Language of document : ECLI:EU:C:2022:576

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 14ης Ιουλίου 2022 (1)

Υπόθεση C176/19 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Servier SAS,

Servier Laboratories Ltd,

Les Laboratoires Servier SAS

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Αγορά της περινδοπρίλης, φαρμάκου προοριζομένου για τη θεραπεία των καρδιαγγειακών παθήσεων – Συμφωνίες φιλικού διακανονισμού ενδίκων διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, συναφθείσες μεταξύ εργαστηρίου παρασκευής πρωτότυπων φαρμάκων, κατόχου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και εταιριών παραγωγής γενοσήμων – Συμφωνία φιλικού διακανονισμού συνδυαζόμενη με συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος – Ορισμός της σχετικής αγοράς»






Περιεχόμενα


I. Εισαγωγή

II. Το ιστορικό της διαφοράς

Α. Τα πραγματικά περιστατικά

1. Επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η υπό κρίση υπόθεση

2. Το επίμαχο προϊόν και τα επίμαχα διπλώματα ευρεσιτεχνίας

α) Περινδοπρίλη της Servier

β) Περινδοπρίλη της Krka

3. Ένδικες διαφορές σχετικές με την περινδοπρίλη και την κυκλοφορία γενόσημων εκδοχών

α) Διαφορές ενώπιον του ΕΓΔΕ

β) Ένδικες διαφορές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

4. Ένδικες διαφορές και συμφωνίες μεταξύ Servier και Krka

Β. Η επίδικη απόφαση

Γ. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

IV. Εκτίμηση

Α. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

1. Επί του άρθρου 101 ΣΛΕΕ

α) Επί του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (πρώτος έως έκτος λόγος αναιρέσεως)

1) Η ανάλυση του αντικειμένου των συμφωνιών Krka στην επίδικη και στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

i) Επίδικη απόφαση

ii) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

2) Οι λόγοι αναιρέσεως που αφορούν το αντικείμενο των συμφωνιών Krka

i) Επί της ανταγωνιστικής πίεσης που ασκούσε η Krka στη Servier (πρώτος λόγος αναιρέσεως)

– Επί του παραδεκτού και της λυσιτέλειας του λόγου αναιρέσεως

– Επί της ουσίας

– Ενδιάμεσο συμπέρασμα

ii) Επί της παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης ως παροχής κινήτρου προς την Krka ώστε να αποδεχθεί τους περιορισμούς της συμφωνίας διακανονισμού (δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

– Επί της παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης ως αντιπαροχής για τη δέσμευση περί μη ανταγωνισμού

– Επί του κατά πόσον η παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης συνιστά παροχή κινήτρου

– Επί του αριθμητικού υπολογισμού της αξίας που μεταβιβάσθηκε στην Krka μέσω της παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης

– Ενδιάμεσο συμπέρασμα

iii) Επί της εφαρμογής της έννοιας του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (τρίτος λόγος αναιρέσεως)

– Επί της μη υπάρξεως «αυστηρής» κατανομής των αγορών

– Επί των προθέσεων των μερών και επί των αντιλήψεών τους σχετικά με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947

– Επί του εν τοις πράγμασι δυοπωλίου που καθιερώνει η άδεια εκμετάλλευσης

– Επί της δηλώσεως της Lupin

– Επί των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 σχετικά με τις συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας και επί του κανονισμού 772/2004 για την εφαρμογή του άρθρου [101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ] σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών μεταφοράς τεχνολογίας

– Ενδιάμεσο συμπέρασμα

iv) Επί της προθέσεως των μερών (τέταρτος λόγος αναιρέσεως)

– Επί της συνεκτιμήσεως της προθέσεως των μερών

– Επί της εφαρμογής των αρχών που διέπουν τη διαχείριση των αποδείξεων

– Επί της αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων ανάλογα με τον χρόνο κατάρτισής τους

– Επί της αποδεικτικής ισχύος των μεταγενέστερων δηλώσεων

– Ενδιάμεσο συμπέρασμα

v) Επί της συνεκτιμήσεως των θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης (πέμπτος λόγος αναιρέσεως)

vi) Επί της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka (έκτος λόγος αναιρέσεως)

3) Συμπέρασμα σχετικά με το αντικείμενο των συμφωνιών Krka

β) Επί του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος (έβδομος λόγος αναιρέσεως)

1) Η ανάλυση των αποτελεσμάτων των συμφωνιών Krka στην επίδικη και στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

i) Επίδικη απόφαση

ii) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

2) Ο λόγος αναιρέσεως που αφορά τα αποτελέσματα των συμφωνιών Krka

i) Επί της αντίστροφης ανάλυσης

ii) Επί του χρονικού σημείου στο οποίο πρέπει να τοποθετηθεί η ανάλυση του αντίστροφου σεναρίου

iii) Επί του αλυσιτελούς χαρακτήρα της διάκρισης μεταξύ συμφωνιών που έχουν εφαρμοστεί και συμφωνιών που δεν έχουν εφαρμοστεί

3) Συμπέρασμα σχετικά με τα αποτελέσματα των συμφωνιών Krka

γ) Συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά τις συμφωνίες Krka

2. Επί του άρθρου 102 ΣΛΕΕ

α) Οι διαπιστώσεις σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ στην επίδικη και στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

1) Επίδικη απόφαση

2) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

β) Οι λόγοι αναιρέσεως που αφορούν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ

1) Επί της σημασίας της τιμής κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων (όγδοος λόγος αναιρέσεως)

i) Επί των παραγόντων που σχετίζονται με τις τιμές κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς (πρώτο και δεύτερο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως)

ii) Επί της μικρού βαθμού στον οποίο λαμβάνουν υπόψη οι συνταγογραφούντες ιατροί τις τιμές (τρίτο και τέταρτο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως)

iii) Επί του ασκούμενου ανταγωνισμού από τα γενόσημα της περινδοπρίλης (πέμπτο και έκτο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως)

iv) Ενδιάμεσο συμπέρασμα

2) Επί της συνεκτίμησης της θεραπευτικής δυνατότητας υποκατάστασης κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων (ένατος λόγος αναιρέσεως)

i) Επί του ρόλου της δυνατότητας θεραπευτικής υποκατάστασης κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων (πρώτο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως)

ii) Επί της συνεκτίμησης ή της εξέτασης ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων (δεύτερο έως έκτο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως)

iii) Ενδιάμεσο συμπέρασμα

3) Επί του απαραδέκτου ορισμένων πρωτοδίκως υποβληθέντων παραρτημάτων (δέκατος λόγος αναιρέσεως)

4) Επί της σχετικής αγοράς της τεχνολογίας (ενδέκατος λόγος αναιρέσεως)

γ) Συμπέρασμα επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ

Β. Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

V. Δικαστικά έξοδα

VI. Πρόταση


I.      Εισαγωγή

1.        Όπως και η παράλληλη υπόθεση Servier κατά Επιτροπής (C‑201/19 P), επί της οποίας επίσης αναπτύσσω τις προτάσεις μου σήμερα, η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στην ακολουθία των υποθέσεων Generics (UK) κ.λπ. (2) και Lundbeck κατά Επιτροπής (3), στις οποίες το Δικαστήριο διατύπωσε τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου μια συμφωνία φιλικού διακανονισμού ένδικης διαφοράς μεταξύ του κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας στον φαρμακευτικό τομέα και ενός παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων να είναι αντίθετη στο δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης.

2.        Το ιστορικό υπόβαθρο της υπό κρίση υποθέσεως, της υποθέσεως Servier κατά Επιτροπής, καθώς και των άλλων επτά αιτήσεων αναιρέσεως που συνθέτουν την ομάδα των εννέα αιτήσεων αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά οκτώ αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (4), αποτελείται από πλείονες συμφωνίες φιλικού διακανονισμού ενδίκων διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τις οποίες συνήψε η παρασκευάστρια πρωτότυπων φαρμάκων Servier με εταιρίες παραγωγής γενοσήμων.

3.        Όπως και στις υποθέσεις Generics (UK) κ.λπ. και Lundbeck κατά Επιτροπής, οι συμφωνίες αυτές συνήφθησαν υπό την περίσταση κατά την οποία το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τη δραστική ουσία του επίμαχου φαρμάκου, εν προκειμένω την περινδοπρίλη, είχε ήδη περιέλθει σε δημόσια χρήση, ενώ η Servier εξακολουθούσε να κατέχει τα λεγόμενα «δευτερογενή» διπλώματα ευρεσιτεχνίας για ορισμένες μεθόδους παρασκευής του εν λόγω φαρμάκου.

4.        Οι επίμαχες συμφωνίες είχαν, κατ’ ουσίαν, ως συνέπεια ότι οι εταιρίες παραγωγής γενόσημων φαρμάκων, οι οποίες επιθυμούσαν να εισέλθουν στην αγορά με γενόσημες μορφές του εν λόγω φαρμάκου, δεσμεύονταν να αναβάλουν την είσοδό τους στην αγορά έναντι μεταβιβάσεων αξίας εκ μέρους της Servier.

5.        Με την επίδικη απόφαση (5), η Επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι οι επίμαχες συμφωνίες, τις οποίες είχε συνάψει η Servier με τις εταιρίες Niche/Unichem, Matrix, Teva, Krka και Lupin, συνιστούσαν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και ως εκ του αποτελέσματος και ότι, κατά συνέπεια, παραβίαζαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

6.        Αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε ότι η σύναψη των συμφωνιών αυτών, σε συνδυασμό με άλλες ενέργειες, όπως η απόκτηση τεχνολογιών για την παρασκευή της δραστικής φαρμακευτικής ουσίας (ΔΦΟ) της περινδοπρίλης, συνιστούσε στρατηγική εκ μέρους της Servier με σκοπό την καθυστέρηση της εισόδου των εταιριών παραγωγής γενοσήμων της περινδοπρίλης στην αγορά του συγκεκριμένου φαρμάκου, στην οποία η Servier κατείχε δεσπόζουσα θέση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις για τη συμπεριφορά αυτή, εκτιμώντας ότι συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

7.        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως και με τις λοιπές αποφάσεις που εξέδωσε επί του εν λόγω συνόλου υποθέσεων, το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την ανάλυση της Επιτροπής κατά την οποία οι τέσσερις συμφωνίες που συνήψε η Servier με τις Niche/Unichem, Matrix, Teva και Lupin χαρακτηρίζονταν ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Κατά των διαπιστώσεων αυτών του Γενικού Δικαστηρίου βάλλουν τόσο η Servier, στην υπόθεση Servier κατά Επιτροπής, όσο και οι εν λόγω εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, με τις αντίστοιχες αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου που τις αφορούν.

8.        Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών που συνήψε η Servier με την Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και ως εκ του αποτελέσματος, καθώς και όσον αφορά τη διαπίστωση περί κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της Servier, με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς.

9.        Κατά της εν λόγω ακυρώσεως βάλλει η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση καθώς και στην υπόθεση Επιτροπή κατά Krka (C‑151/19 P). Οι υποθέσεις αυτές θέτουν καινοφανή ζητήματα που αφορούν τον χαρακτηρισμό μιας συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, η οποία συνάπτεται ταυτόχρονα με συμφωνία φιλικού διακανονισμού διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, τον χαρακτηρισμό ενός τέτοιου συνδυασμού συμφωνιών ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, καθώς και τον ορισμό της σχετικής αγοράς στον φαρμακευτικό τομέα.

II.    Το ιστορικό της διαφοράς

Α.      Τα πραγματικά περιστατικά

10.      Στις σκέψεις 1 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε το ιστορικό της διαφοράς, το οποίο μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας, να συνοψιστεί ως εξής.

1.      Επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η υπό κρίση υπόθεση

11.      Ο όμιλος Servier, ο οποίος απαρτίζεται, μεταξύ άλλων, από τη Servier SAS, την εδρεύουσα στη Γαλλία μητρική εταιρία του ομίλου, τη Les Laboratoires Servier SAS και τη Servier Laboratories Ltd (στο εξής, από κοινού: Servier), συγκεντρώνει φαρμακευτικές εταιρίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Les Laboratoires Servier είναι γαλλική φαρμακευτική εταιρία η οποία εξειδικεύεται στην ανάπτυξη πρωτότυπων φαρμάκων, μεταξύ άλλων για τη θεραπεία των καρδιαγγειακών παθήσεων (6). Η Biogaran είναι θυγατρική κατά 100 % της Les Laboratoires Servier, επιφορτισμένη με την παραγωγή γενοσήμων (7).

12.      Ο φαρμακευτικός όμιλος Krka, ο οποίος είναι καταχωρισμένος στη Σλοβενία και εξειδικεύεται στην ανάπτυξη, παραγωγή και εμπορία γενόσημων φαρμάκων, περιλαμβάνει τη μητρική εταιρία Krka Tovarna Zdravil d.d., και διάφορες θυγατρικές στη Σλοβενία και σε άλλες χώρες (στο εξής: Κrka) (8).

2.      Το επίμαχο προϊόν και τα επίμαχα διπλώματα ευρεσιτεχνίας

α)      Περινδοπρίλη της Servier

13.      Η Servier ανέπτυξε την περινδοπρίλη, φάρμακο που χρησιμοποιείται στην καρδιαγγειακή ιατρική και προορίζεται κυρίως για την καταπολέμηση της υπέρτασης και της καρδιακής ανεπάρκειας. Η ΔΦΟ της περινδοπρίλης έχει τη μορφή άλατος. Αρχικώς χρησιμοποιείτο το άλας της t-βουτυλαμίνης (ερβουμίνης), το οποίο έχει κρυσταλλική μορφή λόγω της μεθόδου που χρησιμοποιεί η Servier για τη σύνθεσή της (9).

14.      Η αίτηση για τη χορήγηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας EP0049658 σχετικά με το μόριο της περινδοπρίλης κατατέθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΓΔΕ) στις 29 Σεπτεμβρίου 1981. Η ισχύς του συγκεκριμένου διπλώματος ευρεσιτεχνίας επρόκειτο να λήξει στις 29 Σεπτεμβρίου 2001, αλλά η προστασία του παρατάθηκε σε πολλά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων στο Ηνωμένο Βασίλειο, έως τις 22 Ιουνίου 2003 (10). Στη Γαλλία, η προστασία του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας παρατάθηκε έως τις 22 Μαρτίου 2005, στη δε Ιταλία έως τις 13 Φεβρουαρίου 2009 (11). Η χορήγηση άδειας κυκλοφορίας στην αγορά (ΑΚΑ) για δισκία περινδοπρίλης από ερβουμίνη (2 και 4 mg) για τη θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης έλαβε χώρα μεταξύ 1988 και 1989 στην Ευρώπη (12).

15.      Μετά την κατάθεση της αιτήσεως χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας για το μόριο της περινδοπρίλης, η Servier κατέθεσε ενώπιον του ΕΓΔΕ πλείονες αιτήσεις χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σχετικά με τις μεθόδους παρασκευής της. Η παρούσα διαδικασία αφορά, μεταξύ άλλων, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας EP0308339, EP0308340 και EP0308341 (στο εξής, αντιστοίχως: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 339, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 340 και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 341), για τα οποία οι αιτήσεις κατατέθηκαν το 1988 και τα οποία επρόκειτο να λήξουν το 2008, καθώς και, κυρίως, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας EP1296947 (αποκαλούμενο «δίπλωμα ευρεσιτεχνίας άλφα», στο εξής: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947), για το οποίο η αίτηση κατατέθηκε το 2001. Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 κάλυπτε την κρυσταλλική μορφή άλφα της περινδοπρίλης από ερβουμίνη και τις μεθόδους παρασκευής της και χορηγήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2004 (13).

16.      Η Servier κατέθεσε επίσης αιτήσεις χορηγήσεως εθνικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης, για παράδειγμα στη Βουλγαρία, στην Τσεχική Δημοκρατία, στην Εσθονία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία και στη Σλοβακία. Κατόπιν αυτού, χορηγήθηκαν διπλώματα ευρεσιτεχνίας στις 16 Μαΐου 2006 στη Βουλγαρία, στις 17 Αυγούστου 2006 στην Ουγγαρία, στις 23 Ιανουαρίου 2007 στην Τσεχική Δημοκρατία, στις 23 Απριλίου 2007 στη Σλοβακία και στις 24 Μαρτίου 2010 στην Πολωνία. Τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας αντιστοιχούσαν, κατ’ ουσίαν, στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τα οποία είχαν κατατεθεί αιτήσεις ενώπιον του ΕΓΔΕ (14).

17.      Από το 2002 η Servier ανέπτυξε περινδοπρίλη δεύτερης γενιάς, παρασκευαζόμενη από ένα νέο άλας, με βάση την αργινίνη, για την οποία υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας (EP1354873B) στις 17 Φεβρουαρίου 2003. Το συγκεκριμένο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας χορηγήθηκε στις 17 Ιουλίου 2004, και είχε ημερομηνία λήξεως ισχύος τη 17η Φεβρουαρίου 2023. Η περινδοπρίλη από αργινίνη ετέθη σε κυκλοφορία στις αγορές της Ένωσης το 2006. Το σκεύασμα αυτό αποτελεί βιοϊσοδύναμη γενόσημη εκδοχή του προϊόντος πρώτης γενιάς, πλην όμως πωλείται σε διαφορετικές δοσολογίες λόγω του διαφορετικού μοριακού βάρους του νέου άλατος (15). Η περινδοπρίλη από αργινίνη έλαβε ΑΚΑ στη Γαλλία το 2004 και στη συνέχεια αδειοδοτήθηκε με τη διαδικασία της αμοιβαίας αναγνωρίσεως σε άλλα κράτη μέλη (16).

β)      Περινδοπρίλη της Krka

18.      Η Krka άρχισε να αναπτύσσει τη δική της περινδοπρίλη από το 2003. Κατά τη χρονική περίοδο 2005-2006 έλαβε ΑΚΑ για πλείονες αγορές της Ένωσης και κυκλοφόρησε την περινδοπρίλη σε πολλά κράτη μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, μεταξύ των οποίων στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Κατά την περίοδο αυτή προετοίμαζε επίσης την κυκλοφορία περινδοπρίλης και σε άλλα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων στη Γαλλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Κάτω Χώρες, είτε μόνη της είτε σε συνεργασία με άλλες εταιρίες (17).

3.      Ένδικες διαφορές σχετικές με την περινδοπρίλη και την κυκλοφορία γενόσημων εκδοχών

19.      Μεταξύ 2003 και 2009 η Servier ενεπλάκη ως διάδικος σε σειρά ενδίκων διαφορών σχετικά με την περινδοπρίλη, τόσο ενώπιον του ΕΓΔΕ όσο και ενώπιον εθνικών δικαστηρίων. Επρόκειτο, κατ’ ουσίαν, για αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων και για διαδικασίες που αφορούσαν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 σε διάφορα κράτη μέλη, μεταξύ της Servier και σειράς εταιριών παραγωγής γενοσήμων οι οποίες προετοιμάζονταν να κυκλοφορήσουν γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης (18).

α)      Διαφορές ενώπιον του ΕΓΔΕ

20.      Κατ’ αρχάς, το 2004 δέκα εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, μεταξύ των οποίων και η Krka, άσκησαν ενώπιον του ΕΓΔΕ ανακοπή κατά του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, με αίτημα την εν όλω ανάκλησή του, προβάλλοντας λόγους αναγόμενους σε έλλειψη καινοτομίας και εφευρετικής δραστηριότητας και σε ανεπαρκή περιγραφή της εφεύρεσης (19).

21.      Στις 27 Ιουλίου 2006 το τμήμα ανακοπών του ΕΓΔΕ απεφάνθη υπέρ του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, κατόπιν επουσιωδών τροποποιήσεων των αρχικών αιτημάτων της Servier (στο εξής: απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006). Εννέα εταιρίες άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, ωστόσο οι Krka και Lupin παραιτήθηκαν από τις προσφυγές τους στις 11 Ιανουαρίου και στις 5 Φεβρουαρίου 2007, αντιστοίχως, κατόπιν των συμφωνιών τους με τη Servier. Με απόφαση της 6ης Μαΐου 2009, το τεχνικό συμβούλιο προσφυγών του ΕΓΔΕ ακύρωσε την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και ανακάλεσε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 (στο εξής: απόφαση του ΕΓΔΕ της 6ης Μαΐου 2009). Η αίτηση αναθεώρησης που υπέβαλε η Servier κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε στις 19 Μαρτίου 2010 (20).

β)      Ένδικες διαφορές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

22.      Το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 αμφισβητήθηκε από εταιρίες παραγωγής γενοσήμων και ενώπιον των δικαστηρίων ορισμένων κρατών μελών, ενώ η Servier υπέβαλε αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις έγιναν δεκτές (21). Εντούτοις, στην πλειονότητά τους οι ένδικες αυτές διαφορές τερματίστηκαν πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως περί του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 λόγω των συμφωνιών φιλικού διακανονισμού που συνήφθησαν μεταξύ της Servier και των εταιριών παραγωγής γενοσήμων.

23.      Ωστόσο, δύο ένδικες διαφορές μεταξύ της Servier και της Apotex, της μοναδικής εταιρίας παραγωγής γενοσήμων που ήταν αντίδικος της Servier στο Ηνωμένο Βασίλειο με την οποία η Servier δεν συνήψε συμφωνία φιλικού διακανονισμού, δεν διακόπηκαν και οδήγησαν, εν συνεχεία, στην ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

24.      Συγκεκριμένα, αφενός, την 1η Αυγούστου 2006 η Servier άσκησε κατά της Apotex, η οποία είχε θέσει σε κυκλοφορία στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης «με κίνδυνο», αγωγή λόγω προσβολής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ενώπιον βρετανικού δικαστηρίου και πέτυχε την έκδοση προσωρινής διαταγής στις 8 Αυγούστου 2006. Ωστόσο, κατόπιν ασκήσεως ανταγωγής εκ μέρους της Apotex με αίτημα την ακύρωση του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ακυρώθηκε στις 6 Ιουλίου 2007, η διαταγή ανακλήθηκε και η Apotex εισήλθε στην αγορά με γενόσημη περινδοπρίλη, γεγονός το οποίο άνοιξε την αγορά για τα γενόσημα σκευάσματα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στις 9 Μαΐου 2008 η απόφαση περί ακυρώσεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 επικυρώθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (22).

25.      Αφετέρου, στις 13 Νοεμβρίου 2007 η Katwijk Farma, θυγατρική της Apotex, υπέβαλε ενώπιον ολλανδικού δικαστηρίου αίτηση για την ακύρωση του ολλανδικού σκέλους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και έθεσε σε κυκλοφορία, στις 13 Δεκεμβρίου 2007, τη δική της γενόσημη περινδοπρίλη, ενώ παράλληλα η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων που υπέβαλε η Servier απορρίφθηκε. Στις 11 Ιουνίου 2008 το ολλανδικό δικαστήριο ακύρωσε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 όσον αφορά τις Κάτω Χώρες, κατόπιν παράλληλης αγωγής που είχε ασκήσει η Pharmachemie, θυγατρική της Teva (23).

26.      Από τον Μάιο 2008 η Sandoz, άλλη εταιρία παραγωγής γενοσήμων, έθεσε σε κυκλοφορία τη δική της γενόσημη περινδοπρίλη σε διάφορα κράτη μέλη (24).

4.      Ένδικες διαφορές και συμφωνίες μεταξύ Servier και Krka

27.      Μεταξύ 2005 και 2007, η Servier συνήψε συμφωνίες φιλικού διακανονισμού με τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων Niche/Unichem, Matrix, Teva, Krka και Lupin. Οι συμφωνίες τις οποίες αφορά η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι οι συμφωνίες της Servier με την Krka.

28.      Στις 30 Μαΐου 2006 η Servier υπέβαλε αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων στην Ουγγαρία με αίτημα να απαγορευθεί η εμπορία γενόσημης εκδοχής της περινδοπρίλης την οποία είχε θέσει σε κυκλοφορία στην αγορά η Krka, λόγω προσβολής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2006 (25).

29.      Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Servier άσκησε, στις 28 Ιουλίου 2006, αγωγή λόγω προσβολής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 340 κατά της Krka. Επίσης, στις 2 Αυγούστου 2006 η Servier άσκησε κατά της Krka αγωγή λόγω προσβολής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 καθώς και αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων. Την 1η Σεπτεμβρίου 2006 η Krka άσκησε ανταγωγή με αίτημα την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, υπέβαλε δε αίτηση συνοπτικής διαδικασίας (application for summary judgment). Στις 8 Σεπτεμβρίου 2006 η Krka άσκησε άλλη ανταγωγή, με αίτημα την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 340.

30.      Στις 3 Οκτωβρίου 2006 το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (patents court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών (ευρεσιτεχνία και συναφή δικαιώματα), Ηνωμένο Βασίλειο], έκανε δεκτή την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων της Servier και απέρριψε την αίτηση συνοπτικής διαδικασίας (application for summary judgment) που υπέβαλε η Krka για την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, αποφασίζοντας τη διεξαγωγή δίκης επί της ουσίας. Την 1η Δεκεμβρίου 2006, κατόπιν του φιλικού διακανονισμού που επετεύχθη μεταξύ των διαδίκων, καταργήθηκε η δίκη και ήρθη η προσωρινή διαταγή (26).

31.      Στις 27 Οκτωβρίου 2006 η Servier και η Krka υπέγραψαν συμφωνία διακανονισμού (στο εξής: συμφωνία διακανονισμού Krka) και συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης (στο εξής: συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka), η οποία συμπληρώθηκε με πρόσθετη πράξη συναφθείσα στις 2 Νοεμβρίου 2006. Επιπλέον, τα ίδια μέρη συνήψαν συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης (στο εξής: συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka) στις 5 Ιανουαρίου 2007 (στο εξής, από κοινού: συμφωνίες Krka).

32.      Στη συμφωνία διακανονισμού Krka, προβλεπόταν ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 κάλυπτε και τα αντίστοιχα εθνικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας διακανονισμού, η οποία θα διαρκούσε έως τη λήξη της ισχύος ή την ανάκληση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας 947 ή 340, η Krka δεσμεύθηκε να παραιτηθεί από κάθε αίτημά της κατά του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 παγκοσμίως και κατά του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 340 στο Ηνωμένο Βασίλειο και να μην αμφισβητήσει κανένα από τα δύο αυτά διπλώματα ευρεσιτεχνίας παγκοσμίως. Επιπλέον, η Krka και οι θυγατρικές της δεν θα είχαν το δικαίωμα να θέσουν σε κυκλοφορία ή να εμπορευθούν γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης που θα προσέβαλλε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 κατά τη διάρκεια ισχύος του διπλώματος αυτού και στη χώρα στην οποία ίσχυε ακόμη, χωρίς ρητή άδεια της Servier. Ομοίως, η Krka δεν μπορούσε να προμηθεύσει κανέναν τρίτο με γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης που θα προσέβαλλε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, χωρίς τη ρητή άδεια της Servier. Σε αντάλλαγμα, η Servier όφειλε να παραιτηθεί από τις ανά τον κόσμο εκκρεμείς δίκες κατά της Krka οι οποίες στηρίζονταν σε προσβολή των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας 947 και 340, περιλαμβανομένων των αιτήσεων λήψεως προσωρινών μέτρων (27).

33.      Δυνάμει της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η οποία συνήφθη για διάρκεια ίση με τη διάρκεια ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, η Servier παραχώρησε στην Krka «αποκλειστική» και ανέκκλητη άδεια εκμετάλλευσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 για τη χρήση, κατασκευή, πώληση, προσφορά προς πώληση, προώθηση και εισαγωγή των δικών της προϊόντων που περιείχαν την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Λεττονία, στη Λιθουανία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στη Σλοβενία και στη Σλοβακία.

34.      Ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης, η Krka είχε την υποχρέωση να καταβάλλει στη Servier αμοιβή ύψους 3 % επί του καθαρού ποσού των πωλήσεών της στο σύνολο των κρατών αυτών. Στα ίδια ως άνω κράτη, η Servier θα είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί άμεσα ή έμμεσα (ήτοι για μία εκ των θυγατρικών της ή για έναν μόνον τρίτο ανά χώρα) το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 (28).

35.      Κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, τα εθνικά αντίστοιχα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 δεν είχαν ακόμη χορηγηθεί στη Servier σε ορισμένες από τις επτά αυτές αγορές, ενώ η Krka εμπορευόταν ήδη το δικό τηςσκεύασμα (29).

36.      Δυνάμει της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η Krka μεταβίβασε δύο αιτήσεις χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στη Servier, εκ των οποίων η μία αφορούσε μέθοδο παραγωγής της περινδοπρίλης (WO 2005 113500) και η άλλη την παρασκευή σκευασμάτων περινδοπρίλης (WO 2005 094793). Η καλυπτόμενη από τις εν λόγω αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τεχνολογία χρησιμοποιείτο για την παραγωγή της περινδοπρίλης της Krka. Η Krka δεσμεύθηκε να μην αμφισβητήσει το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που θα χορηγούνταν βάσει των επίμαχων αιτήσεων. Ως αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση αυτή, η Servier κατέβαλε στην Krka ποσό 15 εκατομμυρίων ευρώ για καθεμιά από τις επίμαχες αιτήσεις. Η Servier παραχώρησε επίσης στην Krka μη αποκλειστική, ανέκκλητη, μη μεταβιβάσιμη και απαλλαγμένη από την καταβολή αμοιβών άδεια εκμετάλλευσης, χωρίς δικαίωμα παραχώρησης επιμέρους αδειών εκμετάλλευσης (παρά μόνον στις θυγατρικές της), των αιτήσεων ή των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που θα χορηγούνταν βάσει αυτών, χωρίς χρονικούς ή τοπικούς περιορισμούς ή περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση της άδειας αυτής (30).

Β.      Η επίδικη απόφαση

37.      Με την επίδικη απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 9 Ιουλίου 2014 (31), η Επιτροπή έκρινε ότι η Servier είχε παραβεί, αφενός, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, μετέχοντας σε τέσσερις συμφωνίες φιλικού διακανονισμού διαφορών περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας έναντι αντίστροφης πληρωμής με τις Niche/Unichem, Matrix, Teva και Lupin, καθώς και σε τρεις συμφωνίες, οι οποίες συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση, με την Krka.

38.      Αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε ότι η Servier είχε παραβεί το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, διαμορφώνοντας και υλοποιώντας, μεταξύ άλλων, μέσω αποκτήσεως τεχνολογίας και μέσω συνάψεως συμφωνιών φιλικού διακανονισμού, στρατηγική αποκλεισμού καλύπτουσα την αγορά των σκευασμάτων περινδοπρίλης στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες, στην Πολωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο και την αγορά της τεχνολογίας της ΔΦΟ της περινδοπρίλης (32).

39.      Η Επιτροπή έκρινε ότι η Servier και η Krka είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ στα 18/20 κράτη μέλη (33) στα οποία η Krka δεσμεύθηκε, μέσω της συμφωνίας διακανονισμού Krka, να μην ανταγωνίζεται πλέον τη Servier με τα υφιστάμενα προϊόντα της με αντάλλαγμα την παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης στα λοιπά επτά κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω συμφωνίες είχαν ως αντικείμενο την κατάτμηση και την κατανομή των αγορών της Ένωσης μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι οι συμφωνίες Krka συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος και εξέτασε για τον σκοπό αυτόν τα αποτελέσματα των εν λόγω συμφωνιών στις αγορές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου (34). Η Επιτροπή δεν διαπίστωσε παράβαση στα επτά κράτη μέλη για τα οποία είχε παραχωρηθεί η άδεια εκμετάλλευσης (35).

40.      Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι η Servier και η Krka είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ καθόσον η Krka είχε παύσει να ασκεί ανταγωνισμό ως υφιστάμενη πηγή τεχνολογίας περινδοπρίλης, μεταβιβάζοντας την τεχνολογία της στη Servier έναντι πληρωμής συνολικού ποσού 30 εκατομμυρίων ευρώ (36).

41.      Η Επιτροπή επέβαλε στη Servier πρόστιμα για τις εν λόγω παραβάσεις των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ (37).

Γ.      Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

42.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Σεπτεμβρίου 2014, η Servier άσκησε προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως. Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τη Servier υποστήριξε η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA).

43.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Γενικού Δικαστηρίου, κατά πρώτον, ακύρωσε: 1) το άρθρο 4 της επίδικης αποφάσεως (με το οποίο διαπιστωνόταν παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ λόγω των συμφωνιών με την Krka), 2) το άρθρο 6 της επίδικης αποφάσεως (με το οποίο διαπιστωνόταν παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εκ μέρους της Servier) και 3) το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 6, της επίδικης αποφάσεως (με το οποίο επιβάλλονταν πρόστιμα στη Servier για τις δύο αυτές παραβάσεις).

44.      Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο: 4) μείωσε το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Servier με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως λόγω της μνημονευόμενης στο άρθρο 2 της ίδιας αποφάσεως συμφωνίας με τη Matrix. Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο: 5) απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά και, κατά τέταρτον: 6) και 7) καταδίκασε τη Servier, την Επιτροπή και την EFPIA στα δικαστικά τους έξοδα.

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

45.      Με δικόγραφο της 22ας Φεβρουαρίου 2019, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

46.      Εκ παραλλήλου, η Επιτροπή άσκησε επίσης αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Krka κατά Επιτροπής, ενώ η Servier και οι λοιποί αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως οι οποίοι ηττήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου άσκησαν αιτήσεις αναιρέσεως βάλλοντας κατά της απορρίψεως των προσφυγών τους κατά της εν λόγω αποφάσεως (38).

47.      Με δικόγραφο της 22ας Μαΐου 2019, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Το σχετικό αίτημα έγινε δεκτό με την από 16 Ιουνίου 2019 απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου.

48.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει τα σημεία 1, 2 και 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με τα οποία ακυρώνονται: i) το άρθρο 4 της επίδικης αποφάσεως καθ’ όσον διαπιστώνεται με αυτό η συμμετοχή της Servier στις συμφωνίες που συνήψε η Servier με την εταιρία Krka, ii) το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως με το οποίο καθορίζεται το επιβαλλόμενο για τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών πρόστιμο εις βάρος της Servier, iii) το άρθρο 6 της επίδικης αποφάσεως με το οποίο διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εκ μέρους της Servier και iv) το άρθρο 7, παράγραφος 6, της επίδικης αποφάσεως με το οποίο καθορίζεται το επιβαλλόμενο στη Servier πρόστιμο σχετικά με την παράβαση αυτή·

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθ’ όσον κρίθηκαν με αυτήν παραδεκτά τα παραρτήματα A 286 και A 287 του δικογράφου της προσφυγής και το παράρτημα C 29 του υπομνήματος απαντήσεως (σκέψεις 1461, 1462 και 1463 της αναιρεσιβαλλομένης)·

–        να αποφανθεί οριστικά επί της ασκηθείσας από τη Servier προσφυγής ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως και να απορρίψει το αίτημα της Servier για την ακύρωση του άρθρου 4, του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του άρθρου 6 και του άρθρου 7, παράγραφος 6, της επίδικης αποφάσεως, καθώς και να κάνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής να κηρυχθούν απαράδεκτα τα παραρτήματα A 286 και A 287 του δικογράφου τής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ασκηθείσας προσφυγής και το παράρτημα C 29 του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποβληθέντος υπομνήματος απαντήσεως (σκέψεις 1461 έως 1463 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως)·

–        να καταδικάσει τη Servier στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της αναιρετικής δίκης.

49.      Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να δεχθεί τα αιτήματα της Επιτροπής.

50.      Η Servier ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

51.      Η EFPIA ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της αναιρετικής όσο και της πρωτοβάθμιας δίκης.

52.      Στις 13 Σεπτεμβρίου 2021 το Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση Generics (UK) κ.λπ. καθώς και σχετικά με τις αποφάσεις της ομάδας Lundbeck κατά Επιτροπής (39).

53.      Στις 20 και 21 Οκτωβρίου 2021, οι διάδικοι στις εννέα αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά των οκτώ αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου που αφορούν την επίδικη απόφαση ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV.    Εκτίμηση

Α.      Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

54.      Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η Επιτροπή προβάλλει έντεκα λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων οι επτά πρώτοι αφορούν τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την εξέταση των συμφωνιών Krka από την άποψη του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (1), ενώ οι τέσσερις τελευταίοι αφορούν τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (2) (40).

1.      Επί του άρθρου 101 ΣΛΕΕ

55.      Με τον πρώτο έως τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κρίνοντας ότι οι συμφωνίες Krka δεν συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (α). Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ούτε ότι οι συμφωνίες αυτές συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος (β).

α)      Επί του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (πρώτος έως έκτος λόγος αναιρέσεως)

56.      Πριν από την εξέταση των προβαλλόμενων από την Επιτροπή λόγων αναιρέσεως που αφορούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ανάλυση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου των συμφωνιών Krka (2), είναι χρήσιμο να εκτεθεί συνοπτικώς με ποιον τρόπο ανέλυσαν το εν λόγω αντικείμενο η μεν Επιτροπή στην επίδικη απόφαση, το δε Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (1).

1)      Η ανάλυση του αντικειμένου των συμφωνιών Krka στην επίδικη και στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

i)      Επίδικη απόφαση

57.      Στην ενότητα 5.5 (αιτιολογικές σκέψεις 1670 έως 1812 της επίδικης αποφάσεως), η Επιτροπή εξέτασε τις τρεις συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ Servier και Krka και έκρινε ότι συνιστούσαν ενιαία και διαρκή δραστηριότητα η οποία είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού διά της κατανομής των αγορών περινδοπρίλης στην Ένωση μεταξύ αυτών των δύο επιχειρήσεων (41).

58.      Κατά την Επιτροπή, αφενός, η συμφωνία διακανονισμού Krka και η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχαν ως αντικείμενο την κατανομή και τον καταμερισμό των αγορών της Ένωσης μεταξύ Servier και Krka με τον εξής τρόπο: Η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka παρείχε τη δυνατότητα στην Krka να συνεχίσει να εμπορεύεται ή να θέτει σε κυκλοφορία γενόσημη περινδοπρίλη, στο πλαίσιο εν τοις πράγμασι δυοπωλίου με τη Servier, σε επτά κράτη μέλη τα οποία αποτελούσαν τις κύριες αγορές της Krka. Η άδεια αυτή αποτελούσε την ανταμοιβή για τη δέσμευση της Krka, δυνάμει της συμφωνίας διακανονισμού Krka, να μην ασκεί ανταγωνισμό κατά της Servier στις υπόλοιπες 18/20 αγορές της Ένωσης (42). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης συνιστούσε παροχή κινήτρου εκ μέρους της Servier προς την Krka ώστε η τελευταία να αποδεχθεί τους περιορισμούς που συμφωνήθηκαν με τη συμφωνία διακανονισμού (43).

59.      Αφετέρου, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η οποία συνήφθη δύο μήνες μετά τις συμφωνίες φιλικού διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, είχε συμβάλει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης της Servier και της Krka που προέκυπτε από την κατανομή των αγορών δυνάμει του συνόλου των εν λόγω συμφωνιών, εμποδίζοντας την Krka να μεταβιβάσει σε άλλες εταιρίες παραγωγής γενοσήμων την ανταγωνιστική τεχνολογία της για την παραγωγή περινδοπρίλης. Δεδομένου ότι η καταβολή του ποσού των 30 εκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής δεν είχε καμία σύνδεση με τα αναμενόμενα ή πραγματοποιηθέντα έσοδα της Servier από την εμπορική εκμετάλλευση της μεταβιβασθείσας από την Krka τεχνολογίας, η πληρωμή αυτή θεωρήθηκε από την Επιτροπή ότι αποτελούσε μερίδιο των εσόδων που απορρέουν από την κατανομή των αγορών μεταξύ Servier και Krka (44).

ii)    Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

60.      Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, πρώτον, στις σκέψεις 255 έως 274 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εκτιμά ότι η προσθήκη ρητρών περί μη αμφισβήτησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και περί μη εμπορίας γενόσημων προϊόντων σε συμφωνίες φιλικού διακανονισμού διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας είναι αντίθετη προς τον ανταγωνισμό. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, τούτο συμβαίνει εάν η προσθήκη τέτοιων ρητρών σε μια τέτοια συμφωνία στηρίζεται όχι στην αναγνώριση από τα μέρη του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και του ότι τα οικεία γενόσημα προϊόντα συνιστούν προσβολή του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αλλά σε μια σημαντική και μη δικαιολογημένη αντίστροφη πληρωμή εκ μέρους του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων, η οποία της παρέχει κίνητρο να συνομολογήσει τις εν λόγω ρήτρες. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε (σκέψη 271 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) ότι, σε περίπτωση τέτοιας παροχής κινήτρου, οι επίμαχες συμφωνίες πρέπει να θεωρούνται ως συμφωνίες αποκλεισμού από την αγορά με τις οποίες οι παραμένοντες στην αγορά αποζημιώνουν τους αποχωρούντες.

61.      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στις σκέψεις 797 έως 810 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι όταν μια συνήθης εμπορική συμφωνία συνδέεται με συμφωνία διακανονισμού διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που περιλαμβάνει ρήτρες περί μη αμφισβήτησης και περί μη εμπορίας, μια τέτοια συμβατική μεθόδευση πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, εάν η αξία που μεταβιβάζει ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων δυνάμει της εμπορικής συμφωνίας υπερβαίνει την αξία του αγαθού που η εταιρία αυτή μεταβιβάζει στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας. Με άλλα λόγια, μια τέτοια συμβατική μεθόδευση πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αντίθετη προς τον ανταγωνισμό εάν η συνήθης εμπορική συμφωνία που συνδέεται με τη συμφωνία διακανονισμού χρησιμεύει στην πραγματικότητα για να συγκαλυφθεί η μεταβίβαση αξίας από τον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς την εταιρία γενοσήμων, η οποία δεν έχει άλλο αντάλλαγμα πλην της δέσμευσης της εταιρίας αυτής να μην ασκήσει ανταγωνισμό.

62.      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο διατύπωσε, στις σκέψεις 943 έως 1032 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας τον ένατο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier με τον οποίο προβαλλόταν η μη ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου όσον αφορά τις συμφωνίες Krka, την εκτίμησή του σχετικά με την περίπτωση του συνδυασμού συμφωνίας διακανονισμού και συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, η οποία συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση με τον συνδυασμό των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka.

63.      Κατά το Γενικό Δικαστήριο, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν ισχύουν οι εκτιμήσεις που συνοψίσθηκαν στο σημείο 61 των παρουσών προτάσεων σχετικά με τον συνδυασμό συμφωνίας διακανονισμού και συνήθους εμπορικής συμφωνίας. Τούτο δε για τον λόγο ότι ο συνδυασμός συμφωνίας διακανονισμού με συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης συνιστά πρόσφορο μέσο τερματισμού μιας ένδικης διαφοράς, καθιστώντας δυνατή την είσοδο της εταιρίας παραγωγής γενοσήμων στην αγορά και ικανοποιώντας τα αιτήματα αμφοτέρων των μερών. Επιπλέον, η ύπαρξη, σε συμφωνία διακανονισμού, ρητρών μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης είναι θεμιτή όταν η συμφωνία αυτή στηρίζεται στην αναγνώριση από τα μέρη του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Η δε συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, η οποία έχει νόημα μόνον εφόσον γίνεται πράγματι χρήση της άδειας εκμετάλλευσης, στηρίζεται ακριβώς στην αναγνώριση από τα μέρη του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας (σκέψεις 943 έως 947 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

64.      Επομένως, για να κριθεί ότι μια συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης η οποία συνδυάζεται με συμφωνία διακανονισμού υποκρύπτει στην πραγματικότητα αντίστροφη πληρωμή εκ μέρους του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι η αμοιβή που καταβάλλει η εν λόγω εταιρία στον εν λόγω κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας στο πλαίσιο της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης είναι ασυνήθιστα χαμηλή (σκέψεις 948 και 952 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

65.      Επιπλέον, το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο των ρητρών μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης της συμφωνίας διακανονισμού μετριάζεται από το ευνοϊκό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, που διευκολύνει την είσοδο της εταιρίας παραγωγής γενοσήμων στην αγορά (σκέψεις 953 έως 956 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

66.      Συνεπώς, εάν υφίσταται πραγματική ένδικη διαφορά μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης η οποία συνδέεται άμεσα με τον φιλικό διακανονισμό της ένδικης αυτής διαφοράς, ο συνδυασμός της συμφωνίας αυτής με τη συμφωνία διακανονισμού δεν συνιστά σοβαρή ένδειξη για την ύπαρξη αντίστροφης πληρωμής. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει βάσει άλλων ενδείξεων ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν συνιστά συναλλαγή συναφθείσα υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς και ότι, συνεπώς, υποκρύπτει αντίστροφη πληρωμή, ώστε ο εν λόγω συνδυασμός συμβάσεων να πρέπει να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (σκέψη 963 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

67.      Βάσει των κριτηρίων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 964 έως 1032 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, καταλήγοντας εν τέλει στην κρίση ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι οι συμφωνίες αυτές είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο. Το Γενικό Δικαστήριο στήριξε, κατ’ ουσίαν, την κρίση του αυτή στις ακόλουθες εκτιμήσεις:

–        Οι σχετικές με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας εκκρεμείς ένδικες διαφορές ήταν πραγματικές και όχι πλασματικές, ενώ τόσο η συμφωνία διακανονισμού Krka όσο και η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka συνδέονταν με τις διαφορές αυτές (σκέψεις 965 έως 969 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

–        Κατά τον χρόνο συνάψεως των εν λόγω συμφωνιών, τα μέρη ήταν πεπεισμένα για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, ιδίως λόγω της αποφάσεως του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 (45). Το γεγονός ότι η Krka συνέχισε να αμφισβητεί το δίπλωμα αυτό ενώπιον των δικαστηρίων και να εμπορεύεται το προϊόν της μετά την εν λόγω απόφαση δεν αποδεικνύει το αντίθετο. Με τον τρόπο αυτόν, η Krka, καίτοι ήταν πεπεισμένη ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ήταν έγκυρο, θέλησε απλώς να ενισχύσει τη θέση της στις διαπραγματεύσεις με τη Servier για τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από μεταγενέστερη απάντηση της Krka σε αίτημα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής (σκέψεις 970, 971, 999, 1000, 1010 και 1026 έως 1028 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

–        Το ποσό της αμοιβής που όφειλε να καταβάλλει η Krka στη Servier στο πλαίσιο της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν ήταν ασυνήθιστα χαμηλό, η δε Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η συμφωνία αυτή δεν συνιστούσε συναλλαγή συναφθείσα υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Επομένως, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη αντίστροφης πληρωμής που να συνιστά παροχή κινήτρου (σκέψεις 975 έως 984 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

–        Η καθιέρωση δυοπωλίου μεταξύ της Servier και της Krka στις επτά αγορές που κάλυπτε η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν ήταν αποτέλεσμα της συμφωνίας αυτής, αλλά αποτέλεσμα μεταγενέστερων επιλογών της Servier και της Krka, οι οποίες δεν ήταν προβλέψιμες κατά τον χρόνο συνάψεως της εν λόγω συμφωνίας (σκέψεις 987 έως 991 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

–        Δεν υπήρξε αυστηρή κατανομή αγορών μεταξύ Servier και Krka, διότι επετράπη στη Servier να παραμείνει ενεργή στις επτά καλυπτόμενες από την άδεια εκμετάλλευσης αγορές (σκέψεις 1003 έως 1006 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

–        Η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης της Krka είχε θετικό αποτέλεσμα για τον ανταγωνισμό στις επτά αυτές αγορές, έστω και αν τα εθνικά αντίστοιχα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 δεν είχαν ακόμη χορηγηθεί σε ορισμένες από τις εν λόγω αγορές και επομένως η Krka δεν χρειαζόταν άδεια για να εισέλθει ή να παραμείνει στις αγορές αυτές. Ωστόσο, η παροχή της άδειας εκμετάλλευσης είχε το ευεργετικό αποτέλεσμα ότι καθιστούσε δυνατή για την Krka την αποφυγή μεταγενέστερης αντιδικίας, στην περίπτωση κατά την οποία η Servier θα αποκτούσε διπλώματα ευρεσιτεχνίας στις αγορές αυτές στο μέλλον (σκέψεις 1007 έως 1009 και 1027 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

–        Τα πλέον πρόσφατα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή για να αποδείξει ότι η Krka δεν πίστευε ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο και ότι η Servier ακολουθούσε στρατηγική αποκλεισμού των γενοσήμων, ήταν αποσπασματικά, ασαφή, μη πειστικά ή διαψεύδονταν από μεταγενέστερη απάντηση της Krka σε αίτημα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής (σκέψεις 1010 έως 1025 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

68.      Τέταρτον και τελευταίο, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 1041 έως 1060 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο χαρακτηρισμός της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ήταν επίσης εσφαλμένος, διότι ερειδόταν στην εσφαλμένη παραδοχή περί κατανομής των αγορών δυνάμει των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka.

2)      Οι λόγοι αναιρέσεως που αφορούν το αντικείμενο των συμφωνιών Krka

69.      Κατά την Επιτροπή, οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου που συνοψίστηκαν στα σημεία 62 έως 68 των παρουσών προτάσεων ενέχουν πλείονα νομικά σφάλματα.

70.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα στηριζόμενο, κατά την εκ μέρους του ανάλυση του αντικειμένου των συμφωνιών Krka, στη φερόμενη αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 από την Krka, και παραλείποντας να εξετάσει τον πρωτοδίκως προβληθέντα λόγο ακυρώσεως που αφορούσε τον δυνητικό ανταγωνισμό μεταξύ Krka και Servier (i).

71.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κρίνοντας ότι η παροχή άδειας εκμετάλλευσης δεν συνιστούσε παροχή κινήτρου ώστε η Krka να αποδεχθεί τους περιορισμούς της συμφωνίας διακανονισμού Krka (ii).

72.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα την έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπήρχε κατανομή των αγορών μεταξύ Servier και Krka για τον λόγο ότι η κατανομή αυτή δεν ήταν «αυστηρή», παραμορφώνοντας τις αποδείξεις σχετικά με τις πεποιθήσεις των μερών, ή ακόμη, κρίνοντας ότι το καθιερωθέν δυοπώλιο ήταν αποτέλεσμα μεταγενέστερων επιλογών των μερών αυτών και όχι των εν λόγω συμφωνιών (iii).

73.      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κατά την εκ μέρους του εκτίμηση των σχετικών με την πρόθεση των μερών εγγράφων αποδείξεων (iv).

74.      Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα με το να λάβει υπόψη τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της παροχής άδειας εκμετάλλευσης (v).

75.      Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κατέστησε νομικώς εσφαλμένη την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με το να μην αναγνωρίσει ότι η συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka (vi) ήταν αντίθετη προς τον ανταγωνισμό.

i)      Επί της ανταγωνιστικής πίεσης που ασκούσε η Krka στη Servier (πρώτος λόγος αναιρέσεως)

76.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλείονα νομικά σφάλματα και παραμόρφωσε τις αποδείξεις κρίνοντας, με ανεπαρκή αιτιολογία, ότι η Krka, εκ των πραγμάτων, δεν αποτελούσε πλέον πηγή ανταγωνιστικής πίεσης για τη Servier κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών Krka.

–       Επί του παραδεκτού και της λυσιτέλειας του λόγου αναιρέσεως

77.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να απορριφθούν οι ενστάσεις της Servier κατά τις οποίες ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και αλυσιτελής.

78.      Κατά πρώτον, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, η Επιτροπή αναφέρει επακριβώς τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά των οποίων βάλλει με τις αιτιάσεις της.

79.      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή δεν ζητεί, όπως υποστηρίζει η Servier, από το Δικαστήριο να προβεί σε εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν τήρησε τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης που διέπουν το βάρος αποδείξεως και την εκτίμηση των αποδείξεων, ότι παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία και ότι διατύπωσε επ’ αυτού ελλιπή αιτιολογία. Ωστόσο, τέτοια σφάλματα μπορούν να προβληθούν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης. Επιπλέον, οι αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούν τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο καθώς και τις έννομες συνέπειες που το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτών, κρίση η οποία επίσης υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (46).

80.      Κατά τρίτον, η επιχειρηματολογία της Servier κατά την οποία ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής επίσης δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

81.      Κατά τη Servier, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα της υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ Servier και Krka δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τη μη ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, οι οποίες στηρίζονται σε αιτιολογία άλλη από τον χαρακτηρισμό της Krka ως δυνητικού ανταγωνιστή της Servier.

82.      Η ένσταση αυτή της Servier ερείδεται στην εκτιθέμενη στη σκέψη 1234 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, κατά την οποία η διαπίστωση ότι οι συμφωνίες Krka δεν συνιστούσαν, κατά την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου, ούτε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ούτε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, καθιστούσε περιττή την εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο του λόγου ακυρώσεως που αφορούσε τον δυνητικό ανταγωνισμό μεταξύ Servier και Krka.

83.      Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υπονοείται στην εν λόγω σκέψη και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Servier, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέρριψε τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (ούτε τον χαρακτηρισμό των εν λόγω συμφωνιών ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος (47)) για λόγους άσχετους με τον χαρακτηρισμό της Krka ως δυνητικού ανταγωνιστή της Servier.

84.      Όπως προκύπτει από την συνοπτική παρουσίαση της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου στα σημεία 60, 63 και 67 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, προκειμένου να απορρίψει τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, στην προβαλλόμενη αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 εκ μέρους της Krka. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, σε αντίθεση με ό,τι είχε διαπιστώσει η Επιτροπή (σημείο 58 των παρουσών προτάσεων), η Krka είχε αποδεχθεί να μην ασκήσει ανταγωνισμό κατά της Servier στις 18/20 αγορές της Ένωσης που καλύπτονταν από τον φιλικό διακανονισμό, όχι διότι η Servier της πρότεινε να της παράσχει άδεια εκμετάλλευσης στις υπόλοιπες επτά αγορές, αλλά διότι πίστευε στην εγκυρότητα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

85.      Κατά το Γενικό Δικαστήριο, συμφωνία φιλικού διακανονισμού διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας η οποία περιλαμβάνει ρήτρες μη αμφισβήτησης και μη εμπορίας πρέπει να χαρακτηρίζεται ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου μόνον εάν στηρίζεται, σε παροχή κινήτρου εκ μέρους του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων (σκέψεις 262 έως 265 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) και όχι στην αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας από τα μέρη.

86.      Συνεπώς, η φερόμενη αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 εκ μέρους της Krka αποτέλεσε –σε συνδυασμό με το ότι η μεταβίβαση αξίας προς την Krka που συνιστούσε η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης φερόταν να μην έχει χαρακτήρα παροχής κινήτρου (48)– το βασικό στοιχείο της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου κατά την εκ μέρους του ανάλυση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου των συμφωνιών Krka (σκέψεις 970, 971, 999, 1000, 1010 έως 1012 και 1026 έως 1028 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

87.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ακριβώς ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποφανθεί σχετικά με την αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 από την Krka χωρίς να εξετάσει το προκαταρκτικό ζήτημα της υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ Krka και Servier. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, προς στήριξη της θέσεως ότι η Krka ήταν δυνητικός ανταγωνιστής της Servier, η ίδια προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αγνόησε το Γενικό Δικαστήριο και από τα οποία αποδεικνυόταν ακριβώς ότι η Krka δεν ήταν πεπεισμένη για το κύρος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Επιπλέον, κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή, επιλέγοντας ορισμένα μόνον εξ αυτών, επί των οποίων στήριξε την κρίση του σχετικά με τη φερόμενη αναγνώριση του κύρους του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας από την Krka, και διαλαμβάνοντας προδήλως εσφαλμένες εναλλακτικές αιτιολογίες κατά την εκτίμηση των εν λόγω στοιχείων.

88.      Από την επιχειρηματολογία αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υποστηρίζει απλώς και μόνον ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αν η Servier και η Krka ήταν δυνητικοί ανταγωνιστές κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών Krka, αλλά επίσης, και κυρίως, ότι το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την ανάλυσή του σχετικά με το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο των συμφωνιών αυτών σε μερική, ή και επιλεκτική, εκτίμηση και παραμόρφωση των στοιχείων της δικογραφίας.

89.      Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αιτίαση αυτή είναι λυσιτελής για τον έλεγχο της ορθότητας της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι συμφωνίες διακανονισμού με την Krka δεν είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα, δεδομένου ότι, εφόσον αποδειχθεί βάσιμη, μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι η κρίση αυτή υπήρξε εσφαλμένη και να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (49).

90.      Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου λόγω του προβαλλόμενου αλυσιτελούς χαρακτήρα του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της ουσίας

91.      Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κρίνοντας, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 970, 1026, 1028, 1154 και 1162 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Krka αναγνώριζε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και ότι οι ενέργειές της μετά την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 (50) δεν αποδείκνυαν ότι ήταν αποφασισμένη να εξακολουθήσει τις προσπάθειές της να εισέλθει στην αγορά παρά την απόφαση αυτή.

92.      Κατ’ αρχάς, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι το ζήτημα αν υπάρχει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού μπορεί να εκτιμηθεί ορθώς μόνον εάν οι ενδείξεις που επικαλείται η επίδικη απόφαση δεν κρίνονται μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό τους, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της αγοράς των επίμαχων προϊόντων (51). Η έκταση του ελέγχου νομιμότητας που προβλέπεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ καλύπτει όλα τα στοιχεία των αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, των οποίων τον εμπεριστατωμένο έλεγχο διασφαλίζει το Γενικό Δικαστήριο, τόσο από νομική όσο και από πραγματική άποψη, υπό το πρίσμα των λόγων που προβάλλουν οι διάδικοι (52).

93.      Εν συνεχεία, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κρατούσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, ενώ το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου εκτιμώνται οι προσκομιζόμενες αποδείξεις είναι η αξιοπιστία τους (53). Προκειμένου να ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως το οποίο φέρει, η Επιτροπή οφείλει να συγκεντρώσει αρκούντως ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία ώστε να στηρίξει την εδραία πεποίθηση ότι η φερόμενη παράβαση όντως διαπράχθηκε (54).

94.      Ωστόσο, δεν απαιτείται κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή να πληροί κατ’ ανάγκην τα ως άνω κριτήρια σε σχέση με κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (55). Τα αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή πρέπει να μπορούν να συμπληρωθούν με τη συναγωγή συμπερασμάτων, ενώ η ύπαρξη αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας μπορεί να συνάγεται από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (56).

95.      Εάν η Επιτροπή στηρίζεται στην υπόθεση ότι τα αποδειχθέντα γεγονότα δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά μόνο από την ύπαρξη αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς, η διαπίστωση της παραβάσεως δεν μπορεί να επικυρωθεί εφόσον οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις προβάλλουν επιχειρηματολογία που φωτίζει διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και παρέχει ως εκ τούτου τη δυνατότητα να αντικατασταθεί η εξήγηση των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε η Επιτροπή από άλλη εύλογη εξήγηση (57).

96.      Τέλος, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων υπάρχει όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των υφιστάμενων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη (58), διότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη προδήλως τα όρια της εύλογης εκτιμήσεως των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων (59).

97.      Σε αντίθεση με ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1016 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το σύνολο των ως άνω αρχών, και ειδικότερα όσες συνοψίσθηκαν στο σημείο 94 των παρουσών προτάσεων, δεν έχουν εφαρμογή μόνον όταν η Επιτροπή πρέπει να συναγάγει αυτή καθεαυτήν την ύπαρξη συμπράξεως ή την πραγματοποίηση αντίθετων προς τον ανταγωνισμό επαφών βάσει αποσπασματικών και διάσπαρτων αποδεικτικών στοιχείων. Οι εν λόγω αρχές είναι κρίσιμες και σε περίπτωση όπως η κρινομένη, στην οποία η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της το περιεχόμενο των επίμαχων συμφωνιών (60).

98.      Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν απαιτείται, φυσικά, να ανασυσταθεί μέσω συναγωγής συμπερασμάτων αυτό καθεαυτό το περιεχόμενο των συμφωνιών. Πλην όμως, η απάντηση στο ζήτημα αν το περιεχόμενο αυτό είχε ως αντικείμενο αθέμιτη κατανομή της αγοράς πρέπει να συναχθεί όχι μόνον από το ίδιο το περιεχόμενο, αλλά και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι συμφωνίες και, ενδεχομένως, από τη βούληση των μερών (61). Επομένως, για την ερμηνεία των εν λόγω στοιχείων γενικού πλαισίου, οι προαναφερθείσες αρχές διατηρούν πλήρως τη σημασία τους.

99.      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέτασε τέτοια στοιχεία γενικού πλαισίου για να κρίνει αν η Krka ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της Servier πριν από τη σύναψη των συμφωνιών Krka. Συναφώς, η Επιτροπή εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 1680 έως 1700 της επίδικης αποφάσεως, ότι η Krka ήταν μακράν η πρώτη ανταγωνίστρια παραγωγός γενοσήμων η οποία αμφισβήτησε την ανταγωνιστική θέση της Servier στον εφοδιασμό της αγοράς με περινδοπρίλη, ότι η Servier και η Krka ήταν ήδη ανταγωνίστριες όσον αφορά την προμήθεια περινδοπρίλης στην Τσεχική Δημοκρατία, στην Ουγγαρία, στη Λιθουανία, στην Πολωνία και στη Σλοβενία, και ότι η Krka ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της στις άλλες αγορές της Ένωσης, διότι, πρώτον, το προϊόν της ήταν έτοιμο να τεθεί σε κυκλοφορία στις αγορές αυτές, δεύτερον, οι φραγμοί λόγω των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν ήταν ανυπέρβλητοι, τρίτον, διέθετε συνεργάτες σε πολλές αγορές και, τέταρτον, κατέβαλλε προσπάθειες να εισέλθει στις αγορές αυτές.

100. Όσον αφορά, ειδικότερα, την άποψη της Krka για το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Servier, η Επιτροπή διαπίστωσε, αφενός, ότι πλήθος έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων, προγενέστερων της αποφάσεως του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006, πιστοποιούσαν ότι η Krka ήταν πεπεισμένη ότι η αγωγή της για την ακύρωση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας θα είχε επιτυχή έκβαση (αιτιολογική σκέψη 1685 της επίδικης αποφάσεως).

101. Αφετέρου, η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της Krka ότι η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 την είχε οδηγήσει στο να παύσει τις προσπάθειές της για την εμπορική διάθεση της περινδοπρίλης από ερβουμίνη μορφής άλφα, και ότι τα στοιχεία που προέβαλε σχετικώς η Krka δεν ήταν πειστικά, καθώς από ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία προέκυπτε ότι η Krka δεν αποδεχόταν την εν λόγω απόφαση και παρέμενε αποφασισμένη να εισέλθει στην αγορά με το σκεύασμά της (αιτιολογικές σκέψεις 1686 έως 1691 της επίδικης αποφάσεως).

102. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εάν το Γενικό Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία και τη συλλογιστική που διατυπώθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης αποφάσεως που συνοψίσθηκαν στα σημεία 99 έως 101 των παρουσών προτάσεων, δεν θα κατέληγε στην κρίση, στις σκέψεις 971, 1010, 1011 και 1017 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Krka αναγνώριζε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και ότι είχε αποθαρρυνθεί από το να συνεχίσει τις προσπάθειές της για είσοδο στην αγορά κατόπιν της αποφάσεως του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και της προσωρινής διαταγής που εκδόθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2006 στο Ηνωμένο Βασίλειο εις βάρος της Krka (62).

103. Το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στην επισήμανση, στις σκέψεις 970 και 1154 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, υπήρχαν συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν στα μέρη την πεποίθηση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο», παρέπεμψε δε επ’ αυτού στις σκέψεις 967 και 968 της ίδιας αποφάσεως. Στις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε ορισμένα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη διαδικασία ανακοπής κατά του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ενώπιον του ΕΓΔΕ και με την ένδικη διαδικασία μεταξύ Krka και Servier ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων (63).

104. Εντούτοις, μεταξύ αυτών των πραγματικών περιστατικών, το Γενικό Δικαστήριο περιέλαβε μόνον την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και την προσωρινή διαταγή που εξέδωσε εις βάρος της Krka το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (patents court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), σχηματισμός Chancery (εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών) (τμήμα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας)] στις 3 Οκτωβρίου 2006. Με τον τρόπο αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα εξής στοιχεία, τα οποία επικαλείται η Επιτροπή στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και τα οποία είναι κρίσιμα για την αντίληψη που είχε η Krka ως προς το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 πριν από την υπογραφή των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στις 27 Οκτωβρίου 2006:

–        Από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που αποτυπώνουν την εκτίμηση της Krka για την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 προκύπτει ότι η Krka θεωρούσε την απόφαση αυτή «σκανδαλώδη», «θλιβερή» και μεροληπτική, ότι δεν συμφωνούσε με το σκεπτικό της και ότι ήταν αποφασισμένη να μην την αποδεχθεί (αιτιολογική σκέψη 1688 της επίδικης αποφάσεως).

–        Η Krka όχι μόνο εξακολούθησε να αμφισβητεί το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ενώπιον του ΕΓΔΕ μετά την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 (64), αλλά υπέβαλε, τον Σεπτέμβριο του 2006, ανταγωγές με αίτημα την ακύρωση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας 947 και 340 και αίτηση συνοπτικής διαδικασίας (application for summary judgment) ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (patents court) [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), σχηματισμός Chancery (εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών) (τμήμα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας)] (65) (αιτιολογικές σκέψεις 1687 και 1688 της επίδικης αποφάσεως).

–        Στην απόφαση του High Court (ανώτερου δικαστηρίου), η οποία εκδόθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2006 στο πλαίσιο της ως άνω ένδικης διαδικασίας και με την οποία χορηγήθηκε στη Servier προσωρινή διαταγή εις βάρος της Krka και διατάχθηκε η διεξαγωγή δίκης επί της ουσίας της υποθέσεως (66), επισημαινόταν ότι η Krka διέθετε ισχυρά επιχειρήματα κατά του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 (αιτιολογικές σκέψεις 904 και 1689 της επίδικης αποφάσεως).

–        Στην Ουγγαρία, η Krka πέτυχε στις 13 Οκτωβρίου 2006 την απόρριψη της αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων που είχε υποβάλει η Servier (67) (αιτιολογική σκέψη 1687 της επίδικης αποφάσεως).

–        Από ένα σύνολο αποδεικτικών στοιχείων προκύπτει ότι η Servier δεν θεωρούσε ότι η ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 αποτελούσε ακραίο ενδεχόμενο, αλλά πραγματική και συγκεκριμένη πιθανότητα (αιτιολογική σκέψη 1691 της επίδικης αποφάσεως).

–        Η Krka επισήμανε προς την Επιτροπή ότι η Servier εκτιμούσε ότι η Krka διέθετε τα καλύτερα και πληρέστερα αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής ενώπιον του ΕΓΔΕ και της ανάκλησης στο Ηνωμένο Βασίλειο (αιτιολογικές σκέψεις 912, 1688 και 1690 της επίδικης αποφάσεως).

105. Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία αυτά, ούτε, κατά μείζονα λόγο, πώς συμβιβάζονται, κατά την εκτίμησή του, τα εν λόγω στοιχεία με τη διαπίστωση της φερόμενης αναγνώρισης από την Krka του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας κατόπιν της αποφάσεως του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και της προσωρινής διαταγής που εξέδωσε το βρετανικό δικαστήριο στις 3 Οκτωβρίου 2006.

106. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν ανέφερε κανένα στοιχείο που να κλονίζει τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι από κανένα σύγχρονο των συμφωνιών έγγραφο δεν προέκυπτε ότι η εν λόγω απόφαση και η εν λόγω προσωρινή διαταγή είχαν μεταβάλει την αντίληψη της Krka για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947.

107. Η Επιτροπή δέχθηκε, στις αιτιολογικές σκέψεις 1688 και 1690 της επίδικης αποφάσεως, ότι η Krka δεν ήταν πλέον πλήρως πεπεισμένη για τη θέση της στη συγκεκριμένη αντιδικία μετά την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και ότι η εν λόγω απόφαση και οι διαταγές που εκδόθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο εις βάρος της Krka και της Apotex (68) είχαν επηρεάσει την αξιολόγηση εκ μέρους της Krka για την κατάσταση σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Πλην όμως, κατά την ανάλυση της Επιτροπής, η Krka απείχε μακράν από το να παραιτηθεί του αιτήματός της για την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, και ότι μάλιστα είχε την υποστήριξη των εμπορικών εταίρων της. Τίποτα δεν εμπόδιζε τη διαπίστωση ότι η Krka είχε πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα να πετύχει την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 κατά την επί της ουσίας της υποθέσεως δίκη.

108. Όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, τα στοιχεία που μνημονεύθηκαν στο σημείο 104 των παρουσών προτάσεων επιβεβαιώνουν την ανάλυση αυτή, ενώ η αντίθετη κρίση του Γενικού Δικαστηρίου δεν βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία της δικογραφίας.

109. Δεύτερον, στις σκέψεις 1010 και 1011 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην απάντηση της Krka σε αίτημα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 913 της επίδικης αποφάσεως, όπου η Krka είχε δηλώσει, μεταξύ άλλων, ότι «η απόκτηση άδειας εκμετάλλευσης και παραίτηση από τις ανακοπές θεωρούνταν η καλύτερη ενναλακτική δυνατότητα για την Krka τότε» και ότι, «βάσει όλων των άλλων σεναρίων, η θέση σε κυκλοφορία δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί προτού παρέλθουν τουλάχιστον δύο χρόνια, από τον Ιούλιο του 2006, και, ακόμη και μετά το διάστημα αυτό, η θέση σε κυκλοφορία δεν ήταν διασφαλισμένη (κίνδυνος διατήρησης σε ισχύ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, κίνδυνοι ανάπτυξης της μορφής μη άλφα)». Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το απόσπασμα αυτό «επιβεβ[αίωνε] τη διαπίστωση ότι η Krka θεωρούσε αδύνατη, λόγω του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, κάθε διατήρηση ή άμεση είσοδο στην αγορά στα επτά κράτη μέλη που κάλυπτε η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης χωρίς την εν λόγω συμφωνία».

110. Όμως, προσδίδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μεγαλύτερη βαρύτητα στη δήλωση στην οποία προέβη η Krka κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής παρά στα αποδεικτικά στοιχεία που πιστοποιούσαν τις αντιλήψεις της Krka πριν από τη σύναψη των συμφωνιών Krka, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές που διέπουν την εκτίμηση των αποδείξεων από τον δικαστή της Ένωσης. Κατά τις αρχές αυτές, μεταγενέστερες δηλώσεις που γίνονται στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής έχουν μικρότερη αποδεικτική αξία από τα αποδεικτικά στοιχεία και τα έγγραφα που είναι σύγχρονα με την επίμαχη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά και τα οποία έχουν συνταχθεί σε ανύποπτο χρόνο και συνδέονται άμεσα με τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά (69).

111. Τρίτον, με την ίδια λογική, δύσκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό πώς η ληφθείσα κατά τη διάρκεια της έρευνας της Επιτροπής δήλωση της Krka που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 1738 της επίδικης αποφάσεως, κατά την οποία «το κόστος ευκαιρίας να μη συνάψει τη συμφωνία διακανονισμού Krka θα ισοδυναμούσε “σε τρία έτη με περισσότερα από 10 εκατομμύρια ευρώ” διαφυγόντος κέρδους», μπορούσε να αποτελεί, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1000 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, «συμπληρωματική ένδειξη του γεγονότος ότι θεωρούσε έγκυρο το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947». Τα κέρδη αυτά αντιστοιχούσαν στα αναμενόμενα κέρδη από την είσοδο ή την παραμονή στις επτά αγορές που καλύπτονταν από τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka και, συνεπώς, αποτελούσαν εκτίμηση της εμπορικής αξίας της άδειας εκμετάλλευσης.

112. Ωστόσο, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, εκ του γεγονότος ότι η Krka εκτίμησε κατ’ αυτόν τον τρόπο την αξία της άδειας εκμετάλλευσης στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής δεν είναι δυνατόν να συναχθεί, όπερ έπραξε το Γενικό Δικαστήριο, ότι αυτή θεωρούσε, κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών Krka, ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο. Το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται ότι κατέληξε στην ερμηνεία αυτή με βάση την αντίληψη ότι η εν λόγω δήλωση της Krka σήμαινε ότι ήταν πεπεισμένη, κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, ότι επρόκειτο να απολέσει το ποσό αυτό, εάν δεν της παρείχε άδεια η Servier, διότι χωρίς την άδεια αυτή δεν θα μπορούσε να εισέλθει ή να παραμείνει στις εν λόγω αγορές.

113. Όπως όμως επισημαίνει η Επιτροπή, δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να επιβεβαιώνει την ερμηνεία αυτή, ενώ τουναντίον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις από τις οποίες προκύπτει ότι η Krka θα παρέμενε στις αγορές που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης και χωρίς τη σύναψη συμφωνιών με τη Servier, μεταξύ των οποίων το γεγονός ότι η Krka συνέχισε να πωλεί το σκεύασμά της στην Ουγγαρία μετά την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και ότι αντέκρουσε με επιτυχία την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων της Servier στην Ουγγαρία (αιτιολογική σκέψη 1675 της επίδικης αποφάσεως).

114. Τέταρτον, δεν είναι επίσης κατανοητό για ποιον λόγο το Γενικό Δικαστήριο απέδωσε πρωταρχική σημασία στη διαταγή εις βάρος της Krka που χορήγησε στη Servier το βρετανικό δικαστήριο στις 3 Οκτωβρίου 2006, αλλά δεν ανέφερε καν, στο σχετικό κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το οποίο αφορά το αντικείμενο των συμφωνιών Krka, ότι παρόμοια αίτηση προσωρινών μέτρων της Servier κατά της Krka απορρίφθηκε στην Ουγγαρία στις 13 Οκτωβρίου 2006 (70).

115. Στη σκέψη 1155 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο κεφάλαιο που αφορά τα αποτελέσματα των συμφωνιών Krka, το Γενικό Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ως σημαντικό το στοιχείο αυτό με την αιτιολογία ότι επρόκειτο για διαδικασία η οποία δεν αφορούσε κάποια από τις χώρες στις οποίες η Επιτροπή είχε διαπιστώσει την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος (δηλαδή τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο – βλ. σημείο 39 των παρουσών προτάσεων). Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν είναι λυσιτελές για να εξηγηθεί για ποιον λόγο η επιτυχής για την Krka έκβαση της ένδικης αυτής διαδικασίας δεν επηρέασε την αντίληψή της για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και τη θέση της στην αντιδικία επ’ αυτού, ενώ, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η διαταγή που εκδόθηκε υπέρ της Servier στο Ηνωμένο Βασίλειο είχε τόσο καθοριστική επίδραση στην αντίληψη της Krka. Όπως εξήγησε η Επιτροπή, αναφέροντας παραδείγματα, στις αιτιολογικές σκέψεις 1690 και 1697 της επίδικης αποφάσεως, η επιτυχημένη αμφισβήτηση σε μια περιοχή μπορούσε να προκαλέσει σειρά αμφισβητήσεων σε άλλες περιοχές. Τούτο επιβεβαιώνεται από τις διαδικασίες που κίνησαν η Apotex και η ολλανδική θυγατρική της, οι οποίες περιεγράφησαν στα σημεία 23 έως 25 των παρουσών προτάσεων .

116. Εξάλλου, η επισήμανση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 968 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στη γαλλική απόδοση, η οποία θεωρείται και αυθεντική, κατά την οποία, με τη διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2006, το βρετανικό δικαστήριο «έκανε δεκτή την αίτηση προσωρινών μέτρων της Servier και απέρριψε την αίτηση που κατέθεσε η Krka την 1η Σεπτεμβρίου 2006», είναι παραπλανητική. Στη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο μνημονεύει μόνον ότι η Krka άσκησε, την 1η Σεπτεμβρίου 2006, ανταγωγή με αίτημα την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, όπερ σημαίνει ότι αυτό ήταν το ένδικο βοήθημα που απορρίφθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2006. Ωστόσο, τούτο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το Γενικό Δικαστήριο δεν διευκρινίζει στην εν λόγω σκέψη ότι η Krka υπέβαλε επίσης, την 1η Σεπτεμβρίου 2006, αίτηση συνοπτικής διαδικασίας. Αυτή και μόνον την αίτηση συνοπτικής διαδικασίας απέρριψε το βρετανικό δικαστήριο με τη διάταξή του της 3ης Οκτωβρίου 2006, διότι εκτίμησε ότι για την εξέταση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ήταν αναγκαία η διεξαγωγή δίκης επί της ουσίας. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο ουδόλως απέρριψε, στο στάδιο εκείνο, την ανταγωγή με αίτημα την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 που άσκησε η Krka, η οποία παρέμεινε εκκρεμής μέχρι την κατάργηση της δίκης κατόπιν της συμφωνίας διακανονισμού Krka (σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αιτιολογικές σκέψεις 904 και 1689 της επίδικης αποφάσεως). Όπως επισήμανε η Επιτροπή τόσο με τα δικόγραφά της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην παρούσα αναιρετική δίκη, το εν λόγω δικαστήριο είχε προτείνει η επί της ουσίας εξέταση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας να γίνει σε σύντομο χρόνο και διέταξε την εκδίκαση της υποθέσεως με την ταχεία διαδικασία, ενώ η σχετική δίκη επρόκειτο να αρχίσει στις 21 Φεβρουαρίου 2007.

117. Πέμπτον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου ότι η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και η προσωρινή διαταγή εις βάρος της Krka που χορηγήθηκε στη Servier από το βρετανικό δικαστήριο στις 3 Οκτωβρίου 2006 υπήρξαν καθοριστικά στοιχεία τα οποία έπεισαν την Krka για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και την ώθησαν στο να εγκαταλείψει αυτοβούλως τις προσπάθειές της να εισέλθει στην αγορά είναι αντιφατική προς άλλες παραδοχές του Γενικού Δικαστηρίου.

118. Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 366 έως 370 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε ότι τέτοιες διαταγές, λόγω του προσωρινού τους χαρακτήρα, δεν εμποδίζουν την ανάπτυξη δυνητικού ανταγωνισμού, ότι ακόμη και οι επί της ουσίας δικαστικές αποφάσεις έχουν προσωρινό χαρακτήρα όσο δεν έχουν εξαντληθεί τα ένδικα μέσα, και ότι μια απόφαση που επιβεβαιώνει το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας, όπως η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 (πέραν του ότι ήταν ακόμη δυνατό να προσβληθεί με ένδικο μέσο και μάλιστα στη συνέχεια ακυρώθηκε (71)), ουδόλως προδικάζει την κρίση περί του αν τα γενόσημα σκευάσματα προσβάλλουν όντως το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που ο κάτοχός του ισχυρίζεται ότι προσβάλλεται.

119. Έκτον, η εναλλακτική εξήγηση, την οποία διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο για να δικαιολογήσει ότι τα στοιχεία που έλαβε υπόψη κατά την ανάλυσή του δεν κλονίζουν τη διαπίστωση σχετικά με τη φερόμενη αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 από την Krka, δεν είναι πειστική.

120. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1026 και 1162 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πως «η περίσταση ότι η Krka συνέχισε να αμφισβητεί τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Servier και να διαθέτει στο εμπόριο το προϊόν της έστω και αν το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 είχε επιβεβαιωθεί από το τμήμα ανακοπών του ΕΓΔΕ δεν συνιστ[ούσε] καθοριστικό στοιχείο προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, καθόσον αυτή η διατήρηση των ανταγωνιστικών πιέσεων από την Krka στη Servier μπορ[ούσε] να αποδοθεί στη βούληση της Krka, παρά τους αναμενόμενους κινδύνους ενδίκων διαφορών, να ενισχύ[σ]ει τη θέση της στις διαπραγματεύσεις που θα μπορούσε να δρομολογήσει με τη Servier προκειμένου να επιτύχει συμφωνία διακανονισμού».

121. Ωστόσο, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι, καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση του πραγματικού στοιχείου που συνίσταται στην εξακολούθηση της αμφισβήτησης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 από την Krka μετά την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006, χωρίς να λάβει υπόψη το σύνολο της προαναφερθείσας δέσμης ενδείξεων που συγκέντρωσε η Επιτροπή και χωρίς να επιβεβαιώσει την αξιοπιστία της εναλλακτικής αυτής εξηγήσεώς του.

122. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που συγκέντρωσε η Επιτροπή, τα οποία περιγράφονται συνοπτικώς στο σημείο 104 των παρουσών προτάσεων, ουδόλως μπορεί να δικαιολογηθεί η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Krka είχε πεισθεί για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και ότι συνέχισε τη δικαστική αμφισβήτηση του κύρους του εν λόγω διπλώματος μόνο με σκοπό να βελτιώσει τη διαπραγματευτική της θέση έναντι της Servier, ενώ το Γενικό Δικαστήριο δεν αναφέρει κανένα στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να συναγάγει την ερμηνεία αυτή.

123. Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο αντιφάσκει, όταν εξηγεί, αφενός, στις σκέψεις 963 και 965 έως 968 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι διαφορές μεταξύ Servier και Krka ήταν πραγματικές, ενώ συγχρόνως δέχεται, αφετέρου, στη σκέψη 1026 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η συνέχιση των διαφορών αυτών εκ μέρους της Krka ήταν απλώς στρατηγική κίνηση για τη βελτίωση της θέσης της στις διαπραγματεύσεις με τη Servier με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας φιλικού διακανονισμού.

124. Έβδομον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, επίσης με μη πειστική αιτιολογία, την κριτική της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 1747 έως 1756 της επίδικης απόφασης και την οποία υπενθυμίζει η Επιτροπή με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ότι το περιεχόμενο των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν αντανακλούσε τις διαμορφωμένες θέσεις και τους κινδύνους λόγω των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στις χώρες που καλύπτονταν από τις συμφωνίες αυτές. Το αντίστοιχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 εθνικό δίπλωμα δεν είχε χορηγηθεί στην Πολωνία, στην Τσεχική Δημοκρατία και στη Σλοβακία, πλην όμως η Servier έκρινε σκόπιμο να παράσχει άδεια εκμετάλλευσης και για τις χώρες αυτές (72). Κατά την Επιτροπή, τούτο καταδεικνύει ότι σκοπός των συμφωνιών αυτών δεν ήταν η επίτευξη συμβιβασμού βασισμένου στην ισχύ του εν λόγω διπλώματος, αλλά η κατανομή και ο καταμερισμός των αγορών αποκλειστικώς και μόνο με γνώμονα το οικονομικό συμφέρον των μερών. Γι’ αυτό και οι συμφωνίες δεν βασίστηκαν «σε διαφορές κινδύνου για την Krka από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, αλλά σε περιοχές οικονομικού ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι η Λεττονία και η Σλοβακία αποτελούσαν μέρος των κύριων αγορών της Krka».

125. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την κριτική αυτή, ασχολήθηκε δε με το συγκεκριμένο ζήτημα μόνον στις σκέψεις 1007 έως 1009 και 1027 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες έκρινε ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε θετικό αποτέλεσμα για τον ανταγωνισμό στις επτά αυτές αγορές, έστω και αν τα εθνικά αντίστοιχα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 δεν είχαν ακόμη χορηγηθεί σε ορισμένες από τις εν λόγω αγορές και, επομένως, η Krka δεν χρειαζόταν άδεια εκμετάλλευσης για να εισέλθει στις αγορές αυτές. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η παροχή της άδειας εκμετάλλευσης είχε, εν πάση περιπτώσει, το ευεργετικό αποτέλεσμα για την Krka ότι απέφευγε τον κίνδυνο μελλοντικής αντιδικίας, σε περίπτωση που θα χορηγούνταν στη Servier διπλώματα ευρεσιτεχνίας στις αγορές αυτές στο μέλλον. Ωστόσο, η συλλογιστική αυτή δεν είναι επαρκής όχι μόνο για να γίνουν δεκτά τα φερόμενα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα από την παροχή της άδειας εκμετάλλευσης (73), αλλά και για να ανατραπεί η ερμηνεία της Επιτροπής κατά την οποία οι συμφωνίες Krka δεν βασίζονταν στην αντίληψη των μερών για τους κινδύνους από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας στις διάφορες σχετικές αγορές.

126. Όγδοον και τελευταίο, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 943 έως 947, 963, 965 έως 972, 1030 και 1157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία αυτή καθεαυτήν η σύναψη της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka επιβεβαίωνε ότι η Krka αναγνώριζε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

127. Το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε το συμπέρασμα αυτό, στις σκέψεις 947, 1030 και 1157 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, επισημαίνοντας ότι η σύναψη συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, η οποία έχει λόγο ύπαρξης για κάθε δικαιοδόχο μόνον εφόσον η άδεια αποτελέσει όντως αντικείμενο εκμετάλλευσης, στηρίζεται επίσης στην αναγνώριση από τα μέρη του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Ωστόσο, το να συνάγεται, εκ του ότι μια συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης στηρίζεται, κατ’ αρχήν ή κατά κανόνα, στην αναγνώριση του υποκείμενου διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το συμπέρασμα ότι, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τα συμβαλλόμενα σε μια τέτοια συμφωνία μέρη αναγνωρίζουν οπωσδήποτε το κύρος του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας, μοιάζει με κυκλικό συλλογισμό. Επιπλέον, η εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης θα υπονομευόταν σοβαρά, εάν οι μετέχοντες σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες μπορούσαν να αποκλείσουν την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ απλώς και μόνον δίνοντας μια συγκεκριμένη μορφή στις συμφωνίες αυτές (74).

128. Εφόσον η μορφή που λαμβάνει μια συμφωνία δεν μπορεί να αποτελεί καθοριστικό κριτήριο, απόκειται, επομένως, στην Επιτροπή και στον δικαστή της Ένωσης να στηριχθούν, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στα σημεία 92 έως 96 των παρουσών προτάσεων, και βάσει των κρίσιμων κανόνων που διέπουν την εκτίμηση των αποδείξεων, σε δέσμη αποδεικτικών στοιχείων που να είναι λυσιτελή, συγκλίνοντα και πειστικά ώστε να αποδεικνύεται ότι σε μια συγκεκριμένη περίπτωση η επίμαχη συμφωνία πρέπει να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

129. Στην προκειμένη περίπτωση, αντιθέτως προς ό,τι επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1018, 1019 και 1025 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από την εξέταση που προηγήθηκε προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε πράγματι συγκεντρώσει τέτοια δέσμη ενδείξεων προκειμένου να αποδείξει ότι, κατά την χρόνο συνάψεως των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η Krka δεν ήταν πεπεισμένη για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, αλλά, τουναντίον, ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει την αμφισβήτησή του και να προσπαθήσει να εισέλθει ή να παραμείνει στην αγορά παρά την ύπαρξη του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Επομένως, εσφαλμένως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στις εν λόγω σκέψεις, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε συλλέξει η Επιτροπή ήταν αποσπασματικά και ασαφή, χωρίς να εξετάσει το σύνολο των εν λόγω αποδείξεων και προβαίνοντας σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία εξέτασε κατά τρόπο επιλεκτικό.

–       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

130. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές του δικαίου της Ένωσης που διέπουν την εκτίμηση των αποδείξεων και τον δικαστικό έλεγχο αυτής. Όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, κατά τις αρχές αυτές, η εκτίμηση των αποδείξεων πρέπει να είναι συνολική και εύλογη, η δε εξέταση αυτών πρέπει να καλύπτει το σύνολο των στοιχείων των αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ (75).

131. Στην υπό κρίση περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε προδήλως επιλεκτική εκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας, μη λαμβάνοντας υπόψη μεγάλο αριθμό κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων και προσδίδοντας στα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη ερμηνείες που δεν βρίσκουν έρεισμα στη δικογραφία και δεν είναι πειστικές. η διαφορετική οπτική υπό την οποία το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η Επιτροπή δεν είναι δυνατόν να αντικαταστήσει την εκ μέρους της εξήγηση των περιστατικών αυτών με άλλη εύλογη εξήγηση.

132. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

133. Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που προσέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στην –εσφαλμένη όπως αποδείχθηκε– διαπίστωση περί της φερόμενης αναγνώρισης από την Krka του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, κατά την ανάλυση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου των συμφωνιών Krka, η βασιμότητα του πρώτου λόγου αναιρέσεως συνεπάγεται άνευ ετέρου την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης καθ’ όσον κρίθηκε με αυτήν ότι ο περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου δεν είχε αποδειχθεί.

134. Εντούτοις, είναι σκόπιμο να εξεταστούν και οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή σχετικά με την ανάλυση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου των συμφωνιών Krka από το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως ενόψει της επανεκδικάσεως της υποθέσεως από το Δικαστήριο μετά την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

ii)    Επί της παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης ως παροχής κινήτρου προς την Krka ώστε να αποδεχθεί τους περιορισμούς της συμφωνίας διακανονισμού (δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

135. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλά νομικά σφάλματα και σε παραμορφώσεις των αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και ότι διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, κατά την ανάλυση του περιεχομένου και των σκοπών της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως παροχής κινήτρου προς την Krka προκειμένου να αποδεχθεί τους περιορισμούς που περιέχονταν στη συμφωνία διακανονισμού Krka.

136. Στις αιτιολογικές σκέψεις 1738 επ. της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η άδεια εκμετάλλευσης που παραχωρήθηκε στην Krka από τη Servier για τις επτά αγορές της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης αποτελούσε παροχή σημαντικού κινήτρου προκειμένου η Krka να δεχθεί, μέσω της συμφωνίας φιλικού διακανονισμού, να μην ανταγωνισθεί τη Servier στις υπόλοιπες 18/20 αγορές της Ένωσης.

137. Κατά την Επιτροπή, η παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης συνιστούσε σημαντική παροχή κινήτρου ώστε η Krka να αποδεχθεί τους περιορισμούς αυτούς διότι, πρώτον, αφορούσε τις ιστορικές αγορές της Krka στην Ένωση, στις οποίες πραγματοποιούσε τα μεγαλύτερα κέρδη της, δεύτερον, της εξασφάλιζε ότι η Servier δεν θα την απειλούσε πλέον με την εφαρμογή του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, και, τρίτον, επρόκειτο για τη μοναδική άδεια εκμετάλλευσης, η οποία δημιουργούσε εν τοις πράγμασι δυοπώλιο μεταξύ Servier και Krka στις επίμαχες επτά αγορές. Με τον τρόπο αυτόν, η Krka έλαβε τη διαβεβαίωση ότι θα διασφάλιζε τις πωλήσεις της χάρη στην άδεια εκμετάλλευσης και ότι θα πραγματοποιούσε υψηλά κέρδη χάρη στην περιορισμένη ανταγωνιστική πίεση στις εν λόγω αγορές. Η Krka εκτίμησε ότι η χρηματική αξία των παραχωρηθέντων δικαιωμάτων υπερέβαινε τα 10 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 1738 έως 1742 της επίδικης αποφάσεως).

138. Από την πλευρά του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 948 έως 952 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο συνδυασμός συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, η οποία στηρίζεται στην αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, με συμφωνία διακανονισμού που περιλαμβάνει ρήτρες μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης είναι, κατ’ αρχήν, δικαιολογημένος, και για τον λόγο αυτόν ένας τέτοιος συνδυασμός δεν συνιστά «σοβαρή ένδειξη» για την ύπαρξη αντίστροφης πληρωμής. Επομένως, απόκειται στην Επιτροπή, προκειμένου να αποδείξει ότι συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης σε συνδυασμό με συμφωνία διακανονισμού υποκρύπτει στην πραγματικότητα αντίστροφη πληρωμή εκ μέρους του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων, να αποδείξει ότι η αμοιβή που καταβάλλει η εν λόγω εταιρία στον δικαιούχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης είναι ασυνήθιστα χαμηλή και ότι, συνεπώς, η συμφωνία αυτή δεν συνάπτεται υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς.

139. Στις σκέψεις 975 έως 984 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η αμοιβή που όφειλε να καταβάλλει η Krka στη Servier στο πλαίσιο της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν ήταν ασυνήθιστα χαμηλή και ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η εν λόγω συμφωνία δεν συνιστούσε συναλλαγή συναφθείσα υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Επομένως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη αντίστροφης πληρωμής που να συνιστά παροχή κινήτρου στο πλαίσιο των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka.

140. Προκαταρκτικώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, σε αντίθεση με ό,τι υπονοεί η Servier, το ζήτημα κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σύνολο συμβάσεων που συγκροτούσαν οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν περιλάμβανε μεταβίβαση αξίας εκ μέρους της Servier προς την Krka για την οποία το μοναδικό αντάλλαγμα από την πλευρά της Krka να είναι η εκ μέρους της δέσμευση περί μη ανταγωνισμού δεν αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμόρφωσης. Αντιθέτως, το ζήτημα αυτό αφορά τον εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που αυτό συνήγαγε εκ των περιστατικών αυτών, κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (76).

141. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο (77), συμφωνίες φιλικού διακανονισμού όπως η επίμαχη εν προκειμένω συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, εφόσον από το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων προκύπτει ότι το καθαρό όφελος από τις μεταβιβάσεις αξίας, χρηματικές ή μη, εκ μέρους του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων εξηγείται αποκλειστικά από το εμπορικό συμφέρον των μερών της συμφωνίας να μη διεξάγουν υγιή ανταγωνισμό. Για να εξεταστεί αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, πρέπει να εκτιμηθεί εάν το καθαρό όφελος από τις μεταβιβάσεις αξίας εκ μέρους του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων μπορεί να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη τυχόν άλλων αντιπαροχών πλην της μη ασκήσεως ανταγωνισμού. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, πρέπει να καθοριστεί εάν το καθαρό όφελος αυτό είναι αρκούντως σημαντικό ώστε να παρακινήσει πράγματι την εν λόγω εταιρία παραγωγής γενοσήμων να μην εισέλθει στη σχετική αγορά.

142. Σε αντίθεση με ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απέδειξε στην επίδικη απόφαση ότι η περίπτωση αυτή πράγματι συνέτρεχε όσον αφορά το σύνολο συμβάσεων που συγκροτούσαν οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka.

143. Όπως επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε κατά την ανάλυσή του σε τρία σφάλματα σχετικά με το ζήτημα αυτό. Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο δεν κατέληξε στο συμπέρασμα στο οποίο όφειλε να καταλήξει λαμβανομένου υπόψη ότι η παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης από τη Servier στην Krka στις επτά αγορές της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης αποτελούσε το αντάλλαγμα για τη δέσμευση της Krka να μην ανταγωνιστεί τη Servier στις υπόλοιπες 18/20 αγορές της Ένωσης. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο επικέντρωσε την ανάλυσή του στο ύψος της καταβαλλόμενης αμοιβής για την παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης και στο γεγονός ότι η συμφωνία αυτή συνήφθη υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, χωρίς να λάβει υπόψη τη συμβατική μεθόδευση που συνιστούσαν οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στο σύνολό της, καθώς και τους σκοπούς της και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντασσόταν. Τέλος, με την κρίση του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε ότι η παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης συνεπαγόταν σημαντική μεταβίβαση αξίας από τη Servier προς την Krka.

144. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, τα σφάλματα αυτά οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου στηρίχθηκε στην πλασματική αντίληψη περί ενός φιλικού διακανονισμού βασισμένου στην ισχύ του υποκείμενου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και μιας χωριστής συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης η οποία συνήφθη υπό τους όρους της αγοράς. Στηριζόμενο, όμως, εμμέσως, σε αυτήν την πλασματική αντίληψη, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές που, εντούτοις, μνημονεύθηκαν στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά τις οποίες, προκειμένου να κριθεί αν μια συμφωνία έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεων της συμφωνίας, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται (78).

–       Επί της παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης ως αντιπαροχής για τη δέσμευση περί μη ανταγωνισμού

145. Κατά πρώτον, η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει αντίφαση στη σκέψη 1029 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Στη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης αποτελούσε προϋπόθεση ώστε η Krka να αποδεχθεί τις ρήτρες μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης της συμφωνίας διακανονισμού η Krka ανέφερε ότι είχε «θυσιάσει» τις αγορές της δυτικής Ευρώπης χάριν των αγορών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης – αιτιολογική σκέψη 1748 της επίδικης αποφάσεως), «δεν αποδε[ίκνυε] ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν συνιστούσε συναλλαγή συναφθείσα υπό συνήθεις όρους της αγοράς».

146. Ωστόσο, συμφωνία δυνάμει της οποίας ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας παραχωρεί σε εταιρία παραγωγής γενοσήμων άδεια εκμετάλλευσης σε ορισμένες αγορές, για την οποία το αντάλλαγμα δεν είναι (ή δεν είναι μόνον) η αμοιβή που καταβάλλει η εν λόγω εταιρία γενοσήμων για την παραχώρηση αυτή, αλλά η δέσμευση της εταιρίας αυτής να μη διεξάγει ανταγωνισμό κατά του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας σε άλλες αγορές, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συναλλαγή συναφθείσα υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Το να αποτελεί αντάλλαγμα για την παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης σε ορισμένες αγορές η δέσμευση περί μη ανταγωνισμού σε άλλες αγορές δεν εμπίπτει στους συνήθεις όρους της αγοράς, ιδίως αν μια τέτοια διευθέτηση δεν δικαιολογείται από διαφορές συνθηκών σε σχέση με το υποκείμενο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

147. Μια τέτοια συμβατική διευθέτηση, η οποία περιλαμβάνει μεταβίβαση αξίας εκ μέρους του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων, συνιστάμενη, αφενός, στην παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης σε ορισμένες αγορές και, αφετέρου, σε δέσμευση εκ μέρους της εν λόγω εταιρίας να μην ασκήσει ανταγωνισμό κατά του εν λόγω κατόχου σε άλλες αγορές, πρέπει να εξεταστεί με βάση το διαμορφωμένο από το Δικαστήριο πλαίσιο ανάλυσης, όπως αυτό μνημονεύθηκε στο σημείο 141 των παρουσών προτάσεων, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν για τη μεταβίβαση αξίας εκ μέρους του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων υφίσταται άλλη αντιπαροχή πλην της δέσμευσής της να μην ασκήσει ανταγωνισμό.

148. Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, και σε αντίθεση με όσα προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τις σκέψεις 943, 956, 963 και 974 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην εφαρμοστεί και στην υπό κρίση περίπτωση το εν λόγω πλαίσιο ανάλυσης επειδή η συναφθείσα συμφωνία έλαβε τη μορφή συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης και η μεταβίβαση αξίας δεν ήταν χρηματική, ήτοι αφορούσε την εκχώρηση από τη Servier στην Krka μέρους των μεριδίων αγοράς της στις καλυπτόμενες από την παραχωρούμενη άδεια εκμετάλλευσης αγορές. Όπως επισημάνθηκε στα σημεία 127 και 128 των παρουσών προτάσεων, η εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης θα υπονομευόταν σοβαρά αν οι μετέχοντες σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες μπορούσαν να αποφύγουν την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ απλώς και μόνο δίνοντας μια συγκεκριμένη μορφή στις συμφωνίες αυτές. Καθοριστικό στοιχείο δεν είναι η μορφή που λαμβάνει μια συμφωνία, αλλά το αν από το περιεχόμενο, τους σκοπούς και το πλαίσιο της συμφωνίας προκύπτει ότι αυτή έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

149. Ως εκ τούτου, οι περιστάσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 943 έως 948, 953 και 963 έως 969 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή ότι μεταξύ Servier και Krka εκκρεμούσαν πραγματικές ένδικες διαφορές περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και ότι η παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης συνδεόταν με τις διαφορές αυτές, δεν απέκλειαν το να έχει μια τέτοια συμφωνία αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1709 της επίδικης αποφάσεως. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στον βαθμό που όπως ήδη καταδείχθηκε, στα σημεία 124 και 125 των παρουσών προτάσεων, το περιεχόμενο των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν αντανακλούσε τις θέσεις και τους κινδύνους λόγω των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στις χώρες που καλύπτονταν από τις συμφωνίες αυτές. Επομένως, δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης αντικατόπτριζαν συμβιβασμό σχετικό με την υποκείμενη κατάσταση όσον αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας (79).

–       Επί του κατά πόσον η παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης συνιστά παροχή κινήτρου

150. Κατά δεύτερον, από την αντιπαραβολή της ανάλυσης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο προς το πλαίσιο ανάλυσης και τις αρχές που μνημονεύθηκαν στα σημεία 141 και 144 των παρουσών προτάσεων, προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 963, 973 έως 984 και 1029 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέδωσε υπερβολική βαρύτητα στο ζήτημα αν αυτή καθεαυτήν η παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης, εκτιμώμενη ανεξάρτητα από τη συμφωνία διακανονισμού, αντιστοιχούσε στους συνήθεις όρους της αγοράς, και αν το ύψος της αμοιβής ήταν ασυνήθιστα χαμηλό.

151. Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η μεμονωμένη ανάλυση του ζητήματος αυτού δεν αποτελεί προσήκουσα μέθοδο. Τούτο δε για τον λόγο ότι, από τη συνολική ανάλυση των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης προκύπτει ότι αυτή καθεαυτήν η παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης (ανεξαρτήτως του ύψους της αμοιβής και του αν η συμφωνία αντιστοιχούσε στους συνήθεις όρους της αγοράς) αποτέλεσε την αντιπαροχή της Servier προς την Krka για τη δέσμευση της τελευταίας να μην ασκήσει ανταγωνισμό στις 18/20 αγορές της δυτικής Ευρώπης που καλύπτονταν από τη συμφωνία διακανονισμού. Στη συμφωνία διακανονισμού Krka δεν γίνεται αναφορά σε άλλα έξοδα ή παροχές εκ μέρους της Krka προς τη Servier που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τον λόγο για τον οποίο η Servier παραχώρησε άδεια εκμετάλλευσης στην Krka (αιτιολογικές σκέψεις 1706 και 1735 και υποσημείωση 2354 της επίδικης αποφάσεως).

152. Το πλαίσιο των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, οι οποίες συνδέονταν άρρηκτα μεταξύ τους (αιτιολογικές σκέψεις 1701 έως 1704, 1710, 1745 και 1746 της επίδικης αποφάσεως), οι σκοποί των συμφωνιών αυτών και οι προθέσεις των μερών, στοιχεία που επισήμανε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 1670 έως 1763 της επίδικης αποφάσεως, φανερώνουν τους πραγματικούς λόγους συνάψεως των συμφωνιών αυτών, καθώς και τη λειτουργία της κατανομής των αγορών της Ένωσης στην οποία προέβησαν οι Servier και Krka και του δυοπωλίου που δημιουργήθηκε μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων στις επτά καλυπτόμενες από την άδεια εκμετάλλευσης αγορές. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία δεν ελήφθησαν επαρκώς υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο, καταδεικνύουν ότι η παραχωρηθείσα στην Krka άδεια εκμετάλλευσης αποτελούσε το αντάλλαγμα για την περιεχόμενη στον φιλικό διακανονισμό δέσμευση μη ανταγωνισμού.

153. Η Krka ήταν ο πιο εξελιγμένος δυνητικός ανταγωνιστής της Servier όσον αφορά την προμήθεια περινδοπρίλης στην Ένωση, ιδίως στις μεγαλύτερες αγορές της Servier σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, η Krka ήταν ήδη τρέχων ανταγωνιστής σε ορισμένες από τις επτά αγορές που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης, οι οποίες αποτελούσαν τις ιστορικές αγορές της και στις οποίες είχε σημαντική εμπορική παρουσία (αιτιολογικές σκέψεις 1673, 1674, 1676, 1681, 1716, 1721, 1738 και 1740 της επίδικης αποφάσεως). Επομένως, δεν ήταν λογικό να παραιτηθεί η Krka από την παρουσία της στις αγορές αυτές, καθώς και από την απόφασή της να προσπαθήσει να επιστρέψει στις υπόλοιπες αγορές της Ένωσης, έναντι χρηματικής πληρωμής, όπως συνέβη με τις άλλες εταιρίες παραγωγής γενοσήμων με τις οποίες η Servier συνήψε συμφωνίες διακανονισμού.

154. Όπως ήδη κατέδειξα, μια μεταβίβαση αξίας που λαμβάνει τη μορφή της παρουσίας στην αγορά κατόπιν παροχής αδείας εκ μέρους του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αποφέρει υπεραξία σε μια εταιρία παραγωγής γενοσήμων σε σχέση με μια απλή χρηματική μεταβίβαση. Η υπεραξία αυτή έγκειται στο ότι η εταιρία αυτή έχει τη δυνατότητα να διανείμει το δικό της προϊόν και να δημιουργήσει ή να διατηρήσει την πελατεία της, τα δίκτυα διανομής της και την εμπορική φήμη της (80). Τούτο είναι ακόμη πιο σημαντικό σε μια αγορά «επωνύμων γενοσήμων σκευασμάτων», στην οποία οι συνταγές των ιατρών δεν αναφέρονται στην κοινή διεθνή ονομασία ενός φαρμάκου, δηλαδή στο μόριο ή στη δραστική ουσία του, αλλά στην επωνυμία των φαρμάκων και, επομένως, οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων έχουν την ανάγκη να προωθήσουν τις δικές τους επωνυμίες. Αυτό ακριβώς συνέβαινε στις αγορές που αφορούσε η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka (αιτιολογική σκέψη 1726 της επίδικης αποφάσεως).

155. Επομένως, η Servier, επειδή δεν μπορούσε να αποκλείσει εντελώς την Krka από την αγορά, όπως έπραξε με τις άλλες εταιρίες παραγωγής γενοσήμων με τις οποίες συνήψε συμφωνίες, της πρότεινε να της παραχωρήσει μέρος της μονοπωλιακής προσόδου που θα δημιουργείτο ακριβώς από τον αποκλεισμό των άλλων δυνητικώς ανταγωνιστικών εταιριών γενοσήμων και από την εξάλειψη του κίνδυνου ανοίγματος της αγοράς στα γενόσημα προϊόντα, το οποίο θα είχε ως συνέπεια σημαντική πτώση των τιμών. Χάρη στην εξάλειψη του κινδύνου αυτού και στην ελεγχόμενη είσοδο της Krka σε μέρος μόνον της αγοράς, οι Servier και Krka μπόρεσαν να διατηρήσουν υψηλότερες τιμές και περιθώρια κέρδους πολύ μεγαλύτερα απ’ ό,τι θα είχαν σε περίπτωση ανοίγματος της αγοράς στα γενόσημα (αιτιολογικές σκέψεις 1721, 1724, 1728 έως 1730 και 1819 της επίδικης αποφάσεως). Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, χωρίς το αντάλλαγμα της δέσμευσης μη ανταγωνισμού στις αγορές που δεν καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης, η Servier δεν είχε λόγο να παραχωρήσει στην Krka την άδεια εκμετάλλευσης που είχε αρνηθεί να της παραχωρήσει στο παρελθόν.

156. Για την Krka, η είσοδος σε μέρος μόνον της αγοράς, κατόπιν συνεννόησης με τη Servier, σε συνδυασμό με τη διαβεβαίωση ότι η Krka και η Servier θα εξακολουθούσαν να είναι οι μοναδικές παρούσες στην αγορά επιχειρήσεις και ότι δεν θα εισέρχονταν σε αυτήν άλλες εταιρίες γενοσήμων (81), ήταν εν τέλει προτιμότερη από τη συνέχιση της αμφισβήτησης της θέσης της Servier σε ολόκληρη την Ένωση. Ο λόγος ήταν, μεταξύ άλλων, ότι η επιτυχής έκβαση στην αντιδικία σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και η αυτόνομη είσοδος στην αγορά θα άνοιγαν την αγορά σε όλες τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, γεγονός που θα οδηγούσε σε δραστική πτώση των τιμών και σε ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων αυτών εταιριών. Γι’ αυτό και στην εσωτερική αλληλογραφία της Krka των μηνών Αυγούστου/Σεπτεμβρίου 2005, στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας και η οποία δεν ελήφθη υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο, επισημαινόταν ότι τυχόν ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 «[θα άνοιγε] δυστυχώς την αγορά στους πάντες» και ότι «τυχόν ευδοκίμηση της ανακοπής ανοίγει την αγορά στους πάντες» (αιτιολογικές σκέψεις 844, 874, 914, 1759 και 1763 της επίδικης αποφάσεως).

157. Τέλος, η επιλογή που της προσέφερε η Servier να είναι η πρώτη και μοναδική εταιρία παραγωγής γενοσήμων που θα παρέμενε ή θα εισερχόταν σε μέρος της αγοράς ήταν προτιμότερη για την Krka, κατά μείζονα λόγο διότι, χάρη στις συμφωνίες με τη Servier, η είσοδος αυτή ήταν βέβαιη, ενώ η συνέχιση της αντιδικίας και του σχεδίου για αυτόνομη είσοδο στις αγορές στις οποίες δεν ήταν ήδη παρούσα ενείχε κινδύνους και απαιτούσε επενδύσεις και πόρους (82). Το γεγονός ότι τα κέρδη που μπορούσε να αποκομίσει η Krka από την άδεια εκμετάλλευσης αντιστοιχούσαν στα κέρδη που θα μπορούσε να προσδοκά στις τρεις μεγαλύτερες αγορές της δυτικής Ευρώπης, από τις οποίες παραιτήθηκε, επιβεβαιώνει την ερμηνεία αυτή (αιτιολογικές σκέψεις 1733, 1739 έως 1744, 1748, 1753 έως 1756 και 1760, καθώς και υποσημειώσεις 2348 και 2368, της επίδικης αποφάσεως).

158. Από τη συνολική ανάλυση των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, καθώς και του πλαισίου στο οποίο αυτές εντάσσονται, το οποίο αποτελείται, μεταξύ άλλων, από τις συμφωνίες που συνήψε η Servier με τις λοιπές εταιρίες γενοσήμων και από τη συνολική στρατηγική της Servier εναντίον των γενοσήμων (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 9, 1819, 2774, 2919, 2929 και 2932 της επίδικης αποφάσεως), επιβεβαιώνεται επομένως ότι οι συμφωνίες Krka συνιστούσαν «από κοινού δραστηριότητα [εκ μέρους της Servier και της Krka] με σκοπό τον έλεγχο της αγοράς», κατά τα διαλαμβανόμενα στο μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της Krka με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 2005. Εξάλλου, η Krka εξέτασε το ενδεχόμενο συνάψεως συμφωνίας με τη Servier, σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, σε εσωτερική αλληλογραφία του μηνός Απριλίου 2006, στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας (αιτιολογικές σκέψεις 849, 853, 873, 874, 1759, 1760 και 1763 της επίδικης αποφάσεως). Ούτε τα στοιχεία αυτά ελήφθησαν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο.

159. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 1745 της επίδικης αποφάσεως, ότι, μολονότι η παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης μπορεί να αποτελεί θεμιτό μέσο για τον κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας για να παραχωρήσει στους λοιπούς παράγοντες στην αγορά το δικαίωμα εκμετάλλευσης της προστατευόμενης από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τεχνογνωσίας, εντούτοις η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ήταν προβληματική διότι είχε χρησιμοποιηθεί ως παροχή κινήτρου για τη συνομολόγηση περιορισμών του ανταγωνισμού στις 18/20 αγορές που δεν καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης ως μέρος συμφωνίας περί κατανομής της αγοράς. Η εξέταση των προβαλλόμενων από την Επιτροπή στοιχείων, η οποία πραγματοποιήθηκε στα σημεία 145 έως 158 των παρουσών προτάσεων, κατέδειξε ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Servier προέβη σε μεταβίβαση αξίας προς την Krka στο πλαίσιο της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η οποία συνίστατο στα μερίδια αγοράς που παραχωρήθηκαν από τη Servier στην Krka, και ότι η εν λόγω μεταβίβαση αξίας είχε ως αντάλλαγμα τη δέσμευση της Krka να μην ανταγωνιστεί τη Servier στις υπόλοιπες αγορές της Ένωσης που δεν καλύπτονταν από την εν λόγω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης.

–       Επί του αριθμητικού υπολογισμού της αξίας που μεταβιβάσθηκε στην Krka μέσω της παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης

160. Συναφώς, τρίτον, η Επιτροπή επίσης βασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, επικεντρώνοντας τη συλλογιστική του, στις σκέψεις 963, 973 έως 984 και 1029 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο κατά πόσον η καταβλητέα αμοιβή στο πλαίσιο της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ήταν ασυνήθιστα χαμηλή ή όχι, παρέλειψε να αναλύσει αν το καθαρό υπόλοιπο της μεταβίβασης αξίας που πραγματοποίησε η Servier προς την Krka στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας ήταν αρκούντως σημαντικό ώστε να παρακινήσει πράγματι την Krka να παραιτηθεί από την είσοδο ή από την προσπάθεια εισόδου στις αγορές που δεν καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης.

161. Υπενθυμίζεται ότι η Krka εκτίμησε την εμπορική αξία της άδειας εκμετάλλευσης, δηλαδή την αξία της παρουσίας της στις δυοπωλιακές αγορές που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης, σε περισσότερα από 10 εκατομμύρια ευρώ σε τρία έτη (αιτιολογικές σκέψεις 1738 και 3162 και υποσημείωση 4112 της επίδικης αποφάσεως). Η Επιτροπή εκτίμησε ότι το περιθώριο επιχειρησιακού κέρδους που η Servier θυσίασε προς όφελος της Krka με την παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης ήταν κατά πολύ υψηλότερο (αιτιολογική σκέψη 1739 της επίδικης αποφάσεως).

162. Το ύψος της αμοιβής που όφειλε να καταβάλλει η Krka στη Servier για την εκμετάλλευση της άδειας είχε καθοριστεί σε 3 % επί του καθαρού ποσού των πωλήσεων της Krka στις αγορές που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης (αιτιολογική σκέψη 910 της επίδικης αποφάσεως). Οι αμοιβές ανήλθαν σε περίπου 1,1 εκατομμύρια ευρώ σε μια περίοδο τεσσάρων ετών για κύκλο εργασιών ύψους περίπου 30 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογική σκέψη 1739 και υποσημείωση 2350 της επίδικης αποφάσεως).

163. Από τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία προκύπτει ότι το καθαρό υπόλοιπο της αξίας που μεταβιβάσθηκε από τη Servier στην Krka στο πλαίσιο της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ανερχόταν κατά προσέγγιση σε σχεδόν εννέα εκατομμύρια ευρώ κατ’ ελάχιστον όσον αφορά την αξία της άδειας εκμετάλλευσης για την Krka, εάν υποτεθεί ότι στην εκτίμησή της περί κερδών ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ η Krka δεν λάμβανε υπόψη το κόστος των αμοιβών. Εάν ληφθεί υπόψη το περιθώριο κέρδους που θυσίασε η Servier, το οποίο είναι μεγαλύτερο από τα κέρδη της Krka, λόγω των υψηλότερων τιμών της Servier (αιτιολογική σκέψη 1739 της επίδικης αποφάσεως), το καθαρό υπόλοιπο της αξίας που μεταβιβάσθηκε από τη Servier στην Krka με την παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης είναι ακόμη υψηλότερο.

164. Στις σκέψεις 977 έως 981 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι δεν είναι κατ’ ανάγκην ασύνηθες το ποσοστό του πλεονάσματος εκμετάλλευσης να υπερβαίνει κατά πολύ το ύψος των καταβαλλόμενων αμοιβών για την παραχώρηση της άδειας, η αμοιβή να αποτελεί ένα μικρό μόνο μέρος των περιθωρίων κέρδους του δικαιοδόχου, το δε ύψος των αμοιβών αυτών να υπολογίζεται βάσει της τιμής πώλησης του προϊόντος του εν λόγω δικαιοδόχου. Επιπλέον, δέχθηκε ότι η άδεια εκμετάλλευσης δεν ήταν αποκλειστική, γεγονός που περιόριζε το πλεονέκτημα που συνιστούσε η παραχώρησή της για την Krka.

165. Ωστόσο, αυτές οι γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις δεν μπορούν να κλονίσουν τη διαπίστωση ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα σχεδόν εννέα εκατομμύρια ευρώ (όσον αφορά την αξία της άδειας εκμετάλλευσης για την Krka – βλ. σημείο 163 των παρουσών προτάσεων) τα οποία μεταβιβάσθηκαν από τη Servier στην Krka δεν δικαιολογούνται από καμία άλλη αντιπαροχή εκ μέρους της Krka πλην της δέσμευσής της να μην ανταγωνιστεί τη Servier στις 18/20 αγορές της Ένωσης που δεν καλύπτονταν από τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Το Γενικό Δικαστήριο, ενώ ανέφερε, σε διάφορα σημεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφενός μεν, τον συντελεστή αμοιβής ύψους 3 % (σκέψεις 975, 977, 983 και 1029 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), αφετέρου δε, την εκτίμηση της Krka ότι τα κέρδη από την παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης θα ανέρχονταν σε 10 εκατομμύρια ευρώ (σκέψη 1000 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφαση), είναι προφανές ότι δεν συσχέτισε τα αριθμητικά αυτά στοιχεία για να υπολογίσει το καθαρό υπόλοιπο της αξίας που μεταβιβάσθηκε από τη Servier προς την Krka και να εξετάσει κατά πόσον το υπόλοιπο αυτό μπορούσε να έχει άλλη εξήγηση πλην της δέσμευσης περί μη ανταγωνισμού που ανέλαβε η Krka στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού Krka.

166. Επομένως, σε αντίθεση με ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 983 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η διαπίστωση ότι η μεταβίβαση αξίας που πραγματοποίησε η Servier προς την Krka βάσει της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν μπορούσε να εξηγηθεί αποκλειστικώς και μόνον από εκτιμήσεις σχετικές με την οικονομική αξία του διπλώματος ευρεσιτεχνίας που αποτελούσε αντικείμενο της άδειας εκμετάλλευσης, δεν κλονίστηκε. Το Γενικό Δικαστήριο δεν ανέτρεψε τη διαπίστωση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 1739 της επίδικης αποφάσεως, κατά την οποία, εάν η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης χωρίς να ληφθούν υπόψη πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τις αγορές που δεν καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης, θα ήταν λογικό η παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης από κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας που ήταν ήδη εγκατεστημένος στην αγορά να συνοδεύεται τουλάχιστον από αμοιβή που θα προσέγγιζε τα περιθώρια κέρδους που επρόκειτο να απολεσθούν εξαιτίας των πωλήσεων που θα πραγματοποιούσε ο δικαιοδόχος της άδειας εκμετάλλευσης.

167. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, στις εκτιμήσεις του το Γενικό Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη ότι η απώλεια περιθωρίου κέρδους που θα υφίστατο η Servier συνιστούσε μεταβίβαση καθαρής αξίας από τη Servier στην Krka, ότι το γεγονός ότι η αμοιβή αντιπροσώπευε μικρό μέρος των κερδών της Krka στις χώρες που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης καταδεικνύει ότι η άδεια εκμετάλλευσης είχε αρκούντως σημαντική αξία ώστε να πεισθεί η Krka να εγκαταλείψει τις υπόλοιπες 18/20 αγορές της Ένωσης, καθώς και ότι η άδεια εκμετάλλευσης, μολονότι από νομική άποψη δεν ήταν αποκλειστική, προσέφερε εντούτοις στην Krka τη δυνατότητα δημιουργίας δυοπωλίου με τη Servier, το οποίο της εξασφάλιζε σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και κατανομή των κερδών (83) (αιτιολογικές σκέψεις 913 και 1738 έως 1742 της επίδικης αποφάσεως).

168. Μη λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους σκοπούς των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στο σύνολό τους, οι οποίοι προκύπτουν από το πλαίσιο συνάψεως των συμφωνιών αυτών που εκτέθηκε στα σημεία 145 έως 158 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο δεν αρνήθηκε μόνο να αναγνωρίσει ότι η αξία που μεταβιβάσθηκε από τη Servier προς την Krka με την παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης συνίστατο στα περιθώρια κέρδους που θυσίασε η Servier προς όφελος της Krka στις καλυπτόμενες από την άδεια αγορές. Επιπροσθέτως, το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι η αξία αυτή απέρρεε και από το γεγονός ότι η Servier εγγυήθηκε στην Krka ότι η τελευταία θα εξακολουθούσε να χρεώνει υψηλές τιμές χάρη στο δυοπώλιο που εγκαθιδρυόταν μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων και χάρη στο κλείσιμο της αγοράς για τις λοιπές ανταγωνίστριες εταιρίες γενοσήμων. Επομένως, η αξία που μεταβιβάσθηκε από τη Servier στην Krka συνίστατο επίσης στη διατήρηση της καταστάσεως αυτής. Βάσει των συμφωνιών μεταξύ Servier και Krka, η Krka παρείχε στη Servier τη δυνατότητα να διατηρήσει το μονοπώλιό της στις αγορές που δεν καλύπτονταν από την άδεια, και σε αντάλλαγμα η Servier μοιραζόταν την μονοπωλιακή της πρόσοδο με την Krka στις αγορές που καλύπτονταν από την εν λόγω άδεια.

169. Επομένως, οι αιτιάσεις που διατυπώνει η Επιτροπή κατά των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 992 έως 997 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πρέπει επίσης να γίνουν δεκτές.

170. Στις εν λόγω σκέψεις το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτή η ανάλυση της Επιτροπής κατά την οποία η άδεια εκμετάλλευσης που παραχωρήθηκε στην Krka στις επτά αγορές της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης συνιστούσε παροχή κινήτρου για τη δέσμευσή της να μην ανταγωνιστεί τη Servier στις υπόλοιπες 18/20 αγορές της Ένωσης. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, τυχόν παραδοχή της απόψεως αυτής θα σήμαινε ότι όσο πιο ευρύ είναι το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης τόσο μεγαλύτερη είναι η παροχή κινήτρου και, επομένως, ευχερέστερη η διαπίστωση περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Τούτο όμως θα ερχόταν σε αντίθεση με το γεγονός ότι μια άδεια εκμετάλλευσης είναι εξ ορισμού θετική για τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, τυχόν παραδοχή της ανάλυσης της Επιτροπής θα σήμαινε ότι, σε περίπτωση συνδυασμού συμφωνίας διακανονισμού με συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας θα είχε την υποχρέωση να παραχωρήσει άδεια εκμετάλλευσης σε όλο το έδαφος που καλύπτεται από τη συμφωνία διακανονισμού. Τούτο, όμως, θα παραβίαζε τα εκ των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δικαιώματά του.

171. Οι ως άνω γενικής φύσεως εκτιμήσεις δεν είναι ικανές να καταδείξουν ότι η Επιτροπή έσφαλε κατά την ανάλυση των συμφωνιών Krka. Η εν λόγω ανάλυση επικεντρώνεται στους ειδικούς και συγκεκριμένους σκοπούς και όρους των εν λόγω συμφωνιών, από τους οποίους προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης αποτέλεσε το αντάλλαγμα για τη δέσμευση μη ανταγωνισμού δυνάμει της συμφωνίας διακανονισμού Krka. Η μοναδική συνέπεια που έχει η διαπίστωση αυτή για τις μελλοντικές συμφωνίες είναι ότι αυτές θα είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό, εφόσον η ανάλυσή τους καταδεικνύει ότι υφίσταται σημαντική μεταβίβαση αξίας από τον κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς δυνητικό ανταγωνιστή παραγωγό γενοσήμων η οποία δεν έχει άλλη εξήγηση εκτός από τη δέσμευση του δεύτερου να μην ανταγωνιστεί τον πρώτο.

172. Τέλος, συναφώς, η τελευταία αιτίαση που προβάλλει η Επιτροπή με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, η οποία βάλλει κατά των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 998 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πρέπει επίσης να γίνει δεκτή. Στην εν λόγω σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι μια «ασύμμετρη» συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, η οποία δεν κάλυπτε όλο το γεωγραφικό εύρος της συμφωνίας διακανονισμού, δεν συνιστούσε επαρκές κίνητρο ώστε η εταιρία παραγωγής γενοσήμων να συνομολογήσει τους περιορισμούς της εν λόγω συμφωνίας διακανονισμού. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, για να μπορεί μια τέτοια συμφωνία να θεωρηθεί ότι λειτουργεί ως κίνητρο, «θα πρέπει να παρέχει στην εταιρία αυτή αντιστάθμιση της βέβαιης απώλειας των προεξοφλούμενων κερδών, ως αποτέλεσμα της αποδοχής διακανονισμού περιέχοντος ρήτρες που απαγορεύουν την είσοδό της σε ορισμένα γεωγραφικά τμήματα της αγοράς».

173. Με την κρίση του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο όχι μόνον υπέπεσε στο ίδιο σφάλμα με εκείνο που επισημάνθηκε στο σημείο 168 των παρουσών προτάσεων, αλλά επίσης παρέβλεψε το σχετικό με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας πλαίσιο συνάψεως των επίμαχων εν προκειμένω συμφωνιών, εντός του οποίου η κατάσταση του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ο οποίος είναι παρών στην αγορά, και των δυνητικών ανταγωνιστών του που παρασκευάζουν γενόσημα φάρμακα χαρακτηρίζεται ακριβώς από αβεβαιότητα ως προς το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και ως προς το αν τα γενόσημα φάρμακα συνιστούν προσβολή του διπλώματος ευρεσιτεχνίας (84).

174. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν απαιτείται η αρχή ανταγωνισμού να αποδείξει ότι, ελλείψει των συμφωνιών, οι δυνητικοί ανταγωνιστές παρασκευαστές γενοσήμων θα είχαν με βεβαιότητα εισέλθει στην αγορά και ότι, συνάπτοντας τις συμφωνίες, παραιτήθηκαν από βέβαια κέρδη. Αρκεί απλώς να αποδείξει ότι εάν δεν είχαν υπάρξει οι συμφωνίες αυτές, οι εν λόγω ανταγωνιστές θα διέθεταν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθουν στην αγορά και να πραγματοποιήσουν κέρδη εντός αυτής (85). Όμως για την υλοποίηση των πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων, απαιτούνται επενδύσεις, προσπάθειες και ανάληψη κινδύνων εκ των μέρους των εταιριών γενοσήμων. Επομένως, μπορεί να τις συμφέρει περισσότερο εμπορικά να εγκαταλείψουν τις σχετικές προσπάθειές με αντάλλαγμα να τους παραχωρηθεί μέρος της μονοπωλιακής προσόδου από τον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας (86).

175. Για τον λόγο αυτόν, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, προκειμένου μια μεταβίβαση αξίας να χαρακτηριστεί ως επαρκές κίνητρο το οποίο παρέχεται σε αντάλλαγμα για τη δέσμευση μη ανταγωνισμού σε περίπτωση όπως η κρινομένη, ουδόλως απαιτείται οι μεταβιβάσεις αξίας να είναι κατ’ ανάγκην μεγαλύτερες από τα κέρδη που θα είχε πραγματοποιήσει η εταιρία παραγωγής γενοσήμων, εάν είχε δικαιωθεί στη σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας διαδικασία. Σημασία έχει μόνον το γεγονός οι εν λόγω μεταβιβάσεις αξίας είναι αρκούντως πλεονεκτικές ώστε να παροτρύνουν την εταιρία αυτή να μην εισέλθει στη σχετική αγορά και να μην ασκήσει υγιή ανταγωνισμό έναντι του οικείου παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων (87). Από την εξέταση του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι αυτή ακριβώς η περίπτωση συνέτρεχε εν προκειμένω.

–       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

176. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα με το να μη δεχθεί ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka περιελάμβανε μεταβίβαση αξίας από τη Servier προς την Krka η οποία αποτελούσε το αντάλλαγμα για τη δέσμευση της τελευταίας να μην ανταγωνιστεί τη Servier στις αγορές τις οποίες αφορούσε η συμφωνία διακανονισμού Krka.

177. Επομένως, και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

178. Όπως ακριβώς επισημάνθηκε και στα σημεία 133 και 134 των παρουσών προτάσεων, σε σχέση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να διευκρινιστεί, όσον αφορά και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ότι, μολονότι η βασιμότητα του λόγου αυτού συνεπάγεται άνευ ετέρου την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, εντούτοις είναι σκόπιμο να εξετασθούν και οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει σχετικώς η Επιτροπή, ιδίως ενόψει της μετ’ αναίρεση επανεκδικάσεως της υποθέσεως από το Δικαστήριο.

iii) Επί της εφαρμογής της έννοιας του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (τρίτος λόγος αναιρέσεως)

179. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως της Επιτροπής προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλείονα νομικά σφάλματα κατά την εφαρμογή της έννοιας του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

180. Όπως και για τους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως, πρέπει, και εδώ, να διευκρινιστεί προκαταρκτικώς ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, οι αιτιάσεις που προβάλλει η Επιτροπή με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως δεν αφορούν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά τον νομικό χαρακτηρισμό αυτών και την εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο δε έλεγχος της ορθότητας του εν λόγω νομικού χαρακτηρισμού και της τηρήσεως των κανόνων αυτών εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης (88).

–       Επί της μη υπάρξεως «αυστηρής» κατανομής των αγορών

181. Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, στις σκέψεις 1003 έως 1006 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι συμφωνίες Krka δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως συμφωνίες κατανομής της αγοράς διότι δεν προέβλεπαν «αυστηρή» κατανομή των αγορών μεταξύ Servier και Krka. Εξ αυτού το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι η Servier δεν αποκλειόταν από τις επτά αγορές που καλύπτονταν από τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, στις οποίες αυτή και η Krka ήταν ανταγωνιστές.

182. Ωστόσο, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η περίσταση αυτή ουδόλως εμποδίζει τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως συμφωνιών κατανομής της αγοράς. Όπως αναλύθηκε στα σημεία 141 έως 176 των παρουσών προτάσεων, στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή απέδειξε ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχαν ως αντικείμενο να παρακινήσουν την Krka, μέσω σημαντικής μεταβίβασης αξίας, η οποία συνίστατο στη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka και η οποία εξασφάλιζε στην Krka παρουσία χωρίς κίνδυνο και κατανομή της μονοπωλιακής προσόδου με τη Servier σε επτά αγορές της Ένωσης, προκειμένου αυτή να απέχει από την άσκηση ανταγωνισμού κατά της Servier στις υπόλοιπες 18/20 αγορές της Ένωσης.

183. Μια τέτοια διευθέτηση πρέπει να χαρακτηρισθεί ως συμφωνία κατανομής της αγοράς, έστω και αν η Servier δεν αποκλειόταν από τις επτά αγορές που αφορούσε η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, στις οποίες οι συμφωνίες Krka εγκαθίδρυαν εν τοις πράγμασι δυοπώλιο μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η ανάλυση κατέδειξε ότι η κατανομή των αγορών της Ένωσης μεταξύ Servier και Krka δεν λάμβανε υπόψη τις διαφορές στην κατάσταση σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, αλλά αποτελούσε κατανομή διαφορετικών ζωνών οικονομικού ενδιαφέροντος (89).

184. Η νομολογία που αφορά τις συμφωνίες κατανομής αγορών δεν απαιτεί να υφίσταται «αυστηρή» κατανομή των αγορών ώστε να μπορεί μια συμφωνία να χαρακτηριστεί ως τέτοια. Η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί ακριβώς παράδειγμα για το ότι οι συμφωνίες κατανομής της αγοράς μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές. Συνεπώς, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, εάν γινόταν δεκτή η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 1003 έως 1006 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, συμφωνίες κατανομής της αγοράς όπως οι επίμαχες εν προκειμένω δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, πράγμα που θα περιόριζε αδικαιολόγητα το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και θα έθιγε σοβαρά την εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης (90).

–       Επί των προθέσεων των μερών και επί των αντιλήψεών τους σχετικά με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947

185. Δεύτερον, η Επιτροπή βάλλει κατά της σκέψεως 1012 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, επειδή κρίθηκε με αυτήν ότι «τέτοιο συμβατικό σύνολο, βασισμένο στην αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμφωνία αποκλεισμού από την αγορά». Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τις αντιλήψεις των διαδίκων ως προς το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Η επιχειρηματολογία αυτή εξετάστηκε ήδη και κρίθηκε βάσιμη, όσον αφορά την Krka, στις σκέψεις 100 έως 130 των παρουσών προτάσεων, κατά την εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

186. Όσον αφορά τη Servier, η Επιτροπή δεν μνημονεύει τα αποδεικτικά στοιχεία που ισχυρίζεται ότι παραμορφώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, οπότε το Δικαστήριο δεν οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τέτοιες παραμορφώσεις (91). Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι, ακόμη και αν οι συμφωνίες Krka στηρίζονταν στην αναγνώριση από τα μέρη του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, τέτοιες συμφωνίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ εφόσον έχουν ως αντικείμενο την κατανομή της αγοράς. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι το Γενικό Δικαστήριο στήριξε τις διαπιστώσεις του που εκτίθενται στη σκέψη 1012 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στο γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε παροχή κινήτρου. Όπως, όμως, καταδείχθηκε στα σημεία 141 έως 176 των παρουσών προτάσεων, κατά την εξέταση του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παροχή κινήτρου από τη Servier προς την Krka ως αντάλλαγμα για την εκ μέρους της τελευταίας δέσμευση περί μη ανταγωνισμού.

187. Κατά τα λοιπά, μπορεί, για κάθε ενδεχόμενο, να επισημανθεί ότι, στις σκέψεις 1020 έως 1022 και 1024 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε δύο αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν τις προθέσεις της Servier, γεγονός που προκύπτει από την απλή επισκόπηση των εν λόγω σκέψεων, έστω και αν η Επιτροπή δεν επισημαίνει συναφώς συγκεκριμένη παραμόρφωση. Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 96 των παρουσών προτάσεων, παραμόρφωση υπάρχει όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των υφιστάμενων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη (92), διότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη προδήλως τα όρια της εύλογης εκτιμήσεως των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων (93).

188. Αφενός, στις σκέψεις 1020 έως 1022 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο αξιολόγησε τη φράση «quatre ans gagnés = grand succès» («τέσσερα κερδισμένα χρόνια = μεγάλη επιτυχία»), η οποία περιεχόταν σε πρακτικό συνεδρίασης της ανώτατης διοίκησης της Servier σχετικά με την απόφαση του βρετανικού δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 2007 με την οποία ακυρώθηκε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 (94). Κατά το Γενικό Δικαστήριο, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι από το εν λόγω έγγραφο, το οποίο μνημονεύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 4, 112, 184, 244, 804, 1762 και 2984 της επίδικης αποφάσεως, μπορούσε να συναχθεί ότι η διοίκηση της Servier είχε εκτιμήσει, μετά τη δικαστική αυτή απόφαση, ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 της εξασφάλιζε τέσσερα επιπλέον έτη προστασίας, τούτο δεν μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι, στις 27 Οκτωβρίου 2006, κατά την υπογραφή των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, η Servier είχε την πρόθεση να συνάψει συμφωνίες κατανομής της αγοράς ή αποκλεισμού από την αγορά.

189. Με την κρίση του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε τα λοιπά στοιχεία που μνημόνευσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 4, 112, 184, 244, 804, 1762 και 2984 της επίδικης αποφάσεως, βάσει των οποίων το 2007 το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 (για το οποίο η αίτηση κατατέθηκε το 2001 (95)) θα μπορούσε να παράσχει στη Servier έως και 14 ακόμη έτη προστασίας από την άποψη του δικαίου ευρεσιτεχνίας (έως το 2021). Επομένως, θα έπρεπε να αναμένεται απογοήτευση από την πλευρά της Servier κατά την έκδοση της αποφάσεως ακύρωσης του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2007. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι η Servier εξέφρασε, αντιθέτως, ικανοποίηση για τα «τέσσερα κερδισμένα έτη» από τη λήξη του συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για το μόριο της περινδοπρίλης στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2003 (96), καταδεικνύει ότι η Servier ήταν στην πραγματικότητα ικανοποιημένη για την επιτυχία της στρατηγικής της η οποία συνίστατο στην καθυστέρηση εισόδου των γενόσημων σκευασμάτων μετά τη λήξη της προστασίας που παρείχε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για το μόριο, στρατηγική η οποία περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την κατάθεση της αιτήσεως για τη χορήγηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας μεθόδου 947 και τη σύναψη συμφωνιών με τους ανταγωνιστές της παραγωγούς γενοσήμων, μεταξύ των οποίων και την Krka.

190. Επομένως, από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας, και ιδίως από τα στοιχεία που μνημονεύθηκαν στο σημείο 158 των παρουσών προτάσεων, τα οποία επιβεβαιώνουν την ως άνω ερμηνεία, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε την αναφορά της Servier «τέσσερα κερδισμένα χρόνια = μεγάλη επιτυχία», με το να κρίνει ότι το στοιχείο αυτό δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει τη βούληση της Servier να καθυστερήσει την είσοδο των γενοσήμων σκευασμάτων περινδοπρίλης στην αγορά, μεταξύ άλλων, μέσω της συνάψεως των συμφωνιών με την Krka.

191. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε, στη σκέψη 1024 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ένα έγγραφο της Servier με τίτλο «Coversyl: défense contre les génériques» (Coversyl: άμυνα κατά των γενοσήμων), με ημερομηνία 19 Ιουνίου 2006, το οποίο μνημονεύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 7, 111, 141, 605, 803, 886, 1007, 1183, 1250, 1368, 1474, 1621, 1761, 1991, 2768, 2779, 2962 και 2981, καθώς και στις υποσημειώσεις 2386 και 2430, της επίδικης αποφάσεως. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός ότι το έγγραφο αυτό είναι προγενέστερο της αποφάσεως του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 περιορίζει σημαντικά τη σημασία του, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση μετέβαλε ουσιωδώς το πλαίσιο, ιδίως όσον αφορά την αντίληψη που είχαν η Krka και η Servier για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 (σκέψη 1017 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

192. Ωστόσο, όπως ήδη αναλύθηκε στα σημεία 102 έως 130 των παρουσών προτάσεων, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η εν λόγω απόφαση μετέβαλε ουσιωδώς την αντίληψη της Krka για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ήταν εσφαλμένη. Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε για ποιους λόγους, αφενός μεν, η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 μετέβαλε ουσιωδώς την αντίληψη της Servier για το εν λόγω κύρος, αφετέρου δε, η σύναψη των συμφωνιών Krka μετά την απόφαση αυτή, στις 27 Οκτωβρίου 2006, δεν αποτελούσε στοιχείο εφαρμογής της στρατηγικής κατά των γενοσήμων την οποία σχεδίαζε η Servier ακριβώς πριν.

193. Επιπλέον, δεν είναι φανερό ούτε για ποιον λόγο οι συμφωνίες Krka δεν μπορούσαν να αποτελούν μέρος της εν λόγω συνολικής στρατηγικής επειδή το μνημονευόμενο στο σημείο 191 των παρουσών προτάσεων έγγραφο δεν αναφέρεται ρητώς σε στρατηγική αφορώσα την Krka, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1024 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Είναι πρόδηλο ότι οι συμφωνίες Krka αποτελούσαν μέρος της στρατηγικής της Servier κατά των γενοσήμων, όπως και οι συναφθείσες με τις άλλες εταιρίες γενοσήμων συμφωνίες, των οποίων ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρας αναγνωρίσθηκε από το Γενικό Δικαστήριο (97). Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να επισημάνει ότι το επίμαχο έγγραφο περιείχε επίσης το ερώτημα «Λειτούργησε;», απαριθμούσε δε όλες τις συμφωνίες που είχαν συναφθεί μέχρι τον χρόνο συντάξεώς του, ενώ μνημόνευε την Krka μεταξύ των πηγών γενόσημου ανταγωνισμού που εξακολουθούσαν να υφίστανται κατά το στάδιο εκείνο.

194. Συνεπώς, προδήλως το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε και αυτό το έγγραφο κρίνοντας ότι δεν επιβεβαίωνε την πρόθεση της Servier να συνάψει αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες με την Krka.

–       Επί του εν τοις πράγμασι δυοπωλίου που καθιερώνει η άδεια εκμετάλλευσης

195. Τρίτον και τέταρτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα στις σκέψεις 987 έως 991 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κρίνοντας ότι το εν τοις πράγμασι δυοπώλιο μεταξύ Servier και Krka, το οποίο καθιερωνόταν στις επτά αγορές που κάλυπτε η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, μπορούσε, το πολύ, να θεωρηθεί αποτέλεσμα μεταγενέστερων επιλογών της Servier και της Krka, οι οποίες ήταν απρόβλεπτες κατά τον χρόνο συνάψεως της εν λόγω συμφωνίας. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η συνεκτίμηση τέτοιων μεταγενέστερων επιλογών θα ισοδυναμούσε με συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων της συμφωνίας, η οποία δεν είναι αναγκαία για την ανάλυση του αντικειμένου της. Επιπλέον, το προβαλλόμενο δυνητικό αποτέλεσμα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, ότι δηλαδή θα οδηγούσε σε δυοπώλιο μεταξύ Servier και Krka στις σχετικές αγορές, στηριζόταν σε υποθετικές περιστάσεις οι οποίες δεν ήταν αντικειμενικά προβλέψιμες κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας.

196. Το συμπέρασμα αυτό του Γενικού Δικαστηρίου είναι προδήλως εσφαλμένο. Από την ανάλυση τόσο των όρων των συμφωνιών Krka όσο και του πλαισίου συνάψεώς τους, η οποία πραγματοποιήθηκε στα σημεία 145 έως 147, 150 έως 159 και 168 των παρουσών προτάσεων, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι για τις Servier και Krka ήταν προφανές ότι οι συμφωνίες αυτές είχαν ως σκοπό να διαμορφώσουν τη δομή των αγορών της Ένωσης κατά τρόπον ώστε στις 18/20 αγορές που δεν καλύπτονταν από τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης να είναι παρούσα μόνο η Servier, στις δε επτά αγορές που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης η Servier και η Krka. Από τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, εκτιμώμενα στο σύνολό τους, είναι δυνατόν να συναχθεί με σαφήνεια το συμπέρασμα αυτό, ενώ η εναλλακτική εξήγηση του Γενικού Δικαστηρίου, κατά την οποία η καθιέρωση του δυοπωλίου ήταν αποτέλεσμα μεταγενέστερων επιλογών που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, δεν είναι ούτε εύλογη ούτε αξιόπιστη.

197. Είναι βεβαίως αληθές ότι, βάσει της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η Servier μπορούσε θεωρητικά να παραχωρήσει άλλη μία άδεια εκμετάλλευσης σε τρίτο ανά χώρα (σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αιτιολογικές σκέψεις 910 και 1744 της επίδικης αποφάσεως). Εντούτοις, η Επιτροπή τεκμηρίωσε με πειστικό τρόπο, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της δέσμης στοιχείων γενικότερου πλαισίου που επικαλέστηκε, ότι, στην πράξη, ήταν προφανές για την Krka ότι η Servier δεν θα κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, οπότε στις αγορές που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης θα μπορούσαν να είναι παρούσες μόνο η Servier και η Krka.

198. Επομένως, αφενός, δεν υπήρχε, κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών Krka, άλλη επιχείρηση γενοσήμων για να εισέλθει στις αγορές αυτές (αιτιολογικές σκέψεις 1739, 1742 και 1744 της επίδικης αποφάσεως). Αφετέρου, όπως αναλύθηκε στα σημεία 155 έως 158 και 168 των παρουσών προτάσεων, η συμβατική διευθέτηση μεταξύ Servier και Krka ήταν συμφέρουσα για τις δύο αυτές επιχειρήσεις ακριβώς διότι τους παρείχε τη δυνατότητα να διατηρήσουν τις υψηλές τιμές και να αποφύγουν την πτώση των τιμών που θα προκαλούσε το άνοιγμα της αγοράς στα γενόσημα σκευάσματα, αντλώντας όφελος από τις τιμές αυτές καθώς και από τα υψηλά μερίδια αγοράς (αιτιολογικές σκέψεις 1744 και 1755 της επίδικης αποφάσεως). Επομένως, η συμφωνία αυτή μπορούσε να λειτουργήσει μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα εισέρχονταν άλλες επιχειρήσεις γενοσήμων στην αγορά.

199. Συνεπώς, σε αντίθεση με ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η καθιέρωση εν τοις πράγμασι δυοπωλίου μεταξύ Servier και Krka στις αγορές που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης δεν αποτελούσε υποθετικό δυνητικό αποτέλεσμα των συμφωνιών Krka, το οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τη σύναψη των συμφωνιών αυτών, αλλά ήταν το σενάριο που μπορούσε να προβλεφθεί και το οποίο προβλεπόταν από τις ίδιες τις εν λόγω συμφωνίες. Επομένως, ουδόλως απαιτείται, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η καθιέρωση του εν λόγω δυοπωλίου κατά την ανάλυση του αντικειμένου των εν λόγω συμφωνιών, να εξεταστούν τα αποτελέσματά τους.

200. Κατά τα λοιπά, δεν απαγορεύεται στην Επιτροπή να επικαλείται πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς, εφόσον αυτά προορίζονται για την επιβεβαίωση του περιεχομένου ενός αντικειμενικού αποδεικτικού στοιχείου (98). Το γεγονός ότι η Επιτροπή, προκειμένου να επιβεβαιώσει τη διαπίστωση ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε ως αντικείμενο τη δημιουργία δυοπωλίου μεταξύ Servier και Krka στις αγορές που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης, έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Servier πράγματι δεν χορήγησε άδεια εκμετάλλευσης σε τρίτον μετά τη σύναψη των συμφωνιών Krka, δεν σημαίνει, επομένως, ότι η Επιτροπή προέβη, όσον αφορά το σημείο αυτό, σε ανάλυση των αποτελεσμάτων των συμφωνιών αυτών.

201. Η εχθρική στάση και η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ Servier και Krka στις αγορές που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης, τις οποίες επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1725 της επίδικης αποφάσεως, δεν οδηγούν, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 991 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε δυοπώλιο μεταξύ Servier και Krka στις αγορές αυτές. Η Επιτροπή απέδειξε, στις αιτιολογικές σκέψεις 1728 και 1744 της επίδικης αποφάσεως, πως παρότι η κατάσταση που διαμορφώθηκε με την άδεια εκμετάλλευσης δεν απέκλειε έναν ορισμένο βαθμό ανταγωνισμού μεταξύ Servier και Krka, η παραχώρηση της άδειας αυτής από τη Servier στην Krka δεν οδήγησε σε κατάσταση κατά την οποία τα έσοδα της Servier και της Krka επηρεάστηκαν σημαντικά από πραγματική άσκηση ανταγωνισμού, αλλά σε εν τοις πράγμασι δυοπώλιο με την Krka, το οποίο η ίδια η Servier επιχείρησε να διατηρήσει προκειμένου να προστατεύσει τις πηγές των κερδών της.

202. Τούτο είναι αντίστοιχο με τις διαπιστώσεις που εκτέθηκαν στο σημείο 155 των παρουσών προτάσεων, κατά τις οποίες η παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης ήταν το τίμημα που έπρεπε να καταβάλει η Servier προκειμένου η Krka να δεχθεί να μην την ανταγωνιστεί στις 18/20 αγορές που δεν καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης και να παύσει να την απειλεί με μια αντιδικία η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει στο πλήρες άνοιγμα της αγοράς στα γενόσημα.

203. Η διαπίστωση αυτή συνάδει επίσης με τις επεξηγήσεις της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 1725 της επίδικης αποφάσεως, κατά τις οποίες η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν προέβλεπε εμπορική συνεργασία μεταξύ Servier και Krka πέραν της καταβολής των αμοιβών για την άδεια εκμετάλλευσης. Αντιθέτως, η Servier εκπόνησε και υλοποίησε δράσεις για να αντιμετωπίσει τη διείσδυση των γενοσήμων της Krka στις αγορές, για παράδειγμα στην Πολωνία, ως αποτέλεσμα της μετάβασης της Servier προς την περινδοπρίλη από αργινίνη, η οποία δεν ήταν εναλλάξιμη με την περινδοπρίλη από ερβουμίνη της Krka. Η μετάβαση αυτή αποτέλεσε μέρος της στρατηγικής της Servier για την καταπολέμηση των γενοσήμων, η οποία αποσκοπούσε στην εξασφάλιση «evergreening» για την περινδοπρίλη (αιτιολογική σκέψη 239 της επίδικης αποφάσεως) (99).

204. Από το σύνολο των εκτιμήσεων που εκτέθηκαν στα σημεία 195 έως 203 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 987 έως 991 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά τις οποίες το αντικείμενο των συμφωνιών Krka δεν ήταν η καθιέρωση εν τοις πράγμασι δυοπωλίου μεταξύ Servier και Krka στις αγορές που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης, είναι εσφαλμένες και δεν μπορούν να επικυρωθούν.

–       Επί της δηλώσεως της Lupin

205. Πέμπτον, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα αρνούμενο να δεχθεί, στη σκέψη 1023 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι μια δήλωση στην οποία προέβη η Lupin κατά τον χρόνο των συμφωνιών Krka, η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 1730 της επίδικης αποφάσεως, επιβεβαίωνε τη δήλωση της Krka ότι είχε «θυσιάσει» τις αγορές της δυτικής Ευρώπης, ως προς τις οποίες δεσμεύθηκε να μην ανταγωνιστεί τη Servier, για να εξασφαλίσει τις επτά αγορές της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης, για τις οποίες της παραχωρήθηκε η άδεια εκμετάλλευσης από τη Servier.

206. Κατά την επίμαχη δήλωση της Lupin, «φαίνεται ότι, από την άποψη της Servier, δικαιολογητικός λόγος αυτής της συμφωνίας διακανονισμού είναι η προστασία των κύριων αγορών στις οποίες διαπιστώνεται η επικράτηση υψηλού βαθμού υποκατάστασης ή/και συνταγογράφησης της [διεθνής κοινή ονομασία] (ΗΒ/Γαλλία)… Επιτρέποντας στην Krka να εισέλθει στις αγορές επώνυμων γενοσήμων της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, η Servier δημιουργεί ανταγωνισμό “επωνυμίας” και πιο ελεγχόμενη χαλάρωση της αγοράς, αλλά δεν οδηγεί σε ραγδαία μετάβαση προς τα γενόσημα φάρμακα».

207. Το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο παρέθεσε, στη σκέψη 1023 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, μόνον το πρώτο τμήμα της δηλώσεως αυτής, έκρινε ότι από τη δήλωση αυτή δεν μπορούσε να συναχθεί ότι η Servier είχε την πρόθεση να συνάψει με την Krka συμφωνίες κατανομής ή αποκλεισμού από την αγορά. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε τη δήλωση της Lupin για να αποδείξει πρόθεση της Servier, αλλά για να υποστηρίξει ότι η αντίληψη του εν λόγω εξωτερικού παρατηρητή επιβεβαίωνε τη διαπίστωση ότι οι συμφωνίες Krka είχαν ως αντικείμενο την κατανομή της αγοράς μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων. Πάντως, σε αντίθεση με ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, το συμπέρασμα αυτό ήταν απολύτως προφανές, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1755 και στην υποσημείωση 2379 της επίδικης αποφάσεως, όπου επισήμανε ότι «το αντικείμενο της συναλλαγής ήταν τόσο προφανές ώστε έγινε αντιληπτό από ανταγωνιστή που δεν γνώριζε τις λεπτομέρειες της συμφωνίας».

208. Κατά συνέπεια, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση της επίμαχης δηλώσεως της Lupin ενέχει επίσης παραμόρφωση, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη προδήλως τα όρια μιας εύλογης εκτιμήσεως του εν λόγω αποδεικτικού στοιχείου (100).

–       Επί των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 σχετικά με τις συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας και επί του κανονισμού 772/2004 για την εφαρμογή του άρθρου [101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ] σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών μεταφοράς τεχνολογίας

209. Έκτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, στις σκέψεις 248 και 958 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ερμηνεύοντας κατ’ εσφαλμένο τρόπο τις κατευθυντήριες γραμμές του 2004 σχετικά με τις συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας (101) και τον κανονισμό (ΕΚ) 772/2004, της 27ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του άρθρου [101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ] σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών μεταφοράς τεχνολογίας (102), και δεχόμενο ότι δικαιολογούσαν τον συνδυασμό των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Στις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι από τις διατάξεις αυτές προέκυπτε ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτές και δεν συνιστούν κατ’ ανάγκην παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, μολονότι τούτο δεν αμφισβητείται, είναι αληθές, όπως επισημάνθηκε στα σημεία 126 έως 128, 148 και 149 των παρουσών προτάσεων, ότι γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις σχετικά με τη μορφή που έλαβαν οι επίμαχες εν προκειμένω συμφωνίες δεν ασκούν επιρροή προκειμένου να κριθεί εάν οι συμφωνίες αυτές συνιστούσαν, συγκεκριμένα και με βάση τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

–       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

210. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, όπως και ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης βάσιμος. Τα νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο τα οποία διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου αναιρέσεως, σε συνδυασμό με τα σφάλματα που διαπιστώθηκαν κατά την εξέταση του πρώτου και του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, αρκούν για να επιφέρουν την αναίρεση του κεφαλαίου της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που αφορά το αντικείμενο των συμφωνιών Krka. Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε και μετά την εξέταση του πρώτου και του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στα σημεία 133, 134 και 178 των παρουσών προτάσεων, πρέπει, χάριν πληρότητας και ενόψει της εκδικάσεως της υποθέσεως από το Δικαστήριο, να εξεταστούν και οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή κατά του εν λόγω μέρους της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το οποίο αφορά τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

iv)    Επί της προθέσεως των μερών (τέταρτος λόγος αναιρέσεως)

211. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο νομικά σφάλματα, παραλείψεις και παραμορφώσεις, στις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέπεσε αυτό κατά την εφαρμογή των αρχών που αφορούν τη διαχείριση των αποδεικτικών στοιχείων και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων που συγκέντρωσε η Επιτροπή όσον αφορά τις προθέσεις των μερών. Οι αιτιάσεις που προβάλλει η Επιτροπή με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τις επικρίσεις της που ήδη εξετάστηκαν και έγιναν δεκτές ως βάσιμες κατά την εξέταση του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

212. Προκαταρκτικώς, είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι είναι βέβαια αληθές, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 222 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η πρόθεση των μερών αποτελεί απλώς και μόνον δευτερεύον στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του περιοριστικού του ανταγωνισμού χαρακτήρα μιας μορφής συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων (103). Πλην όμως, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η Servier, τούτο δεν μπορεί να οδηγήσει στο να χαρακτηριστεί ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως ως αλυσιτελής. Όπως εξηγήθηκε κατά την εξέταση της λυσιτελούς χαρακτήρα του πρώτου λόγου αναιρέσεως, στα σημεία 80 έως 90 των παρουσών προτάσεων, στην προκειμένη περίπτωση, τα σχετικά με τις προθέσεις και τις αντιλήψεις των μερών στοιχεία –ιδίως όσον αφορά τη φερόμενη αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 από την Krka– αποτέλεσαν μία από τις βάσεις της ανάλυσης, από το Γενικό Δικαστήριο, του περιοριστικού του ανταγωνισμού χαρακτήρα των συμφωνιών Krka.

–       Επί της συνεκτιμήσεως της προθέσεως των μερών

213. Με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, πρώτον, διότι της προσήψε, στη σκέψη 1015 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν ανέλυσε την πρόθεση των μερών, ενώ τούτο δεν είναι αναγκαίο όταν πρόκειται για περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

214. Εντούτοις, από προσεκτικότερη εξέταση προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν ανέλυσε την πρόθεση των μερών, αλλά μάλλον ότι έκρινε, στις σκέψεις 1015 έως 1026 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει την πρόθεση των Servier και Krka να συνάψουν συμφωνία κατανομής ή αποκλεισμού από την αγορά.

215. Ωστόσο, η ανάλυση του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως που θα πραγματοποιηθεί στα επόμενα σημεία θα καταδείξει ότι η εκτίμηση αυτή στηρίζεται σε ελλιπή εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και σε παραβίαση των αρχών που διέπουν τη διαχείριση και την εκτίμηση των αποδείξεων στο δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης.

–       Επί της εφαρμογής των αρχών που διέπουν τη διαχείριση των αποδείξεων

216. Συναφώς, η Επιτροπή αιτιάται, δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε εσφαλμένα τις αρχές του δικαίου που έπρεπε να καθοδηγήσουν την εκ μέρους του εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων, κατά τις οποίες η εξέταση αυτή πρέπει να είναι συνολική. Οι αρχές αυτές υπομνήσθηκαν στα σημεία 92 έως 96 των παρουσών προτάσεων.

217. Αφενός, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εξετάσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η επίδικη απόφαση και ότι, στις σκέψεις 1017 έως 1024 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αναφέρθηκε μόνο συνοπτικώς σε ορισμένα έγγραφα που παρατίθενται στο κεφάλαιο της εν λόγω αποφάσεως που αφορά την πρόθεση των μερών. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν μνημόνευσε ούτε εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 873, 847, 1687 έως 1690 και 1758 έως 1760 της επίδικης αποφάσεως, ούτε δε και τη στρατηγική της Servier κατά των γενοσήμων. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της Krka της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, το οποίο παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 849 έως 854 και 1760 της επίδικης αποφάσεως, καθώς και τη δήλωση της Lupin, η οποία παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 1730 και 1748 της εν λόγω αποφάσεως, στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν το ένα το άλλο.

218. Οι αιτιάσεις αυτές και τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά εξετάστηκαν ήδη και οι σχετικές επικρίσεις κρίθηκαν βάσιμες στα σημεία 102 έως 130, 156, 158, 187 έως 194 και 205 έως 207 των παρουσών προτάσεων, κατά την εξέταση του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως. Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 129 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, στις σκέψεις 1018, 1019 και 1025 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η Επιτροπή είναι αποσπασματικά και ασαφή, χωρίς να εξετάσει το σύνολο των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων και προβαίνοντας σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που αυτό εξέτασε κατά τρόπο επιλεκτικό.

219. Αφετέρου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη, στη σκέψη 1016 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε εσφαλμένη εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με τη συναγωγή συμπερασμάτων στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των αποδείξεων, κρίνοντας ότι δεν ήταν τόσο προφανές ότι η νομολογία αυτή είχε εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση, στην οποία η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της το περιεχόμενο των επίμαχων συμφωνιών. Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι οι εν λόγω συμφωνίες δεν δημοσιοποιήθηκαν κατά τον χρόνο συνάψεώς τους.

220. Εντούτοις, στην αιτιολογική σκέψη 56 της επίδικης αποφάσεως διαλαμβάνεται ότι το κείμενο των συμφωνιών συγκαταλεγόταν μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, ενώ αυτή δεν αμφισβητεί ότι μπόρεσε να αποκτήσει πρόσβαση στις εν λόγω συμφωνίες. Πάντως, όπως επισημάνθηκε στα σημεία 97 και 98 των παρουσών προτάσεων, ανεξάρτητα από το αν η Επιτροπή μπορούσε ευχερώς να έχει στη διάθεσή της το πλήρες περιεχόμενο των συμφωνιών, η νομολογία σχετικά με τη συναγωγή συμπερασμάτων έχει εν πάση περιπτώσει εφαρμογή εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η απάντηση στο ζήτημα αν το εν λόγω περιεχόμενο είχε ως αντικείμενο αθέμιτη κατανομή της αγοράς πρέπει να συναχθεί όχι μόνον από το εν λόγω περιεχόμενο, αλλά και από το πλαίσιο των συμφωνιών και την πρόθεση των μερών, για την ανάλυση των οποίων η Επιτροπή εξέτασε μεγάλο αριθμό εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων.

221. Στο ίδιο πνεύμα, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στη σκέψη 1016 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «συμπεράσματα που αντλούνται από μεμονωμένα αποσπάσματα ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή άλλα έγγραφα τα οποία υποτίθεται ότι αποδεικνύουν τις προθέσεις των μερών» δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα που βασίζεται στο ίδιο το περιεχόμενο των συμφωνιών.

222. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στα σημεία 126 έως 129, 148 και 149 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εσφαλμένα συμπεράσματα από τη μορφή των συμφωνιών Krka, και ιδίως από το γεγονός ότι μία από τις συμφωνίες αυτές είχε τη μορφή συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης. Ομοίως, διαπιστώθηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αναλύοντας τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως ανεξάρτητες μεταξύ τους και αποσυνδεδεμένες από το πλαίσιό τους συμφωνίες (σημείο 144 των παρουσών προτάσεων).

223. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, στη σκέψη 1016 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να προσάπτει στην Επιτροπή ότι άντλησε συμπεράσματα «από αποσπάσματα ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή άλλα έγγραφα τα οποία υποτίθεται ότι αποδεικνύουν τις προθέσεις των μερών», ενώ διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, στα σημεία 116, 188 έως 190, 193 και 205 έως 207 των παρουσών προτάσεων, ότι το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την ανάλυσή του σε αποσπάσματα εγγράφων και περιστάσεων όπως παρατέθηκαν αυτούσια στην επίδικη απόφαση. Ομοίως, διαπιστώθηκε επανειλημμένα στο πλαίσιο της εξετάσεως των τριών πρώτων λόγων αναιρέσεως ότι η ανάλυση των συμφωνιών Krka από το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται σε ελλιπή και μερική εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και των περιστάσεων που αφορούν το πλαίσιο συνάψεως των συμφωνιών αυτών (βλ., μεταξύ άλλων, σημεία 102 έως 105, 114, 115, 152, 156, 158, 165 και 168 των παρουσών προτάσεων). Από την άλλη πλευρά, από την εξέταση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1025 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή συγκέντρωσε ένα σύνολο από πρόσφορες και συγκλίνουσες μεταξύ τους ενδείξεις για να στηρίξει τη διαπίστωσή της ότι οι συμφωνίες Krka συνιστούσαν συμφωνίες κατανομής της αγοράς.

224. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι εάν το Γενικό Δικαστήριο είχε εφαρμόσει ορθά τις αρχές που διέπουν τη διαχείριση των αποδείξεων, οι οποίες υπομνήσθηκαν στα σημεία 92 έως 96 και 110 των παρουσών προτάσεων, δεν θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα. Επομένως, η αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κατά την εφαρμογή των αρχών αυτών είναι επίσης βάσιμη.

–       Επί της αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων ανάλογα με τον χρόνο κατάρτισής τους

225. Τρίτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι σκέψεις 1017 και 1024 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχουν νομικές πλημμέλειες καθ’ όσον κρίθηκε με αυτές ότι η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 (104) και η προσωρινή διαταγή που εκδόθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2006 στο Ηνωμένο Βασίλειο εις βάρος της Krka (105) είχαν μεταβάλει ουσιωδώς το πλαίσιο εντός του οποίου είχαν συναφθεί οι συμφωνίες Krka, ιδίως όσον αφορά την αντίληψη της Krka και της Servier για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Για τον λόγο αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ιδίως στις σκέψεις 1017, 1018 και 1024 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι έγγραφα μεταγενέστερα από τα γεγονότα αυτά ήταν καταλληλότερα για την εκτίμηση των προθέσεων των μερών από εκείνα που είχαν καταρτιστεί πριν από τα εν λόγω γεγονότα.

226. Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στα σημεία 101 έως 108 και 114 έως 123 των παρουσών προτάσεων, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τα συμπεράσματα αυτά του Γενικού Δικαστηρίου ήταν αποτέλεσμα μερικής ή και επιλεκτικής εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή και της προδήλως εσφαλμένης εκτίμησης ή και παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο.

–       Επί της αποδεικτικής ισχύος των μεταγενέστερων δηλώσεων

227. Τέταρτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές που διέπουν την εκτίμηση των αποδείξεων προσδίδοντας, στις σκέψεις 999, 1000 και 1010 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, μεγαλύτερη βαρύτητα στις δηλώσεις που κατέθεσε η Krka μετά τη σύναψη των συμφωνιών Krka παρά στα σύγχρονα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στις σκέψεις 1015 έως 1024 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Η βασιμότητα της κριτικής αυτής ήδη αναγνωρίστηκε στα σημεία 109 έως 113 των παρουσών προτάσεων.

–       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

228. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης βάσιμος. Εντούτοις, λόγω των όσων εκτέθηκαν στα σημεία 133, 134, 178 και 210 των παρουσών προτάσεων μετά την εξέταση του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να εξεταστούν και οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως που αφορούν το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο των συμφωνιών Krka.

v)      Επί της συνεκτιμήσεως των θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης (πέμπτος λόγος αναιρέσεως)

229. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα στις σκέψεις 1007 έως 1009 και 1031 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη τα θετικά αποτελέσματα της παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης στα επτά κράτη μέλη της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης στα οποία είχε εφαρμογή η άδεια αυτή.

230. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, η Επιτροπή προσδιορίζει με σαφήνεια τα σφάλματα που προσάπτει σχετικώς στο Γενικό Δικαστήριο, οπότε ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

231. Στις σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που πλήττονται με τον συγκεκριμένο λόγο αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε συμβάλει στην είσοδο ή στην παραμονή της Krka στις επτά αγορές που κάλυπτε η άδεια εκμετάλλευσης. Επομένως, η συμφωνία αυτή είχε θετικό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση, κατά την οποία η Krka μπορούσε να παραμείνει ή να εισέλθει στην αγορά μόνο με κίνδυνο, κατά μείζονα λόγο διότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 είχε επικυρωθεί από τις αρμόδιες αρχές και υπήρχε σημαντικός, κατά την αντίληψη της Krka, κίνδυνος να κριθεί ότι το προϊόν της προσέβαλλε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

232. Εντούτοις, το εν λόγω προβαλλόμενο θετικό αποτέλεσμα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka συνιστούσαν συμφωνίες κατανομής της αγοράς και, ως εκ τούτου, περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

233. Αφενός, όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή, με το άρθρο 4 της επίδικης αποφάσεως η διαπίστωση της παραβάσεως όσον αφορά τις Servier και Krka περιορίστηκε στις 18/20 αγορές της Ένωσης που κάλυπτε η συμφωνία διακανονισμού Krka, ενώ δεν διαπιστώθηκε παράβαση στις επτά αγορές που κάλυπτε η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka (βλ. σημείο 39 των παρουσών προτάσεων). Ωστόσο, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, και όπως η ίδια επισήμανε στην αιτιολογική σκέψη 1755 της επίδικης αποφάσεως, η είσοδος ή εξακολούθηση της παρουσίας της Krka στα επτά αυτά κράτη μέλη, περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 1007 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν μεταβάλλει ούτε δικαιολογεί το γεγονός ότι η Krka εξαλείφθηκε ως πηγή δυνητικού ανταγωνισμού στις 18/20 αγορές που καλύπτονταν από τη συμφωνία διακανονισμού Krka.

234. Στο πλαίσιο αυτό, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Servier, η νομολογία των αποφάσεων Consten και Grundig κατά Επιτροπής (106) και MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (107), τις οποίες μνημονεύει η Επιτροπή, είναι, mutatis mutandis, εφαρμοστέα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μιας συμφωνίας σε μια συγκεκριμένη αγορά δεν μπορούν να «αντισταθμίσουν» τα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα της συμφωνίας αυτής σε άλλη αγορά.

235. Αφετέρου, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στις αγορές που αυτή αφορά, προς τον σκοπό της συνολικής αξιολόγησης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, τα αποτελέσματα αυτά δεν είναι ικανά να κλονίσουν τη διαπίστωση ότι οι συμφωνίες αυτές συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

236. Συγκεκριμένα, είναι μεν αληθές ότι το Δικαστήριο δέχθηκε, στην απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (108), ότι, όταν τα μέρη μιας συμφωνίας όπως οι επίμαχες εν προκειμένω επικαλούνται τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που αυτή συνεπάγεται, τα αποτελέσματα αυτά πρέπει, ως στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η συμφωνία αυτή, να λαμβάνονται δεόντως υπόψη για τον χαρακτηρισμό της ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», στο μέτρο που μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη συνολική εκτίμηση του αρκούντως επιζήμιου για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της σχετικής συμπαιγνιακής πρακτικής, και, κατά συνέπεια, τον χαρακτηρισμό της ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου».

237. Πλην όμως, το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης στην ίδια απόφαση ότι τέτοια φερόμενα ως θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση ότι υπάρχει περιορισμός ως εκ του αντικειμένου μόνον εφόσον είναι αποδεδειγμένα, ασκούν επιρροή, προσιδιάζουν στην οικεία συμφωνία και είναι αρκούντως σημαντικά ώστε να εγείρονται εύλογες αμφιβολίες ως προς τον αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της οικείας συμφωνίας φιλικού διακανονισμού και, ως εκ τούτου, ως προς το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο αυτής. Το Δικαστήριο συνέχισε επισημαίνοντας ότι τούτο δεν συνέβαινε στην περίπτωση συμφωνίας η οποία καθιστούσε δυνατή την ελεγχόμενη είσοδο εταιρίας γενοσήμων στην αγορά, σε συνεννόηση με τον δικαιούχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας με σκοπό την αναδιοργάνωση της σχετικής αγοράς, και η οποία δεν προκαλούσε ανταγωνιστική πίεση στον εν λόγω δικαιούχο, εξασφάλιζε δε στους καταναλωτές ελάχιστα, αν όχι αβέβαια, πλεονεκτήματα (109).

238. Στην προκειμένη περίπτωση, η είσοδος της Krka στις επτά αγορές που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης δεν συνεπαγόταν, ούτε αυτή, σημαντική ανταγωνιστική πίεση στη Servier (σημείο 201 των παρουσών προτάσεων). Επιπλέον, η είσοδος αυτή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εν τοις πράγμασι δυοπωλίου μεταξύ Servier και Krka, σκοπός του οποίου ήταν να αποφευχθεί η πτώση των τιμών την οποία θα προκαλούσε το άνοιγμα της αγοράς κατά την ανεξάρτητη είσοδο των γενοσήμων σε αυτήν. Συνεπώς, η εν λόγω ελεγχόμενη αναδιοργάνωση της αγοράς παρέσχε στη Servier και στην Krka τη δυνατότητα να διατηρήσουν πολύ υψηλότερες τιμές και πολύ υψηλότερα μερίδια αγοράς απ’ ό,τι θα είχαν σε περίπτωση ανεξάρτητου ανοίγματος της αγοράς στα γενόσημα προϊόντα (σημεία 155 έως 158 των παρουσών προτάσεων). Επομένως, τα πλεονεκτήματα για τους καταναλωτές από την είσοδο ή την εξακολούθηση της παρουσίας της Krka στις αγορές που αφορούσε η άδεια εκμετάλλευσης ήταν περιορισμένα σε σχέση με τα πλεονεκτήματα που θα απέφερε το ανεξάρτητο άνοιγμα των αγορών αυτών στα γενόσημα σκευάσματα.

239. Επιπλέον, τα εθνικά αντίστοιχα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 δεν είχαν ακόμη χορηγηθεί σε ορισμένες από τις εν λόγω αγορές, οπότε η Krka δεν χρειαζόταν άδεια για να εισέλθει ή να παραμείνει στις αγορές αυτές. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης είχε το ευεργετικό αποτέλεσμα ότι η Krka απέφευγε τον κίνδυνο μελλοντικής αντιδικίας, στην περίπτωση που θα χορηγούνταν στη Servier διπλώματα ευρεσιτεχνίας στις αγορές αυτές στο μέλλον (σκέψεις 1008 και 1027 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Από τις ως άνω εκτιμήσεις προκύπτει ότι τα φερόμενα ως θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ήταν όχι μόνον περιορισμένα, αλλά και υποθετικά και αβέβαια.

240. Τέλος, στην προκειμένη περίπτωση, όπως και στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ., η ελεγχόμενη, και κατόπιν συνεννόησης με τον κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας, είσοδος εταιρίας παραγωγής γενοσήμων στην αγορά πραγματοποιήθηκε με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη από την εταιρία αυτή των προσπαθειών της για ανεξάρτητη είσοδο στην εν λόγω αγορά. Όπως υπογράμμισα στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως εκείνης, η παροχή κάποιων ελαχίστων πλεονεκτημάτων στους καταναλωτές λόγω μιας μικρής μειώσεως των τιμών δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο μιας συμφωνίας η οποία έχει εξάλλου ως σκοπό την εξάλειψη της λειτουργίας του ανταγωνισμού σε σχέση με συγκεκριμένο προϊόν ή σε συγκεκριμένη αγορά (110).

241. Στο πλαίσιο αυτό, το «ανταγωνιστικό» σενάριο προς το οποίο πρέπει να συγκριθεί η κατάσταση εναρμόνισης που διαμορφώθηκε βάσει των συμφωνιών δεν είναι εκείνο της βέβαιης αυτόνομης εισόδου των παρασκευαστών γενόσημων στην αγορά, αλλά εκείνο της συνέχισης των προσπαθειών τους προς τούτο, με βάση την ανεξάρτητη αξιολόγηση των αντίστοιχων κινδύνων και ευκαιριών. Ως εκ τούτου, το ότι η κατόπιν συνεννόησης μεταξύ του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και της εταιρίας γενοσήμων είσοδος είναι βέβαιη, ενώ το σενάριο μιας ανεξάρτητης εισόδου εξαρτάται από την αβέβαιη έκβαση της σχετικής με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αντιδικίας, δεν μπορεί να σημαίνει ότι η ελεγχόμενη είσοδος είναι κατ’ ανάγκην το «καλύτερο σενάριο» από την άποψη του ανταγωνισμού. Πράγματι, αυτό που έχει σημασία δεν είναι η με οποιοδήποτε τίμημα είσοδος των γενοσήμων στην αγορά, αλλά το κατά πόσον η είσοδος αυτή πραγματοποιείται ή όχι λόγω της ελεύθερης λειτουργίας του ανταγωνισμού και όχι λόγω συνεννοήσεως των μερών η οποία υποκαθιστά τη λειτουργία αυτή (111).

242. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την εκτίμηση των συνεπειών που συνεπάγονται τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka για τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, πρέπει επίσης να γίνει δεκτός.

vi)    Επί της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka (έκτος λόγος αναιρέσεως)

243. Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος είναι ο τελευταίος που αφορά τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα με το να μην αναγνωρίσει τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η οποία συνήφθη στις 5 Ιανουαρίου 2007, δηλαδή δύο περίπου μήνες μετά τη σύναψη των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στις 27 Οκτωβρίου 2006.

244. Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 59 των παρουσών προτάσεων, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε καταστήσει δυνατή την ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης των Servier και Krka όπως αυτή απέρρεε από την κατανομή των αγορών που καθιέρωνε το σύνολο των συμφωνιών Krka, εμποδίζοντας την Krka να παραχωρήσει την ανταγωνιστική τεχνολογία της σχετικά με την παραγωγή περινδοπρίλης σε άλλες εταιρίες παραγωγής γενοσήμων. Δεδομένου ότι η καταβολή του ποσού των 30 εκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής δεν είχε καμία σύνδεση με τα αναμενόμενα ή πραγματοποιηθέντα έσοδα της Servier από την εμπορική εκμετάλλευση της μεταβιβασθείσας από την Krka τεχνολογίας, η πληρωμή αυτή θεωρήθηκε από την Επιτροπή ότι αποτελούσε μερίδιο της προσόδου που δημιουργήθηκε από την κατανομή των αγορών μεταξύ Servier και Krka (112).

245. Από την πλευρά του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 1053, 1054 και 1059 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, εφόσον η Επιτροπή είχε στηρίξει τη διαπίστωσή της σχετικά με την ύπαρξη περιορισμού ως εκ του αντικειμένου λόγω της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, στην προηγούμενη διαπίστωσή της σχετικά με την ύπαρξη περιορισμού ως εκ του αντικειμένου λόγω των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, και εφόσον η τελευταία αυτή διαπίστωση είχε ακυρωθεί από το Γενικό Δικαστήριο, για τον λόγο αυτόν έπρεπε να ακυρωθεί και η διαπίστωση που αφορούσε το περιοριστικό αντικείμενο της εν λόγω συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης.

246. Ωστόσο, κατά την ως άνω πραγματοποιηθείσα εξέταση των πέντε πρώτων λόγων αναιρέσεως, έγινε δεκτό ότι οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είναι εσφαλμένες και ότι η Επιτροπή ορθώς είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες αυτές συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

247. Ως εκ τούτου, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, τα συμπεράσματα που συνήγαγε το Γενικό Δικαστήριο από τις διαπιστώσεις αυτές όσον αφορά τη συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ερείδονται επί εσφαλμένης παραδοχής.

248. Πέραν αυτού, η Επιτροπή επίσης βασίμως υποστηρίζει ότι οι κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, οι οποίες εκτίθενται στις σκέψεις 1041 έως 1060 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένες, καθόσον δεν εξηγούνται στις σκέψεις αυτές οι λόγοι για τους οποίους οι αιτιολογικές σκέψεις 1764 έως 1810 της επίδικης αποφάσεως, οι οποίες αφορούν την εν λόγω συμφωνία και οι οποίες δεν εξετάστηκαν καν από το Γενικό Δικαστήριο, είναι εσφαλμένες.

249. Επομένως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος ανάγεται σε νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την ανάλυση του αντικειμένου της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, πρέπει επίσης να γίνει δεκτός.

3)      Συμπέρασμα σχετικά με το αντικείμενο των συμφωνιών Krka

250. Από το σύνολο όσων εκτέθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου έως και έκτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής (σημεία 69 έως 249 των παρουσών προτάσεων), προκύπτει ότι η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι συμφωνίες Krka δεν έπρεπε να χαρακτηριστούν ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (σκέψεις 1032, 1060 και 1233 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), στηρίζεται σε νομικώς εσφαλμένη ανάλυση και για τον λόγο αυτό πρέπει να αναιρεθεί.

251. Βάσει του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

252. Από την εξέταση του πρώτου έως και του έκτου λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι τούτο συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση όσον αφορά τη διαπίστωση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου των συμφωνιών Krka. Από την εξέταση αυτή προκύπτει ότι ο ένατος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, στον οποίο στηρίζεται η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψεις 910 έως 942 και 1033 έως 1040 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), δεν μπορεί να ανατρέψει τη διαπίστωση της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 1756, 1810 και 1812 της επίδικης αποφάσεως, ότι οι εν λόγω συμφωνίες συνιστούσαν ενιαία και διαρκή δραστηριότητα η οποία είχε ως αντικείμενο την κατανομή και τον καταμερισμό των αγορών περινδοπρίλης στην Ένωση μεταξύ της Servier και της Krka, παρέχοντας στην Krka τη δυνατότητα να συνεχίσει να εμπορεύεται ή να θέσει σε κυκλοφορία στην αγορά γενόσημη περινδοπρίλη στο πλαίσιο εν τοις πράγμασι δυοπωλίου με τη Servier σε επτά κράτη μέλη ως ανταμοιβή για την εκ μέρους της δέσμευση να μη διεξάγει ανταγωνισμό κατά της Servier στις υπόλοιπες 18/20 αγορές της Ένωσης.

253. Επομένως, το Δικαστήριο δύναται να εκδικάσει την υπόθεση και να απορρίψει τον ένατο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier όσον αφορά το αντικείμενο των συμφωνιών Krka, όπερ συνεπάγεται την επικύρωση της επίδικης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό.

β)      Επί του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος (έβδομος λόγος αναιρέσεως)

254. Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σειρά νομικών σφαλμάτων κατά την εξέταση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων των συμφωνιών Krka.

255. Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο και το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα μιας συμφωνίας αποτελούν όχι σωρευτικές, αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της απαγόρευσης που θεσπίζει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Μια συμφωνία απαγορεύεται, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματά της, εφόσον το αντικείμενό της είναι αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας παρέλκει όταν αποδεικνύεται ότι αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (113).

256. Κατά συνέπεια, εφόσον, εν προκειμένω, το Δικαστήριο αναγνωρίσει, σύμφωνα με τις ως άνω εκτιμήσεις και το συμπέρασμα που εκτέθηκε στα σημεία 252 και 253 των παρουσών προτάσεων, ότι υπήρξαν εσφαλμένες οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου ότι το αντικείμενο των συμφωνιών Krka δεν ήταν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, και ότι, ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή χαρακτήρισε το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών ως αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, παρέλκει η εξέταση του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των εν λόγω συμφωνιών.

257. Παρά ταύτα, θα εξετάσω, χάριν πληρότητας, και αυτόν τον λόγο αναιρέσεως.

258. Πριν από την εξέταση αυτή (2), είναι χρήσιμο να εκτεθεί εν συντομία με ποιον τρόπο αναλύθηκαν τα εν λόγω αποτελέσματα τόσο από την Επιτροπή στην επίδικη απόφαση όσο και από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (1).

1)      Η ανάλυση των αποτελεσμάτων των συμφωνιών Krka στην επίδικη και στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

i)      Επίδικη απόφαση

259. Στις αιτιολογικές σκέψεις 1214 έως 1218 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή εξέθεσε ότι, για την εκτίμηση των περιοριστικών αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες αυτή παράγει τα αποτελέσματά της και ότι η εξέταση των συνθηκών του ανταγωνισμού σε δεδομένη αγορά πρέπει να στηρίζεται όχι μόνο στον υφιστάμενο ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι ήδη παρούσες στη σχετική αγορά, αλλά και στον δυνητικό ανταγωνισμό. Κατά την Επιτροπή, η ίδια όφειλε, εν προκειμένω, να εξετάσει τα αποτελέσματα των συμφωνιών φιλικού διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών Krka, επί του δυνητικού ανταγωνισμού, εφόσον είχαν επηρεάσει τα κίνητρα των ανταγωνιστικών προς τη Servier εταιριών γενοσήμων να προετοιμαστούν για την είσοδό τους σε μία ή περισσότερες αγορές της Ένωσης.

260. Στις αιτιολογικές σκέψεις 1219 και 1220 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι η αξιολόγηση των συγκεκριμένων περιοριστικών αποτελεσμάτων που είχαν οι συμφωνίες διακανονισμού επί του δυνητικού ανταγωνισμού, προκαλώντας την εξάλειψη των εταιριών γενοσήμων ως δυνητικών ανταγωνιστών, αλλά και επί της δομής του ανταγωνισμού στις επίμαχες αγορές, έπρεπε να πραγματοποιηθεί βάσει των πραγματικών περιστατικών κατά τον χρόνο συνάψεως των εν λόγω συμφωνιών διακανονισμού, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη και τον τρόπο με τον οποίο τέθηκαν στην πράξη σε εφαρμογή οι συμφωνίες αυτές. Πράγματι, ο χαρακτηρισμός μιας παραβάσεως δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να εξαρτάται από μεταγενέστερες εξελίξεις όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά. Κατά την Επιτροπή, όταν επίμαχο είναι το ζήτημα της εξάλειψης του δυνητικού ανταγωνισμού, «η εξέταση του τι πραγματικά συνέβη μπορεί να έχει μικρή σχέση με ό,τι θα είχε πιθανώς συμβεί εάν δεν υπήρχε η συμφωνία». Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η συμφωνία μεταβάλλει σημαντικά τα κίνητρα ενός μέρους ή και των δύο να συνεχίσουν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους.

261. Στις αιτιολογικές σκέψεις 1221 και 1226 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή επισήμανε ότι τα περιοριστικά αποτελέσματα μιας συμφωνίας έπρεπε να αξιολογηθούν σε σύγκριση με το πραγματικό οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου θα λειτουργούσε ο ανταγωνισμός εάν δεν υπήρχε η συμφωνία, πράγμα που απαιτούσε να εξεταστεί ο βαθμός ανταγωνισμού μεταξύ των μερών και ο ανταγωνισμός των τρίτων, ιδίως ο πραγματικός και ο δυνητικός ανταγωνισμός που θα υφίστατο ελλείψει των συμφωνιών, καθώς και η ανταγωνιστική συμπεριφορά που θα μπορούσαν να έχουν υιοθετήσει οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων σε μια τέτοια κατάσταση.

262. Όσον αφορά τις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες των εταιριών παραγωγής γενοσήμων να εισέλθουν στις σχετικές αγορές και να ασκήσουν ανταγωνισμό κατά της Servier, η Επιτροπή παρέπεμψε στην εκ μέρους της εξέταση του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Servier και των εταιριών παραγωγής γενοσήμων, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του αντικειμένου των συμφωνιών (αιτιολογική σκέψη 1222 της επίδικης αποφάσεως).

263. Τέλος, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι θα εξέταζε επίσης τα περιοριστικά αποτελέσματα των συμφωνιών αυτών επί της δομής του ανταγωνισμού, αναλύοντας, μεταξύ άλλων, την ισχύ των μερών στην αγορά και το ζήτημα κατά πόσον υπήρχαν άλλες πηγές ανταγωνισμού για τη Servier, ζήτημα που είναι κρίσιμο όταν η αγορά στερείται ενός νεοεισερχομένου (αιτιολογικές σκέψεις 1223 έως 1227 της επίδικης αποφάσεως).

264. Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 1228 έως 1240 της επίδικης αποφάσεως, μεταξύ άλλων, ότι οι ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκούνταν από άλλα φάρμακα στην περινδοπρίλη ήταν περιορισμένης αποτελεσματικότητας, σε αντίθεση με την πίεση που αναμενόταν ότι θα δεχθεί (και εν τέλει δέχθηκε) από τα γενόσημα σκευάσματα περινδοπρίλης. Κατά την Επιτροπή, αυτή η ανταγωνιστική πίεση που ασκούσαν τα γενόσημα σκευάσματα περινδοπρίλης ήταν κρίσιμη, δεδομένου ότι οι υπό εξέταση πρακτικές αποσκοπούσαν στην εξουδετέρωση αυτής ακριβώς της πίεσης. Συγκρινόμενες με την ανταγωνιστική πίεση από τα γενόσημα, οι λοιπές πιέσεις που δεχόταν η περινδοπρίλη δεν επαρκούσαν για την άσκηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

265. Επομένως, η εξάλειψη της ανταγωνιστικής πίεσης από τα γενόσημα είχε σημαντικές επιπτώσεις από την άποψη των συνολικών δαπανών των καταναλωτών για την αγορά περινδοπρίλης. Σε περίπτωση μη εισόδου των γενοσήμων στην αγορά, η Servier δεν θα αντιμετώπιζε αποτελεσματικό ανταγωνισμό, δεδομένου ότι, πέραν των γενοσήμων της περινδοπρίλης, δεν υπήρχε άλλη πηγή σημαντικής πίεσης για τη Servier. Στο μέτρο δε που η δυνατότητα της Servier να διατηρήσει υπερανταγωνιστικές τιμές συνδεόταν με τις συμφωνίες διακανονισμού που είχε συνάψει με τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, μπορούσε επίσης να καταδειχθεί ότι οι συμφωνίες αυτές είχαν άμεσα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα (αιτιολογικές σκέψεις 1240 έως 1243 της επίδικης αποφάσεως).

266. Στις αιτιολογικές σκέψεις 1244 έως 1269 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε ότι, κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών μεταξύ της Servier και των εταιριών παραγωγής γενοσήμων, η δομή της αγοράς χαρακτηριζόταν από περιορισμένο αριθμό εταιριών γενοσήμων που προετοιμάζονταν να εισέλθουν στην αγορά. Πέραν των μερών που συνήψαν τις εν λόγω συμφωνίες με τη Servier, υπήρχαν μόνο δύο ακόμη παρασκευαστές γενοσήμων που συνιστούσαν άμεση απειλή για τη Servier. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπό τις συνθήκες αυτές, η εξάλειψη και ενός μόνον ανταγωνιστή περιόριζε σημαντικά την πιθανότητα πραγματικής και έγκαιρης εισόδου των γενόσημων σκευασμάτων στην αγορά.

267. Εν συνεχεία, η Επιτροπή εξέτασε, στις αιτιολογικές σκέψεις 1813 έως 1850 (μετά το τμήμα 5.5) της επίδικης αποφάσεως, το ζήτημα αν οι συμφωνίες Krka συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, εξέταση η οποία αφορούσε μόνο τις αγορές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου.

268. Κατά την Επιτροπή, η Krka ήταν δυνητικός ανταγωνιστής της Servier στις τρεις αυτές αγορές και είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθει στις αγορές αυτές σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Krka ήταν ήδη παρούσα ως προμηθεύτρια περινδοπρίλης σε πέντε γεωγραφικές αγορές και προετοιμαζόταν να εισέλθει σε πολλές άλλες αγορές, γεγονός που καταδείκνυε τις προθέσεις της επ’ αυτού. Επιπλέον, η Krka ήταν σε θέση να εισέλθει στις αγορές στις οποίες δεν ήταν ήδη παρούσα ως προμηθεύτρια εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, δεδομένου ότι είχε ολοκληρώσει την ανάπτυξη του προϊόντος της. Επίσης, η Krka προετοίμαζε ενεργά το έδαφος για το προϊόν της μέσω ένδικης διαδικασίας που κίνησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν δε πεπεισμένη για την ακυρότητα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 (αιτιολογική σκέψη 1820 της επίδικης αποφάσεως).

269. Οι συμφωνίες Krka, παρέχοντας κίνητρο στην Krka ώστε να δεσμευθεί ότι δεν θα εισέλθει στις εν λόγω αγορές, είχαν ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των εν λόγω δυνατοτήτων εισόδου στην αγορά της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου. Εάν δεν υπήρχαν οι συμφωνίες Krka, η Krka θα εξακολουθούσε να αποτελεί ανταγωνιστική απειλή ως δυνητικώς νεοεισερχόμενη στις αγορές αυτές με σκευάσματα περινδοπρίλης (αιτιολογικές σκέψεις 1824 έως 1834 της επίδικης αποφάσεως).

270. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι, κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών Krka, η Krka αποτελούσε μία από τις πλέον άμεσες απειλές για τη Servier (αιτιολογικές σκέψεις 1843 και 1849 της επίδικης αποφάσεως) και ότι, λαμβανομένης υπόψη της δομής της αγοράς, η εξάλειψη ενός και μόνον ανταγωνιστή περιόριζε σημαντικά την πιθανότητα πραγματικής και έγκαιρης εισόδου γενοσήμων στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 1844 της επίδικης αποφάσεως), τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι η Krka ήταν επίσης δυνητικός προμηθευτής προϊόντων με βάση την περινδοπρίλη για τις άλλες εταιρίες γενοσήμων (αιτιολογική σκέψη 1848 της επίδικης αποφάσεως).

271. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες Krka είχαν ως αποτέλεσμα τον σημαντικό περιορισμό του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Servier και των εταιριών γενοσήμων (αιτιολογική σκέψη 1850 της επίδικης αποφάσεως).

ii)    Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

272. Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον δέκατο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Servier πρωτοδίκως, ο οποίος αφορούσε τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, στις σκέψεις 1075 έως 1232 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

273. Σε πρώτο στάδιο, το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε την προσέγγιση της Επιτροπής σχετικά με τον περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, η οποία συνοψίσθηκε στις σκέψεις 259 έως 263 των παρουσών προτάσεων, ως «υποθετική», για τον λόγο ότι στηριζόταν σε υποθέσεις ή «ενδεχόμενα» και όχι στην πραγματική εξέλιξη των γεγονότων (σκέψεις 1078 έως 1104 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

274. Από την άλλη πλευρά, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η νομολογία κατά την οποία η ανάλυση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας περιλαμβάνει και τα δυνητικά αποτελέσματά της δεν έχει εφαρμογή όταν πρόκειται για συμφωνία η οποία έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή και έχει επιβληθεί κύρωση γι’ αυτήν από την Επιτροπή (σκέψεις 1107 έως 1133 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

275. Σε δεύτερο στάδιο, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, στις σκέψεις 1140 έως 1217 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε σφάλμα εκτιμήσεως καθ’ όσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες Krka είχαν χαρακτήρα περιορισμών του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος.

276. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 1142 έως 1187 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της ρήτρας μη εμπορίας που περιείχε η συμφωνία διακανονισμού Krka. Η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει, μεταξύ άλλων, ότι, εάν δεν υπήρχε η εν λόγω συμφωνία, η Krka θα είχε πιθανώς εισέλθει στις αγορές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου. Συναφώς, η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι η Krka αναγνώριζε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Όσον αφορά την αναγνώριση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 1148 έως 1169 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις ίδιες εκτιμήσεις με εκείνες στις οποίες στηρίχθηκε κατά την εξέταση του αντικειμένου των συμφωνιών Krka, οι οποίες ήδη αναλύθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως (114).

277. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή, επικαλούμενη μόνον την «ανταγωνιστική απειλή» που θα συνέχιζε να αποτελεί η Krka, δεν είχε αποδείξει ότι ο ανταγωνισμός, όπως θα διεξαγόταν χωρίς την ύπαρξη της συμφωνίας, θα ήταν πιθανώς πιο ανοικτός. Επιπλέον, η Επιτροπή όφειλε να διευκρινίσει τα πιθανά αποτελέσματα που θα είχε, ιδίως για τις τιμές, την παραγωγή, την ποιότητα ή την ποικιλία των προϊόντων, ή ακόμη για την καινοτομία, η «ανταγωνιστική απειλή» που θα εξακολουθούσε να ασκεί η Krka στη Servier αν δεν υφίσταντο οι συμφωνίες διακανονισμού Krka (σκέψεις 1174 έως 1179 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

278. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 1192 έως 1213 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της ρήτρας μη αμφισβήτησης που περιείχε η συμφωνία φιλικού διακανονισμού. Η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει, μεταξύ άλλων, ότι, ελλείψει της εν λόγω συμφωνίας, η συνέχιση των ενδίκων διαφορών μεταξύ της Krka και της Servier θα είχε πιθανώς, ή έστω ευλόγως, οδηγήσει σε ταχύτερη ή πληρέστερη ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η παραίτηση της Krka από τις διαδικασίες που είχε κινήσει, ήτοι από τη διαδικασία ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου (115) και τη διαδικασία ενώπιον του ΕΓΔΕ (116), δεν είχε συνέπειες ως προς την εξάλειψη του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Από γεγονότα μεταγενέστερα της συνάψεως της συμφωνίας, ήτοι από την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 στο Ηνωμένο Βασίλειο στην ένδικη διαδικασία μεταξύ της Servier και της Apotex (117) και από την ανάκληση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 από το τεχνικό συμβούλιο προσφυγών του ΕΓΔΕ (118), καταδεικνύεται ότι, εν πάση περιπτώσει, η ακύρωση του διπλώματος αυτού επήλθε ανεξάρτητα από τις διαδικασίες που είχε κινήσει η Krka. Η δε Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η συνέχιση των διαδικασιών αυτών θα είχε ως αποτέλεσμα να ακυρωθεί το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας νωρίτερα ή πληρέστερα (σκέψεις 1194 έως 1207 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

279. Τέλος, τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 1214 και 1215 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή επίσης δεν είχε αποδείξει τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka.

280. Σε τρίτο στάδιο, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 1219 έως 1232 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα με το να μη λάβει υπόψη την πραγματική εξέλιξη των γεγονότων, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς της, και με το να στηρίξει την περιγραφή της για πώς θα είχε λειτουργήσει ο ανταγωνισμός απουσία των συμφωνιών σε υποθέσεις ή σε ενδεχόμενα.

281. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι οι συμφωνίες Krka συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος και έκανε δεκτό τον δέκατο λόγο ακυρώσεως που είχε προβάλει η Servier πρωτοδίκως (σκέψεις 1217 και 1232 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

2)      Ο λόγος αναιρέσεως που αφορά τα αποτελέσματα των συμφωνιών Krka

282. Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες συνοψίσθηκαν στις σκέψεις 272 έως 281 των παρουσών προτάσεων, ενέχουν σειρά νομικών σφαλμάτων.

283. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε στις σκέψεις 1128, 1178, 1179 και 1227 έως 1231 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κρίνοντας ότι το πραγματικό αποτέλεσμα περιορισμού του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ Servier και Krka δεν αρκούσε για να αποδειχθεί ότι οι συμφωνίες Krka συνιστούσαν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος. Η Επιτροπή θεωρεί ότι απέδειξε ότι, κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών αυτών, η Krka διέθετε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά, τις οποίες εξάλειψαν οι εν λόγω συμφωνίες, πράγμα που είναι σύμφωνο με την αντίστροφη ανάλυση που απαιτεί η νομολογία. Δεν επιβαλλόταν δε η αλλαγή της εν λόγω μεθόδου αποδείξεως επειδή η υπό κρίση περίπτωση αφορούσε διπλώματα ευρεσιτεχνίας και δεν μπορούσε να προβλεφθεί η έκβαση των σχετικών με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ενδίκων διαφορών.

284. Επομένως, εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1123, 1160, 1161, 1165, 1168, 1169, 1173, 1174, 1178, 1179, 1183, 1204, 1206, 1207, 1209, 1221, 1226, και 1231 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι, απουσία των συμφωνιών Krka, η Krka θα είχε πιθανώς εισέλθει στις τρεις σχετικές αγορές «με κίνδυνο», καθώς και ότι όφειλε να προσδιορίσει συγκεκριμένα τα πιθανά αποτελέσματα που θα είχε η «ανταγωνιστική απειλή» που θα συνέχιζε να ασκεί η Krka, επί των τιμών και των λοιπών παραμέτρων του ανταγωνισμού. Ομοίως, κατ’ εσφαλμένη κρίση το Γενικό Δικαστήριο απαίτησε, στις σκέψεις 1198 έως 1207 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από την Επιτροπή να αποδείξει ότι η συνέχιση των εκκρεμών ενδίκων διαφορών από την Krka, από τις οποίες αυτή παραιτήθηκε λόγω των συμφωνιών Krka, θα καθιστούσε δυνατή ταχύτερη ή πληρέστερη ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

285. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, στις σκέψεις 1107 έως 1128 και 1225 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κάνοντας διάκριση μεταξύ συμφωνιών που έχουν τεθεί σε εφαρμογή και συμφωνιών που δεν έχουν τεθεί σε εφαρμογή για τους σκοπούς της ανάλυσης των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων, και κρίνοντας ότι η νομολογία που αφορά τη συνεκτίμηση των δυνητικών αποτελεσμάτων δεν είχε εφαρμογή εφόσον οι συμφωνίες είχαν τεθεί σε εφαρμογή.

286. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, στις σκέψεις 1130, 1151, 1170, 1181, 1210 και 1219 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, απαιτώντας από αυτήν να λάβει υπόψη, για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας, το σύνολο των πραγματικών εξελίξεων που είχαν επέλθει πριν από την έκδοση της αποφάσεώς της. Αντιθέτως, ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρας μιας συμφωνίας πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο της συνάψεώς της.

287. Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα και παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία κρίνοντας, στις σκέψεις 1148 έως 1170 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, απουσία των συμφωνιών Krka, η Krka πιθανώς δεν θα είχε εισέλθει στις επίμαχες αγορές λόγω του ότι είχε αναγνωρίσει το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

i)      Επί της αντίστροφης ανάλυσης

288. Για την εξέταση των αιτιάσεων αυτών, πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μιας συμφωνίας μπορούν να είναι τόσο πραγματικά όσο και δυνητικά (119).

289. Για να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα αυτά, πρέπει να εξετασθεί η λειτουργία του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου όπου θα διεξαγόταν εάν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία (120).

290. Προς τούτο, πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη η φύση και η ποσότητα, περιορισμένη ή μη, των προϊόντων που καλύπτονται από τη συμφωνία, η θέση και η σημασία των συμβαλλομένων μερών στην αγορά των οικείων προϊόντων, ο μεμονωμένος χαρακτήρας της επίμαχης συμφωνίας ή, αντίθετα, η θέση της τελευταίας εντός ενός συνόλου συμφωνιών. Συναφώς, η ύπαρξη παρεμφερών συμβάσεων, καίτοι δεν είναι οπωσδήποτε καθοριστική, αποτελεί εντούτοις περίσταση η οποία δύναται, από κοινού με άλλες, να αποτελέσει το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να αξιολογείται η συμφωνία (121).

291. Το σενάριο που εξετάζεται με βάση την υπόθεση μη σύναψης της επίμαχης συμφωνίας πρέπει να είναι ρεαλιστικό. Υπό το πρίσμα αυτό, επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη πιθανές εξελίξεις που θα προκαλούνταν στην αγορά σε περίπτωση απουσίας της συμφωνίας αυτής (122).

292. H εκτίμηση των περιοριστικών αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας είναι, μεταξύ άλλων, δυνατόν να στηριχθεί στον δυνητικό ανταγωνισμό που αντιπροσωπεύει ένας δυνητικώς νεοεισερχόμενος ο οποίος εξαλείφθηκε με τη συμφωνία αυτή, καθώς και στη δομή της σχετικής αγοράς (123).

293. Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, σε περίπτωση όπως η επίμαχη εν προκειμένω διότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Generics (UK) κ.λπ., η απόδειξη του αντίστροφου σεναρίου δεν προϋποθέτει καμία οριστική διαπίστωση σχετικά με τις πιθανότητες επιτυχίας της εταιρίας γενοσήμων στη διαδικασία χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή σχετικά με την πιθανότητα συνάψεως λιγότερο περιοριστικής συμφωνίας (124).

294. Πράγματι, το αντίστροφο σενάριο έχει ως αποκλειστικό σκοπό να διαπιστωθούν οι ρεαλιστικές δυνατότητες συμπεριφοράς που θα είχε η εταιρία αυτή εάν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία και να προσδιοριστεί ο πιθανός τρόπος λειτουργίας της αγοράς καθώς και η δομή της ελλείψει της συμφωνίας αυτής (125). Καίτοι το εν λόγω αντίστροφο σενάριο δεν είναι δυνατόν να μην επηρεάζεται από τις πιθανότητες να δικαιωθεί η εταιρία παραγωγής γενοσήμων στη διαδικασία χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ακόμη από την πιθανότητα συνάψεως λιγότερο περιοριστικής συμφωνίας, εντούτοις τα στοιχεία αυτά αποτελούν μόνο μερικά στοιχεία μεταξύ άλλων που πρέπει να συνεκτιμώνται προκειμένου να προσδιορισθεί πώς θα λειτουργούσε πιθανώς η αγορά και ποια θα ήταν η δομή της, εάν δεν είχε συναφθεί η επίμαχη συμφωνία (126).

295. Κατά συνέπεια, προκειμένου να αποδείξει ότι συμφωνίες φιλικού διακανονισμού, όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, έχουν σημαντικές δυνητικές ή πραγματικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, η αρχή ανταγωνισμού δεν οφείλει να διαπιστώσει ότι η εταιρία παραγωγής γενοσήμων που μετέσχε στη συμφωνία αυτή θα είχε πιθανώς δικαιωθεί στη σχετική με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ένδικη διαδικασία, ούτε ότι τα μέρη της εν λόγω συμφωνίας θα είχαν πιθανώς συνάψει μια λιγότερο περιοριστική συμφωνία φιλικού διακανονισμού (127).

296. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εξέταση των αποτελεσμάτων των συμφωνιών Krka εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνοψίσθηκε στα σημεία 259 έως 271 των παρουσών προτάσεων, είναι σύμφωνη με τη μεθοδολογία που απορρέει από τη νομολογία αυτή για την ανάλυση του πιθανού αντίστροφου σεναρίου, σε περίπτωση μη υπάρξεως των συμφωνιών αυτών.

297. Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή ορθώς έθεσε το πλαίσιο της αναλύσεώς της επισημαίνοντας ότι θα εξετάσει τα αποτελέσματα των επίμαχων συμφωνιών σε σύγκριση με το πραγματικό οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου θα διεξαγόταν ο ανταγωνισμός εάν δεν υπήρχαν οι συμφωνίες αυτές, και ότι, επομένως, θα εξετάσει τον βαθμό ανταγωνισμού μεταξύ των μερών που θα υπήρχε καθώς και την ανταγωνιστική συμπεριφορά που θα μπορούσαν να έχουν υιοθετήσει οι εταιρίες γενοσήμων ελλείψει συμφωνίας (σημείο 261 των παρουσών προτάσεων).

298. Επιπλέον, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, έλαβε επαρκώς υπόψη, εξετάζοντας το νομικό και οικονομικό πλαίσιο των συμφωνιών Krka, το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονταν οι συμφωνίες αυτές όσον αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τις σχετικές με αυτά ένδικες διαφορές, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 1826, 1829 και 1835 έως 1846, καθώς και στην υποσημείωση 2445, της επίδικης αποφάσεως.

299. Λαμβανομένης υπόψη της εκτεθείσας στο σημείο 290 των παρουσών προτάσεων νομολογίας, επίσης ορθώς η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη θέση των αντίστοιχων συμφωνιών εντός του συνόλου των συμφωνιών που συνήψε η Servier με τις εταιρίες γενοσήμων, τη στρατηγική που υιοθέτησε η Servier, καθώς και τη θέση των μερών στην αγορά (σημεία 263 έως 266 των παρουσών προτάσεων).

300. Όσον αφορά την Krka, η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Krka ήταν σημαντικός δυνητικός ανταγωνιστής –συνιστώντας μάλιστα μία εκ των πλέον άμεσων απειλών για τη Servier στις τρεις αγορές που εξετάζονταν κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων των συμφωνιών Krka–, ο οποίος διέθετε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στις αγορές αυτές, καθώς και το γεγονός ότι οι συμφωνίες Krka είχαν εξαλείψει τις δυνατότητες αυτές, παρακινώντας την Krka να τερματίσει τις προσπάθειές της για είσοδο στις εν λόγω αγορές και αμφισβήτηση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Servier (σημεία 268 έως 270 των παρουσών προτάσεων).

301. Αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 1174 έως 1178, 1183 και 1226 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή, αποδεικνύοντας ότι, εάν δεν υπήρχαν οι συμφωνίες Krka, η Krka θα συνέχιζε τις προσπάθειές της για είσοδο στις επίμαχες αγορές, καθώς και ότι αποτέλεσμα των συμφωνιών αυτών ήταν η εξάλειψη της Krka ως δυνητικού ανταγωνιστή της Servier, δηλαδή η εξάλειψη του ενδεχομένου να πραγματωθούν οι πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου της Krka στις αγορές αυτές, τεκμηρίωσε επαρκώς τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των εν λόγω συμφωνιών.

302. Συναφώς, και σε αντίθεση με ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1183 και 1226 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στην απόφαση Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής (128), κατά τις οποίες η ανάλυση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας μπορεί να στηριχθεί στον δυνητικό ανταγωνισμό που αντιπροσωπεύει ένας δυνητικώς νεοεισερχόμενος ο οποίος εξαλείφθηκε με τη συμφωνία, δεν στερούνται σημασίας στην υπό κρίση υπόθεση λόγω του ότι το πλαίσιο των συμφωνιών που συνήψε η Servier με τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Πράγματι, σε συμφωνίες όπως οι επίμαχες εν προκειμένω ο παράμετροι που αφορούν τα ζητήματα ευρεσιτεχνίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων, μόνο σε συνάρτηση με το πλαίσιο στο οποίο συνάπτονται οι εν λόγω συμφωνίες. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι στερούνται σημασίας οι νομολογιακές αρχές που διέπουν την ανάλυση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας μέσω της εξετάσεως του αντίστροφου σεναρίου.

303. Συνεπώς, η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 1160, 1168, 1169, 1173 και 1182 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (σημείο 276 των παρουσών προτάσεων), απαιτώντας από την Επιτροπή να αποδείξει ότι, ελλείψει των συμφωνιών Krka, η Krka θα είχε «πιθανώς» εισέλθει με κίνδυνο στις επίμαχες αγορές ή ότι, ελλείψει των συμφωνιών αυτών, τα μέρη θα είχαν συνάψει λιγότερο περιοριστική συμφωνία.

304. Πέραν αυτού, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 1148 έως 1169 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (σημείο 276 των παρουσών προτάσεων), κατά την οποία, ελλείψει των συμφωνιών Krka, η Krka πιθανώς δεν θα είχε εισέλθει στις αγορές αυτές διότι ήταν πεπεισμένη για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, ενέχει τα ίδια σφάλματα με εκείνα που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως (129).

305. Ομοίως, εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 1192 έως 1213 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (σημείο 278 των παρουσών προτάσεων), ότι η Επιτροπή, προκειμένου να αποδείξει τα αποτελέσματα της ρήτρας μη αμφισβήτησης που περιλαμβανόταν στη συμφωνία διακανονισμού, όφειλε να αποδείξει ότι η συνέχιση των ενδίκων διαδικασιών τις οποίες η Krka εγκατέλειψε βάσει της συμφωνίας αυτής θα είχε πιθανώς καταστήσει δυνατή την ταχύτερη ή πληρέστερη ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

306. Όπως επισημάνθηκε στα σημεία 293 και 295 των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο διευκρίνισε στην απόφαση Generics (UK) κ.λπ. ότι σε περίπτωση όπως η επίμαχη εν προκειμένω, η απόδειξη του αντίστροφου σεναρίου δεν προϋποθέτει την απόδειξη ότι τα συμβαλλόμενα στην εν λόγω συμφωνία μέρη θα είχαν πιθανώς συνάψει λιγότερο περιοριστική συμφωνία φιλικού διακανονισμού ή ότι η εταιρία παραγωγής γενοσήμων που μετέχει στην επίμαχη συμφωνία θα είχε πιθανώς δικαιωθεί στη σχετική με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας διαδικασία.

307. Πράγματι, στο πλαίσιο τέτοιας αντίστροφης ανάλυσης, μια αρχή ανταγωνισμού οφείλει να παρουσιάσει την κατάσταση που θα υφίστατο, εάν δεν υπήρχε η συμφωνία, όχι όσον αφορά το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αλλά όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Από την άποψη δε του ανταγωνισμού, το αντίστροφο σενάριο θα ήταν μια κατάσταση στην οποία η εταιρία γενοσήμων θα είχε συνεχίσει να διαχειρίζεται αυτόνομα, βάσει της δικής της εκτιμήσεως της καταστάσεως σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, την εμπορική και την ένδικη στρατηγική της με σκοπό να εκμεταλλευθεί κατά τον καλύτερο τρόπο τις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητές της να εισέλθει στην αγορά. Επομένως, αν δεν είχαν συναφθεί οι συμφωνίες, θα υφίστατο μια κατάσταση στην οποία οι εν λόγω πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες θα υπήρχε πιθανότητα να υλοποιηθούν (130).

308. Εν προκειμένω, τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των συμφωνιών Krka συνίσταντο ακριβώς στην εξάλειψη της εν λόγω πιθανότητας να υλοποιηθούν οι πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες της Krka να εισέλθει στις επίμαχες αγορές.

309. Το γεγονός ότι δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί με βεβαιότητα, στο πλαίσιο της αναλύσεως του αντίστροφου σεναρίου, αν όντως θα είχαν υλοποιηθεί οι δυνατότητες αυτές ουδόλως αίρει τον πραγματικό χαρακτήρα του αποτελέσματος της εξαλείψεώς τους. Αυτό που έχει σημασία, όσον αφορά την επίπτωση για τον ανταγωνισμό, δεν είναι το η είσοδος της Krka με οποιοδήποτε τίμημα στις επίμαχες αγορές ή η επίτευξη της ακύρωσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αλλά το ότι είχε την ικανότητα και τη σταθερή πρόθεση να εισέλθει στην αγορά και να επιτύχει την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ώστε να μπορέσει να επωφεληθεί από την ελεύθερη λειτουργία του ανταγωνισμού, πριν προβεί σε συνεννόηση με τη Servier (131).

310. Αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, μια τέτοια αντίστροφη ανάλυση δεν έχει τίποτε το «υποθετικό». Το αποτέλεσμα της εξαλείψεως του δυνητικού ανταγωνισμού δεν είναι λιγότερο πραγματικό από το αποτέλεσμα της εξαλείψεως του πραγματικού ή υφιστάμενου ανταγωνισμού, δεδομένου ότι συμφωνία περί μη ασκήσεως ανταγωνισμού μπορεί να συναφθεί τόσο με έναν δυνητικό όσο και με έναν υφιστάμενο ανταγωνιστή.

311. Η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου παραβλέπει το γεγονός ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ προστατεύει όχι μόνον τον υφιστάμενο ανταγωνισμό, αλλά και τον δυνητικό ανταγωνισμό, χωρίς τον οποίο η είσοδος νεοεισερχόμενων ανταγωνιστών στην αγορά δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί (132).

312. Επιπλέον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο, απαιτώντας από αυτήν, στη σκέψη 1179 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, να προσδιορίσει συγκεκριμένα τα πιθανά αποτελέσματα των συμφωνιών επί των τιμών και άλλων παραμέτρων του ανταγωνισμού, παραβίασε την αρχή κατά την οποία το άρθρο 101 ΣΛΕΕ αποσκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης ΛΕΕ, στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και, κατ’ επέκταση, του ίδιου του ανταγωνισμού. Για τον λόγο αυτόν, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διαπίστωση περί του ότι ένας συντονισμός μεταξύ επιχειρήσεων έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διαπίστωση της υπάρξεως άμεσου δεσμού μεταξύ αυτού και των τιμών καταναλωτή (133). Δεν θα μπορούσε δε να ισχύει το αντίθετο όταν πρόκειται για τη διαπίστωση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων ενός συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων.

313. Επιπλέον, η Επιτροπή ορθώς επίσης υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας, στις σκέψεις 1180 και 1210 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την παραδοχή ότι αυτή καθεαυτήν η εξάλειψη μιας σημαντικής πηγής δυνητικού ανταγωνισμού υπάρχει εύλογη πιθανότητα να έχει συνέπειες στις τιμές ή σε άλλες παραμέτρους του ανταγωνισμού.

ii)    Επί του χρονικού σημείου στο οποίο πρέπει να τοποθετηθεί η ανάλυση του αντίστροφου σεναρίου

314. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι κατ’ εσφαλμένη κρίση το Γενικό Δικαστήριο απαίτησε η ανάλυση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας που έχει τεθεί σε εφαρμογή να περιλαμβάνει την ανάλυση του συνόλου των πραγματικών εξελίξεων που επήλθαν μετά τη σύναψή της. Κατά την Επιτροπή, για την ανάλυση του αντίστροφου σεναρίου πρέπει, αντιθέτως, να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος συνάψεως της συμφωνίας.

315. Η εξέταση του αντικειμένου μιας συμφωνίας για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ πρέπει να προσανατολίζεται στην εξέταση των αποτελεσμάτων της συμφωνίας αυτής, εφόσον δεν είναι δυνατό να συναχθεί, βάσει του είδους της συμφωνίας ή των μηχανισμών που αυτή προβλέπει, εξεταζόμενων εντός του πλαισίου τους, ότι η εν λόγω συμφωνία έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (134). Σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον οι μηχανισμοί που προβλέπει η συμφωνία θα έχουν, βάσει της λειτουργίας τους, του γενικότερου πλαισίου και της καταστάσεως του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά, περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μόλις εφαρμοστούν.

316. Τέτοια ανάλυση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας επιβάλλεται, για παράδειγμα, όταν η αρμόδια αρχή έρχεται αντιμέτωπη με μία ή περισσότερες συμφωνίες που αποτελούν ένα περίπλοκο σύνολο το οποίο περιλαμβάνει τόσο θετικές όσο και αρνητικές για τον ανταγωνισμό ρυθμίσεις, με συνέπεια να μην μπορεί να κριθεί ο αντίθετος προς ανταγωνισμό χαρακτήρας του χωρίς να εξεταστούν τα αποτελέσματά του (135), έχει δε ως σκοπό να προσδιοριστεί ο αντίκτυπος που μπορεί οι εν λόγω συμφωνίες να έχουν στον ανταγωνισμό στην οικεία αγορά (136).

317. Από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στο σημείο 289 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι η αντίστροφη ανάλυση συνίσταται στην εξέταση της λειτουργίας του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου στο οποίο αυτός θα διεξαγόταν, αν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία. Τούτο σημαίνει αναγκαίως ότι πρέπει να αναλυθεί τι θα είχε συμβεί στην περίπτωση που δεν είχε συναφθεί η συμφωνία και όχι τι πράγματι συνέβη με τη σύναψή της. Η εν λόγω συμφωνία έχει αφήσει το στίγμα της στα πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια ή κατόπιν της εφαρμογής της. Επομένως, μια αντίστροφη ανάλυση η οποία στηρίζεται σε κατάσταση που έχει ήδη θίξει την ελεύθερη λειτουργία του ανταγωνισμού, όπως αυτή στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 1192 έως 1213 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (βλ. σημείο 278 των παρουσών προτάσεων), η οποία συνάγει την απουσία περιοριστικών αποτελεσμάτων από πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την εφαρμογή της υπό εξέταση συμφωνίας, έχει τα χαρακτηριστικά κυκλικού συλλογισμού ο οποίος δεν λαμβάνει υπόψη τις ίδιες τις προκείμενες μιας τέτοιας ανάλυσης, όπως επιτάσσει η νομολογία που μνημονεύθηκε στα σημεία 289 έως 295 των παρουσών προτάσεων.

318. Μολονότι δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν να λαμβάνονται υπόψη μεταγενέστερα γεγονότα, τα οποία ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην εφαρμογή μιας συμφωνίας, κατά την ανάλυση των αρνητικών αποτελεσμάτων της στην αγορά, όπως επισήμανε η Επιτροπή (βλ. αιτιολογική σκέψη 1220 της επίδικης αποφάσεως και σημείο 260 των παρουσών προτάσεων), τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τη διαμόρφωση ενός αντίστροφου σεναρίου, καθώς θα στηρίζεται εσφαλμένα σε αυτή καθεαυτήν την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας, αντί να εκκινεί από την απουσία της.

319. Κατά συνέπεια, εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στη συνέχιση και στην έκβαση των διαδικασιών ενώπιον των βρετανικών δικαστηρίων και του ΕΓΔΕ, μετά την απόσυρση της Krka από αυτές, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ρήτρα μη αμφισβήτησης που περιλάμβανε η συμφωνία διακανονισμού Krka δεν είχε περιοριστικά αποτελέσματα (σημείο 278 των παρουσών προτάσεων). Ακόμη δε και αν η συνέχιση των εν λόγω διαδικασιών από την Krka οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και την ένδικη διαφορά από αυτό που πέτυχαν άλλες επιχειρήσεις με τη συνέχιση των διαδικασιών (πράγμα που δεν έχει αποδεχθεί), τούτο δεν θα ήταν δυνατόν να ασκήσει επιρροή στην αντίστροφη εκτίμηση των αποτελεσμάτων της εν λόγω ρήτρας. Για την εκτίμηση αυτή, σημασία έχει αν η ρήτρα είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψει η Krka τις προσπάθειές που κατέβαλλε για να ανταγωνισθεί τη Servier, συνεχίζοντας, μεταξύ άλλων, τις επίμαχες διαδικασίες.

320. Επομένως, η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η αντίστροφη ανάλυση πρέπει να τοποθετείται στον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας δεν είναι εσφαλμένη. Τουναντίον, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρας μιας πράξεως πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο τελέσεώς της (137). Τούτο είναι συνεπές δεδομένου ότι αυτό που απαγορεύεται βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι οι συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Ως εκ τούτου, το αν μια συμφωνία έχει αντικείμενο ή αποτελέσματα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξετάζεται κατά τον χρόνο συνάψεώς της.

321. Μεταγενέστερες εξελίξεις, ανεξάρτητες από τη βούληση των μερών και από τους μηχανισμούς που προβλέπει η συμφωνία, δεν μπορούν να άρουν τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα μιας συμφωνίας που είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά τον χρόνο της συνάψεώς της (138). Όπως εξήγησε η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής δίκης, ένα μεταγενέστερο γεγονός που εξουδετερώνει τα αποτελέσματα μιας συμφωνίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον ex nunc, δηλαδή από την επέλευσή του και εντεύθεν, προκειμένου να προσδιοριστεί η διάρκεια της παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ που συνιστά η συμφωνία. Εξάλλου, κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο η Επιτροπή έλαβε υπόψη, στην προκειμένη περίπτωση, μεταγενέστερα γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά τη σύναψη των επίμαχων συμφωνιών, και συγκεκριμένα την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις Κάτω Χώρες καθώς και από το ΕΓΔΕ, προκειμένου να προσδιορίσει τον αντίστοιχο χρόνο παύσεως των παραβάσεων (βλ., όσον αφορά την Krka, αιτιολογική σκέψη 2126 της επίδικης αποφάσεως).

322. Εξάλλου, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, διαλαμβάνονται, ως προς το ζήτημα αυτό, αντιφατικές αιτιολογίες. Στη σκέψη 856 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, ως προς τη συμφωνία της Servier με τη Lupin, ότι ενδεχόμενα γεγονότα μεταγενέστερα της συνάψεως της συμφωνίας αυτής δεν μπορούσαν να εξουδετερώσουν τον περιοριστικό χαρακτήρα της και ότι «[σ]υγκεκριμένα, [έπρεπε] να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του ζητήματος της ίδιας της ύπαρξης της παράβασης, η οποία δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από το ενδεχόμενο και μόνο επέλευσης μελλοντικών γεγονότων, και, αφετέρου, του ζητήματος της διάρκειας της παράβασης, η οποία μπορεί να εξαρτάται από την πραγματική επέλευση τέτοιων γεγονότων».

323. Η εκτίμηση αυτή συμπίπτει ακριβώς με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής όσον αφορά τα αποτελέσματα των συμφωνιών Krka. Δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό για ποιους λόγους το Γενικό Δικαστήριο αξιολόγησε το ζήτημα αυτό με διαφορετικό τρόπο όσον αφορά, αφενός, τις εν λόγω συμφωνίες και, αφετέρου, τη συμφωνία που συνήψε η Servier με τη Lupin.

iii) Επί του αλυσιτελούς χαρακτήρα της διάκρισης μεταξύ συμφωνιών που έχουν εφαρμοστεί και συμφωνιών που δεν έχουν εφαρμοστεί

324. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η διάκριση που έκανε το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ της ανάλυσης των αποτελεσμάτων των συμφωνιών που έχουν εφαρμοστεί και εκείνων που δεν έχουν εφαρμοστεί (βλ. σκέψεις 1107 έως 1133 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και σημείο 274 των παρουσών προτάσεων) δεν ασκεί επιρροή. Στο μέτρο που η αντίστροφη ανάλυση πραγματοποιείται κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας, η διάκριση αυτή δεν έχει κανένα νόημα για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας, μολονότι δεν αποκλείεται να ληφθούν υπόψη μεταγενέστερα στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή μιας συμφωνίας, ως μέρος του γενικότερου πλαισίου της συμφωνίας.

325. Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι η διάκριση μεταξύ πραγματικών και δυνητικών αποτελεσμάτων, όπως χρησιμοποιήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της διάκρισης στην οποία προέβη μεταξύ συμφωνιών που έχουν εφαρμοστεί και συμφωνιών που δεν έχουν εφαρμοστεί, δεν ασκεί ούτε αυτή επιρροή, διότι κατά την αντίστροφη ανάλυση επιβάλλεται πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη τόσο τα δυνητικά όσο και τα πραγματικά αποτελέσματα (139).

326. Κατά τα λοιπά, τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την επιχειρούμενη διάκριση μεταξύ συμφωνιών που έχουν εφαρμοστεί και συμφωνιών που δεν έχουν εφαρμοστεί στο πλαίσιο της ανάλυσης των αποτελεσμάτων τους, δεν προκύπτουν ούτε από τη νομολογία που εξέτασε για τον σκοπό αυτό το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1107 έως 1133 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (σημείο 274 των παρουσών προτάσεων). Πέραν του ότι είναι υπερβολικά περιπτωσιολογική, η ερμηνεία της εν λόγω νομολογίας που προτείνει το Γενικό Δικαστήριο, όχι μόνον αντιβαίνει στην οικονομία και στον σκοπό του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (βλ. σημείο 320 των παρουσών προτάσεων), αλλά και συνάγει από τη νομολογία αυτή συμπεράσματα ασυμβίβαστα προς το σαφές περιεχόμενο, το οποίο αφορά τόσο τα πραγματικά όσο και τα δυνητικά αποτελέσματα των εξεταζόμενων συμφωνιών.

3)      Συμπέρασμα σχετικά με τα αποτελέσματα των συμφωνιών Krka

327. Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις, οι οποίες διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του έβδομου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής (σημεία 282 έως 326 των παρουσών προτάσεων), προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα χαρακτηρίζοντας ως «υποθετική» και απορρίπτοντας την προσέγγιση της Επιτροπής να στηριχθεί στο πραγματικό αποτέλεσμα της εξάλειψης της Krka ως πηγής δυνητικού ανταγωνισμού, προκειμένου να διαπιστώσει τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των συμφωνιών Krka. Επομένως, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι συμφωνίες αυτές δεν έπρεπε να χαρακτηριστούν ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος (σκέψεις 1217 και 1232 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) είναι νομικά εσφαλμένη και για τον λόγο αυτό πρέπει να αναιρεθεί.

328. Όπως υπομνήσθηκε στο σημείο 251 των παρουσών προτάσεων, βάσει του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

329. Από την εξέταση του έβδομου λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι τούτο συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση όσον αφορά τη διαπίστωση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων των συμφωνιών Krka. Από την εξέταση αυτή προκύπτει ότι ο δέκατος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, στον οποίο στηρίζεται η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψεις 1217 και 1232 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), δεν μπορεί να ανατρέψει τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι συμφωνίες Krka είχαν ως αποτέλεσμα τον σημαντικό περιορισμό του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Servier και των εταιριών παραγωγής γενοσήμων (αιτιολογική σκέψη 1850 της επίδικης αποφάσεως).

330. Επομένως, το Δικαστήριο δύναται να εκδικάσει την υπόθεση και να απορρίψει τον δέκατο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier όσον αφορά τα αποτελέσματα των συμφωνιών Krka, όπερ συνεπάγεται την επικύρωση της επίδικης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό.

γ)      Συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά τις συμφωνίες Krka

331. Από όσα εκτέθηκαν στα σημεία 250 έως 253 και 327 έως 330 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη μη ύπαρξη αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου και αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της συμφωνίας Krka (σκέψεις 1217 και 1232 έως 1234 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) πρέπει να αναιρεθεί και ότι το Δικαστήριο δύναται να εκδικάσει την υπόθεση ως προς το ζήτημα αυτό και να απορρίψει τους πρωτοδίκως προβληθέντες λόγους ακυρώσεως που αφορούν τη μη ύπαρξη αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου και αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων όσον αφορά τις συμφωνίες αυτές. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δύναται να επικυρώσει τη διαπίστωση της επίδικης αποφάσεως ότι οι εν λόγω συμφωνίες συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, καθώς και το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Servier για την παράβαση αυτή (άρθρο 4 και άρθρο 7, παράγραφος 4, της επίδικης αποφάσεως).

2.      Επί του άρθρου 102 ΣΛΕΕ

332. Με τον όγδοο έως τον ενδέκατο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση ως προς τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εκ μέρους της Servier.

333. Το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier (δέκατος τέταρτος έως δέκατος έβδομος λόγος ακυρώσεως) σχετικά με την παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, στηριζόμενο στη διαπίστωσή του ότι η Επιτροπή είχε ορίσει κατ’ εσφαλμένο τρόπο τη σχετική αγορά τελικών προϊόντων περιορίζοντάς την μόνο στο μόριο της περινδοπρίλης, στην πρωτότυπη και στη γενόσημη εκδοχή του.

334. Πριν από την εξέταση των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής που βάλλουν κατά της διαπιστώσεως αυτής (β), είναι χρήσιμο να συνοψισθούν οι σχετικές διαπιστώσεις της επίδικης αποφάσεως και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (α).

α)      Οι διαπιστώσεις σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ στην επίδικη και στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

1)      Επίδικη απόφαση

335. Πρώτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η σχετική αγορά των τελικών προϊόντων περιοριζόταν στην περινδοπρίλη, τόσο στην πρωτότυπη όσο και στη γενόσημη εκδοχή της. Η διαπίστωση αυτή έγινε κατόπιν ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε σε τέσσερα κράτη μέλη, συγκεκριμένα στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες, την Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, για την περίοδο 2000 έως 2009 (τμήμα 6, αιτιολογικές σκέψεις 2128 έως 2549 της επίδικης αποφάσεως).

336. Προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, η Επιτροπή εξήγησε, κατ’ αρχάς, ότι η περινδοπρίλη, η οποία χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της υπέρτασης, ανήκε στην κατηγορία των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (ΜΕΑ) (στο εξής: αναστολείς ΜΕΑ), που περιλάμβανε δεκαέξι διαφορετικά μόρια κατά την κρίσιμη περίοδο, τα οποία είχαν τον ίδιο τρόπο δράσης και συχνά παρεμφερείς θεραπευτικές ενδείξεις και παρενέργειες. Εντούτοις, όλοι οι αναστολείς ΜΕΑ δεν αποτελούσαν ένα σύνολο απολύτως ομοιογενών φαρμάκων, ενώ η περινδοπρίλη αναγνωριζόταν ότι είχε ορισμένα χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούσαν από τους λοιπούς αναστολείς ΜΕΑ. Στην αρχή της κρίσιμης για τον ορισμό της αγοράς περιόδου, το 2000, η κατηγορία των αναστολέων ΜΕΑ ήταν ήδη ώριμη και οι περισσότεροι αναστολείς ΜΕΑ ήταν ήδη διαθέσιμοι σε γενόσημη εκδοχή. Οι γενόσημες εκδοχές των αναστολέων ΜΕΑ, οι οποίες θεωρούνταν ως εγγύτερες της περινδοπρίλης είχαν καταστεί διαθέσιμες μεταξύ του 1999 και του 2005 (αιτιολογικές σκέψεις 92, 93, 2144, 2145, 2149, 2165 έως 2171, 2449 και 2537 και πίνακες 21, 24, 27 και 30 της επίδικης αποφάσεως).

337. Εν συνεχεία, εξετάζοντας τις ανταγωνιστικές πιέσεις τις οποίες αντιμετώπιζε η περινδοπρίλη, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Servier είχε βασιστεί στις διαφορές μεταξύ των αναστολέων ΜΕΑ και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περινδοπρίλης για να εφαρμόσει διαφοροποιημένη πολιτική στην προσπάθειά της να προωθήσει την περινδοπρίλη στους συνταγογραφούντες ιατρούς (αιτιολογικές σκέψεις 2445 έως 2457 της επίδικης αποφάσεως).

338. Επιπλέον, και πρωτίστως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η πολύ σημαντική μείωση των τιμών των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ συνεπεία της εισόδου των γενόσημων εκδοχών τους στην αγορά δεν είχε οδηγήσει στη μείωση των τιμών της περινδοπρίλης και των δαπανών προώθησης της Servier, οι οποίες παρέμειναν σταθερές καθ’ όλη την εξετασθείσα περίοδο, ούτε σε μείωση των όγκων πωλήσεων της περινδοπρίλης, οι οποίοι αυξάνονταν συνεχώς. Επομένως, οι πολύ σημαντικές μειώσεις των τιμών των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ δεν οδήγησαν σε υποκατάσταση της περινδοπρίλης από αυτούς. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η περινδοπρίλη δεν αντιμετώπιζε καμία σημαντική ανταγωνιστική πίεση από τους λοιπούς αναστολείς ΜΕΑ κατά την ερευνώμενη περίοδο και ότι, ως εκ τούτου, η Servier ήταν σε θέση να συμπεριφερθεί, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους λοιπούς παραγωγούς αναστολέων ΜΕΑ (αιτιολογικές σκέψεις 2460 έως 2495, 2521 και 2544 της επίδικης αποφάσεως).

339. Τέλος, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η περιορισμένη αποτελεσματικότητα των πιέσεων που ασκούσαν οι λοιποί αναστολείς ΜΕΑ στην περινδοπρίλη ερχόταν σε σαφή αντίθεση με την πίεση που αναμενόταν και πιθανώς πράγματι να ασκούνταν λόγω της άφιξης των γενοσήμων εκδοχών της περινδοπρίλης, που μπορούσαν να ανταγωνιστούν το σύνολο των υφιστάμενων πωλήσεων της πρωτότυπης περινδοπρίλης. Επιπλέον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η ανταγωνιστική πίεση που ασκούσαν τα γενόσημα της περινδοπρίλης έπρεπε να θεωρηθεί κρίσιμη για την αξιολόγηση της αγοράς των επίμαχων προϊόντων εφόσον οι εξεταζόμενες πρακτικές είχαν ως σκοπό την εξουδετέρωση αυτής ακριβώς της πίεσης (αιτιολογικές σκέψεις 2528 έως 2546 της επίδικης αποφάσεως).

340. Δεύτερον, η Επιτροπή ανέλυσε τη θέση της Servier στη σχετική αγορά των τελικών προϊόντων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Servier κατείχε δεσπόζουσα θέση κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ στην αγορά της πρωτότυπης και γενόσημης περινδοπρίλης στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις Κάτω Χώρες, στη Γαλλία και στην Πολωνία κατά την εξετασθείσα περίοδο (τμήμα 6, αιτιολογικές σκέψεις 2550 έως 2600 της επίδικης αποφάσεως).

341. Τρίτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η σχετική ανάντη αγορά, η αγορά της τεχνολογίας, περιοριζόταν μόνο στην τεχνολογία της περινδοπρίλης και ότι η Servier κατείχε επίσης δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά της τεχνολογίας (τμήμα 7, αιτιολογικές σκέψεις 2601 έως 2758 της επίμαχης απόφασης).

342. Τέταρτον, η Επιτροπή ανέλυσε τη συμπεριφορά της Servier και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενιαία και διαρκής στρατηγική της Servier η οποία συνδύαζε, μεταξύ άλλων, την απόκτηση τεχνολογίας ΔΦΟ και τη σύναψη συμφωνιών φιλικού διακανονισμού για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας έναντι αντίστροφης πληρωμής συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (τμήμα 8, αιτιολογικές σκέψεις 2759 έως 2998 της επίδικης αποφάσεως).

2)      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

343. Από την πλευρά του, το Γενικό Δικαστήριο, κατά πρώτον, έκανε δεκτό τον δέκατο τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, ο οποίος αφορούσε τον ορισμό της σχετικής αγοράς τελικών προϊόντων για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε ορίσει κατ’ εσφαλμένο τρόπο τη σχετική αγορά περιορίζοντάς την στο μόριο της περινδοπρίλης (σκέψεις 1367 έως 1592 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

344. Ο δέκατος τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier περιελάμβανε τρεις αιτιάσεις (σκέψεις 1367 έως 1370 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

345. Αφού διατύπωσε ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις (σκέψεις 1371 έως 1405 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, εξέτασε και απέρριψε το πρώτο σκέλος της πρώτης αιτιάσεως, με το οποίο προβαλλόταν μη εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων του οικονομικού πλαισίου (σκέψεις 1406 έως 1417 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και έκανε δεκτή τη δεύτερη αιτίαση, με την οποία προβαλλόταν ότι η Επιτροπή είχε παραβλέψει τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης των αναστολέων ΜΕΑ (σκέψεις 1418 έως 1566 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και έκανε δεκτό το δεύτερο σκέλος της πρώτης αιτιάσεως, το οποίο αφορούσε την υπερβολική σημασία που είχε αποδοθεί στο κριτήριο της τιμής κατά την ανάλυση της αγοράς (σκέψεις 1567 έως 1585 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι παρείλκε η απάντηση στην τρίτη αιτίαση, με την οποία προβαλλόταν ότι η οικονομετρική ανάλυση των τιμών στην οποία είχε προβεί η Επιτροπή ενείχε μεθοδολογική πλημμέλεια (σκέψη 1586 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

346. Κατόπιν της εξετάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε στη σκέψη 1374 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης την αρχή κατά την οποία ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί των περίπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων της Επιτροπής περιορίζεται κατ’ ανάγκην στο να εξακριβώσει ότι τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες και οι κανόνες αιτιολόγησης, ότι τα πραγματικά περιστατικά ήταν ακριβή και ότι δεν υπήρξε προφανές σφάλμα εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας (140), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή είχε υποπέσει σε σειρά «σφαλμάτων» κατά την ανάλυση του ορισμού της σχετικής αγοράς και ότι, συνεπώς, είχε περιορίσει εσφαλμένα τη σχετική αγορά τελικών προϊόντων μόνο στο μόριο της περινδοπρίλης, οπότε έπρεπε να γίνει δεκτός ο δέκατος τέταρτος λόγος ακυρώσεως (σκέψεις 1589 έως 1592 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

347. Εν συνεχεία, κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον δέκατο πέμπτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier και ακύρωσε τη διαπίστωση της επίδικης αποφάσεως ότι η Servier κατείχε δεσπόζουσα θέση στην εν λόγω αγορά τελικών προϊόντων (σκέψεις 1595 έως 1608 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

348. Το Γενικό Δικαστήριο έκανε επίσης δεκτό, κατά τρίτον, τον δέκατο έκτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier και ακύρωσε τη διαπίστωση σχετικά με την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης της Servier στην αγορά προηγούμενου σταδίου των τελικών προϊόντων, ήτοι στην αγορά της τεχνολογίας (σκέψεις 1611 έως 1622 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

349. Τέλος, λόγω του εσφαλμένου ορισμού της αγοράς, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό, κατά τέταρτον, τον δέκατο έβδομο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier και ακύρωσε τη διαπίστωση της επίδικης αποφάσεως που αφορούσε την καταχρηστική συμπεριφορά της Servier (σκέψεις 1625 έως 1632 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

350. Βάσει των παραδοχών αυτών, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 6 (διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ) και το άρθρο 7, παράγραφος 6 (πρόστιμο για την παράβαση αυτή) του διατακτικού της επίδικης αποφάσεως (σκέψεις 1633 και 1963, καθώς και σημεία 2 και 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

β)      Οι λόγοι αναιρέσεως που αφορούν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ

351. Η Επιτροπή προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως οι οποίοι στρέφονται κατά των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς.

352. Με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλείονα νομικά σφάλματα κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε αποδώσει υπερβολική σημασία στις τιμές κατά τον προσδιορισμό της αγοράς των τελικών προϊόντων (1).

353. Με τον ένατο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα τόσο στην εννοιολογική προσέγγιση όσο και στις ειδικές διαπιστώσεις του όσον αφορά τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης (2).

354. Με τον δέκατο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί να διαπιστωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κρίνοντας παραδεκτά τα παραρτήματα A 286 και A 287 του δικογράφου της προσφυγής και το παράρτημα C 29 του υπομνήματος απαντήσεως (3).

355. Τέλος, με τον ενδέκατο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα ακυρώνοντας, με βάση τις παραδοχές του όσον αφορά την αγορά των τελικών προϊόντων, τις διαπιστώσεις της Επιτροπής ως προς τη σχετική αγορά της τεχνολογίας της ΔΦΟ της περινδοπρίλης (4).

1)      Επί της σημασίας της τιμής κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων (όγδοος λόγος αναιρέσεως)

356. Με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα, ιδίως με την εκ μέρους του εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας της σχετικής αγοράς και με την εκ μέρους του διατυπωθείσα ανεπαρκή και/ή αντιφατική αιτιολογία, καθόσον δέχθηκε, στις σκέψεις 1567 έως 1586 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το δεύτερο σκέλος της πρώτης αιτιάσεως του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως της Servier, με τον οποίο αυτή προσήψε στην Επιτροπή ότι απέδωσε υπερβολική σημασία στην εξέλιξη των σχετικών τιμών των φαρμάκων κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των προϊόντων (σημεία 344 και 345 των παρουσών προτάσεων).

357. Όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή και όπως επισημάνθηκε στο σημείο 345 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο σκέλος της πρώτης αιτιάσεως του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως της Servier (σκέψεις 1406 έως 1417 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε ότι η Επιτροπή είχε πράγματι λάβει υπόψη το σύνολο του οικονομικού πλαισίου κατά την εκ μέρους της ανάλυση της σχετικής αγοράς, περιλαμβανομένων της θεραπευτικής χρήσης των φαρμάκων και των σχετικών μεταβολών των τιμών (σκέψεις 1411 έως 1415 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Το Γενικό Δικαστήριο επίσης δέχθηκε, ως πραγματικά περιστατικά, τη χαμηλή αντίδραση της περινδοπρίλης στις διακυμάνσεις των τιμών των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ, την οποία δεν αμφισβητούσε η Servier, καθώς και το ότι οι ποσότητες της πωλούμενης από τη Servier περινδοπρίλης είχαν παρουσιάσει συνεχή αύξηση και ότι η αποδοτικότητα της Servier είχε παραμείνει πολύ υψηλή κατά την εξετασθείσα περίοδο (σκέψεις 1499, 1500, 1559, 1573, 1579 και 1583 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

358. Επομένως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι η Επιτροπή είχε μεν λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία, πλην όμως είχε αποδώσει υπερβολική σημασία στις σχετικές μεταβολές των τιμών, μέσα σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι εν λόγω μεταβολές, οι οποίες συνίσταντο σε μαζική πτώση, έως και 90 % (141), των τιμών των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ που φέρονταν ως ανταγωνιστές της περινδοπρίλης, δεν είχαν επηρεάσει ούτε τις τιμές, ούτε τις ποσότητες της πωλούμενης από τη Servier περινδοπρίλης, ούτε την κερδοφορία της σε χρονική περίοδο εννέα ετών.

359. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με την κρίση του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σειρά νομικών σφαλμάτων τα οποία αφορούν τους παράγοντες που σχετίζονται με τις τιμές κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς (i), την ανυπαρξία αντίδρασης στις τιμές από τους συνταγογραφούντες ιατρούς (ii), καθώς και τη συνεκτίμηση του ασκούμενου από τα γενόσημα σκευάσματα περινδοπρίλης ανταγωνισμού (iii).

i)      Επί των παραγόντων που σχετίζονται με τις τιμές κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς (πρώτο και δεύτερο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως)

360. Με το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται, αφενός, ότι, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 1380 έως 1405 και 1567 έως 1586 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι είχε δοθεί υπερβολική σημασία στους παράγοντες που σχετίζονται με την τιμή κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς, ενώ το ίδιο στην ανάλυσή του δεν προσέδωσε πρακτικά καμία σημασία στον παράγοντα τιμή. Αφετέρου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τους παράγοντες που αφορούν τις τιμές.

361. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την απλή ανάγνωση των σχετικών εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι οι εκτιμήσεις αυτές ενέχουν ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία.

362. Οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον παράγοντα τιμή αρχίζουν, στις σκέψεις 1390 έως 1404 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με σειρά γενικών παρατηρήσεων περί της «οριοθέτησης της σχετικής αγοράς προϊόντων στον φαρμακευτικό τομέα» (142). Σε αυτές, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι η ανταγωνιστική πίεση μέσω των τιμών είναι πολύ περιορισμένη στον φαρμακευτικό τομέα, λόγω της σημασίας που προσδίδουν οι συνταγογράφοι στις θεραπευτικές ιδιότητες των φαρμάκων και λόγω του κανονιστικού πλαισίου που διέπει τις τιμές τους και τις λεπτομέρειες επιστροφής της φαρμακευτικής δαπάνης (σκέψεις 1390 έως 1394 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

363. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η ελευθερία επιλογής των ιατρών και η προσοχή που αυτοί αποδίδουν στις θεραπευτικές ιδιότητες καθιστούν δυνατή την άσκηση σημαντικών ανταγωνιστικών πιέσεων ποιοτικού και όχι τιμολογιακού χαρακτήρα, εκτός των μηχανισμών πίεσης μέσω των τιμών (σκέψεις 1395 έως 1397 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

364. Συγχρόνως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, στις σκέψεις 1392 και 1398 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η μεταβλητή της τιμής μπορούσε να έχει τη σημασία της για τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς στον φαρμακευτικό τομέα. Η μη ύπαρξη αντικτύπου από τη σημαντική πτώση της τιμής ενός φαρμάκου σε άλλο φάρμακο το οποίο αναγνωρίζεται ως εναλλάξιμο μπορεί, επομένως, να αποτελεί ένδειξη ότι η ανταγωνιστική πίεση που υφίσταται το φάρμακο αυτό είναι αδύναμη.

365. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 1578 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οικονομική δυνατότητα υποκατάστασης μπορεί να υφίσταται όταν μεταβολές οι οποίες επηρεάζουν σημαντικές οικονομικές μεταβλητές πλην των τιμών μεταφέρουν σημαντικό μερίδιο των πωλήσεων από ένα προϊόν σε άλλο.

366. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους, κατά την εκτίμησή του, το γεγονός, το οποίο έγινε δεκτό στις σκέψεις 1573 έως 1575 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι σημαντικές μειώσεις των τιμών των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ δεν είχαν κανέναν αντίκτυπο στην περινδοπρίλη και ότι πράγματι δεν υπήρχε μεταφορά των πωλήσεων της περινδοπρίλης προς τους άλλους αναστολείς ΜΕΑ, δεν αποτελούσε ένδειξη απουσίας ανταγωνιστικής πίεσης στην περινδοπρίλη από τους λοιπούς αναστολείς ΜΕΑ.

367. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει το εκτιθέμενο στη σκέψη 1579 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης συμπέρασμά του, το οποίο αρχίζει με την έκφραση «ως εκ τούτου», ενώ οι προηγούμενες σκέψεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν το περιεχόμενό του. Κατά το εν λόγω μη αιτιολογημένο συμπέρασμα, η περίσταση ότι οι πωλήσεις και οι τιμές της περινδοπρίλης μειώθηκαν μόνο μετά την είσοδο στην αγορά της γενόσημης περινδοπρίλης, ενώ παρέμειναν σταθερές κατά την πτώση των τιμών των άλλων αναστολέων ΜΕΑ, δεν μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα περί απουσίας ανταγωνιστικών πιέσεων έως την είσοδο στην αγορά των γενοσήμων της περινδοπρίλης.

368. Το Γενικό Δικαστήριο αρκέστηκε, στη σκέψη 1577 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, να διαπιστώσει ότι στον φαρμακευτικό τομέα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι ανταγωνιστικές πιέσεις μη τιμολογιακού χαρακτήρα, παρέπεμψε δε σχετικώς στις εκτιμήσεις που περιέχονταν στις σκέψεις 1418 έως 1566 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες αποτελούσαν απάντηση στη δεύτερη αιτίαση του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως της Servier, που αφορούσε τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ (σκέψη 1369 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

369. Μια τέτοια γενική, και στερούμενη εξηγήσεως, παραπομπή στις εκτιμήσεις που εκτίθενται σε 149 σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν παρέχει στους διαδίκους και στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να κατανοήσουν το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου. Πέραν αυτού, ούτε από τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου καθίσταται εφικτό να κατανοηθεί για ποιους λόγους οι ανταγωνιστικές πιέσεις μη τιμολογιακού χαρακτήρα, που φέρονταν ότι ασκούσαν οι λοιποί αναστολείς ΜΕΑ στην περινδοπρίλη, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η ύπαρξή τους είχε αιτιολογηθεί επαρκώς σε αυτές τις 149 σκέψεις, δεν είχαν καμία επιρροή στην εξέλιξη των τιμών και των ποσοτήτων πωλήσεων της περινδοπρίλης που εξετάστηκαν από την Επιτροπή, γεγονός από το οποίο, αντιθέτως συνάγεται ότι η περινδοπρίλη ήταν προστατευμένη από πιέσεις προερχόμενες από τους άλλους αναστολείς ΜΕΑ.

370. Επομένως, όπως ορθώς αιτιάται η Επιτροπή, η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου που αφορά τον παράγοντα των τιμών όχι μόνον είναι ανεπαρκής, διότι δεν καθίσταται εξ αυτής αντιληπτή η θέση του παράγοντα αυτού στο σύνολο της ανάλυσής του, αλλά είναι επίσης αντιφατική, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο, σε πρώτο στάδιο, δέχεται, κατ’ αρχήν, τον ρόλο του παράγοντα των τιμών, ενώ, σε δεύτερο στάδιο της ίδιας αυτής ανάλυσης, τον απορρίπτει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους.

371. Τέλος, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται ότι έθεσε υπό αμφισβήτηση τη σημασία του ίδιου του παράγοντα των τιμών κατά την ανάλυσή του περί της σχετικής αγοράς. Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να συσχετίσει τις εκτιμήσεις του σχετικά με τις μη τιμολογιακές πιέσεις, αφενός, και τις τιμές, αφετέρου, επισημαίνοντας απλώς ότι οι πιέσεις αυτές υπήρχαν και ότι το γεγονός ότι δεν είχαν επίπτωση στις τιμές δεν είχε καμία σημασία για την ανάλυσή του.

372. Η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές που έχει διατυπώσει η νομολογία όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

373. Κατά τις αρχές αυτές, ο ορισμός της σχετικής αγοράς διενεργείται ώστε να καθοριστεί το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσον μια επιχείρηση είναι σε θέση να συμπεριφερθεί, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές της, τους πελάτες της και τους καταναλωτές (143).

374. Δηλαδή, με άλλα λόγια, να εξεταστεί αν υφίστανται ανταγωνιστικά προϊόντα τα οποία ασκούν σημαντικές ανταγωνιστικές πιέσεις στις οικείες επιχειρήσεις (144). Για την ανάλυση αυτή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των επίμαχων προϊόντων, εν προκειμένω η θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ, αλλά και οι συνθήκες του ανταγωνισμού και η διάρθρωση της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά, και επομένως όλοι οι πιθανοί παράγοντες ανταγωνιστικών πιέσεων (145).

375. Όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφασή του επί της υποθέσεως AstraZeneca κατά Επιτροπής (146), οι αρχές αυτές ισχύουν και στις φαρμακευτικές αγορές, διότι οι ιδιαιτερότητες των αγορών αυτών δεν αίρουν τη σημασία που έχουν οι σχετικοί με τις τιμές παράγοντες.

376. Κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς, πρέπει επομένως να εντοπίζονται με συστηματικό τρόπο οι περιορισμοί που επιβάλλει ο ανταγωνισμός στις οικείες επιχειρήσεις, με σκοπό να κριθεί αν υφίστανται πραγματικοί ανταγωνιστές, οι οποίοι είναι σε θέση να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων αυτών ή να τις εμποδίσουν από το να ενεργήσουν ανεξάρτητα από τις πιέσεις που τους ασκεί ο πραγματικός ανταγωνισμός (147).

377. Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη πραγματικά γεγονότα που συμβαίνουν στην αγορά κατά την εξεταζόμενη περίοδο (148), όπως και πραγματικά περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούν καταχρηστικές ενέργειες (149).

378. Κατά τη διεργασία αυτή, δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν παράγοντες, όπως εν προκειμένω η εξέλιξη των τιμών της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ, από τους οποίους προκύπτει ότι σκευάσματα θεωρητικώς εναλλάξιμα με το επίμαχο σκεύασμα δεν άσκησαν σημαντική ανταγωνιστική πίεση σε αυτό. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι από την εξέλιξη αυτή καταδεικνύεται ότι μόνον η είσοδος των γενοσήμων της περινδοπρίλης στην αγορά είχε αντίκτυπο στην περινδοπρίλη. Εν προκειμένω δε, οι συμφωνίες που συνήψε η Servier για να καθυστερήσει την είσοδο των εν λόγω γενοσήμων στην αγορά είναι ακριβώς αυτές στις οποίες στηρίζεται η αποδιδόμενη σε αυτήν κατάχρηση.

379. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής, με τα οποία προβάλλονται ανεπαρκής και αντιφατική αιτιολογία και νομικά σφάλματα όσον αφορά την εκτίμηση του παράγοντα των τιμών κατά την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ανάλυση της σχετικής αγοράς, είναι βάσιμα.

ii)    Επί της μικρού βαθμού στον οποίο λαμβάνουν υπόψη οι συνταγογραφούντες ιατροί τις τιμές (τρίτο και τέταρτο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως)

380. Με το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα στις εκτιμήσεις του σχετικά με την μικρό ενδιαφέρον των συνταγογραφούντων ιατρών για τις τιμές και ότι διέλαβε ανεπαρκή και/ή αντιφατική αιτιολογία επί του ζητήματος αυτού.

381. Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως αιτιάται η Επιτροπή, η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς το ζήτημα αυτό είναι πράγματι αντιφατική και δεν παρέχει τη δυνατότητα να κατανοηθούν οι συνέπειες τις οποίες συνήγαγε το Γενικό Δικαστήριο από το γεγονός ότι υπήρχε αδιαφορία των ιατρών για τις τιμές.

382. Συγκεκριμένα, από τη μια πλευρά, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 1390 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το γεγονός ότι η ανταγωνιστική πίεση μέσω των τιμών μετριάζεται στον φαρμακευτικό τομέα λόγω της σημασίας που αποδίδουν οι ιατροί στις θεραπευτικές πτυχές μπορεί να δικαιολογήσει την οριοθέτηση στενών αγορών. Από την άλλη πλευρά, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, στις σκέψεις 1575 έως 1578 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο γεγονός ότι οι ιατροί δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις τιμές προκειμένου να δικαιολογήσει τον ευρύ ορισμό της αγοράς βάσει των μη τιμολογιακού χαρακτήρα ανταγωνιστικών πιέσεων που ασκούσαν στην περινδοπρίλη οι άλλοι αναστολείς ΜΕΑ.

383. Επιπλέον, ενώ το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 1393 έως 1395 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ζήτηση στον φαρμακευτικό τομέα καθορίζεται κατ’ ουσίαν από τους συνταγογραφούντες ιατρούς, εντούτοις δέχθηκε, μεταξύ άλλων στις σκέψεις 1398 και 1464 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ζήτηση στον τομέα αυτόν καθοριζόταν επίσης και από τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία ενδέχεται να ενθαρρύνουν τη συνταγογράφηση γενόσημων εκδοχών φαρμάκων που αναγνωρίζονται ως ισοδύναμες.

384. Επομένως, υπό το πρίσμα αυτής της ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν τα συμπεράσματα που συνήγαγε το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με την επιρροή της ζήτησης στον φαρμακευτικό τομέα.

385. Επιπλέον, η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα παραγνωρίζοντας την ίδια τη λειτουργία του ορισμού της αγοράς, η οποία συνίσταται στον προσδιορισμό των σημαντικών ανταγωνιστικών πιέσεων στις οποίες υπόκεινται οι επιχειρήσεις, εν προκειμένω η Servier. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η αδιαφορία των ιατρών για τις τιμές είναι μάλλον ικανή να μειώσει τις ανταγωνιστικές πιέσεις που δέχεται η Servier, καθόσον της παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τις τιμές της πιο ελεύθερα, παρά το αντίθετο, γεγονός το οποίο αναγνώρισε εξάλλου το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1390 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (150).

386. Όπως επισήμανε η Επιτροπή, ιδίως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της παρούσας κατ’ αναίρεση δίκης, το Γενικό Δικαστήριο παρερμήνευσε την έννοια της σχετικής αγοράς εστιάζοντας σε μεγάλο βαθμό στις πιέσεις σε σχέση με τους ιατρούς αντί να αναλύσει τις πιέσεις σε σχέση με τη Servier. Όπως δε επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σκοπός του ορισμού της αγοράς δεν είναι να εξεταστούν αυτές καθεαυτές οι επιλογές των ιατρών, αλλά να αναλυθούν οι συνέπειές τους για το εύρος των ανταγωνιστικών πιέσεων που δεχόταν η Servier.

387. Επομένως, το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως, με τα οποία προβάλλονται νομικά σφάλματα και ανεπαρκής αιτιολογία όσον αφορά την συνεκτίμηση των επιλογών των ιατρών κατά τον εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου προσδιορισμό της σχετικής αγοράς, είναι επίσης βάσιμα.

iii) Επί του ασκούμενου ανταγωνισμού από τα γενόσημα της περινδοπρίλης (πέμπτο και έκτο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως)

388. Τέλος, με το πέμπτο και το έκτο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή αιτιάται το Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα μη λαμβάνοντας επαρκώς υπόψη τον ανταγωνισμό που ασκούσαν τα γενόσημα της περινδοπρίλης και διαλαμβάνοντας επ’ αυτού ανεπαρκή και/ή αντιφατική αιτιολογία.

389. Η κριτική αυτή συμπίπτει εν μέρει με ορισμένες αιτιάσεις που εξετάστηκαν ήδη στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου σκέλους του όγδοου λόγου αναιρέσεως.

390. Όπως διαπιστώθηκε στα σημεία 367 και 369 των παρουσών προτάσεων, η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου είναι ανεπαρκής καθόσον δεν καθιστά δυνατή την κατανόηση των συμπερασμάτων που συνήγαγε το Γενικό Δικαστήριο από το γεγονός, το οποίο ωστόσο έγινε δεκτό στις σκέψεις 1392 και 1579 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι τιμές της περινδοπρίλης σημείωσαν σημαντική πτώση κατά την είσοδο στην αγορά των γενόσημων εκδοχών της, ενώ παρέμειναν σταθερές κατά την είσοδο των γενοσήμων των άλλων AEM.

391. Ομοίως, δεν είναι δυνατόν να γίνουν κατανοητά ούτε τα συμπεράσματα που συνήγαγε το Γενικό Δικαστήριο από το γεγονός, το οποίο έγινε δεκτό στις σκέψεις 1392 και 1398 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης μπορούσαν να ενθαρρύνουν τη συνταγογράφηση γενόσημων σκευασμάτων, είτε του ίδιου του επίμαχου φαρμάκου είτε άλλων φαρμάκων που αναγνωρίζονταν ως ισοδύναμα.

392. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι από τη σκέψη 1392 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η ανταγωνιστική πίεση που ασκούν τα γενόσημα ενός ορισμένου φαρμάκου μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο μετά την πραγματική είσοδό τους στην αγορά, πράγμα που είναι εσφαλμένο. Εντούτοις, από την ανάγνωση της σκέψεως 1392 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να συναχθεί αν το Γενικό Δικαστήριο πράγματι περιόρισε κατ’ αυτόν τον τρόπο τη συνεκτίμηση της ανταγωνιστικής πίεσης που ασκούν τα γενόσημα ενός ορισμένου φαρμάκου.

393. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο διευκρίνισε, στην απόφαση Generics (UK) κ.λπ., ότι τα γενόσημα σκευάσματα ενός ορισμένου φαρμάκου είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς, μολονότι στην πραγματικότητα δεν διατίθενται ακόμη εμπορικά στην αγορά και η κατάσταση σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας είναι αβέβαιη, εφόσον οι οικείοι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων είναι σε θέση να δραστηριοποιηθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα στη σχετική αγορά με ικανή ισχύ ώστε να αποτελέσουν σοβαρό αντίβαρο στον ήδη παρόντα στην αγορά αυτή παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων (151).

394. Κατά την εξέταση του ζητήματος αυτού, κρίσιμα είναι επίσης τα στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αντιλαμβάνεται τα γενόσημα ως απειλή (152). Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 378 των παρουσών προτάσεων, το γεγονός ότι η επικρινόμενη στην επίδικη απόφαση πρακτική συνίστατο στη στρατηγική που εφάρμοσε η Servier για να καθυστερήσει την είσοδο των γενοσήμων στην αγορά αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο πλαίσιο της ανάλυσης της σχετικής αγοράς.

395. Ωστόσο, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε ποια σημασία θέλησε να αποδώσει, κατά την ανάλυσή του, στις ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκούσαν τα γενόσημα της περινδοπρίλης.

396. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο εστίασε την ανάλυσή του στη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των άλλων αναστολέων ΜΕΑ, χωρίς να λάβει επαρκώς υπόψη το γεγονός, το οποίο επισήμανε η Επιτροπή, ότι η εν λόγω δυνατότητα υποκατάστασης, η οποία βεβαίως υφίστατο θεωρητικά, δεν οδήγησε, στην πράξη, σε πραγματική υποκατάσταση μεταξύ των φαρμάκων αυτών.

397. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το πέμπτο και το έκτο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως, με τα οποία προβάλλεται ότι δεν ελήφθησαν επαρκώς υπόψη οι ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκούσαν τα γενόσημα της περινδοπρίλης καθώς και η ανεπάρκεια της σχετικής αιτιολογίας, πρέπει επίσης να γίνουν δεκτά.

iv)    Ενδιάμεσο συμπέρασμα

398. Από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, στο πλαίσιο της εξετάσεως του όγδοου λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα και παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης της αποφάσεώς του καθόσον διαπίστωσε ότι η Επιτροπή απέδωσε υπερβολική σημασία στον παράγοντα των τιμών κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων.

399. Τα σφάλματα αυτά αρκούν, αφ’ εαυτών, για να κλονίσουν τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 1589 έως 1591 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από τα οποία προκύπτει ότι η Επιτροπή όρισε κατ’ εσφαλμένο τρόπο τη σχετική αγορά των τελικών προϊόντων και ότι δεν αποδείχθηκε ότι η αγορά αυτή περιελάμβανε μόνο την πρωτότυπη και τη γενόσημη περινδοπρίλη (σημείο 346 των παρουσών προτάσεων).

400. Ειδικότερα, στη σκέψη 1589 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απαρίθμησε πέντε χωριστά σφάλματα στα οποία φέρεται ότι υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων. Από τα σφάλματα αυτά, τα τέσσερα πρώτα αφορούν τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ και τις μη τιμολογιακού χαρακτήρα ανταγωνιστικές πιέσεις, ενώ μόνον το πέμπτο αφορά τη συνεκτίμηση του παράγοντα των τιμών.

401. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της ανάλυσης του εν λόγω παράγοντα των τιμών για τη συνολική ανάλυση της Επιτροπής (βλ. σημείο 338 των παρουσών προτάσεων) και της αλληλεξάρτησής του με τους άλλους παράγοντες (βλ. σημεία 369, 371 και 378 των παρουσών προτάσεων), η διαπίστωση του εσφαλμένου χαρακτήρα και της ανεπάρκειας της αιτιολογίας των σχετικών συμπερασμάτων του Γενικού Δικαστηρίου καθιστά εσφαλμένη στο σύνολό της την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο ένατος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κατά τη συνεκτίμηση της θεραπευτικής δυνατότητας υποκατάστασης για τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων.

402. Συνεπώς, οι πλημμέλειες του Γενικού Δικαστηρίου που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του όγδοου λόγου αναιρέσεως δικαιολογούν αφ’ εαυτών την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης καθ’ όσον έγινε δεκτή με αυτήν, με βάση τη διαπίστωση περί υποτιθέμενου εσφαλμένου ορισμού της σχετικής αγοράς των προϊόντων εκ μέρους της Επιτροπής, ο δέκατος τέταρτος έως δέκατος έβδομος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier και ακυρώθηκε το άρθρο 6 και το άρθρο 7, παράγραφος 6, της επίδικης αποφάσεως (βλ. σημεία 343 έως 350 των παρουσών προτάσεων).

403. Επομένως, χάριν πληρότητας και μόνον θα εξετάσω τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

2)      Επί της συνεκτίμησης της θεραπευτικής δυνατότητας υποκατάστασης κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων (ένατος λόγος αναιρέσεως)

404. Με τον ένατο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα τόσο με την εννοιολογική προσέγγισή της όσο και με τις συγκεκριμένες διαπιστώσεις της όσον αφορά τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης.

405. Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, με το οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλματα κατά την ανάλυση του ρόλου της δυνατότητας θεραπευτικής υποκατάστασης στον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων, η Επιτροπή αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που αφορά την εξέταση του δευτέρου σκέλους της πρώτης αιτιάσεως του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν ότι είχε αποδοθεί υπερβολική σημασία στον παράγοντα των τιμών κατά την ανάλυση της αγοράς (σκέψεις 1567 έως 1585 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) (βλ. σημείο 345 των παρουσών προτάσεων).

406. Με το δεύτερο έως το έκτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, με τα οποία προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε λαμβάνοντας υπόψη ή αναλύοντας ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή βάλλει κατά των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που αφορά την εξέταση της δεύτερης αιτιάσεως του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, αιτίαση η οποία αφορούσε τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ (σκέψεις 1418 έως 1566 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) (βλ. σημείο 345 των παρουσών προτάσεων).

i)      Επί του ρόλου της δυνατότητας θεραπευτικής υποκατάστασης κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων (πρώτο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως)

407. Με το πρώτο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κατά την ανάλυση του ρόλου της δυνατότητας θεραπευτικής υποκατάστασης στον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων.

408. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, το εν λόγω σκέλος δεν είναι απαράδεκτο επειδή, όπως διατείνεται, πλήττει αποκλειστικώς και μόνον την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου. Τουναντίον, το σκέλος αυτό αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε εξ αυτών το Γενικό Δικαστήριο, κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (153).

409. Οι αιτιάσεις που προβάλλει η Επιτροπή με το εν λόγω πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την υπερεκτίμηση των μη τιμολογιακού χαρακτήρα παραγόντων του ανταγωνισμού κατά την ανάλυση της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων από το Γενικό Δικαστήριο, αντιστοιχούν στις αιτιάσεις που αυτή διατυπώνει με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, σχετικά με την υποτίμηση του παράγοντα των τιμών από το Γενικό Δικαστήριο κατά την ανάλυση αυτή.

410. Συνεπώς, τα επιχειρήματα της Επιτροπής στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους του ένατου λόγου αναιρέσεως συμπίπτουν με ένα μέρος των επιχειρημάτων που ήδη εξετάστηκαν και κρίθηκαν βάσιμα στο πλαίσιο της εξετάσεως του όγδοου λόγου αναιρέσεως.

411. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κατά τη συνεκτίμηση της θεραπευτικής δυνατότητας υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ. Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης και μόνον την ύπαρξη αποτελεσματικών ανταγωνιστικών πιέσεων μη τιμολογιακού χαρακτήρα που ασκούσαν στην περινδοπρίλη οι λοιποί αναστολείς ΜΕΑ.

412. Η Επιτροπή βάλλει κατά των σκέψεων 1385, 1395, 1397, 1574 έως 1577, 1579 και 1584 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες εξετάστηκαν, κατ’ ουσίαν, στα σημεία 362 έως 369 των παρουσών προτάσεων. Στις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι οι ιατροί καθοδηγούνταν, κατά την επιλογή της συνταγογράφησης, κυρίως από παράγοντες που δεν σχετίζονταν με τις τιμές και ότι από την ανάλυση των πραγματικών γεγονότων σχετικά με τις τιμές δεν μπορούσε να συναχθεί η απουσία ανταγωνιστικών πιέσεων ποιοτικού και μη τιμολογιακού χαρακτήρα.

413. Όπως όμως διαπιστώθηκε στα σημεία 361 και 370 έως 378 των παρουσών προτάσεων, η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας στις διαπιστώσεις αυτές, όχι μόνο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του, αλλά και παραβίασε τις αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς. Κατά τις αρχές αυτές, δεν είναι δυνατόν, κατά τον εν λόγω προσδιορισμό, να εξετάζονται μόνον τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των επίμαχων προϊόντων, ήτοι εν προκειμένω η θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης (154).

414. Όπως αιτιάται η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο πράγματι φαίνεται ότι συνήγαγε μόνον από τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ, άρα μόνον από τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των φαρμάκων αυτών, ότι οι τελευταίοι ασκούσαν οπωσδήποτε μη τιμολογιακές ανταγωνιστικές πιέσεις στην περινδοπρίλη.

415. Όπως παρατηρεί η Επιτροπή, η δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ δύο προϊόντων, και ειδικότερα μεταξύ δύο φαρμάκων, αποτελεί απλώς και μόνον το σημείο εκκίνησης για την εξέταση του κατά πόσον τα προϊόντα αυτά αποτελούν μέρος της ίδιας σχετικής αγοράς προϊόντων (155). Αυτή η δυνατότητα υποκατάστασης χρήσης δεν μπορεί να αποτελεί και το σημείο ολοκλήρωσης της εν λόγω εξέτασης, η οποία, αντιθέτως, πρέπει να συνεχίζεται ώστε να κριθεί κατά πόσον η εν λόγω δυνατότητα υποκατάστασης χρήσης μεταφράζεται στην πραγματικότητα, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών ανταγωνισμού και της διάρθρωσης της προσφοράς και της ζήτησης στην οικεία αγορά, σε αποτελεσματικές ανταγωνιστικές πιέσεις.

416. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα λόγω του τρόπου με τον οποίο έλαβε υπόψη τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ κατά την ανάλυση της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων. Επομένως, το πρώτο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

ii)    Επί της συνεκτίμησης ή της εξέτασης ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων (δεύτερο έως έκτο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως)

417. Με το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα λαμβάνοντας υπόψη ή εξετάζοντας ορισμένα στοιχεία.

418. Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 406 των παρουσών προτάσεων, τα στοιχεία που αφορούν τα σκέλη αυτά περιλαμβάνονται στα στοιχεία που ανέλυσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξετάσεως της δεύτερης αιτιάσεως του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, σχετικά με τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 1418 έως 1566 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (βλ. σημείο 345 των παρουσών προτάσεων).

419. Με το δεύτερο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την εξέταση των μελετών για την περινδοπρίλη, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 1435 και 1446 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Ωστόσο, η εξέταση αυτή αφορά την ερμηνεία των ιατρικών συστάσεων και των μελετών σχετικά με την περινδοπρίλη, κρίση η οποία αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, το σκέλος αυτό είναι απαράδεκτο (156).

420. Μολονότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το Δικαστήριο ελέγχει τη συνάφεια και την τρόπο χρησιμοποίησης των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο για τον σκοπό του προσδιορισμού της σχετικής αγοράς, καθώς και το αντίστοιχο βάρος που προσδίδει το Γενικό Δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και τον τρόπο με τον οποίο τα συσχετίζει (157), εντούτοις αυτή καθεαυτήν η εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών εμπίπτει, εκτός εάν συντρέχει παραμόρφωση, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου.

421. Βεβαίως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε εννοιολογικά σφάλματα, ειδικότερα συγχέοντας τις έννοιες της διαφοροποίησης και της υπεροχής (σκέψη 1446 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Ομοίως, θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε τέτοιου είδους σφάλματα κατά την αξιολόγηση των συμπερασμάτων που έπρεπε να συναχθούν από τις προσπάθειες προώθησης που κατέβαλε η Servier (σκέψεις 1541 έως 1566 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), και κατά την εκτίμηση της σημασίας που είχαν οι μελέτες σχετικά με τους λοιπούς αναστολείς ΜΕΑ για τη διαφοροποίηση της περινδοπρίλης από τους εν λόγω άλλους αναστολείς ΜΕΑ (σκέψεις 1448 και 1449 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Εντούτοις, η Επιτροπή δεν διευκρινίζει ποιες ήταν οι συνέπειες αυτών των εννοιολογικών σφαλμάτων στην ανάλυση του κατά πόσον οι λοιποί αναστολείς ΜΕΑ ασκούσαν ανταγωνιστικές πιέσεις μη τιμολογιακού χαρακτήρα στην περινδοπρίλη. Επομένως, δεν είναι σαφές τι είναι αυτό που ζητεί η Επιτροπή από το Δικαστήριο να διαπιστώσει, με το δεύτερο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως.

422. Με το τρίτο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 1466 έως 1473 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, λαμβάνοντας υπόψη εσωτερικά έγγραφα στρατηγικής της Servier και συσχετίζοντάς τα με τις ιατρικές συστάσεις καθώς και με την πραγματογνωμοσύνη του καθηγητή V. (σκέψεις 1455 έως 1457 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Οι επικρίσεις αυτές αφορούν κατ’ ουσίαν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς να προβάλλεται παραμόρφωση, πράγμα απαράδεκτο κατ’ αναίρεση.

423. Βεβαίως, η Επιτροπή φαίνεται να υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κατά την εκτίμηση των συνεπειών που έπρεπε να συναγάγει, όσον αφορά τις ανταγωνιστικές πιέσεις που φέρεται ότι ασκούνταν στην περινδοπρίλη από τους λοιπούς αναστολείς ΜΕΑ, από τις προσπάθειες προώθησης της Servier και από το γεγονός ότι αυτές τερματίστηκαν κατά την είσοδο των γενοσήμων της περινδοπρίλης στην αγορά. Ωστόσο, ούτε και εδώ διευκρινίζεται ποιες ήταν οι συνέπειες του εν λόγω σφάλματος και ποια διαπίστωση εκ μέρους του Δικαστηρίου επιθυμεί να επιτύχει η Επιτροπή σε περίπτωση παραδοχής του σκέλους αυτού του ένατου λόγου αναιρέσεως.

424. Στο πλαίσιο του τέταρτου σκέλους του ένατου λόγου αναιρέσεως η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα λαμβάνοντας υπόψη μη κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έλαβε υπόψη το μέγεθος της βάσης των ασθενών των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ (σκέψεις 1494, 1495, 1499 και 1500 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), τα δεδομένα πωλήσεων των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ (σκέψεις 1497 και 1498 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) και τα μερίδια αγοράς της περινδοπρίλης στη γερμανική αγορά (σκέψη 1497 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), η οποία δεν περιλαμβανόταν στις τέσσερις εθνικές αγορές που αναλύθηκαν για την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη αυτή, κρίνοντας ότι η σχετική εξέλιξη των διαφόρων αναστολέων ΜΕΑ μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση ενός μηχανισμού «αδράνειας» των ιατρών (σκέψεις 1502, 1506 και 1507 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

425. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τη διαλαμβανόμενη στις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αιτιολογία δεν γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τους λοιπούς αναστολείς ΜΕΑ είναι συναφείς με τα ευρήματα περί διαρκούς αυξήσεως των πωλήσεων της περινδοπρίλης και με το φαινόμενο της «αδράνειας» των ιατρών, στο πλαίσιο της ανάλυσης του οποίου καταγράφονται οι εν λόγω εκτιμήσεις (σκέψη 1488 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Δεν είναι σαφές με ποιον τρόπο η δυνατότητα εμφάνισης του ίδιου φαινομένου και για τους άλλους αναστολείς ΜΕΑ, σε συνδυασμό με το ότι ο όγκος πωλήσεών τους έβαινε επίσης αυξανόμενος, μπορεί να θεμελιώσει τη διαπίστωση ότι αυτοί οι άλλοι αναστολείς ΜΕΑ ασκούσαν ανταγωνιστική πίεση στην περινδοπρίλη και αποτελούσαν μέρος της ίδιας αγοράς με αυτή. Το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε μεν, στη σκέψη 1507 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις διαχρονικές διακυμάνσεις των πωλήσεων των αναστολέων ΜΕΑ ως στοιχείο ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση ότι υφίσταται ένα φαινόμενο «αδράνειας» των ιατρών, χωρίς όμως να τις συσχετίσει με τη διαπίστωση της συνεχούς αυξήσεως των πωλήσεων της περινδοπρίλης, την οποία έκανε ωστόσο στις σκέψεις 1499, 1500, 1579 και 1583 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

426. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τα μερίδια αγοράς των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ προϋποθέτουν αυτό που πρέπει να αποδειχθεί, ήτοι την ύπαρξη κοινής αγοράς μεταξύ των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ και της περινδοπρίλης (158), όπερ αναγνώρισε εξάλλου το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1506 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

427. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά τη συνεκτίμηση των δεδομένων για τους λοιπούς αναστολείς ΜΕΑ προκειμένου να εκτιμηθεί το φαινόμενο της «αδράνειας» των ιατρών, το οποίο εξετάστηκε στις σκέψεις 1483 έως 1513 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 1513 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορεί να επικυρωθεί. Κατά τη διαπίστωση αυτή, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το φαινόμενο «αδράνειας» των ιατρών και η ύπαρξη διογκούμενης ομάδας συνταγογράφων «πιστών» στην περινδοπρίλη περιόρισαν σημαντικά τις ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκούσαν στην περινδοπρίλη οι λοιποί αναστολείς ΜΕΑ για τους νέους ασθενείς.

428. Επομένως, το τέταρτο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

429. Με το πέμπτο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία στη σκέψη 1519 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, διαπιστώνοντας ότι «[ε]λλείψει διαφορών όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την ανοχή μεταξύ αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου, δεν αποδεικνύεται ότι η αλλαγή θεραπείας μεταξύ αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου δημιουργούσε ιδιαίτερες ανησυχίες στους ιατρούς».

430. Από την απλή ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 2181, 2187, 2379, 2436, 2497 και 2499, καθώς και της υποσημείωσης 3303 της επίδικης αποφάσεως, τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή, προκύπτει ότι η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία παρατίθεται αυτούσια στο σημείο 429 των παρουσών προτάσεων, συνιστά παραμόρφωση (159). Πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις και από την υποσημείωση προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν στήριξε τη διαπίστωση περί ανησυχίας των ιατρών σχετικά με την αλλαγή θεραπείας ενός υπερτασικού ασθενούς σε διαφορές ως προς την αποτελεσματικότητα και την ανοχή μεταξύ αναστολέων ΜΕΑ. Η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωση αυτή μάλλον στο ότι η διαδικασία για την εξεύρεση της σωστής θεραπείας μπορεί να είναι μακρά, ότι η ισορροπία ανάμεσα στην καλή αρτηριακή πίεση και την ατομική θεραπεία που αρμόζει σε κάθε συγκεκριμένο ασθενή ενδέχεται να είναι δύσκολο να επιτευχθεί, και ότι η αλλαγή θεραπείας, στο μέτρο που συνεπάγεται κατ’ ανάγκην περίοδο μη ελέγχου της υπέρτασης, ενέχει σημαντικούς κινδύνους που μπορούν να φθάσουν μέχρι και στον θάνατο του περί ου ο λόγος ασθενούς.

431. Ως εκ τούτου, το πέμπτο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε παραμόρφωση στη σκέψη 1519 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό.

432. Τέλος, με το έκτο και τελευταίο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα και ότι παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία κατά τη συνεκτίμηση των μελετών Thalès, στις σκέψεις 1520 έως 1522 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

433. Οι μελέτες αυτές ανέλυσαν τις συνήθειες συνταγογράφησης των γενικών ιατρών κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης χρονικής περιόδου στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο και διαπίστωσαν ότι άνω του 90 % των συνταγών περινδοπρίλης ήταν ανανεώσεις συνταγογράφησης. Η Επιτροπή συνήγαγε από τα αποτελέσματα των μελετών αυτών, στις αιτιολογικές σκέψεις 2380 έως 2385 της επίδικης αποφάσεως, ποσοστό «αφοσίωσης» άνω του 90 %, πράγμα που επιβεβαιώνει την ύπαρξη αποτελεσμάτων παγίωσης.

434. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 1520 έως 1522 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η σημασία των μελετών αυτών ήταν περιορισμένη, διαπιστώνοντας ότι το ποσοστό των συνταγών ανανέωσης επί του συνολικού αριθμού συνταγών παρείχε αποσπασματικές μόνον πληροφορίες σχετικά με τη τάση αλλαγής των ασθενών που υποβάλλονταν σε θεραπεία με περινδοπρίλη, μεταξύ άλλων διότι ο αριθμός των συνταγών ανανέωσης εξαρτάται από τη συχνότητα των επισκέψεων των ασθενών στον ιατρό τους.

435. Πάντως, και χωρίς καν να εξεταστεί η κριτική της Επιτροπής ότι δεν μπόρεσε να λάβει θέση επί της εκτιμήσεως αυτής, την οποία για πρώτη φορά εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πέραν της παραμόρφωσης, οι εν λόγω εκτιμήσεις ενέχουν ανεπαρκή αιτιολογία καθόσον είναι ακατανόητες. Συγκεκριμένα, δεν καθίσταται σαφές για ποιον λόγο ένα ποσοστό 90 % συνταγών ανανέωσης στον συνολικό αριθμό συνταγών δεν μπορεί να αποτελεί δείκτη αφοσίωσης και απροθυμίας για αλλαγή από την πλευρά των ιατρών και των ασθενών. Επίσης δεν προκύπτει ούτε ο λόγος για τον οποίο η συχνότητα των επισκέψεων των ασθενών στο ιατρείο θα μπορούσε να επηρεάσει το συμπέρασμα αυτό, καθώς φαίνεται λογικό, σε αντίθεση με τις αρχικές συνταγογραφήσεις, οι συνταγές ανανέωσης να μην απαιτούν οπωσδήποτε νέα επίσκεψη στον ιατρό. Ομοίως, δύσκολα μπορεί να γίνει αντιληπτή η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι «ο αριθμός συνταγών ανανέωσης ως προς τον συνολικό αριθμό συνταγών δεν μετρά το ποσοστό αφοσίωσης των ασθενών, υπό την έννοια του ποσοστού των ασθενών που υποβάλλονται σε θεραπεία με περινδοπρίλη κατά το διάστημα Ν οι οποίοι συνεχίζουν να υποβάλλονται σε θεραπεία με περινδοπρίλη κατά το διάστημα Ν+1».

436. Επομένως, το έκτο και τελευταίο σκέλος του ένατου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο προβάλλονται σφάλματα του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη συνεκτίμηση των μελετών Thalès, είναι επίσης βάσιμο.

iii) Ενδιάμεσο συμπέρασμα

437. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, από τα έξι σκέλη του ένατου λόγου αναιρέσεως, τέσσερα εξ αυτών πρέπει να γίνουν δεκτά (σημεία 416, 428, 431 και 436 των παρουσών προτάσεων).

438. Τα σφάλματα που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο αυτό αρκούν, αφ’ εαυτών, για να κλονίσουν τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου, που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 1589 έως 1591 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθ’ όσον στηρίζονται στα φερόμενα σφάλματα της Επιτροπής κατά την ανάλυση και συνεκτίμηση της θεραπευτικής δυνατότητας υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ για τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων.

439. Η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από το ότι η Επιτροπή , όπως επισήμανε η Servier συγκεκριμένα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της παρούσας κατ’ αναίρεση δίκης, δεν αμφισβητεί ή δεν αμφισβητεί βασίμως (βλ. σημεία 419 έως 423 των παρουσών προτάσεων) το σύνολο των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξετάσεως της δεύτερης αιτιάσεως του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier σχετικά με τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ, στις σκέψεις 1418 έως 1566 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (βλ. σημείο 345 των παρουσών προτάσεων).

440. Βεβαίως, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 400 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο απαρίθμησε, στη σκέψη 1589 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πέντε χωριστά σφάλματα στα οποία φέρεται να υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων, εκ των οποίων τα τέσσερα πρώτα αφορούν τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ και τις μη τιμολογιακές ανταγωνιστικές πιέσεις. Από την εξέταση του ένατου λόγου αναιρέσεως δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί συγκεκριμένα ποια από τα φερόμενα αυτά σφάλματα αμφισβητήθηκαν με την αίτηση αναιρέσεως.

441. Ωστόσο, ούτε ο προσδιορισμός αυτός είναι αναγκαίος.

442. Όπως το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε στην εν λόγω σκέψη 1589 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη αυτή είναι το αποτέλεσμα συνολικής ανάλυσης των στοιχείων επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε την εκτίμησή της όσον αφορά τη σχετική αγορά των τελικών προϊόντων. Ως εκ τούτου, στο μέτρο που από την εξέταση του ένατου λόγου αναιρέσεως προέκυψε ότι η συνολική αυτή ανάλυση είναι εσφαλμένη σε ουσιώδη σημεία, το αποτέλεσμά της ανάλυσης αυτής είναι κατ’ ανάγκην ελαττωματικό στο σύνολό του.

443. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 368 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1577 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αρκέστηκε να παραπέμψει στις σκέψεις 1418 έως 1566 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, που αφορούν τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης, για να στηρίξει τη διαπίστωσή του ότι η περινδοπρίλη ήταν δυνατόν να εκτεθεί σε ανταγωνιστικές πιέσεις ποιοτικού και όχι τιμολογιακού χαρακτήρα από τους λοιπούς αναστολείς ΜΕΑ.

444. Αφενός, η γενική αυτή παραπομπή, χωρίς άλλη διευκρίνιση, στις εκτιμήσεις που εκτίθενται σε 149 σκέψεις, δεν παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να κατανοήσει σε τι συνίσταντο οι πιέσεις αυτές και αν πράγματι ασκούνταν.

445. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, όπως ήδη επισημάνθηκε στα σημεία 369 και 371 των παρουσών προτάσεων, από τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό πώς εξήγησε το Γενικό Δικαστήριο το γεγονός ότι οι ανταγωνιστικές πιέσεις μη τιμολογιακού χαρακτήρα, τις οποίες υποτίθεται ότι ασκούσαν οι λοιποί αναστολείς ΜΕΑ στην περινδοπρίλη, ουδόλως αντικατοπτρίστηκαν στις εξελίξεις των τιμών και των ποσοτήτων πωλήσεων της περινδοπρίλης.

446. Συναφώς, υπενθυμίζεται, τέλος, ότι από την εξέταση του όγδοου λόγου αναιρέσεως προέκυψε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε νομικό σφάλμα και παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει διαπιστώνοντας ότι η Επιτροπή είχε προσδώσει υπερβολική σημασία στον παράγοντα των τιμών κατά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων και ότι οι διάφοροι παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη κατά τον προσδιορισμό αυτό τελούν σε αλληλεξάρτηση (σημεία 398 και 401 των παρουσών προτάσεων).

447. Όπως διαπιστώθηκε και κατόπιν της εξετάσεως του όγδοου λόγου αναιρέσεως, η εν μέρει παραδοχή του ένατου λόγου αναιρέσεως πρέπει να οδηγήσει, άνευ ετέρου, πολλώ δε μάλλον συνδυαζόμενη και με την παραδοχή του όγδοου λόγου αναιρέσεως, στην αναίρεση του συνόλου των συμπερασμάτων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, τα οποία απορρέουν στο σύνολό τους από τον φερόμενο ως εσφαλμένο χαρακτήρα της οριοθετήσεως της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων (βλ. σημεία 343 έως 350 και 402 των παρουσών προτάσεων)

448. Επομένως, για λόγους πληρότητας και μόνον θα συνεχίσω με την εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως της Επιτροπής που αφορούν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

3)      Επί του απαραδέκτου ορισμένων πρωτοδίκως υποβληθέντων παραρτημάτων (δέκατος λόγος αναιρέσεως)

449. Με τον δέκατο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κρίνοντας παραδεκτά τα παραρτήματα A 286 και A 287 του δικογράφου της προσφυγής και C 29 του υπομνήματος απαντήσεως, των οποίων το απαράδεκτο είχε υποστηρίξει η Επιτροπή ήδη κατά την πρωτοβάθμια δίκη.

450. Υπενθυμίζεται ότι, για να είναι παραδεκτή προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τα νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου. Μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο κείμενο της προσφυγής. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αναζητά και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους λόγους που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι συνιστούν τη βάση της προσφυγής (160).

451. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται με το υπόμνημα απαντήσεως, αυτά είναι παραδεκτά μόνον εφόσον συνιστούν ανταπόδειξη ή περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων κατόπιν ανταποδείξεως εκ μέρους του αντιδίκου (161).

452. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1459 έως 1463 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφενός, ότι το παράρτημα C 29 ήταν παραδεκτό διότι απαντούσε σε αιτίαση που προέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα παραρτήματα A 286, A 287 και C 29 ήταν παραδεκτά, διότι τεκμηρίωναν πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα απαντήσεως.

453. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που εκθέτει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1462 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθεί κατά πόσον η προσκόμιση των παραρτημάτων A 286, A 287 και C 29 κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία πληρούσε τις προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στο σημείο 450 των παρουσών προτάσεων. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στο να επισημάνει ότι τα παραρτήματα αυτά ήταν παραδεκτά, χωρίς όμως να τεκμηριώσει επαρκώς τη διαπίστωση αυτή, οπότε το Δικαστήριο δεν δύναται να ελέγξει την ορθότητά της.

454. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 1462 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στην επισήμανση ότι, μολονότι τα παραρτήματα A 286, A 287 και C 29 ήταν ογκώδη και περιείχαν σειρά εγγράφων, η Servier είχε αναφέρει, στο κείμενο των δικογράφων της, τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Servier τεκμηρίωνε, με την προσκόμιση των παραρτημάτων αυτών, τα οποία περιείχαν στοιχεία προερχόμενα από περιφερειακούς οργανισμούς υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, την επιχειρηματολογία με την οποία επιδίωκε να αποδείξει ότι οι οργανισμοί αυτοί αποφάνθηκαν σχετικά με τη θεραπευτική ισοδυναμία μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ, ότι ενθάρρυναν τους γενικούς ιατρούς να αντικαταστήσουν την περινδοπρίλη με άλλους αναστολείς ΜΕΑ και ότι οι πολιτικές αυτές, οι οποίες δεν ήταν μεμονωμένες, είχαν πραγματικό αντίκτυπο στη ζήτηση σε τοπικό επίπεδο.

455. Στο πλαίσιο των διευκρινίσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέθεσε ούτε τα σημεία των δικογράφων της πρωτοβάθμιας δίκης ούτε τα σημεία των επίμαχων παραρτημάτων στα οποία παρέπεμπαν τα δικόγραφα αυτά. Επομένως, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα παραρτήματα αυτά ήταν παραδεκτά δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Βεβαίως, στα δικόγραφά της κατά την παρούσα αναιρετική διαδικασία, η Servier αναφέρει τα σημεία των δικογράφων της πρωτοβάθμιας δίκης στα οποία περιλαμβανόταν ο ισχυρισμός τον οποίο τεκμηρίωναν τα επίμαχα παραρτήματα και η παραπομπή στα κρίσιμα χωρία των παραρτημάτων αυτών. Εντούτοις, δεν απόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης, να εξακριβώσει αν και κατά πόσον τα εν λόγω παραρτήματα τεκμηρίωναν πράγματι ισχυρισμούς που περιλαμβάνονταν στο δικόγραφο της προσφυγής και να προβεί το ίδιο, με τον τρόπο αυτόν, σε εξέταση του παραδεκτού των εν λόγω πρωτοδίκως προσκομισθέντων παραρτημάτων.

456. Επιπλέον, είναι αδύνατο για το Δικαστήριο να εξακριβώσει αν, και σε ποιο βαθμό, στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στα παραρτήματα A 286, A 287 και C 29, στο πλαίσιο των μεταγενέστερων εκτιμήσεών του. Πράγματι, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται ασφαλώς στα έγγραφα που περιέχονται στα παραρτήματα αυτά, οι αριθμοί των εν λόγω παραρτημάτων δεν μνημονεύονται σε άλλες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πλην των σκέψεων 1345 (στην οποία συνοψίζεται η επιχειρηματολογία της Επιτροπής) και 1459 έως 1463 (στις οποίες εξετάζεται το παραδεκτό των επίμαχων παραρτημάτων).

457. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει, ως προς το σημείο αυτό, έλλειψη αιτιολογίας, την οποία επικαλείται μεν και η Επιτροπή, πλην όμως και το Δικαστήριο μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως (162). Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του παραδεκτού των παραρτημάτων A 286, A 287 και C 29, διαφέρει από εκείνον με τον οποίο εξέτασε το παραδεκτό των παραρτημάτων A 2 και A 3, τον οποίο ανέλυσε λεπτομερώς στις σκέψεις 107 έως 116 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

458. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το παραδεκτό του παραρτήματος C 29 υπό το πρίσμα των αρχών που υπομνήσθηκαν στο σημείο 451 των παρουσών προτάσεων.

4)      Επί της σχετικής αγοράς της τεχνολογίας (ενδέκατος λόγος αναιρέσεως)

459. Με τον ενδέκατο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε νομικά σφάλματα ακυρώνοντας τις διαπιστώσεις της επίδικης αποφάσεως που αφορούσαν τη σχετική αγορά της τεχνολογίας της ΔΦΟ της περινδοπρίλης και τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε η Servier στην αγορά αυτή (σημείο 341 των παρουσών προτάσεων).

460. Στις σκέψεις 1611 έως 1622 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν εσφαλμένες οι διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τη σχετική αγορά της τεχνολογίας της ΔΦΟ της περινδοπρίλης και τη θέση της Servier στην αγορά αυτή, με βάση τις δικές του διαπιστώσεις που αφορούσαν τον εσφαλμένο ορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων από την Επιτροπή.

461. Επομένως, εφόσον από την εξέταση του όγδοου και του ένατου λόγου αναιρέσεως προέκυψε ότι οι διαπιστώσεις αυτές είναι εσφαλμένες σε ουσιώδη σημεία και πρέπει να αναιρεθούν (βλ. σημεία 398 έως 403 και 437 έως 448 των παρουσών προτάσεων), οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τη σχετική αγορά της τεχνολογίας της ΔΦΟ της περινδοπρίλης ενέχουν και αυτές νομικά σφάλματα.

462. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ενδέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα επιχειρήματα με τα οποία η Επιτροπή επιδιώκει να καταδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόσθετα νομικά σφάλματα στις εκτιμήσεις του για τη σχετική αγορά της τεχνολογίας της ΔΦΟ της περινδοπρίλης, αυτοτελή σε σχέση με τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε σε σχέση με τον ορισμό της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων.

463. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την αγορά των τελικών προϊόντων δεν μπορούν, λόγω του εσφαλμένου χαρακτήρα τους, να στηρίξουν τις σχετικές με την αγορά της τεχνολογίας διαπιστώσεις του, η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε αυτοτελές νομικό σφάλμα παραλείποντας να αναλύσει τις ειδικές εκτιμήσεις που εκτίθενται στην επίδικη απόφαση σχετικά με την αγορά της τεχνολογίας. Συγκεκριμένα, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 1616 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει, στο πλαίσιο της αναλύσεώς της σχετικά με την αγορά της τεχνολογίας, και άλλα στοιχεία πέραν του προσδιορισμού της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων.

γ)      Συμπέρασμα επί των λόγων αναιρέσεως που αφορούν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ

464. Από την εξέταση του όγδοου έως και του ενδέκατου λόγου αναιρέσεως, που πραγματοποιήθηκε στα σημεία 351 έως 463 των παρουσών προτάσεων, προκύπτει ότι το σύνολο των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εκ μέρους της Επιτροπής (σημεία 343 έως 350 των παρουσών προτάσεων) πρέπει να αναιρεθούν.

465. Όπως υπομνήσθηκε στα σημεία 251 και 328 των παρουσών προτάσεων, δυνάμει του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

466. Ωστόσο, η υπό κρίση διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση όσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

467. Αφενός, όσον αφορά τον δέκατο τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένος ορισμός της σχετικής αγοράς των τελικών προϊόντων, από την ανάλυση του όγδοου έως και του δέκατου λόγου αναιρέσεως διαπιστώθηκαν ελλείψεις στην αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε την τρίτη αιτίαση του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, με την οποία προβαλλόταν ότι η οικονομετρική ανάλυση των τιμών στην οποία προέβη η Επιτροπή ενείχε μεθοδολογική πλημμέλεια. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν δύναται να κρίνει το ίδιο οριστικά τον εν λόγω δέκατο τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier χωρίς να προβεί το ίδιο σε νέα πλήρη εξέταση της δικογραφίας.

468. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον δέκατο πέμπτο έως και τον δέκατο έβδομο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier κυρίως στηριζόμενο στις διαπιστώσεις του σχετικά με τον δέκατο τέταρτο λόγο ακυρώσεως (σημεία 347 έως 349 των παρουσών προτάσεων). Επομένως, ούτε επί των λόγων αυτών δύναται να αποφανθεί το Δικαστήριο χωρίς να προβεί το πρώτον σε πλήρη εξέταση της δικογραφίας.

Β.      Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

469. Από όσα εκτέθηκαν στα σημεία 251 έως 253, 328 έως 330 και 331 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι η υπό κρίση υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, σε σχέση τόσο με το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο όσο και με τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των συμφωνιών αυτών.

470. Το Δικαστήριο δύναται επομένως να εκδικάσει την υπόθεση και να απορρίψει τον ένατο και τον δέκατο λόγο ακυρώσεως, καθώς και το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως, που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier.

471. Αντιθέτως, από τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στα σημεία 466 έως 468 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση όσον αφορά τον δέκατο τέταρτο έως και τον δέκατο έβδομο λόγο ακυρώσεως, καθώς και όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 6 και του άρθρου 7, παράγραφος 6, της επίδικης αποφάσεως, που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, ούτε όσον αφορά το αίτημα που υπέβαλε πρωτοδίκως η Επιτροπή να κηρυχθούν απαράδεκτα τα παραρτήματα A 286, A 287 και C 29.

472. Ως εκ τούτου, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί των λόγων ακυρώσεως και επί των αιτημάτων αυτών.

473. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο ώστε να αποφανθεί με διαφορετική σύνθεση από αυτή με την οποία εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

474. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι, βάσει του άρθρου 216, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η απόφαση για την ανάθεση μιας υποθέσεως, ενδεχομένως, σε άλλο τμήμα μετά την αναίρεση της αποφάσεως από το Δικαστήριο, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου.

475. Συναφώς, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι το γεγονός ότι ο ίδιος δικαστής μετέχει σε δύο δικαστικούς σχηματισμούς που επιλήφθηκαν διαδοχικά της ίδιας υπόθεσης δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, χωρίς τη συνδρομή κάποιου άλλου αντικειμενικού στοιχείου, να γεννήσει αμφιβολίες για την αμεροληψία του Γενικού Δικαστηρίου (163).

V.      Δικαστικά έξοδα

476. Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

477. Κατ’ αρχάς, στην προκειμένη περίπτωση, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη στο σύνολό της και ότι οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου που αφορούν τόσο τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όσο και την παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, πρέπει να αναιρεθούν.

478. Συνεπώς, η Servier SAS, η Servier Laboratories Ltd και η Les Laboratoires Servier SAS πρέπει να φέρουν, αλληλεγγύως, το σύνολο των δικαστικών εξόδων τους, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

479. Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, πρέπει να σημειωθεί, αφενός, ότι η παρούσα αναιρετική διαδικασία αφορά τα έξοδα αυτά μόνο καθόσον σχετίζονται με τον ένατο, τον δέκατο και τον δέκατο τέταρτο έως τον δέκατο έβδομο λόγο ακυρώσεως, τους οποίους προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, καθώς και το αίτημα που υπέβαλε πρωτοδίκως η Επιτροπή να κηρυχθούν απαράδεκτα τα παραρτήματα A 286, A 287 και C 29.

480. Αφετέρου, πρέπει να επισημανθεί ότι η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση μόνον όσον αφορά τον ένατο και τον δέκατο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, οι οποίοι αφορούν τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, καθώς και όσον αφορά αίτημα για την ακύρωση του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως, το οποίο υπέβαλε πρωτοδίκως η Servier. Επομένως, το Δικαστήριο μπορεί να εκδικάσει την υπόθεση και να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς μόνον ως προς αυτούς τους λόγους ακυρώσεως και αυτά τα αιτήματα (βλ. σημεία 469 και 470 των παρουσών προτάσεων).

481. Αντιθέτως, η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση όσον αφορά τον δέκατο τέταρτο έως και τον δέκατο έβδομο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, σχετικά με τον χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς της ως παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 6 και του άρθρου 7, παράγραφος 6, της επίδικης αποφάσεως, που υπέβαλε πρωτοδίκως η Servier, καθώς και όσον αφορά το αίτημα που υπέβαλε πρωτοδίκως η Επιτροπή να κηρυχθούν απαράδεκτα τα παραρτήματα A 286, A 287 και C 29. Επομένως, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί των λόγων ακυρώσεως και των αιτημάτων αυτών (βλ. σημεία 471 και 472 των παρουσών προτάσεων).

482. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει ότι η Servier SAS, η Servier Laboratories Ltd και η Les Laboratoires Servier SAS φέρουν, αλληλεγγύως, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι ίδιες καθώς και η Επιτροπή κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία τα οποία σχετίζονται με τον ένατο και τον δέκατο λόγο ακυρώσεως, και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Servier και η Επιτροπή κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία τα οποία σχετίζονται με τον δέκατο έως και τον δέκατο έβδομο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, καθώς και με το αίτημα που υπέβαλε πρωτοδίκως η Επιτροπή να κηρυχθούν απαράδεκτα τα παραρτήματα A 286, A 287 και C 29.

483. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο πρωτοδίκως παρεμβαίνων που έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Δεδομένου ότι η EFPIA έλαβε μέρος στην έγγραφη διαδικασία της παρούσας αναιρετικής δίκης, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της στο πλαίσιο αυτής.

484. Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 140, παράγραφος 1, και του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

VI.    Πρόταση

485. Βάσει των ως άνω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)      Αναιρεί τα σημεία 1 έως 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑691/14, EU:T:2018:922).

2)      Αναιρεί το σημείο 6 του διατακτικού της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑691/14, EU:T:2018:922), όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Servier SAS, η Servier Laboratories Ltd, η Les Laboratoires Servier SAS και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε σχέση με τον ένατο, τον δέκατο και τον δέκατο τέταρτο έως και τον δέκατο έβδομο λόγο ακυρώσεως, καθώς και με το πρωτοδίκως υποβληθέν αίτημα της Επιτροπής να κηρυχθούν απαράδεκτα τα παραρτήματα A 286, A 287 και C 29.

3)      Απορρίπτει τον ένατο και τον δέκατο λόγο ακυρώσεως, καθώς και το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 4, και του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως C(2014) 4955 final της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2014, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ [υπόθεση AT.39612 – Perindopril (Servier)], που προέβαλαν πρωτοδίκως οι Servier SAS, Servier Laboratories Ltd και Les Laboratoires Servier SAS.

4)      Αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί του δέκατου τέταρτου έως και του δέκατου εβδόμου λόγου ακυρώσεως και επί του αιτήματος περί ακυρώσεως του άρθρου 6 και του άρθρου 7, παράγραφος 6, της αποφάσεως C(2014) 4955 final, που προέβαλαν πρωτοδίκως οι Servier SAS, Servier Laboratories Ltd και Les Laboratoires Servier SAS, καθώς και επί του πρωτοδίκως υποβληθέντος αιτήματος της Επιτροπής να κηρυχθούν απαράδεκτα τα παραρτήματα A 286, A 287 και C 29.

5)      Η Servier SAS, η Servier Laboratories Ltd και η Les Laboratoires Servier SAS φέρουν, αλληλεγγύως, τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

6)      Η Servier SAS, η Servier Laboratories Ltd και η Les Laboratoires Servier SAS φέρουν, αλληλεγγύως, τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, καθόσον αυτά αφορούν τον ένατο και τον δέκατο λόγο ακυρώσεως, καθώς και το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως C(2014) 4955 final, που προβλήθηκαν από τις Servier SAS, Servier Laboratories Ltd και Les Laboratoires Servier SAS κατά την πρωτοβάθμια δίκη.

7)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα της Servier SAS, της Servier Laboratories Ltd, της Les Laboratoires Servier SAS και της Επιτροπής στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, καθόσον αφορούν τον δέκατο τέταρτο έως και τον δέκατο έβδομο λόγο ακυρώσεως, και το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 6 και του άρθρου 7, παράγραφος 6, της αποφάσεως C(2014) 4955 final, που προβλήθηκαν από τις Servier SAS, Servier Laboratories Ltd και Les Laboratoires Servier SAS κατά την πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και το πρωτοδίκως υποβληθέν αίτημα της Επιτροπής να κηρυχθούν απαράδεκτα τα παραρτήματα A 286, A 287 και C 29.

8)      Η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν έκαστo τα δικαστικά έξοδά του στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020 (C‑307/18, στο εξής απόφαση Generics (UK) κ.λπ., EU:C:2020:52).


3      Αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021 (C‑591/16 P, στο εξής: απόφαση Lundbeck κατά Επιτροπής, EU:C:2021:243), Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (C‑586/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:241), Generics (UK) κατά Επιτροπής (C‑588/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:242), Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής (C‑601/16 P, μη δημοσιευθείσα,, EU:C:2021:244), Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής (C‑611/16 P, EU:C:2021:245), και Merck κατά Επιτροπής (C‑614/16 P, μη δημοσιευθείσα,, EU:C:2021:246).


4      Αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑691/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:922) (κατά της οποίας βάλλει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως καθώς και η αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑201/19 P, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής), Biogaran κατά Επιτροπής (T‑677/14, EU:T:2018:910) (αίτηση αναιρέσεως C‑207/19 P, Biogaran κατά Επιτροπής), Teva UK κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑679/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:919) (αίτηση αναιρέσεως C‑198/19 P, Teva UK κ.λπ. κατά Επιτροπής), Lupin κατά Επιτροπής (T‑680/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:908) (αίτηση αναιρέσεως C‑144/19 P, Lupin κατά Επιτροπής), Mylan Laboratories και Mylan κατά Επιτροπής (T‑682/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:907) (αίτηση αναιρέσεως C‑197/19 P, Mylan Laboratories και Mylan κατά Επιτροπής), Krka κατά Επιτροπής (T‑684/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:918) (αίτηση αναιρέσεως C‑151/19 P, Επιτροπή κατά Krka), Niche Generics κατά Επιτροπής (T‑701/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:921) (αίτηση αναιρέσεως C‑164/19 P, Niche Generics κατά Επιτροπής), και Unichem Laboratories κατά Επιτροπής (T‑705/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:915) (αίτηση αναιρέσεως C‑166/19 P, Unichem Laboratories κατά Επιτροπής).


5      Απόφαση C(2014) 4955 final της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ [Υπόθεση AT.39612 – Perindopril (Servier)] (στο εξής: επίδικη απόφαση).


6      Σκέψη 1 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 11 επ. της επίδικης αποφάσεως.


7      Αιτιολογική σκέψη 14 της επίδικης αποφάσεως.


8      Σκέψη 8 της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Krka κατά Επιτροπής (T‑684/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:918) και αιτιολογικές σκέψεις 19 επ. της επίδικης αποφάσεως.


9      Σκέψεις 2 και 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 1 επ., 86 επ. και 2143 επ. της επίδικης αποφάσεως.


10      Όπως επέτρεπε ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1768/92 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την καθιέρωση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα (ΕΕ 1992, L 182, σ. 1).


11      Σκέψη 4 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 92 επ. της επίδικης αποφάσεως.


12      Αιτιολογική σκέψη 98 της επίδικης αποφάσεως.


13      Σκέψεις 5 έως 8 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 94, 118 επ. και 124 επ. της επίδικης αποφάσεως.


14      Σκέψη 8 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογική σκέψη 120 της επίδικης αποφάσεως.


15      Σκέψεις 9 και 10 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 8, 88 και 218 επ. της επίδικης αποφάσεως.


16      Αιτιολογική σκέψη 100 της επίδικης αποφάσεως.


17      Αιτιολογικές σκέψεις 821, 1674 και 1755 της επίδικης αποφάσεως.


18      Σκέψεις 11 έως 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 129, 151 επ., 157 επ. και πίνακες στις αιτιολογικές σκέψεις 156 και 201 της επίδικης αποφάσεως.


19      Σκέψεις 11 και 12 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 158 έως 161, 164 και, όσον αφορά ειδικότερα την Krka, 830 της επίδικης αποφάσεως.


20      Σκέψη 12 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 170 και 962 της επίδικης αποφάσεως.


21      Σκέψεις 16 έως 21 και 24 έως 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 171 έως 202 της επίδικης αποφάσεως.


22      Σκέψεις 25 και 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 175 επ. της επίδικης αποφάσεως.


23      Σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 193 επ. της επίδικης αποφάσεως.


24      Αιτιολογική σκέψη 410 της επίδικης αποφάσεως.


25      Σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογική σκέψη 156 της επίδικης αποφάσεως (στη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επισημαίνεται ότι εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε τον Σεπτέμβριο του 2006, ωστόσο βασίζομαι σχετικώς στην αιτιολογική σκέψη 156 της επίδικης αποφάσεως, στην οποία μνημονεύεται η ημερομηνία της 13ης Οκτωβρίου 2006).


26      Σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 156, 898 έως 904, 909 και 1689 της επίδικης αποφάσεως.


27      Σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογική σκέψη 908 της επίδικης αποφάσεως.


28      Σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογική σκέψη 910 της επίδικης αποφάσεως.


29      Αιτιολογικές σκέψεις 843, 886, 1248 και 1755 της επίδικης αποφάσεως.


30      Σκέψεις 47 έως 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 400 και 923 έως 928 της επίδικης αποφάσεως.


31      Βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων.


32      Βλ. άρθρα 1 έως 6 της επίδικης αποφάσεως και σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


33      Σε αυτά περιλαμβάνονται όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης (μεταξύ 2004 και 2009, επομένως όχι η Κροατία, βλ. αιτιολογική σκέψη 3134, υποσημείωση 1 και άρθρο 4 της επίδικης αποφάσεως), πλην των επτά κρατών μελών που καλύπτονταν από τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Στην επίδικη απόφαση γίνεται λόγος για «18/20 κράτη μέλη» λόγω του ότι η προσχώρηση της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2007, ήτοι δύο μήνες μετά τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού Krka, με συνέπεια να αυξηθεί από 18 σε 20 ο αριθμός των αγορών που δεν καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης (αιτιολογική σκέψη 1677 και υποσημείωση 2243 της επίδικης αποφάσεως).


34      Αιτιολογικές σκέψεις 1816 και 1858 της επίδικης αποφάσεως.


35      Βλ. σκέψη 1004 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 2451 και άρθρο 4 της επίδικης αποφάσεως.


36      Αιτιολογική σκέψη 1670 της επίδικης αποφάσεως.


37      Βλ. άρθρο 7 της επίδικης αποφάσεως και σκέψεις 72 και 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


38      Βλ. υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων.


39      Αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής, Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (C‑586/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:241), Generics (UK) κατά Επιτροπής (C‑588/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:242), Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής (C‑601/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:244), Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής (C‑611/16 P, EU:C:2021:245), και Merck κατά Επιτροπής (C‑614/16 P, μη δημοσιευθείσα,, EU:C:2021:246).


40      Η Servier προσκομίζει, ως παραρτήματα στο υπόμνημα αντικρούσεώς της, απομαγνητοφωνήσεις των πρακτικών της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Με το υπόμνημα απαντήσεώς της, η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό των απομαγνητοφωνήσεων αυτών για τον λόγο ότι συντάχθηκαν από τη Servier για τις δικές της ανάγκες και, επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να ελέγξει την αξιοπιστία τους. Η Servier θεωρεί ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι απαράδεκτα. Εντούτοις, παρέλκει η απάντηση επί του ζητήματος του παραδεκτού των στοιχείων αυτών. Συγκεκριμένα, η εξέταση των λόγων αναιρέσεως που ακολουθεί θα καταδείξει ότι οι ισχυρισμοί προς στήριξη των οποίων η Servier προσκομίζει τα παραρτήματα αυτά προβάλλονται αλυσιτελώς (βλ., σχετικά με τον ισχυρισμό ότι οι διαφορές μεταξύ της Servier και των εταιριών παραγωγής γενοσήμων ήταν πραγματικές, σημείο 149 των παρουσών προτάσεων, σχετικά με τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δέχθηκε ότι η συμφωνία για την παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης από τη Servier στην Krka συνήφθη υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, σημείο 151 των παρουσών προτάσεων, και, σχετικά με τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή μπορούσε να λάβει θέση επί της επιχειρηματολογίας που αφορούσε τις επισκέψεις στους ιατρούς, σημείο 435 των παρουσών προτάσεων).


41      Αιτιολογικές σκέψεις 1811 και 1812 της επίδικης αποφάσεως.


42      Αιτιολογικές σκέψεις 1753, 1756, 1760 και 1763 της επίδικης αποφάσεως.


43      Αιτιολογικές σκέψεις 1738 έως 1749, και ιδίως αιτιολογική σκέψη 1745 της επίδικης αποφάσεως.


44      Αιτιολογικές σκέψεις 1766 και 1803 έως 1811 της επίδικης αποφάσεως.


45      Σημείο 21 των παρουσών προτάσεων.


46      Βλ. διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, EREF κατά Επιτροπής (C‑74/10 P και C‑75/10 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:557, σκέψεις 41 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψεις 152 και 153 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


47      Βλ., επ’ αυτού, τον έβδομο λόγο αναιρέσεως (σημείο 304 των παρουσών προτάσεων).


48      Βλ., επ’ αυτού, τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως (σημεία 135 έως 176 των παρουσών προτάσεων).


49      Βλ., για τον ορισμό του αλυσιτελούς χαρακτήρα ενός λόγου αναιρέσεως, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, EFMA κατά Συμβουλίου (C‑46/98 P, EU:C:2000:474, σκέψη 38), η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 1257 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


50      Σημείο 21 των παρουσών προτάσεων.


51      Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1972, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής (48/69, EU:C:1972:70, σκέψη 68).


52      Αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 44), και της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψη 72).


53      Αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής (C‑407/04 P, EU:C:2007:53, σκέψεις 49 και 63), της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866, σκέψη 128), και της 27ης Απριλίου 2017, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑469/15 P, EU:C:2017:308, σκέψη 38).


54      Αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1984, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής (29/83 και 30/83, EU:C:1984:130, σκέψη 20), και της 31ης Μαρτίου 1993, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, EU:C:1993:120, σκέψη 127). Bλ. επίσης απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑655/11, EU:T:2015:383, σκέψη 176).


55      Πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψεις 513 έως 523). Bλ. επίσης απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑44/02 OP, T‑54/02 OP, T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, EU:T:2006:271, σκέψη 63).


56      Πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 55 έως 57), και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑44/02 OP, T‑54/02 OP, T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, EU:T:2006:271, σκέψεις 64 και 65).


57      Αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1984, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής (29/83 και 30/83, EU:C:1984:130, σκέψη 16), της 31ης Μαρτίου 1993, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, EU:C:1993:120, σκέψεις 126 και 127), και της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής (C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 74).


58      Αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 37), της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής (C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 37), και της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής (C‑413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 17).


59      Αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Aalberts Industries κ.λπ. (C‑287/11 P, EU:C:2013:445, σκέψη 52), και της 17ης Οκτωβρίου 2019, Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής (C‑403/18 P, EU:C:2019:870, σκέψη 64).


60      Στην αιτιολογική σκέψη 56 της επίδικης αποφάσεως επισημαίνεται ότι το κείμενο των συμφωνιών που συνήφθησαν μεταξύ της Servier και των εταιριών παραγωγής γενοσήμων περιλαμβάνεται μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή.


61      Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψεις 53 και 54).


62      Σημείο 30 των παρουσών προτάσεων.


63      Σημεία 20, 21, 29 και 30 των παρουσών προτάσεων.


64      Σημείο 21 των παρουσών προτάσεων.


65      Σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


66      Σημείο 30 των παρουσών προτάσεων.


67      Σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.


68      Σημείο 24 των παρουσών προτάσεων.


69      Βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑655/11, EU:T:2015:383, σκέψεις 183, 380 και 381 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


70      Σημείο 21 των παρουσών προτάσεων.


71      Σημείο 21 των παρουσών προτάσεων.


72      Βλ. σημείο 35 των παρουσών προτάσεων.


73      Βλ., επ’ αυτού, τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως (σημεία 229 έως 242, και ιδίως σημείο 239, των παρουσών προτάσεων).


74      Βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Ιουνίου 1966, LTM (56/65, EU:C:1966:38, σ. 358), καθώς και προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημείο 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


75      Βλ. σημεία 92 έως 96 των παρουσών προτάσεων.


76      Βλ. διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, EREF κατά Επιτροπής (C‑74/10 P και C‑75/10 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:557, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


77      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 87 έως 94 και 111) και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 114 και 115).


78      Βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Bλ. επίσης μνημονευόμενη νομολογία στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


79      Βλ., επ’ αυτού, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 134 έως 139).


80      Πρβλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 171 και 172).


81      Βλ., σχετικά με τον αποκλειστικό χαρακτήρα της άδειας εκμετάλλευσης και τη δημιουργία εν τοις πράγμασι δυοπωλίου μεταξύ Servier και Krka, σημεία 195 έως 204 των παρουσών προτάσεων.


82      Βλ., επ’ αυτού, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 118 έως 120).


83      Βλ., σχετικά με τον αποκλειστικό χαρακτήρα της άδειας εκμετάλλευσης και τη δημιουργία εν τοις πράγμασι δυοπωλίου μεταξύ Servier και Krka, σημεία 195 έως 204 των παρουσών προτάσεων.


84      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 66 έως 70).


85      Απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 38) και προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 82 έως 84, 122 έως 127 και 176 έως 178).


86      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημείο 119).


87      Απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 94) και προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημείο 120).


88      Πρβλ. διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, EREF κατά Επιτροπής (C‑74/10 P και C‑75/10 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:557, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


89      Βλ. σημεία 124, 125 και 149 των παρουσών προτάσεων.


90      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, AC-Treuhand κατά Επιτροπής (C‑194/14 P, EU:C:2015:717, σκέψη 36).


91      Αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 50), και της 25ης Οκτωβρίου 2007, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑167/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:633, σκέψη 41).


92      Αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 37), της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής (C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 37), και της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής (C‑413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 17).


93      Αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Aalberts Industries κ.λπ. (C‑287/11 P, EU:C:2013:445, σκέψη 52), και της 17ης Οκτωβρίου 2019, Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής (C‑403/18 P, EU:C:2019:870, σκέψη 64).


94      Σημείο 24 των παρουσών προτάσεων.


95      Σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.


96      Σημείο 14 και υποσημείωση 10 των παρουσών προτάσεων.


97      Βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις 564 (σχετικά με τις συμφωνίες που συνήφθησαν με τις Niche και Matrix), 707 (σχετικά με τη συμφωνία που συνήφθη με την Teva) και 869 και 879 (σχετικά με τη συμφωνία που συνήφθη με τη Lupin) της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


98      Αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494, σκέψη 55) (δεν υπήρξε αμφισβήτηση επ’ αυτού στην κατ’ αναίρεση δίκη· βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, C‑580/12 P, EU:C:2014:2363). Πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Denki Kagaku Kogyo και Denka Chemicals κατά Επιτροπής (T‑83/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:48, σκέψη 193), και της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑655/11, EU:T:2015:383, σκέψεις 178 και 217).


99      Βλ. επίσης, σχετικά με τη στρατηγική της Servier να μεταβεί προς την περινδοπρίλη από αργινίνη λόγω των γενόσημων σκευασμάτων περινδοπρίλης από ερβουμίνη, μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 8, 58, 89, 100, 217, 220, 222, 225, 233 έως 242, 1183, 1924, 2089, 2156, 2530, 2532, 2533, 2912 και 2971 της επίδικης αποφάσεως.


100      Βλ., για τον εν λόγω ορισμό της παραμόρφωσης, σημεία 96 και 187 των παρουσών προτάσεων.


101      Ανακοίνωση της Επιτροπής. Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] σε συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας (ΕΕ 2004, C 101, σ. 2).


102      ΕΕ 2004, L 123, σ. 11.


103      Απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής (C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 118).


104      Σημείο 21 των παρουσών προτάσεων.


105      Σημείο 30 των παρουσών προτάσεων.


106      Απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, Consten και Grundig κατά Επιτροπής (56/64 και 58/64, EU:C:1966:41, Συλλογή, σ. 496).


107      Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 242).


108      Σκέψη 103 της εν λόγω αποφάσεως. Βλ. επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 158 έως 166).


109      Απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 105 έως 111). Βλ. επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 168 έως 172, 175 και 179).


110      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημείο 175).


111      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 176 έως 178).


112      Αιτιολογικές σκέψεις 1766 και 1803 έως 1811 της επίδικης αποφάσεως.


113      Αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM (56/65, EU:C:1966:38, Συλλογή σ. 359), της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 28), και της 16ης Ιουλίου 2015, ING Pensii (C‑172/14, EU:C:2015:484, σκέψεις 29 και 30). Βλ. επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:110, σημείο 42).


114      Βλ. σημεία 102 έως 129 των παρουσών προτάσεων.


115      Βλ. σημεία 29 και 30 των παρουσών προτάσεων.


116      Βλ. σημεία 20 και 21 των παρουσών προτάσεων.


117      Βλ. σημείο 24 των παρουσών προτάσεων.


118      Βλ. σημείο 21 των παρουσών προτάσεων.


119      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1998, Deere κατά Επιτροπής (C‑7/95 P, EU:C:1998:256, σκέψη 77), και New Holland Ford κατά Επιτροπής (C‑8/95 P, EU:C:1998:257, σκέψη 91), της 23ης Νοεμβρίου 2006, Asnef-Equifax και Administración del Estado (C‑238/05, EU:C:2006:734, σκέψη 50), Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 117), και της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise (C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 73). Η υπογράμμιση δική μου.


120      Αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 161), Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 118), και της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise (C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 74).


121      Βλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise (C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


122      Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 166).


123      Απόφαση της 14ης Απριλίου 2011, Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής (T‑461/07, EU:T:2011:181, σκέψη 127).


124      Σκέψη 119 της εν λόγω αποφάσεως.


125      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 120), και της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise (C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 76).


126      Απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 120).


127      Πρβλ. απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 121 έως 122). Βλ. επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 189 έως 202).


128      Απόφαση της 14ης Απριλίου 2011, Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής (T‑461/07, EU:T:2011:181, σκέψεις 127, 187 και 191).


129      Βλ. σημεία 102 έως 129 των παρουσών προτάσεων. Πράγματι, στις σκέψεις 1148 έως 1169 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε, στο πλαίσιο της εξετάσεως των αποτελεσμάτων των συμφωνιών Krka, κατ’ ουσίαν τις ίδιες εκτιμήσεις με εκείνες στις οποίες είχε ήδη προβεί, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 970, 971, 1011, 1017, 1026 και 1027 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την ανάλυση του αντικειμένου των εν λόγω συμφωνιών.


130      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 117, 118 και 122 έως 129).


131      Πρβλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημείο 128).


132      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 76 και 198).


133      Αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 38 και 39), της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 63), και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής (C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 125). Βλ. επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:110, σημεία 58 έως 60). Πρβλ., επίσης, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ. (C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


134      Πρβλ. αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 52), της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 66 και 115), και της 2ας Απριλίου 2020, Budapest Bank κ.λπ. (C‑228/18, EU:C:2020:265, σκέψη 55).


135      Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψεις 74 επ.), και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija (C‑345/14, EU:C:2015:784, σκέψεις 22 έως 24), καθώς και προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 164 και 171), Βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C‑228/18, EU:C:2019:678, σημεία 48 έως 50).


136      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C‑228/18, EU:C:2019:678, σημείο 50).


137      Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής (C‑457/10 P, EU:C:2012:770, σκέψη 110).


138      Πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, AstraZeneca κατά Επιτροπής (T‑321/05, EU:T:2010:266, σκέψη 360).


139      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 115 έως 122, ιδίως 117, 121 122), και της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise (C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψεις 73 και 74).


140      Βλ. αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής (C‑457/10 P, EU:C:2012:770, σκέψεις 29, 39, 49, 56 και 58), και της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής (T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψεις 87, 534, 557 και 618).


141      Αιτιολογικές σκέψεις 2286, 2305, 2324 και 2345 της επίδικης αποφάσεως.


142      Τίτλος που προηγείται στη σκέψη 1380 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


143      Αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 28), και της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 51).


144      Πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής (C‑457/10 P, EU:C:2012:770, σκέψεις 38 επ.).


145      Βλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής (322/81, EU:C:1983:313, σκέψη 37), της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE (C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 32), της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 51), της 1ης Ιουλίου 2010, AstraZeneca κατά Επιτροπής (T‑321/05, EU:T:2010:266, σκέψη 30), και της 29ης Μαρτίου 2012, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (T‑336/07, EU:T:2012:172, σκέψη 111). Πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1973, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής (6/72, EU:C:1973:22, σκέψη 32), και της 14ης Νοεμβρίου 1996, Tetra Pak κατά Επιτροπής (C‑333/94 P, EU:C:1996:436, σκέψη 13).


146      Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, AstraZeneca κατά Επιτροπής (T‑321/05, EU:T:2010:266, σκέψεις 183 και 203).


147      Βλ. σημείο 2 της ανακοίνωσης της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (ΕΕ 1997, C 372, σ. 5).


148      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1991, Hilti κατά Επιτροπής (T‑30/89, EU:T:1991:70, σκέψη 71).


149      Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, United Brands κι United Brands Continentaal κατά Επιτροπής (27/76, EU:C:1978:22, σκέψη 68), Βλ. επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημείο 239).


150      Πρβλ. επίσης απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, AstraZeneca κατά Επιτροπής (T‑321/05, EU:T:2010:266, σκέψεις 174 και 191).


151      Απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 140). Βλ. επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 229 έως 240).


152      Απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 135)· Bλ. επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημείο 239).


153      Βλ. σημεία 79 και 140 των παρουσών προτάσεων.


154      Βλ. μνημονευόμενη νομολογία στην υποσημείωση 145 των παρουσών προτάσεων.


155      Πρβλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


156      Πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής (C‑457/10 P, EU:C:2012:770, σκέψη 51).


157      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής (C‑457/10 P, EU:C:2012:770, σκέψεις 36 έως 50).


158      Βλ., mutatis mutandis, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, AstraZeneca κατά Επιτροπής (T‑321/05, EU:T:2010:266, σκέψη 208). Βεβαίως, στην υπόθεση εκείνη, οι δύο επίμαχες ομάδες φαρμάκων είχαν διαφορετική χρήση, ενώ αυτό δεν συνέβαινε στην περίπτωση της περινδοπρίλης και των λοιπών αναστολέων ΜΕΑ. Εντούτοις, το γεγονός αυτό ουδόλως αναιρεί τη σημασία της διαπίστωσης ότι η συναγωγή συμπερασμάτων από την εξέλιξη των αντίστοιχων μεριδίων αγοράς των φαρμάκων αυτών προϋποθέτει την προηγούμενη διαπίστωση ότι τα φάρμακα αυτά αποτελούν μέρος της ίδιας αγοράς.


159      Βλ., για τον ορισμό της παραμόρφωσης, σημεία 96 και 187 των παρουσών προτάσεων.


160      Βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψεις 40 και 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


161      Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (C‑185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψεις 71 και 72).


162      Βλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, EUIPO/European Dynamics Luxembourg κ.λπ. (C‑677/15, EU:C:2017:998, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


163      Απόφαση της 1ης  Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste/UFEX κ.λπ. (C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 56).