Language of document : ECLI:EU:T:2019:715

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 25ης Σεπτεμβρίου 2019 (*)

«Αγωγή αποζημιώσεως – Ζημία την οποία φέρονται να υπέστησαν οι ενάγοντες λόγω μη ασκήσεως ελέγχου επί της Αχαϊκής Συνεταιριστικής Τράπεζας από την Τράπεζα της Ελλάδος και την ΕΚΤ – Προθεσμία παραγραφής – Άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αιτιώδης σύνδεσμος – Αγωγή εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Στην υπόθεση T‑451/18,

Παναγιώτης Τριανταφυλλόπουλος, κάτοικος Πατρών (Ελλάδα), και οι λοιποί ενάγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενοι από τον Ν. Ιωάννου, δικηγόρο,

ενάγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από τις C. Hernández Saseta και M. Αναστασίου,

εναγόμενης,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι ενάγοντες λόγω της ανεπαρκούς εποπτείας της ΕΚΤ όσον αφορά την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία δεν άσκησε με τη σειρά της επαρκή εποπτεία επί της Αχαϊκής Συνεταιριστικής Τράπεζας ΣΥΝ.Π.Ε., στην οποία οι ενάγοντες κατέχουν εταιρικές μερίδες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, A. Dittrich και R. Frendo (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Το ιστορικό της διαφοράς

1        Οι ενάγοντες, Παναγιώτης Τριανταφυλλόπουλος και τα λοιπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα, είναι κάτοχοι εταιρικών μερίδων της Αχαϊκής Συνεταιριστικής Τράπεζας ΣΥΝ.Π.Ε. (στο εξής: Αχαϊκή Τράπεζα). Η τράπεζα αυτή είναι αστικός πιστωτικός συνεταιρισμός του ελληνικού δικαίου συσταθείς στις 16 Αυγούστου 1993.

2        Η Αχαϊκή Τράπεζα έλαβε από την Τράπεζα της Ελλάδος άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα και της επιτράπηκε να ασκεί τραπεζικές δραστηριότητες. Τέθηκε δε υπό την προληπτική εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.

3        Με την υπ’ αριθ. 34 απόφαση της 18ης Μαρτίου 2012, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφάσισε να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της Αχαϊκής Τράπεζας διότι αδυνατούσε να αυξήσει το κεφάλαιό της ώστε να τηρήσει τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων της και αδυνατούσε επίσης να αντλήσει επαρκή ρευστά διαθέσιμα προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, ιδίως έναντι των καταθετών.

4        Κατόπιν της ανάκλησης της άδειας, η Αχαϊκή Τράπεζα τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση και διορίστηκε ειδικός εκκαθαριστής.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

5        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιουλίου 2018, οι ενάγοντες άσκησαν την υπό κρίση αγωγή.

6        Στις 27 Μαρτίου 2019 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως. Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η ΕΚΤ υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω παραγραφής της εις βάρος της αξιώσεως.

7        Κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους ενάγοντες να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των λόγων απαραδέκτου τους οποίους είχε προβάλει η ΕΚΤ. Οι ενάγοντες ανταποκρίθηκαν εμπροθέσμως στην ως άνω πρόσκληση, με την ευκαιρία δε αυτή απάντησαν επίσης στην επιχειρηματολογία που είχε αναπτύξει επί της ουσίας η ΕΚΤ.

8        Οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κριθεί η αγωγή παραδεκτή και νόμιμη και να γίνει δεκτή στο σύνολό της·

–        να αναγνωριστεί η υπαιτιότητα της ΕΚΤ βάσει του άρθρου 340 ΣΛΕΕ·

–        να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να αποκαταστήσει την ενεστώσα ζημία την οποία έχουν υποστεί, όπως αυτή προσδιορίζεται για τον κάθε ενάγοντα στο αγωγικό δικόγραφο, ανερχομένη σε ποσό 83,77 ευρώ ανά κατεχόμενη συνεταιριστική μερίδα στην Αχαϊκή Τράπεζα, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των συνεταιριστικών μερίδων τις οποίες κατέχει καθένα από τα ενάγοντα φυσικά ή νομικά πρόσωπα·

–        επικουρικώς, να υποχρεωθεί η ΕΚΤ σε καταβολή οποιουδήποτε άλλου δίκαιου και εύλογου ποσού, πλέον νόμιμων τόκων και τόκων υπερημερίας·

–        να καταδικαστεί η ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

9        Στο δικόγραφο της αγωγής τους και χωρίς πάντως να διατυπώνουν χωριστό αίτημα, οι ενάγοντες επικαλούνται επίσης ζημία που προκύπτει από το ότι οι πιστωτές της Αχαϊκής Τράπεζας, οι οποίοι δεν θα ικανοποιούνταν μετά την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων της, θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν την προσωπική ευθύνη των εναγόντων ως συνεταίρων της Αχαϊκής Τράπεζας.

10      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, για να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο εʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της αγωγής δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει τυπικά αιτήματα, εφόσον το σύνολο της επιχειρηματολογίας του ενάγοντος καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό της ζημίας της οποίας ζητείται η αποκατάσταση (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2009, R κατά Επιτροπής, T‑156/08 P, EU:T:2009:69, σκέψη 36).

11      Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι ενάγοντες ζητούν στην πραγματικότητα από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κριθεί η αγωγή παραδεκτή και νόμιμη και να γίνει δεκτή στο σύνολό της·

–        να αναγνωριστεί η υπαιτιότητα της ΕΚΤ βάσει του άρθρου 340 ΣΛΕΕ·

–        να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να αποκαταστήσει την ενεστώσα ζημία την οποία έχουν υποστεί, όπως αυτή προσδιορίζεται για τον κάθε ενάγοντα στο αγωγικό δικόγραφο, ανερχομένη σε ποσό 83,77 ευρώ ανά κατεχόμενη συνεταιριστική μερίδα στην Αχαϊκή Τράπεζα, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των συνεταιριστικών μερίδων τις οποίες κατέχει καθένα από τα ενάγοντα φυσικά ή νομικά πρόσωπα·

–        να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να αποκαταστήσει τη ζημία που προκύπτει από το ότι οι πιστωτές της Αχαϊκής Τράπεζας θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν την προσωπική ευθύνη των εναγόντων ως συνεταίρων της Αχαϊκής Τράπεζας·

–        επικουρικώς, να υποχρεωθεί η ΕΚΤ σε καταβολή οποιουδήποτε άλλου δίκαιου και εύλογου ποσού, πλέον νόμιμων τόκων και τόκων υπερημερίας·

–        να καταδικαστεί η ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

12      Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την αγωγή απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει εις ολόκληρον τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Κατά το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει διαφωτισθεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και αποφασίζει να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

 Επί του αιτήματος με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει την υπαιτιότητα της ΕΚΤ

14      Οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει την υπαιτιότητα της ΕΚΤ δυνάμει του άρθρου 340 ΣΛΕΕ.

15      Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι, κατά πάγια νομολογία, τέτοιου είδους αιτήματα αναγνωριστικού χαρακτήρα είναι απαράδεκτα (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Jaenicke Cendoya κατά Επιτροπής, 108/88, EU:C:1989:325, σκέψεις 8 και 9 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2011, DMA Die Marketing Agentur και Hofmann κατά Αυστρίας (T‑472/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:631, σκέψη 10 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16      Επομένως, το αίτημα αυτό είναι προδήλως απαράδεκτο.

 Επί των αιτημάτων με τα οποία ζητείται να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να αποκαταστήσει τις ζημίες που φέρονται να υπέστησαν οι ενάγοντες

17      Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η Αχαϊκή Τράπεζα διέπραξε πλήθος παρανομιών και ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δεν άσκησε επαρκή εποπτεία.

18      Στο πλαίσιο αυτό, οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να αποκαταστήσει τις ζημίες που προκύπτουν από το ότι η ΕΚΤ παρέλειψε, καταρχάς, να ελέγξει κατά πόσον η Τράπεζα της Ελλάδος ασκούσε ορθή εποπτεία επί της Αχαϊκής Τράπεζας, έπειτα, να λάβει μέτρα ώστε να εξαναγκάσει την Τράπεζα της Ελλάδος να ασκήσει την εποπτεία αυτή και, εν ανάγκη, τέλος, να επιβάλει κυρώσεις στην Τράπεζα της Ελλάδος για τις παραλείψεις της.

19      Οι ενάγοντες κάνουν λόγο για μια πρώτη ζημία την οποία χαρακτηρίζουν ως «ενεστώσα» και η οποία ανέρχεται σε ποσό 83,77 ευρώ ανά κατεχόμενη συνεταιριστική μερίδα στην Αχαϊκή Τράπεζα, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των συνεταιριστικών μερίδων τις οποίες κατέχει έκαστος των εναγόντων. Προκειμένου να τύχουν αποκατάστασης της ζημίας αυτής, εκθέτουν ότι «άμα τη ανακλήσει της αδείας λειτουργίας της [Αχαϊκής Τράπεζας] και της θέσεως αυτής υπό ειδική εκκαθάριση, εκμηδενίστηκε πλήρως η αξία των […] συνεταιριστικών μερίδων [τους]». Διευκρινίζουν ότι «σε καμία δε περίπτωση δεν προσδοκάται η, μετά το πέρας της εκκαθάρισης, ανάκτηση της αξίας των εισφερόμενων από [αυτούς] μεριδίων ένεκα της πρόδηλης ανεπάρκειας του ενεργητικού του συνεταιρισμού, του μεγάλου αριθμού των […] πιστωτών και της […] αδυναμίας ικανοποιήσεως ακόμη και των γενικώς προνομιούχων πιστωτών». Οι ενάγοντες χαρακτηρίζουν ακόμη τη ζημία που προκύπτει από την απώλεια της αξίας των συνεταιριστικών μερίδων τους στην Αχαϊκή Τράπεζα ως «παρούσ[α] και εδραί[α]». Κατά τους ενάγοντες, η ζημία αυτή έχει ήδη επέλθει.

20      Οι ενάγοντες κάνουν επίσης λόγο για δεύτερη ζημία, την οποία περιγράφουν ως μελλοντική, αλλά βεβαία, μολονότι είναι επί του παρόντος δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια. Υποστηρίζουν συναφώς ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του νόμου 1667/1986 της 8ης Δεκεμβρίου 1986, Αστικοί συνεταιρισμοί (ΦΕΚ Aʹ 196), ο συνεταίρος ευθύνεται εις ολόκληρον για τα χρέη του συνεταιρισμού και ότι, βάσει του άρθρου 15 του Καταστατικού της Αχαϊκής Τράπεζας, κάθε συνεταίρος ευθύνεται έναντι του Συνεταιρισμού και των πιστωτών αυτού για ποσό ίσο προς το τριπλάσιο της αξίας των μερίδων του. Βάσει δε υπολογισμού τον οποίο διενήργησε στις 19 Σεπτεμβρίου 2012 η Επιτροπή Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, το ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει αφεαυτού προνομιούχο απαίτηση ύψους 209 473 991,67 ευρώ, για απαιτήσεις προερχόμενες από την κάλυψη του συνόλου των καταθέσεων στην Αχαϊκή Τράπεζα. Στην ως άνω προνομιούχο απαίτηση πρέπει ακόμη να προστεθεί το ποσό των απαιτήσεων των εγχειρόγραφων πιστωτών. Αντιστρόφως, σύμφωνα με τον ισολογισμό της τελευταίας χρήσεως της Αχαϊκής Τράπεζας πριν από τη θέση της υπό εκκαθάριση, ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 30 Απριλίου 2012, η συνολική καθαρή θέση της τράπεζας αυτής ανερχόταν μόνο σε 34 430 282,40 ευρώ. Επιπλέον, κατά τις εκτιμήσεις του ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας όσον αφορά την απαίτησή του, το ποσό που θα ανακτηθεί κατόπιν της εκκαθάρισης της Αχαϊκής Τράπεζας ανέρχεται μόλις σε 54 173 338 ευρώ. Επομένως, οι ενάγοντες φρονούν ότι είναι άφευκτη και σφόδρα πιθανολογούμενη η εναγωγή τους από τους πιστωτές του συνεταιρισμού οι οποίοι δεν θα έχουν ικανοποιηθεί κατά το στάδιο της εκκαθάρισης. Κατά συνέπεια, εκθέτουν ότι «[πιθανολογείται σε] ισχυρότατ[ο] βαθμ[ό] μέλλουσα ζημία [τους] ήτοι […] ενεργοποίησ[η] της προσωπικής και εις ολόκληρον ευθύνης [τους] για τα χρέη του συνεταιρισμού έναντι του [Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας] αλλά και των λοιπών πιστωτών του».

21      Με την απάντησή τους στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που μνημονεύεται στη σκέψη 7 ανωτέρω, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι ο χρόνος παραγραφής δεν είχε καν αρχίσει να τρέχει κατά τη στιγμή της ασκήσεως της αγωγής. Ειδικότερα, μολονότι, κατά την ημερομηνία αυτή, η ζημία ήταν ήδη γεννηθείσα εξαιτίας της «αυτόματης μείωσης της αξίας των μεριδίων» στην Αχαϊκή Τράπεζα κατόπιν της ανακλήσεως της άδειάς της, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς, πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, η μείωση αυτή και το ακριβές ύψος της προκληθείσας ζημίας. Κατά τους ενάγοντες, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής, η ζημία ήταν «μελλοντική και μη συγκεκριμενοποιημένη» ή και «ενεστώσα», πλην όμως τα αποτελέσματά της δεν ήταν «ακόμη γνωστά».

22      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το αποζημιωτικό αίτημα των εναγόντων είναι απαράδεκτο διότι η αγωγή είναι εκπρόθεσμη βάσει του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

23      Κατά το άρθρο 46, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αξιώσεις κατά της Ένωσης στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Κατά το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης στις αγωγές κατά της ΕΚΤ.

24      Η παραγραφή έχει σκοπό να συμβιβάσει την προστασία των δικαιωμάτων του ζημιωθέντος προσώπου με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η διάρκεια του χρόνου παραγραφής καθορίστηκε με γνώμονα ιδίως τον χρόνο που χρειάζεται το φερόμενο ως ζημιωθέν πρόσωπο για να συγκεντρώσει τις κατάλληλες πληροφορίες ενόψει της ενδεχομένης ασκήσεως αγωγής και για να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που μπορεί να επικαλεστεί προς θεμελίωση της εν λόγω αγωγής (βλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2017, ASPLA και Armando Álvarez κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑40/15, EU:T:2017:105, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Κατά τη νομολογία, ο χρόνος παραγραφής του άρθρου 46, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει πριν πληρωθούν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποζημιώσεως. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, το υποστατό της προβαλλόμενης ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλόμενης ζημίας. Ειδικότερα, η παραγραφή δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει παρά από το χρονικό σημείο κατά το οποίο έχει επέλθει πράγματι η χρηματική ζημία [πρβλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 33].

26      Εν προκειμένω, όπως παραδέχονται και οι ενάγοντες, η ζημία τους η οποία συνίσταται στην απώλεια της αξίας των συνεταιριστικών μερίδων τους στην Αχαϊκή Τράπεζα εξαιτίας της ανακλήσεως της άδειάς της συγκεκριμενοποιήθηκε από τη στιγμή της ανακλήσεως αυτής στις 18 Μαρτίου 2012. Τα αριθμητικά στοιχεία που προσκόμισαν οι ενάγοντες με τα δικόγραφά τους και τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 20 ανωτέρω τείνουν να επιβεβαιώσουν τη διαπίστωση αυτή.

27      Ειδικότερα, από τις δηλώσεις των ίδιων των εναγόντων προκύπτει ότι, ήδη από τις 18 Μαρτίου 2012, η ζημία την οποία υφίσταντο λόγω της θέσεως της Αχαϊκής Τράπεζας υπό εκκαθάριση είχε πράγματι επέλθει.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 25 ανωτέρω, το γεγονός ότι το ακριβές ποσό της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες θα προσδιοριζόταν στο τέλος της εκκαθάρισης της Αχαϊκής Τράπεζας δεν αποτελούσε εμπόδιο για την άσκηση της αγωγής. Το ποσό αυτό θα μπορούσε εξάλλου να καθοριστεί κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως (πρβλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑16/04, EU:T:2010:54, σκέψη 135) ή, ενδεχομένως, κατόπιν παρεμπίπτουσας απόφασης η οποία θα δεχόταν υποθετικώς την καταρχήν ευθύνη της ΕΚΤ (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Βακάκης και Συνεργάτες κατά Επιτροπής, T‑292/15, EU:T:2018:103, σκέψεις 212 και 213), ή ακόμη και κατόπιν αναστολής της διαδικασίας.

29      Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά τη ζημία που απέρρευσε από την απώλεια της αξίας των συνεταιριστικών μερίδων στην Αχαϊκή Τράπεζα, η προθεσμία παραγραφής που καθορίζεται από το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε παρέλθει όταν η αγωγή κατατέθηκε στις 18 Ιουλίου 2018.

30      Όσον αφορά τη δεύτερη ζημία την οποία συνάγουν οι ενάγοντες από το ότι οι συνέταιροι ευθύνονται για τα χρέη της Αχαϊκής Τράπεζας έναντι του συνεταιρισμού και των πιστωτών του για ποσό ίσο προς το τριπλάσιο της αξίας των μερίδων τους, επισημαίνεται ότι οι ίδιοι περιγράφουν την εν λόγω ζημία ως μελλοντική. Η ζημία αυτή δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να επέλθει παρά μόνο μετά την περάτωση, σε μη προσδιορισμένη ημερομηνία, της εκκαθάρισης της Αχαϊκής Τράπεζας. Επιπλέον, η ζημία αυτή θα εξαρτηθεί από την εκτίμηση των εν λόγω πιστωτών όσον αφορά το κατά πόσον είναι σκόπιμο να ενεργοποιήσουν πράγματι την ευθύνη των συνεταίρων, επιλογή από την οποία οι πιστωτές μπορούν να απόσχουν για διαφόρους λόγους, καθώς και από την έκβαση διαδικασιών ενώπιον του εθνικού δικαστή. Επιπλέον, η έστω και κατά προσέγγιση έκταση της εν λόγω ζημίας θα είναι συνάρτηση των αποτελεσμάτων της εκκαθάρισης της Αχαϊκής Τράπεζας.

31      Ελλείψει εμπεριστατωμένων στοιχείων, δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι η ζημία που αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη είναι επικείμενη και προβλέψιμη με επαρκή βεβαιότητα.

32      Κατά πάγια νομολογία, είναι δυνατό να θεμελιωθεί ευθύνη της Ένωσης μόνο σε περίπτωση που ο ενάγων έχει όντως υποστεί πραγματική και βέβαιη ζημία, η δε προϋπόθεση αυτή συντρέχει ακριβώς μόνον εφόσον η ζημία αυτή είναι τουλάχιστον επικείμενη και προβλέψιμη με επαρκή βεβαιότητα, έστω και αν δεν μπορεί ακόμη να υπολογιστεί το ακριβές ύψος της (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Chart κατά ΕΥΕΔ, T‑138/14, EU:T:2015:981, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Επομένως, η ζημία την οποία συνάγουν οι ενάγοντες από το ότι οι συνέταιροι ευθύνονται για τα χρέη της Αχαϊκής Τράπεζας έναντι του συνεταιρισμού και των πιστωτών του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Ως προς το σημείο αυτό, η αγωγή είναι κατά συνέπεια προδήλως αβάσιμη.

34      Τέλος, ορθώς η ΕΚΤ επικαλείται, εν πάση περιπτώσει, έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των υποτιθέμενων υπαίτιων παραλείψεών της και των προβαλλόμενων ζημιών.

35      Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι, αν η ΕΚΤ είχε ασκήσει τις αρμοδιότητες που της αναθέτουν οι Συνθήκες και είχε εποπτεύσει ορθώς την Τράπεζα της Ελλάδος, η δεύτερη θα είχε ασκήσει ορθότερη εποπτεία επί της Αχαϊκής Τράπεζας, οπότε θα αποτρεπόταν η εκ μέρους της τελευταίας διάπραξη πλήθους παρανομιών και ο τελικός εξαναγκασμός της να παύσει τη λειτουργία της, γεγονός που επέφερε για τους ενάγοντες τις ζημίες των οποίων ζητούν την αποκατάσταση.

36      Οι ενάγοντες προσθέτουν ότι η ΕΚΤ συγκροτεί, μαζί με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, έναν φορέα στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Κατά συνέπεια, οι παραλείψεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που προβλέπονται από το ενωσιακό δίκαιο, όπως είναι η εποπτεία επί των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων, συνιστούν παραλείψεις καταλογιστέες στο ίδιο το ΕΣΚΤ και, ως εκ τούτου, στην ΕΚΤ. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά της Τράπεζας της Ελλάδος παρεμβάλλεται μεταξύ της συμπεριφοράς της ΕΚΤ και της προβαλλόμενης ζημίας. Επιπλέον, όταν τα κράτη μέλη ενεργούν ως όργανα της Ένωσης και εκτελούν πράξεις αναφερόμενες στους σκοπούς για τους οποίους αυτή ιδρύθηκε, τότε η Ένωση είναι υπεύθυνη για τις πράξεις τους.

37      Υπενθυμίζεται ότι η σχετική με την αιτιώδη συνάφεια προϋπόθεση πληρούται οσάκις υφίσταται άμεση σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ της διαπραχθείσας από το οικείο θεσμικό όργανο παραβάσεως και της προβαλλόμενης ζημίας, το δε βάρος αποδείξεως της σχέσης αυτής φέρει ο ενάγων. Εν ολίγοις, η Ένωση ευθύνεται μόνο για τη ζημία η οποία απορρέει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την παράτυπη συμπεριφορά του οικείου θεσμικού οργάνου, υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά αυτή πρέπει να είναι η καθοριστική αιτία της ζημίας. Αντιστρόφως, η Ένωση δεν οφείλει να αποκαθιστά κάθε βλαπτική συνέπεια, έστω και απομακρυσμένη, της συμπεριφοράς των οργάνων της (βλ. διάταξη της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Collins κατά Κοινοβουλίου, T‑919/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:58, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Από τη νομολογία προκύπτει εξάλλου ότι, σε περιπτώσεις στις οποίες η φερόμενη ως ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε παράλειψη, είναι απολύτως αναγκαίο να υπάρχει η βεβαιότητα ότι η εν λόγω ζημία προκλήθηκε όντως από τις προσαπτόμενες παραλείψεις και δεν προκλήθηκε ενδεχομένως από συμπεριφορές άλλες από τις προσαπτόμενες στο εναγόμενο θεσμικό όργανο (βλ. διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2014, Fialtor κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, T‑294/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:980, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Από την επιχειρηματολογία των εναγόντων προκύπτει ότι οι ζημίες τις οποίες επικαλούνται φέρονται να προκλήθηκαν από τα υψηλού κινδύνου δάνεια της Αχαϊκής Τράπεζας και από το ελαττωματικό σύστημά της εσωτερικού ελέγχου που δεν εντόπισε ούτε εξάλειψε όλες τις πρακτικές που προκάλεσαν την επιδείνωση της καταστάσεώς της. Λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως αυτής, οι ενάγοντες παρεμβάλλουν ακόμη τη συμπεριφορά της Τράπεζας της Ελλάδος μεταξύ της υποτιθέμενης ζημίας τους και της ΕΚΤ, όταν αναφέρουν ότι, αν η Τράπεζα της Ελλάδος «επόπτευε ορθά [την Αχαϊκή Τράπεζα] με έγκαιρες και στοχευμένες υποδείξεις και λήψη προσηκόντων εποπτικών μέτρων και κυρώσεων, η εποπτευόμενη τράπεζα εκ των πραγμάτων θα αναγκαζόταν να άρει τις αυθαίρετες κινδυνώδεις πιστοδοτήσεις και να υιοθετήσει ένα ισχυρό σύστημα εσωτερικού ελέγχου που θα εντόπιζε και θα απομόνωνε κάθε επικίνδυνη πρακτική και θα εξασφάλιζε την κεφαλαιακή [της] επάρκεια».

40      Τέλος, οι διάφορες διατάξεις τις οποίες παραθέτουν οι ενάγοντες στα δικόγραφά τους δεν είναι αφ’ εαυτών ικανές να θεμελιώσουν την αρμοδιότητα της ΕΚΤ να λαμβάνει, στον τομέα της προληπτικής εποπτείας, τα μέτρα που οι ενάγοντες της προσάπτουν ότι παρέλειψε να λάβει. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά το άρθρο 127, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, που αναθέτει στο ΕΣΚΤ, το οποίο διευθύνει η ΕΚΤ, μόνον αρμοδιότητα στήριξης προκειμένου να συμβάλλει στην εκ μέρους των αρμόδιων αρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πράγμα που αποκλείει τη δυνατότητα εκδόσεως νομικά δεσμευτικών πράξεων. Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 25.1 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, το οποίο εξουσιοδοτεί απλώς την ΕΚΤ να παρέχει συμβουλές σχετικά με την εμβέλεια και εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης που αφορά την προληπτική εποπτεία. Το ίδιο ισχύει, τέλος, για το άρθρο 127, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ και το άρθρο 25.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ που επιτάσσουν ρητώς την εφαρμογή τους από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

41      Όπως εκθέτει η ΕΚΤ, με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), ο οποίος εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 127, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, ανατέθηκαν στην ΕΚΤ, για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, εννέα καθήκοντα, μεταξύ των οποίων και ο έλεγχος της συμμόρφωσης με τις πράξεις διά των οποίων επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στους τομείς των ιδίων κεφαλαίων, της τιτλοποίησης, των ορίων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, της ρευστότητας, της μόχλευσης, καθώς και απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων και δημοσίευσης πληροφοριών σχετικά με τα εν λόγω θέματα. Δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, η ΕΚΤ ανέλαβε τα καθήκοντα από τις 4 Νοεμβρίου 2014.

42      Επομένως, όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ, αυτή δεν είχε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, καμία ευθύνη στον τομέα της μικροπροληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων η οποία να επικεντρώνεται στους ατομικούς κινδύνους τους οποίους παρουσιάζει το καθένα από τα ιδρύματα αυτά. Επομένως, δεν μπορούσε να ασκήσει στον τομέα αυτό έλεγχο όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος επόπτευε την Αχαϊκή Τράπεζα. Δεν μπορούσε ούτε να λάβει μέτρα κατά της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου να θεραπεύσει τον υποτιθέμενο ανεπαρκή έλεγχό της. Κατά μείζονα λόγο δεν μπορούσε να της επιβάλει κυρώσεις για τον λόγο αυτό. Ως εκ τούτου και δεδομένου ότι η ΕΚΤ, όπως και κάθε θεσμικό όργανο της Ένωσης, έχει μόνο δοτές αρμοδιότητες σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, και με το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, οι υποτιθέμενες παραλείψεις της ΕΚΤ δεν μπορούν να αποτελούν την αιτία και ακόμη λιγότερο την άμεση αιτία των ζημιών τις οποίες επικαλούνται οι ενάγοντες.

43      Κατά συνέπεια, ελλείψει αρμοδιότητας της ΕΚΤ για μικροπροληπτική εποπτεία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το προηγούμενο συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η ΕΚΤ συγκροτεί, μαζί με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, το ΕΣΚΤ. Για τον ίδιο λόγο, οι υποτιθέμενες παραλείψεις της Τράπεζας της Ελλάδος δεν μπορούν να καταλογιστούν στην ΕΚΤ, η οποία δεν μπορεί συνεπώς να είναι υπεύθυνη για τις παραλείψεις αυτές.

44      Εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που οι ενάγοντες προσάπτουν στην ΕΚΤ απλώς και μόνον ότι δεν απηύθυνε γνώμες ή συστάσεις στην Τράπεζα της Ελλάδος όσον αφορά τον εκ μέρους της έλεγχο της Αχαϊκής Τράπεζας και ακόμη και αν υποτεθεί ότι κάποια από τις διατάξεις που μνημονεύονται στα δικόγραφά τους, όπως το άρθρο 127, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, απονέμει αφ’ εαυτής την αρμοδιότητα αυτή στην ΕΚΤ, η παράλειψη εκδόσεως τέτοιων πράξεων δεν θα μπορούσε να αποτελεί την άμεση αιτία των προβαλλόμενων ζημιών, εξαιτίας της παρεμβολής της Τράπεζας της Ελλάδος μεταξύ της παραλείψεως αυτής και των ως άνω ζημιών.

45      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα παρατιθέμενα στη σκέψη 11 ανωτέρω αιτήματα των εναγόντων είναι προδήλως απαράδεκτα, εν πάση δε περιπτώσει προδήλως αβάσιμα.

46      Κατά συνέπεια, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

47      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

48      Δεδομένου ότι οι ενάγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της EKT.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Ο Παναγιώτης Τριανταφυλλόπουλος και οι λοιποί ενάγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Λουξεμβούργο, 25 Σεπτεμβρίου 2019.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      Δ. Γρατσίας


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.


1      Ο κατάλογος των λοιπών εναγόντων προσαρτάται μόνο στο κείμενο της απόφασης που κοινοποιείται στους διαδίκους.