Language of document : ECLI:EU:C:2022:577

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 14ης Ιουλίου 2022 (1)

Υπόθεση C201/19 P

Servier SAS,

Servier Laboratories Ltd,

Les Laboratoires Servier SAS

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά της περινδοπρίλης, φαρμάκου για τη θεραπεία των καρδιαγγειακών παθήσεων – Συμφωνίες περί φιλικού διακανονισμού ενδίκων διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, συναφθείσες μεταξύ εργαστηρίου παρασκευής πρωτότυπων φαρμάκων, κατόχου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και εταιριών παραγωγής γενοσήμων – Δυνητικός ανταγωνισμός – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Διάρκεια της παραβάσεως – Έννοια της ενιαίας παραβάσεως – Πρόστιμα»






Περιεχόμενα


I. Εισαγωγή

II. Το ιστορικό της διαφοράς

Α. Τα πραγματικά περιστατικά

1. Επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η υπό κρίση υπόθεση

2. Το επίμαχο σκεύασμα και τα επίμαχα διπλώματα ευρεσιτεχνίας

3. Διαφορές σχετικές με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της περινδοπρίλης και κυκλοφορία γενόσημων εκδοχών της περινδοπρίλης

α) Διαφορές ενώπιον του ΕΓΔΕ

β) Ένδικες διαφορές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

4. Συμφωνίες φιλικού διακανονισμού των σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας διαφορών που αφορά η υπό κρίση υπόθεση, τις οποίες συνήψε η Servier με εταιρίες παραγωγής γενοσήμων

α) Συμφωνίες με τις Niche/Unichem και με τη Matrix

β) Συμφωνία με την Teva

γ) Συμφωνία με τη Lupin

Β. Η επίδικη απόφαση

Γ. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

IV. Εκτίμηση

Α. Επί της διαπιστώσεως της παραβάσεως

1. Δομή και παραδεκτό της επιχειρηματολογίας της Servier

2. Επί του δυνητικού ανταγωνισμού (δεύτερος λόγος αναιρέσεως και πρώτο σκέλος του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως)

α) Επί του περιεχομένου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας κατά την ανάλυση του δυνητικού ανταγωνισμού

β) Επί της αναλύσεως των πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων των εταιριών παραγωγής γενοσήμων να εισέλθουν στην αγορά παρά την ύπαρξη εμποδίων

1) Επί της υπάρξεως συμφωνίας αποκλεισμού των δυνητικώς νεοεισερχομένων από την αγορά

2) Επί των προπαρασκευαστικών ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων και επί της προθέσεώς τους να υπερβούν τα εμπόδια

3) Επί της υπάρξεως πολλαπλών εμποδίων

γ) Επί της κατανομής του βάρους αποδείξεως

δ) Επί των πρόσθετων επιχειρημάτων σχετικά με καθεμιά εκ των εμπλεκομένων εταιριών παραγωγής γενοσήμων

1) Niche/Unichem και Matrix

2) Teva

3) Lupin

ε) Συμπέρασμα

3. Επί του χαρακτηρισμού των συμφωνιών διακανονισμού ως περιορισμών του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (πρώτος λόγος αναιρέσεως και δεύτερα σκέλη του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως)

α) Επί της προηγούμενης εμπειρίας και επί της «ευχέρειας διαγνώσεως» περιορισμού του ανταγωνισμού

β) Επί των πληρωμών και επί των προβαλλόμενων «θετικών» ή «μικτών» αποτελεσμάτων των συμφωνιών

1) Επί των πληρωμών

2) Επί των προβαλλόμενων «θετικών» ή «μικτών» αποτελεσμάτων των συμφωνιών

γ) Επί της εξετάσεως του περιοριστικού του ανταγωνισμού αντικειμένου των επίμαχων συμφωνιών

1) Επί των συμφωνιών διακανονισμού Niche και Matrix

2) Επί της συμφωνίας διακανονισμού Teva

i) Επί των σκοπών και των προβαλλόμενων «μικτών» αποτελεσμάτων της συμφωνίας διακανονισμού με την Teva

– Επί των προβαλλόμενων «μικτών» ή «θετικών για τον ανταγωνισμό» αποτελεσμάτων

– Επί της προβαλλόμενου μη επιβλαβούς χαρακτήρα των ρητρών της συμφωνίας διακανονισμού Teva

ii) Επί των πληρωμών

3) Επί της συμφωνίας διακανονισμού Lupin

i) Επί της πληρωμής

ii) Επί των ρητρών της συμφωνίας διακανονισμού Lupin

δ) Συμπέρασμα

4. Επί της ημερομηνίας παύσεως της παραβάσεως που συνιστούσε η συμφωνία διακανονισμού Lupin (τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως)

5. Επί του χαρακτηρισμού αφενός της συμφωνίας διακανονισμού Niche και αφετέρου της συμφωνίας διακανονισμού Matrix ως χωριστών παραβάσεων (έκτος λόγος αναιρέσεως)

Β. Επί των προστίμων

1. Επί των νομικών σφαλμάτων που επικαλείται η Servier σχετικά με τα πρόστιμα (έβδομος λόγος αναιρέσεως)

α) Επί της αρχής της νομιμότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών

β) Επί της αρχής της αναλογικότητας και επί της εκτιμήσεως της σοβαρότητας των παραβάσεων

2. Επί του προστίμου που επιβλήθηκε στη Servier λόγω της συμφωνίας διακανονισμού Lupin (τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως)

3. Συμπέρασμα ως προς τα πρόστιμα

Γ. Ενδιάμεση πρόταση

V. Δικαστικά έξοδα

VI. Πρόταση


I.      Εισαγωγή

1.        Μετά τις υποθέσεις Generics (UK) κ.λπ. (2) και Lundbeck κατά Επιτροπής (3), η υπό κρίση υπόθεση, η οποία εντάσσεται σε ένα σύνολο εννέα αιτήσεων αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά οκτώ αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (4), αφορά εκ νέου το ζήτημα της εκτιμήσεως, από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, πλειόνων συμφωνιών περί φιλικού διακανονισμού διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τις οποίες έχει συνάψει ένας παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων, εν προκειμένω η Servier, με εταιρίες παραγωγής γενόσημων φαρμάκων.

2.        Όπως και στις υποθέσεις Generics (UK) κ.λπ. και Lundbeck κατά Επιτροπής, οι συμφωνίες αυτές συνήφθησαν υπό περίσταση κατά την οποία το δικαίωμα που αντλούνταν από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τη δραστική ουσία του επίμαχου φαρμάκου, εν προκειμένω την περινδοπρίλη, είχε περάσει σε καθεστώς δημόσιας χρήσης, ενώ η Servier εξακολουθούσε να κατέχει τα λεγόμενα «δευτερογενή» διπλώματα ευρεσιτεχνίας για ορισμένες μεθόδους παρασκευής του εν λόγω φαρμάκου.

3.        Οι επίμαχες συμφωνίες, κατ’ ουσίαν, όριζαν ότι οι εταιρίες παραγωγής γενόσημων φαρμάκων, οι οποίες επιθυμούσαν να εισέλθουν στην αγορά με γενόσημες μορφές του εν λόγω φαρμάκου, δεσμεύονταν να αναβάλουν την είσοδό τους στην αγορά έναντι μεταβιβάσεων αξίας εκ μέρους της Servier.

4.        Με την επίδικη απόφαση (5), η Επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι οι επίμαχες συμφωνίες, τις οποίες είχε συνάψεισυνήψε η Servier με τις εταιρίες Niche/Unichem, Matrix, Teva, Krka και Lupin, συνιστούσαν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και ως εκ του αποτελέσματος και ότι, κατά συνέπεια, παραβίαζαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

5.        Αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε ότι η σύναψη των συμφωνιών αυτών, σε συνδυασμό με άλλες ενέργειες, όπως την απόκτηση τεχνολογιών για την παρασκευή της δραστικής φαρμακευτικής ουσίας (ΔΦΟ) της περινδοπρίλης, συνιστούσε στρατηγική εκ μέρους της Servier, με σκοπό την καθυστέρηση της εισόδου των εταιριών γενόσημων σκευασμάτων περινδοπρίλης στην αγορά του συγκεκριμένου φαρμάκου, στην οποία η Servier κατείχε δεσπόζουσα θέση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις για τη συμπεριφορά αυτή, εκτιμώντας ότι συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

6.        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως και με τις λοιπές αποφάσεις που εξέδωσε επί του εν λόγω συνόλου υποθέσεων, το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την ανάλυση της Επιτροπής κατά την οποία οι συμφωνίες που συνήψε η Servier με τις Niche/Unichem, Matrix, Teva και Lupin χαρακτηρίζονταν ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Κατά των διαπιστώσεων αυτών του Γενικού Δικαστηρίου βάλλουν τόσο η Servier, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία συνιστά «πιλοτική» υπόθεση, όσο και οι ως άνω εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, με τις αντίστοιχες αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου που τις αφορούν.

7.        Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών που συνήψε η Servier με την Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και ως εκ του αποτελέσματος, καθώς και όσον αφορά τη διαπίστωση περί κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της Servier, με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς.

8.        Κατά της εν λόγω ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου βάλλει η Επιτροπή στην υπόθεση Επιτροπή κατά Servier κ.λπ. (C‑176/19 P), επί της οποίας επίσης αναπτύσσω τις προτάσεις μου σήμερα, καθώς και στην υπόθεση Επιτροπή κατά Krka (C‑151/19 P). Οι υποθέσεις αυτές θέτουν καινοφανή ζητήματα που αφορούν τον χαρακτηρισμό μιας συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, η οποία συνάπτεται ταυτόχρονα με συμφωνία φιλικού διακανονισμού διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, τον χαρακτηρισμό μιας τέτοιας συμφωνίας ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, καθώς και τον ορισμό της σχετικής αγοράς στον φαρμακευτικό τομέα.

9.        Τουναντίον, στην υπό κρίση υπόθεση εγείρονται, κατ’ ουσίαν, μόνο ζητήματα που έχουν ήδη εξεταστεί στις υποθέσεις Generics (UK) κ.λπ. και Lundbeck κατά Επιτροπής, και, επομένως, οι αρχές που απορρέουν από τις υποθέσεις αυτές πρέπει να τύχουν εφαρμογής και στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

II.    Το ιστορικό της διαφοράς

Α.      Τα πραγματικά περιστατικά

10.      Στις σκέψεις 1 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε το ιστορικό της διαφοράς, το οποίο μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας, να συνοψιστεί ως εξής.

1.      Επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η υπό κρίση υπόθεση

11.      Ο όμιλος Servier, ο οποίος απαρτίζεται, μεταξύ άλλων, από τη Servier SAS, την εδρεύουσα στη Γαλλία μητρική εταιρία του ομίλου, τη Les Laboratoires Servier SAS και τη Servier Laboratories Ltd (στο εξής, από κοινού: Servier ή αναιρεσείουσες), συγκεντρώνει φαρμακευτικές εταιρίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Les Laboratoires Servier είναι γαλλική φαρμακευτική εταιρία η οποία εξειδικεύεται στην ανάπτυξη πρωτότυπων φαρμάκων, μεταξύ άλλων για τη θεραπεία των καρδιαγγειακών παθήσεων (6). Η Biogaran είναι θυγατρική κατά 100 % της Les Laboratoires Servier, επιφορτισμένη με την παραγωγή γενοσήμων (7).

12.      Η Niche Generics Ltd (στο εξής: Niche) είναι επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στη διάθεση στην αγορά και στην προμήθεια γενόσημων φαρμακευτικών προϊόντων, ανήκουσα, αρχικώς κατά 60 % και στη συνεχεία, από το 2006, κατά 100 %, στην ινδική φαρμακευτική εταιρία Unichem Laboratories Ltd, η οποία δραστηριοποιείται στην έρευνα και την παρασκευή ΔΦΟ και τελικών προϊόντων (στο εξής: Unichem) (στο εξής, από κοινού: Νiche/Unichem) (8).

13.      Η Matrix Laboratories Ltd (στο εξής: Matrix) είναι ινδική εταιρία η οποία αναπτύσσει, παράγει και εμπορεύεται κυρίως ΔΦΟ που προορίζονται για εταιρίες παραγωγής γενοσήμων. Κατόπιν διαφόρων αποκτήσεων συμμετοχών, η Mylan Inc. κατέχει, από το 2011, μεταξύ 97 και 98 % του κεφαλαίου της Matrix, της οποίας η επωνυμία είναι Mylan Laboratories Ltd από τις 5 Οκτωβρίου 2011 (9).

14.      Η Teva Pharmaceutical Industries Ltd είναι πολυεθνική φαρμακευτική εταιρία η οποία αναπτύσσει, παράγει και εμπορεύεται γενόσημα φάρμακα και ΔΦΟ που προορίζονται για τη δική της φαρμακευτική παραγωγή καθώς και για άλλες εταιρίες. Η Teva UK Ltd είναι θυγατρική κατά 100 % της Teva Pharmaceuticals Europe BV, η οποία είναι, και η ίδια, θυγατρική κατά 100 % της Teva Pharmaceutical Industries (στο εξής, από κοινού: Τeva). Η Teva συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων διεθνών φαρμακευτικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των γενόσημων φαρμάκων. Στις 26 Ιανουαρίου 2006 η Teva συγχωνεύθηκε με την Ivax Europe (στο εξής: Ivax), πολυεθνική φαρμακευτική εταιρία παραγωγής γενόσημων φαρμάκων, η οποία, κατόπιν αυτού, κατέστη θυγατρική κατά 100 % της Teva (10).

15.      Η Lupin Ltd είναι η εγγεγραμμένη στην Ινδία μητρική εταιρία των εταιριών που ανήκουν στον όμιλο Lupin, μεταξύ των οποίων η Lupin (Europe) Limited, η οποία δραστηριοποιείται κυρίως στην πώληση ΔΦΟ και τελικών προϊόντων της Lupin, αλλά και στην παροχή αδειών για τους φακέλους χορήγησης άδειας κυκλοφορίας στην αγορά (ΑΚΑ) των προϊόντων της Lupin, καθώς και στη μικρής έκτασης απευθείας πώληση στο Ηνωμένο Βασίλειο τελικών προϊόντων της Lupin (στο εξής, από κοινού: Lupin) (11).

2.      Το επίμαχο σκεύασμα και τα επίμαχα διπλώματα ευρεσιτεχνίας

16.      Η Servier ανέπτυξε την περινδοπρίλη, φάρμακο που χρησιμοποιείται στην καρδιαγγειακή ιατρική και προορίζεται κυρίως για την καταπολέμηση της υπέρτασης και της καρδιακής ανεπάρκειας. Η ΔΦΟ της περινδοπρίλης έχει τη μορφή άλατος. Αρχικώς χρησιμοποιείτο το άλας της t-βουτυλαμίνης (ερβουμίνης), το οποίο έχει κρυσταλλική μορφή λόγω της μεθόδου που χρησιμοποιεί η Servier για τη σύνθεσή της (12).

17.      Η αίτηση για τη χορήγηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας EP0049658 σχετικά με το μόριο της περινδοπρίλης κατατέθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΓΔΕ) στις 29 Σεπτεμβρίου 1981. Η ισχύς του συγκεκριμένου διπλώματος ευρεσιτεχνίας επρόκειτο να λήξει στις 29 Σεπτεμβρίου 2001, αλλά η προστασία του παρατάθηκε σε πολλά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και στο Ηνωμένο Βασίλειο, έως τις 22 Ιουνίου 2003 (13). Στη Γαλλία, η προστασία του εν διπλώματος ευρεσιτεχνίας παρατάθηκε έως τις 22 Μαρτίου 2005, στη δε Ιταλία έως τις 13 Φεβρουαρίου 2009 (14). Η χορήγηση ΑΚΑ για δισκία περινδοπρίλης από ερβουμίνη (2 και 4 mg) για τη θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης έλαβε χώρα μεταξύ 1988 και 1989 στην Ευρώπη (15).

18.      Μετά την κατάθεση της αιτήσεως χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας για το μόριο της περινδοπρίλης, η Servier κατέθεσε ενώπιον του ΕΓΔΕ πλείονες αιτήσεις χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σχετικά με τις μεθόδους παρασκευής της περινδοπρίλης. Η παρούσα διαδικασία αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας EP0308339, EP0308340 και EP0308341 (στο εξής, αντιστοίχως: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 339, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 340 και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 341), για τα οποία οι αιτήσεις κατατέθηκαν το 1988 και τα οποία επρόκειτο να λήξουν το 2008, καθώς και, κυρίως, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας EP1296947 (αποκαλούμενο «δίπλωμα ευρεσιτεχνίας άλφα», στο εξής: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947), για το οποίο η αίτηση κατατέθηκε το 2001. Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 κάλυπτε την κρυσταλλική μορφή άλφα της περινδοπρίλης από ερβουμίνη και τις μεθόδους παρασκευής αυτής και χορηγήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2004 (16).

19.      Η Servier κατέθεσε επίσης αιτήσεις χορηγήσεως εθνικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης, για παράδειγμα στη Βουλγαρία, στην Τσεχική Δημοκρατία, στην Εσθονία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία και στη Σλοβακία. Κατόπιν αυτού, χορηγήθηκαν διπλώματα ευρεσιτεχνίας στις 16 Μαΐου 2006 στη Βουλγαρία, στις 17 Αυγούστου 2006 στην Ουγγαρία, στις 23 Ιανουαρίου 2007 στην Τσεχική Δημοκρατία, στις 23 Απριλίου 2007 στη Σλοβακία και στις 24 Μαρτίου 2010 στην Πολωνία. Τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας αντιστοιχούσαν, κατ’ ουσίαν, στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τα οποία είχαν κατατεθεί αιτήσεις ενώπιον του ΕΓΔΕ (17).

20.      Από το 2002, η Servier ανέπτυξε περινδοπρίλη δεύτερης γενιάς, παρασκευαζόμενη με βάση ένα νέο άλας, αυτό της αργινίνης, για την οποία υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας (EP1354873B) στις 17 Φεβρουαρίου 2003. Το συγκεκριμένο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας χορηγήθηκε στις 17 Ιουλίου 2004, με ημερομηνία λήξεως ισχύος τη 17η Φεβρουαρίου 2023. Η περινδοπρίλη από αργινίνη ετέθη σε κυκλοφορία στις αγορές της Ένωσης το 2006. Το σκεύασμα αυτό αποτελεί βιοϊσοδύναμη γενόσημη εκδοχή του προϊόντος πρώτης γενιάς, πλην όμως πωλείται σε διαφορετικές περιεκτικότητες λόγω του διαφορετικού μοριακού βάρους του νέου άλατος (18). Η περινδοπρίλη από αργινίνη έλαβε ΑΚΑ στη Γαλλία το 2004 και στη συνέχεια αδειοδοτήθηκε με τη διαδικασία της αμοιβαίας αναγνωρίσεως σε άλλα κράτη μέλη (19).

3.      Διαφορές σχετικές με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της περινδοπρίλης και κυκλοφορία γενόσημων εκδοχών της περινδοπρίλης

21.      Μεταξύ 2003 και 2009, η Servier ενεπλάκη ως διάδικος σε σειρά ενδίκων διαφορών σχετικά με την περινδοπρίλη, τόσο ενώπιον του ΕΓΔΕ όσο και ενώπιον εθνικών δικαστηρίων. Επρόκειτο, κατ’ ουσίαν, για αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων και για διαδικασίες που αφορούσαν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, σε διάφορα κράτη μέλη, μεταξύ της Servier και σειράς εταιριών παραγωγής γενοσήμων οι οποίες προετοιμάζονταν να κυκλοφορήσουν γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης (20).

α)      Διαφορές ενώπιον του ΕΓΔΕ

22.      Κατ’ αρχάς, το 2004, δέκα εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, μεταξύ των οποίων οι Niche, Teva και Lupin, άσκησαν ενώπιον του ΕΓΔΕ ανακοπή κατά του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, με αίτημα την εν όλω ανάκλησή του, προβάλλοντας λόγους αναγόμενους σε έλλειψη καινοτομίας και εφευρετικής δραστηριότητας και σε ανεπαρκή περιγραφή της εφεύρεσης (21).

23.      Στις 27 Ιουλίου 2006 το τμήμα ανακοπών του ΕΓΔΕ απεφάνθη υπέρ του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, κατόπιν επουσιωδών τροποποιήσεων των αρχικών αιτημάτων της Servier (στο εξής: απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006). Εννέα εταιρίες άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, ωστόσο οι Krka και Lupin παραιτήθηκαν από τις προσφυγές τους στις 11 Ιανουαρίου και στις 5 Φεβρουαρίου 2007, αντιστοίχως, κατόπιν των συμφωνιών τους με τη Servier. Με απόφαση της 6ης Μαΐου 2009, το τεχνικό συμβούλιο προσφυγών του ΕΓΔΕ ακύρωσε την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και ανακάλεσε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 (στο εξής: απόφαση του ΕΓΔΕ της 6ης Μαΐου 2009). Η αίτηση αναθεώρησης που υπέβαλε η Servier κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε στις 19 Μαρτίου 2010 (22).

β)      Ένδικες διαφορές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

24.      Το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 αμφισβητήθηκε από εταιρίες παραγωγής γενοσήμων και ενώπιον των δικαστηρίων ορισμένων κρατών μελών, ενώ η Servier υπέβαλε αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις έγιναν δεκτές (23). Εντούτοις, στην πλειονότητά τους οι ένδικες αυτές διαφορές τερματίστηκαν πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως περί του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 λόγω των συμφωνιών φιλικού διακανονισμού που συνήφθησαν μεταξύ της Servier και των εταιριών παραγωγής γενοσήμων.

25.      Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθούν δύο ένδικες διαφορές μεταξύ της Servier και της Apotex, της μοναδικής εταιρίας παραγωγής γενοσήμων που ήταν αντίδικος της Servier στο Ηνωμένο Βασίλειο με την οποία η Servier δεν συνήψε συμφωνία φιλικού διακανονισμού. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω διαφορές, οι οποίες εκκρεμούσαν η μία στο Ηνωμένο Βασίλειο και η άλλη στις Κάτω Χώρες, δεν διακόπηκαν με τη σύναψη συμφωνιών φιλικού διακανονισμού και οδήγησαν, εν συνεχεία, στην ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

26.      Συγκεκριμένα, αφενός, την 1η Αυγούστου 2006 η Servier άσκησε κατά της Apotex, η οποία είχε θέσει σε κυκλοφορία στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης «με κίνδυνο», αγωγή λόγω προσβολής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ενώπιον του High Court of Justice (England-Wales), Chancery Division (patents court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών (ευρεσιτεχνία και συναφή δικαιώματα), Ηνωμένο Βασίλειο], και πέτυχε την έκδοση προσωρινής διαταγής στις 8 Αυγούστου 2006. Ωστόσο, κατόπιν ασκήσεως ανταγωγής εκ μέρους της Apotex με αίτημα την ακύρωση του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ακυρώθηκε στις 6 Ιουλίου 2007, η διαταγή ανακλήθηκε και η Apotex εισήλθε στην αγορά με γενόσημη περινδοπρίλη, γεγονός το οποίο άνοιξε την αγορά για τα γενόσημα σκευάσματα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στις 9 Μαΐου 2008 η απόφαση περί ακυρώσεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 επικυρώθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (24).

27.      Αφετέρου, στις 13 Νοεμβρίου 2007, η Katwijk Farma, θυγατρική της Apotex, υπέβαλε ενώπιον ολλανδικού δικαστηρίου αίτηση για την ακύρωση του ολλανδικού σκέλους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και έθεσε σε κυκλοφορία, στις 13 Δεκεμβρίου 2007, τη δική της γενόσημη περινδοπρίλη, ενώ παράλληλα η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων που υπέβαλε η Servier απορρίφθηκε. Στις 11 Ιουνίου 2008, το ολλανδικό δικαστήριο ακύρωσε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 όσον αφορά τις Κάτω Χώρες κατόπιν παράλληλης αγωγής που είχε ασκήσει η Pharmachemie, θυγατρική της Teva (25).

28.      Από τον Μάιο 2008, η Sandoz, άλλη εταιρία παραγωγής γενοσήμων, έθεσε σε κυκλοφορία τη δικής της γενόσημη περινδοπρίλη σε διάφορα κράτη μέλη (26).

4.      Συμφωνίες φιλικού διακανονισμού των σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας διαφορών που αφορά η υπό κρίση υπόθεση, τις οποίες συνήψε η Servier με εταιρίες παραγωγής γενοσήμων

29.      Μεταξύ 2005 και 2007, η Servier συνήψε συμφωνίες φιλικού διακανονισμού με τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων Niche/Unichem, Matrix, Teva, Krka και Lupin. Οι συμφωνίες τις οποίες αφορά η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι οι συμφωνίες που συνήψε η Servier με τις Niche/Unichem, Matrix, Teva και Lupin.

α)      Συμφωνίες με τις Niche/Unichem και με τη Matrix

30.      Οι Niche/Unichem και η Matrix συνεργάζονταν με σκοπό να θέσουν σε κυκλοφορία γενόσημης εκδοχής της περινδοπρίλης. Η Matrix είχε τον ρόλο του προμηθευτή της ΔΦΟ και οι Niche/Unichem ήταν υπεύθυνες για τη λήψη των ΑΚΑ και τη διανομή του τελικού σκευάσματος (27).

31.      Πέραν της ανακοπής της Niche ενώπιον του ΕΓΔΕ (28), μεταξύ Servier και Niche εκκρεμούσε, από τις 25 Ιουνίου 2004, ένδικη διαφορά ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (patents court) [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών (ευρεσιτεχνία και συναφή δικαιώματα)] σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας 339, 340, 341 και 947. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως αυτής είχε προσδιοριστεί για τις 7 και τις 8 Φεβρουαρίου 2005. Η Matrix είχε μεν μετάσχει στην εν λόγω διαδικασία καταθέτοντας ενώπιον του δικαστηρίου, πλην όμως η ίδια δεν ήταν διάδικος σε εκκρεμή δίκη κατά της Servier (29).

32.      Στις 8 Φεβρουαρίου 2005 η Servier συνήψε δύο συμφωνίες φιλικού διακανονισμού, μία με τις Niche/Unichem (στο εξής: συμφωνία διακανονισμού Niche) και μία με τη Matrix (στο εξής: συμφωνία διακανονισμού Matrix). Την ίδια ημέρα η Niche συνήψε συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης και προμήθειας με την Biogaran, θυγατρική κατά 100 % της Les Laboratoires Servier.

33.      Οι συμφωνίες που συνήψε η Servier με τις Niche/Unichem και τη Matrix κάλυπταν όλες τις χώρες στις οποίες ίσχυαν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας 339, 340, 341 και 947, εξαιρουμένου, όσον αφορά τη συμφωνία διακανονισμού Matrix, ενός κράτους το οποίο δεν ήταν μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Συνοπτικώς (30), οι εν λόγω συμφωνίες προέβλεπαν ότι οι Niche/Unichem και η Matrix θα απείχαν από την παρασκευή ή την προμήθεια της περινδοπρίλης που η Servier θεωρούσε ότι προσέβαλλε τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της, καθώς και από την αμφισβήτηση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Servier.

34.      Ως αντάλλαγμα, η Servier δεσμευόταν να μην ασκήσει αγωγές λόγω προσβολής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας κατά των Niche/Unichem και Matrix και να καταβάλει, αφενός, 11,8 εκατομμύρια λίρες στερλίνες (GBP) στις Niche/Unichem, και αφετέρου, 11,8 εκατομμύρια GBP στη Matrix. Επιπλέον, στο πλαίσιο της συμφωνίας με την Biogaran, η Niche ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στην Biogaran τους φακέλους τριών φαρμάκων, οι οποίοι ήταν απαραίτητοι για τη χορήγηση ΑΚΑ για τα φάρμακα αυτά, και γαλλικής ΑΚΑ για ένα εξ αυτών. Ως αντάλλαγμα, η Biogaran όφειλε να καταβάλει στη Niche ποσό 2,5 εκατομμυρίων GBP, μη επιστρεπτέο ακόμη και σε περίπτωση μη χορήγησης των ΑΚΑ στη Biogaran.

β)      Συμφωνία με την Teva

35.      Πέραν της ανακοπής της Teva ενώπιον του ΕΓΔΕ (31), μεταξύ Servier και Ivax εκκρεμούσε ένδικη διαφορά στο Ηνωμένο Βασίλειο από τις 9 Αυγούστου 2005 σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, πλην όμως οι εν λόγω διάδικοι είχαν αποφασίσει να αναστείλουν την πρόοδο της δίκης μέχρι την έκδοση της τελικής αποφάσεως επί της διαδικασίας ανακοπής ενώπιον του ΕΓΔΕ. Στις 15 Αυγούστου 2007 η Pharmachemie, θυγατρική της Teva, υπέβαλε αίτηση ανάκλησης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, όπως αυτό είχε καταχωριστεί στις Κάτω Χώρες, η οποία έγινε δεκτή στις 11 Ιουνίου 2008 (32).

36.      Στις 13 Ιουνίου 2006 η Servier και η Teva συνήψαν συμφωνία φιλικού διακανονισμού η οποία αφορούσε αποκλειστικώς το Ηνωμένο Βασίλειο (στο εξής: συμφωνία διακανονισμού Teva). Η συμφωνία αυτή είχε διάρκεια τριών ετών, με δυνατότητα ανανέωσης για ακόμη δύο έτη.

37.      Κατά την εν λόγω συμφωνία, η Teva δεσμευόταν να προμηθεύεται αποκλειστικώς από τη Servier την περινδοπρίλη από ερβουμίνη που προοριζόταν για διανομή στο Ηνωμένο Βασίλειο, και τούτο επί τρία έτη. Ως αντάλλαγμα για την καταβολή ποσού 5 εκατομμυρίων GBP εκ μέρους της Servier, η Teva δεσμεύθηκε να μην πωλεί γενόσημη περινδοπρίλη (άλλη πέραν εκείνης που θα της παρείχε η Servier) και να μην αμφισβητήσει το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Servier στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τη διευκρίνιση ότι δεν της απαγορευόταν να συνεχίσει τη διαδικασία ανακοπής κατά των επίμαχων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ενώπιον του ΕΓΔΕ. Επιπλέον, η Servier και η Teva συμφώνησαν την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης στην Teva σε περίπτωση που δεν θα της παρεχόταν περινδοπρίλη από την 1η Αυγούστου 2006, ενώ, σε μια τέτοια περίπτωση, η Teva δεν θα είχε δικαίωμα να καταγγείλει τη συμφωνία διακανονισμού. Κατόπιν της αποφάσεως του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 με την οποία επικυρώθηκε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 και κατόπιν της διαταγής που εξέδωσε το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (patents court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), σχηματισμός Chancery (εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών) (τμήμα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας)] εις βάρος της Apotex στις 8 Αυγούστου 2006 (33), η Servier έκανε χρήση της ρήτρας καταβολής κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως και κατέβαλε στην Teva, σε διάστημα 11 μηνών, το ποσό των 5,5 εκατομμυρίων GBP ως αντάλλαγμα για τη μη παροχή περινδοπρίλης. Επομένως, στο πλαίσιο του εν λόγω φιλικού διακανονισμού η Servier κατέβαλε στην Teva συνολικά 10,5 εκατομμύρια GBP (34).

38.      Στις 23 Φεβρουαρίου 2007 η Servier και η Teva συνήψαν πρόσθετη πράξη στη συμφωνία διακανονισμού Teva, με την οποία επιβεβαίωσαν τη θέση σε εφαρμογή της υποχρέωσης αποκλειστικής προμήθειας, καθορίζοντας την ημερομηνία κατά την οποία η Teva θα μπορούσε να αρχίσει να διανέμει τη γενόσημη περινδοπρίλη που θα της προμήθευε η Servier. Η εν λόγω ημερομηνία είτε θα καθοριζόταν μονομερώς από τη Servier, είτε θα αντιστοιχούσε στην ημερομηνία ανάκλησης ή λήξεως ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, είτε θα ήταν η ημερομηνία κατά την οποία η Apotex θα άρχιζε να διανέμει γενόσημη περινδοπρίλη στο Ηνωμένο Βασίλειο κατόπιν επιλύσεως της ένδικης διαφοράς της με τη Servier (35). Εν τέλει, η Teva εισήλθε στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου με γενόσημη περινδοπρίλη που της παρείχε η Servier, κατόπιν της ακυρώσεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 για το Ηνωμένο Βασίλειο, στις 6 Ιουλίου 2007, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς με την Apotex (36).

γ)      Συμφωνία με τη Lupin

39.      Πέραν της ανακοπής της ενώπιον του ΕΓΔΕ (37), η Lupin άσκησε στις 18 Οκτωβρίου 2006, ενώπιον βρετανικού δικαστηρίου, αγωγή με αίτημα την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, όπως αυτό είχε καταχωριστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, και την αναγνώριση της μη προσβολής του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας από τη γενόσημη εκδοχή περινδοπρίλης την οποία η ίδια σχεδίαζε να διαθέσει εμπορικά στη χώρα αυτή (38).

40.      Στις 30 Ιανουαρίου 2007 η Servier και η Lupin συνήψαν συμφωνία φιλικού διακανονισμού σε ζητήματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η οποία κάλυπτε όλες τις χώρες, εξαιρουμένης μίας χώρας που δεν ανήκε στον ΕΟΧ (στο εξής: συμφωνία διακανονισμού Lupin).

41.      Δυνάμει της συμφωνίας αυτής, η Lupin δέχθηκε να μην πωλεί γενόσημη περινδοπρίλη (μέχρι την κυκλοφορία στην αγορά γενόσημης περινδοπρίλης από τη Servier ή από τρίτους ή μέχρι τη λήξη/ακύρωση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Servier) και να μην αμφισβητήσει το κύρος σειράς διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που κατείχε η Servier. Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε ότι τα μέρη θα μετέρχονταν «όλα τα εύλογα μέσα» προκειμένου να συνάψουν συμφωνία διανομής βάσει της οποίας η Servier θα άρχιζε να προμηθεύει τη Lupin με περινδοπρίλη από τη στιγμή που θα ετίθετο σε κυκλοφορία στην αγορά γενόσημη περινδοπρίλη από τη Servier ή από τρίτους. Τελικώς, τέτοια συμφωνία δεν υπεγράφη και η Lupin ουδέποτε εισήλθε στην αγορά της περινδοπρίλης.

42.      Πέραν αυτού, οι Servier και Lupin συνήψαν, επίσης, στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού Lupin, συμφωνία μεταβίβασης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης. Βάσει των συμφωνιών αυτών, η Servier κατέβαλε στη Lupin ποσό 40 εκατομμυρίων ευρώ για την εξαγορά των αιτήσεων της τελευταίας για τη χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που αφορούσαν την περινδοπρίλη, ενώ επαναπαραχωρήθηκε στη Lupin η άδεια εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων που εξαγοράστηκαν (39).

Β.      Η επίδικη απόφαση

43.      Στις 9 Ιουλίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση (40).

44.      Καθ’ ο μέρος ενδιαφέρει την παρούσα αναιρετική δίκη, η Επιτροπή έκρινε ότι οι συμφωνίες που συνήψε η Servier με τις Niche/Unichem, Matrix, Teva και Lupin συνιστούσαν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και ως εκ του αποτελέσματος.

45.      Πέραν αυτού, η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι οι συμφωνίες που συνήψε η Servier με την Krka συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και ως εκ του αποτελέσματος, και ότι η Servier είχε παραβεί το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, διαμορφώνοντας και υλοποιώντας, μεταξύ άλλων, μέσω αποκτήσεως τεχνολογίας και μέσω συνάψεως συμφωνιών φιλικού διακανονισμού, στρατηγική αποκλεισμού καλύπτουσα την αγορά των σκευασμάτων περινδοπρίλης στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες, στην Πολωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο και την αγορά της τεχνολογίας της ΔΦΟ της περινδοπρίλης.

46.      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Servier είχε παραβεί τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ και της επέβαλε πρόστιμα για τις παραβάσεις αυτές.

Γ.      Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

47.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Σεπτεμβρίου 2014, η Servier άσκησε προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως. Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τη Servier υποστήριξε η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA).

48.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Γενικού Δικαστηρίου, κατά πρώτον, ακύρωσε: 1) το άρθρο 4 της επίδικης αποφάσεως (με το οποίο διαπιστωνόταν παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ λόγω των συμφωνιών με την Krka), 2) το άρθρο 6 της επίδικης αποφάσεως (με το οποίο διαπιστωνόταν παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εκ μέρους της Servier) και 3) το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 6, της επίδικης αποφάσεως (με το οποίο επιβάλλονταν πρόστιμα στη Servier για τις δύο αυτές παραβάσεις).

49.      Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο: 4) μείωσε το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Servier με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως λόγω της μνημονευόμενης στο άρθρο 2 της ίδιας αποφάσεως συμφωνίας με τη Matrix. Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο: 5) απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά και, κατά τέταρτον: 6) και 7) καταδίκασε τη Servier, την Επιτροπή και την EFPIA στα δικαστικά τους έξοδα.

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

50.      Με δικόγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2019, η Servier άσκησε αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υποστηριζόμενη και πάλι από την EFPIA.

51.      Παράλληλα, οι λοιποί αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως που ηττήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου άσκησαν αναιρέσεις κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφυγές τους κατά της εν λόγω αποφάσεως, ενώ η Επιτροπή άσκησε αναιρέσεις βάλλοντας κατά της ακυρώσεως από το Γενικό Δικαστήριο των κεφαλαίων της επίδικης αποφάσεως που αφορούν τις συμφωνίες με την Krka και το άρθρο 102 ΣΛΕΕ (41).

52.      Με δικόγραφο της 22ας Μαΐου 2019, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ της Επιτροπής. Το αίτημα παρεμβάσεως έγινε δεκτό με την από 16 Ιουνίου 2019 απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου.

53.      Η Servier ζητεί από το Δικαστήριο:

–        Κυρίως, με τους πρώτο έως πέμπτο λόγους αναιρέσεως με τους οποίους αμφισβητείται η ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ:

–        να αναιρέσει τα σημεία 4, 5 και 6 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως·

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 5, στοιχείο βʹ, και, κατά συνέπεια, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως, άλλως να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί σχετικά με τα αποτελέσματα των επίμαχων συμφωνιών·

–        Επικουρικώς, με τον έκτο λόγο αναιρέσεως:

–        να αναιρέσει τα σημεία 4 και 5 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθ’ όσον επικυρώθηκαν με αυτά τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη χωριστών παραβάσεων και τη σωρευτική επιβολή προστίμων για τις συμφωνίες διακανονισμού με τη Niche και τη Matrix, και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως·

–        Eπικουρικότερα:

–        να αναιρέσει τα σημεία 4 και 5 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως, λαμβανομένων υπόψη του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του εβδόμου λόγου αναιρέσεως, με τα οποία αμφισβητούνται η επιβολή και το ύψος του συνόλου των προστίμων·

–        να αναιρέσει το σημείο 5 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και το άρθρο 5, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 7, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως, λαμβανομένου υπόψη του τετάρτου σκέλους του πέμπτου λόγου αναιρέσεως σχετικά με τη διάρκεια της φερομένης παραβάσεως και τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε για τη μεταξύ Servier και Lupin συναφθείσα συμφωνία, και, κατά συνέπεια, να καθορίσει το ύψος του προστίμου ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του.

–        Σε κάθε περίπτωση:

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

54.      Η EFPIA ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει τα σημεία 4, 5 και 6 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως,

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 5, στοιχείο βʹ, και, κατά συνέπεια, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως, άλλως να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί σχετικά με τα αποτελέσματα των επίμαχων συμφωνιών· και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της παρούσας όσο και της πρωτοβάθμιας διαδικασίας.

55.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, τόσο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου.

56.      Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει τα ως άνω αιτήματα της Επιτροπής.

57.      Στις 13 Σεπτεμβρίου 2021 το Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως Generics (UK) κ.λπ. καθώς και επί της ομάδας αποφάσεων Lundbeck κατά Επιτροπής (42).

58.      Στις 20 και 21 Οκτωβρίου 2021 οι διάδικοι στις εννέα αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά των οκτώ αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου που αφορούν την επίδικη απόφαση ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV.    Εκτίμηση

59.      Η Servier υποστηρίζει ότι εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι συναφθείσες με τις Niche/Unichem, Matrix, Teva και Lupin συμφωνίες συνιστούσαν παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και ότι αυτή ορθώς επέβαλε στη Servier πρόστιμα για τις παραβάσεις αυτές.

60.      Η Servier δομεί την επιχειρηματολογία της προβάλλοντας επτά λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων οι έξι πρώτοι αφορούν τη διαπίστωση των παραβάσεων (A), ενώ ο έβδομος αφορά τα πρόστιμα (B).

Α.      Επί της διαπιστώσεως της παραβάσεως

1.      Δομή και παραδεκτό της επιχειρηματολογίας της Servier

61.      Στο πλαίσιο των δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως η Servier προσάπτει, γενικώς, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κατά την ανάλυση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου των συμφωνιών (πρώτος λόγος αναιρέσεως) καθώς και του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των μερών (δεύτερος λόγος αναιρέσεως).

62.      Εν συνεχεία, με τον τρίτο έως και τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Servier επικαλείται την ύπαρξη τέτοιων σφαλμάτων σε σχέση με καθεμιά από τις επίμαχες συμφωνίες, ήτοι όσον αφορά τις συμφωνίες διακανονισμού Niche και Matrix (τρίτος λόγος αναιρέσεως), τη συμφωνία διακανονισμού Teva (τέταρτος λόγος αναιρέσεως) και τη συμφωνία διακανονισμού Lupin (πέμπτος λόγος αναιρέσεως). Με το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, η Servier υποστηρίζει επιπλέον ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κατά τον προσδιορισμό της ημερομηνίας παύσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin.

63.      Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Servier προβάλλει, επικουρικώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κατά τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών διακανονισμού Niche και Matrix ως χωριστών παραβάσεων.

64.      Προκαταρκτικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτοι καθόσον με αυτούς η Servier προσάπτει κατά τρόπο θεωρητικό και αόριστο στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε σφάλματα, χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, κατά την άποψή της, η Servier επαναλαμβάνει ήδη προβληθέντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επιχειρήματα τα οποία απορρίφθηκαν από αυτό, χωρίς να εξηγεί σε ποιο σφάλμα υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτοντας τα επιχειρήματα αυτά.

65.      Οι αιτιάσεις αυτές είναι δικαιολογημένες όσον αφορά ένα μέρος των επιχειρημάτων που προβάλλει η Servier, και μάλιστα όχι μόνο στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, αλλά και στο πλαίσιο του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως. Πράγματι, με ένα μέρος της επιχειρηματολογίας της, η Servier διατυπώνει γενικού περιεχομένου εκτιμήσεις και απαριθμεί πλήθος εσφαλμένων, κατά την άποψή της, σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνει σε τι συνίστανται συγκεκριμένα τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις αυτές. Ομοίως, σε διάφορα σημεία της αιτήσεώς της, η Servier αρκείται στην επανάληψη των επιχειρημάτων που ήδη προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, παραπέμποντας στα υπομνήματά της και στα πολυάριθμα παραρτήματά τους που υποβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

66.      Ωστόσο, όπως και η ίδια η Επιτροπή παραδέχεται, πέραν των αναφορών αυτών, οι οποίες είναι πράγματι απαράδεκτες, από τον συνδυασμό των επιχειρημάτων που προβάλλει η Servier με τους διαφόρους λόγους αναιρέσεως προκύπτει ότι η Servier συνδέει τις γενικού περιεχομένου αιτιάσεις της, όσον αφορά την εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο του δυνητικού ανταγωνισμού και του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου των συμφωνιών, με την εκ μέρους αυτού εξέταση ορισμένων πτυχών των σχέσεων και των ειδικών συμφωνιών της με τις εν λόγω εταιρίες παραγωγής γενοσήμων. Η Servier λοιπόν προσδιορίζει στο συγκεκριμένο πλαίσιο τις επίμαχες αιτιολογίες της αποφάσεως και τα σφάλματα τα οποία θεωρεί ότι ενέχουν οι αιτιολογίες αυτές.

67.      Βεβαίως, η εξέταση της επιχειρηματολογίας αυτής δυσχεραίνεται λόγω της προβολής των σχετικών επιχειρημάτων σε διαφορετικά κεφάλαια της αιτήσεως αναιρέσεως. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον δυνητικό ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν από κοινού ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και τα πρώτα σκέλη του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως. Ομοίως, όσον αφορά το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο των συμφωνιών, πρέπει να εξεταστούν ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και τα δεύτερα σκέλη του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως. Εντούτοις, μέσω μιας τέτοιας αναγνώσεως, είναι δυνατόν να προσδιοριστούν οι συγκεκριμένες αιτιάσεις της Servier κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και επομένως πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τούτο, η επιχειρηματολογία της Servier είναι παραδεκτή. Επομένως, στη συνέχεια, κατά την εξέταση των διαφόρων λόγων αναιρέσεως που προβάλλει η Servier, θα εξεταστεί το παραδεκτό τμήμα της επιχειρηματολογίας της, με τη διευκρίνιση ότι η επιχειρηματολογία αυτή σε πολλές περιπτώσεις βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ νομικού χαρακτηρισμού και εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.

68.      Κατόπιν των ως άνω διευκρινίσεων, πρέπει να εξεταστούν, κατ’ αρχάς, τα επιχειρήματα της Servier σχετικά με τον δυνητικό ανταγωνισμό (2), και ακολούθως τα επιχειρήματά της σχετικά με το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο των συμφωνιών (3), την ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin (4) και, τέλος, τον χαρακτηρισμό, αφενός, της συμφωνίας διακανονισμού Niche και, αφετέρου, της συμφωνίας διακανονισμού Matrix, ως χωριστών παραβάσεων (5).

2.      Επί του δυνητικού ανταγωνισμού (δεύτερος λόγος αναιρέσεως και πρώτο σκέλος του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως)

69.      Η Servier υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι το Γενικό Δικαστήριο, εξετάζοντας αν η Servier και οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων ήταν δυνητικοί ανταγωνιστές κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, υπέπεσε σε τρία σφάλματα. Κατά τους ισχυρισμούς της, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (α), έκρινε εσφαλμένως ότι οι προπαρασκευαστικές ενέργειες των εταιριών παραγωγής γενοσήμων αποδείκνυαν πραγματική ικανότητα εισόδου στην αγορά (β), και αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως (γ). Περαιτέρω, η Servier επιχειρεί να ανατρέψει τα σφάλματα όσον αφορά την εκτίμηση της ανταγωνιστικής σχέσεώς της με καθεμιά από τις εμπλεκόμενες εταιρίες παραγωγής γενοσήμων (δ).

α)      Επί του περιεχομένου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας κατά την ανάλυση του δυνητικού ανταγωνισμού

70.      Αρχικώς, η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε το περιεχόμενο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, μη λαμβάνοντας υπόψη τα εμπόδια που τίθενται από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας κατά την ανάλυσή του σχετικά με την ικανότητα των εταιριών παραγωγής γενοσήμων για ταχεία είσοδο στην αγορά. Ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που θεωρείται ισχυρό, όπως και τα προσωρινά μέτρα που απαγορεύουν στις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων να εισέλθουν στην αγορά, μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα εισόδου των εταιριών αυτών στην αγορά ακόμη και πριν από την έκδοση αποφάσεως σχετικά με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και σχετικά με το αν ένα γενόσημο φάρμακο συνιστά προσβολή του διπλώματος αυτού.

71.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι προκειμένου να εξακριβωθεί αν μια συμβαλλόμενη σε συμφωνία επιχείρηση αποτελεί δυνητικό ανταγωνιστή σε ορισμένη αγορά, πρέπει να ελέγχεται εάν υφίστανται ανυπέρβλητοι φραγμοί εισόδου στη συγκεκριμένη αγορά (43) και εάν, ελλείψει της επίμαχης συμφωνίας, η επιχείρηση αυτή θα είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθει στην εν λόγω αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη παρούσες σε αυτήν επιχειρήσεις. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να γίνεται με γνώμονα το συγκεκριμένο οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου έχει συναφθεί η επίμαχη συμφωνία (44).

72.      Συνεπώς, κατά την εξέταση του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ, αφενός, του κατόχου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που προστατεύουν τη μέθοδο παρασκευής δραστικής ουσίας που έχει περιέλθει σε δημόσια χρήση και, αφετέρου, των εταιριών που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά με γενόσημα φάρμακα που περιέχουν την εν λόγω δραστική ουσία, οι οποίοι έχουν συνάψει συμφωνίες όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να μη ληφθούν υπόψη τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα οποία αποτελούν αναμφισβήτητα μέρος του επίμαχου οικονομικού και νομικού πλαισίου (45).

73.      Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη το γεγονός ότι το τεκμήριο εγκυρότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για μέθοδο παρασκευής ενός φαρμάκου δεν ισοδυναμεί με τεκμήριο ελλείψεως νομιμότητας των γενόσημων σκευασμάτων του φαρμάκου αυτού, τα οποία ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας θεωρεί ότι προσβάλλουν το εν λόγω δίπλωμα. Αντιθέτως, οι διαφορές ως προς το ζήτημα αυτό, όσον αφορά τόσο το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο παρασκευής όσο και το αν τα γενόσημα φάρμακα συνιστούν προσβολή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, δηλαδή αν έχουν παρασκευαστεί με μεθόδους που εξακολουθούν να προστατεύονται από διπλώματα ευρεσιτεχνίας, είναι συνήθεις ή, ακόμη, αποτελούν ένδειξη για την ύπαρξη σχέσεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των μερών (46).

74.      Επομένως, υπό τις περιστάσεις αυτές, η ύπαρξη διπλώματος ευρεσιτεχνίας το οποίο προστατεύει τη μέθοδο παρασκευής δραστικής ουσίας που έχει περιέλθει σε δημόσια χρήση δεν είναι δυνατόν, αυτή καθεαυτήν, να θεωρηθεί ανυπέρβλητος φραγμός για την είσοδο στην αγορά γενόσημων φαρμάκων που περιέχουν τη συγκεκριμένη δραστική ουσία (47).

75.      Η εξέταση περί της υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ του κατόχου ενός τέτοιου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και των εταιριών που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά με γενόσημα φάρμακα, οι οποίοι έχουν συνάψει συμφωνίες όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, πρέπει να αφορά ακριβώς το ζήτημα κατά πόσον, παρά την ύπαρξη των επίμαχων δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, οι εν λόγω εταιρίες διέθεταν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθουν στην αγορά κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών. Η ύπαρξη τέτοιων δυνατοτήτων μπορεί να αποδεικνύεται από δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις προπαρασκευαστικές ενέργειες στις οποίες έχουν προβεί οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, καθώς και την αντίληψη της καταστάσεως εκ μέρους τόσο των εταιριών αυτών όσο και του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας (48).

76.      Πάντως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, στην προκειμένη περίπτωση το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε δεόντως το ζήτημα αυτό, στις σκέψεις 432 επ. (όσον αφορά τις Niche/Unichem), 579 επ. (όσον αφορά την Teva) και 718 επ. (όσον αφορά τη Lupin) της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς κατά πόσον οι εταιρίες αυτές διέθεταν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά παρά την ύπαρξη όχι μόνον των εμποδίων που έθεταν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Servier, αλλά και των εμποδίων τεχνικής φύσεως, που σχετίζονταν με την ανάπτυξη των προϊόντων τους, και κανονιστικής φύσεως, που σχετίζονταν με τη λήψη ΑΚΑ για τα προϊόντα αυτά.

β)      Επί της αναλύσεως των πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων των εταιριών παραγωγής γενοσήμων να εισέλθουν στην αγορά παρά την ύπαρξη εμποδίων

77.      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν περιορίστηκε, όπως διατείνεται η Servier, στην εφαρμογή του κριτηρίου της απλής προθέσεως εισόδου στην αγορά σε αόριστο χρονικό ορίζοντα. Το Γενικό Δικαστήριο όχι μόνο δεν αρκέστηκε σε αμιγώς υποθετικές δυνατότητες εισόδου στην αγορά, αποκομμένες από το πλαίσιο της υποθέσεως, αλλά αντιθέτως εξέτασε ακριβώς κατά πόσον από τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες είχαν προβεί οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων αποδεικνυόταν ότι είχαν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά παρά την ύπαρξη των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Servier. Κατά την εξέταση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε αντικειμενικά στοιχεία, την αλήθεια των οποίων δεν αμφισβητεί η Servier, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι πραγματοποιηθείσες επενδύσεις, οι ενέργειες με σκοπό τη λήψη ΑΚΑ και οι συναφθείσες με εμπορικούς εταίρους συμβάσεις.

78.      Οι διάφορες αιτιάσεις που προβάλλει σχετικώς η Servier δεν καταδεικνύουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κατά την εξέταση αυτή.

1)      Επί της υπάρξεως συμφωνίας αποκλεισμού των δυνητικώς νεοεισερχομένων από την αγορά

79.      Κατ’ αρχάς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ρητώς ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη εν προκειμένω, η σύναψη συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων με αντικείμενο την παραμονή της μίας εξ αυτών εκτός της αγοράς συνιστά όχι μόνον ισχυρή ένδειξη, αλλά και «το ισχυρότερο αποδεικτικό στοιχείο» για την ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ αυτών. Τέτοια ένδειξη αποτελεί επίσης το γεγονός ότι ένας παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων προβαίνει σε μεταβιβάσεις αξιών προς εταιρία παραγωγής γενοσήμων με αντάλλαγμα την αναβολή της εισόδου της εταιρίας αυτής στην αγορά. Συγκεκριμένα, η βούληση αυτή καταδεικνύει την αντίληψη του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων περί του κινδύνου τον οποίο συνιστά για τα εμπορικά συμφέροντά του η εν λόγω εταιρία παραγωγής γενοσήμων, αντίληψη η οποία είναι κρίσιμη για να εκτιμηθεί η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού (49).

80.      Τούτο είναι λογικό καθόσον από αυτά ακριβώς τα στοιχεία επιβεβαιώνεται ότι η εν λόγω εταιρία παραγωγής γενοσήμων έχει πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά και ότι η είσοδος αυτή δεν προσκρούει σε ανυπέρβλητους φραγμούς. Πράγματι, αν η εταιρία παραγωγής γενοσήμων δεν μπορούσε να εισέλθει στην αγορά και, επομένως, δεν συνιστούσε απειλή για τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων, αυτός δεν θα ήταν λογικό να συνάψει με την εταιρία αυτή συμφωνία με σκοπό την έναντι πληρωμής παραμονή της εταιρίας αυτής εκτός της αγοράς. Συνεπώς, κατά την εκτίμηση της υπάρξεως σχέσεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων, οι ενδείξεις αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο ίδιο στάδιο της διενεργούμενης εξέτασης με τις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες των εταιριών παραγωγής γενοσήμων να εισέλθουν στην αγορά και την απουσία ανυπέρβλητων φραγμών. Όλα τα στοιχεία αυτά, συνολικώς εξεταζόμενα, αποτελούν πράγματι τη δέσμη ενδείξεων στην οποία μπορεί να στηριχθεί η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων εκ των οποίων η μία είναι ήδη παρούσα στην αγορά στην οποία οι άλλες ετοιμάζονται να εισέλθουν.

81.      Επομένως, η παραδοχή του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 450 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η σύναψη εκ μέρους της Servier των επίμαχων συμφωνιών με τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων αποτελούσε κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων δεν ενέχει καμία πλημμέλεια.

2)      Επί των προπαρασκευαστικών ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων και επί της προθέσεώς τους να υπερβούν τα εμπόδια

82.      Περαιτέρω, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Servier, η ύπαρξη πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων εισόδου στην αγορά αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων είχαν προβεί σε επαρκείς προπαρασκευαστικές ενέργειες που καθιστούσαν δυνατή την πρόσβασή τους στην αγορά εντός χρονικού διαστήματος ικανού να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων. Από τις ενέργειες αυτές αποδεικνύεται η σταθερή βούληση καθώς και η ικανότητα τέτοιων εταιριών να εισέλθουν στην αγορά ενός φαρμάκου που περιέχει δραστική ουσία η οποία έχει περιέλθει σε δημόσια χρήση, ακόμη και όταν υφίστανται διπλώματα ευρεσιτεχνίας για μέθοδο παρασκευής τα οποία κατέχει ο παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων (50).

83.      Όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 384, 444, 458 και 728 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο αυτό, η πρόθεση μιας επιχείρησης να εισέλθει στην αγορά αποτελεί στοιχείο που μπορεί να επιβεβαιώσει τη διαπίστωση ότι είναι ικανή να το πράξει (51). Συνεπώς, η Servier αβασίμως προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έσφαλε κατά την εκτίμηση της αντίληψης των εταιριών παραγωγής γενοσήμων για τους κινδύνους που συνιστούσαν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Επιπλέον, από τις ως άνω σκέψεις, καθώς και από τις σκέψεις 445 επ. και 729 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι έκρινε απορριπτέα τα στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει ότι οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων είχαν εμπιστοσύνη στην ευνοϊκή έκβαση των σχετικών με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας διαφορών, εντούτοις διαπίστωσε ότι οι τεχνικές και οι ένδικες ενέργειες στις οποίες είχαν προβεί οι εταιρίες αυτές αποδείκνυαν την πρόθεσή τους να εισέλθουν στην αγορά.

84.      Σε αντίθεση με τα υποστηριζόμενα από τη Servier, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς δέχθηκε ότι από τις ενέργειες αυτές αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω εταιρίες ουδόλως είχαν αποθαρρυνθεί από τα διάφορα εμπόδια εξαιτίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τα κανονιστικά και τεχνικά εμπόδια για την είσοδό τους στην αγορά, και ότι, αντιθέτως, είχαν τη σταθερή βούληση να υπερβούν τα εμπόδια αυτά.

3)      Επί της υπάρξεως πολλαπλών εμποδίων

85.      Πάντως, η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, εξετάζοντας τις δυσχέρειες λόγω των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τις τεχνικές, κανονιστικές και οικονομικές δυσχέρειες τις οποίες είχαν να αντιμετωπίσουν οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, και πιο συγκεκριμένα η Niche και η Matrix, μεμονωμένα και όχι στο σύνολό τους. Ακόμη και αν καθεμιά δυσχέρεια δεν ήταν μεμονωμένα ανυπέρβλητη, εντούτοις τούτο δεν σήμαινε ότι οι εταιρίες αυτές είχαν την ικανότητα να υπερβούν συνολικά τις δυσχέρειες αυτές.

86.      Κατά την Επιτροπή, το επιχείρημα αυτό δεν προβλήθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη και για τον λόγο αυτόν είναι απαράδεκτο. Ωστόσο, στο μέτρο που το εν λόγω επιχείρημα αποτελεί ανάπτυξη λόγου προβληθέντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και βάλλει κατά της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η Servier δύναται να το προβάλει στην κατ’ αναίρεση δίκη (52).

87.      Πάντως, επί της ουσίας, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

88.      Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 442 επ. (όσον αφορά τις Niche/Unichem), 589 επ. (όσον αφορά την Teva) και 726 επ. (όσον αφορά τη Lupin) της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε ενδελεχώς και λεπτομερώς τα διάφορα εμπόδια εξαιτίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τα τεχνικά, κανονιστικά και οικονομικά εμπόδια που, κατά τη Servier, έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι εταιρίες αυτές προετοιμάζοντας την είσοδό τους στην αγορά μέσω των προϊόντων τους. Κατά την εξέταση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβαιναν αδιαλείπτως οι εν λόγω εταιρίες για να αντιμετωπίσουν τις δυσχέρειες αυτές καταδείκνυαν ότι οι τελευταίες δεν αποτελούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια που καθιστούσαν αδύνατη την είσοδο στην αγορά.

89.      Για την κρίση του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε μεγάλο αριθμό πραγματικών στοιχείων τα οποία η Servier δεν αμφισβητεί.

90.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Servier αβασίμως προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε τα διάφορα εμπόδια στο σύνολό τους.

91.      Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η Servier δεν εξηγεί για ποιον λόγο ούτε με ποιον τρόπο θα μπορούσαν τα εμπόδια αυτά, συνολικά εξεταζόμενα, να κριθούν ανυπέρβλητα, αφ’ ης στιγμής το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε, χωρίς να υποπέσει σε νομικό σφάλμα, ότι οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων ήταν σε θέση να υπερβούν έκαστο εμπόδιο μεμονωμένα. Άλλωστε, η Servier δεν εξηγεί ούτε τι ακριβώς θα έπρεπε να περιλαμβάνει μια τέτοια εξέταση ούτε σε τι θα έπρεπε να διαφέρει από την εξέταση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο.

92.      Επίσης, η Επιτροπή ορθώς ισχυρίζεται ότι υιοθέτησε ακριβώς μια «ολιστική» προσέγγιση, αποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, και ιδίως η Niche, είχαν προβεί σε ενέργειες τόσο σε σχέση με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας (άσκηση ενδίκων βοηθημάτων) όσο και σε τεχνικό (επίλυση των τεχνικών εμποδίων), κανονιστικό (επικοινωνία με τις εθνικές αρχές για τη λήψη ΑΚΑ) ή οικονομικό επίπεδο (επαφές με τη μητρική εταιρία προκειμένου να υποστηριχθεί). Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο όχι μόνον έλεγξε τη βασιμότητα των στοιχείων που επικαλέστηκε η Επιτροπή, αλλά, επιπροσθέτως, ανέλυσε την αλληλεξάρτηση μεταξύ των διαφόρων ενεργειών, απορρίπτοντας, για παράδειγμα, στη σκέψη 494 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους ισχυρισμούς της Servier ότι οι οικονομικές δυσχέρειες της Niche την είχαν εμποδίσει να αντιμετωπίσει τους κινδύνους δικαστικών εξόδων και αποζημιώσεων που είναι εγγενείς σε ένδικες διαδικασίες σχετικές με διπλώματα ευρεσιτεχνίας.

93.      Επομένως, η αιτίαση περί ελλείψεως συνολικής ανάλυσης των εμποδίων για την είσοδο των εταιριών παραγωγής γενοσήμων στην αγορά πρέπει επίσης να απορριφθεί.

γ)      Επί της κατανομής του βάρους αποδείξεως

94.      Η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού εκτίμησε ότι αρκεί η πραγματοποίηση ενεργειών για τη διαπίστωση των πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων των εταιριών παραγωγής γενοσήμων να εισέλθουν στην αγορά, απαίτησε από τη Servier, προκειμένου να ανατρέψει τη διαπίστωση αυτή, να αποδείξει ότι η είσοδος των εταιριών αυτών στην αγορά προσέκρουε σε ανυπέρβλητα εμπόδια. Τούτο όμως ισοδυναμεί, κατά την άποψή της, με απαίτηση αρνητικής αποδείξεως (probatio diabolica). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως και παραβίασε την αρχή κατά την οποία το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων των εταιριών παραγωγής γενοσήμων να εισέλθουν στην αγορά το φέρει η Επιτροπή.

95.      Η επιχειρηματολογία αυτή είναι παντελώς αβάσιμη.

96.      Όπως ορθώς αναγνώρισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 386 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είναι μεν αληθές ότι το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων εισόδου ανταγωνιστή στην αγορά το φέρει η Επιτροπή. Εντούτοις, όπως επίσης ορθώς δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στην ίδια ως άνω σκέψη, η Επιτροπή, συγκεντρώνοντας δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων που πιστοποιούν την πραγματοποίηση ενεργειών με σκοπό την παραγωγή και την εμπορία του επίμαχου προϊόντος εντός χρονικού διαστήματος αρκετά σύντομου ώστε να πιεστεί η παρούσα στην αγορά επιχείρηση, επαρκώς απέδειξε, ελλείψει αντίθετων αποδείξεων περί τεχνικών, κανονιστικών, εμπορικών ή οικονομικών δυσχερειών, την ύπαρξη τέτοιων δυνατοτήτων υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

97.      Σε αντίθεση με την άποψη της Servier, η κατ’ αυτόν τον τρόπο κατανομή του βάρους αποδείξεως είναι απολύτως σύμφωνη με τις αρχές που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σε υποθέσεις παραβιάσεων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης. Βεβαίως, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδεικνύει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να προσκομίζει τα στοιχεία που αποδεικνύουν, επαρκώς κατά νόμο, τη συνδρομή των περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση (53). Προς τούτο, η Επιτροπή οφείλει να συγκεντρώνει αποδεικτικά στοιχεία αρκούντως ακριβή και συγκλίνοντα ώστε να στηρίξει την πεποίθηση ότι η φερόμενη παράβαση όντως διαπράχθηκε (54). Ωστόσο, εφόσον η Επιτροπή συγκεντρώνει τέτοια στοιχεία, εναπόκειται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να επικαλεστούν την ανεπάρκεια των αποδείξεων που συγκέντρωσε η Επιτροπή προκειμένου να στοιχειοθετήσει την παράβαση (55).

98.      Ως εκ τούτου, έστω και αν το κατά νόμο βάρος αποδείξεως το φέρει, σύμφωνα με τις αρχές αυτές, είτε η Επιτροπή είτε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση, τα πραγματικά στοιχεία που επικαλείται ένας διάδικος μπορεί να υποχρεώνουν τον έτερο διάδικο να παράσχει εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι ο εν λόγω πρώτος διάδικος ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως (56).

99.      Στην προκειμένη περίπτωση, από την εξέταση των επιχειρημάτων της Servier, στα σημεία 70 έως 93 και 108 έως 117 των παρουσών προτάσεων, προκύπτει ακριβώς ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε σφάλμα με το να δεχθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων είχαν, κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά. Ως εκ τούτου, επίσης ορθώς το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η Servier όφειλε να προσκομίσει στοιχεία ικανά να ανατρέψουν τη διαπίστωση αυτή (57).

100. Μια προσεκτικότερη ανάγνωση καταδεικνύει ότι η επιχειρηματολογία που προβάλλει εν προκειμένω η Servier οφείλεται κατά κύριο λόγο σε σύγχυση μεταξύ των εννοιών του πραγματικού και του δυνητικού ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η Servier δεν κατανοεί ότι, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού, η Επιτροπή οφείλει απλώς να αποδείξει ότι οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων είχαν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθουν στην αγορά εντός χρονικού διαστήματος ικανού να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων. Αντιθέτως, ουδόλως απαιτείται να αποδείξει επίσης με βεβαιότητα ότι οι ενέργειες στις οποίες προβαίνουν οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων όντως θα στεφθούν από επιτυχία και ότι οι εταιρίες αυτές θα εισέλθουν πράγματι στην οικεία αγορά (58).

101. Με την ίδια λογική, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει ότι οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει μια εταιρία παραγωγής γενοσήμων για να εισέλθει στην αγορά θα ολοκληρωθούν κατ’ ανάγκην «σε σύντομο χρόνο». Αυτό που έχει σημασία είναι οι ενέργειες αυτές να καταδεικνύουν τη δυνατότητα εισόδου στην αγορά εντός χρονικού διαστήματος ικανού να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση. Στον βαθμό δε που οι ενέργειες αυτές συνεχίζονται, επί παραδείγματι, κατά την επικοινωνία με τη ρυθμιστική αρχή για τη χορήγηση ΑΚΑ ή με προσπάθειες που καταβάλλονται για την υπέρβαση τεχνικών δυσχερειών όσον αφορά τις ιδιότητες του γενόσημου προϊόντος, πιστοποιούν τη δυνατότητα εισόδου εντός χρονικού διαστήματος ικανού να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εάν η διαπίστωση των εν λόγω ενεργειών συνδυάζεται, κατά την εξέταση της δέσμης ενδείξεων που αποδεικνύουν την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού, με αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο παρασκευαστής του πρωτότυπου φαρμάκου αντιλαμβάνεται τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων ως απειλή, όπως το γεγονός ότι επιδιώκει να συνάψει με τις εταιρίες αυτές συμφωνίες με σκοπό να καθυστερήσει την είσοδό τους στην αγορά (59).

102. Κατά συνέπεια, η Servier αβασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε επικυρώνοντας, στη σκέψη 481 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την απόρριψη από την Επιτροπή του αιτήματος της Servier να προσκομιστεί η αλληλογραφία μεταξύ της Niche ή των συνεργατών της και των οικείων εθνικών ρυθμιστικών αρχών. Συγκεκριμένα, είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει τις πιθανότητες της Niche να υπερβεί τα ρυθμιστικά εμπόδια σχετικά με τη λήψη ΑΚΑ, υποβάλλοντας ερωτήσεις στις αρχές αυτές.

103. Πράγματι, η Επιτροπή δεν οφείλει να εκτιμήσει τις πιθανότητες επιτυχίας ή την πιθανή έκβαση της διαδικασίας χορηγήσεως ΑΚΑ που διεξάγεται ενώπιον των εθνικών αρχών κατόπιν αιτήσεως εταιρίας παραγωγής γενοσήμων. Αρκεί να αναφέρει συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες προέβη μια τέτοια εταιρία (υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση ΑΚΑ, αλληλογραφία με την οικεία ρυθμιστική αρχή) προκειμένου να αποκτήσει ΑΚΑ εντός χρονικού διαστήματος ικανού να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων (60). Συναφώς, τυχόν καθυστέρηση στη λήψη ΑΚΑ ουδόλως αποδεικνύει ότι η εταιρία παραγωγής γενοσήμων δεν συνιστά πλέον παράγοντα δυνητικού ανταγωνισμού, ιδίως εάν η εν λόγω εταιρία προβαίνει, όπως οι εμπλεκόμενες στην υπό κρίση περίπτωση εταιρίες, σε ενέργειες για την επίλυση των δυσχερειών που προκάλεσαν την καθυστέρηση (βλ. σημείο 109 των παρουσών προτάσεων).

104. Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα ότι οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, και όχι η Servier, είναι σε καλύτερη θέση να αναφέρουν τυχόν δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν, μεταξύ άλλων, στις αιτήσεις τους για τη χορήγηση ΑΚΑ, επίσης δεν μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση περί αντιστροφής του βάρους αποδείξεως έναντι της Servier. Ειδικότερα, η σχετική επιχειρηματολογία ερείδεται και αυτή στην εσφαλμένη παραδοχή ότι για την απόδειξη της υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού, πρέπει να αποδεικνύεται με βεβαιότητα ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων στέφθηκαν με επιτυχία, και ότι η αναφορά περί δυσχερειών ή καθυστερήσεων στο πλαίσιο αυτό αρκεί για την ανατροπή της διαπιστώσεως σχετικά με την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού.

105. Ωστόσο, όπως καταδείχθηκε ανωτέρω, και αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, εφόσον οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων συνεχίζουν τις ενέργειές τους ενώπιον των ρυθμιστικών αρχών και δεν τις εγκαταλείπουν λόγω ενδεχόμενων δυσχερειών, εξακολουθούν να αποδεικνύουν τη σταθερή βούληση και την ικανότητά τους να εισέλθουν στην αγορά. Ως εκ τούτου, η αλληλογραφία μεταξύ των εταιριών παραγωγής γενοσήμων και των ρυθμιστικών αρχών, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι σε αυτή γίνεται αναφορά περί δυσχερειών, δεν θα μπορούσε να κλονίσει τη διαπίστωση σχετικά με την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού.

106. Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, από τη σκέψη 481 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Servier είχε πρόσβαση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, στον πίνακα που προσκόμισε η Niche, στον οποίο συνοψιζόταν το περιεχόμενο της αλληλογραφίας αυτής και από τον οποίο προέκυπτε ότι τα προβλήματα που διαπίστωσαν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δεν εμπόδισαν τη Niche να δώσει απαντήσεις, ούτε εμπόδισαν την πρόοδο της διαδικασίας χορηγήσεως ΑΚΑ.

107. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία με την οποία προβάλλεται αντιστροφή του βάρους αποδείξεως καθώς και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης πρέπει επίσης να απορριφθεί.

δ)      Επί των πρόσθετων επιχειρημάτων σχετικά με καθεμιά εκ των εμπλεκομένων εταιριών παραγωγής γενοσήμων

108. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Servier σχετικά με την ιδιότητα καθεμιάς εκ των εμπλεκομένων εταιριών παραγωγής γενοσήμων ως δυνητικού ανταγωνιστή επίσης δεν αποδεικνύουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι, κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, οι εταιρίες αυτές είχαν προβεί σε επαρκείς προπαρασκευαστικές ενέργειες οι οποίες καθιστούσαν δυνατή την πρόσβασή τους στην αγορά εντός χρονικού διαστήματος ικανού να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στη Servier.

1)      Niche/Unichem και Matrix

109. Αφενός, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η Servier, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν η Niche και η Matrix προκειμένου να αντιμετωπίσουν τεχνικές δυσχέρειες, τροποποιώντας τη μέθοδο και τη μορφή του προϊόντος της Matrix, όπως αυτές μνημονεύονται στις σκέψεις 446 και 447 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όχι μόνο δεν αποδείκνυαν ότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Servier αποτελούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια, αλλά, αντιθέτως, επιβεβαίωναν τη σταθερή βούληση και την ικανότητα των Niche και Matrix να εισέλθουν στην αγορά παρά την ύπαρξη των επίμαχων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Το ίδιο ισχύει και για την ολοκλήρωση προσπαθειών σε προχωρημένο στάδιο για την ανάπτυξη του γενόσημου φαρμάκου και για την ενεργό συμμετοχή στη διαδικασία χορηγήσεως ΑΚΑ (σκέψεις 459 έως 480 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Στο πλαίσιο αυτό, τυχόν καθυστερήσεις κατά τη διαδικασία χορηγήσεως ΑΚΑ ουδόλως αναιρούν την ιδιότητα των Niche και Matrix ως δυνητικών ανταγωνιστών, δεδομένου ότι, όπως σημειώθηκε στα σημεία 100 έως 103 των παρουσών προτάσεων, δεν απαιτείται να αποδεικνύεται ότι οι ενέργειες για την απόκτηση ΑΚΑ θα ολοκληρωθούν στον επιθυμητό χρόνο ή ότι θα στεφθούν με επιτυχία, για να μπορούν οι εταιρίες που πραγματοποιούν τέτοιες ενέργειες να χαρακτηριστούν ως δυνητικοί ανταγωνιστές.

110. Αφετέρου, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Servier, από τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 446 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ουδεμία παραμόρφωση προκύπτει. Συγκεκριμένα, οι ενέργειες της Niche που μνημονεύονται στη σκέψη αυτή, των οποίων την πραγματοποίηση δεν αμφισβητεί η Servier, πιστοποιούν τη βούληση της Niche να υπερβεί τα εμπόδια που συνδέονταν με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Servier και να «διαμορφώσει τις συνθήκες» ώστε να εισέλθει στην αγορά επιτυγχάνοντας την αναγνώριση της μη προσβολής ή την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η Servier, το Γενικό Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε, στη σκέψη αυτή, με το κατά πόσον η Niche ήταν «καλόπιστη». Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε ούτε τα στοιχεία που επικαλέστηκε σχετικώς η Servier (άρνηση της Niche να παράσχει λεπτομερή περιγραφή της δικής της μεθόδου παρασκευής, να επιτρέψει τη διενέργεια έρευνας στα εργοστάσιά της ή να προσκομίσει δείγμα του προϊόντος της). Ανεξαρτήτως του ότι τέτοια στοιχεία δεν μπορούν να εξεταστούν το πρώτον στην κατ’ αναίρεση δίκη, επιβάλλεται, εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση ότι τα στοιχεία αυτά δεν κλονίζουν τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στην εν λόγω σκέψη και δεν στοιχειοθετούν καμία παραμόρφωση.

2)      Teva

111. Κατ’ αρχάς, η αιτίαση της Servier ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κρίνοντας, στις σκέψεις 589 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτή είχε την υποχρέωση να αποδείξει ότι η είσοδος της Teva στην αγορά προσέκρουε σε ανυπέρβλητα εμπόδια, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, όπως και για τις λοιπές εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατόπιν λεπτομερούς εξετάσεως των στοιχείων που προέβαλε η Servier, ότι τα στοιχεία αυτά δεν ήταν ικανά να κλονίσουν τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι ενέργειες στις οποίες είχε προβεί η Teva πιστοποιούσαν τη βούληση και την ικανότητά της να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά.

112. Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο δεν έσφαλε, όπως διατείνεται η Servier, ούτε με τη διαπίστωσή του, στις σκέψεις 590 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κίνδυνος εκδόσεως προσωρινής διαταγής δεν είχε επηρεάσει τις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες της Teva να εισέλθει στην αγορά, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε τα στοιχεία από τα οποία αποδεικνυόταν η βούληση της Teva να αναλάβει τον κίνδυνο αυτό. Άλλωστε, η Servier περιορίζεται σε γενική παραπομπή στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα αυτό, χωρίς να αποδεικνύει κάποια πλημμέλεια του Γενικού Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο, η ύπαρξη αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων ουδόλως αποκλείει την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού, δεδομένου ότι πρόκειται για προσωρινά μέτρα τα οποία ουδόλως προδικάζουν το βάσιμο της αγωγής λόγω προσβολής διπλώματος ευρεσιτεχνίας (61).

113. Ομοίως και σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται η Servier, από το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 601 έως 603 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες χορηγήσεως ΑΚΑ δεν αρκούσαν για να κριθεί ότι η Teva δεν είχε την ιδιότητα του δυνητικού ανταγωνιστή αφ’ ης στιγμής αυτή κατέβαλλε προσπάθειες για την υπέρβαση των δυσχερειών που αντιμετώπιζε, δεν προκύπτει καμία πλημμέλεια, για τους λόγους που εκτέθηκαν στα σημεία 100 έως 103 και 109 των παρουσών προτάσεων. Εξάλλου, η Servier απλώς και μόνον παραπέμπει στο δικόγραφο της σε πρώτο βαθμό προσφυγής της και στα παραρτήματα αυτής, υποστηρίζοντας ότι με τις αποδείξεις που προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου απέδειξε ότι οι δυσχέρειες αυτές επηρέαζαν τις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες της Teva να εισέλθει στην αγορά, χωρίς να παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τις αποδείξεις αυτές ή να αποδεικνύει σφάλμα του Γενικού Δικαστηρίου κατά την εκτίμησή τους.

114. Περαιτέρω, όσον αφορά τις παραμορφώσεις στις οποίες φέρεται ότι προέβη το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση των τεχνικών προβλημάτων που αντιμετώπισε το προϊόν της Teva, τέτοιες παραμορφώσεις δεν προκύπτουν ούτε από την εξέταση των ισχυρισμών της Servier ούτε από τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά των οποίων βάλλουν οι ισχυρισμοί αυτοί. Συγκεκριμένα, αφενός, η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε, στις σκέψεις 586 και 609 έως 612 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι η Teva δεν είχε ικανό απόθεμα περινδοπρίλης, χωρίς όμως να αναφέρεται σε οποιαδήποτε απόδειξη που να παραμορφώθηκε. Αφετέρου, η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε η Teva στην Hetero στις 15 Οκτωβρίου 2007, ήτοι μετά τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού Teva, στο οποίο η Teva δήλωνε ότι παραιτείται από την κυκλοφορία του προϊόντος της. Όμως, αυτή ακριβώς η παραίτηση προβλεπόταν στην εν λόγω συμφωνία διακανονισμού (62). Συνεπώς, η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία το επίμαχο ηλεκτρονικό μήνυμα αποσκοπούσε στην εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας δεν φαίνεται να ενέχει οποιαδήποτε παραμόρφωση.

115. Τέλος, σε αντίθεση με τις αιτιάσεις της Servier, στη σκέψη 610 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αρνήθηκε να λάβει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία μεταγενέστερα της συμφωνίας διακανονισμού, αλλά απλώς έκρινε, και ορθώς, ότι από μια μεταγενέστερη της συνάψεως της συμφωνίας αλληλογραφία, η οποία αντανακλούσε την αντίληψη της Teva για την κατάσταση του ανταγωνισμού, δεν μπορούσε να συναχθεί ότι η Teva είχε παραιτηθεί από την εμπορική διάθεση του προϊόντος της κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμφωνίας (63).

3)      Lupin

116. Όσον αφορά την εκτίμηση που αφορά την ιδιότητα της Lupin ως δυνητικού ανταγωνιστή, η Servier παραπέμπει κατ’ ουσίαν στις γενικού χαρακτήρα αιτιάσεις της σχετικά με τον δυνητικό ανταγωνισμό, οι οποίες εξετάστηκαν ήδη στα σημεία 70 έως 84 των παρουσών προτάσεων.

117. Κατά τα λοιπά, η Servier ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η Lupin είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εμπορικής διάθεσης του προϊόντος της στο σύνολο της ΕΕ, μολονότι ήταν παρούσα μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο, και ότι η σύναψη συνεργασιών παρέμενε σε θεωρητικό και υποθετικό επίπεδο. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο μνημόνευσε τις σχετικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Lupin και πιθανών εμπορικών συνεργατών, οι οποίες συνιστούσαν συγκεκριμένες ενέργειες που επιβεβαίωναν τη βούληση και την ικανότητα της Lupin να εισέλθει στην αγορά (64). Στο πλαίσιο αυτό, από τη σκέψη 745 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει καμία παραμόρφωση της επιχειρηματολογίας της Servier ότι η Lupin προσέκρουσε σε ανυπέρβλητα εμπορικά εμπόδια, δεδομένου ότι αυτό ακριβώς εξακολουθεί να ισχυρίζεται η Servier με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και αυτό εξέτασε και απέρριψε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 745 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

ε)      Συμπέρασμα

118. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η σχετική με τον δυνητικό ανταγωνισμό επιχειρηματολογία της Servier, η οποία προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και τα πρώτη σκέλη του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

3.      Επί του χαρακτηρισμού των συμφωνιών διακανονισμού ως περιορισμών του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (πρώτος λόγος αναιρέσεως και δεύτερα σκέλη του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως)

119. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως καθώς και με τα δεύτερα σκέλη του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε πολλαπλώς επικυρώνοντας τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι επίμαχες συμφωνίες συνιστούσαν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

120. Συναφώς ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη την απουσία προηγούμενης εμπειρίας από συμφωνίες όπως οι επίμαχες, καθώς και ότι, για τον λόγο αυτόν, δεν μπορούσε ευχερώς να διαγνωσθεί περιορισμός του ανταγωνισμού (α). Δεύτερον, ότι δεν μπορούσε να συναχθεί ότι οι συμφωνίες είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, λαμβανομένων υπόψη των θετικών ή, τουλάχιστον, αμφίσημων αποτελεσμάτων των συμφωνιών αυτών (β). Τρίτον και τελευταίο, ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε εστιάζοντας υπερβολικά στις πληρωμές ή στα λοιπά κίνητρα που παρέσχε η Servier στις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων (γ).

α)      Επί της προηγούμενης εμπειρίας και επί της «ευχέρειας διαγνώσεως» περιορισμού του ανταγωνισμού

121. Κατ’ αρχάς, η Servier υποστηρίζει, παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής (65), ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει μια πρώτη σειρά σφαλμάτων καθόσον δέχθηκε ως ορθό τον χαρακτηρισμό των επίμαχων συμφωνιών ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, παρά την απουσία προηγούμενης εμπειρίας και επιστημονικής οικονομικής ανάλυσης, και μολονότι ο φερόμενος περιορισμός του ανταγωνισμού δεν μπορούσε ευχερώς να διαγνωσθεί.

122. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή της, ο καινοφανής χαρακτήρας των ζητημάτων που εγείρουν οι συμφωνίες φιλικού διακανονισμού καταδεικνύεται από πλείονα στοιχεία, όπως η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. Ομοίως, η δυσκολία διαγνώσεως περιορισμού του ανταγωνισμού εκ των συμφωνιών φιλικού διακανονισμού αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι η Επιτροπή χρειάστηκε πολλές εκατοντάδες σελίδες για τη διατύπωση της συλλογιστικής της. Το ίδιο δε το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, στη σκέψη 1666 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο παραβατικός χαρακτήρας των επίμαχων συμφωνιών μπορεί να μην ήταν σαφής για έναν εξωτερικό παρατηρητή όπως η Επιτροπή ή εξειδικευμένοι νομικοί.

123. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι, όπως έχει ρητώς αποφανθεί το Δικαστήριο, ουδόλως απαιτείται να έχει ήδη επικριθεί από την Επιτροπή το ίδιο είδος συμφωνιών ώστε να μπορούν αυτές να θεωρηθούν ως περιορισμοί του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, τούτο δε ακόμη και αν οι συμφωνίες αυτές συνάπτονται εντός ειδικού πλαισίου όπως αυτό των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (66). Η νομολογία δεν απαιτεί μια συμφωνία να είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό εκ πρώτης όψεως ή χωρίς καμία αμφιβολία, χωρίς να διεξαχθεί ενδελεχής εξέταση του περιεχομένου, του σκοπού και του οικονομικού και νομικού πλαισίου της, προκειμένου να μπορέσει να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (67).

β)      Επί των πληρωμών και επί των προβαλλόμενων «θετικών» ή «μικτών» αποτελεσμάτων των συμφωνιών

124. Με την επόμενη σειρά επιχειρημάτων, η Servier υποστηρίζει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε χαρακτηρίζοντας τις επίμαχες συμφωνίες ως περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, ενώ οι συμφωνίες αυτές είχαν θετικά ή τουλάχιστον μικτά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού.

125. Αφετέρου, η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι οι εν λόγω συμφωνίες συνιστούσαν περιορισμούς ως εκ του αντικειμένου επειδή προέβλεπαν πληρωμές χρηματικών ποσών ή την παροχή άλλων κινήτρων στις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων σε αντάλλαγμα για τη συνομολόγηση ρητρών περί μη αμφισβήτησης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Servier και περί μη εμπορίας των προϊόντων των εν λόγω εταιριών. Με την κρίση του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το σχετικό με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας πλαίσιο των συμφωνιών, συγχέοντας τις έννοιες του εμπορικού περιορισμού και του περιορισμού του ανταγωνισμού.

126. Πρέπει να υπομνησθεί ότι από τις αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (68) και Lundbeck κατά Επιτροπής (69) προκύπτει ότι συμφωνίες φιλικού διακανονισμού όπως οι επίμαχες εν προκειμένω συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου,

–        εφόσον από το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων προκύπτει ότι το καθαρό όφελος από τις μεταβιβάσεις αξίας εκ μέρους του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων προς τον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων εξηγείται αποκλειστικά από το εμπορικό συμφέρον των μερών της συμφωνίας να μη διεξαγάγουν υγιή ανταγωνισμό,

–        εκτός εάν η συγκεκριμένη συμφωνία φιλικού διακανονισμού συνεπάγεται αποδεδειγμένα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα ικανά να δημιουργήσουν εύλογες αμφιβολίες ως προς τον αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της.

127. Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών, η επιχειρηματολογία της Servier σχετικά με τις πληρωμές (1) καθώς και τα φερόμενα «θετικά» ή «μικτά» αποτελέσματα των επίμαχων συμφωνιών (2) δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

1)      Επί των πληρωμών

128. Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Servier κατά την οποία η μεταβίβαση αξίας από τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων στο πλαίσιο συμφωνίας διακανονισμού διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν μπορεί να είναι καθοριστική ώστε να χαρακτηριστεί η συμφωνία αυτή ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

129. Το σχετικό με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας υπόβαθρο τέτοιων συμφωνιών και το δημόσιο συμφέρον για την εξωδικαστική επίλυση των περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας διαφορών ουδόλως μεταβάλλουν το γεγονός ότι οι συμφωνίες αυτές είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό εφόσον οι μεταβιβάσεις αξίας εκ μέρους του παρασκευαστή του πρωτότυπου φαρμάκου προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων εξηγούνται αποκλειστικά από το εμπορικό συμφέρον των επιχειρήσεων αυτών να μην ανταγωνισθούν μεταξύ τους. Στο πλαίσιο αυτό, δεν απαιτείται, όπως υποστηρίζει η Servier, το ποσό των εν λόγω μεταβιβάσεων αξιών να είναι αντίστοιχο με τα προσδοκώμενα κέρδη των εταιριών παραγωγής γενοσήμων (70).

130. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε το ορθό κριτήριο προκειμένου να κρίνει αν οι επίμαχες συμφωνίες είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 263 έως 273, και ιδίως στις σκέψεις 265 και 272, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι πρέπει να θεωρηθεί πως μια εταιρία γενοσήμων παρακινείται με την πληρωμή ώστε να συνομολογήσει ρήτρες μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης, εάν η πληρωμή που λαμβάνει δεν δικαιολογείται από άλλη εκ μέρους της αντιπαροχή πλην της μη ασκήσεως ανταγωνισμού κατά του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

131. Ως προς το τελευταίο, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 277 έως 280 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μια λεγόμενη «αντίστροφη» πληρωμή, η οποία πραγματοποιείται από τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων, μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη εφόσον καλύπτει κόστη που είναι εγγενή στον διακανονισμό της διαφοράς, για παράδειγμα τα δικαστικά έξοδα στα οποία έχει υποβληθεί η εταιρία παραγωγής γενοσήμων στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς που αφορά το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, υπό την προϋπόθεση ότι τα ποσά των εξόδων αυτών καθορίζονται από τα μέρη και δεν είναι υπερβολικά.

132. Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε επίσης, στις σκέψεις 798 έως 810, και ιδίως στις σκέψεις 804 και 806 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την περίπτωση του συνδυασμού μιας συμφωνίας διακανονισμού διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η οποία περιέχει ρήτρες μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης, με εμπορική συμφωνία προβλέπουσα τη μεταβίβαση ενός έχοντος οικονομική αξία αγαθού από την εταιρία παραγωγής γενοσήμων στον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων. Στην υπό κρίση υπόθεση, τέτοιος συνδυασμός υπήρξε στη συμφωνία διακανονισμού Lupin (71).

133. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, στην περίπτωση ενός τέτοιου συμβατικού σχήματος, επιβάλλεται να εξεταστεί αν η πληρωμή που πραγματοποιεί ο παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων υπερβαίνει τη συνήθη οικονομική αξία του μεταβιβαζόμενου αγαθού, δηλαδή την αξία που θα είχε το αγαθό αυτό στο πλαίσιο συναλλαγής πραγματοποιούμενης υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, μπορεί να συναχθεί ότι πρόκειται για μη δικαιολογημένη πληρωμή προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων, εάν το ποσό της πληρωμής που πραγματοποιεί προς αυτήν ο παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων υπερβαίνει τη συνήθη οικονομική αξία του μεταβιβαζόμενου αγαθού. Μια τέτοια πληρωμή μπορεί να χαρακτηριστεί ως παροχή κινήτρου για την αποδοχή της υποχρεώσεως μη ανταγωνισμού που απορρέει από τη συμφωνία φιλικού διακανονισμού με την οποία συνδυάζεται η εμπορική συμφωνία, εφόσον το μη δικαιολογούμενο τμήμα της πληρωμής είναι αρκετά σημαντικό ώστε να παρέχει τέτοιο κίνητρο.

134. Το ανωτέρω πλαίσιο ανάλυσης που διαμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο είναι απολύτως προσαρμοσμένο στην ανάλυση συμφωνιών όπως οι επίμαχες εν προκειμένω. Το πλαίσιο αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το ίδιο με αυτό που επικυρώθηκε από το Δικαστήριο στις αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. και Lundbeck κατά Επιτροπής. Στις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν οι περιεχόμενες σε συμφωνία φιλικού διακανονισμού μεταβιβάσεις αξίας, όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, μπορούν να εξηγηθούν αποκλειστικά από το εμπορικό συμφέρον των μερών της συμφωνίας αυτής να μη διεξαγάγουν υγιή ανταγωνισμό, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη το σύνολο των μεταβιβάσεων αξίας που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των μερών, ανεξαρτήτως του εάν ήταν χρηματικές ή μη. Κατά το Δικαστήριο, με τον τρόπο αυτόν πρέπει να προσδιοριστεί εάν το καθαρό όφελος από τις μεταβιβάσεις αξίας εκ μέρους του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων μπορεί να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη τυχόν αντιπαροχών εκ μέρους της εταιρίας αυτής (72).

135. Συνεπώς, η αιτίαση με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη ανάλυση των πληρωμών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί των προβαλλόμενων «θετικών» ή «μικτών» αποτελεσμάτων των συμφωνιών

136. Όσον αφορά τα προβαλλόμενα «θετικά» ή «μικτά» αποτελέσματα των επίμαχων συμφωνιών, η Servier ισχυρίζεται, κατά πρώτον, ότι ο επιζήμιος χαρακτήρας των λεγόμενων «pay for delay» συμφωνιών έγκειται στην καθυστέρηση εισόδου στην αγορά. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, ουδεμία καθυστέρηση εισόδου στην αγορά υπήρξε κατόπιν της ακυρώσεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 από το ΕΓΔΕ.

137. Δεδομένου ότι η διαδικασία αμφισβήτησης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ενώπιον του ΕΓΔΕ συνεχίστηκε, παρά τις συμφωνίες, από τους ανακόπτοντες που δεν συνήψαν με τη Servier συμφωνία απαγορεύουσα τη συνέχιση της εν λόγω διαδικασίας, η παραίτηση των εταιριών γενοσήμων που συνήψαν τέτοιες συμφωνίες δεν θα μπορούσε να έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση ή την καθυστέρηση της αμφισβήτησης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

138. Όπως, όμως, ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως στη σκέψη 644 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε υποθετικές και μη προβλέψιμες κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών περιστάσεις, οι οποίες δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της ανάλυσης του περιοριστικού του ανταγωνισμού αντικειμένου.

139. Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η εν λόγω επιχειρηματολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθόσον συγχέει τον εγγενή βλαπτικό χαρακτήρα μιας συμφωνίας αποκλεισμού από την αγορά έναντι πληρωμής με την πιθανότητα μια τέτοια συμφωνία να μην έχει πραγματικές αρνητικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό σε μεταγενέστερο χρόνο, εξαιτίας περιστάσεων ανεξάρτητων από τη βούληση των μερών, για παράδειγμα όταν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ακυρώνεται κατόπιν αγωγής ενός τρίτου.

140. Όπως εξήγησα στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Generics (UK) κ.λπ. (73), για την ανάλυση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου μιας συμφωνίας φιλικού διακανονισμού διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον, διά της συνάψεως της συμφωνίας αυτής, τα μέρη υποκατέστησαν τους κινδύνους του ανταγωνισμού με πρακτική μεταξύ τους συνεργασία. Εάν τούτο ισχύει, η μέσω των συμφωνιών διαμορφούμενη κατάσταση δεν είναι αποτέλεσμα της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού, αλλά αποτέλεσμα συνεννοήσεως διά της οποίας τα μέρη εξάλειψαν τους κινδύνους που απορρέουν από τη λειτουργία αυτή. Επομένως, το αν η κατάσταση σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας θα ήταν αναγκαίως διαφορετική αν δεν υφίστατο η συμφωνία, εξαιτίας μιας μεταγενέστερης εξέλιξης της καταστάσεως που αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση της ικανότητας της συμφωνίας να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

141. Πράγματι, για την εκτίμηση αυτής της ικανότητας περιορισμού του ανταγωνισμού, δεν είναι κρίσιμο το αν οι παρασκευαστές γενοσήμων θα μπορούσαν να εισέλθουν ή όχι στην αγορά, εάν δεν υπήρχε η συμφωνία, εξαιτίας της εξέλιξης της κατάστασης σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας (η οποία είναι εξ ορισμού άγνωστη κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας). Τουναντίον, κρίσιμο είναι το κατά πόσον η μη είσοδος των γενοσήμων στην αγορά οφείλεται στην κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού ή σε αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συνεννόηση (74).

142. Κατά δεύτερον, η Servier υποστηρίζει ότι, ιδίως, οι συμφωνίες διακανονισμού Teva και Lupin είχαν θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα εξαιτίας ορισμένων ρητρών τους. Όπως ακριβώς έπραξε και το Γενικό Δικαστήριο, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να αναλυθούν λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων ρητρών των επίμαχων συμφωνιών.

γ)      Επί της εξετάσεως του περιοριστικού του ανταγωνισμού αντικειμένου των επίμαχων συμφωνιών

143. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει στο παρόν στάδιο να εξεταστούν τα επιχειρήματα με τα οποία η Servier επιδιώκει να καταδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε χαρακτηρίζοντας τις συναφθείσες με τις Niche/Unichem και Matrix (1), Teva (2) και Lupin (3) συμφωνίες διακανονισμού ως παραβάσεις του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

1)      Επί των συμφωνιών διακανονισμού Niche και Matrix

144. Η Servier ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε πολλαπλώς κρίνοντας ότι η πληρωμή που πραγματοποίησε η Servier προς τις Niche και Matrix εξηγείτο αποκλειστικά από το συμφέρον τους να μη διεξαγάγουν ανταγωνισμό και ότι αυτή ήταν η πραγματική αιτία των μεταξύ τους συμφωνιών φιλικού διακανονισμού. Ειδικότερα, η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα με το να μη δεχθεί ότι η εκ μέρους της πληρωμή αποτελούσε την αντιπαροχή για τα έξοδα των Niche και Matrix, όπως, μεταξύ άλλων, τις αποζημιώσεις που υπήρχε πιθανότητα να υποχρεωθούν να καταβάλουν οι εταιρίες αυτές σε τρίτους διανομείς.

145. Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 34 ανωτέρω, στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού Niche, η Servier κατέβαλε 11,8 εκατομμύρια GBP στις Niche/Unichem. Στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού Matrix, κατέβαλε 11,8 εκατομμύρια GBP στη Matrix. Επιπλέον, στο πλαίσιο της συμφωνίας που συνήφθη την ίδια ημέρα μεταξύ Niche και Biogaran, η τελευταία κατέβαλε 2,5 εκατομμύρια GBP στη Niche.

146. Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τη συμφωνία της Servier με τη Niche, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 527 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το κατά πόσον η πληρωμή που πραγματοποίησε η Servier προς τη Niche δικαιολογείτο από άλλον λόγο πλην της παροχής κινήτρου προς τη Niche ώστε να συνομολογήσει τις ρήτρες περί μη εμπορίας και περί μη αμφισβήτησης που περιέχονταν στη συμφωνία. Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε το ζήτημα αν το ποσό που κατέβαλε η Servier στη Niche μπορούσε να θεωρηθεί ότι αφορούσε έξοδα εγγενή στη συμφωνία φιλικού διακανονισμού.

147. Επ’ αυτού, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, στις σκέψεις 536 και 537 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα έξοδα που επικαλέστηκαν σχετικώς η Niche και η Servier ήταν κατ’ αρχάς το κόστος ανάπτυξης της περινδοπρίλης της Niche και η οφειλόμενη αποζημίωση στους πελάτες της. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα έξοδα αυτά δεν ήταν εγγενή στον φιλικό διακανονισμό διαφοράς σχετικής με διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 538 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα έξοδα νομικών συμβουλών που επικαλέστηκαν η Niche και η Servier δεν μπορούσαν να είναι εγγενή στη συμφωνία διακανονισμού, δεδομένου ότι ανάγονταν σε περίοδο προγενέστερη των ένδικων διαφορών μεταξύ Niche και Servier.

148. Στη σκέψη 539 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με επάλληλη αιτιολογία, ότι ακόμη και αν θεωρούνταν δικαιολογημένα τα προβαλλόμενα ως έξοδα νομικών συμβουλών και έξοδα ανάπτυξης του προϊόντος και αποζημίωσης των πελατών ποσά των 1,1 εκατομμυρίων GBP, τα οποία η Επιτροπή εκτίμησε αντιστοίχως σε 1,2 και 1,3 εκατομμύρια GBP στην αιτιολογική σκέψη 1336 της επίδικης αποφάσεως, και πάλι το προκύπτον ποσό εξόδων των 3,6 εκατομμυρίων GBP θα ήταν σαφώς κατώτερο από το ποσό των 11,8 εκατομμυρίων GBP που είχε καταβάλει η Servier στη Niche.

149. Όσον αφορά, εν συνεχεία, τη συμφωνία μεταξύ Niche και Biogaran, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 542 έως 544 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πληρωμή που πραγματοποίησε η Biogaran προς τη Niche συνιστούσε παροχή επιπλέον κινήτρου στην τελευταία ώστε να αποδεχθεί τις περιοριστικές ρήτρες της συμφωνίας διακανονισμού Niche.

150. Όσον αφορά, τέλος, τη συμφωνία διακανονισμού Matrix, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 546 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι διάδικοι δεν προέβαλαν κανένα στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει το ποσό των 11,8 εκατομμυρίων GBP που κατέβαλε η Servier στη Matrix.

151. Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Servier δεν επικαλείται κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να αποδειχθεί ότι το σχετικό με τη συμφωνία Matrix συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, περί του οποίου έγινε λόγος στο προηγούμενο σημείο, είναι εσφαλμένο. Η Servier περιορίζεται σε γενική και αόριστη αναφορά περί κινδύνου αποζημιώσεως της Matrix. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση η οποία αφορά τον προβαλλόμενο εσφαλμένο χαρακτηρισμό της πληρωμής που πραγματοποίησε η Servier προς τη Matrix ως παροχής κινήτρου προς την τελευταία προκειμένου να αποδεχθεί τη δέσμευση μη ανταγωνισμού, πρέπει να απορριφθεί.

152. Περαιτέρω, ομοίως, η Servier δεν επικαλείται κανένα στοιχείο ικανό να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, περί του οποίου έγινε λόγος στο σημείο 149 των παρουσών προτάσεων, ότι η πληρωμή της Biogaran προς τη Niche συνιστούσε παροχή επιπλέον κινήτρου προς την τελευταία ώστε να αποδεχθεί τη δέσμευση περί μη ανταγωνισμού.

153. Όσον αφορά, τέλος, την καταβολή 11,8 εκατομμυρίων GBP από τη Servier προς τη Niche, από κανένα εκ των στοιχείων που επικαλείται η Servier με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν αποδεικνύεται ότι είναι εσφαλμένο το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η πληρωμή αυτή δικαιολογείτο μόνον από τη δέσμευση μη ανταγωνισμού εκ μέρους της Niche.

154. Επομένως, η επιχειρηματολογία κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε, κρίνοντας ότι τα έξοδα ανάπτυξης της περινδοπρίλης της Niche και οι οφειλόμενες σε τρίτους αποζημιώσεις δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την πληρωμή εκ μέρους της Servier, είναι αλυσιτελής. Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 148 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, ακόμη και αν τα έξοδα αυτά (καθώς και τα προβαλλόμενα έξοδα νομικών συμβουλών) αφαιρούνταν από το ποσό των 11,8 εκατομμυρίων GBP που κατέβαλε η Servier, θα απέμενε και πάλι ποσό 8,2 εκατομμυρίων GBP, το οποίο δεν έχει άλλη εξήγηση πλην της δέσμευσης μη ανταγωνισμού που ανέλαβε η Niche.

155. Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα της Servier ότι η σκέψη 537 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχει έλλειψη αιτιολογίας και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, καθ’ όσον απορρίφθηκαν με αυτήν τα προβληθέντα από τη Servier υψηλότερα εκτιμώμενα ποσά δυνητικών αποζημιώσεων, πρέπει να απορριφθεί. Το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε επαρκώς ότι δεν έλαβε υπόψη τα ποσά αυτά διότι επρόκειτο απλώς για ζητούμενα ποσά. Ομοίως, δεν προκύπτει με ποιον τρόπο παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο το έγγραφο στο οποίο αναφέρεται η Servier, κατά το οποίο μια επιχείρηση ζητούσε αποζημίωση πολύ μεγαλύτερη από το ποσό που δέχθηκε η Επιτροπή, αφ’ ης στιγμής η ίδια η Servier αναγνωρίζει ότι επρόκειτο απλώς για απαίτηση.

156. Χάριν πληρότητας, σημειώνω ότι ουδεμία πλημμέλεια ενέχει η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 280, 531 και 537 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία τα έξοδα ανάπτυξης του προϊόντος της Niche και πιθανώς οφειλόμενων σε τρίτους αποζημιώσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν εγγενή στον φιλικό διακανονισμό έξοδα, οπότε δεν είναι δικαιολογημένη η καταβολή τους από τη Servier στη Niche.

157. Συγκεκριμένα, όπως η ίδια η Servier παραδέχεται, υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων σε τρίτους λόγω μη προμήθειας του προϊόντος της Niche θα μπορούσε να υφίσταται ακόμη και χωρίς τον φιλικό διακανονισμό με τη Servier. Ωστόσο, δεν φαίνεται πιθανό ότι η Servier θα συμφωνούσε να καταβάλει τα έξοδα αυτά στη Niche, εάν αυτή είχε αποφασίσει, αυτογνωμόνως και χωρίς να παρακινηθεί προς τούτο από τη Servier, να μη διαθέσει εμπορικά το προϊόν αυτό διότι ήταν πεπεισμένη για το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Servier.

158. Ασφαλώς, όπως επισημαίνει η Servier, μια εταιρία παραγωγής γενοσήμων η οποία αποφασίζει, κατόπιν αυτοτελούς αξιολογήσεως του κινδύνου εκ των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, να τερματίσει μια εκκρεμή διαφορά σχετική με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί να επιθυμεί να προφυλαχθεί από τις οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας συμφωνίας φιλικού διακανονισμού. Εντούτοις, σε μια τέτοια περίπτωση, ουδείς εύλογος οικονομικός λόγος υφίσταται προκειμένου ο παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων να συμφωνήσει να αποζημιώσει την εν λόγω εταιρία για τις συνέπειες που απορρέουν από τη δική της επιλογή, εκτός από το να της παράσχει κίνητρο για τη σύναψη συμφωνίας διακανονισμού η οποία δεν έχει άλλο αντάλλαγμα παρά μόνον τη δέσμευση μη διεξαγωγής ανταγωνισμού.

159. Ειδικότερα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της αιτίας της γενέσεως της υποχρεώσεως της Niche να αποζημιώσει τρίτους και της αιτίας της επιστροφής των εξόδων αυτών της Niche από τη Servier. Είναι βεβαίως αληθές ότι η υποχρέωση της Niche να αποζημιώσει τους τρίτους για τη μη προμήθεια θα μπορούσε να γεννηθεί και αν η Niche αποφάσιζε αυτοτελώς να μην τους εφοδιάσει με το προϊόν της και, επομένως, να έχει άλλη δικαιολόγηση πλην της βούλησης της Niche και της Servier να μη διεξαγάγουν μεταξύ τους ανταγωνισμό. Εντούτοις, το γεγονός ότι η Servier επιστρέφει τα έξοδα αυτά στη Niche δεν μπορεί να έχει άλλη «δικαιολόγηση» πλην της δεσμεύσεως περί μη ανταγωνισμού, δεδομένου ότι τα έξοδα αυτά δεν είναι εγγενή στη συμφωνία διακανονισμού και δεν αντιστοιχούν σε καμία άλλη αντιπαροχή της Niche προς τη Servier. Η ίδια συλλογιστική ισχύει και για τα έξοδα ανάπτυξης του προϊόντος της Niche.

160. Επομένως, τα εν λόγω έξοδα ανάπτυξης του προϊόντος και αποζημίωσης τρίτων σε περίπτωση μη προμήθειας δεν εντάσσονται a priori στα έξοδα των οποίων η επιστροφή από τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη στο πλαίσιο συμφωνίας φιλικού διακανονισμού όπως η επίμαχη εν προκειμένω (75).

161. Τέλος, το επιχείρημα της Servier ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να αξιολογήσει αν το καταβληθέν ποσό αντιστοιχούσε σε άνω των 10 ετών πωλήσεις και σε άνω των 20 ετών μικτό περιθώριο κέρδους, πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο που εκτέθηκε στη σκέψη 129 των παρουσών προτάσεων. Ομοίως, το επιχείρημα ότι η Niche αποδέχθηκε την πληρωμή λόγω των δυσχερειών που αντιμετώπιζε δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Το γεγονός ότι η σύναψη μιας συμφωνίας αποτελεί ορθολογική και αποδοτική από οικονομικής και εμπορικής απόψεως λύση για τα συμβαλλόμενα μέρη δεν σημαίνει ότι η συμφωνία αυτή εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (76).

162. Συνεπώς, η επιχειρηματολογία της Servier σχετικά με τις συμφωνίες διακανονισμού Niche και Matrix πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί της συμφωνίας διακανονισμού Teva

163. Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 36 έως 38 των παρουσών προτάσεων, κατά τη συμφωνία διακανονισμού Teva, η Teva όφειλε να μην αμφισβητήσει τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Servier ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου και να μην πωλήσει τη δική της περινδοπρίλη στη χώρα αυτή, έναντι καταβολής 5 εκατομμυρίων GBP από τη Servier. Σε μεταγενέστερο χρόνο, η Servier μπορούσε να επιλέξει είτε να προμηθεύσει γενόσημη περινδοπρίλη στην Teva προκειμένου αυτή να την διανείμει, είτε να της καταβάλει, σε περίπτωση που δεν την προμηθεύσει, κατ’ αποκοπήν αποζημίωση. Η Teva δεν είχε τη δυνατότητα να καταγγείλει τη συμφωνία σε περίπτωση μη προμήθειας. Εν συνεχεία, η Servier έκανε χρήση της εν λόγω δυνατότητας μη προμήθειας και κατέβαλε στην Teva, για ορισμένο χρονικό διάστημα, μηνιαία κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ύψους 500 000 GBP, το τελικό ποσό της οποίας ανήλθε σε 5,5 εκατομμύρια GBP. Επομένως, η Servier κατέβαλε συνολικά 10,5 εκατομμύρια GBP στην Teva στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού Teva.

164. Στις σκέψεις 646 έως 698 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα επιχειρήματα της Servier με τα οποία αμφισβητείτο ο περιοριστικός του ανταγωνισμού χαρακτήρας της συμφωνίας διακανονισμού Teva δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά.

165. Ήδη, η Servier ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε τους σκοπούς και τα αμφίσημα αποτελέσματα της συμφωνίας αυτής (i) και εσφαλμένως διαπίστωσε ότι οι πληρωμές που πραγματοποίησε η Servier προς την Teva συνιστούσαν αντίστροφες πληρωμές (ii).

i)      Επί των σκοπών και των προβαλλόμενων «μικτών» αποτελεσμάτων της συμφωνίας διακανονισμού με την Teva

166. Η Servier ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε τον κύριο σκοπό της συμφωνίας διακανονισμού Teva, ο οποίος ήταν η σύναψη συμφωνίας προμήθειας που παρείχε στη μεν Teva τη δυνατότητα να εισέλθει στην αγορά με την πρώτη γενιά γενοσήμων και ένα πιο ελκυστικό από εμπορική άποψη προϊόν, στη δε Servier να συνεργαστεί με έναν διανομέα πρώτης γραμμής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ως εκ τούτου, οι ρήτρες της συμφωνίας διακανονισμού δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθούν επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό.

167. Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η Servier επιχειρεί με την επιχειρηματολογία της να «κατατμήσει» τις διάφορες ρήτρες της συμφωνίας διακανονισμού Teva προκειμένου να τις παρουσιάσει, έκαστη μεμονωμένα, ως ουδέτερες από την άποψη του ανταγωνισμού. Παρά ταύτα, η Servier δεν προβάλλει κανένα στοιχείο που να μπορεί να κλονίσει τις διαπιστώσεις διά των οποίων το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία αυτή, εξεταζόμενη στο σύνολό της, είχε όντως ως αντικείμενο να εξασφαλίσει την δέσμευση περί μη ανταγωνισμού εκ μέρους της Teva προς όφελος της Servier έναντι πληρωμής, ενώ παρότι το ενδεχόμενο προμήθειας περινδοπρίλης στην Teva από τη Servier δεν ήταν απλώς υποθετικό, εντούτοις δεν ήταν και ικανό να προκαλέσει θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα.

168. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα στοιχεία που προβάλλει η Servier στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής δίκης, εφόσον είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι πλήττουν τον εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και ότι δεν αποσκοπούν απλώς και μόνο σε νέα εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών, δεν καταδεικνύουν ότι οι διαπιστώσεις αυτές του Γενικού Δικαστηρίου είναι εσφαλμένες.

–       Επί των προβαλλόμενων «μικτών» ή «θετικών για τον ανταγωνισμό» αποτελεσμάτων

169. Στις σκέψεις 667 έως 671 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα φερόμενα δυνητικά αποτελέσματα της συμφωνίας διακανονισμού Teva δεν ήταν δυνατόν να χαρακτηριστούν ως μη περιοριστικά του ανταγωνισμού, ή ακόμη και ως θετικά για τον ανταγωνισμό. Συναφώς, η Servier είχε υποστηρίξει ότι η μελλοντική απόφαση του ΕΓΔΕ σχετικά με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ήταν εκ των πραγμάτων άγνωστη στα μέρη. Η δε συμφωνία διακανονισμού Teva είχε θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, καθιστώντας δυνατή την είσοδο της Teva στην αγορά, όποια και αν ήταν η έκβαση της αποφάσεως αυτής. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ανεξαρτήτως του ποια θα ήταν η κατεύθυνση της μεταγενέστερης αποφάσεως του ΕΓΔΕ, η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας, καμία από τις επιλογές που προβλέπονταν στη συμφωνία διακανονισμού Teva δεν μπορούσε να οδηγήσει σε κατάσταση δυνάμενη να χαρακτηριστεί «θετική για τον ανταγωνισμό». Συγκεκριμένα, η συμφωνία αυτή θα εξακολουθούσε να εμποδίζει την Teva να εισέλθει στην αγορά με το προϊόν της ή με το προϊόν ενός τρίτου, τυχόν δε είσοδος της Teva με το προϊόν που θα προμηθευόταν από τη Servier δεν θα δημιουργούσε κατάσταση ανταγωνισμού μεταξύ Teva και Servier.

170. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, η εκτίμηση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι εσφαλμένη. Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει ότι η ελεγχόμενη είσοδος μιας εταιρίας παραγωγής γενοσήμων στην αγορά με περιορισμένη ποσότητα προϊόντων, η οποία είναι αποτέλεσμα συνεννόησης με τον παρασκευαστή του πρωτότυπου φαρμάκου στο πλαίσιο συμφωνίας που εμποδίζει την ανεξάρτητη είσοδο της εταιρίας αυτής στην αγορά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως θετική για τον ανταγωνισμό (77). Σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται η Servier, εάν, σε μια τέτοια περίπτωση, οι ποσότητες των προϊόντων με τις οποίες προμηθεύει ο παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων την εταιρία παραγωγής γενοσήμων είναι περιορισμένες (όπως συνέβη εν προκειμένω (78)), η εταιρία αυτή δεν έχει κανένα συμφέρον να ασκήσει ανταγωνισμό μέσω των τιμών (79).

171. Επιπλέον, όπως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο, τα συμβαλλόμενα μέρη μιας συμφωνίας όπως η επίμαχη εν προκειμένω δεν μπορούν να επικαλεστούν ενδεχόμενες μελλοντικές εξελίξεις σε σχέση με το δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, οι οποίες ήταν άγνωστες κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας, προκειμένου να εξαρτήσουν από αυτές την κρίση σχετικά με τον βλαπτικό από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού χαρακτήρα της συμφωνίας αυτής (80). Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 139 έως 141 των παρουσών προτάσεων, σημασία έχει να εξακριβωθεί αν, διά της συνάψεως της συμφωνίας αυτής, τα μέρη υποκατέστησαν τους κινδύνους του ανταγωνισμού με πρακτική μεταξύ τους συνεργασία, ενώ δεν είναι καθοριστικό το αν η κατάσταση σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας θα ήταν αναγκαίως διαφορετική στην περίπτωση που δεν υπήρχε η εν λόγω συμφωνία (81).

–       Επί της προβαλλόμενου μη επιβλαβούς χαρακτήρα των ρητρών της συμφωνίας διακανονισμού Teva

172. Όσον αφορά τη ρήτρα μη αμφισβήτησης, της οποίας τον βλαπτικό χαρακτήρα αμφισβητεί η Servier, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 646 έως 653 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι η ρήτρα αυτή δεν εμπόδιζε την Teva να συνεχίσει τη διαδικασία ενώπιον του ΕΓΔΕ δεν ήρε τον περιοριστικό χαρακτήρα της. Η διαπίστωση αυτή είναι ορθή διότι η εν λόγω ρήτρα εμπόδιζε την Teva να προβάλει ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου ότι το σκεύασμά της δεν προσέβαλλε διπλώματα ευρεσιτεχνίας, καθώς και να επικαλεστεί ενώπιον των δικαστηρίων αυτών, παρεμπιπτόντως, την ακυρότητα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Servier. Επιπλέον, για τον λόγο που επισημάνθηκε στο προηγούμενο σημείο, ενδεχόμενες μελλοντικές εξελίξεις σε σχέση με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, όπως, εν προκειμένω, οι εξελίξεις που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του ΕΓΔΕ, δεν είναι καθοριστικές για την ανάλυση μιας συμφωνίας που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

173. Όσον αφορά τις ρήτρες αποκλειστικής προμήθειας και μη εμπορίας, των οποίων τον βλαπτικό χαρακτήρα επίσης αμφισβητεί η Servier, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα, στις σκέψεις 654 έως 666 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ρήτρες αυτές ορθώς εκτιμήθηκαν από την Επιτροπή ως μία και ενιαία υποχρέωση μη ανταγωνισμού. Σύμφωνα με τις εν λόγω ρήτρες, η Servier μπορούσε να επιλέξει κατ’ απόλυτη ευχέρεια είτε να προμηθεύσει την Teva με περινδοπρίλη είτε να της καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σε περίπτωση μη προμήθειας. Λόγω της υποχρέωσης αποκλειστικής προμήθειας, η Teva δεν μπορούσε να προμηθευτεί περινδοπρίλη από άλλους προμηθευτές ακόμη και σε περίπτωση που η Servier δεν την προμήθευε.

174. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, οι ρυθμίσεις αυτές είχαν ως συνέπεια να κρατάει η Servier «το κλειδί που θα άνοιγε την πύλη εισόδου στην αγορά για την Teva». Ωστόσο, ήταν προφανές ότι η Servier δεν είχε καμία πρόθεση να προβεί στην ενέργεια αυτή και ότι θα παρείχε το προϊόν της για διανομή στην Teva μόνον εάν ένας τρίτος κατόρθωνε να ανοίξει την πύλη αυτή και να εισέλθει στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, η Servier ήθελε να διασφαλίσει τα μερίδιά της στην αγορά μέσω της διανομής του δικού της γενόσημου σκευάσματος από τη «φιλική» εταιρία γενοσήμων Teva (82).

175. Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Servier, το Γενικό Δικαστήριο δεν έσφαλε αποφαινόμενο, στη σκέψη 666 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι η συμφωνία διακανονισμού Teva αφορούσε μόνον την περινδοπρίλη από ερβουμίνη δεν ήρε τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της συμφωνίας αυτής. Το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι, ακόμη και αν η Teva μπορούσε να εισέλθει στην αγορά με περινδοπρίλη βασισμένη σε άλλο άλας από αυτό με την ερβουμίνη κατά το χρονικό διάστημα που κάλυπτε η συμφωνία, εντούτοις η εν λόγω συμφωνία την εμπόδιζε να ανταγωνιστεί τη Servier με περινδοπρίλη από ερβουμίνη και περιόριζε από την άποψη αυτή τον ανταγωνισμό. Το δε προϊόν που η Teva σχεδίαζε να διαθέσει στο εμπόριο κατά τον χρόνο συνάψεως της εν λόγω συμφωνίας ήταν ακριβώς η περινδοπρίλη από ερβουμίνη, ενώ ανέπτυξε άλλο άλας σε μεταγενέστερο χρόνο.

ii)    Επί των πληρωμών

176. Όσον αφορά τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού Teva, η Servier υποστηρίζει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κατά τον χαρακτηρισμό της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως που κατέβαλε στην Teva.

177. Στις σκέψεις 684 έως 686 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που κατέβαλε η Servier στην Teva λόγω μη προμήθειας, το συνολικό ποσό της οποίας ανήλθε σε 5,5 εκατομμύρια GBP, αποτελούσε πληρωμή που αποδέχθηκε η Teva σε αντάλλαγμα για τη δέσμευσή της να μην ανταγωνιστεί τη Servier. Η πληρωμή αυτή αποτελούσε την αντιπαροχή για τη μη είσοδο της Teva στην αγορά, όπως προβλεπόταν από τις ρήτρες αποκλειστικής προμήθειας και μη καταγγελίας.

178. Η Servier, ωστόσο, δεν προβάλλει κανένα στοιχείο ικανό να ανατρέψει τις εκτιμήσεις αυτές, δεδομένου ότι δεν επικαλείται καμία άλλη αντιπαροχή την οποία να έλαβε από την Teva ως αντάλλαγμα για την πληρωμή αυτή. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η πληρωμή αυτή εξηγείτο αποκλειστικά από το εμπορικό συμφέρον των συμβαλλομένων στη συμφωνία μερών να μην διεξαγάγουν ελεύθερο ανταγωνισμό. Το γεγονός ότι η εν λόγω πληρωμή έλαβε τη μορφή αποζημιώσεως λόγω μη προμήθειας καταβλητέας μόνον σε περίπτωση μη προμήθειας δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

179. Αφετέρου, η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως χαρακτήρισε ως αντίστροφη πληρωμή την αρχική πληρωμή των 5 εκατομμυρίων GBP που πραγματοποίησε η Servier προς την Teva. Σκοπός της πληρωμής αυτής ήταν η συμβολή στις δαπάνες που συνεπαγόταν η εκ μέρους της Teva καταγγελία των συμφωνιών της με έναν προμηθευτή ΔΦΟ και ένα προμηθευτή τελικών σκευασμάτων, στις δαπάνες για την καταστροφή των υφιστάμενων αποθεμάτων του προϊόντος της Teva και στα δικαστικά έξοδα. Επιπλέον, κατά τη Servier, το ποσό αυτό δικαιολογείτο από το γεγονός ότι αποφεύχθηκε η διαφορά και διασφαλίστηκε η συμφωνία προμήθειας με την Teva.

180. Η επιχειρηματολογία αυτή είναι αλυσιτελής.

181. Συγκεκριμένα, δεν είναι αναγκαίο να κριθεί αν η πληρωμή από τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων ποσού το οποίο αντιστοιχεί στις δαπάνες καταστροφής του προϊόντος της και αποζημίωσης τρίτων από την εταιρία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη στο πλαίσιο συμφωνίας όπως η επίμαχη εν προκειμένω. Για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 156 έως 160 των παρουσών προτάσεων, τούτο είναι ήδη αμφίβολο αφ’ εαυτού. Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1599 της επίδικης αποφάσεως, περί της οποίας γίνεται λόγος στις σκέψεις 680 και 689 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα εν λόγω έξοδα δεν αντιστοιχούν σε οποιαδήποτε εμπορική αξία έλαβε η Servier από την Teva.

182. Πάντως, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 687 έως 698 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν πάση περιπτώσει, η Teva δεν είχε κοινοποιήσει κανένα αριθμητικό στοιχείο σχετικά με τις δαπάνες που φέρεται ότι αντισταθμίστηκαν με την καταβολή του αρχικού ποσού των 5 εκατομμυρίων GBP από τη Servier προς την Teva. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και αν λαμβανόταν υπόψη η εκτίμηση της Επιτροπής για τις δαπάνες οι οποίες, κατά την Teva, μπορούσαν να εμπίπτουν στις δαπάνες που η Servier όφειλε να αντισταθμίσει δυνάμει της συμφωνίας διακανονισμού, μεταξύ των οποίων και η αξία του προς καταστροφή αποθέματος, οι εν λόγω δαπάνες θα αντιστοιχούσαν συνολικά σε λιγότερο από 40 % του αρχικώς καταβληθέντος ποσού.

183. Ωστόσο, η Servier δεν προσκόμισε, ούτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου, κανένα στοιχείο ικανό να θέσει εν αμφιβόλω τις διαπιστώσεις αυτές ή, κατά μείζονα λόγο, να δικαιολογήσει το αρχικώς καταβληθέν στην Teva ποσό.

184. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι αιτιάσεις με τις οποίες η Servier βάλλει κατά του χαρακτηρισμού της συμφωνίας διακανονισμού Teva ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου πρέπει να απορριφθούν.

3)      Επί της συμφωνίας διακανονισμού Lupin

185. Κατά τη Servier, το Γενικό Δικαστήριο επίσης έσφαλε χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία διακανονισμού Lupin ως περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πληρωμή που πραγματοποίησε η Servier προς τη Lupin δεν μπορούσε να εξηγηθεί από άλλη αιτία πλην της βούλησης των μερών να μην ανταγωνιστούν μεταξύ τους (i). Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι οι όροι της συμφωνίας διακανονισμού Lupin ήταν επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό και δεν ερμήνευσε ορθώς το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας (ii).

i)      Επί της πληρωμής

186. Από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που δεν αμφισβητούνται καθώς και από την επίδικη απόφαση προκύπτει ότι η Servier και η Lupin συνήψαν την ίδια ημέρα, υπό τη μορφή μίας ενιαίας συμφωνίας, δύο συμφωνίες. Η πρώτη ήταν συμφωνία φιλικού διακανονισμού η οποία περιελάμβανε ρήτρες περί μη εμπορίας γενόσημης περινδοπρίλης και περί μη αμφισβήτησης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Servier εκ μέρους της Lupin· η δεύτερη ήταν συμφωνία μεταβίβασης τεχνολογίας δυνάμει της οποίας η Servier αγόρασε από τη Lupin τρεις αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που είχε καταθέσει η Lupin. Στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής συμφωνίας, η Servier κατέβαλε στη Lupin 40 εκατομμύρια ευρώ (83).

187. Στις σκέψεις 805 έως 828 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή και εμπεριστατωμένη ανάλυση της δυνητικής οικονομικής αξίας των εν λόγω αιτήσεων χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας υπό το πρίσμα του συνόλου των σχετικών επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από τους διαδίκους. Κατόπιν της αναλύσεως αυτής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατόν να προσδιορίσει οποιαδήποτε οικονομική αξία για τις εν λόγω αιτήσεις.

188. Συγκεκριμένα το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η Lupin δεν είχε μεταβιβάσει διπλώματα ευρεσιτεχνίας, αλλά απλώς και μόνον αιτήσεις χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ενώ δεν είχε παράσχει καμία εγγύηση ότι θα χορηγείτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ότι αυτό θα ήταν έγκυρο ή ότι τα προϊόντα ή μέθοδοι που αφορούσαν οι εν λόγω αιτήσεις δεν προσέβαλλαν άλλα διπλώματα ευρεσιτεχνίας (σκέψεις 805 και 818)· ότι το καταβληθέν ποσό ήταν υψηλότερο από τις επενδύσεις που είχε πραγματοποιήσει άλλη παρεμφερής εταιρία παραγωγής γενοσήμων προκειμένου να αναπτύξει τη δική της περινδοπρίλη (σκέψη 817)· ότι η Servier δεν είχε προσκομίσει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η απόκτηση των αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lupin έναντι ποσού 40 εκατομμυρίων ευρώ μπορούσε ευλόγως να θεωρηθεί αποδοτική επένδυση ή, τουλάχιστον, ικανή να της προσπορίσει έσοδα δυνάμενα να αντισταθμίσουν το υψηλό κόστος τους (σκέψη 820)· ότι η παραπομπή εκ μέρους της Servier σε άλλες συναλλαγές, παρεμφερείς με τη συναφθείσα με τη Lupin συμφωνία μεταβίβασης, δεν ασκούσε επιρροή, μεταξύ άλλων, διότι η ίδια η Servier ήταν συμβαλλόμενη στις εν λόγω συναλλαγές, εκ των οποίων ορισμένες είχαν, επιπλέον, χαρακτηρισθεί ως παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού από την Επιτροπή (σκέψη 821), και ότι η προσκομισθείσα από τη Servier γνωμοδότηση ενός συμβούλου διανοητικής ιδιοκτησίας είχε υπερβολικά γενική διατύπωση και περιορισμένη αποδεικτική αξία (σκέψη 822).

189. Κατόπιν αυτών, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 827 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μοναδική αντιπαροχή για την οποία μπορούσε να εξηγηθεί η μεταβίβαση αξίας 40 εκατομμυρίων ευρώ στην οποία προέβη η Servier προς τη Lupin βάσει της συμφωνίας μεταβίβασης ήταν η δέσμευση περί μη ανταγωνισμού που ανέλαβε η Lupin βάσει της αυθημερόν συναφθείσας συμφωνίας διακανονισμού.

190. Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Servier δεν προβάλλει κανένα στοιχείο από το οποίο να καταδεικνύεται ότι το συμπέρασμα αυτό είναι εσφαλμένο.

191. Αφενός, η Servier ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει την πληρωμή των 40 εκατομμυρίων ευρώ ως αντίστροφη πληρωμή, διότι η Servier απέδειξε το ενδιαφέρον της για τις αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ενώ επικαλέστηκε παραδείγματα άλλων συναλλαγών με παρόμοιους όρους και τη γνωμοδότηση ενός ειδικού.

192. Ωστόσο, με τα επιχειρήματα αυτά, η Servier απλώς και μόνον επαναλαμβάνει την προβληθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη επιχειρηματολογία της, χωρίς να τεκμηριώνει σε τι συνίστανται οι πλημμέλειες στις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, πράγμα απαράδεκτο κατ’ αναίρεση. Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο σε ουδεμία πλημμέλεια υπέπεσε κρίνοντας, στις σκέψεις 821 έως 823 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από τα προσκομισθέντα εκ μέρους της Servier στοιχεία δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί αντικειμενικά οποιαδήποτε οικονομική αξία των αιτήσεων χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που εξαγόρασε η Servier από τη Lupin έναντι ποσού 40 εκατομμυρίων ευρώ.

193. Αφετέρου, η αιτίαση της Servier κατά της παραδοχής του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 816 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ποσό αυτό υπερέβαινε τα κέρδη τα οποία μπορούσε να προσδοκά η Lupin από την αυτόνομη είσοδό της στην αγορά κατά τα δύο έως τρία πρώτα έτη εμπορίας, προβάλλεται αλυσιτελώς. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν στήριξε στην παραδοχή αυτή την κρίση του ότι δεν αποδείχθηκε η οικονομική αξία των μεταβιβασθεισών αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, αλλά στο σύνολο των στοιχείων περί των οποίων έγινε λόγος στο σημείο 188 των παρουσών προτάσεων. Η σύγκριση με τα προσδοκώμενα κέρδη της Lupin ήταν απλώς και μόνον ένα επιπλέον στοιχείο για την τεκμηρίωση του μεγάλου ύψους του ποσού που κατέβαλε η Servier προς αυτήν.

194. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, μεταξύ άλλων στη σκέψη 827 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πληρωμή που πραγματοποίησε η Servier προς τη Lupin συνιστούσε παροχή κινήτρου για τη μη άσκηση ανταγωνισμού, δεδομένου ότι από τα εξετασθέντα στοιχεία προέκυπτε ότι η πληρωμή αυτή δεν μπορούσε να εξηγηθεί από την οικονομική αξία των αιτήσεων χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που μεταβιβάστηκαν από τη Lupin στη Servier.

195. Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο χρησιμοποίησε τις έννοιες της πραγματοποιούμενης (ή όχι) υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς συναλλαγής και της εν είδει παροχής κινήτρου πληρωμής, αντί της ορολογίας που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στην απόφαση Generics (UK) κ.λπ. («καθαρό υπόλοιπο» των εκατέρωθεν μεταβιβάσεων αξιών), ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο προέβη στην ίδια εξέταση με εκείνη που διενήργησε το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση. Η εξέταση αυτή συνίσταται στο να προσδιοριστεί αν η μεταβίβαση αξίας από τη Servier προς τη Lupin εξηγείται από άλλον λόγο πλην του συμφέροντος των μερών αυτών να μη διεξαγάγουν ανταγωνισμό (84). Συνεπώς, η προσπάθεια αναζήτησης διαφορών, ως προς την ουσία της εν λόγω εξετάσεως, μεταξύ της αποφάσεως Generics (UK) κ.λπ. και της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με βάση την ελαφρά αυτή διαφορά στην ορολογία, θα ισοδυναμούσε με επίδειξη υπερβολικής τυπολατρίας και με παιχνίδι λέξεων.

196. Στην προκειμένη περίπτωση, από τη σκέψη 806 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η έννοια της «πραγματοποιούμενης υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς συναλλαγής» παρέσχε στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να προσδιορίσει, μέσω της εξετάσεως των στοιχείων που συνοψίσθηκαν στο σημείο 188 των παρουσών προτάσεων, αν η μεταβίβαση αξίας από τη Servier προς τη Lupin ήταν αντίστοιχη της όποιας οικονομικής αξίας των μεταβιβασθεισών αιτήσεων χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Τούτο δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή είναι πάντοτε υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί την έννοια αυτή κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσον μια μεταβίβαση αξίας έχει ως αντάλλαγμα κάποια άλλη αντιπαροχή πλην της δεσμεύσεως μη ανταγωνισμού.

197. Βεβαίως, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 134 των παρουσών προτάσεων, στις αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. και Lundbeck κατά Επιτροπής το Δικαστήριο επισήμανε ότι για την εκτίμηση των μεταβιβάσεων αξιών που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει συμφωνίας φιλικού διακανονισμού, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των μεταβιβάσεων αξιών που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των μερών, ανεξαρτήτως του αν αυτές ήταν χρηματικές ή όχι. Κατά το Δικαστήριο, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να προσδιοριστεί εάν το καθαρό όφελος από τις μεταβιβάσεις αξίας εκ μέρους του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων προς την εταιρία παραγωγής γενοσήμων μπορεί να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη τυχόν αντιπαροχών εκ μέρους της εταιρίας αυτής (85).

198. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν προσδιόρισε αριθμητικώς το καθαρό υπόλοιπο της μεταβιβάσεως αξίας που πραγματοποίησε η Servier προς τη Lupin, κατόπιν αφαιρέσεως της υποτιθέμενης αξίας των αιτήσεων χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που μεταβιβάσθηκαν από τη Lupin στη Servier σε αντάλλαγμα για την εν λόγω μεταβίβαση αξίας.

199. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο, τα οποία συνοψίζονται στο σημείο 188 των παρουσών προτάσεων και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από τη Servier, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Servier δεν απέδειξε καμία οικονομική αξία των αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που εξαγόρασε από τη Lupin η οποία να μπορούσε να αφαιρεθεί από τα 40 εκατομμύρια ευρώ που η Servier κατέβαλε στη Lupin για την αιτία αυτή.

200. Πάντως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τέτοιες αιτήσεις χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αναγκαίως έχουν οικονομική αξία, η οποία πρέπει να αφαιρεθεί από το ποσό που κατέβαλε η Servier στη Lupin, και η οποία αντιστοιχεί τουλάχιστον στις επενδύσεις που πραγματοποίησε η Lupin για την ανάπτυξη της καλυπτόμενης από τις αιτήσεις αυτές τεχνολογίας, πρέπει εντούτοις να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 817 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ποσό των 40 εκατομμυρίων ευρώ που καταβλήθηκε στη Lupin ήταν υψηλότερο από τις επενδύσεις που πραγματοποίησε άλλη παρεμφερής εταιρία παραγωγής γενοσήμων προκειμένου να αναπτύξει τη δική της περινδοπρίλη.

201. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο μνημονεύει την αιτιολογική σκέψη 1962 της επίδικης αποφάσεως, στην οποία γίνεται αναφορά περί του κόστους ανάπτυξης της περινδοπρίλης της Krka, το οποίο ανερχόταν σε 1 έως 4 εκατομμύρια ευρώ περίπου. Συνεπώς, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό αυτό από το ποσό που κατέβαλε η Servier στη Lupin, πράγμα που, κατ’ ουσίαν, συμπίπτει με τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 817 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το καθαρό υπόλοιπο της εν λόγω μεταβίβασης θα ανερχόταν και πάλι τουλάχιστον σε 36 εκατομμύρια ευρώ, η καταβολή των οποίων δεν έχει άλλη εξήγηση από την εξαγορά της ανταγωνιστικής απειλής που αποτελούσε η Lupin για τη Servier.

202. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, στις σκέψεις 59 έως 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, γίνεται μνεία περί συμφωνιών απόκτησης τεχνολογίας οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την αγορά μιας αιτήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας και της αντίστοιχης τεχνογνωσίας από τη Servier έναντι ποσού περίπου 13 εκατομμυρίων ευρώ. Συγκεκριμένα, ελλείψει οποιωνδήποτε ενδείξεων σχετικά με την αξία των αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που αφορά η συμφωνία διακανονισμού Lupin, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτές είχαν κατ’ ανάγκην αξία αντίστοιχης τάξης μεγέθους. Ομοίως, το ποσό των 50 εκατομμυρίων δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών (USD), περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφορά απλώς και μόνον ένα πρωτόκολλο συμφωνίας απόκτησης τεχνολογίας, η οποία, εν τέλει, ουδέποτε συνήφθη, οπότε δεν μπορεί να χρησιμεύσει γενικώς ως ένδειξη για την εκτίμηση της αξίας των αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που συνοψίστηκαν στο σημείο 188 των παρουσών προτάσεων και των αρχών που διέπουν το βάρος αποδείξεως (86), το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, χωρίς να υποπέσει συναφώς σε σφάλμα, ότι δεν αποδεικνυόταν ότι το καθαρό υπόλοιπο του χρηματικού ποσού που μεταβιβάστηκε από τη Servier στη Lupin, ακόμη και με αφαίρεση της υποτιθέμενης αξίας του κόστους ανάπτυξης της καλυπτόμενης από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lupin τεχνολογίας, δικαιολογείτο από άλλες αντιπαροχές εκ μέρους της Lupin πλην της δεσμεύσεώς της να μην ασκήσει ανταγωνισμό.

203. Επομένως, η αιτίαση με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμηση της πληρωμής στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού Lupin πρέπει να απορριφθεί.

ii)    Επί των ρητρών της συμφωνίας διακανονισμού Lupin

204. Κατά πρώτον, η Servier ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει ως αντίθετη προς τον ανταγωνισμό τη ρήτρα της συμφωνίας διακανονισμού Lupin που προέβλεπε τη μη αμφισβήτηση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Servier εκ μέρους της Lupin, δεδομένου ότι η ρήτρα αυτή δεν εμπόδιζε τη συνέχιση της διαδικασίας αμφισβήτησης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ενώπιον του ΕΓΔΕ από άλλους ανακόπτοντες. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή είναι mutatis mutandis απορριπτέα, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εκτέθηκαν στα σημεία 171 και 172 των παρουσών προτάσεων.

205. Δεύτερον, η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο επίσης δεν μπορούσε να κρίνει ότι η ρήτρα περί μη εμπορίας των προϊόντων της Lupin ήταν αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι η ρήτρα αυτή, όπως το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, καθιστούσε δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την πρόωρη είσοδο της Lupin στην αγορά.

206. Με την επιχειρηματολογία αυτή, η Servier επιχειρεί να αμφισβητήσει την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως όσον αφορά την εκ μέρους αυτού ερμηνεία των ρητρών της συμφωνίας διακανονισμού με τη Lupin (87). Ωστόσο, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία πλήττει τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

207. Με τους ισχυρισμούς της, η Servier φαίνεται ότι επιδιώκει να καταδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα με το να μην αναγνωρίσει ότι τα αποδεδειγμένα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των ρητρών της συμφωνίας διακανονισμού με τη Lupin, τα οποία το ίδιο διαπίστωσε, έθεταν εν αμφιβόλω τον χαρακτηρισμό της εν λόγω συμφωνίας ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

208. Ωστόσο, στις σκέψεις 830 έως 857 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατόπιν ενδελεχούς αναλύσεως των ρητρών της συμφωνίας διακανονισμού Lupin, ότι, ακόμη και αν η εν λόγω συμφωνία ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι παρείχε στη Lupin τη δυνατότητα να εισέλθει στην αγορά, με τα δικά της προϊόντα, προώρως σε σχέση με την προβλεπόμενη διάρκεια ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, ο υποθετικός χαρακτήρας των γεγονότων που θα μπορούσαν να καταστήσουν δυνατή μια τέτοια πρόωρη είσοδο απέκλειε το συμπέρασμα περί εξουδετέρωσης του περιοριστικού αποτελέσματος της ρήτρας μη εμπορίας (σκέψεις 849 έως 851 και 856). Η πρόωρη είσοδος της Lupin στην αγορά (ακόμη αν γινόταν δεκτό ότι επιτρεπόταν υπό ορισμένες συνθήκες από τη συμφωνία) εξαρτάτο, εν πάση περιπτώσει, από τη θέση σε κυκλοφορία στην αγορά γενόσημου προϊόντος εκ μέρους τρίτου, ήτοι από μια εξωτερική ως προς τα συμβαλλόμενα μέρη και συγχρόνως αβέβαιη περίσταση (σημείο 857). Η Servier δεν αμφισβητεί τα πραγματικά στοιχεία επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο στήριξε τις διαπιστώσεις αυτές, και από τα οποία δεν προκύπτει καμία παραμόρφωση.

209. Η αιτίαση της Servier με την οποία προβάλλεται υποτιθέμενη παραμόρφωση της αλληλογραφίας μεταξύ Servier και Lupin σχετικά με το ζήτημα της εισόδου της Sandoz στην αγορά (σκέψεις 852 έως 854 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) πρέπει να απορριφθεί. Από την επισκόπηση του αποσπάσματος της αλληλογραφίας αυτής που παρατίθεται στη σκέψη 853 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού διαπιστώνοντας ότι αποδείκνυε τις αμφιβολίες της Lupin ως προς τη δυνατότητά της να εισέλθει προώρως στη γαλλική αγορά χωρίς να παραβιάσει την επίμαχη συμφωνία. Επιπλέον, από τη συνοπτική περιγραφή που εκτέθηκε στο προηγούμενο σημείο προκύπτει ότι εν λόγω αιτίαση προβάλλεται αλυσιτελώς. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι ρήτρες της συμφωνίας επέτρεπαν την πρόωρη είσοδο, οι περιστάσεις που καθιστούσαν δυνατή μια τέτοια είσοδο ήταν υποθετικές και ανεξάρτητες της βουλήσεως των μερών.

210. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλημμέλεια διαπιστώνοντας ότι η ρήτρα μη εμπορίας δεν ήταν ικανή να θέσει εν αμφιβόλω τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας διακανονισμού Lupin ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 126 των παρουσών προτάσεων, απλώς και μόνον η ύπαρξη αποδεδειγμένων θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων ικανών να δημιουργήσουν εύλογες αμφιβολίες ως προς τον αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα μιας συμφωνίας δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τον εν λόγω χαρακτηρισμό. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 857 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που εκτέθηκαν συνοπτικώς στο σημείο 208 των παρουσών προτάσεων, ότι η πρόωρη είσοδος της Lupin στην αγορά (εάν γινόταν δεκτό ότι επιτρεπόταν βάσει των ρητρών της συμφωνίας) δεν ήταν αποτέλεσμα σαφούς επιλογής των μερών, αλλά υποθετικών και αβέβαιων περιστάσεων. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι τα μέρη δεν μπορούσαν να την επικαλεστούν προκειμένου να αποδείξουν ότι η συμφωνία δεν περιόριζε τον ανταγωνισμό.

211. Το επιχείρημα της Servier ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να αναλύσει την πιθανότητα επέλευσης των διαφόρων υποθετικών περιστάσεων δεν μπορεί να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή. Όπως επισημάνθηκε στα σημεία 139 έως 141 και 171 των παρουσών προτάσεων, κατά την εκτίμηση του περιοριστικού του ανταγωνισμού χαρακτήρα μιας συμφωνίας όπως η συμφωνία διακανονισμού Lupin, η Επιτροπή δεν οφείλει να αναλύσει τις πιθανές μελλοντικές εξελίξεις στα ζητήματα δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

212. Κατά τρίτον, η Servier δεν επικαλείται βασίμως ούτε τον φερόμενο θετικό για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της δεσμεύσεώς της να προμηθεύει προϊόντα στη Lupin, ούτε τον φερόμενο θετικό για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των αδειών εκμετάλλευσης των λοιπών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της που, όπως ισχυρίζεται, παραχωρήθηκαν δωρεάν στη Lupin, προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κατά τον χαρακτηρισμό των ρητρών της συμφωνίας διακανονισμού Lupin. Στο πλαίσιο της παρούσας κατ’ αναίρεση δίκης, η Servier περιορίζεται στην αμφισβήτηση των σχετικών συμπερασμάτων του Γενικού Δικαστηρίου, τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 858 έως 863 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να προβάλλει στοιχεία ικανά να κλονίσουν την ορθότητά τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Servier αβασίμως αμφισβητεί το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι τόσο η δυνατότητα προμήθειας, όσο και η δυνατότητα εξασφάλισης αδειών εκμετάλλευσης άλλων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι προβλεπόταν από τις ρήτρες της συμφωνίας), εξηρτώντο από υποθετικές μελλοντικές περιστάσεις καθώς και από την πρόωρη είσοδο στην αγορά για την οποία έγινε λόγος στο σημείο 208 των παρουσών προτάσεων.

213. Κατά τέταρτον και τελευταίο, δεν μπορεί, κατά μείζονα λόγο, να γίνει δεκτός ούτε ο ισχυρισμός της Servier ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κατά τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας διακανονισμού με τη Lupin. Συγκεκριμένα, δεν ασκεί αποφασιστική επιρροή το ζήτημα αν ορθώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 870 έως 877 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας διακανονισμού με τη Lupin υπερέβαινε το πεδίο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, παραδοχή την οποία αμφισβητεί η Servier. Όπως, κατ’ ουσίαν, διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 878 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ακόμη και γινόταν δεκτό ότι το πεδίο εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας δεν υπερέβαινε εκείνο του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τούτο δεν θα μπορούσε να άρει τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της συμφωνίας αυτής. Πράγματι, καίτοι η μεταξύ ενός κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και ενός φερόμενου ως προσβάλλοντος το δίπλωμα αυτό επιχειρηματία σύναψη συμφωνίας φιλικού διακανονισμού, μη υπερβαίνουσας την εμβέλεια και την εναπομένουσα διάρκεια ισχύος του εν λόγω διπλώματος, συνιστά ασφαλώς έκφραση του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας του κατόχου του διπλώματος που του επιτρέπει, μεταξύ άλλων, να εναντιώνεται σε κάθε προσβολή, εντούτοις το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν παρέχει στον κάτοχό του τη δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (88).

214. Κατά συνέπεια, κανένα από τα επιχειρήματα της Servier με τα οποία αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός της συμφωνίας διακανονισμού Lupin ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

δ)      Συμπέρασμα

215. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της Servier με την οποία αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός των επίμαχων συμφωνιών ως περιορισμών του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

4.      Επί της ημερομηνίας παύσεως της παραβάσεως που συνιστούσε η συμφωνία διακανονισμού Lupin (τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως)

216. Η Servier ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κατά τον προσδιορισμό της ημερομηνίας παύσεως της παραβάσεως που συνιστούσε η συμφωνία διακανονισμού Lupin σε ορισμένα κράτη μέλη.

217. Στην αιτιολογική σκέψη 3136 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο χρόνος παύσεως των παραβάσεων προσδιορίζεται από τον χρόνο κατά τον οποίο οι συμβληθείσες στις επίμαχες συμφωνίες εταιρίες παραγωγής γενοσήμων ήταν σε θέση να υιοθετήσουν ανταγωνιστική συμπεριφορά στις διάφορες σχετικές αγορές.

218. Από την αιτιολογική σκέψη 2127 της επίδικης αποφάσεως και από τον πίνακα που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 3134 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η παράβαση που συνιστούσε η συμφωνία διακανονισμού Lupin όσον αφορά τις αγορές της Ένωσης αποδεικνυόταν για το χρονικό διάστημα από τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας στις 30 Ιανουαρίου 2007 (89) έως τις 6 Μαΐου 2009, ημερομηνία ακύρωσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 από το ΕΓΔΕ. Εντούτοις, η Επιτροπή έκρινε ότι η παράβαση είχε παύσει νωρίτερα σε ορισμένες χώρες, και ειδικότερα, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Servier στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως (90), στη Γαλλία στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, ημερομηνία εισόδου της Sandoz στην αγορά (91).

219. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 410 της επίδικης αποφάσεως, η Sandoz εισήλθε στην αγορά πριν από τις 6 Μαΐου 2009 και σε άλλα κράτη μέλη, ήτοι, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Servier στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως (92), στην Ιρλανδία τον Ιούνιο του 2008, στο Βέλγιο τον Ιούλιο του 2008, στην Ουγγαρία τον Δεκέμβριο του 2008 και στην Τσεχική Δημοκρατία τον Ιανουάριο τον 2009.

220. Για τον λόγο αυτόν, όπως προκύπτει από τη σκέψη 891 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Servier υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή όφειλε να διαπιστώσει ότι η παράβαση που συνιστούσε η συμφωνία διακανονισμού Lupin είχε παύσει και στην Ιρλανδία, στο Βέλγιο, στην Ουγγαρία και στην Τσεχική Δημοκρατία κατά τον χρόνο εισόδου της Sandoz στις αγορές των εν λόγω κρατών μελών. Εντούτοις, η επιχειρηματολογία αυτή απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο.

221. Εν προκειμένω, η Servier υποστηρίζει ότι με την κρίση του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε διάφορες πλημμέλειες. Κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε με τη δική του, αντιφατική συν τοις άλλοις, αιτιολογία τη συλλογιστική της Επιτροπής, χωρίς εντούτοις να εξηγήσει για ποιους λόγους το εν λόγω θεσμικό όργανο ορθώς έλαβε υπόψη ως χρόνο παύσεως της παραβάσεως στη Γαλλία την ημερομηνία εισόδου της Sandoz στην αγορά, ενώ δεν έπραξε το ίδιο και όσον αφορά την Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία.

222. Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 892 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να κριθεί αν η Επιτροπή έσφαλε διαπιστώνοντας ότι η παράβαση συνεχίστηκε και πέραν των ημερομηνιών εισόδου της Sandoz στην αγορά στα εν λόγω κράτη μέλη. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το γενόσημο σκεύασμα της Sandoz δεν περιείχε κανένα από τα κρυσταλλικά άλατα άλφα που προστατεύονταν από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947. Περαιτέρω δέχθηκε ότι, από τον συνδυασμό των άρθρων 1.6 και 4.1, στοιχείο c, της συμφωνίας διακανονισμού Lupin (93), μπορούσε να συναχθεί ότι η συμφωνία αυτή καθιστούσε δυνατή την είσοδο της Lupin στην αγορά με τα δικά της προϊόντα σε περίπτωση που ένα γενόσημο προϊόν εισερχόταν στην αγορά χωρίς να υποβληθεί κατ’ αυτού αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εκ μέρους της Servier.

223. Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε εντούτοις ότι υπήρχε αβεβαιότητα ως προς το αν η συγκεκριμένη ερμηνεία της συμφωνίας ήταν ορθή και ως προς το αν η περιλαμβανόμενη στη συμφωνία ρήτρα μη εμπορίας επέτρεπε στη Lupin να εισέλθει στην αγορά σε περίπτωση εισόδου στην αγορά ενός προϊόντος όπως αυτού της Sandoz. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω της αβεβαιότητας αυτής, η Lupin μπορούσε να ανησυχεί ότι η ρήτρα αυτή εξακολουθούσε να της απαγορεύει να εισέλθει στην αγορά σε μια τέτοια περίπτωση, πολλώ δε μάλλον εφόσον η Servier εξακολουθούσε να μπορεί να υποβάλει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ακόμη και κατά προϊόντος που δεν συνιστούσε προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

224. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, αυτές οι αμφιβολίες της Lupin ως προς τη δυνατότητά της να εισέλθει στην αγορά μετά την είσοδο της Sandoz αποδεικνύονταν, όσον αφορά τη γαλλική αγορά, από την αλληλογραφία μεταξύ Lupin και Servier περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 853 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (94). Από την αλληλογραφία αυτή προέκυπτε ότι η ισχύς της ρήτρας μη εμπορίας, που η Lupin εξακολουθούσε να εφαρμόζει στη γαλλική αγορά, έληξε, το νωρίτερο, στις αρχές Απριλίου 2009.

225. Βάσει αυτών το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά μείζονα λόγο, η Servier δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι Servier και Lupin θεωρούσαν, πριν από τις 6 Μαΐου 2009, ότι η ρήτρα μη εμπορίας δεν ίσχυε πλέον για τις τέσσερις άλλες αγορές στις οποίες είχε εισέλθει η Sandoz. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός ότι η ρήτρα αυτή παρέμεινε, συνεπώς, σε ισχύ, λόγω των αβεβαιοτήτων που δημιουργούσε η ασάφεια της συμφωνίας, αρκούσε για να δύναται η Επιτροπή να διαπιστώσει ότι η σύμπτωση βουλήσεως μεταξύ Servier και Lupin και, επομένως, η παράβαση συνεχίζονταν, παρά την είσοδο της Sandoz στην αγορά των τεσσάρων αυτών χωρών.

226. Ωστόσο, όπως ορθώς υποστηρίζει η Servier, η αιτιολογία κατά την οποία, λόγω της ασάφειας και της αβεβαιότητας ως προς την εφαρμογή της συμφωνίας κατόπιν της εισόδου της Sandoz στις επίμαχες αγορές, μπορούσε να συναχθεί ότι η παράβαση συνεχιζόταν και μετά την είσοδο αυτή, δεν περιλαμβάνεται στην απόφαση της Επιτροπής. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο πράγματι υποκατέστησε την αιτιολογία της Επιτροπής με τη δική του αιτιολογία, όπερ συνιστά νομικό σφάλμα (95).

227. Επιπλέον, όπως επίσης ορθώς επισημαίνει η Servier, η συγκεκριμένη αιτιολογία, για την οποία το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, ιδίως, στην αλληλογραφία μεταξύ Servier και Lupin σχετικά με τη γαλλική αγορά (βλ. σημείο 224 των παρουσών προτάσεων), αντιφάσκει προς την εκτιθέμενη στην αιτιολογική σκέψη 2127 της επίδικης αποφάσεως παραδοχή ότι η παράβαση που συνιστούσε η συμφωνία διακανονισμού με τη Lupin τερματίστηκε στη γαλλική αγορά κατόπιν της εισόδου της Sandoz στην αγορά αυτή (96).

228. Επομένως, όχι μόνον το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως με τη δική του αιτιολογία, αλλά επιπλέον η αιτιολογία αυτή είναι αντιφατική και καθιστά αδύνατη την κατανόηση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή δέχθηκε, στην επίδικη απόφαση, τον χρόνο εισόδου της Sandoz στην αγορά ως χρόνο παύσεως της παραβάσεως στη Γαλλία, όχι όμως και στην Ιρλανδία, στο Βέλγιο, στην Ουγγαρία και στην Τσεχική Δημοκρατία. Συνεπώς, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθότητας των σχετικών εκτιμήσεων, κάτι που προκαλεί επιπλέον έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (97).

229. Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμο και για τον λόγο αυτόν πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 61, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αναιρεθεί εν μέρει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε το αίτημα της Servier να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση καθόσον δέχθηκε ως χρόνο παύσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin για την Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία την 6η Μαΐου 2009.

230. Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του εν λόγω Οργανισμού, το Δικαστήριο μπορεί, στην περίπτωση αυτή, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση. Τούτο συντρέχει εν προκειμένω, δεδομένου ότι από την εξέταση της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι και αυτή ενέχει έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά το για ποιον λόγο η Επιτροπή δέχθηκε την ημερομηνία εισόδου της Sandoz στην αγορά ως χρόνο παύσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin για τη Γαλλία, αλλά όχι και για τις λοιπές τέσσερις χώρες στις οποίες η Sandoz εισήλθε στην αγορά πριν από τις 6 Μαΐου 2009.

231. Εξάλλου, ούτε από την επίδικη απόφαση ούτε από τις εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά την παρούσα αναιρετική διαδικασία, τόσο με τα υπομνήματά της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθίσταται δυνατό να διευκρινιστεί το ζήτημα αυτό.

232. Η Επιτροπή παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 1039 της επίδικης αποφάσεως, κατά την οποία το άρθρο 4.1, στοιχείο c, της συμφωνίας διακανονισμού Lupin έχει την έννοια ότι επιτρεπόταν στη Lupin να εμπορευθεί τη δική της περινδοπρίλη σε μια συγκεκριμένη περιοχή, μεταξύ άλλων, εάν και εφόσον ένας ανεξάρτητος τρίτος πωλούσε περινδοπρίλη και η Servier δεν υπέβαλλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για να τον εμποδίσει.

233. Η Επιτροπή επισημαίνει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους, ότι, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας αυτής, η ρήτρα μη εμπορίας εξακολούθησε να εφαρμόζεται ακόμη και μετά την είσοδο της Sandoz στην αγορά στην Ιρλανδία, στο Βέλγιο, στην Ουγγαρία και στην Τσεχική Δημοκρατία, αλλά όχι στη Γαλλία. Ως προς το τελευταίο, η Επιτροπή παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 2327 της επίδικης αποφάσεως, όπου επισημαίνεται ότι στη Γαλλία η Servier δεν μπορούσε να εμποδίσει την είσοδο της Sandoz με βάση το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, διότι το προϊόν της Sandoz δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσβάλλει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αυτό.

234. Εντούτοις, με βάση το στοιχείο αυτό, και πάλι δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό για ποιους λόγους η Servier θα μπορούσε, στηριζόμενη στο εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, να εμποδίσει την είσοδο της Sandoz στα άλλα τέσσερα επίμαχη κράτη μέλη, αφ’ ης στιγμής το προϊόν με το οποίο θα εισερχόταν η Sandoz στις εν λόγω αγορές ήταν καταφανώς το ίδιο με εκείνο που διατίθετο εμπορικά στη Γαλλία. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επανέλαβε την εξήγηση ότι η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στη Γαλλία η είσοδος της Sandoz άνοιξε την αγορά στον ανταγωνισμό, ενώ αυτό δεν συνέβη στις άλλες χώρες. Όμως, η εξήγηση αυτή δεν τεκμηριώθηκε ούτε στην επίδικη απόφαση, ούτε στα υπομνήματα της Επιτροπής, ούτε και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

235. Επομένως, η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει, ήτοι κατά το μέρος της που ενέχει έλλειψη αιτιολογίας σχετικά τον χρόνο παύσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin όσον αφορά την Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία.

236. Οι συνέπειες της εν λόγω μερικής ακυρώσεως επί του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στη Servier για τη συμφωνία διακανονισμού Lupin προσδιορίζονται στα σημεία 282 επ. τω παρουσών προτάσεων, στο τμήμα που αφορά τα πρόστιμα.

5.      Επί του χαρακτηρισμού αφενός της συμφωνίας διακανονισμού Niche και αφετέρου της συμφωνίας διακανονισμού Matrix ως χωριστών παραβάσεων (έκτος λόγος αναιρέσεως)

237. Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα με το να επικυρώσει, στις σκέψεις 1293 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών που συνήψε η Servier, αφενός, με τις Niche/Unichem και, αφετέρου, με τη Matrix ως χωριστών παραβάσεων. Κατά τη Servier, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να αναγνωρίσει ότι οι συμφωνίες αυτές συνιστούσαν ενιαία παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

238. Από τη νομολογία προκύπτει ότι παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη ενέργεια, αλλά και από σειρά ενεργειών, εφόσον αυτές εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού, και αποβλέπουν στην επίτευξη ενός και του αυτού οικονομικού αποτελέσματος (98). Η προϋπόθεση περί ενιαίου σκοπού συνεπάγεται ότι πρέπει να εξετάζεται εάν υφίστανται στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις επιμέρους ενέργειες που συνθέτουν την παράβαση και από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι οι ενέργειες άλλων εμπλεκομένων στην παράβαση επιχειρήσεων δεν είχαν τον ίδιο σκοπό ή το ίδιο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, δεν εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο» λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό νόθευσης του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά (99).

239. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως προκύπτει από τη μνημονευόμενη στο προηγούμενο σημείο νομολογία, το αν διάφορες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές πρέπει να χαρακτηριστούν ως χωριστές παραβάσεις ή ως μία ενιαία παράβαση αποτελεί ζήτημα που αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των συστατικών στοιχείων της παραβάσεως, τον σεβασμό του οποίου οφείλουν να διασφαλίζουν τα δικαστήρια της Ένωσης (100). Όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1256 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να έχουν, επομένως, τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τον χαρακτηρισμό αυτόν. Τούτο έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στον βαθμό που μια τέτοια αμφισβήτηση ενδέχεται να έχει επίπτωση στην εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που αυτή διαθέτει κατά τον καθορισμό των προστίμων.

240. Ομοίως, όπως εξήγησε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας G. Pitruzzella, το ζήτημα αν ο χαρακτηρισμός πλειόνων συμπεριφορών ως χωριστών παραβάσεων είναι ευνοϊκότερος για τις οικείες επιχειρήσεις από το να χαρακτηριστούν οι συμπεριφορές αυτές ως μία ενιαία παράβαση δεν είναι δυνατόν να κριθεί αφηρημένα, καθόσον η κρίση αυτή εξαρτάται από τις περιστάσεις εκάστης συγκεκριμένης περιπτώσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν δύναται, κατά διακριτική ευχέρεια και για λόγους σκοπιμότητας, να επιλέξει ελεύθερα να χαρακτηρίσει ορισμένες συμπεριφορές ως χωριστές παραβάσεις, αντί για ενιαία παράβαση, ή αντιστρόφως. Η Επιτροπή οφείλει, αντιθέτως, να αποδείξει, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, ότι πληρούνται τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπο (101).

241. Τούτου λεχθέντος, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία που επικαλείται η Servier δεν αποδεικνύεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε επικυρώνοντας τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι συμφωνίες διακανονισμού Niche και Matrix δεν συνιστούσαν ενιαία παράβαση, αλλά δύο χωριστές παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

242. Κατά τη Servier, οι συμφωνίες αυτές, οι οποίες υπογράφηκαν την ίδια ημέρα από τον ίδιο εκπρόσωπο για τη Niche και για τη Matrix και οι οποίες απέβλεπαν στο να εμποδίσουν την είσοδο στην αγορά του προϊόντος που είχαν αναπτύξει από κοινού οι δύο αυτές εταιρίες, επιδίωκαν τον ίδιο σκοπό, ήταν συμπληρωματικές μεταξύ τους και επέβαλλαν συντονισμό της συμπεριφοράς της Niche και της Matrix έναντι της Servier.

243. Στις σκέψεις 1296 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν μεν αναντίρρητο ότι με τις συμφωνίες διακανονισμού Niche και Matrix, η Servier επιδίωκε τον ίδιο σκοπό, ήτοι την οριστική επίλυση της εκκρεμούς ένδικης διαφοράς και την αποφυγή κάθε μελλοντικής αντιδικίας σχετικά με το προϊόν των Niche/Matrix, καθώς και την εξάλειψη του προϊόντος αυτού ως πηγής δυνητικού ανταγωνισμού, μέσω πληρωμής. Πλην όμως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από αυτό και μόνον το γεγονός δεν αποδεικνυόταν και ότι οι Niche και Matrix είχαν κοινό σχέδιο όταν υπέγραψαν τις αντίστοιχες συμφωνίες τους με τη Servier. Όμως, για να μπορούν να χαρακτηρισθούν πλείονες παραβάσεις ως ενιαία παράβαση, πρέπει όλες αυτές οι παραβάσεις να επιδιώκουν τον ίδιο συνολικό σκοπό (102).

244. Αφού εξέτασε το περιεχόμενο των συμφωνιών διακανονισμού Niche και Matrix καθώς και τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτές υπεγράφησαν, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση ότι ούτε από τα στοιχεία αυτά αποδεικνυόταν ότι η Niche και η Matrix εφάρμοζαν κοινό σχέδιο με τις συμφωνίες αυτές.

245. Τα στοιχεία που προέβαλε η Servier κατά την παρούσα αναιρετική διαδικασία δεν είναι ικανά να καταδείξουν ότι η διαπίστωση αυτή είναι εσφαλμένη.

246. Η Servier ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, εξετάζοντας το ζήτημα κατά πόσον υπήρχε κοινό σχέδιο μεταξύ Niche και Matrix, προσέδωσε υπερβολική βαρύτητα στην υποκειμενική βούληση των εταιριών αυτών, ενώ ο χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως ενιαίας μπορούσε να στηριχθεί μόνο σε αντικειμενικά κριτήρια.

247. Συναφώς, η Servier παραπέμπει στη σκέψη 246 της αποφάσεως που εκδόθηκε στην υπόθεση Siemens κατά Επιτροπής (103), στην οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο χαρακτηρισμός ενός συνόλου συμφωνιών ως ενιαίας παραβάσεως δεν μπορούσε να εξαρτάται από την ύπαρξη υποκειμενικής βούλησης των μερών να μετάσχουν σε μια τέτοια ενιαία παράβαση, αλλά έπρεπε να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων ο κοινός σκοπός των εν λόγω συμφωνιών. Ωστόσο, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η Servier, η εξέταση περί της υπάρξεως ενός τέτοιου κοινού σκοπού είναι βέβαιον ότι έχει υποκειμενική διάσταση, η οποία αφορά τη βούληση και τα κίνητρα των μερών και το κατά πόσον τα μέρη αυτά επιθυμούσαν να συμβάλουν, διά της συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών, στην επίτευξη κοινού οικονομικού σκοπού.

248. Με άλλα λόγια, για τη διαπίστωση ενιαίας παραβάσεως, δεν απαιτείται μεν να αποδεικνύεται ότι τα διάφορα συμμετέχοντα στην παράβαση μέρη είχαν την πρόθεση να μετάσχουν σε κοινή αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, πλην όμως, από τη μνημονευθείσα στο σημείο 238 των παρουσών προτάσεων νομολογία προκύπτει ότι πρέπει να αποδεικνύεται ότι τα μέρη αυτά είχαν την πρόθεση να συμβάλουν, μέσω της συμμετοχής αυτής, σε έναν κοινό σκοπό και στην επίτευξη ενός ενιαίου οικονομικού αποτελέσματος. Η απόδειξη μιας τέτοιας προθέσεως μπορεί, με τη σειρά της, να στηρίζεται σε κάθε στοιχείο βάσει του οποίου μπορεί να αποδειχθεί ότι οι επίμαχες συμπεριφορές, εν προκειμένω οι συμφωνίες διακανονισμού Niche και Matrix, είχαν ως λόγο συνάψεως τη βούληση επιδίωξης ενός τέτοιου κοινού σκοπού και ενός τέτοιου ενιαίου οικονομικού αποτελέσματος.

249. Συναφώς, για παράδειγμα, στην υπόθεση που αφορούσε τα είδη υγιεινής, την οποία επικαλείται η Servier, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη ενιαίας παραβάσεως παρότι για την κατασκευή των ειδών υγιεινής χρησιμοποιούνταν διάφορες υποκατηγορίες συμπληρωματικών προϊόντων. Στην υπόθεση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο οδηγήθηκε στη διαπίστωση αυτή ακριβώς διότι οι επίμαχες στην υπόθεση εκείνη πρακτικές επιδίωκαν το συνολικό σχέδιο και τον ενιαίο σκοπό να συντονιστούν, στο πλαίσιο του ίδιου συστήματος διανομής, οι αυξήσεις τιμών που επέβαλλαν τα μέρη της σύμπραξης στους χονδρεμπόρους που ήταν κοινοί πελάτες τους (104).

250. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο σε στοιχεία που δεν αμφισβητούνται από τη Servier, διαπίστωσε ακριβώς ότι από το περιεχόμενο των συμφωνιών διακανονισμού Niche και Matrix, καθώς και από τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθησαν αυτές, δεν αποδεικνυόταν ότι, με τις συμφωνίες αυτές, η Niche και η Matrix επιδίωκαν έναν τέτοιο κοινό σκοπό και ένα τέτοιο ενιαίο οικονομικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, η Servier δεν αναφέρει καν σε τι θα μπορούσε να συνίσταται ένας τέτοιος σκοπός και ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, είναι βεβαίως αναμφίβολο ότι, πριν από τη σύναψη των αντίστοιχων συμφωνιών τους με τη Servier, η Niche και η Matrix επιδίωκαν τον κοινό σκοπό της θέσεως σε κυκλοφορία στην αγορά της γενόσημης περινδοπρίλης που παρασκεύαζε η Matrix και εμπορευόταν η Niche.

251. Εντούτοις, δεν ήταν δυνατόν να διαγνωστεί ενδεχόμενος κοινός σκοπός που θα μπορούσαν να επιδιώξουν εν συνεχεία οι εταιρίες αυτές, με την υπογραφή των αντίστοιχων συμφωνιών τους με τη Servier. Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, από διάφορα στοιχεία της δικογραφίας που δεν αμφισβητούνται αποδεικνύεται ότι η Matrix, η οποία ενημερώθηκε για τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις μεταξύ της Servier και της Niche μόνο δύο ημέρες πριν από την υπογραφή της δικής της συμφωνίας με τη Servier, μάλλον αξιοποίησε την ευκαιρία που της προσέφερε η Servier παρά εφάρμοσε κάποιο κοινό σχέδιο με τη Niche. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η συμμετοχή της Matrix στις διαπραγματεύσεις με τη Servier αφορούσε κυρίως το ποσό της μεταβιβάσεως αξίας.

252. Εξάλλου, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ούτε για ποιον λόγο η εγκατάλειψη του κοινού τους σχεδίου για ανάπτυξη και εμπορία γενόσημης περινδοπρίλης θα μπορούσε, με τη σειρά της, να συνιστά νέο «κοινό σχέδιο» για τη Niche και για τη Matrix, καθόσον αυτή καθεαυτήν η εγκατάλειψη δεν μπορεί να αποτελεί σχέδιο ή σκοπό. Επομένως, φαίνεται ότι οι Niche και Matrix μάλλον επέλεξαν καθεμιά χωριστά την ευκαιρία που τους προσέφερε η Servier να λάβουν μια αρκετά σημαντική μεταβίβαση αξίας ώστε η συμφωνία να καθίσταται πιο συμφέρουσα εμπορικά από τη συνέχιση του σχεδίου εκάστης για είσοδο στην αγορά (105).

253. Κατά συνέπεια, ούτε από το επιχείρημα της Servier ότι οι συμφωνίες διακανονισμού Niche και Matrix είχαν κοινό σκοπό την επίλυση της ένδικης διαφοράς με την ίδια και την αποφυγή μελλοντικής αντιδικίας μαζί της σχετικά με το προϊόν τους, μπορεί να συναχθεί ότι οι συμφωνίες αυτές συνιστούσαν μία ενιαία παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν καθεμιά από τις συμφωνίες αυτές επιδίωκε πράγματι αυτόν τον σκοπό χωριστά, δεν φαίνεται ποιος θα μπορούσε να είναι από την άποψη αυτή ο κοινός σκοπός των συμφωνιών αυτών. Όπως μόλις καταδείχθηκε, απλώς και μόνον από το γεγονός ότι η ένδικη διαφορά με τη Servier αφορούσε το προϊόν που είχαν αναπτύξει από κοινού η Niche και η Matrix δεν μπορεί να αποδειχθεί τέτοιος κοινός σκοπός.

254. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Β.      Επί των προστίμων

255. Όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στη Servier για τη σύναψη των επίμαχων συμφωνιών, πρέπει, αφενός, να εξεταστούν τα νομικά σφάλματα που επικαλείται η Servier με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως (1). Αφετέρου, πρέπει να καθοριστούν οι συνέπειες που συνεπάγεται η παραδοχή του τρίτου σκέλους του πέμπτου λόγου αναιρέσεως σχετικά με τους χρόνους παύσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin για τον επανυπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Servier για την αιτία αυτή (2).

1.      Επί των νομικών σφαλμάτων που επικαλείται η Servier σχετικά με τα πρόστιμα (έβδομος λόγος αναιρέσεως)

256. Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η Servier ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε, αφενός, διότι δεν ακύρωσε το πρόστιμο που επέβαλε η Επιτροπή λαμβανομένης υπόψη της αρχής της νομιμότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών. Αφετέρου, διότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και επικύρωσε την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη σοβαρότητα των παραβάσεων.

257. Πριν από την εξέταση της επιχειρηματολογίας αυτής, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας που του παρέχει το άρθρο 261 ΣΛΕΕ ελέγχεται από το Δικαστήριο μόνον ως προς την ύπαρξη πρόδηλων σφαλμάτων (106). Τέτοια σφάλματα υφίστανται, πρώτον, αν το Γενικό Δικαστήριο έχει υπερβεί το εύρος των αρμοδιοτήτων του στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του (107), δεύτερον, όταν δεν έχει λάβει επαρκώς υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων (108) και, τρίτον, όταν έχει εφαρμόσει εσφαλμένα νομικά κριτήρια (109), ιδίως σε σχέση με τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως (110) και της αναλογικότητας (111).

258. Κατά συνέπεια, δεν απόκειται στο Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, να υποκαθιστά για λόγους επιείκειας με την κρίση του την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις. Επομένως, μόνο στο μέτρο που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αυστηρότητα της κύρωσης είναι όχι απλώς μη ενδεδειγμένη, αλλά και υπερβολική, σε σημείο που να είναι δυσανάλογη, μπορεί να διαπιστωθεί πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου (112).

α)      Επί της αρχής της νομιμότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών

259. Κατά τη Servier, το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας το επιχείρημά της ότι η επιβολή κυρώσεων για τις επίμαχες συμφωνίες παραβίαζε την αρχή της νομιμότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών (nullum crimen nulla poena sine lege). Κατά την άποψή της, τα ζητήματα που έθεταν οι συμφωνίες αυτές ήταν τόσο καινοφανή και περίπλοκα, ώστε δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί ο παραβατικός χαρακτήρας των εν λόγω συμφωνιών. Την εν λόγω δυσχέρεια προβλέψεως αναγνώρισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1666 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς ωστόσο να συναγάγει εξ αυτής κάποια συνέπεια, όπερ συνιστά έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

260. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

261. Βεβαίως, από τη νομολογία προκύπτει ότι, μολονότι η αρχή της νομιμότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών (nullum crimen nulla poena sine lege), η οποία κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα τη βαθμιαία αποσαφήνιση των κανόνων της ποινικής ευθύνης, εντούτοις η αρχή αυτή αντιτίθεται στην αναδρομική εφαρμογή νομολογιακής ερμηνείας του προβλέποντος παράβαση κανόνα της οποίας το αποτέλεσμα δεν μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί κατά τον χρόνο τελέσεως της παραβάσεως, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της ερμηνείας που δεχόταν κατά την περίοδο εκείνη η σχετική με την επίμαχη διάταξη νόμου νομολογία (113).

262. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο σε ουδεμία πλημμέλεια υπέπεσε εφαρμόζοντας το κριτήριο περί προβλεψιμότητας προσαρμοσμένο στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και διαπιστώνοντας ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η επιβολή κυρώσεων για τις επίμαχες συμφωνίες βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν ήταν αντίθετη στην αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών (nullum crimen, nulla poena sine lege).

263. Συγκεκριμένα, από τις ανωτέρω εξετασθείσες παραδοχές του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ότι οι επίμαχες συμφωνίες είχαν ως αντικείμενο να παρακινήσουν τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων να μην εισέλθουν αυτόνομα στην αγορά κατά τα συμφωνηθέντα χρονικά διαστήματα μέσω μεταβιβάσεων αξίας εκ μέρους της Servier για τις οποίες δεν υπήρχε άλλη αντιπαροχή πλην της εν λόγω μη εισόδου.

264. Προκειμένου να καταλήξει στη διαπίστωση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε μια απλή και διαφανή μεθοδολογία, η οποία συνίστατο σε εξέταση του αν οι μεταβιβάσεις αξίας στις οποίες προέβη η Servier προς τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, σύμφωνα με τις συμφωνίες διακανονισμού ή με τις συνδεόμενες με αυτές συμφωνίες, ήταν εγγενείς στην επίλυση των διαφορών, δηλαδή κατά πόσον εξηγούνταν από άλλη αιτία και αν υπήρχε γι’ αυτές άλλη αντιπαροχή προς τη Servier πλην της δεσμεύσεως των εταιριών παραγωγής γενοσήμων να μην ασκήσουν ανταγωνισμό. Η μεθοδολογία αυτή φαίνεται εύλογη για την εκτίμηση των μεταβιβάσεων αξίας μεταξύ επιχειρήσεων που συνάπτουν συμφωνία βάσει της οποίας μία εξ αυτών οφείλει να μην εισέλθει στην αγορά (114).

265. Εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα, στη διαπίστωση ότι για τις μεταβιβάσεις αξίας στις οποίες προέβη η Servier προς τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων δεν υπήρχε άλλη αντιπαροχή πλην της μη εισόδου των εταιριών αυτών στην αγορά. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις επίμαχες συμφωνίες είχε συμφωνηθεί ότι η Servier θα πλήρωνε τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων προκειμένου αυτές να μην εισέλθουν στην αγορά, και επομένως ότι επρόκειτο για συμφωνίες αποκλεισμού από την αγορά.

266. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε σφάλμα με το να διαπιστώσει, στις σκέψεις 1661 έως 1666 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Servier, ως συμβαλλόμενη στις συμφωνίες αυτές, δεν μπορούσε να αγνοεί ότι αυτές μπορούσαν να εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Πράγματι, από την απλή ανάγνωση του γράμματος της διατάξεως αυτής καθίσταται απολύτως αντιληπτό ότι οι συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστών που αποσκοπούν στον αποκλεισμό ορισμένων εξ αυτών από την αγορά είναι παράνομες.

267. Η προβαλλόμενη εκ μέρους της Servier πολυπλοκότητα των επίμαχων συμφωνιών και του πλαισίου εντός του οποίου συνήφθησαν δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την εκτίμηση αυτή.

268. Όπως δέχθηκε, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1661, 1666 και 1667 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η πολυπλοκότητα αυτή μπορούσε βεβαίως να δικαιολογήσει την έκταση της επίδικης αποφάσεως, δεδομένου ότι ο παραβατικός χαρακτήρας των επίμαχων συμφωνιών μπορούσε να μην είναι σαφής για έναν εξωτερικό παρατηρητή. Ωστόσο, τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Επιτροπή εφάρμοσε, κατά την ανάλυση των συμφωνιών αυτών για τους σκοπούς εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού, απλές και εδραιωμένες αρχές. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, οι συμφωνίες πρέπει να χαρακτηρίζονται ως περιορισμοί του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου οσάκις από την εξέτασή τους –όσο περίπλοκη και αν είναι αυτή– προκύπτει ότι οι μεταβιβάσεις αξίας στις οποίες προβαίνει μια επιχείρηση προς άλλη επιχείρηση εξηγούνται αποκλειστικώς από το εμπορικό συμφέρον των επιχειρήσεων αυτών να μη διεξαγάγουν υγιή ανταγωνισμό (115).

269. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας ότι η Servier δεν μπορούσε να αγνοεί ότι, εφόσον η μοναδική αντιπαροχή για τις μεταβιβάσεις αξίας στις οποίες προέβη προς τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων συνίστατο στη μη είσοδο των τελευταίων στην αγορά, οι συμφωνίες που προέβλεπαν τις μεταβιβάσεις αυτές περιόριζαν τον ανταγωνισμό, ανεξαρτήτως του περίπλοκου από την άποψη του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας πλαισίου συνάψεώς τους.

270. Κατά συνέπεια, η αιτίαση με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών (nullum crimen nulla poena sine lege) πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί της αρχής της αναλογικότητας και επί της εκτιμήσεως της σοβαρότητας των παραβάσεων

271. Η Servier υποστηρίζει επίσης ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη καθ’ όσον το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε σχετικά με την αναλογικότητα των προστίμων και την εκτίμηση της σοβαρότητας των επίμαχων παραβάσεων.

272. Κατά τη Servier, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη, για την εκτίμηση της αναλογικότητας των προστίμων που επιβλήθηκαν στη Servier, την πολυπλοκότητα και τον καινοφανή χαρακτήρα των ζητημάτων που έθεταν οι επίμαχες συμφωνίες, το γεγονός ότι οι εν λόγω συμφωνίες δεν ήταν μυστικές, καθώς και τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας και τα μικρά μερίδια της Servier στην αγορά.

273. Ωστόσο, από τα στοιχεία αυτά δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλματα κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας των προστίμων σε σχέση με τη σοβαρότητα των επίμαχων παραβάσεων.

274. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 1786 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εφόσον είχε αποδειχθεί ότι ο σκοπός των επίμαχων συμφωνιών ήταν αντίθετος προς τον ανταγωνισμό καθώς και ότι η Servier μπορούσε να προβλέψει το γεγονός αυτό, το σχετικό με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας πλαίσιο συνάψεως των συμφωνιών αυτών, όπως και ο μυστικός ή μη χαρακτήρας τους, δεν είχαν σημασία για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους ως παραβάσεων και δεν ήταν ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αναλογικότητα των εκ μέρους της Επιτροπής επιβληθέντων προστίμων.

275. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε προσηκόντως υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία και δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των στοιχείων αυτών. Όπως διαπιστώθηκε στα σημεία 267 και 268 των παρουσών προτάσεων, η Servier δεν μπορεί να αντιτάξει το πλαίσιο σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ή τη φερόμενη πολυπλοκότητα του πλαισίου αυτού για να αμφισβητήσει τον εγγενώς αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των επίμαχων συμφωνιών.

276. Στο πλαίσιο αυτό, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, είναι απολύτως αδιάφορο αν το επίμαχο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι πλασματικό ή όχι. Δεν αμφισβητείται ότι ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, έστω μη πλασματικό, δεν παρέχει στον κάτοχό του το δικαίωμα να προφυλαχθεί από αγωγές αμφισβήτησης του κύρους του διπλώματος μέσω πραγματοποίησης πληρωμών προς ανταγωνιστές (116).

277. Δεύτερον, η Servier ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε μη λαμβάνοντας υπόψη τα μικρά μερίδια αγοράς της Servier για τον υπολογισμό των προστίμων. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 1602 και 1603 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξετάζοντας τη σχετική αγορά προϊόντων για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον ορισμό της αγοράς αυτής και ότι, επομένως, ο εκ μέρους της υπολογισμός των μεριδίων αγοράς της Servier ήταν κατ’ ανάγκην εσφαλμένος. Εντούτοις, στη σκέψη 1954 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να λάβει υπόψη τη διαπίστωση αυτή για τον υπολογισμό των προστίμων, ενώ δέχθηκε ότι τα μερίδια αγοράς της Servier ήταν πολύ χαμηλότερα από εκείνα που είχε διαπιστώσει η Επιτροπή.

278. Παρά ταύτα, και ανεξαρτήτως του αν το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε το εσφαλμένο του ορισμού της αγοράς προϊόντων από την Επιτροπή για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ζήτημα το οποίο δεν αφορά η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως (117), επιβάλλεται, εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας, στη σκέψη 1954 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στη Servier δεν ήταν δυσανάλογα ανεξαρτήτως του μεγέθους των μεριδίων αγοράς της Servier που είχε γίνει δεκτό.

279. Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η Servier είχε τελέσει πλείονες παραβάσεις, χωριστές μεν, πλην όμως αφορώσες το ίδιο προϊόν και, σε μεγάλο βαθμό, τις ίδιες γεωγραφικές περιοχές και τις ίδια χρονικά διαστήματα. Όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1951 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή, προκειμένου να αποφύγει ένα δυνητικώς δυσανάλογο αποτέλεσμα, αποφάσισε να περιορίσει, για κάθε παράβαση, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων της Servier που ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εφάρμοσε διόρθωση η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μέση μείωση κατά 54,5 % των συνολικών αξιών των πωλήσεων που αφορούσαν τις διάφορες παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (αιτιολογική σκέψη 3128 της επίδικης αποφάσεως).

280. Τρίτον και τελευταίο, το επιχείρημα της Servier ότι τα πρόστιμα έπρεπε να μειωθούν διότι οι συμφωνίες για τις οποίες επιβλήθηκε η κύρωση δεν προκάλεσαν καμία καθυστέρηση εισόδου στην αγορά πρέπει επίσης να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στα σημεία 139 έως 141, 171 και 211 των παρουσών προτάσεων, αυτό που έχει σημασία από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού δεν είναι αν, σε περίπτωση που δεν υφίσταντο οι συμφωνίες, οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων θα είχαν εισέλθει στην αγορά νωρίτερα εξαιτίας μελλοντικών εξελίξεων σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, οι οποίες ήταν άγνωστες κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών και ανεξάρτητες από τη βούληση των μερών. Το καθοριστικό ζήτημα είναι αν η δυνατότητα μιας τέτοιας εισόδου εξαλείφθηκε συνεπεία του ότι τα μέρη υποκατέστησαν τους κινδύνους από την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού με πρακτική μεταξύ τους συνεργασία. Η επίκληση εξελίξεων όσον αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας που επέρχονται μετά τη σύναψη μιας συμφωνίας και ανεξάρτητα από αυτήν συγχέει τον εγγενώς επιβλαβή χαρακτήρα μιας συμφωνίας αποκλεισμού από την αγορά έναντι πληρωμής και την ικανότητά της να προκαλέσει περιοριστικά αποτελέσματα κατά τον χρόνο της συνάψεώς της με την πιθανότητα να μην έχει η συμφωνία αυτή σημαντικά πραγματικά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού σε μεταγενέστερο χρόνο, εξαιτίας περιστάσεων ανεξάρτητων από τη βούληση των μερών, επί παραδείγματι όταν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ακυρώνεται κατόπιν ενεργειών ενός τρίτου.

281. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλματα κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων και της αναλογικότητας των προστίμων πρέπει να απορριφθεί, όπως και ο λόγος αναιρέσεως που αφορά τα φερόμενα σφάλματα του Γενικού Δικαστηρίου κατά την εκτίμηση των προστίμων στο σύνολό του.

2.      Επί του προστίμου που επιβλήθηκε στη Servier λόγω της συμφωνίας διακανονισμού Lupin (τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως)

282. Από τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στα σημεία 229 και 235 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτό το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθώς και να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση καθόσον προσδιορίστηκε με αυτές η 6η Μαΐου 2009 ως ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin για την Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία.

283. Με τα υπομνήματα και τα αιτήματά της (118), η Servier ζητεί από το Δικαστήριο να επανακαθορίσει ως χρόνο παύσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin στις εν λόγω χώρες τον χρόνο εισόδου της Sandoz στην αγορά, ήτοι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 410 της επίδικης αποφάσεως, τον Ιούνιο του 2008 για την Ιρλανδία, τον Ιούλιο του 2008 για το Βέλγιο, το Δεκέμβριο του 2008 για την Ουγγαρία και τον Ιανουάριο του 2009 για την Τσεχική Δημοκρατία.

284. Ωστόσο, λόγω της ανεπάρκειας της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως όσον αφορά την παύση της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin στις χώρες αυτές, ο δικαστής της Ένωσης δεν δύναται να εξακριβώσει αν ορθώς η Επιτροπή προσδιόρισε με την απόφασή της τις ημερομηνίες παύσεως της παραβάσεως. Ομοίως, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η ορθότητα άλλων πιθανών ημερομηνιών παύσεως της εν λόγω παραβάσεως.

285. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν δύναται να προσδιορίσει τον χρόνο παύσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin για τις εν λόγω τέσσερις χώρες και, κατά συνέπεια, να επανακαθορίσει το πρόστιμο, όπως ζητεί η Servier. Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιβληθέν διά της επίδικης αποφάσεως πρόστιμο εις βάρος της Servier πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει, ήτοι καθόσον επιβλήθηκε για τη διάπραξη της επίμαχης παραβάσεως στις εν λόγω χώρες.

286. Προς τούτο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, από την αιτιολογική σκέψη 3063 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τη μεθοδολογία που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (119) (120).

287. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 3119 επ. της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή επέβαλε στη Servier πρόστιμο για καθεμιά από τις πέντε επίμαχες συμφωνίες, οι οποίες θεωρήθηκαν ως πέντε χωριστές παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, και πρόστιμο λόγω παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Όσον αφορά τα πέντε πρόστιμα που επιβλήθηκαν για τις επίμαχες συμφωνίες, η Επιτροπή καθόρισε, κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τη μεθοδολογία των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, ένα βασικό ποσό προστίμου, το οποίο αποτελεί το άθροισμα ενός μεταβλητού ποσού και (κατά περίπτωση) ενός πρόσθετου ποσού. Το μεταβλητό ποσό αντιστοιχεί σε προσαρμοσμένο τμήμα της αξίας των πωλήσεων των προϊόντων που αφορούν οι αντίστοιχες παραβάσεις, πολλαπλασιαζόμενο επί τη διάρκεια των παραβάσεων. Δεδομένου ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων ούτε άλλους τροποποιητικούς παράγοντες, τα τελικά ποσά των προστίμων αντιστοιχούν στα βασικά ποσά.

288. Τέλος, από τις αιτιολογικές σκέψεις 3124 επ. και από το άρθρο 7 της επίδικης αποφάσεως, καθώς και από τον πίνακα που προσκόμισε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη στον υπολογισμό αυτό για έκαστο κράτος μέλος το οποίο αφορούσε καθεμιά από τις αντίστοιχες συμφωνίες και, στη συνέχεια, προσέθεσε τα κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτοντα ποσά για να καθορίσει τα ποσά των προς επιβολή προστίμων για καθεμιά από τις συμφωνίες (121). Το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Servier για την παράβαση που συνιστούσε η συμφωνία διακανονισμού Lupin για το σύνολο των χωρών τις οποίες αφορούσε η εν λόγω παράβαση ανέρχεται σε 37 102 100 ευρώ (άρθρο 7, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως).

289. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της κατά τα ανωτέρω μερικής ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, πρέπει να ακυρωθεί το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Servier καθ’ ο μέρος επιβλήθηκε για την παράβαση που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin στην Ιρλανδία, στο Βέλγιο, στην Ουγγαρία και στην Τσεχική Δημοκρατία, ήτοι κατά το ποσό των [εμπιστευτικό] ευρώ.

290. Στον ακόλουθο πίνακα εμφαίνεται ο τρόπος υπολογισμού του ποσού αυτού.


Προσαρμοσμένη αξία πωλήσεων

Μεταβλητό ποσό

Διάρκεια

Τελικό ποσό

IE

[εμπιστευτικό]

11 %

2,25

[εμπιστευτικό]

BE

[εμπιστευτικό]

11 %

2,25

[εμπιστευτικό]

HU

[εμπιστευτικό]

11 %

2,25

[εμπιστευτικό]

CS

[εμπιστευτικό]

11 %

2,25

[εμπιστευτικό]

Ποσό IE + BE + HU + CS




[εμπιστευτικό]

Σύνολο των χωρών που αφορά η συμφωνία διακανονισμού Lupin




37 102 100

291. Μετά ταύτα, εναπόκειται στην Επιτροπή, κατά το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως. Σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως στηρίζεται σε διαδικαστική πλημμέλεια, όπως η ανεπάρκεια της αιτιολογίας, και ο δικαστής της Ένωσης δεν αποφαίνεται ο ίδιος επί του υποστατού της παραβάσεως και επί της κυρώσεως, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη δύναται να επαναλάβει τη διαδικασία από το στάδιο κατά το οποίο διαπιστώθηκε η έλλειψη νομιμότητας και να ασκήσει εκ νέου την εξουσία του προς επιβολή κυρώσεων (122).

3.      Συμπέρασμα ως προς τα πρόστιμα

292. Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι πρέπει να ακυρωθεί το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Servier για τη συμφωνία διακανονισμού Lupin, ενώ η σχετική με τα πρόστιμα επιχειρηματολογία της Servier πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά, ώστε τα λοιπά ποσά προστίμων, όπως αυτά καθορίστηκαν από την Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο, να παραμείνουν αμετάβλητα.

Γ.      Ενδιάμεση πρόταση

293. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις που διατυπώθηκαν στα σημεία 229, 235 και 289 των παρουσών προτάσεων, κατόπιν παραδοχής του τρίτου σκέλους του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει, κατ’ αρχάς, να αναιρεθεί το σημείο 5 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθ’ όσον απορρίφθηκε με αυτό το αίτημα της Servier να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση κατά το μέρος της με το οποίο προσδιορίστηκε η 6η Μαΐου 2009 ως ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin για την Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία και καθορίστηκε το επιβαλλόμενο στη Servier πρόστιμο για την εν λόγω παράβαση βάσει της ημερομηνίας αυτής.

294. Περαιτέρω, πρέπει να ακυρωθούν το άρθρο 5, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 7, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως καθ’ όσον καθορίζεται με αυτά η 6η Μαΐου 2009 ως ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως που διέπραξε η Servier με τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού Lupin για την Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία, και λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία αυτή για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβάλλεται στη Servier για την παράβαση αυτή (123).

295. Τέλος, δεδομένου ότι ουδείς εκ των λοιπών λόγων αναιρέσεως που προέβαλε η Servier δεν μπορεί να γίνει δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

V.      Δικαστικά έξοδα

296. Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

297. Κατ’ αρχάς, δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

298. Στην προκειμένη περίπτωση, η αίτηση της Servier έγινε δεκτή όσον αφορά το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού Lupin στην Ιρλανδία, στο Βέλγιο, στην Ουγγαρία και στην Τσεχική Δημοκρατία, και το Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί οριστικά και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση ως προς το σημείο αυτό. Ωστόσο, η Servier ηττήθηκε όσον αφορά το υπόλοιπο μέρος της επιχειρηματολογίας που προέβαλε με τους επτά συνολικά λόγους αναιρέσεως.

299. Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας δίκης, διευκρινίζεται ότι η παρούσα αναιρετική δίκη αφορά τα έξοδα αυτά μόνο στο μέτρο που σχετίζονται με τους πρωτοδίκως προβληθέντες λόγους που είναι επίμαχοι στην εν λόγω αναιρετική δίκη.

300. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, δικαιολογείται η Servier SAS, η Servier Laboratories Ltd και η Les Laboratoires Servier SAS να φέρουν, αλληλεγγύως, τα δικαστικά έξοδά τους και τα τέσσερα πέμπτα των εξόδων της Επιτροπής στο πλαίσιο τόσο της αναιρετικής διαδικασίας καθώς και της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, στο μέτρο που τα έξοδα αυτά σχετίζονται με τους λόγους που προβλήθηκαν στην παρούσα αναιρετική διαδικασία. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή πρέπει να φέρει το ένα πέμπτο των εξόδων της στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας καθώς και της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, στο μέτρο που τα έξοδα αυτά σχετίζονται με τους λόγους που προβλήθηκαν στην παρούσα αναιρετική διαδικασία.

301. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο πρωτοδίκως παρεμβαίνων που έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Δεδομένου ότι η EFPIA έλαβε μέρος στην έγγραφη διαδικασία της παρούσας αναιρετικής δίκης, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της στο πλαίσιο αυτής.

302. Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 140, παράγραφος 1, και του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

VI.    Πρόταση

303. Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)      Αναιρεί το σημείο 5 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑691/14, EU:T:2018:922), καθόσον απορρίφθηκε με αυτό το αίτημα για την ακύρωση της αποφάσεως C(2014) 4955 final της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ [Υπόθεση AT.39612 – Périndopril (Servier)], κατά το μέρος της με το οποίο προσδιορίζεται η 6η Μαΐου 2009 ως ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως που αφορά το άρθρο 5, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως αυτής, για την Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία, και καθορίζεται το επιβαλλόμενο με το άρθρο 7, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της ίδιας αποφάσεως πρόστιμο εις βάρος της Servier SAS και της Les Laboratoires Servier SAS βάσει της ημερομηνίας αυτής.

2)      Αναιρεί το σημείο 6 του διατακτικού της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑691/14, EU:T:2018:922) όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα της Servier SAS, της Servier Laboratories Ltd, της Les Laboratoires Servier SAS και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία που σχετίζονται με τους πρωτοδίκως προβληθέντες λόγους τους οποίους αφορά η παρούσα αναιρετική διαδικασία.

3)      Ακυρώνει το άρθρο 5, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 7, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως C(2014) 4955 final, καθ’ ο μέρος προσδιορίζεται με αυτά η 6η Μαΐου 2009 ως ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως που αφορά το εν λόγω άρθρο 5, στοιχείο βʹ, για την Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία, και καθορίζεται το επιβαλλόμενο με το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, πρόστιμο εις βάρος της Servier SAS και της Les Laboratoires Servier SAS βάσει της ημερομηνίας αυτής.

4)      Ακυρώνει το πρόστιμο που επιβλήθηκε από την Επιτροπή με το άρθρο 7, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως C(2014) 4955 final εις βάρος της Servier SAS και της Les Laboratoires Servier SAS καθ’ ο μέρος το πρόστιμο αυτό επιβλήθηκε για τη διάπραξη της παραβάσεως που αφορά το άρθρο 5, στοιχείο βʹ, της εν λόγω αποφάσεως, στην Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία.

5)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

6)      Η Servier SAS, η Servier Laboratories Ltd και η Les Laboratoires Servier SAS φέρουν, αλληλεγγύως, τα δικαστικά έξοδά τους και τα τέσσερα πέμπτα των εξόδων της Επιτροπής στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, στο μέτρο που τα έξοδα αυτά σχετίζονται με τους πρωτοδίκως προβληθέντες λόγους τους οποίους αφορά η παρούσα αναιρετική διαδικασία.

7)      Η Servier SAS, η Servier Laboratories Ltd και η Les Laboratoires Servier SAS φέρουν, αλληλεγγύως, τα δικαστικά έξοδά τους και τα τέσσερα πέμπτα των εξόδων της Επιτροπής στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

8)      Η Επιτροπή φέρει το ένα πέμπτο των εξόδων της στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, στο μέτρο που τα έξοδα αυτά σχετίζονται με τους πρωτοδίκως προβληθέντες λόγους τους οποίους αφορά η παρούσα αναιρετική διαδικασία.

9)      Η Επιτροπή φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

10)      Η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν έκαστο τα δικαστικά έξοδά του στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020 (C‑307/18, στο εξής απόφαση Generics (UK) κ.λπ., EU:C:2020:52).


3      Αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021 (C‑591/16 P, στο εξής: απόφαση Lundbeck κατά Επιτροπής, EU:C:2021:243), Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (C‑586/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:241), Generics (UK) κατά Επιτροπής (C‑588/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:242), Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής (C‑601/16 P, μη δημοσιευθείσα,, EU:C:2021:244), Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής (C‑611/16 P, EU:C:2021:245), και Merck κατά Επιτροπής (C‑614/16 P, μη δημοσιευθείσα,, EU:C:2021:246).


4      Αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑691/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:922) (κατά της οποίας βάλλει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, καθώς και η αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑176/19 P, Επιτροπή κατά Servier κ.λπ.), Biogaran κατά Επιτροπής (T‑677/14, EU:T:2018:910) (αίτηση αναιρέσεως C‑207/19 P, Biogaran κατά Επιτροπής), Teva UK κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑679/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:919) (αίτηση αναιρέσεως C‑198/19 P, Teva UK κ.λπ. κατά Επιτροπής), Lupin κατά Επιτροπής (T‑680/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:908) (αίτηση αναιρέσεως C‑144/19 P, Lupin κατά Επιτροπής), Mylan Laboratories και Mylan κατά Επιτροπής (T‑682/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:907) (αίτηση αναιρέσεως C‑197/19 P, Mylan Laboratories και Mylan κατά Επιτροπής), Krka κατά Επιτροπής (T‑684/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:918) (αίτηση αναιρέσεως C‑151/19 P, Επιτροπή κατά Krka), Niche Generics κατά Επιτροπής (T‑701/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:921) (αίτηση αναιρέσεως C‑164/19 P, Niche Generics κατά Επιτροπής), και Unichem Laboratories κατά Επιτροπής (T‑705/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:915) (αίτηση αναιρέσεως C‑166/19 P, Unichem Laboratories κατά Επιτροπής).


5      Απόφαση C(2014) 4955 final της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ [Υπόθεση AT.39612 – Perindopril (Servier)] (στο εξής: επίδικη απόφαση).


6      Σκέψη 1 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 11 επ. της επίδικης αποφάσεως.


7      Αιτιολογική σκέψη 14 της επίδικης αποφάσεως.


8      Σκέψη 8 της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Niche Generics κατά Επιτροπής (T‑701/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:921), και σκέψη 8 της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Unichem Laboratories κατά Επιτροπής (T‑705/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:915), καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 31 επ. της επίδικης αποφάσεως.


9      Σκέψεις 8 και 9 της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Mylan Laboratories και Mylan κατά Επιτροπής (T‑682/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:907), καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 27 επ. της επίδικης αποφάσεως.


10      Σκέψεις 8 και 9 της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Teva UK κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑679/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:919), καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 37 επ. της επίδικης αποφάσεως.


11      Σκέψη 8 της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Lupin κατά Επιτροπής (T‑680/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:908), και αιτιολογικές σκέψεις 23 επ. της επίδικης αποφάσεως.


12      Σκέψεις 2 και 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 1 επ., 86 επ. και 2143 επ. της επίδικης αποφάσεως.


13      Όπως επέτρεπε ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1768/92 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την καθιέρωση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα (ΕΕ 1992, L 182, σ. 1).


14      Σκέψη 4 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 92 επ. της επίδικης αποφάσεως.


15      Αιτιολογική σκέψη 98 της επίδικης αποφάσεως.


16      Σκέψεις 5 έως 8 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 94, 118 επ. και 124 επ. της επίδικης αποφάσεως.


17      Σκέψη 8 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογική σκέψη 120 της επίδικης αποφάσεως.


18      Σκέψεις 9 και 10 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 8, 88 και 218 επ. της επίδικης αποφάσεως.


19      Αιτιολογική σκέψη 100 της επίδικης αποφάσεως.


20      Σκέψεις 11 έως 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 129, 151 επ., 157 επ. και πίνακες στις αιτιολογικές σκέψεις 156 και 201 της επίδικης αποφάσεως.


21      Σκέψεις 11 και 12 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 158 επ. της επίδικης αποφάσεως.


22      Σκέψη 12 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 170 και 962 της επίδικης αποφάσεως.


23      Σκέψεις 16 έως 21 και 24 έως 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 171 έως 202 της επίδικης αποφάσεως.


24      Σκέψεις 25 και 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 175 επ. της επίδικης αποφάσεως.


25      Σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογικές σκέψεις 193 επ. της επίδικης αποφάσεως.


26      Αιτιολογική σκέψη 410 της επίδικης αποφάσεως.


27      Αιτιολογικές σκέψεις 423 επ. της επίδικης αποφάσεως.


28      Βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


29      Σκέψεις 16 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 483 επ. της επίδικης αποφάσεως.


30      Για λεπτομερή περιγραφή, γίνεται παραπομπή στις σκέψεις 29 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις αιτιολογικές σκέψεις 422 και 546 επ. της επίδικης αποφάσεως.


31      Βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


32      Σκέψεις 20 και 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογική σκέψη 677 της επίδικης αποφάσεως. Βλ., για την ένδικη διαφορά με τη Pharmachemie, σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.


33      Βλ. σημεία 23 και 26 των παρουσών προτάσεων.


34      Σκέψεις 37 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 652 και 741 επ. της επίδικης αποφάσεως.


35      Σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 749 και 770 επ. της επίδικης αποφάσεως.


36      Βλ. σημείο 26 των παρουσών προτάσεων, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 776 επ. της επίδικης αποφάσεως.


37      Βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


38      Σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 1013 επ. της επίδικης αποφάσεως.


39      Σκέψεις 52 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 975 και 1037 επ. της επίδικης αποφάσεως.


40      Βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων.


41      Βλ. υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων.


42      Αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής, Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (C‑586/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:241), Generics (UK) κατά Επιτροπής (C‑588/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:242), Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής (C‑601/16 P, μη δημοσιευθείσα,, EU:C:2021:244), Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής (C‑611/16 P, EU:C:2021:245), και Merck κατά Επιτροπής (C‑614/16 P, μη δημοσιευθείσα,, EU:C:2021:246).


43      Αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής (C‑373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψεις 31, 32 και 34), Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 45), και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψη 57). Βλ. επίσης αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2016, Portugal Telecom κατά Επιτροπής (T‑208/13, EU:T:2016:368, σκέψη 181), και Telefónica κατά Επιτροπής (T‑216/13, EU:T:2016:369, σκέψη 221).


44      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 36, 37 και 39) και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψη 55).


45      Βλ. απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 50) και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημείο 83).


46      Βλ. απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 48, 49, 51 και 52) και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 67 έως 85).


47      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 46) και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψη 58).


48      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 42 έως 44, 46, 50 και 55 έως 57) και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 57, 74 έως 76 και 88). Βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στις υποθέσεις Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 83 και 86 έως 88), και Lundbeck κατά Επιτροπής (C‑591/16 P, EU:C:2020:428, σημεία 59, 78 και 79).


49      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 55 έως 57), Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 57 και 78), και της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής (C‑373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψεις 33 και 34).


50      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 43 και 44) και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψη 57).


51      Απόφαση Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 74 και 75).


52      Αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 25), και της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψη 114).


53      Αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά της Επιτροπής (C‑185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψη 58), και της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής (C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 71).


54      Πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1984, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής (29/83 και 30/83, EU:C:1984:130, σκέψη 20), και της 31ης Μαρτίου 1993, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, EU:C:1993:120, σκέψη 127).


55      Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Ιανουαρίου 2004, BAI και Επιτροπή κατά Bayer (C‑2/01 P και C‑3/01 P, EU:C:2004:2, σκέψη 63), της 24ης Ιουνίου 2015, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Fresh Del Monte Produce (C‑293/13 P και C‑294/13 P, EU:C:2015:416, σκέψεις 135 έως 140), και της 27ης Ιανουαρίου 2021, The Goldman Sachs Group κατά Επιτροπής (C‑595/18 P, EU:C:2021:73, σκέψη 92). Βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑655/11, EU:T:2015:383, σκέψη 181 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


56      Αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 83), της 1ης Ιουλίου 2010, Knauf Gips κατά Επιτροπής (C‑407/08 P, EU:C:2010:389, σκέψη 80), και της 18ης Ιανουαρίου 2017, Toshiba κατά Επιτροπής (C‑623/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:21, σκέψη 52).


57      Απόφαση Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 78 και 79).


58      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 38) και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 63, 83 και 84).


59      Βλ. σημεία 75 και 79 έως 81 των παρουσών προτάσεων.


60      Απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 44).


61      Απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 53).


62      Βλ. σημείο 37 των παρουσών προτάσεων.


63      Πρβλ. απόφαση Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 67 επ.).


64      Βλ. σημείο 82 των παρουσών προτάσεων και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.


65      Υπόθεση C‑67/13 P (EU:C:2014:1958, σημείο 56).


66      Απόφαση Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 129 επ.).


67      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Lundbeck κατά Επιτροπής (C‑591/16 P, EU:C:2020:428, σημεία 156 και 157, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


68      Απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 111).


69      Απόφαση Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 114, 115 και 137).


70      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 94) και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψη 115).


71      Βλ. σημεία 41 και 42 των παρουσών προτάσεων.


72      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 90 έως 92) και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 115 και 134).


73      Υπόθεση C‑307/18 (EU:C:2020:28, σημεία 126 επ.).


74      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 124 έως 128 και 176).


75      Βλ., σχετικά με τα έξοδα των οποίων η επιστροφή μπορεί να είναι δικαιολογημένη, απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 84 έως 92).


76      Βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T‑472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 380 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


77      Απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 107 έως 110)· βλ. επίσης τις προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 168 έως 172).


78      Βλ. σκέψη 655 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογική σκέψη 1614 της επίδικης αποφάσεως.


79      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημείο 169).


80      Πρβλ. απόφαση Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 119 και 120).


81      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 124 έως 128 και 176).


82      Αιτιολογική σκέψη 1561 της επίδικης αποφάσεως.


83      Βλ. σημεία 40 έως 42 των παρουσών προτάσεων.


84      Βλ., επ’ αυτού, σημεία 133 και 134 των παρουσών προτάσεων.


85      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 90 έως 92) και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 115 και 134).


86      Βλ. σημεία 97 και 98 των παρουσών προτάσεων και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.


87      Η ερμηνεία των ρητρών αυτών εμπίπτει στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο: βλ. απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά ANKO (C‑78/14 P, EU:C:2015:732, σκέψη 23).


88      Αποφάσεις Generics (UK) κ.λπ. (σκέψη 97) και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψη 121).


89      Βλ. σημείο 40 των παρουσών προτάσεων. Αντιθέτως, στην αιτιολογική σκέψη 2127 της επίμαχης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η παράβαση είχε αρχίσει αργότερα στη Μάλτα και στην Ιταλία.


90      Η Επιτροπή επίσης έκρινε ότι η παράβαση είχε παύσει νωρίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 6 Ιουλίου 2007, ημερομηνία ακύρωσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 στο Ηνωμένο Βασίλειο (σημείο 26 των παρουσών προτάσεων), καθώς και στις Κάτω Χώρες, στις 12 Δεκεμβρίου 2007, ημερομηνία εισόδου της Apotex στην αγορά (σημείο 27 των παρουσών προτάσεων, το οποίο παραπέμπει στις αιτιολογικές σκέψεις 193 επ. της επίδικης αποφάσεως, στις οποίες διαλαμβάνεται ότι η είσοδος αυτή έλαβε χώρα στις 13 Δεκεμβρίου 2007).


91      Βλ. σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.


92      Επίσης, η Sandoz εισήλθε στην αγορά στις Κάτω Χώρες και στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Μάιο του 2008· ωστόσο, για τις χώρες αυτές, η παράβαση θεωρήθηκε ότι είχε, εν πάση περιπτώσει, τερματιστεί κατά την ημερομηνία αυτή (βλ. υποσημείωση 90 των παρουσών προτάσεων).


93      Περιγράφονται συνοπτικώς στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρατίθενται δε αυτούσια στην αιτιολογική σκέψη 1038 της επίδικης αποφάσεως.


94      Για την αλληλογραφία αυτή έγινε λόγος στο σημείο 209 των παρουσών προτάσεων.


95      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sigma Alimentos Exterior κατά Επιτροπής (C‑50/19 P, EU:C:2021:792, σκέψη 63).


96      Τούτο ισχύει υπό την επιφύλαξη της ορθότητας της ερμηνείας του ίδιου του περιεχομένου της αλληλογραφίας από το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σημείο 209 των παρουσών προτάσεων).


97      Πρβλ. αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63), και της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 130).


98      Πρβλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψεις 81 έως 83), της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 258), και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866, σκέψη 248).


99      Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Toshiba Samsung Storage Technology και Toshiba Samsung Storage Technology Korea κατά Επιτροπής (C‑700/19 P, EU:C:2022:484, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


100      Πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Sony Corporation και Sony Electronics κατά Επιτροπής (C‑697/19 P, EU:C:2022:478, σκέψη 67).


101      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στις υποθέσεις Sony Corporation και Sony Electronics κατά Επιτροπής, Sony Optiarc και Sony Optiarc America κατά Επιτροπής, Quanta Storage κατά Επιτροπής και Toshiba Samsung Storage Technology και Toshiba Samsung Storage Technology Korea κατά Επιτροπής (C‑697/19 P έως C‑700/19 P, EU:C:2021:452, σημεία 100 επ.)· βλ. επίσης αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Masco κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑378/10, EU:T:2013:469, σκέψη 57)· πρβλ. επίσης αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, InnoLux κατά Επιτροπής (T‑91/11, EU:T:2014:92, σκέψη 138), και LG Display και LG Display Taiwan κατά Επιτροπής (T‑128/11, EU:T:2014:88, σκέψη 224).


102      Βλ. νομολογία μνημονευόμενη στο σημείο 238 των παρουσών προτάσεων.


103      Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011 (T‑110/07, EU:T:2011:68).


104      Απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Masco κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑378/10, EU:T:2013:469, σκέψεις 59 επ.).


105      Βλ. σημεία 144 έως 162 των παρουσών προτάσεων.


106      Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 365).


107      Βλ., επ’ αυτού, τις προτάσεις μου στις υποθέσεις Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής (C‑105/04 P, EU:C:2005:751, σημείο 137), και Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑501/11 P, EU:C:2013:248, σημείο 190)· βλ., ομοίως, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψεις 155 και 156), και της 24ης Οκτωβρίου 2013, Kone κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑510/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:696, σκέψεις 40 και 42).


108      Αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (C‑185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψη 128), της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ., κατά Επιτροπής (C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 244 και 303), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑322/07 P, C‑327/07 P και C‑338/07 P, EU:C:2009:500, σκέψη 125).


109      Αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (C‑185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψη 128), της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 244 και 303), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑322/07 P, C‑327/07 P και C‑338/07 P, EU:C:2009:500, σκέψη 125).


110      Αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, Weig κατά Επιτροπής (C‑280/98 P, EU:C:2000:627, σκέψεις 63 και 68), και Sarrió κατά Επιτροπής (C‑291/98 P, EU:C:2000:631, σκέψεις 97 και 99).


111      Αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής (C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 126), και της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψη 165).


112      Αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (C‑185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψη 129), της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 245)· της 30ής Μαΐου 2013, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑70/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:351, σκέψη 57), και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch Austria κατά Επιτροπής (C‑626/13 P, EU:C:2017:54, σκέψη 86).


113      Αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 217 και 218), και της 22ας Οκτωβρίου 2015, AC-Treuhand κατά Επιτροπής (C‑194/14 P, EU:C:2015:717, σκέψη 41).


114      Βλ., επ’ αυτού, σημεία 129 έως 134 και 195 των παρουσών προτάσεων.


115      Βλ., επ’ αυτού, Generics (UK) κ.λπ. (σκέψεις 87 έως 88) και Lundbeck κατά Επιτροπής (σκέψεις 114 και 167).


116      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:28, σημεία 113 και 114, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


117      Βλ., επί του ζητήματος αυτού, τις σημερινές προτάσεις μου στην παράλληλη υπόθεση C‑176/19 P, Επιτροπή κατά Servier κ.λπ.


118      Βλ. σημείο 53 των παρουσών προτάσεων.


119      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


120      ΕΕ 2006, C 210, σ. 2.


121      Βλ. το παράρτημα G.1, το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή απαντώντας στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2016. Βλ. επίσης τον πίνακα που προσκόμισε η Servier ως παράρτημα P.03 στην αίτηση αναιρέσεώς της, ο οποίος βασίζεται στον τρόπο υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στο εν λόγω παράρτημα G.1. Κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογισμού, το τελικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε για τη συμφωνία διακανονισμού Lupin όσον αφορά έκαστο κράτος μέλος προκύπτει ως εξής: [(Προσαρμοσμένη αξία πωλήσεων x μεταβλητό ποσό) x διάρκεια] + [Aξία πωλήσεων x πρόσθετο ποσό] (το πρόσθετο ποσό καθορίστηκε σε 0 στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού Lupin· βλ. αιτιολογική σκέψη 3139 της επίδικης αποφάσεως). Τα κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτοντα ποσά όσον αφορά έκαστο κράτος μέλος αθροίζονται εν συνεχεία για καθεμία από τις συμφωνίες.


122      Αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψεις 60 έως 62 και 693 έως 695), και της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑466/17, EU:T:2019:671, σκέψεις 56 έως 58).


123      Τούτο υπό την επιφύλαξη των συνεπειών της προκειμένης ακυρώσεως επί της διαπιστώσεως της παραβάσεως που συνιστά η συμφωνία διακανονισμού με τη Lupin έναντι της Lupin (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., C‑310/97 P, EU:C:1999:407, σκέψεις 49 επ.).