Language of document : ECLI:EU:T:2015:786

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 5ης Οκτωβρίου 2015 (*)

«Προσφυγή κατά παραλείψεως και αγωγή αποζημιώσεως — Αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους — Συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα — Ζημία οφειλόμενη στη μείωση της αξίας χρεογράφων — Δηλώσεις των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης — Δήλωση του Eurogroup — Μη ακριβής προσδιορισμός του αιτιώδους συνδέσμου με την προβαλλόμενη ζημία — Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑413/14,

Γρηγόρης Γρηγοριάδης, κάτοικος Αθήνας (Ελλάδα),

Φαίδρα Γρηγοριάδου, κάτοικος Αθήνας,

Ιωάννης Τσολιάς, κάτοικος Θεσσαλονίκης (Ελλάδα),

Δημήτριος Αλεξόπουλος, κάτοικος Θεσσαλονίκης,

Νικόλαος Παπαγεωργίου, κάτοικος Αθήνας,

Ιωάννης Μαρινόπουλος, κάτοικος Αθήνας,

εκπροσωπούμενοι από τον Χ. Παπαδημητρίου, δικηγόρο,

προσφεύγοντες-ενάγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους A. Τρουπιώτη και L. Visaggio,

Ευρωπαϊκού Συμβουλίου,

Eurogroup,

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον A. de Gregorio Merino και τη Μ. Μπαλτά,

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J.-P. Keppenne και M. Κωνσταντινίδη,

και

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από τον Π. Παπαπασχάλη και την P. Senkovic,

καθών-εναγομένων,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί ότι οι καθών-εναγόμενοι (στο εξής: καθών) παρανόμως παρέλειψαν να ενεργήσουν ώστε τα ομόλογα που κατείχαν οι προσφεύγοντες-ενάγοντες (στο εξής: προσφεύγοντες) να μη θιγούν από το σχέδιο συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στο πρόγραμμα χρηματοδότησης του χρέους (PSI), με το οποίο μειώθηκε η αξία του ελληνικού δημοσίου χρέους, καθώς και, αφετέρου, αίτημα περί αποκαταστάσεως της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφεύγοντες λόγω αυτής της παράνομης παραλείψεως ενεργείας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Οι προσφεύγοντες είναι φυσικά πρόσωπα κάτοχοι ομολόγων εκδοθέντων από την Ελληνική Δημοκρατία.

2        Στις 21 Οκτωβρίου 2009 η Ελληνική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Eurostat (στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στατιστικά στοιχεία που αναθεωρούσαν το δημόσιο έλλειμμά της για το 2008, αυξάνοντάς το από το 5,0 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) (ποσοστό που είχε κοινοποιηθεί από την Ελλάδα τον Απρίλιο 2009) στο 7,7 % του ΑΕΠ. Συγχρόνως, οι ελληνικές αρχές αναθεώρησαν το ποσοστό του ελλείμματος της χώρας που είχαν προβλέψει για το 2009, αυξάνοντάς το από το 3,7 % του ΑΕΠ (ποσοστό που είχε κοινοποιηθεί την άνοιξη του 2009) στο 12,5 % του ΑΕΠ.

3        Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού διατύπωσε συστάσεις προς την Ελληνική Δημοκρατία προκειμένου να προβεί σε ενέργειες για να διορθώσει το έλλειμμά της, διαπίστωσε, στις 30 Νοεμβρίου 2009, κατά το άρθρο 126, παράγραφος 8, ΣΛΕΕ, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε λάβει μέτρα προς τούτο.

4        Η αναθεώρηση αυτή των οικονομικών στοιχείων προκάλεσε αμφιβολίες στις αγορές όσον αφορά τη φερεγγυότητα της χώρας, πυροδοτώντας την κρίση του δημοσίου χρέους της. Κατά τους πρώτους μήνες του 2010, η συμπεριφορά των επενδυτών στην αγορά προκάλεσε άνοδο των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων. Στα τέλη Απριλίου 2010, ένας οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης υποβάθμισε τα ελληνικά ομόλογα σε BBB– από BB+, ήτοι τα κατέταξε σε μια κατηγορία η οποία θεωρείται από τις αγορές ότι αφορά χρέος υψηλού κινδύνου.

5        Δεδομένου ότι από την ελληνική κρίση χρέους προέκυπτε απειλή για τα λοιπά κράτη μέλη της ευρωζώνης και κίνδυνος για τη σταθερότητα της ευρωζώνης στο σύνολό της, οι αρχηγοί των κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης συμφώνησαν, κατά τη σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου 2010, να δημιουργηθεί ένας διακυβερνητικός μηχανισμός στήριξης προς την Ελληνική Δημοκρατία συνιστάμενος σε συντονισμένο διμερή δανεισμό με επιτόκια που θα διαμορφώνονται με μη χαριστικούς όρους, δηλαδή χωρίς κανένα στοιχείο επιδότησης. Η εξόφληση των δανείων υπέκειτο σε αυστηρούς όρους και η ενεργοποίηση του μηχανισμού θα έπρεπε να γίνει κατόπιν αιτήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο μηχανισμός στήριξης περιελάμβανε επίσης και σημαντική συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).

6        Στις 23 Απριλίου 2010 η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε την ενεργοποίηση του προαναφερθέντος διακυβερνητικού μηχανισμού στήριξης.

7        Στις 2 Μαΐου 2010, κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος μηχανισμού στήριξης, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για να χορηγηθεί στην Ελληνική Δημοκρατία το ποσό των 80 δισεκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο ενός χρηματοδοτικού πακέτου 110 δισεκατομμυρίων ευρώ το οποίο επρόκειτο να χορηγηθεί από κοινού με το ΔΝΤ.

8        Λαμβανομένης υπόψη της επιδεινώσεως της δημοσιονομικής καταστάσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, οι Υπουργοί Οικονομικών του Eurogroup, καθώς και το ΔΝΤ, παρέσχον, στις 14 Μαρτίου 2012, για δεύτερη φορά στήριξη ανερχόμενη σε 164,2 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

9        Παράλληλα με τη συνεισφορά του δημόσιου τομέα, εξετάστηκε η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην εξυγίανση της δημοσιονομικής καταστάσεως. Στις 21 Ιουλίου 2011 οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης και οι επικεφαλής των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνήλθαν για να αποφασίσουν τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για την υπέρβαση των δυσχερειών που αντιμετώπιζε η ευρωζώνη.

10      Στην κοινή τους δήλωση της 21ης Ιουλίου 2011, διαλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«1.      Επικροτούμε τα μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση με στόχο τη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών και τη μεταρρύθμιση της οικονομίας, καθώς και τη νέα δέσμη μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της ιδιωτικοποίησης, η οποία θεσπίσθηκε πρόσφατα από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Πρόκειται για πρωτοφανείς, αλλά αναγκαίες προσπάθειες προκειμένου να επανέλθει η ελληνική οικονομία σε βιώσιμη πορεία οικονομικής ανάπτυξης. Συνειδητοποιούμε τις προσπάθειες που απαιτούν τα μέτρα προσαρμογής για τους Έλληνες πολίτες και είμαστε βέβαιοι ότι οι θυσίες αυτές είναι αναγκαίες για την οικονομική ανάκαμψη και θα συμβάλουν στη μελλοντική σταθερότητα και ευημερία της χώρας.

2.      Συμφωνούμε να στηρίξουμε ένα νέο πρόγραμμα για την [Ελληνική Δημοκρατία] και, από κοινού με το ΔΝΤ και την εθελοντική συμβολή του ιδιωτικού τομέα, να καλύψουμε πλήρως το χρηματοδοτικό έλλειμμα. Η συνολική επίσημη χρηματοδότηση εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 109 [δισεκατομμύρια] ευρώ. Το πρόγραμμα αυτό θα σχεδιασθεί, κυρίως με χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτερες προθεσμίες λήξεως, ώστε να βελτιώσει αποφασιστικά τη βιωσιμότητα του χρέους και τις δυνατότητες αναχρηματοδότησης της [Ελληνικής Δημοκρατίας]. Καλούμε το ΔΝΤ να συνεχίσει να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση του νέου προγράμματος για την [Ελληνική Δημοκρατία]. Ως μέσο χρηματοδότησης σκοπεύουμε να χρησιμοποιήσουμε το [ΕΤΧΣ] για την επόμενη εκταμίευση. Θα παρακολουθήσουμε εκ του σύνεγγυς την αυστηρή υλοποίηση του προγράμματος με βάση τακτική αξιολόγηση από την Επιτροπή σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.

[…]

5.      Ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει επιδείξει προθυμία να υποστηρίξει την [Ελληνική Δημοκρατία] εθελοντικά αξιοποιώντας διάφορες δυνατότητες προς περαιτέρω ενίσχυση της γενικής βιωσιμότητας. Η καθαρή συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα εκτιμάται σε 37 [δισεκατομμύρια] ευρώ. […] Η πιστωτική ενίσχυση θα παρασχεθεί για να στηρίξει την ποιότητα της παροχής ασφάλειας προκειμένου να καταστεί δυνατή η περαιτέρω χρήση της για την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις πράξεις εξασφάλισης ρευστότητας του Ευρωσυστήματος. Εν ανάγκη θα παράσχουμε επαρκείς πόρους για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.»

11      Όσον αφορά τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, η εν λόγω δήλωση αναφέρει στο σημείο 6 τα εξής:

«Όσον αφορά τη γενική προσέγγισή μας για τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην ευρωζώνη, επιθυμούμε να καταστήσουμε σαφές ότι η περίπτωση της [Ελληνικής Δημοκρατίας] απαιτεί μια λύση έκτακτου και μοναδικού χαρακτήρα.»

12      Κατά τη Σύνοδο Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011, οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης δήλωσαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«12.      Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI) έχει ζωτικό ρόλο στην εδραίωση της βιωσιμότητας του χρέους της [Ελληνικής Δημοκρατίας]. Συνεπώς χαιρετίζουμε την τρέχουσα συζήτηση μεταξύ της [Ελληνικής Δημοκρατίας] και των ιδιωτών επενδυτών της για την εξεύρεση λύσης για εμβάθυνση της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα. Από κοινού με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την ελληνική οικονομία, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα αναμένεται να διασφαλίσει την απομείωση της σχέσης του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ με στόχο να φθάσει το 120 % έως το 2020. Προς τον σκοπό αυτό, καλούμε την [Ελληνική Δημοκρατία], τους ιδιώτες επενδυτές και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να διαμορφώσουν εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων με ονομαστική μείωση του 50 % επί του θεωρητικού ελληνικού χρέους που κατέχουν ιδιώτες επενδυτές. Τα κράτη μέλη της ευρωζώνης θα συνεισφέρουν στο δημόσιο τομέα στη δέσμη PSI ποσό ύψους έως 30 [δισεκατομμύρια] ευρώ. Στη βάση αυτή, ο επίσημος τομέας είναι έτοιμος να παράσχει πρόσθετη χρηματοδότηση του προγράμματος ύψους έως 100 [δισεκατομμύρια] ευρώ μέχρι το 2014, συμπεριλαμβανομένης της απαιτούμενης ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Το νέο πρόγραμμα θα πρέπει να συμφωνηθεί έως το τέλος του 2011 και η ανταλλαγή ομολόγων να εφαρμοστεί στις αρχές του 2012. Καλούμε το ΔΝΤ να συνεχίσει να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση του νέου ελληνικού προγράμματος.

[…]

14.      Η πιστωτική ενίσχυση θα παρασχεθεί για να στηρίξει την ποιότητα της παροχής ασφάλειας προκειμένου να καταστεί δυνατή η περαιτέρω χρήση της για την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις πράξεις εξασφάλισης ρευστότητας του Ευρωσυστήματος.

15.      Όσον αφορά τη γενική προσέγγισή μας για τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην ευρωζώνη, επαναλαμβάνουμε την απόφασή μας της 21ης Ιουλίου [2011], ότι η περίπτωση της [Ελληνικής Δημοκρατίας] απαιτεί μια λύση έκτακτου και μοναδικού χαρακτήρα.»

13      Στη δήλωση του Eurogroup της 21ης Φεβρουαρίου 2012 αναφέρονται τα εξής:

«[...] Το Eurogroup αναγνωρίζει την κοινή αντίληψη που έχει επιτευχθεί μεταξύ των ελληνικών αρχών και του ιδιωτικού τομέα για τους γενικούς όρους της προσφοράς ανταλλαγής [Private Sector Involvement (PSI)], που καλύπτει όλους τους ομολογιούχους του ιδιωτικού τομέα. Αυτή η κοινή αντίληψη προβλέπει ονομαστική απομείωση («κούρεμα») ύψους 53,5 %. Το Eurogroup θεωρεί ότι αυτή η συμφωνία αποτελεί την κατάλληλη βάση για την έναρξη της πρόσκλησης ανταλλαγής προς τους κατόχους ελληνικών κρατικών ομολόγων (PSI). Η επιτυχής λειτουργία του PSI εiναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον διάδοχο προγραμματισμό. Το Eurogroup προσβλέπει σε υψηλή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην ανταλλαγή χρέους, πράγμα που θα συμβάλει ουσιαστικά στη βιωσιμότητα του χρέους της [Ελληνικής Δημοκρατίας].»

14      Στις 23 Φεβρουαρίου 2012 το Ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε τον νόμο 4050/2012, που θεσπίζει κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία των Ομολογιούχων (στο εξής: ελληνικός νόμος 4050/2012), ο οποίος προέβλεψε μια διαδικασία βάσει των «ρητρών συλλογικής δράσης» (CAC), δυνάμει της οποίας οι προταθείσες τροποποιήσεις καθίσταντο νομικώς δεσμευτικές για κάθε κάτοχο χρεογράφων διεπόμενων από το ελληνικό δίκαιο και εκδοθέντων πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2011, όπως προσδιορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία εγκρίθηκαν οι προσκλήσεις PSI, εφόσον οι εν λόγω τροποποιήσεις εγκρίνονται, συλλογικά και αδιακρίτως σειράς, από πλειοψηφία τουλάχιστον των δύο τρίτων της ονομαστικής αξίας των εν λόγω τίτλων.

15      Στις 24 Φεβρουαρίου 2012 το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών διευκρίνισε τους όρους στους οποίους υπόκειται η εθελοντική ανταλλαγή χρεογράφων με συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών παραπέμποντας στον ελληνικό νόμο 4050/2012. Στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «η [ΕΚΤ] και τα άλλα μέλη του Ευρωσυστήματος έχουν προβεί σε ειδικές συμφωνίες με την [Ελληνική Δημοκρατία] ώστε να αποφευχθεί να τεθεί σε κίνδυνο η αποστολή και ο θεσμικός ρόλος τους, και ο ρόλος της [ΕΚΤ] στη διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής, όπως προκύπτει από τη Συνθήκη».

16      Οι προσφεύγοντες, κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων, συμμετείχαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους και υπέστησαν σημαντικές απώλειες της ονομαστικής αξίας των τίτλων τους κατά την εφαρμογή του προγράμματος PSI βάσει του ελληνικού νόμου 4050/2012.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Μαΐου 2014, oι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Eurogroup, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της Ελληνικής Δημοκρατίας.

18      Με διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν προδήλως αναρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή, καθόσον αυτή στρεφόταν κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας.

19      Με χωριστά δικόγραφα, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2014 από την Επιτροπή, στις 23 Δεκεμβρίου 2014 από την ΕΚΤ, στις 7 Ιανουαρίου 2015 από το Κοινοβούλιο και στις 9 Φεβρουαρίου 2015 από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προβλήθηκαν ενστάσεις απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

20      Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των ενστάσεων απαραδέκτου στις 23 Μαρτίου 2015.

21      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει την παράλειψη των καθών να νομοθετήσουν ώστε να εξαιρεθούν τα ομόλογα που κατείχαν από το πρόγραμμα PSI,

–        να δοθεί στους προσφεύγοντες, καθώς και σε όλους τους ιδιώτες κατόχους ομολόγων ελληνικού Δημοσίου, με άμεσης εφαρμογής πράξη της Ένωσης, η δυνατότητα να εισπράξουν το σύνολο της αξίας των ομολόγων τους,

–        να δοθεί αποζημίωση 500 000 ευρώ σε κάθε έναν από τους προσφεύγοντες για τη ζημία που υπέστησαν.

22      Η ΕΚΤ, η Επιτροπή, το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο ζητούν, κατά βάση, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη,

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

23      Κατά το άρθρο 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αν ο καθού το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Κατά την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί επί της αιτήσεως ή να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

24      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι δεν συντρέχει λόγος να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

 Επί του παραδεκτού του πρώτου αιτήματος

25      Με το πρώτο τους αίτημα, oι προσφεύγοντες ζητούν, κατά βάση, από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει την παράλειψη του Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ΕΚΤ, η οποία συνίσταται στο ότι δεν εξαίρεσαν τα ομόλογα που κατείχαν από το πρόγραμμα PSI.

26      Κατά το άρθρο 265, δεύτερη παράγραφος, ΣΛΕΕ, η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι παραδεκτή μόνον αν το οικείο θεσμικό όργανο έχει κληθεί προηγουμένως να ενεργήσει. Αυτή η όχληση του οργάνου αποτελεί ουσιώδη τύπο και έχει ως αποτέλεσμα, αφενός, την έναρξη της δίμηνης προθεσμίας εντός της οποίας το όργανο οφείλει να λάβει θέση και, αφετέρου, την οριοθέτηση του πλαισίου εντός του οποίου θα μπορεί να ασκηθεί προσφυγή σε περίπτωση που το όργανο δεν λάβει θέση. Η όχληση αυτή, καίτοι δεν υπόκειται σε συγκεκριμένο τύπο, επιβάλλεται να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στο καθού θεσμικό όργανο να λάβει συγκεκριμένη γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως που του ζητείται να εκδώσει και να μπορεί να συναχθεί εξ αυτής ότι ο σκοπός της είναι να αναγκάσει το εν λόγω όργανο να λάβει θέση (απόφαση της 3ης Ιουνίου 1999, TF1 κατά Επιτροπής, T‑17/96, Συλλογή, EU:T:1999:119, σκέψη 41, και διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2012, H‑Holding κατά Κοινοβουλίου, T‑672/11, EU:T:2012:628, σκέψη 12).

27      Εν προκειμένω, η μόνη πράξη που οι προσφεύγοντες παρουσιάζουν ως συνιστώσα πρόσκληση προς ενέργεια αποτελείται από αναφορά που υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από ένα σωματείο, τον σύλλογο φυσικών προσώπων ομολογιούχων του ελληνικού Δημοσίου, μέλη του οποίου ήταν ορισμένοι προσφεύγοντες. Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι από τη σύνοψη της αναφοράς αυτής, που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες ως αποδεικτικό στοιχείο, δεν προκύπτει ότι αυτή πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζει η νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 26 ανωτέρω προκειμένου να μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόσκληση προς ενέργεια. Αντί να αποτελεί όχληση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προκειμένου να προβεί στις ενέργειες των οποίων η έλλειψη συνιστά κατά τους προσφεύγοντες παράλειψη, η αναφορά αυτή αποσκοπούσε κατά βάση στην επίτευξη της αποκαταστάσεως της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε λόγω της απώλειας της αξίας των ομολόγων που κατέχουν τα μέλη του ως άνω σωματείου.

28      Ως εκ τούτου, το πρώτο αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτo.

 Επί του παραδεκτού του τρίτου αιτήματος

29      Το Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η ΕΚΤ ισχυρίζονται ότι το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο με το αιτιολογικό, μεταξύ άλλων, ότι το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, ότι οι σύνοδοι κορυφής της ευρωζώνης και οι συνεδριάσεις του Eurogroup δεν αποτελούν όργανα της Ένωσης και ότι η προβαλλόμενη από τους προσφεύγοντες ζημία δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να τους καταλογιστεί.

30      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, κάθε εισαγωγικό δίκης έγγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εμφαίνονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο ώστε να μπορεί ο καθού ή ο εναγόμενος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή αγωγής, ενδεχομένως χωρίς άλλα στοιχεία προς στήριξή της. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, για να είναι παραδεκτό το ένδικο βοήθημα, πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτό στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του εισαγωγικού δικογράφου. Ειδικότερα, για να πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το εισαγωγικό δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από όργανο της Ένωσης πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της συμπεριφοράς που ο ενάγων προσάπτει στο όργανο αυτό και τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και τον προσδιορισμό της φύσεως και της εκτάσεως της ζημίας αυτής (βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑16/04, Συλλογή, EU:T:2010:54, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Εν προκειμένω, το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, ακόμη και ως σύνολο θεωρούμενο, δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό, με τον απαιτούμενο βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας, της υπάρξεως αρκούντως άμεσου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς των καθών και της προβαλλόμενης από τους προσφεύγοντες ζημίας.

32      Συγκεκριμένα, τα όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες όσον αφορά τα αίτια της προκληθείσας ζημίας είναι τόσο αόριστα ώστε δεν παρέχουν στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί. Τούτο ισχύει ως προς τα όσα αναποδείκτως προβάλλει περί του ότι «όλα τα νομοθετικά μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση έγιναν καθ’ υπόδειξη και ορθότερα μετά από απόφαση του Eurogroup, του Ecofin, της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αφού έγιναν στα πλαίσια του μόνιμου μηχανισμού στήριξης που […] αποτελεί έναν στην ουσία ευρωπαϊκό μηχανισμό», ότι οι εθνικές αρχές διέθεταν «ελάχιστα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας», ότι η μείωση της αξίας των ομολόγων «ενορχηστρώθηκε από το Eurogroup και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και εκτελέστηκε πειθήνια από την Ελληνική Κυβέρνηση» ή ακόμη ότι «τα νομοθετικά μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση έγιναν καθ’ υπόδειξη και ορθότερα μετά από απόφαση του Eurogroup, του Ecofin, της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αφού έγιναν στα πλαίσια του μόνιμου μηχανισμού στήριξης».

33      Το αυτό ισχύει όσον αφορά το αστήρικτο επιχείρημα ότι η Ελληνική Κυβέρνηση είχε την πρόθεση να εξαιρέσει τα ομόλογα που κατείχαν απλοί πολίτες από τα μέτρα μειώσεως της αξίας τους, αλλά εμποδίστηκε από την «Τρόικα και το Eurogroup». Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι τα έγγραφα στα οποία παραπέμπουν οι προσφεύγοντες, ήτοι το ενημερωτικό σημείωμα της 23ης διευθύνσεως του ΓΛΚ [Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους] και μια «επιστολή του Γενικού Γραμματέα της τότε Ελληνικής Κυβέρνησης, με πρωθυπουργό τον πρώην αντιπρόεδρο της ΕΚΤ Λουκά Παπαδήμο», δεν κοινοποιήθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο, είτε ως παράρτημα στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής είτε στο πλαίσιο των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν κατόπιν των ενστάσεων απαραδέκτου που κατέθεσαν οι καθών.

34      Επιπλέον, η ύπαρξη στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής επιχειρηματολογίας διαθέτουσας την κατ’ ελάχιστο απαιτούμενο βαθμό ακρίβεια όσον αφορά την τήρηση της προϋποθέσεως περί αιτιώδους συνδέσμου ήταν τοσούτω μάλλον αναγκαία καθόσον από το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως δεν προκύπτει σαφώς η δυνατότητα καταλογισμού στην Ένωση της προβαλλομένης ζημίας. Αφενός, η εν λόγω ζημία φαίνεται να έχει ως άμεσο αίτιο τη νομοθεσία που θέσπισαν οι ελληνικές αρχές. Αφετέρου, η συμπεριφορά που προσδιορίστηκε από τους προσφεύγοντες ως προκαλέσασα τη ζημία τους συνίσταται σε δηλώσεις οι οποίες δεν είναι βέβαιο ότι μπορούν ενδεχομένως να συνδεθούν με θεσμικά ή άλλα όργανα της Ένωσης, ήτοι στην κοινή δήλωση των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης και των οργάνων της Ένωσης της 21ης Ιουλίου 2011, στη δήλωση των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου 2011 και σε μια δήλωση του Eurogroup της 21ης Φεβρουαρίου 2012.

35      Ως εκ τούτου, το τρίτο αίτημα των προσφευγόντων δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 και είναι, επομένως, απαράδεκτo.

36      Κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαίο να κριθεί το παραδεκτό του δεύτερου αιτήματος των προσφευγόντων, καθόσον το αίτημα αυτό προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, την προηγούμενη διαπίστωση της στοιχειοθετήσεως της ευθύνης της Ένωσης.

37      Κατόπιν των προεκτεθέντων, η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

38      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματα του Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ΕΚΤ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει τον Γρηγόρη Γρηγοριάδη, τη Φαίδρα Γρηγοριάδου, τον Ιωάννη Τσολιά, τον Δημήτριο Αλεξόπουλο, τον Νικόλαο Παπαγεωργίου και τον Ιωάννη Μαρινόπουλο στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 5 Οκτωβρίου 2015

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Prek


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.