Language of document : ECLI:EU:C:2024:413

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 16ης Μαΐου 2024 (1)

Υπόθεση C-156/23 [Ararat] (i)

K,

L,

M,

N

κατά

Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid

[αίτηση του rechtbank Den Haag, zittingsplaats Roermond
(πρωτοδικείου Χάγης, με μεταβατική έδρα το Roermond, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Άρθρο 5 – Αρχή της μη επαναπροώθησης – Πράξη με την οποία η αρμόδια εθνική αρχή απορρίπτει αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής προβλεπόμενης στο εθνικό δίκαιο και παραπέμπει σε προγενέστερη απόφαση επιστροφής, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη – Νομιμότητα της εκτελέσεως αποφάσεως επιστροφής – Υποχρέωση διενέργειας επικαιροποιημένης αξιολόγησης των κινδύνων που ανακύπτουν σε περίπτωση απομάκρυνσης – Άρθρο 13 – Μέσα έννομης προστασίας – Υποχρέωση της δικαστικής αρχής να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πιθανή παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 19, παράγραφος 2 – Προστασία σε περίπτωση απομάκρυνσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής»






I.      Εισαγωγή

1.        Η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης στο πλαίσιο της επιστροφής παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας θέτει ένα ιδιαίτερο ζήτημα όταν το κράτος μέλος δεν προβαίνει στην άμεση εκτέλεση της αποφάσεως επιστροφής που έχει εκδώσει σε βάρος του εν λόγω προσώπου. Και τούτο διότι, με την πάροδο του χρόνου, ενώ η απόφαση αυτή καθίσταται απρόσβλητη για τον εν λόγω υπήκοο, εντούτοις, η εκτίμηση επί της οποίας βασίζεται –και ιδίως η αξιολόγηση των κινδύνων που διατρέχει ο υπήκοος αυτός σε περίπτωση απομάκρυνσης προς την προβλεπόμενη χώρα προορισμού– καθίσταται παρωχημένη.

2.        Συναφώς, ο δικαστής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ledi Bianku έχει επισημάνει ότι «το ζήτημα της μη επαναπροώθησης και του ρόλου των δικαστηρίων στην εφαρμογή της [είναι ένα θέμα το οποίο] παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσχέρειες, διότι αφορά υποθέσεις που άπτονται κυρίως απολύτων δικαιωμάτων που προστατεύονται από τη [Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (2)]. Επιπλέον, τα δικαστήρια, είτε εθνικά είτε διεθνή, πρέπει να αποφαίνονται επί πολύ απομακρυσμένων χρονικά καταστάσεων για τις οποίες, κατά λογική αναγκαιότητα, δεν έχουν άμεση και πλήρη γνώση. Περαιτέρω, οι υποθέσεις μη επαναπροώθησης αφορούν κατά κανόνα καταστάσεις που παρουσιάζουν διακυμάνσεις και μεταβολές» (3).

3.        Η υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 5 και 13 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (4), τα οποία κατοχυρώνουν, αντιστοίχως, την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης και την αποτελεσματική έννομη προστασία των υπηκόων τρίτων χωρών.

4.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των K, L, M και N, υπηκόων Αρμενίας, και, αφετέρου, του Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, Κάτω Χώρες) (στο εξής: Υφυπουργός), σχετικά με τη νομιμότητα πράξεως με την οποία ο τελευταίος απέρριψε την αίτησή τους για τη χορήγηση άδειας διαμονής προβλεπόμενης στο ολλανδικό δίκαιο και με την οποία παρέπεμψε σε προγενέστερη απόφαση επιστροφής, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη, προκειμένου να κινηθεί εκ νέου η διαδικασία επιστροφής.

5.        Στην υπό κρίση αίτηση διαλαμβάνονται κατ’ ουσίαν δύο ερωτήματα.

6.        Πρώτον, το Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Roermond (πρωτοδικείο της Χάγης, με μεταβατική έδρα το Roermond, Κάτω Χώρες) ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν, σε περίπτωση κατά την οποία αρμόδια εθνική αρχή διαπιστώσει την παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί προγενέστερη απόφαση επιστροφής που έχει καταστεί απρόσβλητη, υποχρεούται η εν λόγω αρχή, προτού κινήσει εκ νέου τη διαδικασία επιστροφής, να προβεί σε επικαιροποιημένη αξιολόγηση των κινδύνων που διατρέχει ο υπήκοος αυτός σε περίπτωση επιστροφής του στην προβλεπόμενη χώρα προορισμού.

7.        Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν η δικαστική αρχή υποχρεούται, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας του οποίου έχει επιληφθεί και με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη της, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πιθανή παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης όταν η αρμόδια εθνική αρχή δεν έχει προβεί σε τέτοια αξιολόγηση.

8.        Στις παρούσες προτάσεις, θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η διαδικασία επιστροφής έχει ανασταλεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, η αρμόδια εθνική αρχή υποχρεούται, πριν από την εκτέλεση της προγενέστερης αποφάσεως επιστροφής, να διαπιστώσει ότι η κατάσταση του υπηκόου τρίτης χώρας δεν έχει μεταβληθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως, αυτός θα υποστεί τον κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής ή μεταχείρισης στην προβλεπόμενη χώρα προορισμού. Θα εκθέσω επίσης τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι, σε περίπτωση που δεν έχει διενεργηθεί τέτοια αξιολόγηση, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τυχόν μη προβαλλόμενη από τον εν λόγω υπήκοο παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, εφόσον έχουν τεθεί υπόψη του σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

9.        Η οδηγία 2008/115 προβλέπει στο άρθρο 5 ότι, «[κ]ατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη [...] τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης».

10.      Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 6, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

[...]

6.      Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης παραμονής μαζί με απόφαση επιστροφής και/ή απόφαση απομάκρυνσης και/ή απαγόρευση εισόδου, στο πλαίσιο ατομικής διοικητικής ή δικαστικής απόφασης ή πράξης, όπως προβλέπεται στην εθνική τους νομοθεσία, με την επιφύλαξη των δικονομικών εγγυήσεων του Κεφαλαίου ΙΙΙ και δυνάμει άλλων συναφών διατάξεων του κοινοτικού και εθνικού δικαίου.»

11.      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την απομάκρυνση:

α)      όταν αυτή παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης [...]».

12.      Τέλος, το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας διατίθεται αποτελεσματικό [μέσο έννομης προστασίας] το οποίο του επιτρέπει να προσφεύγει κατά των αποφάσεων που αφορούν την επιστροφή ή να ζητεί την επανεξέτασή τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή αρμόδιου οργάνου που απαρτίζεται από μέλη αμερόληπτα και απολαύοντα εχέγγυα ανεξαρτησίας.

2.      Η αρχή ή το όργανο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έχει την εξουσία να επανεξετάζει αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή, όπως αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προσωρινής αναστολής της επιβολής της εφαρμογής τους, εκτός εάν ισχύει ήδη προσωρινή αναστολή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.»

Β.      Το ολλανδικό δίκαιο

13.      Το άρθρο 8:69 του Algemene wet bestuursrecht (γενικού νόμου περί διοικητικού δικαίου) (5), της 4ης Ιουνίου 1992, ορίζει τα εξής:

«1.      Το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της διαφοράς αποφαίνεται βάσει του δικογράφου της προσφυγής, των προσκομισθέντων εγγράφων, της προκαταρκτικής έρευνας και της εξετάσεως της υποθέσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

2.      Το δικαστήριο συμπληρώνει αυτεπαγγέλτως τους νομικούς ισχυρισμούς.

3.      Το δικαστήριο μπορεί να συμπληρώσει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14.      Στις 16 Μαρτίου 2011 οι προσφεύγοντες, μια οικογένεια αποτελούμενη από δύο αδελφές, την K και την L, και τους γονείς τους, M και N, άπαντες Αρμένιοι υπήκοοι, υπέβαλαν αίτηση διεθνούς προστασίας. Η αίτησή τους απορρίφθηκε με απόφαση εκδοθείσα στις 9 Αυγούστου 2012. Επιπλέον, στους προσφεύγοντες κοινοποιήθηκε και απόφαση επιστροφής, για την έκδοση της οποίας προηγήθηκε εκτίμηση των κινδύνων που θα διέτρεχαν σε περίπτωση απομάκρυνσης προς την Αρμενία. Η απόφαση αυτή έχει καταστεί απρόσβλητη.

15.      Στις 10 Μαΐου 2016 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής επί τη βάσει του ολλανδικού δικαίου. Η αίτησή τους απορρίφθηκε με απόφαση εκδοθείσα στις 16 Ιουνίου 2016, η οποία, κατόπιν της απορρίψεως των προσφυγών τους, έχει επίσης καταστεί απρόσβλητη.

16.      Στις 18 Φεβρουαρίου 2019 οι προσφεύγοντες αιτήθηκαν τη χορήγηση έτερης άδειας διαμονής, επί τη βάσει επίσης του ολλανδικού δικαίου, για επί μακρόν διαμενόντα τέκνα [«afsluitingsregeling langdurig verblijvende kinderen» (τελικό καθεστώς επί μακρόν διαμενόντων τέκνων)](6). Με πράξη εκδοθείσα στις 8 Οκτωβρίου 2019 ο Υφυπουργός απέρριψε την αίτησή τους και διαπίστωσε, αφενός, ότι η διαμονή τους ήταν παράνομη και, αφετέρου, ότι η σε βάρος τους εκδοθείσα στις 9 Αυγούστου 2012 απόφαση επιστροφής εξακολουθούσε να είναι σε ισχύ (στο εξής: επίδικη πράξη). Η πράξη αυτή επικυρώθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2020 κατόπιν απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που ασκήθηκε από τους προσφεύγοντες.

17.      Κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως οι προσφεύγοντες άσκησαν ένδικη προσφυγή ενώπιον του rechtbank Den Haag, zittingsplaats Roermond (πρωτοδικείου Χάγης, με μεταβατική έδρα το Roermond), το οποίο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(7)], σε συνδυασμό με το άρθρο 4 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και το άρθρο 5 της οδηγίας [2008/115], την έννοια ότι το δικαστήριο οφείλει, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν τεθεί υπόψη του, όπως αυτά έχουν συμπληρωθεί ή διευκρινιστεί στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιόν του κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πιθανή μη συμμόρφωση με την αρχή της μη επαναπροώθησης; Εξαρτάται η έκταση αυτής της υποχρέωσης από το εάν η κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία κινήθηκε κατόπιν αίτησης διεθνούς προστασίας και, ως εκ τούτου, είναι διαφορετική η έκταση της εν λόγω υποχρέωσης κατά την εκτίμηση του κινδύνου λόγω επαναπροώθησης στο πλαίσιο εισδοχής του αιτούντος, σε σχέση με εκείνη κατά την εκτίμηση του αυτού κινδύνου στο πλαίσιο επαναπατρισμού του;

2)      Έχει το άρθρο 5 της οδηγίας [2008/115], σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του [Χάρτη], την έννοια ότι, σε περίπτωση έκδοσης αποφάσεως επιστροφής σε διαδικασία η οποία δεν έχει κινηθεί κατόπιν αίτησης διεθνούς προστασίας, η εκτίμηση εάν ο επαναπατρισμός αντιβαίνει στην αρχή της μη επαναπροώθησης πρέπει να χωρήσει πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής και, στην περίπτωση αυτή, αποτρέπει ο διαπιστωμένος κίνδυνος λόγω επαναπροώθησης την έκδοση αποφάσεως επιστροφής ή συνιστά κώλυμα για την εκτέλεση της απομάκρυνσης;

3)      Αναβιώνει η απόφαση επιστροφής εάν έχει ανασταλεί λόγω μεταγενέστερης διαδικασίας η οποία δεν κινήθηκε κατόπιν αίτησης διεθνούς προστασίας ή έχει το άρθρο 5 της οδηγίας [2008/115], σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του [Χάρτη], την έννοια ότι, εφόσον δεν εκτιμηθεί ο κίνδυνος λόγω επαναπροώθησης κατά τη διαδικασία η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εκ νέου διαπίστωση της παράνομης διαμονής, πρέπει να χωρήσει επικαιροποιημένη αξιολόγηση του εν λόγω κινδύνου και έπειτα να εκδοθεί νέα απόφαση επιστροφής; Διαφέρει η απάντηση σε αυτό το ερώτημα στην περίπτωση που δεν υφίσταται απόφαση επιστροφής η οποία έχει ανασταλεί, αλλά απόφαση επιστροφής η οποία για κάποιο χρονικό διάστημα δεν είχε εφαρμοστεί ούτε από τον υπήκοο τρίτης χώρας ούτε από τις αρχές;»

18.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Ολλανδική, η Γερμανική και η Ελβετική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, καθώς και οι προσφεύγοντες και η Δανική Κυβέρνηση, παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Μαρτίου 2024, κατά τη διάρκεια της οποίας απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο για προφορική απάντηση.

IV.    Προκαταρκτική παρατήρηση

19.      Πριν από την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων, σκόπιμο είναι να προηγηθεί μια προκαταρκτική παρατήρηση σχετικά με το αντικείμενό τους, το παραδεκτό τους και τη σειρά με την οποία θα εξετασθούν.

20.      Φρονώ ότι πρέπει, κατ’ αρχάς, να δοθεί απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά το διοικητικό στάδιο της διαδικασίας επιστροφής. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις ως προς τις συνέπειες της υποβολής, από υπήκοο τρίτης χώρας, νέας αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας διαμονής βάσει του εθνικού δικαίου επί της ήδη κινηθείσας σε βάρος του διαδικασίας επιστροφής και, ειδικότερα, εάν η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να προβεί σε επικαιροποιημένη αξιολόγηση των κινδύνων που ανακύπτουν σε περίπτωση απομάκρυνσης.

21.      Εν συνεχεία, απάντηση θα πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά ειδικότερα το δικαστικό στάδιο της διαδικασίας επιστροφής και την υποχρέωση της δικαστικής αρχής να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας του οποίου επιλαμβάνεται, πιθανή παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Μολονότι, στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 υπό το πρίσμα του άρθρου 4 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, εντούτοις προτείνω το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα να εξετασθεί υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 13 της ίδιας οδηγίας, στο οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά την εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας.

22.      Τέλος, φρονώ ότι παρέλκει η εξέταση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, καθόσον, πέραν της συγκεχυμένης διατυπώσεώς του, δεν φαίνεται να έχει καμία συνάφεια με το αντικείμενο της κύριας δίκης. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ορισμένες ρυθμίσεις σχετικά με την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης σε περίπτωση που δεν έχει εισέτι εκδοθεί απόφαση επιστροφής. Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι στις 9 Αυγούστου 2012 εκδόθηκε σε βάρος των προσφευγόντων απόφαση επιστροφής. Η απόφαση δε αυτή έχει καταστεί απρόσβλητη. Ως εκ τούτου, η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά την τήρηση της εν λόγω αρχής στο πλαίσιο της εκδόσεως της αποφάσεως επιστροφής αλλά στο πλαίσιο της εκτελέσεώς της σε περίπτωση τυχόν εκ νέου κινήσεως διαδικασίας επιστροφής.

23.      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα είναι επομένως απαράδεκτο, καθόσον καλεί το Δικαστήριο να προβεί στη διατύπωση συμβουλευτικής γνωμοδοτήσεως επί υποθετικού ερωτήματος, κατά παράβαση της αποστολής που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (8).

V.      Ανάλυση

24.      Επιβάλλεται να προσδιοριστεί το αντικείμενο της επίδικης πράξεως, της οποίας η νομιμότητα αμφισβητείται ενώπιον της δικαστικής αρχής.

25.      Η επίδικη πράξη είναι μια πράξη υβριδική. Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του ολλανδικού δικαίου, καθόσον αρνήθηκε να χορηγήσει στους προσφεύγοντες την επί τη βάσει του δικαίου αυτού άδεια διαμονής, όσο και του δικαίου της Ένωσης, καθόσον προβλέπει την εκ νέου ενεργοποίηση της αρχικώς κινηθείσας σε βάρος τους διαδικασίας επιστροφής, αναγνωρίζοντας ότι η εκδοθείσα στις 9 Αυγούστου 2012 απόφαση επιστροφής εξακολουθεί να είναι σε ισχύ (9).

26.      Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο αφορούν αποκλειστικά τη νομιμότητα της εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως καθόσον αυτή συνιστά απόφαση επιστροφής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115 (10).

Α.      Επί της υποχρεώσεως της αρμόδιας εθνικής αρχής να προβεί σε επικαιροποιημένη αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει η απομάκρυνση (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

27.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν, στην περίπτωση που αρμόδια εθνική αρχή διαπιστώσει την παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί προγενέστερη απόφαση επιστροφής η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη, το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η εν λόγω εθνική αρχή υποχρεούται να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία επιστροφής από το στάδιο της εκτελέσεως της ως άνω αποφάσεως ή μήπως έχει την έννοια ότι, πριν από την εκτέλεσή της, υποχρεούται, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η διαδικασία αυτή έχει ανασταλεί, να προβεί σε επικαιροποιημένη αξιολόγηση των κινδύνων που διατρέχει ο εν λόγω υπήκοος σε περίπτωση απομάκρυνσης προς την προβλεπόμενη χώρα προορισμού.

28.      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως η οδηγία 2008/115, δεν περιέχει διατάξεις οι οποίες να καθορίζουν ρητώς τις συνέπειες που πρέπει να έχει η υποβολή, από υπήκοο τρίτης χώρας, αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας διαμονής επί τη βάσει του εθνικού δικαίου, καθώς και η επακόλουθη απόρριψη της αιτήσεώς αυτής, επί της τυχόν ήδη εκδοθείσας σε βάρος του αποφάσεως επιστροφής.

29.      Το Δικαστήριο διατύπωσε μεν ορισμένες αρχές στην απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N.(11), πλην όμως η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε σε διαφορετικό πλαίσιο πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, η κινηθείσα σε βάρος του ενδιαφερομένου διαδικασία επιστροφής δεν είχε διακοπεί λόγω της υποβολής αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας διαμονής επί τη βάσει του εθνικού δικαίου αλλά λόγω υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες), στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε τότε, υπογραμμίζει ότι, κατά τη νομολογία του, η υποβολή αιτήσεως αυτού του είδους έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται αυτοδικαίως άκυρη τυχόν προγενέστερη απόφαση επιστροφής εκδοθείσα στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν διαδικασία που έχει κινηθεί βάσει της οδηγίας 2008/115 και στο πλαίσιο της οποίας έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής διακόπηκε λόγω της υποβολής νέας αιτήσεως διεθνούς προστασίας, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, ήδη από την απόρριψη της αιτήσεως αυτής, να επαναλάβουν την εν λόγω διαδικασία όχι από την αρχή αλλά από το στάδιο στο οποίο διακόπηκε (12). Το Δικαστήριο στήριξε την εκτίμησή του στις απαιτήσεις αποτελεσματικότητας που επιβάλλει ο νομοθέτης της Ένωσης κατά την εφαρμογή διαδικασίας επιστροφής και ιδίως στην υποχρέωση των κρατών μελών να προβαίνουν στην απομάκρυνση εντός του συντομότερου δυνατού χρόνου.

30.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης ο Υφυπουργός φαίνεται ότι κίνησε εκ νέου τη διαδικασία επιστροφής που είχε προηγουμένως κινηθεί σε βάρος των προσφευγόντων όχι όμως από την αρχή αλλά από το στάδιο κατά το οποίο είχε αυτή διακοπεί, αναγνωρίζοντας ότι η προηγούμενη απόφαση επιστροφής ήταν σε ισχύ.

31.      Ωστόσο, σε μια τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή της αρχής που συνάγεται από την απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N.(13), μολονότι πληροί τις απαιτήσεις αποτελεσματικότητας που διατυπώνονται, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2008/115, εντούτοις δεν διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

32.      Πρώτον, η διασφάλιση της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης συνδέεται με το είδος της αιτούμενης άδειας διαμονής. Μολονότι, κατά την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (14), εντούτοις, με βάση τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, στην ολλανδική νομική πρακτική δεν είναι σύνηθες, μετά την απόρριψη αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας διαμονής επί τη βάσει του ολλανδικού δικαίου, να διενεργείται αυτεπαγγέλτως αξιολόγηση των κινδύνων που διατρέχει ένα πρόσωπο σε περίπτωση απομάκρυνσης.

33.      Δεύτερον, η διασφάλιση της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης συνδέεται και με τη χρονική διάρκεια της αναστολής της διαδικασίας επιστροφής. Εν προκειμένω, μολονότι ο Υφυπουργός εξέδωσε την απόφαση επιστροφής σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η απομάκρυνση των προσφευγόντων προς τη χώρα καταγωγής τους ήταν σύννομη υπό το πρίσμα της αρχής της μη επαναπροώθησης, εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι η συγκεκριμένη διαδικασία είχε διακοπεί επί επτά έτη, ήτοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, προτού κινηθεί εκ νέου μετά την απόρριψη της τελευταίας αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας διαμονής. Είναι σαφές ότι η παρέλευση ενός τέτοιου χρονικού διαστήματος συνεπάγεται προφανώς μεταβολές όσον αφορά την κατάσταση του ενδιαφερομένου υπηκόου τρίτης χώρας και/ή τις κρατούσες στην προβλεπόμενη χώρα προορισμού συνθήκες.

34.      Σκοπός της οδηγίας 2008/115 είναι η καθιέρωση μιας πολιτικής απομάκρυνσης και επαναπατρισμού η οποία δεν θα είναι μόνον αποτελεσματική αλλά και θα διεξάγεται με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ενδιαφερομένων (15).

35.      Κάθε απόφαση επιστροφής που εκδίδεται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 και εκτελείται βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, αυτής, πρέπει να σέβεται τα δικαιώματα που διασφαλίζει ο Χάρτης, μεταξύ των οποίων εκείνα των άρθρων 4 και 19, παράγραφος 2, αυτού (16). Τα άρθρα αυτά απαγορεύουν τα βασανιστήρια και τις απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή ανάλογη μεταχείριση, καθώς και την απομάκρυνση σε κράτος όπου υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί ένα πρόσωπο τέτοια μεταχείριση (17). Κατά το Δικαστήριο, η απαγόρευση αυτή αποτελεί «μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης και των κρατών μελών της» και είναι απόλυτη καθόσον συνδέεται ευθέως με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο οποίος κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Χάρτη (18).

36.      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 απαιτεί από τα κράτη μέλη να τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης «σε όλα τα στάδια της διαδικασίας» (19), τούτο δε μέχρι την απομάκρυνση του ενδιαφερομένου προσώπου (δηλαδή τη φυσική μεταφορά του εκτός του κράτους μέλους (20)). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, επομένως, να παρέχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να επικαλεστούν οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων η οποία επήλθε κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως περί επιστροφής και η οποία θα μπορούσε να έχει ουσιώδη σημασία για την εκτίμηση της καταστάσεώς τους βάσει της οδηγίας αυτής, ιδίως δε του άρθρου της 5 (21), καθώς και του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας, το οποίο απαιτεί από τα κράτη μέλη να αναβάλλουν την απομάκρυνση «όταν αυτή παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης».

37.      Σε μια κατάσταση κατά την οποία η διαδικασία επιστροφής έχει ανασταλεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι απαραίτητο η αρμόδια εθνική αρχή, πριν από την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας επιστροφής, να προβεί σε νέα αξιολόγηση των κινδύνων που διατρέχει ο ενδιαφερόμενος σε περίπτωση απομάκρυνσης, διαφορετική από εκείνη που είχε διενεργηθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της προγενέστερης αποφάσεως επιστροφής. Και τούτο διότι τυχόν αναστολή της διαδικασίας για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα σημαίνει ότι η αρμόδια εθνική αρχή δεν είναι σε θέση να συναγάγει οριστικό συμπέρασμα σχετικά με τους κινδύνους που διατρέχει το εν λόγω πρόσωπο στην προβλεπόμενη χώρα προορισμού, με συνέπεια να διακυβεύεται η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης (22). Εάν δεν διενεργηθεί τέτοια αξιολόγηση, συντρέχει το ενδεχόμενο η υποχρέωση επιστροφής να μην πληροί πλέον τις προϋποθέσεις νομιμότητας που απαιτούνται από το δίκαιο της Ένωσης και να εκτελεστεί, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή ποινή σε περίπτωση απομάκρυνσής του προς την εν λόγω χώρα.

38.      Σε περίπτωση που κατόπιν της νέας αυτής αξιολόγησης επιβεβαιωθούν τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει η αρμόδια εθνική αρχή κατά την έκδοση της προγενέστερης αποφάσεως επιστροφής, σε αυτήν εναπόκειται να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία επιστροφής από το στάδιο στο οποίο είχε αυτή διακοπεί και να προβεί στην εκτέλεση της υποχρεώσεως επιστροφής.

39.      Στην αντίθετη περίπτωση, η αρμόδια εθνική αρχή είναι υποχρεωμένη να αναβάλει την απομάκρυνση του ενδιαφερόμενου προσώπου προς την προβλεπόμενη χώρα προορισμού σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115 (23). Ωστόσο, τίποτα δεν εμποδίζει την αρμόδια εθνική αρχή να προβεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, σε επανεξέταση της προηγούμενης αποφάσεως επιστροφής ή στην έκδοση νέας αποφάσεως επιστροφής, υπό την προϋπόθεση ότι γίνονται σεβαστές οι ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία (24).

40.      Υπό τα δεδομένα αυτά, εκτιμώ ότι, στην περίπτωση που αρμόδια εθνική αρχή διαπιστώσει την παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί προγενέστερη απόφαση επιστροφής η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη, το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η εν λόγω αρχή υποχρεούται, πριν από την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας επιστροφής, να εξακριβώσει ότι η κατάσταση του υπηκόου αυτού, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η σχετική διαδικασία έχει ανασταλεί, δεν μεταβλήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση εκτελέσεως της ως άνω αποφάσεως, ο εν λόγω υπήκοος θα υποστεί τον κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής ή μεταχείρισης στη χώρα προορισμού.

Β.      Επί της υποχρεώσεως της δικαστικής αρχής να εξετάζει αυτεπαγγέλτως πιθανή παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)

41.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν, στην περίπτωση που δικαστήριο επιλαμβάνεται του ελέγχου νομιμότητας πράξεως με την οποία η αρμόδια εθνική αρχή κινεί εκ νέου διαδικασία επιστροφής ανασταλείσα για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να προβεί σε επικαιροποιημένη αξιολόγηση των κινδύνων που διατρέχει ο υπήκοος τρίτης χώρας σε περίπτωση απομάκρυνσής του, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής καθώς και με το άρθρο 4, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, οφείλει, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν τεθεί υπόψη του, όπως αυτά έχουν συμπληρωθεί ή διευκρινιστεί στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιόν του κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πιθανή μη προβαλλόμενη από τον εν λόγω υπήκοο παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

42.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, θα ήταν πράγματι αδιανόητο η δικαστική αρχή να σιωπά σε περίπτωση επικείμενου ή μη αξιολογηθέντος κινδύνου παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, καθώς και σε περίπτωση που ο κίνδυνος αυτός δεν έχει γίνει αντιληπτός από τους υπηκόους τρίτων χωρών, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, και δεν προβάλλεται από αυτούς προς στήριξη της αιτήσεώς τους για τη χορήγηση άδειας διαμονής ή στο πλαίσιο της εκ μέρους τους προσβολής είτε της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η παράνομη διαμονή τους είτε της αποφάσεως επιστροφής (25).

43.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν η έκταση αυτής της υποχρεώσεως είναι διαφορετική αναλόγως του εάν η απόφαση επιστροφής βασίζεται στην απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή στην απόρριψη αιτήσεως για χορήγηση άδειας διαμονής που έχει υποβληθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου.

1.      Επί της υπάρξεως της υποχρεώσεως

44.      Το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει, κατ’ αρχήν, στα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό αντλούμενο από παράβαση διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, εφόσον η εξέταση του ισχυρισμού αυτού θα τα υποχρέωνε να υπερβούν τα όρια της ένδικης διαφοράς, όπως αυτά έχουν προσδιοριστεί από τους διαδίκους. Ο περιορισμός αυτός της εξουσίας των εθνικών δικαστηρίων δικαιολογείται από την αρχή ότι οι διάδικοι έχουν την πρωτοβουλία της δίκης. Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να ενεργήσουν αυτεπαγγέλτως παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η παρέμβασή τους επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον (26).

45.      Όσον αφορά την οδηγία 2008/115, η υποχρέωση του εθνικού δικαστή περί αυτεπάγγελτης εξέτασης έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο όσον αφορά τις προϋποθέσεις νομιμότητας μέτρου κράτησης που διατάσσεται κατά την εκτέλεση διαδικασίας επιστροφής. Στην απόφασή του της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης) (27) –στην οποία ρητώς παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο–, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δικαστική αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που περιήλθαν εις γνώσιν της, μεταξύ άλλων και τα πραγματικά στοιχεία, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν στο πλαίσιο των δικονομικών μέτρων τα οποία θεωρεί αναγκαία κατά το εθνικό δίκαιο και, με βάση τα στοιχεία αυτά, να εξετάζει κατά περίπτωση τη μη τήρηση απορρέουσας από το δίκαιο της Ένωσης προϋπόθεσης νομιμότητας, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος δεν την επικαλέστηκε. Προς τούτο, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σημασία του δικαιώματος στην ελευθερία το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη, καθώς και στη βαρύτητα της επέμβασης στο εν λόγω δικαίωμα, η οποία συνίσταται στην κράτηση προσώπων, και στην απαίτηση περί αυξημένου επιπέδου δικαστικής προστασίας (28). Το Δικαστήριο προέβη επίσης σε διάκριση μεταξύ των διαφορών με αντικείμενο τη θέση υπηκόου τρίτης χώρας υπό κράτηση, οι οποίες ρυθμίζονται αυστηρά από τον νομοθέτη της Ένωσης, και των διοικητικών διαφορών στις οποίες την πρωτοβουλία για την κίνηση της δίκης και τον προσδιορισμό του αντικειμένου της έχουν οι διάδικοι (29).

46.      Φρονώ ότι η συλλογιστική αυτή μπορεί να επεκταθεί και στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο διαπιστώνει, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που έχουν τεθεί υπόψη του, ότι η εκτέλεση αποφάσεως επιστροφής που έχει εκδοθεί σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης. Ειδικότερα, για λόγους παρόμοιους με εκείνους που εξέθεσα στις προτάσεις μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε εκείνη η απόφαση (30), η προστασία της αρχής αυτής επιβάλλει να μπορεί το εθνικό δικαστήριο να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη το γεγονός ότι η αρμόδια εθνική αρχή δεν προέβη σε επικαιροποιημένη αξιολόγηση των κινδύνων που ανακύπτουν σε περίπτωση απομάκρυνσης προς τη χώρα προορισμού που προβλέπεται στην απόφαση επιστροφής.

47.      Στα σημεία 35 και 36 των παρουσών προτάσεων, υπενθύμισα τη φύση και το περιεχόμενο της αρχής της μη επαναπροώθησης στο πλαίσιο της διεξαγωγής της διαδικασίας επιστροφής. Αναφέρθηκα στον επιτακτικό χαρακτήρα της και τόνισα τη σημασία της. Υπενθύμισα επίσης ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την τήρηση της αρχής αυτής «σε όλα τα στάδια της διαδικασίας», δηλαδή, τόσο στο πλαίσιο του διοικητικού σταδίου της διαδικασίας, κατά το οποίο εκδίδονται οι αποφάσεις που αφορούν επιστροφή, όσο και στο πλαίσιο του δικαστικού σταδίου, κατά το οποίο ελέγχεται η νομιμότητα των αποφάσεων αυτών, η δε διαδικασία επιστροφής περατώνεται μόνον κατά το χρονικό σημείο της πραγματικής απομάκρυνσης του ενδιαφερομένου προς τη χώρα καταγωγής του, χώρα διέλευσης ή άλλη χώρα.

48.      Προσθέτω περαιτέρω ότι τα κράτη μέλη πρέπει, βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη, να διασφαλίζουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που παρέχονται στους πολίτες βάσει της έννομης τάξης της Ένωσης (31). Όσον αφορά τον έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων που αφορούν την επιστροφή, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 απαιτεί από τα κράτη μέλη να θέτουν στη διάθεση του ενδιαφερομένου υπηκόου τρίτης χώρας αποτελεσματικό μέσο έννομης προστασίας ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα χαρακτηριστικά του εν λόγω μέσου έννομης προστασίας πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη, καθώς και να είναι σύμφωνα με την αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (32). Ειδικότερα, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το προβλεπόμενο μέσο έννομης προστασίας πρέπει οπωσδήποτε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα όταν ασκείται κατά αποφάσεως επιστροφής, της οποίας η εκτέλεση ενδέχεται να εκθέσει τον υπήκοο τρίτης χώρας σε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό, για τον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας, ότι έχουν τηρηθεί δεόντως οι απαιτήσεις των άρθρων 19, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη (33).

49.      Επιπλέον, το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115 προβλέπει ότι η δικαστική ή διοικητική αρχή ενώπιον της οποίας προσβάλλεται η νομιμότητα αποφάσεως που αφορά επιστροφή έχει την εξουσία να προβαίνει σε επανεξέταση της αποφάσεως αυτής και να αναβάλει, κατά περίπτωση, την απομάκρυνση (34). Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου, όπως καταδεικνύει η χρήση, στην απόδοσή της στην αγγλική γλώσσα, της φράσεως «shall have the power» (και όχι «may have the power»).

50.      Σκοπός των δικονομικών κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/115 είναι να διασφαλιστεί ότι το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής δεν θα απομακρυνθεί προς τη προβλεπόμενη χώρα προορισμού, ενόσω οι προϋποθέσεις νομιμότητας που ορίζονται στο άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, μεταξύ των οποίων η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης, δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον λόγω περιστάσεων μεταγενέστερων της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως.

51.      Ωστόσο, η δικαστική προστασία που απαιτείται από το άρθρο 47 του Χάρτη δεν θα ήταν ούτε αποτελεσματική ούτε πλήρης εάν το εθνικό δικαστήριο δεν είχε την υποχρέωση να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως πιθανή παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης όταν από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του καταδεικνύεται ότι η απόφαση επιστροφής βασίστηκε σε παρωχημένη εκτίμηση των κινδύνων και να συναγάγει εξ αυτού όλες τις αναγκαίες συνέπειες όσον αφορά την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως, απαιτώντας από την αρμόδια εθνική αρχή να προβεί σε επικαιροποιημένη αξιολόγηση των σχετικών κινδύνων πριν από την εφαρμογή της. Σε αντίθετη περίπτωση, τυχόν περιορισμός στην εξουσία του εθνικού δικαστηρίου για αυτεπάγγελτη εξέταση θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως παρά το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος θα διέτρεχε τον κίνδυνο να υποστεί, στην προβλεπόμενη χώρα προορισμού, βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση, καταστάσεις οι οποίες απαγορεύονται απολύτως από το άρθρο 4 του Χάρτη.

52.      Επ’ αυτού, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστήριξε στις παρατηρήσεις της ότι η δικαστική αρχή θα πρέπει να παραπέμψει τον ενδιαφερόμενο ενώπιον της αρμόδιας για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας αρχής –ήτοι ενώπιον της «αποφαινόμενης αρχής» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (35)– προκειμένου η αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει η απομάκρυνση να γίνει από αυτήν. Μολονότι η επιλογή της αρμόδιας προς τούτο εθνικής αρχής εμπίπτει στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών και μολονότι είναι αληθές, όπως επισήμανε η ως άνω κυβέρνηση, ότι η αποφαινόμενη αρχή διαθέτει τα κατάλληλα μέσα καθώς και προσωπικό συναφών προσόντων, δεν μπορεί εντούτοις να απαιτείται από τον ενδιαφερόμενο να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115.

53.      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι μια τέτοια προσέγγιση συνεπάγεται κατά λογική αναγκαιότητα ότι η δικαστική αρχή είναι σε θέση να διαπιστώσει την παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης καθώς και να εκτιμήσει, σε σημαντικό βαθμό, τη φύση και τη σοβαρότητα της μεταχείρισης την οποία κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος στην προβλεπόμενη χώρα προορισμού πριν τον καλέσει να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας. Πράγματι, μολονότι, όπως υποστήριξε η Ολλανδική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μια τέτοια αίτηση διεθνούς προστασίας θα εξεταζόταν κατά προτεραιότητα (36), γεγονός παραμένει ότι, εν προκειμένω, θα είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου αναστολή της κινηθείσας σε βάρος του ενδιαφερομένου διαδικασίας επιστροφής (37) και την παράταση του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος θα βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους και θα τελεί σε μια ενδιάμεση κατάσταση, χωρίς δικαίωμα ή άδεια διαμονής.

54.      Υπό τα δεδομένα αυτά, φρονώ ότι, στην περίπτωση που δικαστήριο επιλαμβάνεται του ελέγχου νομιμότητας πράξεως με την οποία η αρμόδια εθνική αρχή κινεί εκ νέου διαδικασία επιστροφής ανασταλείσα για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να προβεί σε επικαιροποιημένη αξιολόγηση των κινδύνων που διατρέχει ο υπήκοος τρίτης χώρας σε περίπτωση απομάκρυνσής του, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής καθώς και με το άρθρο 4, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, οφείλει, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν τεθεί υπόψη του, όπως αυτά έχουν συμπληρωθεί ή διευκρινιστεί στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιόν του κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πιθανή μη προβαλλόμενη από τον εν λόγω υπήκοο παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

2.      Επί της εκτάσεως της υποχρεώσεως

55.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν η έκταση της υποχρεώσεως για αυτεπάγγελτη εξέταση πιθανής παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης είναι διαφορετική ανάλογα με το εάν η απόφαση επιστροφής βασίζεται στην απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή στην απόρριψη αιτήσεως για χορήγηση άδειας διαμονής που έχει υποβληθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να τηρεί την αρχή αυτή κάθε φορά που εξετάζει μια αίτηση διεθνούς προστασίας, τούτο δε σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95. Ωστόσο, στην ολλανδική νομική πρακτική δεν είναι σύνηθες η αρμόδια εθνική αρχή, προτού απορρίψει αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής που έχει υποβληθεί δυνάμει του ολλανδικού δικαίου, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως εάν έχει τηρηθεί η αρχή της μη επαναπροώθησης.

56.      Φρονώ ότι ο ρόλος της δικαστικής αρχής, όταν αποφαίνεται επί της νομιμότητας αποφάσεως επιστροφής εκδοθείσας σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας, και η έκταση της υποχρεώσεως που υπέχει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως πιθανή παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης δεν πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με τη φύση της άδειας διαμονής που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης και, ιδίως, ανάλογα με το εάν η απόφαση αυτή βασίζεται στην απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή στην απόρριψη αιτήσεως για χορήγηση άδειας διαμονής που έχει υποβληθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου.

57.      Ειδικότερα, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη και, ιδίως, από τη φράση «[κ]ανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί», προκύπτει ότι η προστασία από την επαναπροώθηση ισχύει πλήρως για όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών, ανεξάρτητα από το καθεστώς τους ή τους λόγους επαναπροώθησής τους.

58.      Εξάλλου, το Δικαστήριο στην απόφασή του της 3ης Ιουνίου 2021, Westerwaldkreis (38), υπενθύμισε ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115 καθορίζεται με μοναδικό γνώμονα την κατάσταση παράνομης διαμονής στην οποία τελεί υπήκοος τρίτης χώρας, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφείλεται η κατάσταση αυτή ή των μέτρων που ενδέχεται να ληφθούν έναντι του υπηκόου αυτού (39). Συνεπώς, από το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/115 και τη σκέψη 60 της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (40), προκύπτει ότι, μολονότι η απόφαση επιστροφής είναι δυνατό να εκδοθεί ταυτόχρονα με την απόφαση για την απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή να ακολουθήσει αμέσως την απόφαση αυτήν, πρόκειται, εντούτοις, για δύο διακριτές αποφάσεις, οποιαδήποτε δε απόφαση επιστροφής πρέπει να τηρεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας και τις λοιπές εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου.

59.      Η απόφαση της 6ης Ιουλίου 2023, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) (41), αποτελεί χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα. Συγκεκριμένα, στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται τη λήψη θέσης όσον αφορά το διακριτό ζήτημα αν το πρόσωπο αυτό μπορεί να απομακρυνθεί προς τη χώρα καταγωγής του, οι δε συνέπειες που θα έχει, για τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας, η ενδεχόμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του λαμβάνονται υπόψη όχι κατά την έκδοση της απόφασης ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα, αλλά, κατά περίπτωση, όταν η αρμόδια αρχή προτίθεται να εκδώσει απόφαση επιστροφής σε βάρος του εν λόγω υπηκόου (42).

60.      Επομένως, η αρχή της μη επαναπροώθησης πρέπει να τηρείται κάθε φορά που ένα κράτος μέλος διαπιστώνει ότι η διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας στην εθνική του επικράτεια είναι παράνομη και εκδίδει συναφώς απόφαση επιστροφής, τούτο δε ανεξάρτητα από τη φύση των λόγων στους οποίους βασίστηκε η έκδοση της αποφάσεως επιστροφής ή τον τύπο που περιβάλλεται η πράξη.

61.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι ο ρόλος της δικαστικής αρχής, όταν αποφαίνεται επί της νομιμότητας αποφάσεως επιστροφής εκδοθείσας σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας, και η έκταση της υποχρεώσεως που υπέχει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως πιθανή παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης δεν μπορούν να διαφοροποιούνται αναλόγως του εάν η απόφαση αυτή βασίζεται στην απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή στην απόρριψη αιτήσεως για χορήγηση άδειας διαμονής που έχει υποβληθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου.

VI.    Πρόταση

62.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το rechtbank Den Haag, zittingsplaats Roermond (πρωτοδικείο Χάγης, με μεταβατική έδρα το Roermond, Κάτω Χώρες) ως εξής:

1)      Το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

στην περίπτωση που αρμόδια εθνική αρχή διαπιστώσει την παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί προγενέστερη απόφαση επιστροφής η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη, η εν λόγω αρχή υποχρεούται, πριν από την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας επιστροφής, να εξακριβώσει ότι η κατάσταση του υπηκόου αυτού, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η σχετική διαδικασία έχει ανασταλεί, δεν μεταβλήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση εκτελέσεως της ως άνω αποφάσεως, ο εν λόγω υπήκοος θα υποστεί τον κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής ή μεταχείρισης στη χώρα προορισμού.

2)      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής καθώς και με το άρθρο 4, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων,

έχει την έννοια ότι:

στην περίπτωση που δικαστήριο επιλαμβάνεται του ελέγχου νομιμότητας πράξεως με την οποία η αρμόδια εθνική αρχή κινεί εκ νέου διαδικασία επιστροφής ανασταλείσα για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να προβεί σε επικαιροποιημένη αξιολόγηση των κινδύνων που διατρέχει ο υπήκοος τρίτης χώρας σε περίπτωση απομάκρυνσής του, το εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, οφείλει, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν τεθεί υπόψη του, όπως αυτά έχουν συμπληρωθεί ή διευκρινιστεί στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιόν του κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πιθανή μη προβαλλόμενη από τον εν λόγω υπήκοο παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Ο ρόλος της δικαστικής αρχής, όταν αποφαίνεται επί της νομιμότητας αποφάσεως επιστροφής εκδοθείσας σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας, και η έκταση της υποχρεώσεως που υπέχει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως πιθανή παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης δεν μπορούν να διαφοροποιούνται αναλόγως του εάν η απόφαση αυτή βασίζεται στην απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή στην απόρριψη αιτήσεως για χορήγηση άδειας διαμονής που έχει υποβληθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


i      Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.


2      Σύμβαση η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.


3      Διάλογος μεταξύ δικαστών, πρακτικά του σεμιναρίου της 27ης Ιανουαρίου 2017 με θέμα «Η μη επαναπροώθηση ως αρχή του διεθνούς δικαίου και ο ρόλος των δικαστηρίων στην εφαρμογή της», που διοργανώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σ. 17 έως 21, ιδίως σ. 17.


4      ΕΕ 2008, L 348, σ. 98.


5      Stb. 1992, αριθ. 315.


6      Στις παρατηρήσεις της, η Ολλανδική Κυβέρνηση ανέφερε ότι, στο πλαίσιο αυτού του εθνικού καθεστώτος (γνωστού και ως «kinderpardon», δηλαδή καθεστώτος επιείκειας υπέρ των τέκνων), τα τέκνα που διαμένουν στις Κάτω Χώρες για μεγάλο χρονικό διάστημα (και οι συγγενείς τους) μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ζητήσουν τη χορήγηση τίτλου διαμονής επί τη βάσει του ολλανδικού δικαίου.


7      Στο εξής: Χάρτης.


8      Βλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ. (C-160/20, EU:C:2022:101, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


9      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 12 της οδηγίας 2008/115 ρυθμίζει μεν το περιεχόμενο της αποφάσεως επιστροφής, εντούτοις τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη μορφή με την οποία μπορεί να εκδοθεί η απόφαση επιστροφής (απόφαση ή πράξη, διοικητικής ή δικαστικής φύσεως), ανεξαρτήτως του εάν συνδέεται ή όχι με απόφαση απομάκρυνσης [βλ., συναφώς, Εγχειρίδιο περί Επιστροφής το οποίο επισυνάπτεται ως παράρτημα στη σύσταση (ΕΕ) 2017/2338 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2017, για την καθιέρωση κοινού «εγχειριδίου περί επιστροφής» προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά την εκτέλεση σχετικών με την επιστροφή καθηκόντων (ΕΕ 2017, L 339, σ. 83), σημείο 1.4, με τίτλο «Απόφαση επιστροφής»].


10      Κατά τη διάταξη αυτή, ως «απόφαση επιστροφής» νοείται η διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής. Κατά το άρθρο 3, σημείο 3, της ίδιας οδηγίας, η εν λόγω υποχρέωση επιστροφής επιβάλλει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να επιστρέψει είτε στη χώρα καταγωγής του είτε σε χώρα διέλευσης είτε σε άλλη τρίτη χώρα στην οποία αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός.


11      C-601/15 PPU (EU:C:2016:84).


12      Βλ. απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψεις 75 και 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      C-601/15 PPU (EU:C:2016:84).


14      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).


15      Βλ. αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 2008/115, καθώς και απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2022, Centre public d’action sociale de Liège (Ανάκληση ή αναστολή αποφάσεως επιστροφής) (C-825/21, EU:C:2022:810, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Βλ. αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 2008/115.


17      Πρβλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2021, État belge (Επιστροφή γονέα ανηλίκου) (C-112/20, EU:C:2021:197, σκέψη 35). Βλ., επίσης, απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αμοιβαία εμπιστοσύνη σε περίπτωση μεταφοράς) (C-392/22, EU:C:2024:195, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 85 και 87).


19      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απομάκρυνση – Θεραπευτική κάνναβη) (C-69/21, EU:C:2022:913, EU:C:2022:913, σκέψη 55).


20      Βλ. άρθρο 3, σημείο 5, της οδηγίας 2008/115.


21      Βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 64).


22      Η εξέλιξη της κατάστασης των γυναικών στο Αφγανιστάν ή των προσώπων που είναι εγγεγραμμένα στην Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA) καταδεικνύει σαφώς ότι η παρέλευση του χρόνου μπορεί να συνεπάγεται μεταβολές των περιστάσεων ικανές να καταστήσουν (απολύτως) παρωχημένη την αξιολόγηση των κινδύνων στην οποία είχε προβεί προηγουμένως η αρμόδια εθνική αρχή.


23      Βλ. το εγχειρίδιο που μνημονεύεται στην υποσημείωση 9 των παρουσών προτάσεων, σημείο 9, με τίτλο «Αναβολή της απομάκρυνσης».


24      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εάν η αρμόδια εθνική αρχή διαπιστώσει ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δύναται να απομακρυνθεί, τηρουμένης της αρχής της μη επαναπροώθησης, προς χώρα διαφορετική από τη χώρα προορισμού που μνημονευόταν σε προγενέστερη απόφαση επιστροφής, οφείλει να εκδώσει νέα απόφαση επιστροφής. Συγκεκριμένα, στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C-924/19 PPU και C-925/19 PPU, EU:C:2020:367), το Δικαστήριο έκρινε ότι σε περίπτωση που η αρμόδια εθνική αρχή μεταβάλλει τη χώρα προορισμού που μνημονεύεται σε προγενέστερη απόφαση επιστροφής, επιφέρει μια τόσο ουσιώδη τροποποίηση της εν λόγω αποφάσεως επιστροφής ώστε πρέπει να θεωρηθεί ότι εξέδωσε νέα απόφαση επιστροφής, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 4, της οδηγίας 2008/115, κατά της οποίας ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει να διαθέτει αποτελεσματικό μέσο παροχής έννομης προστασίας, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής (σκέψεις 116, 120 και 123).


25      Το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου εντάσσεται στην ίδια κατεύθυνση με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε στην υπόθεση Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Πρόσωπα που ταυτίζονται με τις αξίες της Ένωσης) (C-646/21), η οποία εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου και αφορά το κατά πόσον μπορούν να τύχουν διεθνούς προστασίας νεαρές γυναίκες, υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίες έχουν αποκτήσει δυτικό τρόπο ζωής κατά τη διάρκεια της διαμονής τους στο έδαφος κράτους μέλους, για τον λόγο ότι, σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους, θα ήταν εκτεθειμένες σε κίνδυνο διώξεων ή σοβαρής βλάβης κατά την έννοια των άρθρων 9 και 15 της οδηγίας 2011/95. Η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία αφορούσε την κατάσταση νεαρών γυναικών από το Ιράκ, υποβλήθηκε αφότου το rechtbank Den Haag, zittingsplaats’s-Hertogenbosch (πρωτοδικείο Χάγης, μεταβατική έδρα ’s-Hertogenbosch, Κάτω Χώρες) απέσυρε πανομοιότυπη κατ’ ουσίαν αίτηση στην υπόθεση Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (C-456/21), η οποία αφορούσε νεαρές γυναίκες από το Αφγανιστάν.


26      Όπως προκύπτει ειδικότερα από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την τήρηση ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, καθώς ελλείψει τέτοιας εξέτασης, ο σκοπός της αποτελεσματικής προστασίας του καταναλωτή δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Tuk Tuk Travel, C-83/22, EU:C:2023:664, σκέψεις 45 έως 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


27      C-704/20 και C-39/21 (EU:C:2022:858).


28      Βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης) (C-704/20 και C-39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 88).


29      Βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης) (C-704/20 και C-39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 92).


30      Βλ. προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης) (C-704/20 και C-39/21, EU:C:2022:489).


31      Βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης) (C-704/20 και C-39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


32      Βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C-562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 45 και 46), της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψεις 52 και 53), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, CPAS de Liège (C-233/19, EU:C:2020:757, σκέψη 45).


33      Βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, CPAS de Liège (C-233/19, EU:C:2020:757, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


34      Κατά τη νομική πρακτική, με την επανεξέταση μιας αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη καθίσταται δυνατή η τροποποίηση της εν λόγω αποφάσεως υπό το πρίσμα νέων και ουσιωδών πραγματικών περιστατικών ή τυχόν μεταβολής των συνθηκών.


35      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).


36      Η οδηγία 2013/32 διαλαμβάνει στην αιτιολογική σκέψη 19 ότι, «[π]ροκειμένου να μειώνεται η συνολική διάρκεια της διαδικασίας σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την ευελιξία, σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, να εξετάζουν κατά προτεραιότητα μια αίτηση πριν από άλλες, προηγουμένως υποβληθείσες, χωρίς να παρεκκλίνουν από τις συνήθεις διαδικαστικές προθεσμίες, αρχές και εγγυήσεις».


37      Στην απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψεις 75 και 76), το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας από υπήκοο τρίτης χώρας για τον οποίο έχει κινηθεί διαδικασία επιστροφής δεν έχει ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη ακυρότητα τυχόν προγενέστερης αποφάσεως επιστροφής αλλά τη διακοπή της διαδικασίας επιστροφής έως την ενδεχόμενη επανάληψή της από το σημείο κατά το οποίο διακόπηκε.


38      C-546/19 (EU:C:2021:432).


39      Βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Westerwaldkreis (C-546/19, EU:C:2021:432, σκέψη 45).


40      C-181/16 (EU:C:2018:465).


41      C-663/21 (EU:C:2023:540).


42      Βλ. σκέψεις 41 και 42 της εν λόγω αποφάσεως.