Language of document : ECLI:EU:C:2024:395

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 8ης Μαΐου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εθνικό πρόγραμμα συγχρηματοδοτούμενο από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) – Ενισχύσεις χορηγούμενες μέσω σύμβασης σε εκτέλεση του εν λόγω προγράμματος – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 2988/95 – Πεδίο εφαρμογής – Δίωξη παρατυπιών – Άρθρο 3 – Προθεσμία παραγραφής της δίωξης – Έννοια της “πράξης η οποία διακόπτει την παραγραφή” – Αρχή της αναλογικότητας – Αξίωση για την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων στηριζόμενη στο ιδιωτικό δίκαιο κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C‑734/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Νοεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Republik Österreich

κατά

GM,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. Piçarra (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen και M. Gavalec, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο GM, εκπροσωπούμενος από τους L. Peissl και J. Reich-Rohrwig, Rechtsanwälte,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch και τις J. Schmoll και E. Samoilova,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την F. Blanc και τους B. Hofstötter και A. Sauka,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1995, L 312, σ. 1), καθώς και της αρχής της αναλογικότητας.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας και του GM, φυσικού προσώπου, με αντικείμενο την προθεσμία παραγραφής που ισχύει επί αξιώσεως για την ανάκτηση ενισχύσεων καταβληθεισών αχρεωστήτως στο εν λόγω φυσικό πρόσωπο.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η τρίτη και η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2988/95 έχουν ως εξής:

«[...] έχει [...] μεγάλη σημασία η καταπολέμηση των πράξεων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των [Ευρωπαϊκών] Κοινοτήτων σε όλους τους τομείς·

[...] η αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων απαιτεί την καθιέρωση ενός κοινού νομικού πλαισίου σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις κοινοτικές πολιτικές».

4        Το άρθρο 1 του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου.

2.      Παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας, είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη.»

5        Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Η προθεσμία παραγραφής της δίωξης είναι τετραετής από τη διάπραξη της παρατυπίας που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1. Ωστόσο, οι τομεακοί κανόνες μπορούν να προβλέπουν μικρότερη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ετών.

Για τις διαρκείς ή επαναλαμβανόμενες παρατυπίες, η παραγραφή τρέχει από την ημέρα που έπαυσε η παρατυπία. Για τα πολυετή προγράμματα η προθεσμία παραγραφής συνεχίζεται σε κάθε περίπτωση ως την τελική ολοκλήρωση του προγράμματος.

Η παραγραφή της δίωξης διακόπτεται από κάθε πράξη που φέρεται εις γνώσιν του ενδιαφερόμενου, προέρχεται από την αρμόδια αρχή και αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει και πάλι να τρέχει μετά από κάθε διακοπή της.

Εντούτοις, η παραγραφή επέρχεται το αργότερο κατά τη λήξη χρονικού διαστήματος ίσου τουλάχιστον του διπλασίου της προθεσμίας παραγραφής, εφόσον η αρμόδια αρχή δεν έχει επιβάλει κάποια κύρωση, εκτός από τις περιπτώσεις που η διοικητική διαδικασία ανεστάλη σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1.

[...]

3.      Τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια εφαρμογής προθεσμίας μεγαλύτερης από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 και 2 αντιστοίχως.»

 Το αυστριακό δίκαιο

6        Το άρθρο 1478 του Allgemeines bürgerliches Gesetzbuch (γενικού αστικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (στο εξής: ABGB), το οποίο φέρει τον τίτλο «Προθεσμία παραγραφής – Γενικά», προβλέπει προθεσμία παραγραφής τριάντα ετών για την «περίπτωση κατά την οποία απλώς δεν ασκήθηκε δικαίωμα το οποίο, αυτό καθεαυτό, θα μπορούσε να έχει ασκηθεί».

7        Κατά το άρθρο 1489 του ABGB:

«Η αξίωση αποζημιώσεως παραγράφεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και της ταυτότητας του ζημιώσαντος, ανεξαρτήτως του αν η ζημία προκλήθηκε λόγω παραβάσεως συμβατικής υποχρεώσεως ή χωρίς να σχετίζεται με σύμβαση. Εάν ο ζημιωθείς δεν έλαβε γνώση της ζημίας ή της ταυτότητας του ζημιώσαντος ή εάν η ζημία προκλήθηκε από μία ή περισσότερες αξιόποινες πράξεις οι οποίες τελούνται μόνο με δόλο και επισύρουν στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη του ενός έτους, το αγωγικό δικαίωμα αποσβέννυται μόνο μετά την πάροδο τριάντα ετών.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Σε εκτέλεση του Österreichischer Programm für umweltgerechte Landwirtschaft (αυστριακού προγράμματος για περιβαλλοντικά ορθή γεωργία), το οποίο συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2005, L 277, σ. 1), και τελεί υπό τη διαχείριση της Agrarmarkt Austria (Αυστριακής Αρχής για την Οργάνωση των Γεωργικών Αγορών, στο εξής: AMA), η Δημοκρατία της Αυστρίας χορηγούσε χρηματοοικονομικές ενισχύσεις για το χρονικό διάστημα μεταξύ 2007 και 2013. Οι ενισχύσεις αυτές καταβάλλονταν μέσω συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου οι οποίες συνάπτονταν μεταξύ του ως άνω κράτους μέλους και των αιτούντων τις ενισχύσεις επί τη βάσει πολυετών δεσμεύσεων τις οποίες αναλάμβαναν οι εν λόγω αιτούντες.

9        Στο πλαίσιο ελέγχου που διενεργήθηκε το 2013 στον GM, ο οποίος είχε λάβει τέτοιου είδους ενίσχυση, η AMA διαπίστωσε απόκλιση μεταξύ των εκτάσεων για τις οποίες είχε υποβληθεί αίτηση χορήγησης ενίσχυσης και των πράγματι επιλέξιμων εκτάσεων. Κατά συνέπεια, ζήτησε από τον GM να επιστρέψει τις επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν κατά τα έτη 2008 έως 2010 και 2012 έως 2013.

10      Αφού διαβίβασε στον GM έκθεση ελέγχου και δύο ειδοποιήσεις πληρωμής με ημερομηνία, αντιστοίχως, 26 Μαρτίου και 26 Ιουνίου 2014, καθώς και υπενθυμίσεις πληρωμής με ημερομηνία, αντιστοίχως, 11 Μαΐου και 12 Νοεμβρίου 2015, η AMA του απηύθυνε στις 16 Δεκεμβρίου 2015 όχληση επ’ απειλή «δικαστικών διώξεων».

11      Στις 26 Απριλίου 2019, δεδομένου ότι ο GM δεν προέβη στη ζητηθείσα καταβολή, η Δημοκρατία της Αυστρίας άσκησε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου πολιτικού δικαστηρίου, αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί ο GM να επιστρέψει νομιμοτόκως τις αχρεωστήτως καταβληθείσες ενισχύσεις, στην οποία αγωγή ο GM αντέταξε ότι η σχετική αξίωση έχει παραγραφεί.

12      Το ως άνω δικαστήριο περιόρισε το αντικείμενο της ενώπιόν του πολιτικής δίκης στο κατά πόσον η επίμαχη αξίωση έχει παραγραφεί. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού 2988/95, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι, εν προκειμένω, η προβλεπόμενη από τον κανονισμό τετραετής παραγραφή της δίωξης άρχισε μεν στις 16 Δεκεμβρίου 2015, αλλά διακόπηκε, μεταξύ άλλων, με τις από 11 Μαΐου, 12 Νοεμβρίου υπενθυμίσεις πληρωμής και με την από 16 Δεκεμβρίου 2015 όχληση και ότι, ως εκ τούτου, η αξίωση αυτή δεν έχει παραγραφεί.

13      Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου άσκησε έφεση ο GM έκρινε ότι ο κανονισμός 2988/95 δεν τυγχάνει εφαρμογής και ότι, δυνάμει του άρθρου 1489 του ABGB, η αξίωση έχει παραγραφεί.

14      Η Δημοκρατία της Αυστρίας άσκησε, εν συνεχεία, αναίρεση κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία), υποστηρίζοντας ότι στις επίμαχες αξιώσεις περί ανακτήσεως εφαρμόζεται η τετραετής προθεσμία παραγραφής του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 και ότι οι μνημονευθείσες στη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως υπενθυμίσεις πληρωμής πρέπει να χαρακτηριστούν ως «πράξεις που προέρχονται από την αρμόδια αρχή και αποσκοπούν στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας», συνεπαγόμενες τη διακοπή της ως άνω παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού. Επομένως, η αξίωση περί ανακτήσεως δεν έχει παραγραφεί. Σε περίπτωση κατά την οποία ο εν λόγω κανονισμός δεν τυγχάνει εφαρμογής, θα πρέπει να εφαρμοστεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 1478 του ABGB τριακονταετής προθεσμία παραγραφής.

15      Ο GM προβάλλει ότι ο κανονισμός 2988/95 δεν τυγχάνει εφαρμογής στον βαθμό που καλύπτει μόνον τα δικαιώματα τα οποία πρέπει να διασφαλίζονται «με τα μέσα του δημοσίου δικαίου». Πλην όμως, οι επίμαχες ενισχύσεις καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν σύμβασης ιδιωτικού δικαίου διεπόμενης από το εθνικό δίκαιο. Δεδομένου ότι η τριετής προθεσμία του άρθρου 1489 του ABGB είχε ήδη εκπνεύσει κατά τον χρόνο δικαστικής επιδίωξης της αξίωσης σε πρώτο βαθμό, η εν λόγω αξίωση έχει παραγραφεί. Έστω και αν υποτεθεί ότι ο κανονισμός αυτός τυγχάνει εφαρμογής, η αξίωση έχει παρά ταύτα παραγραφεί. Συγκεκριμένα, οι προσκλήσεις και υπενθυμίσεις πληρωμής δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πράξεις που αποσκοπούν στη διερεύνηση ή τη δίωξη της διαπιστωθείσας παρατυπίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

16      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί εξαρτάται από το ζήτημα αν η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 του κανονισμού 2988/95 τετραετής προθεσμία παραγραφής έχει εφαρμογή εφόσον η συγχρηματοδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση ενίσχυση δεν έχει χορηγηθεί με «διοικητική πράξη στο πλαίσιο της άσκησης δημόσιας εξουσίας» και, επομένως, η διαδικασία ανακτήσεως της ενίσχυσης αυτής διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι, εάν είχε εφαρμογή η ως άνω διάταξη, ο GM δεν θα μπορούσε να στηριχθεί στην τριετή προθεσμία παραγραφής του άρθρου 1489 του ABGB, αλλά ούτε και η Δημοκρατία της Αυστρίας θα μπορούσε να στηριχθεί στην τριακονταετή προθεσμία παραγραφής του άρθρου 1478 του ABGB, καθόσον η τελευταία αυτή προθεσμία δεν συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας.

17      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 3 του κανονισμού [2988/95] άμεση εφαρμογή επί αξιώσεων βάσει των οποίων η Δημοκρατία της Αυστρίας ζητεί, με μέσα του ιδιωτικού δικαίου, την ανάκτηση ενισχύσεων τις οποίες έχει χορηγήσει συμβατικά στους αιτούντες την ενίσχυση στο πλαίσιο προγράμματος που αποτελεί γεωργοπεριβαλλοντικό μέτρο σύμφωνα με τον κανονισμό [1698/2005], επειδή ο δικαιούχος της ενίσχυσης παρέβη συμβατικές υποχρεώσεις;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του [κανονισμού 2988/95] την έννοια ότι ανακριτική ή διωκτική πράξη η οποία διακόπτει την παραγραφή υφίσταται ακόμη και στην περίπτωση που, μετά την πρώτη εξωδικαστική επιδίωξη ικανοποίησης της αξίωσης για ανάκτηση, ο χορηγός της ενίσχυσης ζητεί εκ νέου –ενδεχομένως ακόμη και κατ’ επανάληψη– από τον δικαιούχο της ενίσχυσης να πληρώσει, απευθύνοντάς του εξώδικη όχληση, αντί να διεκδικήσει δικαστικώς την ικανοποίηση της αξίωσής του για ανάκτηση;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με την αρχή της αναλογικότητας, η εφαρμογή τριακονταετούς παραγραφής κατά το εθνικό αστικό δίκαιο επί των μνημονευόμενων στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα αξιώσεων ανάκτησης;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

18      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη σε αυτό τετραετής παραγραφή τυγχάνει άμεσης εφαρμογής επί αξιώσεως για την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν συγχρηματοδοτηθεί από την Ένωση, διεπόμενης από διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου κράτους μέλους.

19      Υπενθυμίζεται ότι, ακριβώς λόγω της φύσεώς τους και της λειτουργίας τους εντός του συστήματος των πηγών του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις των κανονισμών παράγουν, κατ’ αρχήν, άμεσα αποτελέσματα στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να απαιτείται οι εθνικές αρχές να λάβουν μέτρα εφαρμογής (αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2004, Handlbauer, C‑278/02, EU:C:2004:388, σκέψη 25, καθώς και της 7ης Απριλίου 2022, IFAP, C‑447/20 και C‑448/20, EU:C:2022:265, σκέψη 88).

20      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 καθιερώνει γενική τετραετή προθεσμία παραγραφής για τη δίωξη παρατυπιών, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία διαπράχθηκε η παρατυπία. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, η έννοια της παρατυπίας αφορά «κάθε παράβαση διάταξης του […] δικαίου [της Ένωσης] που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός [της Ένωσης]».

21      Το ως άνω άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, διευκρινίζει επίσης ότι η τετραετής αυτή προθεσμία παραγραφής εφαρμόζεται ελλείψει «τομεακών κανόνων», ήτοι κανόνων που θεσπίζονται σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης και όχι σε επίπεδο εθνικού δικαίου, οι οποίοι να προβλέπουν «μικρότερη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ετών» (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2009, Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb κ.λπ., C‑278/07 έως C‑280/07, EU:C:2009:38, σκέψη 44, καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Corman, C‑131/10, EU:C:2010:825, σκέψη 41).

22      Ουδόλως προκύπτει από το γράμμα της ως άνω διατάξεως ότι η εφαρμογή της προβλεπόμενης σε αυτήν τετραετούς προθεσμίας παραγραφής εξαρτάται από τη νομική φύση των μέσων που χρησιμοποιούν οι εθνικές αρχές για τη διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και τη διόρθωση των παρατυπιών που έχουν εντοπισθεί.

23      Επιπλέον, ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, κατά την οποία η εφαρμογή του κανονισμού 2988/95 εξαρτάται από τη νομική φύση, δημόσια ή ιδιωτική, των μέσων που χρησιμοποιούν οι εθνικές αρχές για τη διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, θα περιόριζε την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού ο σκοπός του οποίου συνίσταται, όπως προβλέπουν, κατ’ ουσίαν, η τρίτη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη του, στην καταπολέμηση των πράξεων σε βάρος των ως άνω οικονομικών συμφερόντων σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις πολιτικές της Ένωσης.

24      Επομένως, ελλείψει «τομεακών κανόνων», το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού έχει την έννοια ότι η γενική τετραετής προθεσμία παραγραφής που προβλέπει εφαρμόζεται στις αξιώσεις για την ανάκτηση ενίσχυσης οι οποίες προβάλλονται λόγω αθέτησης, εκ μέρους του δικαιούχου της ενίσχυσης, συμβατικής υποχρέωσης που τον βαρύνει, συνεπαγόμενης παράβαση διατάξεως του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει ως πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης.

25      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τη διάρθρωση του κανονισμού 2988/95. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο 3 περιλαμβάνεται στον τίτλο Ι του κανονισμού, ο οποίος αφορά τις «Γενικές αρχές», και όχι στον τίτλο II του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος αφορά ειδικώς τα «Διοικητικά μέτρα και κυρώσεις».

26      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη σε αυτό τετραετής παραγραφή τυγχάνει άμεσης εφαρμογής επί αξιώσεως για την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν συγχρηματοδοτηθεί από την Ένωση, διεπόμενης από διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου κράτους μέλους.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

27      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί δεύτερο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αρχή της αναλογικότητας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95, τριακονταετούς παραγραφής, θεσπισθείσας με διάταξη του ιδιωτικού δικαίου κράτους μέλους, επί αξιώσεων για την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν συγχρηματοδοτηθεί από την Ένωση.

28      Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του ως άνω κανονισμού, τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια να θεσπίζουν μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του προμνησθέντος άρθρου 3 ελάχιστη τετραετή προθεσμία. Πράγματι, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης δεν ήταν η εναρμόνιση των εν προκειμένω εφαρμοστέων προθεσμιών και, ως εκ τούτου, η έναρξη ισχύος του κανονισμού 2988/95 δεν μπορούσε να έχει ως συνέπεια την υποχρέωση των κρατών μελών να συντμήσουν στα τέσσερα έτη τις προθεσμίες παραγραφής τις οποίες, ελλείψει σχετικών προϊσχυόντων κανόνων του δικαίου της Ένωσης, είχαν εφαρμόσει στο παρελθόν. Καίτοι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό μεγαλύτερων προθεσμιών παραγραφής εφαρμοστέων σε περιπτώσεις παρατυπιών που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Cruz & Companhia, C‑341/13, EU:C:2014:2230, σκέψεις 54 και 55), εντούτοις, οι προθεσμίες αυτές πρέπει να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, μεταξύ αυτών και την αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Glencore Céréales France, C‑584/15, EU:C:2017:160, σκέψη 72).

29      Σύμφωνα με την αρχή αυτή, μια τέτοια προθεσμία δεν πρέπει να βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2011, AJD Tuna, C‑221/09, EU:C:2011:153, σκέψη 79· της 5ης Μαΐου 2011, Ze Fu Fleischhandel και Vion Trading, C‑201/10 και C‑202/10, EU:C:2011:282, σκέψη 38, και της 7ης Απριλίου 2022, IFAP, C‑447/20 και C‑448/20, EU:C:2022:265, σκέψη 116).

30      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η εφαρμογή δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής απορρέουσας από διάταξη του εθνικού ιδιωτικού δικαίου δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, ως προς τον οποίο ο κανονισμός 2988/95 θέσπισε τετραετή προθεσμία παραγραφής, ώστε να παρέχεται στις εθνικές αρχές η δυνατότητα να διώκουν παρατυπία η οποία θίγει τα οικονομικά τους συμφέροντα και ενδέχεται να καταλήξει, μεταξύ άλλων, στην ανάκτηση αδικαιολογήτως κτηθέντος οφέλους, προκύπτει ότι προθεσμία παραγραφής τριάντα ετών βαίνει πέραν του αναγκαίου για μια επιμελή διοίκηση μέτρου (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Cruz & Companhia, C‑341/13, EU:C:2014:2230, σκέψεις 60 και 61).

31      Πράγματι, τα κράτη μέλη υπέχουν, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, γενική υποχρέωση επιμέλειας, η οποία συνεπάγεται τη λήψη μέτρων αμελλητί προς αποκατάσταση των παρατυπιών και υποχρεώνει την εθνική διοικητική αρχή να ελέγχει τη νομότυπη καταβολή των πληρωμών τις οποίες διενεργεί και οι οποίες βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, τυχόν παροχή στα κράτη μέλη της δυνατότητας να χορηγούν στις διοικητικές αρχές τους πολύ μεγαλύτερη προθεσμία για την ανάληψη δράσης από την προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 ενέχει τον κίνδυνο να ενθαρρύνει τις εθνικές αρχές να αναβάλλουν τη δίωξη των κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού «παρατυπιών», αφήνοντας παράλληλα τους επιχειρηματίες έκθετους, αφενός, σε μακρά περίοδο νομικής αβεβαιότητας και, αφετέρου, στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση να αποδείξουν τον νομότυπο χαρακτήρα των επίμαχων πράξεων μετά την παρέλευση τέτοιας χρονικής περιόδου (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Cruz & Companhia, C‑341/13, EU:C:2014:2230, σκέψη 62).

32      Επομένως, όταν η εφαρμογή προθεσμίας παραγραφής του κοινού δικαίου επί της ανακτήσεως αχρεωστήτως εισπραχθεισών ενισχύσεων αποδεικνύεται δυσανάλογη υπό το πρίσμα του σκοπού της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να εφαρμόζεται, πρέπει δε να έχει εφαρμογή η γενική προθεσμία παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, Ze Fu Fleischhandel και Vion Trading, C‑201/10 και C‑202/10, EU:C:2011:282, σκέψη 51).

33      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της αναλογικότητας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95, τριακονταετούς παραγραφής, θεσπισθείσας με διάταξη του ιδιωτικού δικαίου κράτους μέλους, επί αξιώσεων για την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν συγχρηματοδοτηθεί από την Ένωση.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

34      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 έχει την έννοια ότι η προερχόμενη από την αρμόδια αρχή και φερόμενη εις γνώσιν του ενδιαφερομένου «πράξη που αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας», η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της «παραγραφής της δίωξης», καλύπτει εξώδικες πράξεις όπως η έκθεση ελέγχου, η ειδοποίηση και η υπενθύμιση πληρωμής ή η όχληση.

35      Κατά την ως άνω διάταξη, η παραγραφή της δίωξης διακόπτεται από κάθε πράξη που φέρεται εις γνώσιν του ενδιαφερομένου, προέρχεται από την αρμόδια αρχή και αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας.

36      Επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή δεν προβλέπει διαφορετικό νομικό καθεστώς αναλόγως του αν οι πράξεις εκδίδονται από την αρμόδια αρχή στο πλαίσιο δικαστικής ή εξωδικαστικής διαδικασίας.

37      Επιπλέον, θεσπίζοντας το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95, ο νομοθέτης της Ένωσης καθιέρωσε γενικό κανόνα παραγραφής προκειμένου, αφενός, να οριστεί ελάχιστη προθεσμία ισχύουσα σε όλα τα κράτη μέλη και, αφετέρου, να αποκλειστεί η δυνατότητα ανακτήσεως ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως από τον προϋπολογισμό της Ένωσης μετά την παρέλευση τετραετίας από τη διάπραξη της αφορώσας τις επίμαχες πληρωμές παρατυπίας (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Cruz & Companhia, C‑341/13, EU:C:2014:2230, σκέψη 49, και της 3ης Οκτωβρίου 2019, Westphal, C‑378/18, EU:C:2019:832, σκέψη 28).

38      Επομένως, η λειτουργία την οποία επιτελεί μια τέτοια προθεσμία παραγραφής είναι η κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου. Η λειτουργία αυτή θα διακυβευόταν αν η παραγραφή μπορούσε να διακοπεί από κάθε πράξη ελέγχου γενικής φύσεως στην οποία προβαίνει η εθνική διοικητική αρχή χωρίς αυτή να σχετίζεται με υπόνοιες παρατυπιών σχετικά με ενέργειες καθορισμένες με επαρκή σαφήνεια (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2004, Handlbauer, C‑278/02, EU:C:2004:388, σκέψη 40, και της 11ης Ιουνίου 2015, Pfeifer & Langen, C‑52/14, EU:C:2015:381, σκέψη 41).

39      Επομένως, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως πράξη διερεύνησης ή δίωξης δυνάμενη να διακόψει την παραγραφή της δίωξης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95, η πράξη αυτή πρέπει να περιγράφει με επαρκή σαφήνεια τις ενέργειες σε σχέση με τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες παρατυπιών. Η απαίτηση σαφήνειας δεν επιβάλλει, όμως, να μνημονεύεται στην ως άνω πράξη η πιθανότητα επιβολής συγκεκριμένης ποινής ή διοικητικού μέτρου στον δικαιούχο της επίμαχης ενίσχυσης (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Pfeifer & Langen, C‑52/14, EU:C:2015:381, σκέψη 43).

40      Κατά συνέπεια, έκθεση διαβιβασθείσα από την αρμόδια αρχή, με την οποία διαπιστώνεται παρατυπία στην οποία συνέπραξε ο δικαιούχος της ενίσχυσης σε σχέση με συγκεκριμένη ενέργεια και με την οποία του ζητούνται συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με την ενέργεια αυτή ή του επιβάλλεται κύρωση σε σχέση με την εν λόγω ενέργεια, συνιστά αρκούντως σαφή πράξη που αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας και, επομένως, μπορεί να διακόψει την παραγραφή της δίωξης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Chambre de commerce et d’industrie de l’Indre, C‑465/10, EU:C:2011:867, σκέψη 61, και της 11ης Ιουνίου 2015, Pfeifer & Langen, C‑52/14, EU:C:2015:381, σκέψη 42).

41      Ομοίως, έγγραφο με το οποίο ο δικαιούχος ενίσχυσης συγχρηματοδοτούμενης από το ΕΓΤΑΑ ενημερώνεται για τον παράνομο χαρακτήρα της ενίσχυσης μπορεί επίσης να διακόψει την παραγραφή της δίωξης, την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ως άνω κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar, C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψεις 24 και 127).

42      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης εξώδικες πράξεις περιγράφουν με επαρκή σαφήνεια τις ενέργειες για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες παρατυπιών και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στην έννοια της «πράξης που αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας» του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Pfeifer & Langen, C‑52/14, EU:C:2015:381, σκέψεις 46 και 47).

43      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 έχει την έννοια ότι η προερχόμενη από την αρμόδια αρχή και φερόμενη εις γνώσιν του ενδιαφερομένου «πράξη που αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας», η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της «παραγραφής της δίωξης», καλύπτει εξώδικες πράξεις όπως η έκθεση ελέγχου, η ειδοποίηση και η υπενθύμιση πληρωμής ή η όχληση, υπό την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αυτές παρέχουν στον αποδέκτη τους τη δυνατότητα να λάβει γνώση, με επαρκή σαφήνεια, των ενεργειών για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες παρατυπιών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

έχει την έννοια ότι:

η προβλεπόμενη σε αυτό τετραετής παραγραφή τυγχάνει άμεσης εφαρμογής επί αξιώσεως για την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διεπόμενης από διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου κράτους μέλους.

2)      Η αρχή της αναλογικότητας έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται στην εφαρμογή, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95, τριακονταετούς παραγραφής, θεσπισθείσας με διάταξη του ιδιωτικού δικαίου κράτους μέλους, επί αξιώσεων για την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

3)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95

έχει την έννοια ότι:

η προερχόμενη από την αρμόδια αρχή και φερόμενη εις γνώσιν του ενδιαφερομένου «πράξη που αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας», η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της «παραγραφής της δίωξης», καλύπτει εξώδικες πράξεις όπως η έκθεση ελέγχου, η ειδοποίηση ή η υπενθύμιση πληρωμής ή η όχληση, υπό την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αυτές παρέχουν στον αποδέκτη τους τη δυνατότητα να λάβει γνώση, με επαρκή σαφήνεια, των ενεργειών για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες παρατυπιών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.