Language of document : ECLI:EU:C:2014:2141

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (EK) 261/2004 – Άρθρα 2, 5 και 7 – Δικαίωμα αποζημιώσεως σε περίπτωση σημαντικής καθυστερήσεως μιας πτήσεως – Διάρκεια της καθυστερήσεως – Έννοια της “ώρας αφίξεως”»

Στην υπόθεση C‑452/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Landesgericht Salzburg (Αυστρία) με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2013, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Αυγούστου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Germanwings GmbH

κατά

Ronny Henning,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Safjan, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή) και A. Prechal, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαΐου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο R. Henning, εκπροσωπούμενος από τον A. Skribe, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και την J. Kemper,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον W. Mölls και την N. Yerrell,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της εννοίας της «ώρας αφίξεως» ή του «χρόνου αφίξεως» όπως αυτή χρησιμοποιείται στα άρθρα 2, 5 και 7 του κανονισμού (EK) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 295/91 (ΕΕ L 46, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Ronny Henning και της αεροπορικής εταιρίας Germanwings GmbH (στο εξής: Germanwings), σχετικά με την άρνηση του αερομεταφορέα αυτού να αποζημιώσει τον ενάγοντα για την προβαλλόμενη καθυστέρηση της αφίξεως της πτήσεώς του στον αερολιμένα Κολωνίας/Βόννης (Γερμανία).

 Το νομικό πλαίσιο

3        Το άρθρο 2 του κανονισμού 261/2004, με τίτλο «Ορισμοί», έχει ως ακολούθως:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοείται ως:

[...]

η)      “τελικός προορισμός”, ο προορισμός ο οποίος αναγράφεται στο εισιτήριο που προσκομίζεται στον έλεγχο εισιτηρίων ή, στην περίπτωση πτήσεων με άμεση ανταπόκριση, ο προορισμός της τελευταίας πτήσης· οι διαθέσιμες εναλλακτικές ανταποκρίσεις πτήσεων δεν λαμβάνονται υπόψη εφόσον τηρείται ο προγραμματισμένος χρόνος αφίξεως».

4        Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Ματαίωση», προβλέπει τα εξής:

«1.      Σε περίπτωση ματαίωσης μιας πτήσης, οι επιβάτες δικαιούνται:

[...]

γ)      αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7, εκτός αν:

[...]

iii)      έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση λιγότερο από επτά ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με άλλη πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από μία ώρα νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από δύο ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.

[...]

3.      Ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν υποχρεούται να πληρώσει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 7 αν μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.

[...]»

5        Το άρθρο 6 του κανονισμού 261/2004, με τίτλο «Καθυστέρηση» ορίζει τα εξής:

«1.      Όταν πραγματικός αερομεταφορέας εκτιμά εύλογα ότι μια πτήση θα έχει καθυστέρηση σε σχέση με την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησής της:

α)      δύο ώρες ή περισσότερο προκειμένου για όλες τις πτήσεις έως 1 500 χιλιομέτρων, ή

β)      τρεις ώρες ή περισσότερο προκειμένου για όλες τις ενδοκοινοτικές πτήσεις άνω των 1 500 χιλιομέτρων και για όλες τις άλλες πτήσεις μεταξύ 1 500 και 3 500 χιλιομέτρων, ή

γ)      τέσσερις ώρες ή περισσότερο προκειμένου για πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α) ή β),

παρέχει στους επιβάτες:

i)      τη βοήθεια που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α), και παράγραφος 2, και

ii)      όταν ο ευλόγως αναμενόμενος χρόνος αναχωρήσεως είναι τουλάχιστον η επόμενη μέρα από τον χρόνο αναχωρήσεως που είχε ανακοινωθεί προηγουμένως, τη βοήθεια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχεία β) και γ), και

iii)      όταν η καθυστέρηση είναι τουλάχιστον πέντε ώρες, τη βοήθεια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο α).

2.      Εν πάση περιπτώσει, η βοήθεια παρέχεται μέσα στα χρονικά όρια που ορίζονται ανωτέρω για κάθε κατηγορία απόστασης.»

6        Το άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004, με τίτλο «Δικαίωμα αποζημίωσης», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους:

α)      250 ευρώ για όλες τις πτήσεις έως και 1 500 χιλιομέτρων·

[...]

2.      Όταν προσφέρεται στους επιβάτες μεταφορά στον τελικό τους προορισμό με άλλη πτήση σύμφωνα με το άρθρο 8, η ώρα άφιξης της οποίας δεν υπερβαίνει την προγραμματισμένη ώρα άφιξης της πτήσης για την οποία είχε αρχικά κρατηθεί η θέση κατά:

α)      δύο ώρες για όλες τις πτήσεις έως 1 500 χιλιομέτρων, ή, [...]

ο πραγματικός αερομεταφορέας μπορεί να μειώσει την αποζημίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 κατά 50 %.

[...]

4.      Οι αποστάσεις που δίδονται στις παραγράφους 1 και 2 μετρούνται με τη μέθοδο της μεγιστοκύκλιας διαδρομής.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7        Ο R. Henning αγόρασε ένα αεροπορικό εισιτήριο από την Germanwings για να ταξιδέψει από το Salzburg (Αυστρία) με άφιξη στον αερολιμένα Κολωνίας/Βόννης. Το εν λόγω εισιτήριο προέβλεπε απογείωση από τον αερολιμένα του Salzburg την 11η Μαΐου 2012 στις 13:30 και άφιξη στον αερολιμένα Κολωνίας/Βόννης την ίδια ημέρα στις 14:40. Η απόσταση μεταξύ των δύο αυτών αερολιμένων με τη μέθοδο της μεγιστοκύκλιας διαδρομής είναι μικρότερη των 1 500 χιλιομέτρων.

8        Στις 11 Μαΐου 2012 το αεροσκάφος του R. Henning απογειώθηκε από τον αερολιμένα του Salzburg με καθυστέρηση. Κατά την άφιξή του οι τροχοί του αεροσκάφους ήρθαν σε επαφή με τον διάδρομο προσγειώσεως του αερολιμένα Κολωνίας/Βόννης στις 17:38. Πάντως, το αεροσκάφος έφθασε στη θέση σταθμεύσεως στις 17:43, ήτοι 3 ώρες και 3 λεπτά μετά την προβλεπόμενη ώρα αφίξεως. Οι θύρες του αεροσκάφους άνοιξαν λίγο αργότερα.

9        Ο R. Henning εκτιμά ότι έφτασε στον τελικό προορισμό με καθυστέρηση άνω των 3 ωρών σε σχέση με τον προβλεπόμενο χρόνο αφίξεως. Κατά συνέπεια, φρονεί ότι δικαιούται της αποζημιώσεως των 250 ευρώ δυνάμει των άρθρων 5 έως 7 του κανονισμού 261/2004. Η Germanwings υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η ουσιαστική ώρα αφίξεως είναι εκείνη κατά την οποία οι τροχοί του αεροσκάφους ήρθαν σε επαφή με τον διάδρομο προσγειώσεως του αερολιμένα Κολωνίας/Βόννης, η καθυστέρηση σε σχέση με τον προβλεπόμενο χρόνο αφίξεως ήταν μόνον 2 ώρες και 58 λεπτά, οπότε δεν οφείλεται καμία αποζημίωση.

10      Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η ουσιαστική ώρα αφίξεως που έπρεπε να ληφθεί υπόψη ήταν η ώρα κατά την οποία άνοιξε η πρώτη θύρα του αεροσκάφους ώστε να καταστεί δυνατή η έξοδος των επιβατών. Κατά συνέπεια, το δικαστήριο αυτό υποχρέωσε την Germanwings να καταβάλει στον R. Henning αποζημίωση 250 ευρώ. Η ως άνω εταιρία άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

11      Υπό τις συνθήκες αυτές το Landesgericht Salzburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Ποια χρονική στιγμή είναι κρίσιμη για τον προσδιορισμό της έννοιας της “ώρας αφίξεως” (ή του “χρόνου αφίξεως”) όπως αυτή χρησιμοποιείται στα άρθρα 2, 5 και 7 του κανονισμού 261/2004 […]:

α)      η χρονική στιγμή της επαφής του αεροσκάφους με τον διάδρομο προσγειώσεως (“touchdown”);

β)      η στιγμή κατά την οποία το αεροσκάφος φθάνει στη θέση σταθμεύσεώς του και ενεργοποιούνται τα φρένα σταθμεύσεως ή ενδεχομένως τοποθετούνται τα πέλματα πέδης (“in block time” – χρόνος επαναφοράς στη θέση ακινητοποιήσεως);

γ)      η χρονική στιγμή του ανοίγματος της θύρας του αεροσκάφους;

δ)      η χρονική στιγμή που καθορίζεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στο πλαίσιο της αυτονομίας της βουλήσεως;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

12      Με το ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατά βάση να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 2, 5 και 7 του κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι ο όρος «ώρα αφίξεως» (ή «χρόνος αφίξεως»), όπως αυτός χρησιμοποιείται προς προσδιορισμό της καθυστερήσεως των επιβατών μιας πτήσεως, αναφέρεται στην ώρα κατά την οποία οι τροχοί του αεροσκάφους έρχονται σε επαφή με τον διάδρομο προσγειώσεως του αερολιμένα προορισμού, είτε την έννοια ότι οι όροι αυτοί προσδιορίζουν την ώρα κατά την οποία το αεροσκάφος φτάνει στη θέση σταθμεύσεως και ενεργοποιούνται τα φρένα σταθμεύσεως ή τοποθετούνται τα πέλματα πέδης, είτε την έννοια ότι οι εν λόγω όροι προσδιορίζουν την ώρα κατά την οποία ανοίγει η θύρα του αεροσκάφους, είτε την έννοια ότι οι ίδιοι όροι προσδιορίζουν τη χρονική στιγμή που καθόρισαν τα συμβαλλόμενα μέρη με κοινή συμφωνία.

13      Εισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ως άνω κανονισμός αναφέρεται σε δύο διαφορετικές καταστάσεις καθυστερήσεως πτήσεως.

14      Αφενός, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή της καθυστερήσεως πτήσεως που περιγράφεται στο άρθρο 6 του κανονισμού 261/2004, ο εν λόγω κανονισμός αναφέρεται στην καθυστέρηση μιας πτήσεως σε σχέση με την προβλεπόμενη ώρα αναχωρήσεως.

15      Αφετέρου, σε άλλες περιπτώσεις, όπως αυτές περί των οποίων γίνεται λόγος στα άρθρα 5 και 7 του κανονισμού αυτού, ο ως άνω κανονισμός αναφέρεται στην καθυστέρηση πτήσεως που διαπιστώνεται κατά την άφιξη. Από τα ως άνω άρθρα προκύπτει ότι, για τον προσδιορισμό μιας τέτοιας καθυστερήσεως, πρέπει να γίνεται σύγκριση μεταξύ της προβλεπόμενης ώρας αφίξεως του αεροσκάφους και της ώρας κατά την οποία αυτό όντως φτάνει στον προορισμό του.

16      Ωστόσο, ο κανονισμός 261/2004 δεν προσδιορίζει την ως άνω ουσιαστική ώρα αφίξεως. Συναφώς, από τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας συνάγεται ότι οι όροι διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιλαμβάνει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου τους πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύονται αυτοτελώς σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Ekro, 327/82, EU:C:1984:11, σκέψη 11).

17      Ως εκ τούτου, η εν λόγω έννοια της «ουσιαστικής ώρας αφίξεως» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να εφαρμόζεται ομοιόμορφα στο εσωτερικό της Ένωσης.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να αποκλειστεί εκ προοιμίου μία από τις υπό εξέταση ερμηνείες του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι αυτή κατά την οποία η εν λόγω έννοια προσδιορίζεται συμβατικώς από τους ενδιαφερομένους, δεδομένου ότι δεν υφίσταται καμία σχετική ένδειξη στον κανονισμό 261/2004.

19      Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε περίπτωση μεγάλης καθυστερήσεως, δηλαδή διάρκειας ίσης ή μεγαλύτερης των τριών ωρών, οι επιβάτες των πτήσεων που σημείωσαν τέτοια καθυστέρηση έχουν, όπως και οι επιβάτες των οποίων η αρχική πτήση ματαιώθηκε και στους οποίους ο αερομεταφορέας αδυνατεί να προσφέρει μεταφορά με άλλη πτήση υπό τους όρους που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, περίπτωση iii, του κανονισμού 261/2004, δικαίωμα αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού αυτού, δεδομένου ότι υφίστανται επίσης μη αναστρέψιμη απώλεια χρόνου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Folkerts, C-11/11, EU:C:2013:106, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20      Πράγματι, κατά τη διάρκεια της πτήσεως οι επιβάτες είναι περιορισμένοι σε έναν κλειστό χώρο, υπό τις οδηγίες και τον έλεγχο του αερομεταφορέα, όπου, για τεχνικούς λόγους καθώς και για λόγους ασφαλείας, οι δυνατότητες επικοινωνίας με τον έξω κόσμο είναι σημαντικά περιορισμένες. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επιβάτες δεν μπορούν να συνεχίσουν να ασχολούνται με τις προσωπικές, οικογενειακές, κοινωνικές ή επαγγελματικές υποθέσεις τους. Μόνο μετά το τέλος της πτήσεως μπορούν να επανέλθουν στις συνήθεις δραστηριότητές τους.

21      Ωστόσο, ενώ μια τέτοια ενόχληση πρέπει να λογίζεται ως αναπόφευκτη εφόσον η πτήση δεν υπερβαίνει τον προβλεπόμενο χρόνο, η κατάσταση είναι διαφορετική σε περίπτωση καθυστερήσεως, δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα που διανύουν οι επιβάτες, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στην προηγούμενη σκέψη, επιπλέον της προβλεπομένης διάρκειας της πτήσεως, είναι «χαμένος χρόνος», λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι επιβάτες αυτοί δεν μπορούν να τον αξιοποιήσουν προς τον σκοπό για τον οποίο αποφάσισαν να μεταβούν τη συγκεκριμένη ώρα στον προορισμό της επιλογής τους.

22      Επομένως, η έννοια της «ουσιαστικής ώρας αφίξεως» πρέπει να λογίζεται, στο πλαίσιο του κανονισμού 261/2004, ότι αναφέρεται στον χρόνο κατά τον οποίο παύει πλέον να υπάρχει η κατάσταση που περιγράφεται στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως.

23      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, καταρχήν, η κατάσταση των επιβατών μιας πτήσεως δεν μεταβάλλεται ουσιωδώς ούτε όταν οι τροχοί του αεροσκάφους έρχονται σε επαφή με τον διάδρομο προσγειώσεως του αερολιμένα προορισμού, ούτε όταν το αεροσκάφος αυτό φτάνει στη θέση σταθμεύσεως και ενεργοποιούνται τα φρένα σταθμεύσεως, ούτε όταν τοποθετούνται τα πέλματα πέδης, διότι οι επιβάτες εξακολουθούν να υπόκεινται σε ορισμένους περιορισμούς μέσα στον κλειστό χώρο στον οποίο βρίσκονται.

24      Μόνο τη στιγμή κατά την οποία επιτρέπεται στους επιβάτες να εγκαταλείψουν το αεροσκάφος και δίδεται προς τούτο η εντολή να ανοίξουν οι θύρες του οι επιβάτες αυτοί μπορούν, καταρχήν, να επανέλθουν στις συνήθεις δραστηριότητές τους χωρίς τους ως άνω περιορισμούς.

25      Από τις ανωτέρω σκέψεις απορρέει ότι τα άρθρα 2, 5 και 7 του κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι ο όρος της «ώρας αφίξεως» (ή του «χρόνου αφίξεως»), όπως αυτός χρησιμοποιείται προς προσδιορισμό της καθυστερήσεως των επιβατών μιας πτήσεως, αναφέρεται στη χρονική στιγμή κατά την οποία ανοίγει μία από τις θύρες του αεροσκάφους, οπότε επιτρέπεται στους επιβάτες η αποβίβαση από αυτό.

26      Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι διάφοροι ευρωπαϊκοί κανονισμοί, καθώς και ορισμένα έγγραφα της διεθνούς ενώσεως αερομεταφορέων (International Air Transport Association – IATA), χρησιμοποιούν την έννοια της «ουσιαστικής ώρας αφίξεως» αναφερόμενοι στην ώρα κατά την οποία το αεροσκάφος φτάνει στη θέση σταθμεύσεως. Πράγματι, οι εν λόγω κανονισμοί και τα έγγραφα αυτά επιδιώκουν σκοπούς σχετικούς με τους κανόνες αεροπορικής κυκλοφορίας, ιδίως τη χορήγηση χρονοθυρίδων, σκοποί που είναι διαφορετικοί από εκείνους του κανονισμού 261/2004. Κατά συνέπεια, οι ορισμοί τους οποίους αυτοί δίδουν δεν μπορούν να είναι κρίσιμοι για την ερμηνεία αντίστοιχων όρων στο πλαίσιο του κανονισμού 261/2004, ο οποίος αφορά αποκλειστικά την αναγνώριση ενός ελάχιστου ορίου δικαιωμάτων στους επιβάτες που υφίστανται ταλαιπωρία λόγω της αρνήσεως επιβιβάσεως παρά τη βούλησή τους, λόγω ματαιώσεως ή λόγω καθυστερήσεως της πτήσεώς τους.

27      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2, 5 και 7 του κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι ο όρος «ώρα αφίξεως» (ή «χρόνος αφίξεως»), όπως αυτός χρησιμοποιείται προς προσδιορισμό της καθυστερήσεως των επιβατών μιας πτήσεως, αναφέρεται στη χρονική στιγμή κατά την οποία ανοίγει μία τουλάχιστον θύρα του αεροσκάφους, οπότε επιτρέπεται στους επιβάτες να αποβιβαστούν από αυτό.

 Επί των δικαστικών εξόδων

28      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 2, 5 και 7 του κανονισμού (EK) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 295/91, έχουν την έννοια ότι ο όρος «ώρα αφίξεως» (ή «χρόνος αφίξεως»), όπως αυτός χρησιμοποιείται προς προσδιορισμό της καθυστερήσεως των επιβατών μιας πτήσεως, αναφέρεται στη χρονική στιγμή κατά την οποία ανοίγει μία τουλάχιστον θύρα του αεροσκάφους, οπότε επιτρέπεται στους επιβάτες να αποβιβαστούν από αυτό.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.