Language of document : ECLI:EU:C:2024:492

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Ιουνίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Νόμος που απαγορεύει τη χρησιμοποίηση του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας – Πρόωρη παύση λειτουργίας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα – Χορήγηση αποζημίωσης – Απόφαση που κηρύσσει το μέτρο συμβατό με την εσωτερική αγορά χωρίς να αποφανθεί επί της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης – Άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής»

Στην υπόθεση C‑40/23 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2023,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Η. Γεωργιόπουλο, B. Stromsky και H. van Vliet,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι το:

Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις M. K. Bulterman, A. Hanje, και J. Langer,

προσφεύγον πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl, J. Passer (εισηγητή) και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Νοεμβρίου 2022, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (T‑469/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:713), με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του Βασιλείου των Κάτω Χωρών με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2020) 2998 final της Επιτροπής, της 12ης Μαΐου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.54537 (2020/NN) – Κάτω Χώρες, Απαγόρευση της χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στις Κάτω Χώρες (ΕΕ 2020, C 220, σ. 2) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 107, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ προβλέπει τα εξής:

«1.      Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.

[…]

3.      Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά:

[…]

γ)      οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον».

3        Το άρθρο 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ προβλέπει τα εξής:

«2.      Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κατά το άρθρο 107, ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.

[…]

3.      Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, κατά το άρθρο 107, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.»

4        Η αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), η οποία έχει, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπη διατύπωση με την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 [ΕΚ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), έχει ως εξής:

«Το χρονικό διάστημα εντός του οποίου η Επιτροπή πρέπει να ολοκληρώσει την προκαταρκτική εξέταση της κοινοποιηθείσας ενίσχυσης θα πρέπει να ορισθεί σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής μιας πλήρους κοινοποίησης ή από την ημερομηνία παραλαβής μιας δεόντως αιτιολογημένης δήλωσης του οικείου κράτους μέλους ότι θεωρεί την κοινοποίηση πλήρη διότι οι συμπληρωματικές πληροφορίες που έχει ζητήσει η Επιτροπή δεν είναι διαθέσιμες ή έχουν ήδη δοθεί. Για λόγους ασφάλειας του δικαίου, η εξέταση αυτή θα πρέπει να περατώνεται με απόφαση.»

5        Το άρθρο 4 του κανονισμού 2015/1589, το οποίο έχει την ίδια διατύπωση, κατ’ ουσίαν, με το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999, ορίζει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4 του παρόντος άρθρου.

2.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

3.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ], δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά (“απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων”). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της [Συνθήκης ΛΕΕ] που εφαρμόσθηκε.

4.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το 108 παράγραφος 2 [ΣΛΕΕ] (“απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας”).

5.      Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, πρέπει να λαμβάνονται εντός δύο μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποίησης. Η κοινοποίηση θεωρείται πλήρης εάν, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της ή από την παραλαβή οποιασδήποτε πρόσθετης πληροφορίας που ζητήθηκε, η Επιτροπή δεν ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες. Η προθεσμία μπορεί να παρατείνεται με τη συγκατάθεση τόσο της Επιτροπής όσο και του οικείου κράτους μέλους. Εφόσον είναι απαραίτητο, η Επιτροπή δύναται να καθορίζει πιο περιορισμένα χρονικά περιθώρια.

6.      Εάν η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4 εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η ενίσχυση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από την Επιτροπή. Το οικείο κράτος μέλος μπορεί κατόπιν τούτου να θέσει σε εφαρμογή τα εν λόγω μέτρα αφού ειδοποιήσει προηγουμένως σχετικά την Επιτροπή, εκτός εάν η τελευταία λάβει απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εντός προθεσμίας 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης.»

6        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 ορίζει τα εξής:

«Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την εσωτερική αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

7        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 2 έως 18 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

8        Στις 27 Μαρτίου 2019 οι ολλανδικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή νομοσχέδιο για την απαγόρευση χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1). Το νομοσχέδιο αυτό, το οποίο αποσκοπούσε στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στις Κάτω Χώρες και προέβλεπε τη δυνατότητα αποκατάστασης της ζημίας που προκλήθηκε σε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα η οποία, σε σχέση με άλλες μονάδες ίδιου τύπου, θίγεται κατά τρόπο δυσανάλογο από την απαγόρευση χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

9        Μετά την κοινοποίηση του νομοσχεδίου κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2015/1535, η Επιτροπή ξεκίνησε, με δική της πρωτοβουλία, την εξέταση των πληροφοριών σχετικά με εικαζόμενη ενίσχυση.  

10      Στις 11 Δεκεμβρίου 2019, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών εξέδωσε τον Wet verbod op kolen bij elektriciteitsproductie (νόμο για την απαγόρευση χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, Stb. 2019, αριθ. 493).  Το άρθρο 4 του νόμου αυτού προέβλεπε τη δυνατότητα χορήγησης αποζημίωσης σε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας η οποία θιγόταν δυσανάλογα, σε σχέση με άλλες μονάδες, από την απαγόρευση χρησιμοποίησης του άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Βάσει αυτού, η εταιρία Vattenfall NV, η οποία εκμεταλλεύεται μία από τις πέντε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα στις Κάτω Χώρες, ήτοι τη μονάδα Hemweg 8, έλαβε αποζημίωση από το Ολλανδικό Δημόσιο ύψους 52,5 εκατομμυρίων ευρώ (στο εξής: επίμαχο μέτρο). Ειδικότερα, λόγω του χαμηλού επιπέδου των περιβαλλοντικών τεχνικών χαρακτηριστικών της, η μονάδα αυτή στερήθηκε, σε αντίθεση με τις τέσσερις άλλες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα στις Κάτω Χώρες, το ευεργέτημα της μεταβατικής περιόδου που προβλέπει ο εν λόγω νόμος και, επομένως, υποχρεώθηκε να κλείσει πρόωρα.

11      Στις 12 Μαΐου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση. Όσον αφορά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, κατέληξε, με την παράγραφο 48 της εν λόγω απόφασης, στο συμπέρασμα ότι, «βάσει των πληροφοριών που παρείχαν οι ολλανδικές αρχές, δεν [ήταν] δυνατόν να συναχθεί, με επαρκή βαθμό βεβαιότητας, ότι [υφίστατο] στην υπόθεση αυτή δικαίωμα αποζημίωσης ύψους 52,5 εκατομμυρίων ευρώ». Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνήγαγε ότι «δεν [ήταν] δυνατόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να χορηγείται με το επίμαχο μέτρο κρατική ενίσχυση στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση».  Εντούτοις, η Επιτροπή έκρινε, με την παράγραφο 49 της εν λόγω απόφασης, ότι «δεν [έπρεπε] να συναχθεί οριστικό συμπέρασμα εν προκειμένω ως προς το αν το [επίμαχο] μέτρο χορηγεί πλεονέκτημα στον φορέα εκμετάλλευσης και, επομένως, ως προς το αν συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι, ακόμη και σε περίπτωση κρατικής ενίσχυσης, [θεωρούσε] το μέτρο [αυτό] συμβατό με την εσωτερική αγορά». Η Επιτροπή συνήγαγε ότι «το [επίμαχο] μέτρο [ήταν] συμβατό με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, [ΣΛΕΕ]».

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Ιουλίου 2020, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

13      Το εν λόγω κράτος μέλος προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως. Οι τρεις πρώτοι λόγοι ακυρώσεως προβλήθηκαν για την περίπτωση που η επίδικη απόφαση θα έπρεπε, παρά το γράμμα της, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνεπάγεται τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης. Ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, οι οποίοι βάλλουν κατά της ίδιας απόφασης καθόσον η τελευταία δεν αποφάνθηκε επί του εν λόγω χαρακτηρισμού, αφορούσαν, αντιστοίχως, αναρμοδιότητα της Επιτροπής να κηρύξει ένα μέτρο συμβατό βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, χωρίς προηγουμένως να το έχει χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση, και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

14      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποφανθεί με την επίδικη απόφαση επί του ζητήματος αν το επίμαχο μέτρο συνιστούσε ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έκανε δεκτή την προσφυγή, δυνάμει του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

 Τα αιτήματα των διαδίκων

15      Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς και να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της ως αβάσιμη, και

–        να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

16      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

17      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει έναν μοναδικό λόγο αναιρέσεως με δύο σκέλη, τα οποία αφορούν, το πρώτο, εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 και, το δεύτερο, πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

 Επί του πρώτου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

18      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να αποφασίσει ότι ένα μέτρο είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά χωρίς να έχει προηγουμένως διαπιστώσει ότι το μέτρο αυτό συνιστά κρατική ενίσχυση, παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, λόγω αδικαιολογήτως στενής γραμματικής ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων.

19      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τόσο η παράγραφος 1 όσο και η παράγραφος 3 του άρθρου 107 ΣΛΕΕ δεν περιέχουν διαδικαστικούς κανόνες και δεν αφορούν τις εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Έχουν ως μοναδικό σκοπό να απαγορεύσουν ορισμένα μέτρα και να διευκρινίσουν ότι επιτρέπονται τα μέτρα που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο κακώς, κατά την άποψη της Επιτροπής, έκρινε ότι οι δύο αυτές διατάξεις απαγορεύουν την έκδοση αποφάσεων όπως η επίδικη. Ο όρος «ενίσχυση» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ χρησιμοποιείται υπό ευρεία έννοια και όχι για να προσδιορίσει μια κρατική ενίσχυση υπό την τεχνική έννοια του όρου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο εν λόγω όρος να καλύπτει και μέτρα των οποίων ο χαρακτηρισμός ως κρατικών ενισχύσεων παραμένει αβέβαιος. Η απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 113), την οποία μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο, δεν περιέχει καμία ένδειξη ως προς το τι οφείλει να πράξει η Επιτροπή, αν είναι μεν πεπεισμένη για τη συμβατότητα ενός μέτρου, αλλά δεν έχει ακόμη καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς το αν το μέτρο αυτό συνιστά κρατική ενίσχυση.  

20      Όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, η χρήση της φράσης «ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ]» δεν σημαίνει ότι η συμβατότητα ενός μέτρου μπορεί να εξεταστεί μόνον όταν το μέτρο αυτό έχει χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, δεδομένου ότι η λέξη «ενώ» («in zoverre») πρέπει να νοηθεί ως ισοδύναμη με τη φράση «κατά το μέτρο που» και ο εν λόγω σύνδεσμος πρέπει να αναγνωσθεί σε συνδυασμό με την κύρια πρόταση, η οποία προβλέπει ότι η Επιτροπή «το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά». Η μόνη διαπίστωση που απαιτείται ώστε να μπορέσει η Επιτροπή να λάβει απόφαση περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων αφορά, κατά την άποψή της, το γεγονός ότι το μέτρο δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά.

21      Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη ότι άλλες διατάξεις του κανονισμού 2015/1589, μολονότι περιλαμβάνουν τον όρο «κρατική ενίσχυση», εντούτοις παρέχουν στα κράτη μέλη ή στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός αυτός και για μέτρα για τα οποία δεν αποδείχθηκε ότι συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, όσον αφορά το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει την εκ μέρους των κρατών μελών κοινοποίηση κάθε σχεδίου νέας κρατικής ενίσχυσης.

22      Η Επιτροπή θεωρεί, επιπλέον, ότι η ερμηνεία που δέχθηκε κατά τα ανωτέρω το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 δημιουργεί αδιέξοδο, διότι εμποδίζει την Επιτροπή να λάβει οποιαδήποτε απόφαση μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης. Συγκεκριμένα, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υπόθεσης, η Επιτροπή κωλύεται, όπως υποστηρίζει, να εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση, δεδομένου ότι δεν είναι σε θέση ούτε να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, ελλείψει αμφιβολιών ως προς τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά, ούτε να διαπιστώσει, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ότι το μέτρο αυτό δεν συνιστά ενίσχυση, ελλείψει επαρκούς βεβαιότητας ως προς το δικαίωμα του δικαιούχου του εν λόγω μέτρου να αποζημιωθεί.

23      Στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κακώς, κατά την άποψη της Επιτροπής, επικαλέστηκε την απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341), προκειμένου να δεχθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού περιέχει εξαντλητικό κατάλογο των αποφάσεων που μπορεί να εκδώσει η Επιτροπή μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης.  Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση δεν περιέχει καμία οριστική ερμηνεία υπό την έννοια αυτή, αλλά επιβεβαιώνει, αντιθέτως, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας με μοναδικό σκοπό να διαπιστώσει ότι το επίμαχο μέτρο αποτελούσε κρατική ενίσχυση, ελλείψει αμφιβολιών ως προς τη συμβατότητα του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά.

24      Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 2015/1589 προβλέπει ότι όταν η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ένα μέτρο θεωρείται ότι έχει εγκριθεί, ακόμη και αν δεν έχει προηγουμένως αποδειχθεί ότι συνιστά κρατική ενίσχυση. Επομένως, η Επιτροπή πρέπει να έχει τη δυνατότητα, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, να αποφασίζει ότι ένα μέτρο είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά χωρίς να έχει προηγουμένως προβεί σε τέτοια απόδειξη.

25      Ομοίως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, καθόσον προβλέπει ότι η απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας περιλαμβάνει μια «προσωρινή εκτίμηση» προκειμένου να προσδιοριστεί αν το μέτρο έχει τον χαρακτήρα ενίσχυσης, επιβεβαιώνει ότι, κατά τον χρόνο που η Επιτροπή οφείλει να αποφανθεί επί του τρόπου με τον οποίο περατώνει τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης, είναι κάλλιστα πιθανό να μην έχει λάβει οριστική θέση ως προς την ύπαρξη ενίσχυσης.

26      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη λογική και τις συνέπειες του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπουν τα άρθρα 107 έως 109 ΣΛΕΕ και οι διατάξεις του κανονισμού 2015/1589, ιδίως δε το άρθρο 4, παράγραφος 3, αυτού, που αποσκοπούν στην επίτευξη ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της ανάγκης να λάβουν τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη διευκρινίσεις ως προς τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης και, αφετέρου, της ανάγκης να ληφθεί ταχέως έγκριση για το εν λόγω μέτρο. Πράγματι, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η εκτίμηση της συμβατότητας ενός μέτρου με την εσωτερική αγορά μπορεί να είναι ευκολότερη από την εξακρίβωση του χαρακτήρα του μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας, σε τέτοιες περιπτώσεις, απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, συμμορφώνεται προς την αρχή της χρηστής διοίκησης. Συναφώς, θα ήταν δυνατή η αναλογία με την προσέγγιση που υιοθέτησε το Δικαστήριο στην απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer (C‑23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψεις 51 και 52).

27      Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης δεν είναι να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διατυπώσει σφαιρική και οριστική γνώμη επί της συμβατότητας του οικείου μέτρου με τη Συνθήκη, αλλά απλώς να διαμορφώσει μια «πρώτη γνώμη», και ότι η γνώμη αυτή πρέπει να αφορά κυρίως τη συμβατότητα του εν λόγω μέτρου με την εσωτερική αγορά, ανεξαρτήτως του ενδεχόμενου χαρακτηρισμού του ως κρατικής ενίσχυσης (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz, 120/73, EU:C:1973:152, σκέψη 3).

28      Η Ολλανδική Κυβέρνηση αντικρούει τα επιχειρήματα της Επιτροπής και ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

29      Με το υπό κρίση σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως τίθεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 επιβάλλουν στην Επιτροπή την υποχρέωση να χαρακτηρίσει ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση πριν αποφασίσει ότι το μέτρο αυτό είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά.

30      Το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε, στις σκέψεις 51 και 52 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το γράμμα του άρθρου 107, παράγραφος 1 και παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, εξέθεσε, στη σκέψη 53 της εν λόγω απόφασης, ότι η χρήση του όρου «ενίσχυση» στο άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συνεπάγεται ότι η συμβατότητα εθνικού μέτρου με την εσωτερική αγορά μπορεί να εξεταστεί μόνον αφού το μέτρο αυτό χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση.

31      Στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμποντας στην απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 113), προσέθεσε ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν η Επιτροπή, κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης, δεν έχει πειστεί είτε ότι ένα κρατικό μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είτε ότι, αν το μέτρο αυτό χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση, συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ή όταν η εξέταση αυτή δεν της έχει παράσχει τη δυνατότητα να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση του αν το εν λόγω μέτρο συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, τότε το θεσμικό όργανο αυτό οφείλει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και δεν διαθέτει συναφώς διακριτική ευχέρεια.

32      Στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από τις ως άνω εκτιμήσεις ότι μόνον ένα μέτρο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ήτοι μέτρο το οποίο χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση, μπορεί να κριθεί από την Επιτροπή συμβατό με την εσωτερική αγορά.

33      Στις σκέψεις 56 έως 60 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε ότι το ως άνω συμπέρασμα ενισχύεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 του κανονισμού 2015/1589 οι οποίες, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, και ειδικότερα της απόφασης της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 43 και 44), προβλέπουν εξαντλητικό κατάλογο των αποφάσεων που μπορεί να λάβει η Επιτροπή μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται η έκδοση απόφασης με την οποία το εξεταζόμενο μέτρο κρίνεται μεν συμβατό με την εσωτερική αγορά, χωρίς όμως η Επιτροπή να έχει προηγουμένως αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού του μέτρου αυτού ως κρατικής ενίσχυσης.

34      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου γραμματική ερμηνεία του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι αδικαιολογήτως στενή. Υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι ο όρος «ενισχύσεις» χρησιμοποιείται στο άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υπό τη γενική έννοιά του και όχι υπό την τεχνική έννοια για τον προσδιορισμό των κρατικών ενισχύσεων.

35      Εντούτοις, παρατηρείται ότι, μολονότι ο όρος «ενισχύσεις» χρησιμοποιείται πράγματι στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ υπό τη συνήθη έννοιά του στην καθημερινή γλώσσα σε συνδυασμό με τις λοιπές αναφορές που περιλαμβάνονται στη διάταξη αυτή, εντούτοις στο άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μόνον τις κρατικές ενισχύσεις. Ειδικότερα, από μια συνολική εξέταση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι μόνον τα μέτρα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις που απορρέουν από την παράγραφο 1 και τα οποία, κατά συνέπεια, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις είναι, εκτός των εξαιρέσεων που προβλέπει η Συνθήκη, ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά. Επομένως, το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαριθμεί τα μέτρα που μπορούν να θεωρηθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά, αφορά μόνον τις κρατικές ενισχύσεις.

36      Συνεπώς, η Επιτροπή κακώς υποστηρίζει ότι η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ από το Γενικό Δικαστήριο είναι εσφαλμένη.

37      Επιπροσθέτως, μολονότι είναι αληθές ότι, όπως ισχυρίζεται και η Επιτροπή, το άρθρο 107 ΣΛΕΕ δεν περιλαμβάνει διαδικαστικούς κανόνες ούτε κάνει άμεση αναφορά στις εξουσίες της Επιτροπής, εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης, από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια της παραγράφου 1 της ως άνω διάταξης συνιστά προϋπόθεση για την ενδεχόμενη εφαρμογή της εξαίρεσης της παραγράφου 3 της διάταξης αυτής. Ως εκ τούτου, ανατίθεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της συμβατότητας με την εσωτερική αγορά των μέτρων που συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και όχι αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της συμβατότητας μέτρων για τα οποία δεν έχει κριθεί ότι συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Τα άρθρα 108 και 109 ΣΛΕΕ αναθέτουν την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ενεργούν υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου. Ωστόσο, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν να ενεργούν μόνον εντός των ορίων της δοτής τους αρμοδιότητας (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Επιτροπή κατά McBride κ.λπ., C‑361/14 P, EU:C:2016:434, σκέψη 36).

38      Όσον αφορά την παραπομπή της Επιτροπής στην απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz (120/73, EU:C:1973:152, σκέψη 3), το Δικαστήριο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν έκρινε, με την εν λόγω απόφαση, ότι η γνώμη που διαμορφώνεται στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης ενός μέτρου μπορεί, ενδεχομένως, να μη λαμβάνει υπόψη το ζήτημα του χαρακτηρισμού του εξεταζόμενου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, στην οποία, εξάλλου, δεν υπήρχε αμφιβολία ως προς τη φύση των κοινοποιηθέντων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων, το ζήτημα που τέθηκε ήταν αυτό της υποχρέωσης της Επιτροπής να ολοκληρώσει την προκαταρκτική εξέταση με τη λήψη απόφασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι συνάδει προς την αρχή της χρηστής διοίκησης η Επιτροπή, όταν εκτιμά, κατόπιν της ως άνω εξέτασης, ότι «η ενίσχυση» είναι σύμφωνη με τη Συνθήκη ΕΚ, να ενημερώνει σχετικώς το κράτος μέλος, εντούτοις δεν υποχρεούται να λάβει απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 189 ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 288 ΣΛΕΕ), δεδομένου ότι το άρθρο 93 ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 108 ΣΛΕΕ) επιβάλλει τέτοια ενέργεια μόνο μετά το πέρας της κατ’ αντιπαράσταση διαδικασίας (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz, 120/73, EU:C:1973:152, σκέψεις 5 και 6). Παρατηρείται, παρεμπιπτόντως, ότι αυτή η δυνατότητα μη λήψης απόφασης έληξε με τον κανονισμό 659/1999, του οποίου το άρθρο 4, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 7 του ίδιου κανονισμού, όρισε ότι η προκαταρκτική εξέταση πρέπει πλέον, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να περατώνεται με απόφαση.

39      Όσον αφορά τις επικρίσεις της Επιτροπής κατά των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 56 έως 60 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, επισημαίνεται ότι οι εκτιμήσεις αυτές διατυπώνονται από το Γενικό Δικαστήριο ως εκ περισσού, προς στήριξη του συμπεράσματός του το οποίο διατυπώθηκε, βάσει των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ, στη σκέψη 55 της εν λόγω απόφασης. Ως εκ τούτου, οι επικρίσεις αυτές είναι αλυσιτελείς (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψεις 59 και 60).

40      Εν πάση περιπτώσει, η φράση «ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ]», η οποία περιέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 107, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ, που ορθώς δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 53 έως 55 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα κείμενο παράγωγου δικαίου πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις των Συνθηκών και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 174 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Όσον αφορά τις επικρίσεις της Επιτροπής κατά των παραπομπών του Γενικού Δικαστηρίου στις αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 113), και της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 43 και 44), επισημαίνεται ότι, μολονότι οι αποφάσεις αυτές δεν αφορούσαν ειδικώς το ζήτημα της αρμοδιότητας της Επιτροπής να εκδώσει απόφαση περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων σε σχέση με μέτρο το οποίο η ίδια δεν έχει χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση, εντούτοις, στις εν λόγω αποφάσεις, το Δικαστήριο έκανε δεκτό, κατά τρόπο συνεπή προς το γράμμα του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, ότι ο καθορισμός της φύσης ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης πρέπει να προηγείται της εξέτασης της ενδεχόμενης συμβατότητας του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά.

42      Πρέπει να προστεθεί ότι, αφενός, το Δικαστήριο, σε άλλες αποφάσεις, έχει κρίνει ότι «η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας αν, κατόπιν της προκαταρκτικής εξετάσεως του άρθρου 4 του κανονισμού 2015/1589, […] διατηρεί αμφιβολίες για τον ίδιο τον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου μέτρου ως “ενισχύσεως”, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ» (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑562/19 P, EU:C:2021:201, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Scandlines Danmark και Scandlines Deutschland κατά Επιτροπής, C‑174/19 P και C‑175/19 P, EU:C:2021:801, σκέψεις 65 έως 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Αφετέρου, έχει κρίνει ότι το ζήτημα αν ορισμένο μέτρο πρέπει να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση προηγείται εκείνου της εξακρίβωσης, εφόσον συντρέχει λόγος, του αν μια μη συμβατή ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ είναι παρά ταύτα αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής που έχει ανατεθεί στον ωφελούμενο από το επίμαχο μέτρο, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Viasat Broadcasting UK, C‑445/19 P, EU:C:2020:952, σκέψη 35).

44      Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η θέση του Γενικού Δικαστηρίου την περιάγει σε αδιέξοδο, εμποδίζοντάς την, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, να εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, αρκεί να επισημανθεί, όπως επισήμανε και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ότι το αδιέξοδο αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην εσφαλμένη άποψη ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια να συναγάγει ότι δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς τη συμβατότητα μέτρου το οποίο δεν χαρακτήρισε ως κρατική ενίσχυση και, επομένως, είναι, κατ’ επέκταση, αναρμόδια να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σε μια τέτοια περίπτωση. Δεδομένου ότι η άποψη αυτή δεν έγινε δεκτή, το αδιέξοδο εκλείπει και είναι δυνατή η κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589 και τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης.

45      Ως προς την αναφορά της Επιτροπής στο άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 2015/1589, επισημαίνεται ότι σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι να καλύψει την παράλειψη άσκησης της αρμοδιότητας της Επιτροπής να λάβει απόφαση δυνάμει του εν λόγω άρθρου 4. Η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη ιδίως υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 7 του κανονισμού, δεν μπορεί να θεμελιώσει αρμοδιότητα της Επιτροπής να αποφασίσει ότι ένα μέτρο το οποίο η ίδια δεν έχει χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά.

46      Όσον αφορά το γεγονός ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 κάνει λόγο για «προσωρινή εκτίμηση» του μέτρου, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η μνεία αυτή δεν σημαίνει, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι η Επιτροπή μπορεί να περατώσει την προκαταρκτική εξέταση με απόφαση περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων ως προς μέτρο το οποίο δεν έχει χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση.

47      Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες, τόσο από την άποψη της αρχής της χρηστής διοίκησης όσο και από την άποψη του συμφέροντος των ενδιαφερομένων μερών, είναι περισσότερο πρόσφορο να καθοριστεί αν το μέτρο είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά παρά να καθοριστεί αν συνιστά κρατική ενίσχυση, επισημαίνεται ότι η εν λόγω αρχή και οι συνακόλουθα προβαλλόμενοι λόγοι σκοπιμότητας δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την οικονομία και τη συνοχή του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, το περιεχόμενο του οποίου υπομνήσθηκε στις σκέψεις 35 και 37 της παρούσας απόφασης.

48      Συναφώς, το γεγονός ότι η Επιτροπή επικαλείται, σε σχέση με την αρχή της χρηστής διοίκησης, την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer (C‑23/00 P, EU:C:2002:118), προκειμένου να δικαιολογήσει τη δυνατότητά της να εξετάσει τη συμβατότητα μέτρου με την εσωτερική αγορά χωρίς να έχει καθορίσει ότι το μέτρο αυτό συνιστά κρατική ενίσχυση, δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, μολονότι από τη σκέψη 52 της εν λόγω απόφασης προκύπτει, βεβαίως, ότι εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να εκτιμήσει αν η ορθή απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής χωρίς προηγούμενη απόφαση επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλε ο καθού, εντούτοις η προβληματική που εγείρει η υπό κρίση υπόθεση αφορά την ίδια την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδίδει ορισμένες αποφάσεις. Πλην όμως, η αρμοδιότητα αυτή της Επιτροπής πρέπει να ασκείται τηρουμένων των προϋποθέσεων που θέτουν οι Συνθήκες, τούτο δε, εν προκειμένω, και όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 35 και 37 της παρούσας απόφασης, επιβάλλει στο εν λόγω θεσμικό όργανο να αποφαίνεται επί του χαρακτηρισμού ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης πριν εξετάσει, εφόσον συντρέχει λόγος, αν μια τέτοια ενίσχυση μπορεί, παρά τον χαρακτηρισμό αυτόν, να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά.

49      Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ως άνω υποχρέωση λόγω εκτιμήσεων που συνδέονται με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ευχέρεια με την οποία μπορεί να γίνει ένας τέτοιος χαρακτηρισμός ή ένας τέτοιος έλεγχος συμβατότητας σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.

50      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως

51      Δεδομένου ότι απορρίφθηκε το πρώτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου σκέλους. Πράγματι, από την εξέταση του ως άνω πρώτου σκέλους και από την απόρριψή του προκύπτει ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς ακύρωσε την επίδικη απόφαση κάνοντας δεκτό τον λόγο ακυρώσεως που αφορούσε την έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής. Συνεπώς, το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, ενδεχομένως, σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση του λόγου ακυρώσεως που αφορά ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επηρεάσει την ακύρωση της επίδικης απόφασης στην οποία προέβη, κατά τα ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο, ούτε, ως εκ τούτου, την έκβαση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

52      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

54      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.