Language of document : ECLI:EU:T:2024:310

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 8ης Μαΐου 2024 (*)

«Θεσμικό δίκαιο – Ενισχυμένη συνεργασία για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας – Κανονισμός (ΕE) 2017/1939 – Διορισμός των Ευρωπαίων Εισαγγελέων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας – Διορισμός ενός από τους υποψηφίους που πρότεινε η Ελλάδα – Κανόνες για τον διορισμό των Ευρωπαίων Εισαγγελέων – Προσφυγή κατά παραλείψεως – Μη κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως κράτους μέλους – Απαράδεκτο – Προσφυγή ακυρώσεως – Προσβολή της πρότασης υποψηφίων που υπέβαλε το κράτος μέλος – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑411/23,

YS, εκπροσωπούμενος από τον Σ. Παππά, τη Δ.‑Α. Παππά και τον Α. Παππά, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον R. Meyer, τον K. Pleśniak και την Κ. Παυλάκη,

και

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Θ. Αδαμόπουλο, τον J. Baquero Cruz και την F. Blanc,

καθών,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Porchia (εισηγήτρια), πρόεδρο, L. Madise και P. Nihoul, δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 8ης Σεπτεμβρίου 2023, YS κατά Συμβουλίου (T‑411/23 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2023:528),

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την προσφυγή του, ο προσφεύγων YS ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, να ακυρωθεί η απόφαση (ΕΕ) 2023/1335 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2023, για τον διορισμό των ευρωπαίων εισαγγελέων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ 2023, L 166, σ. 116, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), και, αφετέρου, βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, να διαπιστωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να κινήσει διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 12 Οκτωβρίου 2017 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ 2017, L 283, σ. 1). Κατά τα άρθρα 1 και 8 του κανονισμού 2017/1939, με τον εν λόγω κανονισμό συστήνεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ως οργανισμός της Ένωσης και καθορίζονται οι κανόνες λειτουργίας της.

3        Κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του κανονισμού 2017/1939, κάθε συμμετέχον κράτος μέλος οφείλει να προτείνει τρεις υποψηφίους για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα μεταξύ προσώπων τα οποία είναι ενεργά μέλη της εισαγγελικής αρχής ή του δικαστικού σώματος του σχετικού κράτους μέλους, παρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας και διαθέτουν τα προσόντα που απαιτούνται για διορισμό σε υψηλό εισαγγελικό ή δικαστικό αξίωμα στο αντίστοιχο κράτος μέλος τους καθώς και τη σχετική πρακτική πείρα στα εθνικά νομικά συστήματα, στις έρευνες στον χρηματοοικονομικό τομέα και στη διεθνή δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Αφού λάβει την αιτιολογημένη γνώμη από την επιτροπή επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: επιτροπή επιλογής), το Συμβούλιο επιλέγει και διορίζει έναν από τους υποψηφίους ως Ευρωπαίο Εισαγγελέα του οικείου κράτους μέλους.

4        Στις 27 Σεπτεμβρίου 2022 οι ελληνικές αρχές δημοσίευσαν πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων ώστε να προτείνουν τρεις υποψηφίους για τη θέση του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα από τις 29 Ιουλίου 2023.

5        Στις 17 Οκτωβρίου 2022 ο προσφεύγων υπέβαλε την υποψηφιότητά του στις ελληνικές αρχές.

6        Με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 27 Ιανουαρίου 2023, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (στο εξής: ΑΔΣ) απέρριψε την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν πληρούσε την προϋπόθεση του εθνικού νόμου 4786/2021, καθώς δεν κατείχε την εισαγγελική ιδιότητα.

7        Με την ίδια απόφαση, το ΑΔΣ πρότεινε εξ ονόματος της Ελληνικής Δημοκρατίας τρεις υποψηφίους για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα.

8        Στις 22 Μαρτίου 2023 ο προσφεύγων υπέβαλε κατά της εν λόγω αποφάσεως του ΑΔΣ αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα).

9        Επιπλέον, με μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της 21ης Απριλίου 2023, ο προσφεύγων ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την έκβαση της εθνικής διαδικασίας επιλογής των προταθέντων για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία υποψηφίων, ισχυριζόμενος ταυτόχρονα ότι η εφαρμοστέα ελληνική νομοθεσία αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939. Χαρακτηρίζοντας την ενημέρωση αυτή ως «επίσημη καταγγελία», ο προσφεύγων ρώτησε την Επιτροπή αν σκόπευε να κινήσει διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αναλάβει σχετική δράση βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή δεν απάντησε στο μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του προσφεύγοντος.

10      Λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις υποψηφιοτήτων που υποβλήθηκαν από τις εθνικές αρχές, η επιτροπή επιλογής συνέταξε τις αιτιολογημένες γνώμες και διαμόρφωσε τη σειρά κατάταξης για τους προταθέντες από τις εθνικές αρχές υποψηφίους και τις υπέβαλε στο Συμβούλιο, το οποίο τις παρέλαβε στις 2 Μαΐου 2023.

11      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο διόρισε πέντε Ευρωπαίους Εισαγγελείς της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μεταξύ των υποψηφίων που πρότειναν τα οικεία κράτη μέλη.

12      Με μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της 14ης Ιουλίου 2023 που απηύθυνε προς την Επιτροπή, ο προσφεύγων κάλεσε το εν λόγω θεσμικό όργανο να λάβει θέση επί του μηνύματός του της 21ης Απριλίου 2023.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Με την προσφυγή του, ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, είτε στο σύνολό της είτε, κατ’ ελάχιστον, ως προς τον διορισμό στη θέση Ευρωπαίου Εισαγγελέα του προταθέντος από την Ελληνική Δημοκρατία υποψηφίου·

–        να διαπιστώσει και να «ακυρώσει» την παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της Επιτροπής, καθόσον αυτή παρανόμως παρέλειψε να προβεί σε έλεγχο της υποβληθείσας από τις ελληνικές αρχές πρότασης των υποψηφίων για διορισμό στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Με την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε, το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

15      Με την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε, η Επιτροπή ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη κατά το μέρος που βάλλει κατά της προβαλλόμενης παράλειψης της Επιτροπής βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

16      Με τις παρατηρήσεις του επί των ενστάσεων απαραδέκτου, ο προσφεύγων ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις ενστάσεις απαραδέκτου του Συμβουλίου και της Επιτροπής·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο καθού μπορεί να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει επί του απαραδέκτου ή της αναρμοδιότητας χωρίς να εισέλθει στην ουσία.

18      Εν προκειμένω, καθόσον το Συμβούλιο και η Επιτροπή προέβαλαν τυπικώς ενστάσεις απαραδέκτου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποφασίζει να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής κατά το μέρος που στρέφεται κατά της Επιτροπής

19      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι με τα αιτήματα της προσφυγής που στρέφονται κατά της Επιτροπής ζητείται να διαπιστωθεί και να «ακυρωθεί» η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας που της προσάπτει ο προσφεύγων, καθόσον, κατά την άποψή του, το εν λόγω θεσμικό όργανο παρανόμως παρέλειψε να προβεί σε έλεγχο της υποβληθείσας από τις ελληνικές αρχές πρότασης των υποψηφίων για διορισμό στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

20      Προς στήριξη της ενστάσεως απαραδέκτου, αφενός, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αίτημα διατυπωμένο με τον τρόπο αυτό, το οποίο στηρίζεται σε «συνδυαστική επίκληση» των άρθρων 263 και 265 ΣΛΕΕ, είναι αντιφατικό και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο.

21      Αφετέρου, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι τα αιτήματα που στρέφονται κατ’ αυτής πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι διατυπώθηκαν, στο σύνολό τους, με βάση το άρθρο 265 ΣΛΕΕ, προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής κατά παραλείψεως. Επ’ αυτού υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που έλαβε στις 21 Απριλίου 2023 δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως πρόσκληση προς έλεγχο της νομιμότητας της υποβληθείσας από τις ελληνικές αρχές πρότασης υποψηφίων για διορισμό στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, καθόσον, στο εν λόγω μήνυμα, ο προσφεύγων είχε επικαλεστεί μόνον την προβαλλόμενη αντίθεση του εθνικού νόμου προς τις διατάξεις του κανονισμού 2017/1939.

22      Όσον αφορά το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, λαμβανομένης υπόψη της ασαφούς διατυπώσεως των αιτημάτων που στρέφονται κατά της Επιτροπής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προς εξασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της προσφυγής, και παρά τη διατύπωση που επέλεξε ο προσφεύγων, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να θεραπεύσει την ασάφεια του δικογράφου της προσφυγής ερμηνεύοντας το αντικείμενο της διαφοράς, εφόσον η βάση της προσφυγής προκύπτει από το σύνολο της επιχειρηματολογίας του εν λόγω διαδίκου (πρβλ. διάταξη της 28ης Ιουνίου 2011, Verein Deutsche Sprache κατά Συμβουλίου, C‑93/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:429, σκέψεις 18 έως 21).

23      Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής επιχειρηματολογίας που προβάλλει ο προσφεύγων, ιδίως δε των επιχειρημάτων που εκθέτει στα σημεία 18 έως 20 του δικογράφου της προσφυγής, το αίτημα περί διαπιστώσεως και «ακυρώσεως» της προσαπτόμενης στην Επιτροπή παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, καθόσον το εν λόγω θεσμικό όργανο, κατά τον προσφεύγοντα, παρανόμως παρέλειψε να προβεί σε έλεγχο της υποβληθείσας από την Ελληνική Δημοκρατία πρότασης υποψηφίων για διορισμό στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι με αυτό ζητείται, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, επί της παράλειψης του εν λόγω θεσμικού οργάνου να κινήσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ.

24      Το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

 Επί του παραδεκτού του αιτήματος για διαπίστωση παραλείψεως

25      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα φυσικά πρόσωπα, όπως ο προσφεύγων, δεν μπορούν να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή κατά παραλείψεως δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ προκειμένου να βάλουν κατά της μη κίνησης της προβλεπόμενης στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ διαδικασίας λόγω παραβάσεως κράτους μέλους.

26      Στα δικόγραφα που κατέθεσε, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ενδεχόμενη κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας τον αφορά άμεσα και ατομικά, υπό την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού που αποκλείστηκε από τη διαδικασία πρότασης των υποψηφίων για διορισμό στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, κατ’ εφαρμογήν εθνικού νόμου τον οποίο θεωρεί αντίθετο προς τις διατάξεις του κανονισμού 2017/1939. Ως εκ τούτου, δύναται παραδεκτώς να ασκήσει κατά της Επιτροπής προσφυγή επί παραλείψει.

27      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα δεν δύνανται να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή κατά παραλείψεως με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή, μη κινώντας κατά κράτους μέλους διαδικασία για τη διαπίστωση παραβάσεως, παρέλειψε να αποφανθεί κατά παράβαση της Συνθήκης ΛΕΕ (πρβλ. διάταξη της 24ης Ιανουαρίου 2023, Kupczak κατά Επιτροπής, T‑774/22, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2023:24, σκέψη 4 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Πράγματι, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο 265, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ μόνον προκειμένου να διαπιστωθεί ότι θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός της Ένωσης παρέλειψε να εκδώσει, κατά παράβαση της Συνθήκης ΛΕΕ, πράξεις, πλην συστάσεων ή γνωμών, των οποίων τη νομιμότητα θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν παραδεκτώς ασκώντας προσφυγή ακυρώσεως (πρβλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1996, T. Port, C‑68/95, EU:C:1996:452, σκέψεις 58 και 59).

29      Συναφώς, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, να ασκεί προσφυγή ακυρώσεως κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα και για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα.

30      Στο πλαίσιο όμως της διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ για τη διαπίστωση παραβάσεως οι μόνες πράξεις τις οποίες είναι δυνατόν να εκδώσει η Επιτροπή απευθύνονται στα κράτη μέλη. Επιπλέον, από το σύστημα που προβλέπεται στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ούτε η αιτιολογημένη γνώμη, η οποία αποτελεί απλώς προκαταρκτικό στάδιο πριν από την ενδεχόμενη άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου για τη διαπίστωση παραβάσεως, ούτε αυτή καθεαυτήν η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου συνιστούν πράξεις που αφορούν άμεσα τα φυσικά ή τα νομικά πρόσωπα, με συνέπεια οι ιδιώτες να μην μπορούν να προσβάλουν παραδεκτώς την άρνηση της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία για τη διαπίστωση παραβάσεως κατά κράτους μέλους (βλ. διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2024, Fass κατά Γερμανίας και Επιτροπής, T‑1058/23, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2024:6, σκέψη 14 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Επομένως, ορθώς η καθής υποστηρίζει ότι το αίτημα του προσφεύγοντος περί διαπιστώσεως της φερόμενης παράλειψης της Επιτροπής όσον αφορά τις προβαλλόμενες παραβάσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι απαράδεκτο.

32      Ως εκ τούτου, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος που με αυτή ζητείται να διαπιστωθεί η προβαλλόμενη από τον προσφεύγοντα παράλειψη δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των λοιπών λόγων απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

 Επί του παραδεκτού του ακυρωτικού αιτήματος

33      Προς στήριξη της ένστασης απαραδέκτου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της συμφωνίας του εθνικού νόμου προς τις διατάξεις του κανονισμού 2017/1939. Κατά το Συμβούλιο, ο προσφεύγων στερείται εξάλλου ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

34      Συναφώς, αφενός, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας με την οποία προβάλλεται ότι η ελληνική νομοθεσία παραβιάζει τον κανονισμό 2017/1939. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η συμμετοχή των εθνικών αρχών κατά τη διάρκεια διαδικασίας η οποία καταλήγει στην έκδοση αποφάσεως από θεσμικό όργανο της Ένωσης δεν μπορεί να στερήσει από τον δικαστή της Ένωσης την αποκλειστική αρμοδιότητά του να αποφαίνεται βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, εξετάζοντας και τυχόν ελαττώματα των προπαρασκευαστικών πράξεων ή των προτάσεων των εθνικών αρχών.

35      Αφετέρου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά βλαπτική για αυτόν πράξη, καθόσον έχει ως αποτέλεσμα να τον αποκλείσει από τον διορισμό στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Ως εκ τούτου, η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης θα τον ωφελούσε, στο μέτρο που θα είχε ως συνέπεια την επανάληψη της διαδικασίας πρότασης των υποψηφίων για διορισμό στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά τρόπο συμβατό με τις διατάξεις του άρθρου 16 του κανονισμού 2017/1939, όπερ θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα την ανάγκη επανεξέτασης της υποψηφιότητάς του.

36      Τέλος, ο προσφεύγων προβάλλει ότι, ως επιλέξιμος υποψήφιος για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ο οποίος αποκλείστηκε από τη διαδικασία διορισμού, είναι σε θέση να επικαλεστεί άμεσο και ατομικό έννομο συμφέρον να προσβάλει την προσβαλλόμενη απόφαση.

37      Όσον αφορά τον λόγο απαραδέκτου με τον οποίο προβάλλεται αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, υπενθυμίζεται ότι πράξη εθνικής αρχής που εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Ένωσης δεν υπόκειται στην αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης όταν από τη διενεργούμενη στον συγκεκριμένο τομέα κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών αρχών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης προκύπτει ότι η πράξη της εθνικής αρχής συνιστά απαραίτητο στάδιο διαδικασίας εκδόσεως πράξεως της Ένωσης στο πλαίσιο της οποίας τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν μόνον περιορισμένο ή ανύπαρκτο περιθώριο εκτιμήσεως, με αποτέλεσμα η εθνική πράξη να δεσμεύει το θεσμικό όργανο της Ένωσης. Συνεπώς, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αποφαίνονται επί των τυχόν παρατυπιών μιας τέτοιας εθνικής πράξεως, υποβάλλοντας ενδεχομένως προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ελέγχου που ισχύουν για κάθε οριστική πράξη η οποία εκδίδεται από την ίδια εθνική αρχή και μπορεί να βλάψει τρίτους, και να θεωρούν εξάλλου, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ως παραδεκτό το σχετικό ένδικο βοήθημα, έστω και αν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν το προβλέπουν (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψεις 45 και 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1939 καθορίζουν την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει το Συμβούλιο της Ένωσης όσον αφορά τις υποψηφιότητες για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη, η οποία περιορίζεται αποκλειστικώς στον έλεγχο των προτεινόμενων υποψηφιοτήτων υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου Εισαγγελέα. Αντιθέτως, το Συμβούλιο δεν διαθέτει καμία εξουσία να εξετάσει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόρριψη των υποψηφιοτήτων που αποκλείστηκαν στο στάδιο της εθνικής διαδικασίας.

39      Επομένως, από τη διενεργούμενη στον συγκεκριμένο τομέα βάσει των διατάξεων του κανονισμού 2017/1939 κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών αρχών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης προκύπτει ότι η πράξη με την οποία προτείνονται οι υποψήφιοι προς διορισμό στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, την οποία εκδίδει η εθνική αρχή, δεσμεύει το Συμβούλιο και καθορίζει το περιεχόμενο της αποφάσεώς του, καθόσον αυτή δεν μπορεί να αφορά άλλες υποψηφιότητες πλην εκείνων που του υποβάλλουν τα οικεία κράτη μέλη.

40      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει την αιτίαση με την οποία προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως του ΑΔΣ περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος, ο έλεγχος της οποίας απόκειται στα εθνικά δικαστήρια υπό τις προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 37 ανωτέρω.

41      Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν προέβαλε καμία άλλη αιτίαση προς απόδειξη του παράνομου χαρακτήρα της προσβαλλόμενης απόφασης, το ακυρωτικό αίτημα πρέπει να κριθεί απαράδεκτο, σύμφωνα με το αίτημα που υπέβαλε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

42      Επικουρικώς, όσον αφορά τους λόγους απαραδέκτου που αφορούν την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος, υπενθυμίζεται ότι, όταν η υποψηφιότητα για μια θέση απορρίπτεται πριν από το στάδιο που προηγείται του διορισμού στη θέση αυτή, το έννομο συμφέρον του αποκλεισθέντος υποψηφίου να προσβάλει την απόφαση διορισμού προϋποθέτει την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του. Ειδικότερα, μόνον αν ακυρωθεί η απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του είναι ενδεχομένως δυνατόν η ακύρωση της αποφάσεως διορισμού στη συγκεκριμένη θέση να επάγεται έννομες συνέπειες για τον υποψήφιο του οποίου η υποψηφιότητα απορρίφθηκε πριν από το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί διορισμού και να του παράσχει όφελος, με την εξαφάνιση αποφάσεως που εκδόθηκε κατόπιν συγκρίσεως στην οποία εσφαλμένως δεν συμπεριλήφθηκε η υποψηφιότητά του. Αντιθέτως, στην περίπτωση που απορρίπτεται το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως που απορρίπτει την υποψηφιότητα για μια θέση, η ακύρωση της αποφάσεως διορισμού τρίτου προσώπου δεν μπορεί να επάγεται έννομες συνέπειες για τον αποκλεισθέντα υποψήφιο. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που απορρίπτει την υποψηφιότητα δεν επιτρέπει να επηρεαστεί ο αποκλεισθείς υποψήφιος από τη μεταγενέστερη απόφαση περί διορισμού άλλου υποψηφίου στη θέση (βλ. διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2020, IM κατά ΕΤΕπ και ΕΤαΕ, T‑80/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:636, σκέψεις 30 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων επικαλείται αίτηση ακυρώσεως την οποία υπέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της αποφάσεως του ΑΔΣ της 20ής Δεκεμβρίου 2022 με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του.

44      Στο μέτρο, όμως, που η έκβαση που ενδεχομένως θα έχει η διαδικασία που κίνησε ο προσφεύγων ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου παραμένει άγνωστη στο Γενικό Δικαστήριο, δεν απόκειται στο τελευταίο να αποφανθεί προκαταλαμβάνοντας δικαστική απόφαση η οποία, ενδεχομένως, θα ακυρώσει την απόφαση του ΑΔΣ της 20ής Δεκεμβρίου 2022, με αποτέλεσμα ο προσφεύγων να αποκτήσει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 24ης Μαρτίου 2022, Di Taranto κατά Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, T‑368/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:162, σκέψη 31).

45      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο προσφεύγων φέρει το βάρος αποδείξεως της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος, γεγενημένου και ενεστώτος. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο προσφεύγων, εάν το συμφέρον που επικαλείται αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, πρέπει να αποδείξει ότι η προσβολή της καταστάσεως αυτής παρίσταται ήδη ως βεβαία. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις προκειμένου να αποδείξει ότι έχει το απαιτούμενο για την άσκηση προσφυγής έννομο συμφέρον (πρβλ. διάταξη της 9ης Σεπτεμβρίου 2013, Planet κατά Επιτροπής, T‑489/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:496, σκέψη 32).

46      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε την ύπαρξη ενεστώτος ή βέβαιου εννόμου συμφέροντος για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, το υποβληθέν δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ αίτημα πρέπει να απορριφθεί και για τον λόγο αυτόν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

47      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

48      Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τα αιτήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τον YS στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Λουξεμβούργο, 8 Μαΐου 2024.

Ο Γραμματέας

 

Η Πρόεδρος

V. Di Bucci

 

O. Porchia


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.