταβάλλονται από τον ΟΛΠ στον ΣΕΠ δυνάμει της συμβάσεως παραχωρήσεως και βρίσκονται εκτός πεδίου εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ, αφενός, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει, όσον αφορά το πάγιο τέλος χαρτοσήμου, ότι το τέλος αυτό καταργήθηκε με τον νόμο 2873/2000, με τον οποίο έγινε σχετική τροποποίηση του κώδικα τελών χαρτοσήμου, με ισχύ από το 2001. Επομένως, όσον αφορά την καταβολή ποινικής ρήτρας, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση, δεδομένου ότι δεν υφίσταται καμία διαφοροποίηση σε σχέση με τις γενικές διατάξεις καταβολής τέλους χαρτοσήμου.

74      Όσον αφορά, αφετέρου, το αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, η Ελληνική Δημοκρατία επαναλαμβάνει ότι, όπως και στις προμνησθείσες περιπτώσεις απαλλαγής από το τέλος χαρτοσήμου, η απαλλαγή από το τέλος αυτό υπέρ του ΣΕΠ δεν συνιστά ουσιαστική παρέκκλιση αλλά διαφορετική ρύθμιση διαφορετικών καταστάσεων, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των έργων δημοσίων υποδομών. Εξάλλου, δικαιολογείται από την αρχή της σταδιακής καταργήσεως του τέλος χαρτοσήμου.

75      Όγδοον, όσον αφορά το επίμαχο μέτρο του άρθρου 3 του νόμου 3755/2009, σχετικά με τη δυνατότητα παροχής, μετά από αίτηση του ΣΕΠ, της προστασίας του νομοθετικού διατάγματος 2687/1953 για την επένδυση που προβλέπεται στη σύμβαση παραχωρήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή δεν χορηγεί κανένα δικαίωμα στον ΣΕΠ να ζητήσει και να υπαχθεί στο προστατευτικό καθεστώς του διατάγματος αυτού, αλλά απλώς επιβεβαιώνει τη δυνατότητα που διαθέτει ο ΣΕΠ, όπως και κάθε άλλη επιχείρηση, βάσει των γενικών διατάξεων του εν λόγω διατάγματος, να υποβάλει αίτηση προς τις ελληνικές αρχές για τη χορήγηση του καθεστώτος αυτού.

76      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση σκέλους του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως.

77      Όσον αφορά την προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, για την εκτίμηση της προϋποθέσεως αυτής, είναι απαραίτητο να εξετάζεται κατά πόσον, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το επίμαχο εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και που υφίστανται, συνεπώς, διαφορετική μεταχείριση δυνάμενη κατ’ ουσίαν να χαρακτηρισθεί ως εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 54· βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένο Βασίλειο, C-106/09 P και C-107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψεις 75 και 101).

78      Η προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα που απορρέει από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να διακρίνεται σαφώς από την παράλληλη διαπίστωση περί υπάρξεως οικονομικού πλεονεκτήματος καθόσον, οσάκις η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη πλεονεκτήματος, υπό την ευρεία έννοια του όρου, οφειλόμενου άμεσα ή έμμεσα σε συγκεκριμένο μέτρο, υποχρεούται να αποδείξει, περαιτέρω, ότι το πλεονέκτημα αυτό ευνοεί ειδικώς μία ή πλείονες επιχειρήσεις. Προς τούτο, η Επιτροπή υπέχει, ειδικότερα, την υποχρέωση να αποδείξει ότι το επίμαχο μέτρο εισάγει διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιχειρήσεων οι οποίες, από απόψεως του επιδιωκομένου σκοπού, βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση. Απαιτείται, επομένως, να παρέχεται το πλεονέκτημα επιλεκτικώς και να δύναται να περιαγάγει ορισμένες επιχειρήσεις σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι άλλων (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά MOL, C-15/14 P, EU:C:2015:362, σκέψη 59, και της 30ής Ιουνίου 2016, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-270/15 P, EU:C:2016:489, σκέψη 48).

79      Πρέπει, πάντως, να γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν το επίμαχο μέτρο προβλέπεται ως το γενικό καθεστώς ενισχύσεων ή ως ατομική ενίσχυση. Στη δεύτερη περίπτωση, ο προσδιορισμός του οικονομικού πλεονεκτήματος επιτρέπει, καταρχήν, να τεκμαίρεται ο επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου. Αντιθέτως, κατά την εξέταση γενικού καθεστώτος ενισχύσεων, απαιτείται να διακριβώνεται αν το επίμαχο μέτρο, μολονότι με αυτό παρέχεται πλεονέκτημα γενικής ισχύος, ευνοεί αποκλειστικώς ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους δραστηριοτήτων (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά MOL, C-15/14 P, EU:C:2015:362, σκέψη 60, και της 30ής Ιουνίου 2016, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-270/15 P, EU:C:2016:489, σκέψη 49). Διευκρινίζεται ότι, στην περίπτωση ατομικής ενισχύσεως, το τεκμήριο περί του επιλεκτικού χαρακτήρα του μέτρου ισχύει ανεξαρτήτως του αν υπάρχουν ή όχι στις σχετικές αγορές φορείς που βρίσκονται σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση.

80      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα επίδικα μέτρα υιοθετήθηκαν βάσει νόμου, εν προκειμένω του νόμου 3755/2009, ο οποίος αφορά ειδικά και συγκεκριμένα την επιχείρηση ΣΕΠ, συμβαλλομένη στη σύμβαση παραχωρήσεως των λιμενικών εγκαταστάσεων των προβλητών ΙΙ και ΙΙΙ του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων του ΟΛΠ, σύμβαση την οποία κυρώνει ο νόμος αυτός, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι ο τίτλος του νόμου είναι [Ν. 3755/2009], «Κύρωση της Σύμβασης παραχώρησης των λιμενικών εγκαταστάσεων των προβλητών II και III του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων της ανώνυμης εταιρείας “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.” (ΟΛΠ Α.Ε.) και ρύθμιση συναφών θεμάτων». Περαιτέρω, τα άρθρα 2 και 3 του εν λόγω νόμου θεσπίζουν τα επίμαχα μέτρα και προσδιορίζουν ρητώς και αποκλειστικώς τον ΣΕΠ ως δικαιούχο τους.

81      Συνεπώς, θεμιτώς η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο νόμος 3755/2009 αφορά αποκλειστικά και μόνο τον ΣΕΠ και ότι είναι, ως εκ τούτου, επιλεκτικός, χωρίς να απαιτείται, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να ελέγξει περαιτέρω αν ο νόμος αυτός εισάγει διαφοροποιήσεις μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες τελούν, από απόψεως του σκοπού που επιδιώκει το κοινό φορολογικό σύστημα, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Πράγματι, το κριτήριο της συγκρίσεως της δικαιούχου επιχειρήσεως με άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από το κοινό σύστημα σκοπού εντάσσεται και δικαιολογείται στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του επιλεκτικού χαρακτήρα μέτρων γενικής, δυνητικώς, εφαρμογής και, επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής οσάκις, όπως εν προκειμένω, αξιολογείται ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός ad hoc μέτρου το οποίο αφορά μία μόνον επιχείρηση και το οποίο σκοπεί να τροποποιήσει ορισμένες συνθήκες ανταγωνισμού που αφορούν αποκλειστικά την εν λόγω επιχείρηση (αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2016, Orange κατά Επιτροπής, C-211/15 P, EU:C:2016:798, σκέψεις 53 και 54· της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑135/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:116, σκέψη 44, και της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Orange κατά Επιτροπής, T-385/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:117, σκέψη 53).

82      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν επέλεξε αυτή την προσέγγιση, αλλά εξέτασε αν τα επίμαχα μέτρα εισήγαν διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιχειρήσεων που τελούσαν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από το οικείο κοινό φορολογικό σύστημα σκοπού, οι οποίες δεν δικαιολογούνταν από τη φύση και την οικονομία του συστήματος αυτού.

83      Πράγματι, καίτοι εν προκειμένω, βάσει της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 81 ανωτέρω, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι τα επίδικα μέτρα προσπόριζαν πλεονέκτημα, δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει αν τα μέτρα αυτά ευνοούσαν αποκλειστικά ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους δραστηριοτήτων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-270/15 P, EU:C:2016:489, σκέψη 50) –οπότε στην προσβαλλόμενη απόφαση ο επιλεκτικός χαρακτήρας των μέτρων αυτών μπορούσε να αιτιολογηθεί με μεγαλύτερη συντομία–, εντούτοις απάντησε λεπτομερώς στα επιχειρήματα των ελληνικών αρχών, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από τη νομολογία αναλύσεως του επιλεκτικού χαρακτήρα σε τρία στάδια, τόσο συνολικά όσο και για κάθε μέτρο χωριστά.

84      Αυτή η ανάλυση σε τρία στάδια περιγράφεται από τη νομολογία ως εξής.

85      Για τον χαρακτηρισμό ενός φορολογικού μέτρου ως «επιλεκτικού», η Επιτροπή οφείλει καταρχάς να προσδιορίσει το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς που ισχύει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και στη συνέχεια να αποδείξει ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το εν λόγω κοινό καθεστώς, καθόσον διαφοροποιεί επιχειρήσεις οι οποίες, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το καθεστώς αυτό, βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 57· βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ., C‑78/08 έως C-80/08, EU:C:2011:550, σκέψη 49).

86      Στην έννοια της «κρατικής ενισχύσεως» εμπίπτουν ωστόσο τα μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ευρισκόμενων, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο νομικό καθεστώς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και τα οποία είναι, ως εκ τούτου, a priori επιλεκτικής εφαρμογής, όταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατορθώνει να αποδείξει ότι η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του καθεστώτος στο οποίο εντάσσονται τα εν λόγω μέτρα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑159/01, EU:C:2004:246, σκέψεις 42 και 43· της 29ης Μαρτίου 2012, 3M Italia, C-417/10, EU:C:2012:184, σκέψη 40, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 58).

87      Συνεπώς, τα τρία στάδια αναλύσεως είναι τα ακόλουθα. Πρώτον, πρέπει να ορίζεται ως σύστημα αναφοράς το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό σύστημα που εφαρμόζει το κράτος μέλος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 67). Δεύτερον, πρέπει να κρίνεται υπό το πρίσμα αυτού του συστήματος αναφοράς αν το επίμαχο μέτρο συνιστά παρέκκλιση σε σχέση με το εν λόγω σύστημα λόγω του ότι εισάγει διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων που βρίσκονται –υπό το πρίσμα του σκοπού του κοινού φορολογικού συστήματος– σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 76). Σε περίπτωση που ισχύει κάτι τέτοιο, πρέπει να εξετάζεται σε ένα τρίτο στάδιο αν το μέτρο παρεκκλίσεως δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του εν λόγω κοινού ή «κανονικού» φορολογικού συστήματος. Κατά τη νομολογία, το βάρος αποδείξεως φέρει κατά το τρίτο στάδιο το οικείο κράτος μέλος (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 80· βλ., επίσης, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C-279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

88      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η κρίσιμη παράμετρος για να αποδειχθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας του επίμαχου μέτρου συνίσταται στην εξακρίβωση του κατά πόσον το εν λόγω μέτρο εισάγει διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων που βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο νομικό καθεστώς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, η οποία δεν δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του καθεστώτος αυτού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά MOL, C-15/14 P, EU:C:2015:362, σκέψη 61, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 60).

89      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω πρέπει να εξετασθεί αν εν προκειμένω η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από τον δικαστή της Ένωσης, κρίνοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα επίδικα μέτρα προσπόριζαν επιλεκτικό πλεονέκτημα στον ΣΕΠ, ήτοι πλεονέκτημα σε «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

90      Με τα επιχειρήματα που παρατέθηκαν στις σκέψεις 52 έως 75 ανωτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα επίμαχα μέτρα δεν προσπορίζουν επιλεκτικό πλεονέκτημα, για τους ακόλουθους λόγους. Πρώτον, τα ίδια τα επίμαχα μέτρα αποτελούν το σύστημα αναφοράς, ως μέτρα φορολογήσεως των επιχειρήσεων που κατασκευάζουν έργα δημοσίων υποδομών. Δεύτερον, τα εν λόγω μέτρα δεν συνιστούν παρέκκλιση από το κοινό φορολογικό σύστημα, καθόσον αφορούν τη νομική και πραγματική κατάσταση των επιχειρήσεων που κατασκευάζουν έργα δημοσίων υποδομών, η οποία διαφοροποιείται αντικειμενικώς από αυτή των λοιπών επιχειρήσεων. Τρίτον, τα μέτρα αυτά δικαιολογούνται από τη φύση και την οικονομία του φορολογικού συστήματος που εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις κατασκευής δημοσίων έργων υποδομών.

91      Προκαταρκτικώς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, αυτή η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας συνοψίζεται εν τέλει σε ένα μοναδικό επιχείρημα, ότι δηλαδή τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» των έργων δημοσίων υποδομών εξαλείφουν τον επιλεκτικό χαρακτήρα των επίδικων μέτρων, με αποτέλεσμα το επιχείρημα αυτό, το οποίο προβάλλεται σε κάθε στάδιο της αναλύσεως επιλεκτικότητας, να καθιστά περιττά τα προβλεπόμενα από τη νομολογία τρία στάδια αναλύσεως.

92      Εν προκειμένω, όσον αφορά το πρώτο στάδιο αναλύσεως της επιλεκτικότητας, η προσβαλλόμενη απόφαση ορθώς όρισε ως σύστημα αναφοράς το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό σύστημα που εφαρμόζει το κράτος μέλος, ήτοι, ανάλογα με το εκάστοτε εξεταζόμενο επίδικο μέτρο, τον κώδικα φορολογίας εισοδήματος, τον κώδικα ΦΠΑ και τον κώδικα τελών χαρτοσήμου. Αυτά είναι τα νομοθετήματα που ορίζουν τους γενικούς φορολογικούς κανόνες οι οποίοι ισχύουν γενικώς για όλες τις επιχειρήσεις και τους κλάδους παραγωγής που φορολογούνται στην Ελλάδα.

93      Ως προς το ζήτημα αυτό, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι τα ίδια τα επίδικα μέτρα αποτελούσαν το σύστημα αναφοράς, ως μέτρα φορολογήσεως των επιχειρήσεων που κατασκευάζουν έργα δημοσίων υποδομών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι μπορεί να θεωρηθεί διακριτό «πλαίσιο» ένα ad hoc κείμενο που υιοθετείται κάθε φορά ενόψει νέας παραχωρήσεως προκειμένου να «διευκολυνθούν» ή να «αποσαφηνιστούν» οι γενικοί κανόνες φορολογήσεως, επιφυλάσσοντας στην πραγματικότητα ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση για μια συγκεκριμένη επιχείρηση έργων δημοσίων υποδομών. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, κατά την προφορική διαδικασία, η Ελληνική Δημοκρατία παραδέχτηκε ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε ένα τέτοιο διακριτό φορολογικό πλαίσιο με κοινούς κανόνες για όλες τις επιχειρήσεις κατασκευής έργων δημοσίων υποδομών.

94      Περαιτέρω, στην περίπτωση ειδικών φορολογικών μέτρων, επισημαίνεται ότι κατά τη νομολογία, αν γινόταν δεκτό ότι η επιδίωξη στόχου οικονομικής ή βιομηχανικής πολιτικής, όπως η ενθάρρυνση των επενδύσεων, μπορεί να επιτρέψει την εξαίρεση ενός μέτρου επιλεκτικού χαρακτήρα από την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η διάταξη αυτή θα έχανε κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα. Συνεπώς, σύμφωνα με πάγια νομολογία, επιβάλλεται, η διαπίστωση ότι ο στόχος που επιδιώκεται με το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να επιτρέψει το μέτρο αυτό να αποφύγει τον χαρακτηρισμό του ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου (βλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-92/00 και T-103/00, EU:T:2002:61, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Όσον αφορά το δεύτερο στάδιο της αναλύσεως της επιλεκτικότητας, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ορθώς εξήγησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι επίδικες φορολογικές ελαφρύνσεις αποτελούσαν παρέκκλιση λόγω του ότι εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων που, υπό το πρίσματων σκοπών του κοινού ή «κανονικού» φορολογικού συστήματος βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Παρέκκλιση υφίσταται όχι μόνον αν οι φορολογικές απαλλαγές που θεσπίζει ο νόμος 3755/2009 υπέρ του ΣΕΠ θεωρηθούν παρέκκλιση από το γενικό σύστημα φορολογήσεως επιχειρήσεων στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται φορολογικό πλαίσιο ειδικά για τις επιχειρήσεις έργων δημοσίων υποδομών κατά παρέκκλιση του γενικού ελληνικού συστήματος φορολογήσεως επιχειρήσεων. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, ούτε ο μεγάλος αριθμός των ωφελούμενων επιχειρήσεων ούτε η ποικιλία και η σημασία των κλάδων στους οποίους αυτές ανήκουν αναιρεί τον επιλεκτικό χαρακτήρα ενός πλεονεκτήματος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, C-143/99, EU:C:2001:598, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

96      Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι τα επίδικα μέτρα δεν αποτελούν παρέκκλιση από το κοινό φορολογικό σύστημα επειδή αφορούν τη νομική και πραγματική κατάσταση των επιχειρήσεων που κατασκευάζουν έργα δημοσίων υποδομών, η οποία είναι αντικειμενικά διαφορετική από αυτή των λοιπών επιχειρήσεων.

97      Υπενθυμίζεται ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου εκτιμάται σε σχέση με το σύνολο των επιχειρήσεων και όχι σε σχέση με τις επιχειρήσεις οι οποίες, εντός της ιδίας ομάδας, τυγχάνουν του ιδίου πλεονεκτήματος (βλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2015, Βέλγιο κατά Επιτροπής, T-538/11, EU:T:2015:188, σκέψη 114 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

98      Ομοίως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, για να αποδειχθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου παρεκκλίνοντος από ένα κοινό φορολογικό καθεστώς, αρκεί να αποδειχθεί ότι το μέτρο ωφελεί ορισμένους επιχειρηματίες και όχι άλλους, παρά το γεγονός ότι όλοι οι εν λόγω επιχειρηματίες βρίσκονται σε κατάσταση αντικειμενικώς συγκρίσιμη υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει το εν λόγω κοινό φορολογικό καθεστώς. Σημασία από την άποψη αυτή έχει μόνο το γεγονός ότι το μέτρο, ανεξαρτήτως της μορφής του ή της χρησιμοποιούμενης νομοθετικής τεχνικής, έχει ως αποτέλεσμα να περιάγει τις δικαιούχους επιχειρήσεις σε ευνοϊκότερη θέση σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις, μολονότι όλες οι εν λόγω επιχειρήσεις βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο φορολογικό καθεστώς (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψεις 76 και 79).

99      Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» των συμβάσεων παραχωρήσεως για την κατασκευή έργων δημοσίων υποδομών θέτουν τις οικείες επιχειρήσεις σε μια κατάσταση αντικειμενικά διαφορετική σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο γενικό ή κοινό φορολογικό σύστημα, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως χωρίς να εισάγεται παρέκκλιση.

100    Μια τέτοια επιχειρηματολογία προϋποθέτει ότι υφίσταται πράγματι ένα φορολογικό πλαίσιο διακριτό ή ειδικό για τις επιχειρήσεις έργων δημοσίων υποδομών, κάτι που ωστόσο δεν ισχύει, όπως παραδέχθηκε η Ελληνική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς το υφιστάμενο πλαίσιο αποτελείται μόνον από τον ad hoc νόμο 3755/2009 υπέρ του ΣΕΠ. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπήρχε ένα τέτοιο ειδικό φορολογικό πλαίσιο –πράγμα που δεν ισχύει εν προκειμένω– το πλαίσιο αυτό επίσης θα συνιστούσε παρέκκλιση από το γενικό σύστημα φορολογήσεως. Αντίθετο συμπέρασμα θα οδηγούσε την ανάλυση στο πρώτο στάδιο, αυτό του καθορισμού του συστήματος αναφοράς, καθώς θα καθιστούσε τη φορολόγηση των εν λόγω επιχειρήσεων, λόγω των «ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους», ένα σύστημα αναφοράς διακριτό από το γενικό ή κοινό φορολογικό σύστημα.

101    Όσον αφορά το τρίτο στάδιο της αναλύσεως της επιλεκτικότητας, που αφορά τη δικαιολόγηση των επίδικων μέτρων, της οποίας το βάρος αποδείξεως φέρει η Ελληνική Δημοκρατία, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες φορολογικές ελαφρύνσεις υπέρ του ΣΕΠ δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τη φύση και την οικονομία του γενικού φορολογικού συστήματος, καθώς υπαγορεύονται από σκοπούς που είναι εξωγενείς σε σχέση προς το εν λόγω γενικό ή κοινό φορολογικό σύστημα. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ορθώς έκρινε, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 94 και 99 της εν λόγω αποφάσεως, ότι ο σκοπός που συνίσταται στην επιτυχή υλοποίηση των έργων δημοσίων υποδομών είναι εξωγενής σε σχέση προς το φορολογικό σύστημα.

102    Υπενθυμίζεται, συναφώς, η νομολογία κατά την οποία οι φορολογικές απαλλαγές που υπαγορεύονται από σκοπό εξωγενή σε σχέση προς το φορολογικό σύστημα στο οποίο εντάσσονται δεν εκφεύγουν των επιταγών του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 81, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ., C-78/08 έως C-80/08, EU:C:2011:550, σκέψη 69 και 70).

103    Η νομολογία υπαγορεύει οι σκοποί που είναι εξωγενείς σε σχέση με το φορολογικό σύστημα στο οποίο εντάσσεται κάποιο μέτρο να μην αίρουν τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου αυτού, αλλά να εξετάζονται κατά την αξιολόγηση του συμβατού της κρατικής ενισχύσεως, υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Έχει κριθεί, παραδείγματος χάριν, ότι τέτοιοι εξωγενείς σκοποί είναι η προστασία του περιβάλλοντος, η περιφερειακή ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή. Κατά τη νομολογία, οι εξωγενείς σκοποί δεν αίρουν τον επιλεκτικό χαρακτήρα του πλεονεκτήματος, έστω και αν συγκαταλέγονται στους μείζονες σκοπούς της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-75/97, EU:C:1999:311, σκέψη 25, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 82, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C-279/08 P, EU:C:2011:551 σκέψη 75).

104    Περαιτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα επίδικα φορολογικά μέτρα είναι σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας και υπηρετούν σκοπούς εγγενείς στο γενικό φορολογικό σύστημα, όπως η ασφάλεια δικαίου, η ενίσχυση της φορολογικής ικανότητας και η διεύρυνση της φορολογικής βάσεως, επιτρέποντας τη χρήση των δημοσίων υποδομών από τρίτους. Τέτοιοι σκοποί δεν μπορούν, όμως, να θεωρηθούν εγγενείς σε σχέση προς το γενικό φορολογικό σύστημα και αναγκαίοι για την επίτευξη των σκοπών του, όπως απαιτεί η νομολογία. Έχουν κριθεί εγγενείς στο φορολογικό σύστημα σκοποί όπως η προοδευτικότητα της φορολογίας, η οποία δικαιολογείται από την αναδιανεμητική λογική του φορολογικού συστήματος (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-92/00 και T-103/00, EU:T:2002:61, σκέψη 60).

105    Εξάλλου, τα επίδικα μέτρα είναι εντελώς αντίθετα προς τον πρωταρχικό σκοπό ενός φορολογικού συστήματος, ήτοι τη συλλογήεσόδων. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι σκοπός των φορολογικών ελαφρύνσεων προς τον ΣΕΠ ήταν η αύξηση των φορολογικών εσόδων, με την ενθάρρυνση των επενδύσεων σε δημόσιες υποδομές, η νομολογία έχει αποφανθεί με σαφήνεια ότι τέτοιες φορολογικές ελαφρύνσεις που σκοπούν στην ενθάρρυνση των επενδύσεων δεν είναι σύμφωνες με τον σκοπό της αυξήσεως των φορολογικών εσόδων, καθώς ο δεύτερος αυτός σκοπός θα μπορούσε εξίσου να επιτευχθεί με φορολογικά μέτρα γενικού χαρακτήρα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-92/00 και T-103/00, EU:T:2002:61, σκέψη 61 και 62). Συνεπώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα είναι σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας με την αιτιολογία ότι υπηρετούσαν τους σκοπούς τους οποίους επικαλέσθηκε η Ελληνική Δημοκρατία. Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προβάλλει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ανωτέρω επιχειρήματος.

106    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί τόσο το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως όσο και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη, ελλιπής και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τη στοιχειοθέτηση κρατικής ενισχύσεως, κατά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά την αιτιολόγηση της χορηγήσεως ενισχύσεως μέσω κρατικών πόρων

107    Όσον αφορά τη χορήγηση ενισχύσεως μέσω κρατικών πόρων, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αντέκρουσε, στην αιτιολογική σκέψη 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημά της ότι η επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ συνιστά επιστροφή χρημάτων του φορολογουμένου και όχι χορήγηση κρατικών πόρων, αλλά θεώρησε, αντιθέτως, ότι η καταβολή πρόσθετων τόκων προς τον ΣΕΠ συνιστά χορήγηση κρατικών πόρων. Πουθενά, όμως, δεν εξηγεί η Επιτροπή για ποιους λόγους η επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ δεν συνιστά επιστροφή χρημάτων του φορολογουμένου (έλλειψη αιτιολογίας), καθώς και τους λόγους για τους οποίους η καταβολή πρόσθετων τόκων προς τον ΣΕΠ αυτομάτως μετά τη λήξη της προθεσμίας των εξήντα ημερών συνιστά χορήγηση κρατικών πόρων (ανεπαρκής αιτιολογία).

108    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί την απόρριψη του υπό εξέταση σκέλους του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως.

109    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που θεσπίζεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη αυτή. Από το σκεπτικό της αποφάσεως πρέπει να προκύπτει σαφώς και άνευ αμφισημίας η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να επιτρέπει, αφενός, στους ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο προκειμένου να μπορούν να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και να εξακριβώσουν αν η απόφαση είναι βάσιμη και, αφετέρου, στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C-367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63, και της 30ής Νοεμβρίου 2011, Sniace κατά Επιτροπής, T-238/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:705, σκέψη 37). Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προέβαλαν ενώπιόν της οι ενδιαφερόμενοι στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Αρκεί να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C-341/06 P και C-342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 96, και της 16ης Ιουλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-52/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:677, σκέψη 76).

110    Επιπλέον, όταν το πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνεται μια απόφαση είναι απολύτως γνωστό στον ενδιαφερόμενο, η απόφαση αυτή μπορεί να αιτιολογηθεί συνοπτικώς (αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-301/96, EU:C:2003:509, σκέψεις 89 και 92, και της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T-267/08 και T-279/08, EU:T:2011:209, σκέψη 44).

111    Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί η νομολογία κατά με την οποία η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-17/99, EU:C:2001:178, σκέψη 35, της 12ης Νοεμβρίου 2008, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T-406/06, EU:T:2008:484, σκέψη 47, και της 20ής Μαΐου 2009, VIP Car Solutions κατά Κοινοβουλίου, T-89/07, EU:T:2009:163, σκέψη 63). Συνεπώς, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς αμφισβήτηση του βασίμου της πράξεως αυτής προβάλλονται αλυσιτελώς στο πλαίσιο λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκή αιτιολογία (βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T-267/08 και T-279/08, EU:T:2011:209, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

112    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά της αιτιολογίας που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επικαλούμενη δύο επιχειρήματα. Αφενός, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξηγεί για ποιο λόγο η επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ δεν συνιστά επιστροφή χρημάτων του φορολογουμένου. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους η καταβολή πρόσθετων τόκων προς τον ΣΕΠ αυτομάτως μετά τη λήξη της προθεσμίας των 60 ημερών συνιστά χορήγηση κρατικών πόρων.

113    Η αιτιολογική σκέψη 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο υπολογισμός τόκων για την καθυστέρηση καταβολής της επιστροφής ΦΠΑ υποδηλώνει καταβολή κρατικών πόρων, όσον αφορά τους πρόσθετους τόκους που θα πρέπει να καταβάλει το κράτος στον ΣΕΠ λόγω της διάταξης αυτής. Στην πράξη, λόγω της διάταξης αυτής, το κράτος θα καταβάλει τόκους αυτομάτως από την επομένη της ημερομηνίας λή[ξ]ης της περιόδου 60 ημερών […]».

114    Καταρχάς, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε για ποιο λόγο η επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ δεν αποτελεί επιστροφή χρημάτων του φορολογουμένου, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή, στην παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητείται η επιστροφή του ποσού αυτού αυτή καθαυτήν. Το επίδικο μέτρο του άρθρου 2, παράγραφος 4, του νόμου 3755/2009 δεν αφορά το ύψος του επιστρεπτέου πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, αλλά τους τόκους υπερημερίας επί του ποσού αυτού. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν όφειλε να αιτιολογήσει περισσότερο το ότι η επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ δεν αποτελεί επιστροφή χρημάτων του φορολογουμένου και, ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

115    Περαιτέρω, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς, στην αιτιολογική σκέψη 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους η καταβολή πρόσθετων τόκων προς τον ΣΕΠ αυτομάτως μετά τη λήξη της προθεσμίας των 60 ημερών συνιστά χορήγηση κρατικών πόρων, παρατηρείται ότι, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή αναφέρει ρητώς ότι η επιβολή τόκων για την καθυστέρηση καταβολής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ συνεπάγεται την καταβολή κρατικών πόρων, όσον αφορά τους πρόσθετους τόκους που θα πρέπει να καταβάλει το κράτος στον ΣΕΠ βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 4, του νόμου 3755/2009. Από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτει σαφώς ότι η αιτιολογία, αν και σύντομη, δεν είναι ανεπαρκής, λαμβανομένου υπόψη ότι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται είναι γνωστό στην Ελληνική Δημοκρατία, καθώς η ίδια αμφισβήτησε κατά τη διοικητική διαδικασία ότι η καταβολή τόκων υπερημερίας επί του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ αφορούσε κρατικούς πόρους, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 136 της εν λόγω αποφάσεως. Συνεπώς, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 109 και 110 ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ως προς το σημείο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

116    Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά την αιτιολόγηση της υπάρξεως επιλεκτικού πλεονεκτήματος

117    Όσον αφορά την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί πουθενά στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους το σύστημα αναφοράς για όλα τα υπόλοιπα επίμαχα μέτρα, πλην της δυνατότητας επιλογής μεταξύ τριών μεθόδων αποσβέσεως, είναι οι κανόνες γενικής εφαρμογής του κώδικα φορολογίας εισοδήματος, ενώ στην περίπτωση της επιλογής μεταξύ τριών μεθόδων αποσβέσεως το σύστημα αναφοράς, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 158 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι οι κανόνες που εφαρμόζονται στις συμβάσεις παραχωρήσεως, ήτοι οι κανόνες σχετικά με τη μέθοδο της σταθερής αποσβέσεως.

118    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι εσφαλμένη, καθόσον η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση των επίμαχων μέτρων, ιδίως αυτών που αφορούν, αφενός, τη μεταφορά ζημιών χωρίς χρονικό περιορισμό και, αφετέρου, τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ τριών μεθόδων αποσβέσεως, στις αιτιολογικές σκέψεις 152 και 174 της εν λόγω αποφάσεως, υπέπεσε σε σύγχυση μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου σταδίου της αναλύσεως του επιλεκτικού χαρακτήρα. Εξέτασε εντός του τρίτου σταδίου αυτό που έπρεπε να έχει αναλύσει στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου, δηλαδή το ζήτημα αν τα υπό κρίση μέτρα ανταποκρίνονται στην αντικειμενικά διαφορετική κατάσταση των παραχωρησιούχων έργων δημοσίων υποδομών και αν εξασφαλίζουν κατ’ ουσίαν ίση μεταχείριση με τις λοιπές επιχειρήσεις.

119    Τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στις αιτιολογικές σκέψεις 195 και 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου, βασίζεται στις ερμηνευτικές εγκυκλίους των αρμόδιων εθνικών αρχών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις αφίσταται αυτών των ερμηνευτικών εγκυκλίων, βασιζόμενη σε δικές της παραδοχές, όπως στην αιτιολογική σκέψη 188 της εν λόγω αποφάσεως, σχετικά με την ερμηνεία αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου.

120    Τέταρτον, η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αιτιολόγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να αποστεί από την πρακτική των ελληνικών αρχών ως προς την ερμηνεία του ενιαίου αγαθού επενδύσεως.

121    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

122    Όσον αφορά, κατά πρώτον, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αντιφατική, καθόσον το σύστημα αναφοράς που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για το μέτρο που αφορούσε τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ τριών μεθόδων αποσβέσεως ήταν διαφορετικό από αυτό που χρησιμοποιήθηκε για τα λοιπά επίδικα μέτρα, χωρίς να δοθεί καμία σχετική εξήγηση, υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να είναι λογική και, ιδίως, να μην εμφανίζει εσωτερικές αντιφάσεις που να εμποδίζουν την ορθή κατανόηση των λόγων που υπαγόρευσαν την έκδοση της πράξεως (βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C-521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 151 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τυχόν αντίφαση στην αιτιολογία αποφάσεως συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, ικανή να θίξει το κύρος της σχετικής πράξεως, αν αποδειχθεί ότι, λόγω της αντιφάσεως αυτής, ο αποδέκτης της πράξεως δεν είναι σε θέση να γνωρίζει, εν όλω ή εν μέρει, την πραγματική αιτιολογία της αποφάσεως και ότι, ως εκ τούτου, οι ουσιαστικές διατάξεις της πράξεως στερούνται, εν όλω ή εν μέρει, παντός νομικού ερείσματος (αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-424/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:49, σκέψη 67, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-241/13, EU:T:2015:982, σκέψη 56).

123    Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι η αιτιολογική σκέψη 158 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει ρητώς ότι «το γενικό σύστημα αναφοράς σε σχέση με το [επίδικο μέτρο που συνίσταται στην αναγνώριση της δυνατότητας επιλογής μεταξύ τριών μεθόδων αποσβέσεως] είναι η μέθοδος σταθερής απόσβεσης, η οποία εφαρμόζεται γενικώς, για ολόκληρη την περίοδο παραχώρησης». Στην αιτιολογική σκέψη 155 της εν λόγω αποφάσεως διευκρινίζεται περαιτέρω ότι «[ο κώδικας φορολογίας εισοδήματος] προβλέπει ότι ο γενικός κανόνας για την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού είναι η “μέθοδος της σταθερής απόσβεσης”».

124    Συνεπώς, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζει στην πραγματικότητα ότι το σύστημα αναφοράς και για το συγκεκριμένο επίδικο μέτρο αποτελούν οι γενικές διατάξεις του κώδικα φορολογίας εισοδήματος, οι ίδιες, δηλαδή, διατάξεις που χρησιμοποιούνται ως σύστημα αναφοράς για τα λοιπά επίμαχα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι εν λόγω γενικές διατάξεις παραπέμπουν στην ίδια μέθοδο αποσβέσεως με αυτή που ισχύει για τις συμβάσεις παραχωρήσεως για τα έργα δημοσίων υποδομών ουδόλως σημαίνει ότι το σύστημα αναφοράς είναι οι κανόνες που εφαρμόζονται στις συμβάσεις παραχωρήσεως. Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται συναφώς καμία αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε το πρώτο επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

125    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία στο ότι, κατ’ αυτήν, στις αιτιολογικές σκέψεις 152 και 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως συγχέονται το δεύτερο με το τρίτο στάδιο της αναλύσεως της επιλεκτικότητας, επισημαίνεται ότι με ένα τέτοιο επιχείρημα, με το οποίο τυπικά προβάλλει «πλημμελή αιτιολογία», η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί στην πραγματικότητα το βάσιμο της εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου της μεταφοράς ζημιών χωρίς χρονικό περιορισμό (άρθρο 2, παράγραφος 5, του νόμου 3755/2009) και αυτού της δυνατότητας επιλογής μεταξύ τριών μεθόδων αποσβέσεως (άρθρο 2, παράγραφος 6, του νόμου 3755/2009). Συνεπώς, βάσει της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 111 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι προβάλλεται αλυσιτελώς στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

126    Ανεξαρτήτως του κατά πόσον η Επιτροπή πράγματι υπέπεσε σε σύγχυση μεταξύ των σταδίων αναλύσεως της επιλεκτικότητας των ανωτέρω επίδικων μέτρων, από την εμπεριστατωμένη και λεπτομερή επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ως προς το ζήτημα αυτό η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι της είχε δοθεί η δυνατότητα, προκειμένου να εκθέσει την άμυνά της, να πληροφορηθεί και να κατανοήσει τις εξηγήσεις της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με την ανάλυση αυτή. Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι όχι μόνο δόθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία η δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της και να ελέγξει το βάσιμο της εν λόγω αποφάσεως από την άποψη αυτή, αλλά παρασχέθηκε και στο Γενικό Δικαστήριο η δυνατότητα να ελέγξει τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής σχετικά με το ίδιο ζήτημα. Συνεπώς, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 109 και 110 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ζήτημα αυτό είναι δεόντως αιτιολογημένη. Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί.

127    Κατά τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε, κατά τρόπο αντιφατικό, σε ορισμένες εγκυκλίους και όχι σε άλλες, επισημαίνεται ότι η αιτιολογική σκέψη 188 της εν λόγω αποφάσεως αναφέρει ότι «[η] Επιτροπή επισημαίνει ότι μια ερμηνευτική εγκύκλιος που αφορά την εφαρμογή του κώδικα για το τέλος χαρτοσήμου δεν δύναται να θεωρηθεί ότι έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τις δικαστικές αποφάσεις». Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, δεν αποκλείεται να ληφθεί υπόψη μια ερμηνευτική εγκύκλιος, αλλά κατά κύριο λόγο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι δικαστικές αποφάσεις. Ως εκ τούτου, δεν είναι αντιφατικό να στηρίζεται σε ερμηνευτική εγκύκλιο, όπως κάνει στην αιτιολογική σκέψη 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εν προκειμένω στην εγκύκλιο ΠΟΛ 44/1987 – Εφαρμογή διατάξεων φορολογίας χαρτοσήμου σε διάφορες συμβάσεις, πράξεις, σχέσεις και συναλλαγές μετά την εφαρμογή από 1.1.1987 του φόρου προστιθέμενης αξίας, η οποία ερμηνεύει τις διατάξεις σχετικά με τα τέλη χαρτοσήμου μετά τις αλλαγές που επέφερε το καθεστώς ΦΠΑ. Ως εκ τούτου, το τρίτο αυτό επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας, με το οποίο προβάλλεται αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

128    Κατά τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν δικαιολόγησε το ότι δεν ακολούθησε την πρακτική των ελληνικών αρχών ως προς τον ορισμό του αγαθού επενδύσεως, επιβάλλεται, επίσης, η διαπίστωση ότι, με ένα τέτοιο επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ανεπάρκεια της αιτιολογίας, η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει στην πραγματικότητα κατά του βασίμου της εκτιμήσεως της Επιτροπής επί του εν λόγω ορισμού, η οποία εκτέθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 126 έως 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το επιχείρημα αυτό δεν αφορά στην πραγματικότητα πλημμελή αιτιολογία αλλά διαφωνία με την επαρκή, σαφή και μη διφορούμενη αιτιολογία των εν λόγω αιτιολογικών σκέψεων. Συνεπώς, βάσει της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 111 ανωτέρω, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να θεωρηθεί ότι προβάλλεται αλυσιτελώς στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

129    Εν πάση περιπτώσει, αφενός, η Ελληνική Δημοκρατία μπόρεσε να αμυνθεί ως προς το ζήτημα αυτό, όπως προκύπτει από την εμπεριστατωμένη και λεπτομερή επιχειρηματολογία που ανέπτυξε συναφώς στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο μπόρεσε να ασκήσει τον έλεγχό του, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα ανωτέρω σχετικά με την εκτίμηση που ανέπτυξε στο πλαίσιο του δευτέρου αυτού λόγου. Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 109 και 110 ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 126 έως 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι επαρκώς αιτιολογημένες.

130    Υπό τις συνθήκες αυτές, το τέταρτο αυτό επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορεί να γίνει δεκτό και, ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την αιτιολόγηση της υπάρξεως επιλεκτικού πλεονεκτήματος, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά την αιτιολόγηση της συγκρίσεως με παρόμοιες διατάξεις σε άλλες συμβάσεις μεγάλων δημοσίων έργων υποδομής

131    Η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά της διαπιστώσεως, στην αιτιολογική σκέψη 233 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι όλες οι αποφάσεις της Επιτροπής στις οποίες αναφέρθηκαν οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ, σχετικά με άλλες συμβάσεις μεγάλων δημοσίων έργων υποδομής που περιλάμβαναν παρόμοια φορολογικά μέτρα, αφορούσαν διαφορετικές καταστάσεις.

132    Ειδικότερα, όσον αφορά την υπόθεση του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά της αιτιολογικής σκέψεως 234 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, είναι σαφές ότι το κρίσιμο κριτήριο στο οποίο βασίστηκε η Επιτροπή στην υπόθεση του εν λόγω αερολιμένα, ήτοι το κριτήριο της δημόσιας υποδομής που παραμένει διαθέσιμη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων σε όλους τους χρήστες, εφαρμόζεται σε όλες τις δημόσιες υποδομές, όπως αυτές του λιμένα Πειραιώς.

133    Επίσης, όσον αφορά την περίπτωση της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου και της Αττικής Οδού, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική σκέψη 235 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έλαβε θέση επί των φορολογικών μέτρων και έκρινε ότι δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.

134    Περαιτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι στις λοιπές υποθέσεις που αφορούσαν παρόμοια φορολογικά μέτρα η Επιτροπή δεν τοποθετήθηκε επί του ζητήματος αυτού. Επομένως, ως προς το εν λόγω σημείο, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι πλημμελής.

135    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι, στην αιτιολογική σκέψη 238 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δικαιολόγησε τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της παρούσας υποθέσεως και των λοιπών υποθέσεων στηριζόμενη σε όλως τυπικούς λόγους, που αφορούσαν το ότι, στην παρούσα υπόθεση, οι φορολογικές διατάξεις προβλέφθηκαν στον νόμο που κύρωσε τη σύμβαση παραχωρήσεως προς τον ΣΕΠ και όχι στην ίδια τη σύμβαση παραχωρήσεως.

136    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

137    Από την τεκμηριωμένη και λεπτομερή επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ευθύς εξ αρχής ότι μπόρεσε να πληροφορηθεί και να κατανοήσει τις εξηγήσεις που παρέθεσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το ζήτημα της συγκρίσεως των επίμαχων μέτρων με παρόμοιες διατάξεις που περιλαμβάνονταν σε άλλες συμβάσεις μεγάλων έργων υποδομών. Συνεπώς, η αιτιολογία που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 230 έως 239 της αποφάσεως αυτής πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν επαρκής, σαφής και μη διφορούμενη, επιτρέποντας στο εν λόγω κράτος μέλος να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του και να ελέγξει το βάσιμο της αποφάσεως αυτής ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα και Ελληνικός Χρυσός κατά Επιτροπής, T-233/11 και T-262/11, EU:T:2015:948, σκέψεις 215 και 220).

138    Η Ελληνική Δημοκρατία, προβάλλοντας τυπικά «πλημμελή αιτιολογία», επιδιώκει στην πραγματικότητα να αμφισβητήσει το βάσιμο της εκτιμήσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή ως προς τη σύγκριση των επίμαχων μέτρων με παρόμοιες διατάξεις που περιλαμβάνονται σε άλλες συμβάσεις μεγάλων έργων υποδομών. Πράγματι, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως δεν αφορά στην πραγματικότητα πλημμελή αιτιολογία, αλλά διαφωνία με την επαρκή, σαφή και μη διφορούμενη αιτιολογία των αιτιολογικών σκέψεων 230 έως 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 111 ανωτέρω, το σκέλος αυτό πρέπει να κριθεί ότι προβάλλεται αλυσιτελώς στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

139    Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 230 έως 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι αναγκαίες ούτε ασκούν αποφασιστική σημασία για την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις αποτελούν την απάντηση της Επιτροπής στα επιχειρήματα που εξέθεσε η Ελληνική Δημοκρατία κατά τη διοικητική διαδικασία, μνημονεύοντας διάφορες αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή είχε κρίνει ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση στη χρηματοδότηση συμβάσεων παραχωρήσεως μεγάλων έργων υποδομών που περιλάμβαναν παρόμοιες φορολογικές απαλλαγές. Δεδομένου ότι η αιτιολογία που διατυπώνεται στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις ήταν, συνεπώς, επικουρική σε σχέση με την κύρια αιτιολογία, της οποίας τη νομιμότητα δεν μπόρεσε να θέσει εν αμφιβόλω η Ελληνική Δημοκρατία, κάθε αιτίαση που προβάλλεται ως προς αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

140    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, επιχειρηματολογία που στηρίζεται στη στάση που τήρησε η Επιτροπή σε προηγούμενες αποφάσεις δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως είναι αντικειμενική, εκτιμάται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής και εξαρτάται μόνον από το ζήτημα αν ένα κρατικό μέτρο χορηγεί πλεονέκτημα σε μία ή ορισμένες επιχειρήσεις (βλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009, Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής, T-445/05, EU:T:2009:50, σκέψη 145 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η στάση της Επιτροπής σε αποφάσεις επί άλλων υποθέσεων δεν μπορεί, συνεπώς, να επηρεάσει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο μπορεί να κριθεί μόνο βάσει των αντικειμενικών κανόνων της Συνθήκης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2010, Todaro Nunziatina & C., C-138/09, EU:C:2010:291, σκέψη 21, της 21ης Ιουλίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, C-459/10 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:515, σκέψη 38, και της 12ης Νοεμβρίου 2015, HSH Investment Holdings Coinvest-C και HSH Investment Holdings FSO κατά Επιτροπής, T-499/12, EU:T:2015:840, σκέψη 126).

141    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου σκέλους, το οποίο αφορά την αιτιολόγηση της απειλής νοθεύσεως του ανταγωνισμού και της επιδράσεως των μέτρων στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο

142    Όσον αφορά την προϋπόθεση νοθεύσεως του ανταγωνισμού και της επιδράσεως στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ελλιπής και εσφαλμένη, καθόσον δεν στοιχειοθετούνται με επαρκή στοιχεία τα δυνητικά αποτελέσματα των επίμαχων μέτρων στην αγορά των λιμένων της Ένωσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα πορίσματα στην υπόθεση C 21/2009, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 2009 για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας μετά την ανάκληση της κοινοποίησης από το κράτος μέλος – Κρατική ενίσχυση C 21/09 (πρώην N 105/08, N 168/08 και N 169/08) – Ελλάδα – Δημόσια χρηματοδότηση υποδομής και εξοπλισμού στον λιμένα Πειραιώς – τμήμα κοινοποιηθέν υπό τον αριθμό πρώην N 169/08 (ΕΕ 2012, C 402, σ. 25), ο λιμένας αυτός εντάσσεται, από γεωγραφική άποψη, στην αγορά της Ανατολικής Μεσογείου/Μαύρης Θάλασσας και έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους λιμένες της Θεσσαλονίκης, της Κωστάντζας και του Koper. Η Επιτροπή δεν προέβη, στην αιτιολογική σκέψη 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε προσδιορισμό της γεωγραφικής αγοράς, ο οποίος θα ανέλυε τις δυνητικές οικονομικές επιπτώσεις σε λιμένες της Ένωσης, ούτε εξήγησε με ποιον τρόπο ο λιμένας του Πειραιά μπορεί να ανταγωνιστεί τους λιμένες της Θεσσαλονίκης, της Κωστάντζας και του Koper καθώς και μη προσδιοριζόμενους λιμένες της Ιταλίας.

143    Επίσης, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, στην αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα εξασφάλισαν πρόσθετες ροές διαθεσίμων για τον ΣΕΠ και ότι, επομένως, ενίσχυσαν την ανταγωνιστική θέση του στην αγορά.

144    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

145    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς το ότι τα επίδικα μέτρα απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, καθώς θεωρεί ότι η Επιτροπή όφειλε να ορίσει τη σχετική γεωγραφική αγορά και να προβεί σε ανάλυση των δυνητικών οικονομικών επιπτώσεων στους ανταγωνιστικούς λιμένες υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας υποθέσεως C 21/2009.

146    Όπως προκύπτει από τη νομολογία, όσον αφορά την προϋπόθεση των επιπτώσεων στον ανταγωνισμό και στο διακρατικό εμπόριο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδεικνύει ότι υφίσταται όντως στρέβλωση του ανταγωνισμού και ότι οι ενισχύσεις πράγματι επηρεάζουν το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο, αλλά οφείλει μόνο να εξετάζει αν οι ενισχύσεις αυτές δύνανται να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το εν λόγω εμπόριο (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C-279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψη 131 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, η συνοπτική παράθεση των πραγματικών περιστατικών και των νομικών εκτιμήσεων που ελήφθησαν υπόψη κατά την εξέταση της προϋποθέσεως αυτής αρκεί για την εκπλήρωση ως προς το ζήτημα αυτό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που βαρύνει την Επιτροπή (απόφαση της 17ης Μαΐου 2011, Buczek Automotive κατά Επιτροπής, T-1/08, EU:T:2011:216, σκέψη 102).

147    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις που από τις περιστάσεις χορηγήσεώς της προκύπτει ότι η ενίσχυση είναι ικανή να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, η Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον να αναφερθεί στις περιστάσεις αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της (βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Wam, C-494/06 P, EU:C:2009:272, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

148    Πάντως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβαίνει σε οικονομική ανάλυση της πραγματικής καταστάσεως της οικείας αγοράς, των μεριδίων που κατέχει στην αγορά η αποδέκτρια επιχείρηση, της θέσεως των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων και των εμπορικών ρευμάτων για τα επίμαχα προϊόντα και τις επίμαχες υπηρεσίες μεταξύ των κρατών μελών, όταν εκθέτει με ποιον τρόπο η ενίσχυση δύναται να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1998, Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής, T-214/95, EU:T:1998:77, σκέψη 67, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Ιταλία και Wam κατά Επιτροπής, T-304/04 και T-316/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:239, σκέψη 64).

149    Περαιτέρω, σε περίπτωση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδεικνύει τις πραγματικές επιπτώσεις των ενισχύσεων αυτών στον ανταγωνισμό και στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, η υποχρέωση αυτή θα κατέληγε να ευνοεί τα κράτη μέλη τα οποία καταβάλλουν παράνομες ενισχύσεις εις βάρος των κρατών μελών που κοινοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους. Ειδικότερα, αρκεί να αποδεικνύει η Επιτροπή ότι η επίμαχη ενίσχυση μπορεί να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, χωρίς να είναι αναγκαίο να οριοθετήσει τη σχετική αγορά (βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2010, Mediaset κατά Επιτροπής, T-177/07, EU:T:2010:233, σκέψεις 145 και 146 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

150    Υπό το πρίσμα αυτής της νομολογίας πρέπει να εξεταστεί αν, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση.

151    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 240 έως 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξέθεσε κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τις περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκαν οι επίδικες φορολογικές ελαφρύνσεις και τους λόγους για τους οποίους έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 245 της εν λόγω αποφάσεως, ότι τα συγκεκριμένα φορολογικά μέτρα μπορούσαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

152    Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 241 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε συναφώς στον διεθνή διαγωνισμό τον οποίο προκήρυξε το ελληνικό κράτος για να ανοίξει στον ανταγωνισμό την αγορά των λιμενικών υπηρεσιών και στη χορήγηση των επίμαχων φορολογικών πλεονεκτημάτων στον ΣΕΠ, τα οποία κατά τον χρόνο του διαγωνισμού αυτού δεν ήταν διαθέσιμα σε όλους τους άλλους υποψηφίους, που προέρχονταν από διάφορα κράτη μέλη. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 242 της αποφάσεως αυτής, επισήμανε ότι τα εν λόγω φορολογικά μέτρα διευκόλυναν τη νέα δυναμικότητα του λιμένα του Πειραιά τον οποίο εκμεταλλεύεται ο ΣΕΠ και ο οποίος είναι ανταγωνιστής άλλων λιμένων της Ένωσης. Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 243 και 244 της ίδιας αποφάσεως, παρατήρησε ότι τα μέτρα αυτά ενίσχυσαν την ανταγωνιστική θέση του ΣΕΠ στην αγορά των λιμενικών υπηρεσιών της Ένωσης.

153    Εξάλλου, όπως προκύπτει από την προμνησθείσα νομολογία, εφόσον η Επιτροπή εξέθεσε με ποιον τρόπο οι επίδικες ενισχύσεις ήταν ικανές να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, δεν όφειλε να προβεί σε οικονομική ανάλυση των δυνητικών συνεπειών στους ανταγωνιστικούς λιμένες, ιδίως υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας υποθέσεως C 21/2009. Αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν όφειλε να αποδείξει ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα είχαν πράγματι ενισχύσει την ανταγωνιστική θέση του ΣΕΠ στην οικεία αγορά. Αρκούσε να αποδείξει –όπερ και έπραξε– ότι τα μέτρα αυτά ήταν ικανά να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό και το διακρατικό εμπόριο, με αποτέλεσμα να μην ασκεί καμία επιρροή το κατά πόσον ο ΣΕΠ έκανε πράγματι χρήση των εν λόγω μέτρων. Ομοίως, η Επιτροπή δεν όφειλε εν προκειμένω να ορίσει τη σχετική γεωγραφική αγορά.

154    Επιβάλλεται, συνεπώς, το συμπέρασμα ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι επαρκής κατά νόμον όσον αφορά την προϋπόθεση της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

155    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όσον αφορά το συμβατό των εικαζόμενων ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013

156    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα υπό κρίση μέτρα φορολογικού χαρακτήρα είναι επενδυτικές ενισχύσεις κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (ΕΕ 2006, C 54, σ. 13). Υπογραμμίζει ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 250 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά δεν είχαν ποσοτικοποιηθεί εκ των προτέρων δεν τα καθιστά λειτουργικές ενισχύσεις, δεδομένου ότι δεν υπερέβαιναν τα ανώτατα όρια των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.

157    Επίσης, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι εσφαλμένα έκρινε ότι τα μέτρα αυτά δεν ήταν προσωρινού χαρακτήρα. Υποστηρίζει ότι, ακόμη και όταν δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός εφαρμογής ενός συγκεκριμένου φορολογικού μέτρου, τούτο δεν σημαίνει ότι το μέτρο εφαρμόζεται εν τοις πράγμασι επ’ αόριστον.

158    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά της αιτιολογικής σκέψεως 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Υποστηρίζει ότι τα επίδικα μέτρα ήταν αναγκαία και κατάλληλα για την προώθηση της περιφερειακής αναπτύξεως στην Ελλάδα και, συγκεκριμένα, στην περιοχή της Αττικής και του Πειραιά, μέσω των επενδύσεων για την ανάπτυξη των λιμενικών υποδομών και δραστηριοτήτων. Επιπλέον, τα μέτρα αυτά αφορούν επένδυση η οποία έχει μεγάλη συνεισφορά στην αύξηση της απασχολήσεως σε μια περιοχή με υψηλή ανεργία.

159    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί την απόρριψη του υπό εξέταση σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

160    Το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αναφέρει ότι η Επιτροπή «δύναται» να θεωρήσει ότι οι ενισχύσεις που αναφέρονται ρητώς στην παράγραφο αυτή συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή έχει την ευχέρεια και όχι την υποχρέωση να χορηγήσει παρέκκλιση από την προβλεπόμενη στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων (απόφαση της 9ης Απριλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-150/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:191, σκέψη 147). Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ως παρέκκλιση από την γενική αρχή του ασύμβατου των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, το οποίο διακηρύσσεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής, T-135/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:116, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

161    Επομένως, κατά πάγια νομολογία, για την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, της οποίας η άσκηση περιλαμβάνει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός του πλαισίου της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας περιορίζεται στη διακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και της απουσίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, C‑75/05 P και C-80/05 P, EU:C:2008:482, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην οικονομική της εκτίμηση (αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2005, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, T-349/03, EU:T:2005:221, σκέψη 138, και της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής, T-135/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:116, σκέψη 62).

162    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες αποτελούν μέτρα εσωτερικής τάξεως που περιέχουν κανόνες συμπεριφοράς ενδεικτικούς της ακολουθητέας πρακτικής, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας και, αν αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, θα της επιβληθούν, ενδεχομένως, κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 209 έως 211). Τέτοιοι κανόνες δύνανται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και ανάλογα με το περιεχόμενό τους, να συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα (αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2011, Diputación Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-465/09 P έως C-470/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:372, σκέψη 120, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Fri-El Acerra κατά Επιτροπής, T-551/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:430, σκέψη 27). Επομένως, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεσμεύεται από τις ρυθμίσεις που υιοθετεί, στο μέτρο που δεν παρεκκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης και τυγχάνουν αποδοχής από τα κράτη μέλη (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, C-75/05 P και C-80/05 P, EU:C:2008:482, σκέψη 61, και της 6ης Οκτωβρίου 2009, Γερμανία κατά Επιτροπής, T-21/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:387, σκέψη 51).

163    Εν προκειμένω η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 250 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι τα επίδικα μέτρα ενισχύσεως συνίσταντο σε φορολογικά πλεονεκτήματα χωρίς ανώτατο όριο, τα οποία δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν επενδυτικές ενισχύσεις, αλλά πρέπει να θεωρούνται λειτουργικές ενισχύσεις.

164    Κατά τη νομολογία, οι λειτουργικές ενισχύσεις είναι ενισχύσεις οι οποίες αποσκοπούν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από έξοδα που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της (βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Tisza Erőmű κατά Επιτροπής, T-468/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:235, σκέψη 269 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι λειτουργικές ενισχύσεις δεν εμπίπτουν, καταρχήν, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, διότι νοθεύουν τους όρους του ανταγωνισμού στους τομείς στους οποίους χορηγούνται χωρίς ωστόσο να καθιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, δυνατή την επίτευξη ενός από τους στόχους που καθορίζει η ανωτέρω διάταξη περί παρεκκλίσεως (αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-288/96, EU:C:2000:537, σκέψη 90, της 8ης Ιουνίου 1995, Siemens κατά Επιτροπής, T‑459/93, EU:T:1995:100, σκέψη 48, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-211/05, EU:T:2009:304, σκέψη 173).

165    Επομένως, η διαπίστωση στην οποία προβαίνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 250 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Τα επίμαχα μέτρα αποτελούν μη ποσοτικοποιημένες απαλλαγές του ΣΕΠ από φόρους και τέλη, που θα έπρεπε κανονικά να βαρύνουν τον ίδιο στο πλαίσιο των τρεχουσών δαπανών του κατά την άσκηση της οικονομικής του δραστηριότητας και, ως εκ τούτου, τα μέτρα αυτά, τα οποία καταρχήν νοθεύουν τους όρους του ανταγωνισμού, προφανώς δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν λειτουργικές ενισχύσεις.

166    Περαιτέρω, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, ο χαρακτηρισμός των επίδικων μέτρων ως λειτουργικών ενισχύσεων δεν οφειλόταν αποκλειστικά στο ότι τα μέτρα αυτά δεν είχαν προηγουμένως ποσοτικοποιηθεί, αλλά ιδίως στο γεγονός ότι σκοπός των μέτρων αυτών ήταν να απαλλάξουν τον ΣΕΠ από φορολογικά βάρη τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες θα τον επιβάρυναν στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς του. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η απουσία εκ των προτέρων ποσοτικοποιήσεως είναι σύμφυτη με τον χαρακτήρα των λειτουργικών ενισχύσεων, δεδομένου ότι το ύψος τους διαρκώς ισούται προς τις λειτουργικές δαπάνες, εν προκειμένω τα φορολογικά βάρη από τα οποία απαλλάσσεται ο ΣΕΠ, όσο υψηλές και αν είναι οι δαπάνες αυτές.

167    Όπως, όμως, επισήμανε η Επιτροπή στην ίδια αιτιολογική σκέψη 250, οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 δύνανται, κατ’ εξαίρεση, και σε εξαιρετικά περιορισμένες περιπτώσεις, να επιτρέψουν τη χορήγηση λειτουργικών ενισχύσεων σε επιλέξιμες περιοχές, δυνάμει της παρεκκλίσεως του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι ο λιμένας του Πειραιά βρισκόταν σε μια τέτοια περιοχή κατά τον χρόνο που υιοθετήθηκαν τα επίδικα μέτρα, τον Μάρτιο του 2009, η Επιτροπή εξέτασε αν τα μέτρα αυτά ήταν σύμφωνα προς τις προϋποθέσεις για τις λειτουργικές ενισχύσεις που έχουν τεθεί με τις ανωτέρω κατευθυντήριες γραμμές και, στην αιτιολογική σκέψη 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Ως εκ τούτου, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου, αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αυτό, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία.

168    Από τις σκέψεις 76 έως 81 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 προκύπτει ότι οι λειτουργικές ενισχύσεις, οι οποίες έχουν συνήθως τη μορφή φορολογικών απαλλαγών ή μειώσεων των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως που δεν συνδέονται με επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες, μπορούν να εγκριθούν υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογούνται από τη συμβολή τους στην περιφερειακή ανάπτυξη και από τον χαρακτήρα τους, και ότι το ύψος τους είναι ανάλογο προς τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Εξάλλου, οι λειτουργικές ενισχύσεις θα πρέπει καταρχήν να χορηγούνται μόνο σε συνάρτηση με σαφώς καθορισμένες επιλέξιμες δαπάνες, όπως επενδύσεις αντικαταστάσεως, μεταφορικές δαπάνες ή εργατικό κόστος, και να περιορίζονται σε συγκεκριμένο ποσοστό των δαπανών αυτών. Οι ενισχύσεις αυτές πρέπει, επίσης, να είναι καταρχήν προσωρινές και να μειώνονται με τον χρόνο, πρέπει δε να καταργούνται σταδιακά όταν οι περιφέρειες επιτυγχάνουν πραγματική σύγκλιση με τις πιο εύπορες περιοχές της Ένωσης.

169    Επισημαίνεται ως προς το ζήτημα αυτό ότι, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις των σημείων 76 έως 81 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, η μη τήρηση ορισμένων εξ αυτών αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή βασίμως αποφάσισε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα επίδικα μέτρα δεν ήταν δυνατόν να εγκριθούν βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, όπως αυτό εφαρμόζεται σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 22ας Απριλίου 2016, Ιταλία και Eurallumina κατά Επιτροπής, T-60/06 RENV II και T-62/06 RENV II, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:233, σκέψη 59).

170    Όσον αφορά την αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας που βάλλει κατά της αιτιολογικής σκέψεως 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία η Επιτροπή κρίνει ότι τα επίδικα μέτρα δεν δύνανται να επιλύσουν μειονεκτήματα συνδεόμενα με τη συγκεκριμένη περιοχή, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013, τα μέτρα αυτά μπορούν να θεωρηθούν σύμφωνα με την κοινή αγορά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και πρέπει να δικαιολογούνται από τη συμβολή τους στην περιφερειακή ανάπτυξη. Όπως, όμως, ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή στην ανωτέρω αιτιολογική σκέψη, είναι εξαιρετικά απίθανο τα ad hoc μέτρα υπέρ μίας μόνον επιχειρήσεως, εν προκειμένω υπέρ του ΣΕΠ, να επιλύσουν όλα τα τοπικά προβλήματα με ομοιόμορφο τρόπο για όλη την οικεία περιοχή, εν προκειμένω την περιφέρεια Αττικής. Πράγματι, για να μπορούν οι λειτουργικές ενισχύσεις να συμβάλουν στην περιφερειακή ανάπτυξη, απαιτείται τουλάχιστον να διασφαλίζεται σε όλες τις επιχειρήσεις του οικείου τομέα η δυνατότητα ίσης προσβάσεως στις εν λόγω ενισχύσεις, κάτι που, ως εκ της φύσεώς τους, τα ad hoc επίδικα μέτρα υπέρ του ΣΕΠ δεν μπορούν προφανώς να προβλέψουν.

171    Επομένως, η Επιτροπή επίσης ορθώς έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι λόγοι που προέβαλαν οι ελληνικές αρχές κατά τη διοικητική διαδικασία για να δικαιολογήσουν τα επίδικα μέτρα, και συγκεκριμένα η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός του κλάδου θαλάσσιων μεταφορών εμπορευματοκιβωτίων μέσω της δημιουργίας ασφάλειας δικαίου ως προς το φορολογικό καθεστώς που ισχύει για το επενδυτικό πρόγραμμα, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν μειονεκτήματα που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη περιοχή και τα οποία θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν με τέτοια ad hoc μέτρα αποκλειστικά υπέρ του ΣΕΠ. Οι λόγοι αυτοί δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα, ως εκ της φύσεώς τους, δεν μπορούσαν να συμβάλουν στην περιφερειακή ανάπτυξη. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αυτό.

172    Όσον αφορά την αιτίαση που βάλλει κατά της εκτιμήσεως της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίδικα μέτρα δεν είναι προσωρινά, επισημαίνεται ότι τα μέτρα αυτά δεν μειώνονται με τον χρόνο και, εν πάση περιπτώσει, δεν σχεδιάστηκαν για να εγκαταλειφθούν σταδιακά όταν θα έχει βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση της οικείας περιφέρειας, ήτοι της περιφέρειας Αττικής. Το σημείο 79 των ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει, ωστόσο, ρητώς ότι «οι ενισχύσεις λειτουργίας θα πρέπει πάντοτε να είναι προσωρινές και περιορισμένης διάρκειας, καθώς και να μειώνονται σταδιακά εφόσον οι αντίστοιχες περιφέρειες επιτυγχάνουν πραγματική σύγκλιση με τις περισσότερο ευημερούσες περιοχές της [Ένωσης]». Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι τα επίδικα μέτρα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στα σημεία 80 και 81 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αυτό.

173    Εν πάση περιπτώσει, κατά το σημείο 77 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013, «[ο]ι ενισχύσεις λειτουργίας θα πρέπει κατ’ αρχήν να χορηγούνται μόνο σε συνάρτηση με σαφώς καθορισμένες επιλέξιμες δαπάνες». Όπως, όμως, επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εν προκειμένω δεν υπάρχει προκαθορισμένη επιλέξιμη δαπάνη που να σχετίζεται με μειονεκτήματα συνδεόμενα με τη συγκεκριμένη περιοχή και συνεπώς με το ποσό των ενισχύσεων. Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις των σημείων 76 έως 80 των ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, η μη τήρηση της προϋποθέσεως αυτής, που τίθεται με το σημείο 77, αρκεί προκειμένου να διαπιστωθεί ότι ορθώς η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι τα επίδικα μέτρα είναι ασύμβατα με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, όπως εφαρμόζεται με τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές.

174    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι τα επίδικα μέτρα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά την άμεση εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

175    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 255 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προέβη σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση του «αναγκαίου» της ενισχύσεως, καθόσον θεώρησε ότι η αναγκαιότητα της κρατικής ενισχύσεως θα προέκυπτε μόνον από τον κίνδυνο της μη επαρκούς χρηματοδοτήσεως του έργου. Υπογραμμίζει ότι, αντιθέτως, μέτρο κρατικής ενισχύσεως μπορεί να κριθεί αναγκαίο και για άλλους λόγους, πέραν των καθαρά χρηματοδοτικών, όπως, ιδίως, η ύπαρξη ενός σταθερού και σαφούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

176    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, συναφώς, ότι η νομοθετική επέμβαση μέσω της υιοθετήσεως των επίμαχων μέτρων ήταν αναγκαία προκειμένου να εξασφαλισθεί η σαφήνεια και η προβλεψιμότητα του φορολογικού συστήματος, κατά τρόπον ώστε να προσαρμοσθεί η εφαρμογή του στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις των έργων δημοσίων υποδομών. Η επέμβαση αυτή εξασφάλισε την επένδυση και την υλοποίηση των έργων από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα και απέτρεψε έτσι την έλλειψη ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας στην αγορά (market failure). Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, την άρνηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), πριν από την εν λόγω παρέμβαση, να χρηματοδοτήσει την επένδυση με το σκεπτικό ότι η σύμβαση παραχωρήσεως «δεν προβλέπει προστασία έναντι γενικών αλλαγών της νομοθεσίας ή αλλαγών που συνιστούν διακριτική μεταχείριση», επιχείρημα που προβλήθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία και αποκρούσθηκε από την Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να παρασχεθεί συγκεκριμένη αιτιολογία.

177    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατά την υποβολή της προσφοράς του για την επίμαχη σύμβαση παραχωρήσεως, ο ΣΕΠ ανέμενε την υιοθέτηση των επίμαχων μέτρων και ότι, συνεπώς, τα μέτρα αυτά αποτελούσαν κίνητρο για την πραγματοποίηση της επενδύσεως. Επιπλέον υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα αναφέρει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 258 και 259 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η υιοθέτησή τους με κυρωτικό νόμο ήταν καθοριστικής σημασίας τόσο για την έγκριση του δανείου από πλευράς της China Development Bank όσο και για την έναρξη των εργασιών κατασκευής του έργου από πλευράς ΣΕΠ, ο οποίος ανέμενε την υιοθέτηση των μέτρων. Επίσης, υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένη η αιτιολογία που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 259 και κατά την οποία η Cosco είχε ήδη δεσμευθεί να υλοποιήσει το έργο κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς της, καθώς κρίσιμος χρόνος για την κρίση εάν ο επιχειρηματίας θα προχωρούσε στο έργο είναι ο χρόνος αναλήψεως του επιχειρηματικού κινδύνου, δηλαδή ο χρόνος ενάρξεως των εργασιών.

178    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα αναφέρει η Επιτροπή στη αιτιολογική σκέψη 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εκ των προτέρων ποσοτικοποίηση δεν είναι αναγκαία σε περίπτωση ενισχύσεων που χορηγούνται με σκοπό την αντιμετώπιση ανεπάρκειας της αγοράς, όπως στην παρούσα υπόθεση, εφόσον έχει αποδειχθεί ο χαρακτήρας κινήτρου, η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα των επίμαχων μέτρων.

179    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

180    Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η Επιτροπή μπορεί να κηρύξει ενίσχυση συμβατή προς την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ μόνον εάν μπορεί να διαπιστώσει ότι η ενίσχυση αυτή συμβάλλει στην επίτευξη ενός από τους προβλεπόμενους στη διάταξη αυτή σκοπούς, τους οποίους οι δικαιούχες επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν, υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς, να επιτύχουν με δικά τους μέσα. Με άλλα λόγια, προκειμένου μια ενίσχυση να εμπίπτει σε μία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δεν αρκεί η εν λόγω ενίσχυση να είναι σύμφωνη προς κάποιον από τους σκοπούς που εκτίθενται στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ, βʹ, γʹ ή δʹ, ΣΛΕΕ, αλλά πρέπει, επίσης, να είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών αυτών (αποφάσεις τις 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris κατά Επιτροπής, 730/79, EU:C:1980:209, σκέψη 17, της 7ης Ιουνίου 2001, Agrana Zucker und Stärke κατά Επιτροπής, T-187/99, EU:T:2001:149, σκέψη 74, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Fri-El Acerra κατά Επιτροπής, T-551/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:430, σκέψη 49). Η ενίσχυση αυτή πρέπει να ωθεί τον δικαιούχο να υιοθετήσει συμπεριφορά ικανή να συμβάλει στην επίτευξη των εν λόγω σκοπών (απόφαση της 14ης Μαΐου 2002, Graphischer Maschinenbau κατά Επιτροπής, T-126/99, EU:T:2002:116, σκέψη 34).

181    Αντιθέτως, ενίσχυση η οποία συνεπάγεται βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως της δικαιούχου επιχειρήσεως χωρίς να είναι αναγκαία για την υλοποίηση των σκοπών του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή προς την εσωτερική αγορά (βλ. αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C-390/06, EU:C:2008:224, σκέψη 68, της 14ης Ιανουαρίου 2009, Kronoply κατά Επιτροπής, T-162/06, EU:T:2009:2, σκέψη 65, και της 8ης Ιουλίου 2010, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, T-396/08, EU:T:2010:297, σκέψη 47). Έχει κριθεί, συναφώς, ότι η διαπίστωση της μη αναγκαιότητας μιας ενισχύσεως μπορεί, ιδίως, να απορρέει από το γεγονός ότι η υλοποίηση του ενισχυόμενου σχεδίου έχει αρχίσει ή και έχει ολοκληρωθεί από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση προτού η αίτηση για τη λήψη ενισχύσεως διαβιβασθεί στις αρμόδιες αρχές, πράγμα που αποκλείει το ενδεχόμενο να λειτουργήσει η ενίσχυση ως κίνητρο (απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C-390/06, EU:C:2008:224, σκέψη 69).

182    Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, προκειμένου η σχεδιαζόμενη ενίσχυση να είναι σύμφωνη προς την εσωτερική αγορά, πρέπει να έχει χαρακτήρα κινήτρου και να είναι, ως εκ τούτου, αναγκαία για την «προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών». Προς τούτο, πρέπει να αποδειχθεί ότι, χωρίς τη σχεδιαζόμενη ενίσχυση, δεν θα πραγματοποιούνταν η επένδυση που προοριζόταν να στηρίξει την ανάπτυξη της οικείας περιοχής. Αν προκύψει, αντιθέτως, ότι η επένδυση αυτή θα πραγματοποιούνταν ακόμη και χωρίς την σχεδιαζόμενη ενίσχυση, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση αυτή θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα τη βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως των ωφελούμενων επιχειρήσεων, χωρίς ωστόσο να ανταποκρίνεται στην προϋπόθεση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, δηλαδή χωρίς να είναι αναγκαία για την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-630/11 P έως C-633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 105, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Fri-El Acerra κατά Επιτροπής, T-551/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:430, σκέψη 50).

183    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 17, 18 και 257 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τόσο ο διαγωνισμός για την παραχώρηση όσο και η επίμαχη σύμβαση παραχωρήσεως προέβλεπαν ότι ο ανάδοχος θα πραγματοποιήσει το σύνολο της επενδύσεως με δικά του έξοδα, θα αναλάβει όλους τους εμπορικούς κινδύνους που συνδέονται με την επένδυση αυτή και δεν θα εισπράξει στο πλαίσιο αυτό δημόσιο χρήμα. Επομένως, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 257 και 259 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, χωρίς να υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο ΣΕΠ γνώριζε ότι με την υποβολή της προσφοράς του δεσμευόταν νομικά να υλοποιήσει την επένδυση αν η προσφορά αυτή γινόταν δεκτή και, συνεπώς, είχε εκτιμήσει ότι η επένδυσή του στον λιμένα του Πειραιά θα ήταν κερδοφόρα αφεαυτής, ανεξαρτήτως της λήψεως των επίδικων μέτρων από την Ελληνική Δημοκρατία.

184    Περαιτέρω, όπως ορθώς διευκρινίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αμφισβητείται ότι ο ποσοτικός προσδιορισμός της ενισχύσεως, ο οποίος είναι αναγκαίος προκειμένου να αποδειχθεί ότι η ενίσχυση είναι «απαραίτητη», πραγματοποιήθηκε από τον ΣΕΠ μόλις μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας από την Επιτροπή, ήτοι σχεδόν πέντε έτη μετά την υπογραφή της συμβάσεως παραχωρήσεως. Αυτός ο τρόπος ενέργειας αποδεικνύει ότι ο ΣΕΠ δεν είχε λάβει υπόψη το ποσό της ενισχύσεως στο αρχικό του επιχειρηματικό σχέδιο και, ιδίως, όταν αποφάσισε την πραγματοποίηση της επενδύσεως.

185    Υπό τις συνθήκες αυτές, δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η υιοθέτηση των επίδικων μέτρων λειτούργησε ως κίνητρο.

186    Εν πάση περιπτώσει, το οικείο κράτος μέλος, προκειμένου να ανταποκριθεί στο καθήκον συνεργασίας που υπέχει έναντι της Επιτροπής, υποχρεούται να παράσχει όλα τα στοιχεία που θα δώσουν τη δυνατότητα στο όργανο αυτό να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρεκκλίσεως την οποία ζητεί το κράτος μέλος (βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, T-171/02, EU:T:2005:219, σκέψη 129 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, για να θεωρηθεί ότι τα επίμαχα μέτρα θα μπορούσαν να έχουν χαρακτήρα κινήτρου και να θεωρηθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να αποδείξει ότι χωρίς τα μέτρα αυτά δεν θα είχε πραγματοποιηθεί η επένδυση που προοριζόταν να προωθήσει την ανάπτυξη της συγκεκριμένης περιοχής. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποδείχτηκε. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε καν ότι ο ΣΕΠ προσδοκούσε ότι θα ληφθούν τα μέτρα αυτά ούτε ότι είχε λάβει σχετικές διαβεβαιώσεις από τις κρατικές αρχές πριν υποβάλει την προσφορά του για την επίμαχη παραχώρηση.

187    Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 255 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προέβη σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση του «αναγκαίου» της ενισχύσεως, καθόσον δεν έλαβε υπόψη την απουσία σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος την οποία ερχόταν να θεραπεύσει η εν λόγω ενίσχυση, επισημαίνεται ότι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, ένα τέτοιο περιβάλλον δεν επαρκεί αφεαυτού για να αποφασίσει ένας επενδυτής αν θα προβεί σε μια επένδυση. Αυτό που είναι, αντιθέτως, καθοριστικής σημασίας για τον επενδυτή είναι να γνωρίζει αν η επένδυσή του θα είναι κερδοφόρα, ήτοι ότι το ύψος των καθαρών κερδών που θα του αποφέρει θα είναι μεγαλύτερο από αυτό των συνολικών δαπανών στις οποίες θα χρειαστεί να υποβληθεί. Συνεπώς, η Επιτροπή, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, δεν προέβη σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία εκτιμώντας ότι, για να θεωρηθεί «αναγκαία» μια κρατική ενίσχυση, πρέπει αυτά τα έσοδα να μην επαρκούν κατά τρόπο τέτοιον ώστε ο επενδυτής να μην αναλάμβανε το έργο χωρίς δημόσια στήριξη. Κατά τα λοιπά, παρατηρείται ότι, εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε ότι τα επίμαχα μέτρα δημιούργησαν πράγματι ένα σταθερό και σαφές φορολογικό περιβάλλον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία.

188    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι τα επίδικα μέτρα αποτέλεσαν κίνητρο για την πραγματοποίηση της επίμαχης επενδύσεως, καθώς ο ΣΕΠ ανέμεινε την υιοθέτηση των μέτρων αυτών με τον νόμο που κύρωσε τη σύμβαση παραχωρήσεως, τόσο για να μπορέσει να εξασφαλίσει τραπεζική χρηματοδότηση από την China Development Bank όσο και για να προβεί στην έναρξη των εργασιών και ότι, αντιθέτως προς όσα έκανε δεκτά η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 258 και 259 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η υιοθέτηση των μέτρων αυτών είχε καθοριστική σημασία από αυτήν την άποψη, διαπιστώνεται ότι, στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, η Επιτροπή απλώς επισημαίνει, ορθώς, την –μη αμφισβητούμενη εξάλλου – ελληνική νομοθετική πρακτική, κατά την οποία όλες οι δημόσιες συμβάσεις αυτού του είδους πρέπει να κυρώνονται με νόμο και, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε τράπεζα και οποιαδήποτε επιχείρηση στη θέση του ΣΕΠ θα είχαν αναμείνει έως την υιοθέτηση των μέτρων. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η εν λόγω αναμονή δεν αποδείκνυε ότι η ενίσχυση ήταν αναγκαία, καθώς θα υπήρχε ούτως ή άλλως αναμονή ακόμη και αν ο νόμος κύρωνε αποκλειστικά και μόνο την σύμβαση παραχωρήσεως χωρίς τα επίμαχα μέτρα.

189    Ομοίως, η Επιτροπή ορθώς έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ούτε η προστασία που ζήτησε η ΕΤΕπ έναντι των γενικών αλλαγών της νομοθεσίας ή των αλλαγών που συνιστούν διακριτική μεταχείριση αποδείκνυε την αναγκαιότητα της ενισχύσεως. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ιδίως δε από το παράρτημα Α.12 του δικογράφου της προσφυγής, και όπως παρατηρεί η Επιτροπή χωρίς να διαφωνεί επ’ αυτού η Ελληνική Δημοκρατία, το αίτημα που διατύπωσε η ΕΤΕπ τον Ιανουάριο του 2009 ουδόλως σχετίζεται με τα επίμαχα μέτρα, δεδομένου ότι αφορά πιθανές μεταβολές του γενικού νομικού πλαισίου στην Ελλάδα και όχι ειδικά πλεονεκτήματα που συνιστούν παρέκκλιση από το γενικό καθεστώς, όπως τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν στον ΣΕΠ.

190    Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 110 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, η αιτιολογία που παραθέτει επ’ αυτού η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 258 είναι επαρκής, καθόσον το εν λόγω ζήτημα, που σχετίζεται με την προστασία την οποία ζήτησε η ΕΤΕπ, τέθηκε από το ανωτέρω κράτος μέλος κατά τη διοικητική διαδικασία και, ως εκ τούτου, το κράτος αυτό γνωρίζει καλά το σχετικό πλαίσιο.

191    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς κατά νόμο αιτιολογημένη ως προς το ζήτημα αυτό και ότι ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι τα επίμαχα μέτρα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις περί αναγκαιότητας της ενισχύσεως και λειτουργίας της ως κινήτρου, οπότε δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι τα μέτρα αυτά δεν μπορούσαν να κριθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ποσοτικοποίηση των ανακτητέων ενισχύσεων και παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης

192    Η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν προσδιόρισε στην προσβαλλόμενη απόφαση εκείνα τα στοιχεία που θα επιτρέψουν στις ελληνικές αρχές να υπολογίσουν με ασφάλεια και χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες τα προς ανάκτηση ποσά. Κατά το εν λόγω κράτος μέλος η Επιτροπή υιοθέτησε μεθόδους υπολογισμού που δεν επιτρέπουν τον ορθό υπολογισμό των ποσών αυτών.

193    Ειδικότερα, όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου 3755/2009 επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή υιοθέτησε στην προσβαλλόμενη απόφαση έναν υπερβολικά στενό ορισμό του ενιαίου αγαθού επενδύσεως, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τη σταθερή πρακτική των ελληνικών αρχών. Επιπλέον, όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου αυτού απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου, η Επιτροπή προέκρινε στην προσβαλλόμενη απόφαση ερμηνευτικές επιλογές για τον προσδιορισμό των τελών χαρτοσήμου οι οποίες δεν συμβιβάζονται με την πρακτική των εν λόγω αρμόδιων αρχών. Συνεπώς, οι μέθοδοι υπολογισμού τις οποίες πρότεινε εν προκειμένω η Επιτροπή θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η ανάκτηση της ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

194    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι, όσον αφορά την προβλεπόμενη από το νομοθετικό διάταγμα 2687/1953 προστασία, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3 του νόμου 3755/2009, η Επιτροπή φαίνεται να δέχεται ότι το καθεστώς αυτό δεν έχει χρησιμοποιηθεί από τον ΣΕΠ, και επομένως η απλή διαπίστωση ότι ο ΣΕΠ έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει αυτή την προστασία δεν εξηγεί με ποια ακριβώς μέθοδο θα ποσοτικοποιηθεί από τις ελληνικές αρχές η φερόμενη ενίσχυση.

195    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

196    Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο […]. Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του [δικαίου της Ένωσης].»

197    Η κατάργηση παράνομης ενισχύσεως διά της ανακτήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της, καθόσον σκοπός της ανακτήσεως των παρανόμως χορηγουμένων ενισχύσεων είναι η αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως του ανταγωνισμού, με την αφαίρεση από τον αποδέκτη της ενισχύσεως του πλεονεκτήματος του οποίου αυτός πράγματι έτυχε έναντι των ανταγωνιστών του. Με την απόδοση της ενισχύσεως, ο αποδέκτης της χάνει το πλεονέκτημα που διέθετε στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών του και αποκαθίσταται η προ της χορηγήσεως της ενισχύσεως κατάσταση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Unicredito Italiano, C-148/04, EU:C:2005:774, σκέψη 113, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-257/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:504, σκέψη 147 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

198    Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, η ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως από την αρμόδια αρχή έναντι του δικαιούχου πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Mediaset, C-69/13, EU:C:2014:71, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτάσσει να πραγματοποιείται η ανάκτηση μιας τέτοιας ενισχύσεως μόνο βάσει της αποφάσεως περί ανακτήσεως της Επιτροπής (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-527/12, EU:C:2014:2193, σκέψη 39).

199    Επομένως, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν απαιτεί από την Επιτροπή, όταν διατάσσει την ανάκτηση ενισχύσεως κηρυχθείσας ασύμβατης προς την εσωτερική αγορά, να καθορίζει το ακριβές ύψος της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί. Αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων ο αποδέκτης της να μπορεί να καθορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, το ποσό αυτό (αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2000, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-480/98, EU:C:2000:559, σκέψη 25, και της 12ης Μαΐου 2005, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-415/03, EU:C:2005:287, σκέψη 39).

200    Συνεπώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Επιτροπή δύναται θεμιτώς να περιορισθεί στη διαπίστωση ότι υφίσταται υποχρέωση ανακτήσεως των επίμαχων ενισχύσεων, αφήνοντας στις εθνικές αρχές τη μέριμνα για τον υπολογισμό του ακριβούς προς ανάκτηση ποσού (απόφαση της 12ης Μαΐου 2005, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-415/03, EU:C:2005:287, σκέψη 40). Εξάλλου, η υποχρέωση του κράτους μέλους να υπολογίζει επακριβώς το ποσό των ενισχύσεων που πρέπει να αναζητηθούν εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ υποχρεώσεως της καλόπιστης συνεργασίας που συνδέει αμοιβαίως την Επιτροπή και τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C-382/99, EU:C:2002:363, σκέψη 91).

201    Ωστόσο, μολονότι η ποσοτικοποίηση των επίδικων ενισχύσεων βαρύνει τις αρχές του οικείου κράτους μέλους στο πλαίσιο της εκτελέσεως της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται ότι πρόκειται για ασύμβατεςενισχύσεις, το εν λόγω κράτος οφείλει, πάντως, σύμφωνα με τη νομολογία, σε περίπτωση απρόβλεπτων δυσκολιών, να θέσει τα προβλήματά του στην κρίση της Επιτροπής, δεδομένου ότι αυτή και το εν λόγω κράτος οφείλουν να συνεργαστούν με καλή πίστη, σύμφωνα με το αμοιβαίο καθήκον καλόπιστης συνεργασίας, προκειμένου να υπερβούν τις δυσκολίες αυτές, τηρώντας πλήρως τις διατάξεις της Συνθήκης και, ιδίως, εκείνες που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-263/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:673, σκέψη 35, της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-527/12, EU:C:2014:2193, σκέψη 51, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-415/05, T-416/05 και T-423/05, EU:T:2010:386, σκέψη 126).

202    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβη στις αναγκαίες ενέργειες προς την κατεύθυνση που επισημαίνεται στην προπαρατεθείσα νομολογία, οι οποίες θα μπορούσαν να παρακινήσουν την Επιτροπή να συνεργαστεί μαζί της προκειμένου να αντιμετωπισθούν τυχόν δυσχέρειες κατά την εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως και να συμμετάσχει στην αναζήτηση κατάλληλης λύσεως. Μεταξύ άλλων, η Ελληνική Δημοκρατία δεν έθεσε στην κρίση της Επιτροπής προβλήματα σχετικά με την ποσοτικοποίηση των επίδικων ενισχύσεων στην οποία οφείλουν να προβούν οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους στο πλαίσιο της ανακτήσεως των ενισχύσεων αυτών.

203    Ως εκ τούτου, ως προς το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με την προβλεπόμενη από το νομοθετικό διάταγμα 2687/1953 προστασία, στην οποία γίνεται αναφορά στο άρθρο 3 του νόμου 3755/2009, το εν λόγω κράτος μέλος δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την ακριβή μέθοδο υπολογισμού βάσει της οποίας θα ποσοτικοποιηθεί το επίμαχο πλεονέκτημα. Εν πάση περιπτώσει, η ακριβής ποσοτικοποίηση του εν λόγω πλεονεκτήματος μπορεί να γίνει μόνο σε μεταγενέστερο χρόνο, κατά το στάδιο της ανακτήσεως της ενισχύσεως, στο πλαίσιο καλόπιστης συνεργασίας με την Επιτροπή, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, με αποτέλεσμα ο ακριβής υπολογισμός του προς ανάκτηση ποσού να μην μπορεί να αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως.

204    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, αφενός, σχετικά με την προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου 3755/2009 επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ και, αφετέρου, σχετικά με την προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του ίδιου νόμου απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου, επισημαίνεται ότι, προβάλλοντας μια υποτιθέμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, που θα εμπόδιζε στην πράξη την ανάκτηση των επίδικων ενισχύσεων βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το εν λόγω κράτος μέλος αμφισβητεί στην πραγματικότητα τον χαρακτηρισμό των δύο αυτών επίδικων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων. Συνεπώς, πρέπει τα επιχειρήματα αυτά να απορριφθούν και να γίνει παραπομπή στην ανάλυση που παρατέθηκε στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ακριβώς σε σχέση με τον χαρακτηρισμό των επίδικων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων.

205    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, ως αβάσιμος, και, κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

206    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.


2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Schalin

Costeira


Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 2017.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Prek


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.