Language of document : ECLI:EU:C:2024:42

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 9ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Acte éclairé – Απόφαση 2006/928/ΕΚ– Μηχανισμός για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου της Ρουμανίας όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς – Φύση και έννομα αποτελέσματα – Δεσμευτικός χαρακτήρας για τη Ρουμανία – Άμεσο αποτέλεσμα των στόχων αναφοράς – Υποχρέωση καταπολέμησης της διαφθοράς εν γένει και ιδίως της διαφθοράς υψηλού επίπεδου – Υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίζουν αποτρεπτικές και αποτελεσματικές ποινικές κυρώσεις – Προθεσμία παραγραφής του αξιοποίνου – Απόφαση Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ανίσχυρη εθνική διάταξη που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας αυτής – Συστημικός κίνδυνος ατιμωρησίας – Αρχή “ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ νόμου” – Απαιτήσεις προβλεψιμότητας και σαφήνειας του ποινικού νόμου – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Εθνικό πρότυπο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Υποχρέωση των δικαστηρίων κράτους μέλους να αφήνουν ανεφάρμοστες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή/και του ανώτατου δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους σε περίπτωση μη συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑131/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Brașov (εφετείο Brașov, Ρουμανία) με απόφαση της 2ας Μαρτίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Μαρτίου 2023, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά των

C.A.A.,

C.V.,

παρισταμένων των:

Parchetul de pe lângă Înalta Curte de Casație și Justiție — Direcția Națională Anticorupție — Serviciul Teritorial Brașov,

Unitatea Administrativ Teritorială Județul Brașov,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Spineanu-Matei, πρόεδρο τμήματος, Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του ενάτου τμήματος, και L. S. Rossi, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: Α. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης η οποία καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου K.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 26 Ιουλίου 1995 και επισυνάπτεται ως παράρτημα στην πράξη του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1995 (ΕΕ 1995, C 316, σ. 49, στο εξής: Σύμβαση ΠΟΣ), της απόφασης 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς (ΕΕ 2006, L 354, σ. 56), των άρθρων 49, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, και 53 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο έκτακτων ένδικων μέσων που άσκησαν οι C.A.A. και C.V., ζητώντας την εξαφάνιση των αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί εις βάρος τους για τα αδικήματα της αθέμιτης χρήσης επιρροής, της παθητικής δωροδοκίας και της κατάχρησης εξουσίας, όσον αφορά τον C.A.A., και της κατάχρησης εξουσίας, όσον αφορά τον C.V.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η απόφαση 2006/928 εκδόθηκε, στο πλαίσιο της προσχώρησης της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία προβλεπόταν για την 1η Ιανουαρίου 2007, βάσει, μεταξύ άλλων, των άρθρων 37 και 38 της Πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2005, L 157, σ. 203), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2007.

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 6 και 9 της απόφασης αυτής έχουν ως εξής:

«(1)      Η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στο κράτος δικαίου, κοινή αρχή σε όλα τα κράτη μέλη.

(2)      Οι τομείς της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και της εσωτερικής αγοράς, οι οποίοι δημιουργήθηκαν με τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη ότι οι διοικητικές και δικαστικές αποφάσεις καθώς και οι πρακτικές όλων των κρατών μελών σέβονται πλήρως το κράτος δικαίου.

(3)      Αυτό προϋποθέτει για όλα τα κράτη μέλη την ύπαρξη αμερόληπτου, ανεξάρτητου και αποτελεσματικού δικαστικού και διοικητικού συστήματος κατάλληλα εξοπλισμένου, μεταξύ άλλων, για την καταπολέμηση της διαφθοράς.

(4)      Την 1η Ιανουαρίου 2007, η Ρουμανία θα καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή, αν και διαπίστωσε τις σημαντικές προσπάθειες για να ολοκληρωθεί η προετοιμασία της Βουλγαρίας για την προσχώρηση, εντόπισε, στην έκθεσή της της 26ης Σεπτεμβρίου 2006, εκκρεμή ζητήματα, ιδίως όσον αφορά την ευθύνη και την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος και των φορέων επιβολής του νόμου, όπου είναι απαραίτητη η περαιτέρω πρόοδος για να διασφαλιστεί η ικανότητά τους να εφαρμόζουν και να επιβάλλουν τα μέτρα που θεσπίστηκαν για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς και του τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης.

(5)      Το άρθρο 37 της Πράξης Προσχώρησης εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα εάν η Ρουμανία παραλείψει να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε, με κίνδυνο να προξενήσει βλάβη στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Το άρθρο 38 της Πράξης Προσχώρησης εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα εάν στη Ρουμανία ανακύψουν σοβαρές ελλείψεις όσον αφορά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, την πορεία της υλοποίησης ή την εφαρμογή των πράξεων που θεσπίστηκαν βάσει του Τίτλου VΙ της συνθήκης ΕΕ και των πράξεων που θεσπίστηκαν βάσει του Τίτλου IV της συνθήκης ΕΚ.

(6)      Τα εκκρεμούντα ζητήματα της ευθύνης και αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος και των φορέων επιβολής του νόμου απαιτούν τη δημιουργία ενός μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου της Ρουμανίας όσον αφορά την επίτευξη ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς.

[…]

(9)      Η παρούσα απόφαση θα πρέπει να τροποποιηθεί εάν η εκτίμηση της Επιτροπής επισημάνει την ανάγκη προσαρμογής των στόχων αναφοράς. Η παρούσα απόφαση θα πρέπει να ανακληθεί όταν θα έχουν εκπληρωθεί ικανοποιητικά όλοι οι στόχοι αναφοράς.»

5        Το άρθρο 1 της απόφασης 2006/928 προβλέπει τα εξής:

«Η Ρουμανία θα υποβάλλει, έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, και για πρώτη φορά έως τις 31 Μαρτίου 2007, έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε σχέση με την εκπλήρωση του κάθε στόχου αναφοράς που προβλέπεται στο παράρτημα.

Η Επιτροπή δύναται, ανά πάσα στιγμή, να παράσχει τεχνική βοήθεια μέσω διαφόρων δραστηριοτήτων ή να συγκεντρώσει και να ανταλλάξει πληροφορίες σχετικά με τους στόχους αναφοράς. Επίσης, η Επιτροπή δύναται, ανά πάσα στιγμή, να διοργανώσει αποστολές εμπειρογνωμόνων στη Ρουμανία για το σκοπό αυτό. Οι ρουμανικές αρχές παρέχουν την αναγκαία υποστήριξη για το σκοπό αυτό.»

6        Το παράρτημα της απόφασης αυτής έχει ως εξής:

«Οι προς επίτευξη στόχοι αναφοράς για τη Ρουμανία, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 1, είναι:

1)      Να διασφαλιστεί διαφανέστερη και αποτελεσματικότερη δικαστική διαδικασία ιδίως με την ενίσχυση της ικανότητας και της υποχρέωσης λογοδοσίας του Ανώτατου Διοικητικού Συμβουλίου του Δικαστικού Σώματος. Να αναφέρεται και να παρακολουθείται ο αντίκτυπος του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και Ποινικής Δικονομίας.

2)      Να συσταθεί, όπως προβλέπεται, οργανισμός ακεραιότητας με αρμοδιότητες όσον αφορά τον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων, την έλλειψη συμμόρφωσης και την ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων, καθώς και την έκδοση δεσμευτικών αποφάσεων βάσει των οποίων μπορούν να επιβληθούν αποτρεπτικές ποινές.

3)      Να ενισχυθεί η πραγματοποιηθείσα πρόοδος, να συνεχιστεί η διεξαγωγή επίσημων, αμερόληπτων ερευνών για καταγγελίες διαφθοράς υψηλού επιπέδου.

4)      Να λαμβάνονται περαιτέρω μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς, ιδίως στο πλαίσιο των τοπικών αρχών.»

 Το ρουμανικό δίκαιο

 Το ρουμανικό Σύνταγμα

7        Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) κατοχυρώνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του Constituția României (ρουμανικού Συντάγματος) κατά το οποίο: «[ο] νόμος ισχύει μόνο για το μέλλον, εξαιρουμένων των επιεικέστερων ποινικών ή περί παραβάσεων νόμων».

8        Το άρθρο 147, παράγραφοι 1 και 4, του ρουμανικού Συντάγματος ορίζει τα εξής:

«1.      Οι ισχύουσες διατάξεις νόμων και διαταγμάτων, καθώς και οι διατάξεις των κανονισμών, οι οποίες έχουν κριθεί αντισυνταγματικές παύουν να παράγουν έννομα αποτελέσματα σαράντα πέντε ημέρες μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως του Curtea Constituțională [(Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ρουμανία)] αν, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, το Κοινοβούλιο ή η Κυβέρνηση, κατά περίπτωση, δεν ευθυγραμμίσει τις αντισυνταγματικές διατάξεις με τις διατάξεις του Συντάγματος. Καθ’ όλη την περίοδο αυτή, η ισχύς των διατάξεων που κρίθηκαν αντισυνταγματικές αναστέλλεται αυτοδικαίως.

[…]

4.      Οι αποφάσεις του Curtea Constituțională [(Συνταγματικού Δικαστηρίου)] δημοσιεύονται στη Monitorul Oficial al României. Από την ημερομηνία δημοσιεύσεως, οι αποφάσεις αυτές αποκτούν γενική δεσμευτική ισχύ και παράγουν έννομα αποτελέσματα μόνο για το μέλλον».

 Η ποινική νομοθεσία

9        Την 1η Φεβρουαρίου 2014 τέθηκε σε ισχύ ο Legea nr. 286/2009, privind Codul penal (νόμος 286/2009, περί του ποινικού κώδικα), της 17ης Ιουλίου 2009 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 510 της 24ης Ιουλίου 2009, στο εξής: ποινικός κώδικας).

10      Το περιεχόμενο της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του ρουμανικού Συντάγματος, διευκρινίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα, κατά το οποίο:

«Αν από την τέλεση του αδικήματος έως την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις ποινικών νόμων, εφαρμόζεται η επιεικέστερη διάταξη».

11      Το άρθρο 154, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα έχει ως εξής:

«Οι προθεσμίες παραγραφής της ποινικής ευθύνης είναι οι ακόλουθες:

a) 15 έτη, όταν η τελεσθείσα αξιόποινη πράξη τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή ποινή καθείρξεως άνω των 20 ετών·

b) 10 έτη, όταν η τελεσθείσα αξιόποινη πράξη τιμωρείται με κάθειρξη άνω των 10 ετών, η οποία όμως δεν υπερβαίνει τα 20 έτη·

c) 8 έτη, όταν η τελεσθείσα αξιόποινη πράξη τιμωρείται με κάθειρξη άνω των 5 ετών, η οποία όμως δεν υπερβαίνει τα 10 έτη·

d) 5 έτη, όταν η τελεσθείσα αξιόποινη πράξη τιμωρείται με ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους, η οποία όμως δεν υπερβαίνει τα 5 έτη·

e) 3 έτη, όταν η τελεσθείσα αξιόποινη πράξη τιμωρείται με ποινή φυλάκισης η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή με πρόστιμο».

12      Πριν από την έναρξη ισχύος του ποινικού κώδικα, η διάταξη που ρύθμιζε τη διακοπή των προθεσμιών παραγραφής επί ποινικών υποθέσεων προέβλεπε τα εξής:

«Η προβλεπόμενη στο άρθρο 122 προθεσμία παραγραφής διακόπτεται με τη διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης η οποία πρέπει, κατά νόμον, να κοινοποιείται στον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας».

13      Μετά την τροποποίησή του από τον νόμο 286/2009, το άρθρο 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα όριζε τα εξής:

«Η προθεσμία παραγραφής της ποινικής ευθύνης διακόπτεται με τη διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης στην υπόθεση.»

14      Το εν λόγω άρθρο 155, παράγραφος 1, τροποποιήθηκε ως ακολούθως από την Ordonanța de urgență a Guvernului nr. 71/2022, pentru modificarea articolului 155 alineatul (1) din Legea nr. 286/2009 privind Codul penal (πράξη νομοθετικού περιεχομένου 71/2022, περί τροποποιήσεως του άρθρου 155, παράγραφος 1, του νόμου 286/2009 περί του ποινικού κώδικα), της 30ής Μαΐου 2022 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 531 της 30ής Μαΐου 2022, στο εξής: OUG 71/2022):

«Η προθεσμία παραγραφής της ποινικής ευθύνης διακόπτεται με τη διενέργεια στην υπόθεση οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης η οποία πρέπει, κατά νόμον, να κοινοποιείται στον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο.»

15      Το άρθρο 426 του Legea nr. 135/2010, privind Codul de procedură penală (νόμου 135/2010, περί κώδικα ποινικής δικονομίας), της 1ης Ιουλίου 2010 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 486 της 15ης Ιουλίου 2010), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, με τίτλο «Άσκηση του έκτακτου ένδικου μέσου της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας», προβλέπει στο στοιχείο b τα εξής:

«Το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας μπορεί να ασκηθεί κατά αμετάκλητων ποινικών αποφάσεων στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

b)      οσάκις ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί, ενώ υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη λόγου παύσης της ποινικής δίωξης.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Με ποινική απόφαση της 30ής Απριλίου 2020 του Tribunalul Brașov (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Brașov, Ρουμανία), η οποία κατέστη αμετάκλητη με ποινική απόφαση του Curtea de Apel Brașov (εφετείο Brașov, Ρουμανία) της 1ης Φεβρουαρίου 2022, οι C.A.A. και C.V. κρίθηκαν ένοχοι, ο μεν C.A.A. για παθητική δωροδοκία, αθέμιτη χρήση επιρροής και κατάχρηση εξουσίας, ο δε C.V. για κατάχρηση εξουσίας, σε σχέση με διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων στη Ρουμανία. Ο C.A.A. καταδικάστηκε σε κάθειρξη επτά ετών και δέκα μηνών, με παρεπόμενη ποινή πενταετούς απαγόρευσης άσκησης ορισμένων δικαιωμάτων. Ο C.V. καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών με τριετή αναστολή.

17      Την 1η Φεβρουαρίου 2022 το Tribunalul Brașov (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Brașov) εξέδωσε, βάσει της καταδικαστικής απόφασης, ένταλμα σύλληψης προς τον σκοπό εκτέλεσης της ποινής κάθειρξης κατά του C.A.A.

18      Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε εθνική νομολογία σχετική το άρθρο 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 286/2009, η οποία ενδέχεται να επηρεάζει καθοριστικά την κατάσταση των αιτούντων της κύριας δίκης.

19      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει, πρώτον, ότι το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο), με την απόφασή του αριθ. 297 της 26ης Απριλίου 2018, δημοσιευθείσα στις 25 Ιουνίου 2018 [στο εξής: απόφαση αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου)], έκανε δεκτή ένσταση περί αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διάταξης, καθόσον αυτή προέβλεπε ότι η προθεσμία παραγραφής της ποινικής ευθύνης διακόπτεται με τη διενέργεια «οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης».

20      Το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) επισήμανε ιδίως ότι η εν λόγω διάταξη στερείτο προβλεψιμότητας και ότι παραβίαζε την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ νόμου», καθόσον η φράση «οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης» περιλάμβανε και πράξεις που δεν κοινοποιούνταν στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο, μην παρέχοντας, επομένως, στο εν λόγω πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωρίζει ότι είχε αρχίσει νέα προθεσμία παραγραφής της ποινικής του ευθύνης.

21      Το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) διαπίστωσε επίσης ότι το άρθρο 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα, ως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του νόμου 286/2009, πληρούσε τις απαιτήσεις προβλεψιμότητας που επιβάλλουν οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις, δεδομένου ότι προέβλεπε τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου μόνο με τη διενέργεια πράξης η οποία, κατά νόμον, έπρεπε να κοινοποιηθεί στον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο.

22      Δεύτερον, από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι, επί πολλά έτη, ο εθνικός νομοθέτης δεν παρενέβη κατόπιν της αποφάσεως αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), για να αντικαταστήσει την κριθείσα ως αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα.

23      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο), με την απόφασή του αριθ. 358 της 26ης Μαΐου 2022, δημοσιευθείσα στις 9 Ιουνίου 2022 [στο εξής: απόφαση αριθ. 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου)], έκανε δεκτή νέα ένσταση αντισυνταγματικότητας του άρθρου 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα. Με την απόφαση αυτή, το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) διασαφήνισε ότι η απόφασή του αριθ. 297/2018 ενείχε νομικό χαρακτήρα «απλής» αποφάσεως περί κηρύξεως αντισυνταγματικότητας. Επισημαίνοντας τη μη παρέμβαση του νομοθέτη κατόπιν της εν λόγω αποφάσεως αριθ. 297/2018, καθώς και το γεγονός ότι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της τελευταίας αυτής αποφάσεως και της αδράνειας του νομοθέτη είχε διαμορφώσει μια νέα κατάσταση στην οποία εξέλιπε η σαφήνεια και η προβλεψιμότητα όσον αφορά τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου, η οποία κατάσταση είχε οδηγήσει σε μη ομοιόμορφη δικαστική πρακτική, το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) διευκρίνισε ότι, μεταξύ της δημοσίευσης της εν λόγω αποφάσεως αριθ. 297/2018 και της έναρξης ισχύος κανονιστικής πράξης καθορίζουσας τον εφαρμοστέο κανόνα, «το [ρουμανικό] θετικό δίκαιο δεν [προέβλεπε] κανέναν λόγο διακοπής της παραγραφής του αξιοποίνου».

24      Τέταρτον, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι στις 30 Μαΐου 2022, ήτοι μετά την έκδοση της αποφάσεως αριθ. 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), αλλά πριν από τη δημοσίευσή της, η Ρουμανική Κυβέρνηση, ενεργώντας ως κατ’ εξουσιοδότηση νομοθέτης, εξέδωσε την OUG 71/2022, η οποία τέθηκε σε ισχύ την ίδια ημέρα και με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα κατά το οποίο η προθεσμία παραγραφής του αξιοποίνου διακόπτεται με τη διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης χρήζουσας κοινοποίησης στον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο.

25      Πέμπτον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, με την απόφασή του αριθ. 67/2022 της 25ης Οκτωβρίου 2022, δημοσιευθείσα στις 28 Νοεμβρίου 2022, το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) διευκρίνισε ότι, στο ρουμανικό δίκαιο, οι κανόνες περί διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου εμπίπτουν στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και ότι, συνεπώς, υπόκεινται στην αρχή της μη αναδρομικής εφαρμογής του ποινικού νόμου, με την επιφύλαξη της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), όπως αυτή κατοχυρώνεται, ιδίως, στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του ρουμανικού Συντάγματος.

26      Κατά συνέπεια, το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) έκρινε ότι κατά αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί, καταρχήν, να ασκηθεί έκτακτο ένδικο μέσο αίτησης επανάληψης της διαδικασίας στηριζόμενης στα αποτελέσματα των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) θεωρούμενων ως επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior). Τέτοια δυνατότητα, ωστόσο, δεν υφίσταται όταν το εφετείο έχει ήδη εξετάσει το ζήτημα της παραγραφής του αξιοποίνου κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση.

27      Ο C.A.A. και ο C.V. άσκησαν έκτακτα ένδικα μέσα αίτησης επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του Curtea de Apel Brașov (εφετείο Brașov), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αιτούμενοι, βάσει του άρθρου 426, στοιχείο b, του νόμου 135/2010, περί κώδικα ποινικής δικονομίας, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, την εξαφάνιση της ποινικής αποφάσεως της 30ής Απριλίου 2020 που αναφέρεται στη σκέψη 16 της παρούσας διατάξεως, ισχυριζόμενοι ότι είχαν καταδικαστεί καίτοι υπήρχαν αποδείξεις περί συνδρομής λόγου παύσης της ποινικής δίωξης, ήτοι της παρέλευσης της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου. Στις 21 Ιουνίου 2022, ημερομηνία κατά την οποία άσκησε το έκτακτο ένδικο μέσο αίτησης επανάληψης της διαδικασίας, ο C.A.A. εξέτιε την ποινή του.

28      Προς στήριξη των αιτήσεών τους, οι αιτούντες της κύριας δίκης επικαλούνται, βάσει της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), την παραγραφή του αξιοποίνου συνεπεία των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου).

29      Οι εν λόγω αιτούντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), ήτοι την 25η Ιουνίου 2018, έως την ημερομηνία δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 358/2022, ήτοι την 9η Ιουνίου 2022, το ρουμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε κανέναν λόγο διακοπής της παραγραφής του αξιοποίνου.

30      Ωστόσο, το γεγονός ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ημερομηνιών αυτών, το θετικό δίκαιο δεν προέβλεπε κανέναν λόγο διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου συνιστά αφ’ εαυτού επιεικέστερο ποινικό νόμο, ο οποίος θα έπρεπε να εφαρμοστεί υπέρ των αιτούντων σύμφωνα με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), η οποία κατοχυρώνεται από το ρουμανικό Σύνταγμα.

31      Αν γίνει δεκτή μια τέτοια ερμηνεία, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας τέλεσης των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκαν οι αιτούντες της κύριας δίκης, η προθεσμία παραγραφής που προβλέπεται για τα αδικήματα αυτά θα είχε παρέλθει πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση με την οποία καταδικάστηκαν οι αιτούντες της κύριας δίκης, περίσταση η οποία θα συνεπαγόταν την περάτωση της ποινικής διαδικασίας και την αδυναμία καταδίκης των αιτούντων.

32      Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η ερμηνεία που προβάλλουν οι αιτούντες της κύριας δίκης συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Το εν λόγω δικαστήριο αναφέρει, καταρχάς, ότι η ερμηνεία αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή τους από την ποινική ευθύνη για αδικήματα διαφθοράς, καίτοι η απόφαση 2006/928 υποχρεώνει τη Ρουμανία να καταπολεμά τα αδικήματα αυτά με αποτελεσματικό και αποτρεπτικό τρόπο.

33      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά τόσο αδικήματα διαφθοράς υπό στενή έννοια, ήτοι αδικήματα παθητικής δωροδοκίας και αθέμιτης χρήσης επιρροής σε σχέση με διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, όσο και αδικήματα που εξομοιώνονται με αδικήματα διαφθοράς, ήτοι αδικήματα κατάχρησης εξουσίας που διαπράχθηκαν επίσης στο πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων από δημόσιους υπαλλήλους, ένας εκ των οποίων κατείχε ιδιαίτερα σημαντική θέση σε τοπική διοικητική αρχή.

34      Ακολούθως, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η ερμηνεία που προέβαλαν οι αιτούντες της κύριας δίκης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή τους από την ποινική ευθύνη, πρέπει επίσης να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ. Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι διατάξεις αυτές, οι οποίες αφορούν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, είναι εν προκειμένω εφαρμοστέες, διότι τα επίμαχα στην κύρια δίκη αδικήματα διαπράχθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν με πόρους του Δημοσίου και υπόκεινται σε φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).

35      Το εν λόγω δικαστήριο προσθέτει, συναφώς, ότι ο προϋπολογισμός της Ένωσης χρηματοδοτείται, μεταξύ άλλων, από τα ποσά που καταβάλλουν τα κράτη μέλη, τα οποία αντιστοιχούν σε ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος. Κατά συνέπεια, οι πράξεις που θίγουν τον εθνικό προϋπολογισμό έχουν αντίκτυπο στο ποσό της συνεισφοράς του κράτους μέλους στον προϋπολογισμό της Ένωσης, επηρεάζοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, έμμεσα τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

36      Τέλος, κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί επίσης υπό το πρίσμα του άρθρου 49, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, και του άρθρου 53 του Χάρτη, δεδομένου ότι, ανάλογα με την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο, το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε να υποχρεωθεί να εφαρμόσει την αρχή του επιεικέστερου ποινικού νόμου και να εξακριβώσει αν τα εθνικά πρότυπα προστασίας που απορρέουν από τις συνέπειες που αποδίδονται στις αποφάσεις του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) συνάδουν με την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης.

37      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι συνέπειες των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) επί της παραγραφής της ποινικής ευθύνης οδήγησαν στην περάτωση της ποινικής διαδικασίας σε ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό υποθέσεων, με αποτέλεσμα να προκληθεί σημαντική ζημία, καθώς και στην επανάληψη της διαδικασίας σε υποθέσεις που είχαν κριθεί αμετάκλητα κατά την περίοδο από τις 25 Ιουνίου 2018, ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), έως τις 30 Μαΐου 2022, ημερομηνία έναρξης ισχύος της OUG 71/2022, υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα ολόκληρου του δικαστικού συστήματος, το οποίο στερήθηκε ένα ουσιώδες μέσο για την καταπολέμηση της διαφθοράς.

38      Περαιτέρω, η Επιτροπή εξέφρασε, στην έκθεσή της της 22ας Νοεμβρίου 2022 προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο στη Ρουμανία στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεργασίας και ελέγχου [COM(2022) 664 final], τις ανησυχίες της σχετικά με τις σοβαρές επιπτώσεις της νομολογίας αυτής σε εν εξελίξει ποινικές υποθέσεις, ιδίως σε υποθέσεις διαφθοράς.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Brașov (εφετείο Brașov) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, [ΣΕΕ], το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της [Σύμβασης ΠΟΣ] και η απόφαση [2006/928] την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή απόφασης του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ρουμανία) με την οποία κρίθηκε αναδρομικώς ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι διακοπής της παραγραφής, ενώ υφίσταται ευρέως αποδεκτή και πάγια νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, περιλαμβανομένου του [Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ρουμανία)], η δε εφαρμογή της επίμαχης απόφασης ενέχει συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας λόγω της επανεξέτασης σημαντικού αριθμού ποινικών υποθέσεων οι οποίες έχουν κριθεί αμετάκλητα και της έκδοσης, κατόπιν άσκησης έκτακτου ενδίκου μέσου, απόφασης περί παύσης της ποινικής δίωξης καθόσον είχε παρέλθει ο χρόνος παραγραφής;

2)      Έχει η αρχή της υπεροχής του δικαίου [της Ένωσης], ερμηνευόμενη κατ’ εφαρμογήν της απόφασης [2006/928] και με γνώμονα το άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος (αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ποινικού νόμου), του [Χάρτη], την έννοια ότι αντιτίθεται σε επανεξέταση, κατά το στάδιο εκτέλεσης της ποινής, της παραγραφής της ποινικής ευθύνης κατόπιν άσκησης έκτακτου ενδίκου μέσου, οσάκις το εν λόγω ένδικο μέσο ασκήθηκε κατόπιν αποφάσεως του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), εκδοθείσας αφού οι καταδικαστικές αποφάσεις κατέστησαν αμετάκλητες, η οποία ανατρέπει ευρέως αποδεκτή και πάγια νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, και οσάκις, κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπονομεύεται ο αποτρεπτικός και αποτελεσματικός χαρακτήρας των ποινών, καθώς και η ασφάλεια και σταθερότητα των εννόμων σχέσεων;

3)      Επιτρέπει η αρχή της υπεροχής του δικαίου [της Ένωσης], ερμηνευόμενη με γνώμονα το άρθρο 53 του [Χάρτη], την εφαρμογή εθνικών προτύπων προστασίας, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, τα οποία εγγυάται το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους και απορρέουν από τα αποτελέσματα των αποφάσεων του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), οσάκις θίγεται η αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης εντός του κράτους μέλους;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

40      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 2023, η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση ανεστάλη έως την έκδοση της αποφάσεως στην υπόθεση Lin (C‑107/23 PPU).

41      Μετά την έκδοση από το Δικαστήριο της απόφασής του στην υπόθεση Lin (C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606) στις 24 Ιουλίου 2023, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε την ίδια μέρα την επανάληψη της διαδικασίας.

42      Το αιτούν δικαστήριο, στο οποίο η Γραμματεία γνωστοποίησε την ανωτέρω απόφαση, ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι ενέμενε στην αίτησή προδικαστικής αποφάσεως.

43      Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδικασθεί η υπό κρίση υπόθεση κατά την ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

44      Δεδομένου ότι το Δικαστήριο αποφάσισε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας, παρέλκει πλέον η εξέταση του αιτήματος αυτού.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

45      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, καθόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί επ’ αυτών [απόφαση της 21ης Μαρτίου 2023, Mercedes-Benz Group (Ευθύνη κατασκευαστών οχημάτων εξοπλισμένων με συστήματα αναστολής), C‑100/21, EU:C:2023:229, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

46      Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί [απόφαση της 21ης Μαρτίου 2023, Mercedes-Benz Group (Ευθύνη κατασκευαστών οχημάτων εξοπλισμένων με συστήματα αναστολής), C‑100/21, EU:C:2023:229, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

47      Εν προκειμένω, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορά, ιδίως, την ερμηνεία του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ, των οποίων σκοπός είναι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

48      Επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 16 της παρούσας διατάξεως, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά αδικήματα παθητικής δωροδοκίας, αθέμιτης χρήσης επιρροής και κατάχρησης εξουσίας, που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων στη Ρουμανία.

49      Ωστόσο, σε αντίθεση με τα επίμαχα αδικήματα διαφθοράς σε ορισμένες από τις επίμαχες διαφορές στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ. (C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034), τα οποία διαπράχθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων που χρηματοδοτούνταν εν μέρει από ευρωπαϊκούς πόρους, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης θίγονται από τα αδικήματα που αποτελούν αντικείμενο της κύριας δίκης.

50      Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο ΦΠΑ εφαρμόστηκε στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι θίγονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Ομοίως, δεν αρκεί το γεγονός, στο οποίο αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, ότι τα αδικήματα που διαπράχθηκαν θίγουν τον εθνικό προϋπολογισμό, όπερ θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στο ποσό της συνεισφοράς της Ρουμανίας στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

51      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, κατά το μέτρο που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ, ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, είναι, κατά το μέτρο αυτό, προδήλως απαράδεκτο.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

52      Δυνάμει του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, όταν η απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία.

53      Υπενθυμίζεται επίσης ότι η δικαστική συνεργασία την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ στηρίζεται σε σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων. Αφενός, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εφαρμόζει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά μόνο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των Συνθηκών και των πράξεων των θεσμικών οργάνων, των λοιπών οργάνων ή των οργανισμών της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România», C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 201 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Αφετέρου, σύμφωνα με το σημείο 11 των συστάσεων του Δικαστηρίου προς τα εθνικά δικαστήρια σχετικά με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2019, C 380, σ. 1), εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αντλήσει τις συγκεκριμένες συνέπειες της απαντήσεως του Δικαστηρίου για τις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιόν του (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Roche Lietuva, C‑413/17, EU:C:2018:865, σκέψη 43).

54      Εν προκειμένω, παρά τις αμφιβολίες που εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το αιτούν δικαστήριο συνάγεται σαφώς από τις αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ. (C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034), και της 24ης Ιουλίου 2023, Lin (C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606). Συνεπώς, το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

55      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 53 της παρούσας διατάξεως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αντλήσει τις συγκεκριμένες συνέπειες της ερμηνείας που απορρέει από την εν λόγω νομολογία του Δικαστηρίου για την υπόθεση της κυρίας δίκης.

56      Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, αφορούν, κατά το μέτρο που είναι παραδεκτά, την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 49, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, και του άρθρου 53 του Χάρτη, καθώς και της αποφάσεως 2006/928.

57      Εντούτοις, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου από τις οποίες προκύπτουν τα ερωτήματα αυτά αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία, αφενός, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που επιβάλλουν στα κράτη μέλη να καταπολεμούν αποτελεσματικά τη διαφθορά και, αφετέρου, των εγγυήσεων που απορρέουν από την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ νόμου».

58      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να εξετασθούν με αποκλειστικό γνώμονα την απόφαση 2006/928 και τα άρθρα 49, παράγραφος 1, και 53 του Χάρτη.

59      Κατά συνέπεια, με τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη έχουν την έννοια ότι τα δικαστήρια κράτους μέλους οφείλουν να μην εφαρμόζουν, αφενός, τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους που καθιστούν ανίσχυρη εθνική νομοθετική διάταξη που ρυθμίζει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας παραγραφής σε ποινικές υποθέσεις, επειδή παραβιάζει την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ νόμου» όσον αφορά τις απαιτήσεις της σχετικά με την προβλεψιμότητα και τη σαφήνεια του ποινικού νόμου και, αφετέρου, απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους από την οποία προκύπτει ότι οι κανόνες που διέπουν τους λόγους αυτούς διακοπής, όπως οι κανόνες αυτοί απορρέουν από τη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, μπορούν να εφαρμόζονται αναδρομικά ως επιεικέστερος ποινικός νόμος (lex mitior) προκειμένου να αμφισβητηθούν αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, εξυπακουομένου ότι οι αποφάσεις αυτές συνεπάγονται ότι ένας σημαντικός αριθμός ποινικών υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων υποθέσεων σχετικών με αδικήματα διαφθοράς, θα τεθούν στο αρχείο λόγω παραγραφής του αξιοποίνου.

 Επί της παραβάσεως της υποχρέωσης που υπέχει η Ρουμανία για αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς

60      Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει ότι η απόφαση 2006/928 παραμένει, εφόσον δεν έχει ανακληθεί, δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της για τη Ρουμανία, καθώς και ότι οι στόχοι αναφοράς οι οποίοι περιλαμβάνονται στο παράρτημά της, αφενός, έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν ότι το κράτος μέλος αυτό σέβεται το κράτος δικαίου ως αξία που διακηρύσσεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ και, αφετέρου, έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για το εν λόγω κράτος μέλος, υπό την έννοια ότι η Ρουμανία οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προς επίτευξη των στόχων αναφοράς, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη, όπως επιτάσσει η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τις εκθέσεις τις οποίες καταρτίζει η Επιτροπή βάσει της ως άνω αποφάσεως, και ιδίως τις συστάσεις που διατυπώνονται στις εκθέσεις αυτές (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 175).

61      Στους στόχους αναφοράς του παραρτήματος της απόφασης 2006/928 περιλαμβάνονται οι στόχοι να «ενισχυθεί η πραγματοποιηθείσα πρόοδος, να συνεχιστεί η διεξαγωγή επίσημων, αμερόληπτων ερευνών για καταγγελίες διαφθοράς υψηλού επιπέδου» (τρίτος στόχος αναφοράς) και να «λαμβάνονται περαιτέρω μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς, ιδίως στο πλαίσιο των τοπικών αρχών» (τέταρτος στόχος αναφοράς).

62      Από τους εν λόγω στόχους αναφοράς, οι οποίοι έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τη Ρουμανία, προκύπτει ότι η απόφαση 2006/928 θεσπίζει την υποχρέωση της Ρουμανίας να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τη διαφθορά εν γένει και, ειδικότερα, τη διαφθορά υψηλού επιπέδου, ιδίως στο πλαίσιο των τοπικών αρχών. Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο C.A.A. κατείχε σημαντική διευθυντική θέση σε τοπική αρχή της Ρουμανίας.

63      Προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις επιταγές της αποφάσεως αυτής, οι οποίες απαιτούν την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, η Ρουμανία οφείλει να προβλέπει αποτελεσματικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψεις 190 και 191).

64      Πέραν τούτου, εναπόκειται στη Ρουμανία να διασφαλίσει ότι οι κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας της καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική καταστολή των αδικημάτων διαφθοράς. Επομένως, αν και οι προβλεπόμενες κυρώσεις και οι ποινικές διαδικασίες που θεσπίζονται για την καταπολέμηση των εν λόγω αδικημάτων εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του εν λόγω κράτους μέλους, η αρμοδιότητα αυτή περιορίζεται, ωστόσο, όχι μόνον από τις αρχές της αναλογικότητας και της ισοδυναμίας, αλλά και από την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία επιβάλλει να είναι οι εν λόγω κυρώσεις αποτελεσματικές και αποτρεπτικές. Η απαίτηση αυτή της αποτελεσματικότητας εκτείνεται κατ’ ανάγκην τόσο στη δίωξη και στις κυρώσεις των αδικημάτων διαφθοράς όσο και στην εφαρμογή των ποινών που επιβάλλονται, καθόσον, ελλείψει αποτελεσματικής εκτέλεσής τους, οι κυρώσεις δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικές και αποτρεπτικές (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 192).

65      Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, όπως συνοψίζονται στις σκέψεις 18 έως 26 της παρούσας διατάξεως, προκύπτει, αφενός, ότι, κατ’ εφαρμογήν των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 25ης Ιουνίου 2018, ημερομηνίας δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 297/2018, και της 30ής Μαΐου 2022, ημερομηνίας έναρξης ισχύος της OUG 71/2022, το ρουμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε καμία περίπτωση διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου και ότι, αφετέρου, κατά την απόφαση αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), είναι δυνατή η επίκληση του κανόνα που απορρέει από την ως άνω νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), ακόμη και για την αμφισβήτηση αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων.

66      Όσον αφορά τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που μπορεί να συνδέονται με την εν λόγω νομολογία, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η εφαρμογή, ως επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), του κανόνα που απορρέει από τις αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), σύμφωνα με τον οποίο, κατά το χρονικό διάστημα που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη, το ρουμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε λόγους διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου, θα συνεπαγόταν ότι η προθεσμία παραγραφής, που προβλέπεται για τα επίμαχα στην κύρια δίκη αδικήματα, θα είχε παρέλθει πριν καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη των αιτούντων της κύριας δίκης, με αποτέλεσμα την παύση της ποινικής δίωξης και την αδυναμία καταδίκης των αιτούντων.

67      Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι οι αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) δύνανται να επηρεάσουν «ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό υποθέσεων», συμπεριλαμβανομένων υποθέσεων οι δίκες επί των οποίων έχουν περατωθεί με την έκδοση αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων οι οποίες θα μπορούσαν να προσβληθούν εκ νέου μέσω εκτάκτων ένδικων μέσων όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης.

68      Επιπλέον, τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην μνημονευόμενη στη σκέψη 38 της παρούσας διατάξεως έκθεση που κατάρτισε η Επιτροπή σε εκτέλεση του άρθρου 2 της απόφασης 2006/928 επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του κινδύνου ατιμωρησίας σε πολλές περιπτώσεις διαφθοράς, λόγω της παραγραφής του αξιοποίνου ως προς τα αδικήματα αυτά. Συγκεκριμένα, από την έκθεση αυτή, την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι οι αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) θα μπορούσαν να οδηγήσουν «στον τερματισμό ποινικών διαδικασιών και στην άρση της ποινικής ευθύνης σε σημαντικό αριθμό υποθέσεων» και ότι «η παύση των ποινικών διαδικασιών σε τόσο μεγάλο αριθμό υποθέσεων διαφθοράς μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις προσπάθειες καταπολέμησης της διαφθοράς υψηλού επιπέδου».

69      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η έννομη κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), καθώς και της αποφάσεως αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), δημιουργεί συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας για τα αδικήματα διαφθοράς, ιδίως σε υποθέσεις η πολυπλοκότητα των οποίων χρήζει μακράς ανακριτικής διαδικασίας εκ μέρους των διωκτικών αρχών (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 91).

70      Η ύπαρξη ενός τέτοιου συστημικού κινδύνου ατιμωρησίας είναι ασύμβατη με τις απαιτήσεις της απόφασης 2006/928, όπως μνημονεύονται στις σκέψεις 59 έως 61 της παρούσας διατάξεως.

71      Συναφώς, εναπόκειται καταρχάς στον εθνικό νομοθέτη να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, θεσπίζοντας τις αναγκαίες διατάξεις ή τροποποιώντας τις υπάρχουσες, προκειμένου να διασφαλίζει ότι το καθεστώς που εφαρμόζεται για τη δίωξη και την τιμωρία των αδικημάτων διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που διέπουν την παραγραφή της ποινικής ευθύνης, συνάδει με τις διατάξεις της αποφάσεως 2006/928. Το καθεστώς αυτό πρέπει να είναι σχεδιασμένο με τρόπο ώστε να μην ενέχει, για εγγενείς της διαδικασίας αυτής λόγους, συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας για πράξεις που συνιστούν τέτοια αδικήματα, διασφαλίζοντας συγχρόνως την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 93).

72      Ωστόσο, έννομη κατάσταση στην οποία η ρύθμιση κράτους μέλους που διέπει τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου κρίθηκε αντισυνταγματική και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη από το Συνταγματικό Δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους, χωρίς ο εθνικός νομοθέτης να παρέμβει για να διορθώσει την κατάσταση αυτή για χρονικό διάστημα σχεδόν τεσσάρων ετών, δεν συνάδει με την προμνησθείσα στις σκέψεις 59 έως 61 της παρούσας διατάξεως υποχρέωση να διασφαλίζεται ότι στις περιπτώσεις αδικημάτων διαφθοράς που διαπράττονται στην ημεδαπή επιβάλλονται αποτελεσματικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις. Συγκεκριμένα, τέτοια κατάσταση, που επηρεάζει διάταξη γενικής ισχύος η οποία είχε εφαρμογή σε κάθε ποινική διαδικασία και της οποίας η μη αντικατάσταση, κατόπιν της κήρυξής της ως αντισυνταγματικής, δεν μπορούσε να προβλεφθεί ούτε από τις επιφορτισμένες με την άσκηση ποινικής δίωξης αρχές ούτε από τα ποινικά δικαστήρια, ενέχει τον εγγενή κίνδυνο ατιμωρησίας σε πολλές περιπτώσεις διαφθοράς, λόγω παρέλευσης της προθεσμίας αυτής, ιδίως σε υποθέσεις η πολυπλοκότητα τον οποίων χρήζει μακράς ανακριτικής διαδικασίας εκ μέρους των διωκτικών αρχών (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 94).

 Επί των υποχρεώσεων που υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια

73      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του καλείται να εφαρμόσει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, την υποχρέωση, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης στην ενώπιόν του διαφορά, αποφασίζοντας αυτεπαγγέλτως να αφήσει, εν ανάγκη, ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή πρακτική, έστω και μεταγενέστερη, η οποία είναι αντίθετη σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που έχει άμεσο αποτέλεσμα, χωρίς να οφείλει να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση της εν λόγω εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 95).

74      Εν προκειμένω, οι στόχοι αναφοράς που ορίζονται στο παράρτημα της αποφάσεως 2006/928 διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια, χωρίς να συνοδεύονται από οποιαδήποτε προϋπόθεση και, ως εκ τούτου, έχουν άμεσο αποτέλεσμα (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 253).

75      Εναπόκειται, επομένως, καταρχήν στα εθνικά δικαστήρια να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των υποχρεώσεων που απορρέουν από την απόφαση αυτή και να αφήνουν ανεφάρμοστες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου οι οποίες, στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο αδικήματα διαφθοράς, εμποδίζουν την εφαρμογή κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα για την καταπολέμηση των εν λόγω αδικημάτων (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 194).

76      Επομένως, καταρχήν, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, σύμφωνα με την απόφαση 2006/928, να αφήνουν ανεφάρμοστες τις αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), από τις οποίες προκύπτει ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις 25 Ιουνίου 2018, ημερομηνία δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 297/2018, έως τις 30 Μαΐου 2022, ημερομηνία έναρξης ισχύος της OUG 71/2022, το ρουμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε κανέναν λόγο διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου, στο μέτρο που οι αποφάσεις αυτές συνεπάγονται την παραγραφή του αξιοποίνου σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων διαφθοράς και, ως εκ τούτου, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 66 της παρούσας διατάξεως, τη δημιουργία συστημικού κινδύνου ατιμωρησίας για τα αδικήματα αυτά (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 98).

77      Ομοίως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, καταρχήν, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, να αφήνουν ανεφάρμοστη την απόφαση αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), στο μέτρο που η απόφαση αυτή παρέχει τη δυνατότητα επίκλησης της παραγραφής του αξιοποίνου, βάσει των αποτελεσμάτων των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), ως επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), σε περιπτώσεις διαφθοράς και, ως εκ τούτου, αυξάνει τον συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας για τα αδικήματα αυτά (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 99).

78      Εντούτοις, είναι επίσης αναγκαίο να εξεταστεί αν η υποχρέωση μη εφαρμογής τέτοιων αποφάσεων προσκρούει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 100).

79      Συναφώς πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι οι ποινικές διαδικασίες που αφορούν αδικήματα διαφθοράς συνιστούν εφαρμογή των υποχρεώσεων που υπέχει η Ρουμανία κατ’εφαρμογή της αποφάσεως 2006/928 και, ως εκ τούτου, του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Ως εκ τούτου, πρέπει, όσον αφορά τους κατηγορουμένους στην υπόθεση της κύριας δίκης, να γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 204).

80      Επισημαίνεται ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 109 της αποφάσεως της 24ης Ιουλίου 2023, Lin (C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606), η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να αφήνουν ανεφάρμοστες τις αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), καθώς και την απόφαση αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), δεν είναι ικανή να θίξει ούτε την αρχή της προβλεψιμότητας, της σαφήνειας και της μη αναδρομικότητας των εγκλημάτων και των ποινών ούτε την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), όπως αυτές κατοχυρώνονται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη.

81      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, δικαστήριο κράτους μέλους καλείται να ελέγξει τη συμφωνία προς τα θεμελιώδη δικαιώματα εθνικής διατάξεως ή εθνικού μέτρου τα οποία, σε μια κατάσταση στην οποία η δράση των κρατών μελών δεν καθορίζεται εξ ολοκλήρου από το δίκαιο της Ένωσης, εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια διατηρούν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό τον όρον ότι η εφαρμογή αυτή δεν διακυβεύει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, ούτε την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 110).

82      Το Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 111 της αποφάσεως της 24ης Ιουλίου 2023, Lin (C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606), ότι οι αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), καθώς και η απόφαση αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), στηρίζονται στην αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ νόμου» καθώς και στην αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), όπως αυτές κατοχυρώνονται από το ρουμανικό Σύνταγμα και, ως εκ τούτου, οι αρχές αυτές πρέπει να νοούνται ως εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

83      Από τη σκέψη 118 της αποφάσεως της 24ης Ιουλίου 2023, Lin (C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606), προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι τα ρουμανικά δικαστήρια δεν υποχρεούνται να αφήνουν, σύμφωνα με την απόφαση 2006/928, ανεφάρμοστη την εθνική νομολογία που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη, παρά την ύπαρξη συστημικού κινδύνου ατιμωρησίας των αδικημάτων διαφθοράς, στο μέτρο που η εθνική αυτή νομολογία στηρίζεται στην αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ νόμου», όπως αυτή προστατεύεται στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τις απαιτήσεις της σχετικά με την προβλεψιμότητα και τη σαφήνεια του ποινικού νόμου, συμπεριλαμβανομένου του καθεστώτος παραγραφής σχετικά με τα ποινικά αδικήματα.

84      Αντιθέτως, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαίας στάθμισης μεταξύ, αφενός, του εθνικού προτύπου προστασίας σχετικά με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) και, αφετέρου, των διατάξεων της αποφάσεως 2006/928, η εφαρμογή του εν λόγω προτύπου από εθνικό δικαστήριο για να αμφισβητηθεί η διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου από διαδικαστικές πράξεις διενεργηθείσες πριν από την 25η Ιουνίου 2018, ημερομηνία δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) πρέπει να θεωρηθεί ως δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, υπό την έννοια της προμνησθείσας στη σκέψη 76 της παρούσας διατάξεως νομολογίας (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 123).

85      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν, στο πλαίσιο ένδικων διαδικασιών με αντικείμενο την επιβολή ποινικών κυρώσεων για αδικήματα διαφθοράς, να εφαρμόζουν το εθνικό πρότυπο προστασίας σχετικά με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 62 της παρούσας διατάξεως, προκειμένου να αμφισβητηθεί η διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου από διαδικαστικές πράξεις διενεργηθείσες πριν από την 25η Ιουνίου 2018, ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 124).

86      Υπό αυτές τις συνθήκες, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η απόφαση 2006/928 έχει την έννοια ότι τα δικαστήρια κράτους μέλους δεν υποχρεούνται να αφήνουν ανεφάρμοστες τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού με τις οποίες κρίνεται ανίσχυρη εθνική νομοθετική διάταξη που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας παραγραφής σε ποινικές υποθέσεις λόγω παραβίασης της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ νόμου», όπως αυτή προστατεύεται από το εθνικό δίκαιο, όσον αφορά τις απαιτήσεις της σχετικά με την προβλεψιμότητα και τη σαφήνεια του ποινικού νόμου, ακόμη και αν οι αποφάσεις αυτές συνεπάγονται ότι ένας σημαντικός αριθμός ποινικών υποθέσεων σχετικών με αδικήματα διαφθοράς θα τεθούν στο αρχείο λόγω παραγραφής του αξιοποίνου. Αντιθέτως, η απόφαση αυτή έχει την έννοια ότι τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους οφείλουν να αφήνουν ανεφάρμοστο εθνικό πρότυπο προστασίας σχετικά με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) που καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο ένδικων μέσων που στρέφονται κατά αμετάκλητων αποφάσεων, της διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου σε τέτοιες υποθέσεις από διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν πριν από μια τέτοια διαπίστωση του ανίσχυρου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

87      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

Η απόφαση 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς,

έχει την έννοια ότι:

τα δικαστήρια κράτους μέλους δεν υποχρεούνται να αφήνουν ανεφάρμοστες τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού με τις οποίες κρίνεται ανίσχυρη εθνική νομοθετική διάταξη που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας παραγραφής σε ποινικές υποθέσεις λόγω παραβίασης της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ νόμου», όπως αυτή προστατεύεται από το εθνικό δίκαιο, όσον αφορά τις απαιτήσεις της σχετικά με την προβλεψιμότητα και τη σαφήνεια του ποινικού νόμου, ακόμη και αν οι αποφάσεις αυτές συνεπάγονται ότι ένας σημαντικός αριθμός ποινικών υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων υποθέσεων σχετικών με αδικήματα διαφθοράς, θα τεθούν στο αρχείο λόγω παραγραφής του αξιοποίνου.

Αντιθέτως, η απόφαση αυτή έχει την έννοια ότι:

τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους οφείλουν να αφήνουν ανεφάρμοστο εθνικό πρότυπο προστασίας σχετικά με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) που καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο ένδικων μέσων που στρέφονται κατά αμετάκλητων αποφάσεων, της διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου σε τέτοιες υποθέσεις από διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν πριν από μια τέτοια διαπίστωση του ανίσχυρου.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.