Language of document : ECLI:EU:C:2024:549

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 27ης Ιουνίου 2024 (*)

Περιεχόμενα


I. Το νομικό πλαίσιο

II. Το ιστορικό της διαφοράς

Α. Η περινδοπρίλη της Servier

Β. Η περινδοπρίλη της Krka

Γ. Οι ένδικες διαφορές σχετικά με την περινδοπρίλη

1. Οι αποφάσεις του ΕΓΔΕ

2. Οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων

Δ. Οι συμφωνίες Krka

III. Η επίδικη απόφαση

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

V. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

VI. Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας

VII. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Α. Επί του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

1. Τα κρίσιμα σημεία της επίδικης απόφασης και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

α) Η επίδικη απόφαση

β) Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

2. Επί του παραδεκτού του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως

3. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την επί της ουσίας εξέταση του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως

4. Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

α) Επί της λυσιτέλειας του πρώτου λόγου αναιρέσεως

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

β) Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

γ) Επί του τέταρτου και του έκτου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

i) Επί της απόφασης του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006

ii) Επί της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006

δ) Επί του πέμπτου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

ε) Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

5. Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

α) Επί του δεύτερου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

β) Επί του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

γ) Επί του πέμπτου, του έκτου, του έβδομου και του όγδοου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

6. Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

α) Επί του πρώτου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

β) Επί του δεύτερου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

γ) Επί του τρίτου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

δ) Επί του τέταρτου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

ε) Επί του πέμπτου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

στ) Επί του έκτου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

7. Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

α) Επί του πρώτου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

β) Επί του δεύτερου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

γ) Επί του τρίτου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

δ) Επί του τέταρτου σκέλους

1) Επιχειρήματα των διαδίκων

2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

8. Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

9. Ενδιάμεσο συμπέρασμα επί του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

10. Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Β. Επί του έβδομου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

1. Τα κρίσιμα σημεία της επίδικης απόφασης και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

α) Η επίδικη απόφαση

β) Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

2. Επιχειρήματα των διαδίκων

3. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Γ. Επί του όγδοου, του ένατου, του δέκατου και του ενδέκατου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ

1. Τα κρίσιμα σημεία της επίδικης απόφασης και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

α) Η επίδικη απόφαση

β) Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

2. Επί του όγδοου λόγου αναιρέσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

3. Επί του ένατου και του δέκατου λόγου αναιρέσεως

4. Επί του ενδέκατου λόγου αναιρέσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Δ. Συμπέρασμα επί της αιτήσεως αναιρέσεως

VIII. Επί των συνεπειών της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

IX. Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

Α. Επί του πρώτου σκέλους του ένατου λόγου ακυρώσεως

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Επί του δυνητικού ανταγωνισμού που ασκεί η Krka στη Servier

β) Επί της ύπαρξης συμφωνίας περί κατανομής της αγοράς

Β. Επί του δέκατου λόγου ακυρώσεως

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Φαρμακευτικά προϊόντα – Αγορά της περινδοπρίλης – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Συμπράξεις – Κατανομή της αγοράς – Δυνητικός ανταγωνισμός – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Στρατηγική για την καθυστέρηση της εισόδου γενόσημων εκδοχών της περινδοπρίλης στην αγορά – Συμφωνία φιλικού διακανονισμού ένδικων διαφορών που αφορούν διπλώματα ευρεσιτεχνίας – Συμφωνία παραχώρησης αδείας εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας – Συμφωνία μεταβίβασης και άδειας χρήσης τεχνολογίας – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Σχετική αγορά – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης»

Στην υπόθεση C‑176/19 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2019,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την F. Castilla Contreras, τον B. Mongin, την J. Norris και τον C. Vollrath, στη συνέχεια, από την F. Castilla Contreras, τον F. Castillo de la Torre, τον B. Mongin, την J. Norris και τον C. Vollrath και, τέλος, από την F. Castilla Contreras, τον F. Castillo de la Torre, την J. Norris και τον C. Vollrath,

αναιρεσείουσα,

υποστηριζόμενη από:

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από την D. Guðmundsdóttir, επικουρούμενη από τον J. Holmes, KC, στη συνέχεια, από τον L. Baxter, την D. Guðmundsdóttir, τον F. Shibli και την J. Simpson, επικουρούμενους από τον J. Holmes, KC, και τον P. Woolfe, barrister, και, τέλος, από τον S. Fuller, επικουρούμενο από τον J. Holmes, KC, και τον P. Woolfe, barrister,

παρεμβαίνον στη διαδικασία αναιρέσεως,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Servier SAS, με έδρα το Suresnes (Γαλλία),

η Servier Laboratories Ltd, με έδρα το Stoke Poges (Ηνωμένο Βασίλειο),

η Les Laboratoires Servier SAS, με έδρα το Suresnes,

εκπροσωπούμενες από τον O. de Juvigny, τον J. Jourdan, τον T. Reymond, την A. Robert, avocats, τον J. Killick, advocaat, και την M. I. F. Utges Manley, solicitor,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA), με έδρα τη Γενεύη (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από την F. Carlin, avocate, και την N. Niejahr, Rechtsanwältin,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πρώτου τμήματος, P. G. Xuereb, A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Longar και R. Şereş, διοικητικοί υπάλληλοι,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής και της 21ης Οκτωβρίου 2021,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί τη μερική αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑691/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:922), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 4, κατά το μέρος που διαπιστώθηκε η συμμετοχή της Servier SAS και της Laboratoires Servier SAS στις συμφωνίες που διαλαμβάνονται στο άρθρο αυτό, το άρθρο 6, το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 7, παράγραφος 6, της απόφασης C(2014) 4955 final της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 102 [ΣΛΕΕ] [υπόθεση AT.39612 – Perindropil (Servier)] (στο εξής: επίδικη απόφαση).

I.      Το νομικό πλαίσιο

2        Τα σημεία 13 έως 15, 17 και 24 της ανακοίνωσης της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (ΕΕ 1997, C 372, σ. 5) έχουν ως εξής:

«Περιορισμοί λόγω του ανταγωνισμού

13.      Τρεις είναι κυρίως οι περιορισμοί στους οποίους υπόκεινται οι επιχειρήσεις λόγω του ανταγωνισμού: δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης, δυνατότητα υποκατάστασης στο επίπεδο της προσφοράς και δυνητικός ανταγωνισμός. Από οικονομική άποψη, για τον καθορισμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος, η υποκατάσταση από την πλευρά της ζήτησης αποτελεί το πλέον άμεσο και αποτελεσματικό μέσο ελέγχου των προμηθευτών ενός δεδομένου προϊόντος, ιδίως όσον αφορά τις αποφάσεις τους για τον καθορισμό των τιμών. Μια επιχείρηση ή ένας όμιλος επιχειρήσεων δεν μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τους υφιστάμενους όρους πώλησης, όπως οι τιμές, αν είναι εύκολο για τους πελάτες της να στραφούν σε άλλα προϊόντα υποκατάστασης ή σε προμηθευτές που είναι εγκατεστημένοι αλλού. Βασικά, ο καθορισμός της αγοράς συνίσταται στον εντοπισμό των πραγματικών εναλλακτικών πηγών προμήθειας για τους πελάτες των εν λόγω επιχειρήσεων, τόσο από την άποψη των προϊόντων ή των υπηρεσιών όσο και από την άποψη της γεωγραφικής θέσης των προμηθευτών.

14.      Οι περιορισμοί που προκύπτουν όσον αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς, εκτός από αυτούς που περιγράφονται στα σημεία 20 έως 23 και από τον δυνητικό ανταγωνισμό είναι, κατά κανόνα, λιγότερο άμεσοι και απαιτούν την ανάλυση και άλλων παραγόντων. Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί αυτοί λαμβάνονται υπόψη στο στάδιο αξιολόγησης της ανάλυσης από την άποψη του ανταγωνισμού.

Υποκατάσταση από την πλευρά της ζήτησης

15.      Η εκτίμηση της υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης συνεπάγεται καθορισμό του φάσματος των προϊόντων που ο καταναλωτής θεωρεί ως υποκατάστατα. Ένας τρόπος πραγματοποίησης του καθορισμού αυτού μπορεί να θεωρηθεί ως ένα διανοητικό πείραμα, στο πλαίσιο του οποίου υποθέτουμε μια μικρή αλλά διαρκή διακύμανση των σχετικών τιμών και αξιολογούμε τις πιθανές αντιδράσεις των πελατών. Ο ορισμός της αγοράς γίνεται κυρίως βάσει των τιμών για πρακτικούς λόγους και, πιο συγκεκριμένα, βάσει της υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης την οποία ενδέχεται να επιφέρουν οι μικρές αλλά διαρκείς μεταβολές των σχετικών τιμών. Η μέθοδος αυτή εξασφαλίζει σαφείς ενδείξεις όσον αφορά τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για τον ορισμό των αγορών.

[…]

17.      Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι πελάτες των μερών θα στραφούν σε προϊόντα υποκατάστασης ή σε προμηθευτές που είναι εγκατεστημένοι αλλού, σε περίπτωση μικρής αλλά διαρκούς αύξησης (5 %-10 %), των σχετικών τιμών των προϊόντων στις υπό εξέταση περιοχές. Αν η υποκατάσταση καθιστά ανώφελη την αύξηση των τιμών, λόγω της μείωσης των πωλήσεων που αυτή συνεπάγεται, τα πρόσθετα προϊόντα υποκατάστασης και οι πρόσθετες περιοχές ενσωματώνονται στη σχετική αγορά μέχρις ότου το σύνολο προϊόντων και η γεωγραφική ζώνη είναι τέτοια που να καθιστούν αποδοτικές τις μικρές αλλά διαρκείς αυξήσεις των σχετικών τιμών. […]

[…]

Δυνητικός ανταγωνισμός

24.      Η τρίτη πηγή περιορισμών, ο δυνητικός ανταγωνισμός, δεν λαμβάνεται υπόψη στον ορισμό των αγορών, εφόσον οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο δυνητικός ανταγωνισμός μπορεί να αποτελέσει πραγματικό περιορισμό εξαρτώνται από την ανάλυση ορισμένων παραγόντων και περιστάσεων που συνδέονται με τις συνθήκες εισόδου στην αγορά. Η ανάλυση αυτή, ανάλογα με την περίπτωση, διεξάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά κανόνα αφού προσδιοριστεί η θέση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων στη σχετική αγορά και φανεί ότι δημιουργούνται προβλήματα από την άποψη του ανταγωνισμού.»

II.    Το ιστορικό της διαφοράς

3        Το ιστορικό της διαφοράς, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις σκέψεις 1 έως 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

4        Η Servier SAS είναι η μητρική εταιρία του φαρμακευτικού ομίλου Servier, ο οποίος περιλαμβάνει τη Les Laboratoires Servier SAS και τη Servier Laboratories Ltd (στο εξής, μεμονωμένα ή από κοινού: Servier). Η εταιρία Les Laboratoires Servier εξειδικεύεται στην ανάπτυξη πρωτότυπων φαρμάκων, η δε θυγατρική της Biogaran SAS στην ανάπτυξη γενόσημων φαρμάκων.

Α.      Η περινδοπρίλη της Servier

5        Η Servier ανέπτυξε την περινδοπρίλη, φάρμακο που χρησιμοποιείται κυρίως για την καταπολέμηση της υπέρτασης και της καρδιακής ανεπάρκειας. Το φάρμακο αυτό περιλαμβάνεται στους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (στο εξής: φάρμακα ΑΜΕ). Τα δεκαέξι φάρμακα ΑΜΕ που υφίσταντο κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς κατατάσσονταν τόσο στο τρίτο επίπεδο της ανατομικής, θεραπευτικής και χημικής ταξινόμησης (ATC) των φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), το οποίο αντιστοιχεί στις θεραπευτικές ενδείξεις, όσο και στο τέταρτο επίπεδο της ταξινόμησης αυτής, που αντιστοιχεί στον τρόπο δράσης, στην ίδια ομάδα, με τίτλο «μόνοι αναστολείς του [μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης]». Η δραστική ουσία της περινδοπρίλης έχει τη μορφή άλατος. Αρχικώς χρησιμοποιούνταν το άλας της ερβουμίνης.

6        Η αίτηση για τη χορήγηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας EP0049658 σχετικά με τη δραστική ουσία περινδοπρίλη κατατέθηκε από εταιρία του ομίλου Servier ενώπιον του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΓΔΕ) στις 29 Σεπτεμβρίου 1981. Η ισχύς του συγκεκριμένου διπλώματος ευρεσιτεχνίας επρόκειτο να λήξει στις 29 Σεπτεμβρίου 2001, αλλά η προστασία του παρατάθηκε σε πολλά κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων στο Ηνωμένο Βασίλειο, έως τις 22 Ιουνίου 2003. Στη Γαλλία, η προστασία του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας παρατάθηκε έως τις 22 Μαρτίου 2005, στη δε Ιταλία έως τις 13 Φεβρουαρίου 2009.

7        Στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 η Servier κατέθεσε ενώπιον του ΕΓΔΕ πλείονες αιτήσεις χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σχετικά με τις μεθόδους παρασκευής της δραστικής ουσίας περινδοπρίλη τα οποία έληγαν στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, ήτοι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας EP0308339, EP0308340 (στο εξής: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 340), EP0308341 και EP0309324.

8        Στις 6 Ιουλίου 2001 η Servier κατέθεσε ενώπιον του ΕΓΔΕ αίτηση για την κατοχύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας EP1296947 (στο εξής: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947), σχετικά με την κρυσταλλική μορφή άλφα της περινδοπρίλης ερβουμίνης και τη μέθοδο παρασκευής της, το οποίο χορηγήθηκε από το ΕΓΔΕ στις 4 Φεβρουαρίου 2004.

9        Στις 6 Ιουλίου 2001 η Servier κατέθεσε επίσης αιτήσεις χορήγησης εθνικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε πλείονα κράτη μέλη προτού αυτά γίνουν συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η οποία υπεγράφη στο Μόναχο στις 5 Οκτωβρίου 1973 και τέθηκε σε ισχύ στις 7 Οκτωβρίου 1977. Για παράδειγμα, η Servier κατέθεσε αιτήσεις χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που αντιστοιχούσαν στο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 στη Βουλγαρία (BG 107 532), στην Τσεχική Δημοκρατία (PV2003‑357), στην Εσθονία (P200300001), στην Ουγγαρία (HU225340), στην Πολωνία (P348492) και στη Σλοβακία (PP0149‑2003). Τα ως άνω διπλώματα ευρεσιτεχνίας χορηγήθηκαν στις 16 Μαΐου 2006 στη Βουλγαρία, στις 17 Αυγούστου 2006 στην Ουγγαρία, στις 23 Ιανουαρίου 2007 στην Τσεχική Δημοκρατία, στις 23 Απριλίου 2007 στη Σλοβακία και στις 24 Μαρτίου 2010 στην Πολωνία.

Β.      Η περινδοπρίλη της Krka

10      Από το 2003 η KRKA, tovarna zdravil, d.d. (στο εξής: Krka), εταιρία εγκατεστημένη στη Σλοβενία η οποία παρασκευάζει γενόσημα φάρμακα, άρχισε να αναπτύσσει φάρμακα με βάση τη δραστική ουσία περινδοπρίλη η οποία παρασκευάζεται με την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης και την οποία αφορούσε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 (στο εξής: περινδοπρίλη της Krka). Κατά τα έτη 2005 και 2006 έλαβε πλείονες άδειες κυκλοφορίας και άρχισε να εμπορεύεται το φάρμακο αυτό σε διάφορα κράτη μέλη στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, μεταξύ των οποίων στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, προετοίμασε επίσης την κυκλοφορία του εν λόγω φαρμάκου στην αγορά άλλων κρατών μελών, ιδίως στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Γ.      Οι ένδικες διαφορές σχετικά με την περινδοπρίλη

11      Μεταξύ του 2003 και του 2009 ανέκυψε σειρά ένδικων διαφορών μεταξύ της Servier και των παρασκευαστών που ετοιμάζονταν να διαθέσουν στην αγορά γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης.

1.      Οι αποφάσεις του ΕΓΔΕ

12      Το 2004, δέκα παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων, μεταξύ των οποίων η Niche Generics Ltd (στο εξής: Niche), η Krka, η Lupin Ltd και η Norton Healthcare Ltd, θυγατρική της Ivax Europe, η οποία συγχωνεύθηκε μεταγενέστερα με την Teva Pharmaceutical Industries Ltd, ελέγχουσα εταιρία του ομίλου Teva, που εξειδικεύεται στην παρασκευή γενόσημων φαρμάκων, άσκησαν ενώπιον του ΕΓΔΕ ανακοπή κατά του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και ζήτησαν την ανάκλησή του, προβάλλοντας λόγους αντλούμενους από έλλειψη καινοτομίας και εφευρετικής δραστηριότητας, καθώς και από ανεπαρκή περιγραφή της εφεύρεσης.

13      Στις 27 Ιουλίου 2006 το τμήμα ανακοπών του ΕΓΔΕ απεφάνθη υπέρ του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 (στο εξής: απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006). Η απόφαση αυτή προσεβλήθη ενώπιον του τεχνικού συμβουλίου προσφυγών του ΕΓΔΕ. Αφού συνήψε συμφωνία φιλικού διακανονισμού με τη Servier, η Niche παραιτήθηκε από τη διαδικασία ανακοπής στις 9 Φεβρουαρίου 2005. Η Krka και η Lupin παραιτήθηκαν από τη διαδικασία ενώπιον του τεχνικού συμβουλίου προσφυγών του ΕΓΔΕ στις 11 Ιανουαρίου 2007 και στις 5 Φεβρουαρίου 2007, αντιστοίχως.

14      Με απόφαση της 6ης Μαΐου 2009, το τεχνικό συμβούλιο προσφυγών του ΕΓΔΕ ακύρωσε την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και ανακάλεσε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947. Η αίτηση αναθεώρησης που κατέθεσε η Servier κατά της απόφασης του τεχνικού συμβουλίου προσφυγών απορρίφθηκε στις 19 Μαρτίου 2010.

2.      Οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων

15      Το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 αμφισβητήθηκε ενώπιον ορισμένων εθνικών δικαστηρίων από παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων και η Servier άσκησε αγωγές λόγω προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, καθώς και αιτήσεις λήψης προσωρινών μέτρων κατά των παρασκευαστών αυτών. Οι περισσότερες από τις διαδικασίες αυτές περατώθηκαν προτού τα επιληφθέντα δικαστήρια μπορέσουν να αποφανθούν οριστικώς επί του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 λόγω συμφωνιών φιλικού διακανονισμού που συνήφθησαν, από το 2005 έως και το 2007, μεταξύ της Servier, αφενός, και των Niche, Matrix Laboratories Ltd (στο εξής: Matrix), Teva, Krka και Lupin, αφετέρου.

16      Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μόνον η ένδικη διαφορά μεταξύ της Servier και της Apotex Inc. οδήγησε, διά της δικαστικής οδού, στη διαπίστωση της ακυρότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Συγκεκριμένα, την 1η Αυγούστου 2006 η Servier άσκησε ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (patents court) [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών (ευρεσιτεχνία και συναφή δικαιώματα), Ηνωμένο Βασίλειο] αγωγή λόγω προσβολής των δικαιωμάτων από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 κατά της Apotex, η οποία είχε αρχίσει να διαθέτει γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 8 Αυγούστου 2006 εκδόθηκε προσωρινή διαταγή υπέρ της Servier και κατά της Apotex. Στις 6 Ιουλίου 2007, κατόπιν ανταγωγής της Apotex, η προσωρινή αυτή διαταγή ήρθη, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ακυρώθηκε και, ως εκ τούτου, δόθηκε στην εν λόγω επιχείρηση η δυνατότητα να διαθέτει στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης. Στις 9 Μαΐου 2008 η απόφαση περί κήρυξης της ακυρότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

17      Στις Κάτω Χώρες, στις 13 Νοεμβρίου 2007, η Katwijk Farma BV, θυγατρική της Apotex, προσέφυγε ενώπιον δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους ζητώντας την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Η Servier υπέβαλε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού αίτηση για την έκδοση προσωρινής διαταγής, η οποία απορρίφθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2008. Το ίδιο δικαστήριο, με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2008 στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας από την Pharmachemie BV, εταιρία του ομίλου Teva, ακύρωσε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 όσον αφορά τις Κάτω Χώρες. Κατόπιν της ως άνω απόφασης, η Servier και η Katwijk Farma παραιτήθηκαν από τα ένδικα βοηθήματα που είχαν ασκήσει αντιστοίχως.

18      Επιπλέον, έχουν αχθεί ενώπιον εθνικών δικαστηρίων πλείονες ένδικες διαφορές μεταξύ της Servier και της Krka σχετικά με την περινδοπρίλη.

19      Στην Ουγγαρία, στις 30 Μαΐου 2006, η Servier υπέβαλε αίτηση για την έκδοση προσωρινής διαταγής με αίτημα την απαγόρευση διάθεσης της περινδοπρίλης της Krka στην αγορά, λόγω προσβολής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε τον Σεπτέμβριο του 2006.

20      Στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 28 Ιουλίου 2006, η Servier άσκησε κατά της Krka, ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (patents court) [ανωτέρου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών (ευρεσιτεχνία και συναφή δικαιώματα)], αγωγή λόγω προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 340. Στις 2 Αυγούστου 2006 η Servier άσκησε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού αγωγή λόγω προσβολής των δικαιωμάτων από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 και υπέβαλε αίτηση για την έκδοση προσωρινής διαταγής κατά της Krka. Την 1η Σεπτεμβρίου 2006,η Krka άσκησε ανταγωγή με αίτημα την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, η οποία συνοδευόταν από αίτηση για τη διεξαγωγή συνοπτικής διαδικασίας (motion of summary judgment) και, στις 8 Σεπτεμβρίου 2006, δεύτερη ανταγωγή με αίτημα την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 340. Στις 3 Οκτωβρίου 2006, το ως άνω δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση για την έκδοση προσωρινής διαταγής της Servier και απέρριψε την αίτηση για τη διεξαγωγή συνοπτικής διαδικασίας που υπέβαλε η Krka την 1η Σεπτεμβρίου 2006 (στο εξής: απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006). Την 1η Δεκεμβρίου 2006 η δίκη καταργήθηκε κατόπιν του φιλικού διακανονισμού που επετεύχθη μεταξύ των διαδίκων, με αποτέλεσμα την άρση της ως άνω προσωρινής διαταγής.

Δ.      Οι συμφωνίες Krka

21      Η Servier και η Krka συνήψαν τρεις συμφωνίες (στο εξής: συμφωνίες Krka). Στις 27 Οκτωβρίου 2006 συνήψαν συμφωνία διακανονισμού (στο εξής: συμφωνία διακανονισμού Krka) και συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, η οποία συμπληρώθηκε με τροποποιητική πράξη της 2ας Νοεμβρίου 2006 (στο εξής: συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, αμφότερες δε αυτές συμφωνίες, από κοινού: συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka). Επιπλέον, η Servier και η Krka συνήψαν, στις 5 Ιανουαρίου 2007, συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης (στο εξής: συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka).

22      Η συμφωνία διακανονισμού Krka αφορούσε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 καθώς και τα αντίστοιχα εθνικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Με τη συμφωνία αυτή, η οποία θα ίσχυε μέχρι τη λήξη της ισχύος ή την ανάκληση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας 947 ή 340, η Krka δεσμευόταν να παραιτηθεί από κάθε αξίωση κατά του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 παγκοσμίως καθώς και κατά του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 340 στο Ηνωμένο Βασίλειο και να μην αμφισβητήσει στο μέλλον το κύρος κανενός εκ των δύο αυτών διπλωμάτων παγκοσμίως. Επιπλέον, η Krka και οι θυγατρικές της δεν είχαν το δικαίωμα να θέσουν σε κυκλοφορία ή να εμπορευθούν γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης η οποία θα προσέβαλλε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 κατά τη διάρκεια ισχύος του στις χώρες στις οποίες ίσχυε ακόμη, εκτός εάν η Servier παρείχε ρητώς την άδειά της. Ομοίως, η Krka δεν μπορούσε να προμηθεύσει κανέναν τρίτο με γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης που θα προσέβαλλε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, χωρίς τη ρητή άδεια της Servier. Ως αντάλλαγμα, η Servier όφειλε να παραιτηθεί από τις αγωγές της κατά της Krka λόγω προσβολής των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας 947 και 340, συμπεριλαμβανομένων των αιτήσεων προσωρινών μέτρων που εκκρεμούσαν παγκοσμίως.

23      Δυνάμει της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η οποία συνήφθη με διάρκεια ίση με τη διάρκεια ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, η Servier παραχώρησε στην Krka αποκλειστική και ανέκκλητη άδεια εκμετάλλευσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για τη χρήση, παρασκευή, πώληση, προσφορά προς πώληση, προώθηση και εισαγωγή των δικών της προϊόντων που περιείχαν την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Λεττονία, στη Λιθουανία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στη Σλοβενία και στη Σλοβακία (στο εξής: κύριες αγορές της Krka). Ως αντάλλαγμα, η Krka όφειλε, κατά το άρθρο 3 της συμφωνίας αυτής, να καταβάλλει στη Servier αμοιβή ύψους 3 % επί του καθαρού ποσού των πωλήσεών της στο σύνολο των κρατών αυτών. Στα ίδια αυτά κράτη, η Servier θα είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί άμεσα ή έμμεσα, ήτοι για μία εκ των θυγατρικών της ή για έναν μόνο τρίτο ανά χώρα, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947.

24      Δυνάμει της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η Krka μεταβίβασε δύο αιτήσεις χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στη Servier, εκ των οποίων η μία αφορούσε μέθοδο παραγωγής της περινδοπρίλης (WO 2005 113500) και η άλλη την παρασκευή σκευασμάτων περινδοπρίλης (WO 2005 094793). Η προστατευόμενη από τις εν λόγω αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τεχνολογία χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή της περινδοπρίλης της Krka. Η Krka δεσμεύθηκε να μην αμφισβητήσει το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που θα χορηγούνταν βάσει των ως άνω αιτήσεων. Ως αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση αυτή, η Servier κατέβαλε στην Krka το ποσό των 30 εκατομμυρίων ευρώ.

25      Στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας, η Servier παραχώρησε επίσης στην Krka μη αποκλειστική, ανέκκλητη, μη μεταβιβάσιμη και απαλλαγμένη από την καταβολή αμοιβών άδεια εκμετάλλευσης, χωρίς δικαίωμα παραχώρησης επιμέρους αδειών εκμετάλλευσης, παρά μόνο στις θυγατρικές της, των αιτήσεων ή των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που θα χορηγούνταν βάσει αυτών, χωρίς χρονικούς ή τοπικούς περιορισμούς ή περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση της άδειας.

III. Η επίδικη απόφαση

26      Στις 9 Ιουλίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση.

27      Στα άρθρα 1 έως 5 της απόφασης αυτής, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Servier είχε παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, λόγω της συμμετοχής της στις συμφωνίες Niche, Matrix, Teva, Krka και Lupin. Ειδικότερα, στο άρθρο 4 της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι οι συμφωνίες Krka συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση καλύπτουσα όλα τα κράτη που ήταν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, πλην εκείνων που αποτελούσαν τις κύριες αγορές της Krka, ότι η παράβαση είχε αρχίσει στις 27 Οκτωβρίου 2006, με την εξαίρεση της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, όπου είχε αρχίσει την 1η Ιανουαρίου 2007, της Μάλτας, όπου είχε αρχίσει την 1η Μαρτίου 2007, και της Ιταλίας, όπου είχε αρχίσει στις 13 Φεβρουαρίου 2009, και ότι η παράβαση είχε λήξει στις 6 Μαΐου 2009, με την εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου είχε λήξει στις 6 Ιουλίου 2007, και των Κάτω Χωρών, όπου είχε λήξει στις 12 Δεκεμβρίου 2007.

28      Με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 έως 5, της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή επέβαλε στη Servier, για παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, πρόστιμα συνολικού ύψους 289 727 200 ευρώ, εκ των οποίων 37 661 800 ευρώ λόγω της συμμετοχής της στις συμφωνίες Krka.

29      Εξάλλου, στο άρθρο 6 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Servier είχε παραβεί το άρθρο 102 ΣΛΕΕ αναπτύσσοντας και εφαρμόζοντας, μέσω της απόκτησης τεχνολογίας και μέσω πέντε συμφωνιών φιλικού διακανονισμού, στρατηγική αποκλεισμού που κάλυπτε την αγορά της περινδοπρίλης και της σχετικής με τη δραστική ουσία του φαρμάκου αυτού τεχνολογίας, στη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες, την Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

30      Με το άρθρο 7, παράγραφος 6, της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή επέβαλε στη Servier, για παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, πρόστιμο ύψους 41 270 000 ευρώ.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Σεπτεμβρίου 2014, η Servier άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης και, επικουρικώς, τη μείωση του ποσού του προστίμου που της είχε επιβληθεί με την απόφαση αυτή.

32      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 2 Φεβρουαρίου 2015, η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA) ζήτησε να παρέμβει στη διαδικασία υπέρ της Servier. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό με διάταξη του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 2015.

33      Με την προσφυγή της, η Servier προέβαλε 17 λόγους προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Επτά από τους λόγους αυτούς είναι κρίσιμοι για την υπό εξέταση αίτηση αναιρέσεως, ήτοι ο τέταρτος, ο ένατος και ο δέκατος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με την παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ λόγω της συμμετοχής της επιχείρησης αυτής στις συμφωνίες Krka, καθώς και ο δέκατος τέταρτος, ο δέκατος πέμπτος, ο δέκατος έκτος και ο δέκατος έβδομος λόγος ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν την παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

34      Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τους λόγους ακυρώσεως που στρέφονταν κατά του χαρακτηρισμού των συμφωνιών Krka ως παράβασης του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ούτε την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ούτε την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 4 της επίδικης απόφασης, με το οποίο διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ από τη Servier λόγω της συμμετοχής της στις συμφωνίες Krka, και το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της απόφασης αυτής, με το οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο στη Servier για την ως άνω παράβαση.

35      Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε επίσης τους λόγους ακυρώσεως που αφορούσαν τον ορισμό της αγοράς της περινδοπρίλης και τη διαπίστωση κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της Servier στην αγορά αυτή καθώς και στην αγορά της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης. Έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι ο ορισμός της αγοράς της περινδοπρίλης ενείχε σφάλματα εκτίμησης τα οποία καθιστούσαν πλημμελείς τις διαπιστώσεις που περιέχονταν στην επίδικη απόφαση σχετικά με τη δεσπόζουσα θέση της Servier στις σχετικές αγορές. Ως εκ τούτου, ακύρωσε το άρθρο 6 της επίδικης απόφασης, με το οποίο διαπιστώθηκε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της Servier, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 6, της απόφασης αυτής, με το οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο στη Servier για την ίδια παράβαση.

36      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

V.      Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

37      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Φεβρουαρίου 2019, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

38      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Μαΐου 2019, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτό το ανωτέρω αίτημα.

39      Το Δικαστήριο κάλεσε τα μέρη να υποβάλουν τις έγγραφες παρατηρήσεις τους, μέχρι τις 4 Οκτωβρίου 2021, όσον αφορά τις αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής (C‑591/16 P, EU:C:2021:243), της 25ης Μαρτίου 2021, Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (C‑586/16 P, EU:C:2021:241), της 25ης Μαρτίου 2021, Generics (UK) κατά Επιτροπής (C‑588/16 P, EU:C:2021:242), 25ης Μαρτίου 2021, Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής (C‑601/16 P, EU:C:2021:244), και της 25ης Μαρτίου 2021, Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής (C‑611/16 P, EU:C:2021:245). Η Επιτροπή, η Servier, η EFPIA και το Ηνωμένο Βασίλειο ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

40      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 14 Ιουλίου 2022 με την ανάπτυξη των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα.

41      Με την αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει τα σημεία 1, 2 και 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης με τα οποία ακυρώνονται i) το άρθρο 4 της επίδικης απόφασης καθόσον διαπιστώνεται σε αυτό η συμμετοχή της Servier στις συμφωνίες Krka, ii) το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της επίδικης απόφασης με το οποίο καθορίζεται το επιβαλλόμενο για τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών πρόστιμο εις βάρος της Servier, iii) το άρθρο 6 της επίδικης απόφασης με το οποίο διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εκ μέρους της Servier και iv) το άρθρο 7, παράγραφος 6, της επίδικης απόφασης με το οποίο καθορίζεται το επιβαλλόμενο στη Servier πρόστιμο σχετικά με την παράβαση αυτή·

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον κρίνει παραδεκτά τα παραρτήματα A 286 και A 287 του δικογράφου της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής και το παράρτημα C 29 του υπομνήματος απαντήσεως·

–        να αποφανθεί οριστικά επί της ασκηθείσας από τη Servier προσφυγής ακυρώσεως της επίδικης απόφασης και να απορρίψει το αίτημα της Servier για την ακύρωση του άρθρου 4, του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του άρθρου 6 και του άρθρου 7, παράγραφος 6, της επίδικης απόφασης, καθώς και να κάνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής να κηρυχθούν απαράδεκτα τα παραρτήματα A 286 και A 287 του δικογράφου της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής και το παράρτημα C 29 του υπομνήματος απαντήσεως, και

–        να καταδικάσει τη Servier στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της υπό κρίση αναιρέσεως.

42      Η Servier ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

43      Η EFPIA ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

44      Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί από το Δικαστήριο να δεχθεί τα αιτήματα της Επιτροπής.

VI.    Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας

45      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Ιουλίου 2022, η Servier ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, η Servier επικαλείται την ανάγκη διασφάλισης επαρκούς συζήτησης επί βασικών σημείων του πραγματικού πλαισίου της υπό κρίση υπόθεσης, ενώ παράλληλα βάλλει κατά ορισμένων σημείων των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα. Κατά τη Servier, η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας είναι επιβεβλημένη, δεδομένου ότι με τις προτάσεις προτείνεται στο Δικαστήριο να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, μολονότι ορισμένοι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και οι οποίοι απαιτούν περίπλοκες εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά αφορούν ζητήματα τα οποία ούτε εξετάστηκαν ούτε, κατά μείζονα λόγο, επιλύθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο.

46      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της απόφασης του Δικαστηρίου, ή ακόμη όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν έχει διεξαχθεί συζήτηση μεταξύ των διαδίκων.

47      Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν προβλέπουν δυνατότητα των διαδίκων να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα. Κατά το άρθρο 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημόσια, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες απαιτούν την παρέμβασή του. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Κατά συνέπεια, η διαφωνία οποιουδήποτε διαδίκου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις αυτές, δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, λόγο που δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψεις 37 και 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, διαπιστώνει ότι από τα στοιχεία που προέβαλε η Servier δεν προκύπτει κανένα νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στην απόφαση που καλείται να εκδώσει στην υπό κρίση υπόθεση και ότι δεν χρειάζεται, για την επίλυση της διαφοράς αυτής, να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των ενδιαφερομένων. Επομένως, το Δικαστήριο έχει διαφωτιστεί επαρκώς προκειμένου να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, δεδομένου ότι έχει στη διάθεσή του, κατά το πέρας της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας, όλα τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία. Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση, κατά την έννοια του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της εν λόγω διαφοράς. Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό το αίτημα επανάληψης της προφορικής διαδικασίας.

VII. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

49      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει έντεκα λόγους. Με τον πρώτο, τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο, τον πέμπτο και τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι οι συμφωνίες Krka δεν συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι ως άνω συμφωνίες συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος.

50      Ο όγδοος και ο ένατος λόγος αναιρέσεως αφορούν πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς του φαρμάκου περινδοπρίλη ο οποίος έγινε δεκτός στην επίδικη απόφαση, προκειμένου να θεμελιωθεί η ύπαρξη παράβασης του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Με τον δέκατο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι είναι παραδεκτά ορισμένα έγγραφα τα οποία η Servier είχε επισυνάψει στο δικόγραφο της προσφυγής και στο υπόμνημα απαντήσεώς της πρωτοδίκως. Ο ενδέκατος λόγος αναιρέσεως αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της ύπαρξης κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης στην αγορά της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης.

Α.      Επί του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

51      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι υφίστατο περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου χωρίς να εξακριβώσει αν η Krka ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της Servier και χωρίς να απαντήσει στη σχετική επιχειρηματολογία της Servier, αφορά δε περαιτέρω υπέρβαση των ορίων του δικαστικού ελέγχου, παράβαση των κανόνων σχετικά με τη διεξαγωγή των αποδείξεων, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Krka και της Servier και ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

52      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα νομικά κριτήρια προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

53      Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον, κατά το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου μια συμφωνία κατανομής των αγορών να μπορεί να εμπίπτει στην απαγόρευση που προβλέπει η ως άνω διάταξη πρέπει να προβλέπει αυστηρή κατανομή μεταξύ των μερών, και αφορά επίσης εσφαλμένη ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 772/2004 της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του άρθρου [101], παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ] σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών μεταφοράς τεχνολογίας (ΕΕ 2004, L 123, σ. 11), και της ανακοίνωσης της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] σε συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας» (ΕΕ 2004, C 101, σ. 2), καθώς και παραμόρφωση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων.

54      Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο επέκρινε την επίδικη απόφαση με την αιτιολογία ότι διαπίστωσε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου χωρίς να αναλύσει την πρόθεση των μερών, παράβαση των κανόνων περί διεξαγωγής αποδείξεων, και ανεπαρκή αιτιολογία.

55      Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα ευνοϊκά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στις κύριες αγορές της Krka, ενώ η επίδικη απόφαση δεν είχε διαπιστώσει παράβαση στις αγορές αυτές.

56      Ο έκτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο που προβάλλεται στο πλαίσιο του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως είχε ως αποτέλεσμα να μην αναγνωρίσει το Γενικό Δικαστήριο ότι η συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, καθώς και ανεπαρκή αιτιολογία.

1.      Τα κρίσιμα σημεία της επίδικης απόφασης και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης 

α)      Η επίδικη απόφαση

57      Στις αιτιολογικές σκέψεις 1670 έως 1859 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή αξιολόγησε τις συμφωνίες Krka υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Για τους λόγους που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 1670 έως 1812 της απόφασης αυτής, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι εν λόγω συμφωνίες συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση η οποία είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού διά της κατανομής των αγορών της περινδοπρίλης στην Ένωση μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων.

58      Αφενός, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1701 έως 1763 της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχαν ως αντικείμενο την κατανομή και τον καταμερισμό των αγορών της Ένωσης μεταξύ της Servier και της Krka. Η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης επέτρεπε στην Krka να συνεχίσει να εμπορεύεται ή να θέσει σε κυκλοφορία γενόσημη περινδοπρίλη στο πλαίσιο ενός de facto δυοπωλίου με τη Servier στις κύριες αγορές της Krka. Η ως άνω συμφωνία αποτελούσε το αντάλλαγμα για τη δέσμευση της Krka, βάσει της συμφωνίας διακανονισμού Krka, να μην ανταγωνίζεται τη Servier στις υπόλοιπες εθνικές αγορές στο έδαφος της Ένωσης, οι οποίες αποτελούν τις κύριες αγορές της επιχείρησης αυτής (στο εξής: κύριες αγορές της Servier). Επομένως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η εν λόγω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης συνιστούσε την παροχή κινήτρου από τη Servier προκειμένου η Krka να αποδεχθεί τους περιορισμούς που είχαν συμφωνηθεί στη συμφωνία διακανονισμού Krka.

59      Αφετέρου, η Επιτροπή διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 1764 έως 1810 της επίδικης απόφασης, ότι η συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε συμβάλει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης των μερών, όπως αυτή προέκυπτε από τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, καθόσον εμπόδιζε την Krka να μεταβιβάσει την τεχνολογία της για την παραγωγή περινδοπρίλης σε άλλους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων οι οποίοι θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν για να διαθέσουν στο εμπόριο γενόσημες εκδοχές του φαρμάκου αυτού στις κύριες αγορές της Servier. Δεδομένου ότι η καταβολή από τη Servier στην Krka του ποσού των 30 εκατομμυρίων ευρώ δεν συνδεόταν με τα έσοδα τα οποία η Servier μπορούσε να πραγματοποιήσει ή να αναμείνει από την εμπορική εκμετάλλευση της κατά τα ανωτέρω μεταβιβασθείσας από την Krka τεχνολογίας, η Επιτροπή θεώρησε ότι η καταβολή του εν λόγω ποσού αποτελούσε διαμοιρασμό των ενισχυμένων εσόδων που απορρέουν από την κατανομή των αγορών μεταξύ της Servier και της Krka.

β)      Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

60      Το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε, πρώτον, στις σκέψεις 255 έως 274 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η προσθήκη, στις συμφωνίες φιλικού διακανονισμού διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ρητρών μη αμφισβήτησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και μη εμπορίας γενόσημων προϊόντων είναι αντίθετη προς τον ανταγωνισμό. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, μια τέτοια προσθήκη είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού εάν δεν στηρίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και στην αποδοχή του ότι τα οικεία γενόσημα προϊόντα δεν προσβάλλουν δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αλλά σε σημαντική και αδικαιολόγητη αντίστροφη πληρωμή εκ μέρους του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς τον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων, η οποία του παρέχει κίνητρο να συνομολογήσει τις εν λόγω ρήτρες. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 271 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, σε περίπτωση παροχής παρόμοιου κινήτρου, συμφωνίες τέτοιας φύσεως πρέπει να θεωρηθούν ως συμφωνίες αποκλεισμού από την αγορά με τις οποίες οι παραμένοντες αποζημιώνουν τους αποχωρούντες.

61      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε, στις σκέψεις 797 έως 810 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, όταν μια συνήθης εμπορική συμφωνία συνδέεται με συμφωνία διακανονισμού διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας η οποία περιλαμβάνει ρήτρες μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης, μια τέτοια συμβατική διευθέτηση πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αντίθετη προς τον ανταγωνισμό αν η αξία που μεταβιβάζεται από τον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας στον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων βάσει της εμπορικής συμφωνίας υπερβαίνει την αξία του αγαθού που μεταβιβάστηκε από τον εν λόγω παρασκευαστή στο πλαίσιο της συμφωνίας. Με άλλα λόγια, μια συμβατική διευθέτηση αυτού του τύπου πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, αν η συνήθης εμπορική συμφωνία που συνδέεται με τη συμφωνία διακανονισμού χρησιμεύει στην πραγματικότητα για να συγκαλυφθεί η μεταβίβαση αξίας από τον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς τον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων με μοναδικό αντάλλαγμα τη δέσμευση του τελευταίου να μη λειτουργήσει ανταγωνιστικά.

62      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στις σκέψεις 943 έως 1032 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, επί της ιδιαίτερης περίπτωσης του συνδυασμού συμφωνίας διακανονισμού και συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, όπως ο συνδυασμός που απορρέει από τις αντίστοιχες συμφωνίες Krka. Έκρινε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν ισχύουν οι εκτιμήσεις σχετικά με τον συνδυασμό συμφωνίας διακανονισμού και συνήθους εμπορικής συμφωνίας, οι οποίες συνοψίζονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης. Από τις σκέψεις 943 έως 947 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο συνδυασμός συμφωνίας διακανονισμού με συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης συνιστά πρόσφορο μέσο τερματισμού μιας ένδικης διαφοράς, καθιστώντας δυνατή την είσοδο της εταιρίας παραγωγής γενόσημων φαρμάκων στην αγορά και ικανοποιώντας τα αιτήματα αμφοτέρων των μερών. Επιπλέον, η ύπαρξη, σε συμφωνία διακανονισμού, ρητρών μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης είναι θεμιτή όταν η συμφωνία αυτή στηρίζεται στην αναγνώριση από τα μέρη του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Άλλωστε, μια συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, η οποία έχει νόημα μόνον εφόσον γίνεται πράγματι χρήση της άδειας αυτής, στηρίζεται ακριβώς στην αναγνώριση από τα μέρη του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

63      Το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 948 και 952 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι, προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο συνδυασμός συμφωνίας διακανονισμού και συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης υποκρύπτει στην πραγματικότητα αντίστροφη πληρωμή από τον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προς τον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι η αμοιβή που καταβάλλει ο εν λόγω παρασκευαστής στον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, βάσει της ως άνω συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, είναι ασυνήθιστα χαμηλή.

64      Το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 953 έως 956 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το ασυνήθιστα χαμηλό ύψος της αμοιβής αυτής πρέπει να είναι όλως προφανές, προκειμένου να χαρακτηριστεί μια συμφωνία διακανονισμού ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, διότι ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρας των ρητρών μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης που εμπεριέχει η συμφωνία αυτή μετριάζεται από το ευνοϊκό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, που διευκολύνει την είσοδο του παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων στην αγορά.

65      Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, στη σκέψη 963 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι, «εάν υπάρχει πραγματική ένδικη διαφορά μεταξύ των ενδιαφερομένων καθώς και συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης η οποία φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τον διακανονισμό της ένδικης αυτής διαφοράς, ο συνδυασμός της εν λόγω συμφωνίας και της συμφωνίας διακανονισμού δεν συνιστά σοβαρή ένδειξη για ύπαρξη αντίστροφης πληρωμής. Επομένως, σε τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να αποδείξει βάσει άλλων ενδείξεων ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν συνιστά συναλλαγή συναφθείσα υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς και ότι, συνεπώς, συγκαλύπτει αντίστροφη πληρωμή».

66      Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 964 έως 1031 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka και κατέληξε, στη σκέψη 1032, στο συμπέρασμα ότι οι ως άνω συμφωνίες δεν ήταν «αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό ώστε να είναι ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι συνιστούσαν περιορισμό [του ανταγωνισμού] ως εκ του αντικειμένου».

2.      Επί του παραδεκτού του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως

67      Η Servier υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και ειδικότερα όσον αφορά τον πρώτο, τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο, τον πέμπτο και τον έκτο λόγο αναιρέσεως, είναι απαράδεκτη για πλείονες λόγους.

68      Πρώτον, μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε η Επιτροπή στο πλαίσιο του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως αποσκοπεί σε εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο.

69      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ότι, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών καθώς και των αποδεικτικών στοιχείων. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμόρφωσής τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου. Μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, VG κατά Επιτροπής, C‑19/18 P, EU:C:2019:578, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Αντιθέτως, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκεί τον έλεγχό του, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο τους έχει προσδώσει ορισμένο νομικό χαρακτηρισμό και έχει συναγάγει από αυτά ορισμένες έννομες συνέπειες. Η εξουσία ελέγχου του Δικαστηρίου εκτείνεται, μεταξύ άλλων, στο ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά νομικά κριτήρια κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (πρβλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Ιταλίας κ.λπ., C‑425/19 P, EU:C:2021:154, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ αρχάς, στο Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, ότι εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης βάσει της οποίας διαπιστώθηκε η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Krka και της Servier. Εν συνεχεία, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι αιτιολόγησε κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθώς και ότι παραμόρφωσε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία. Τέλος, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και την έκταση του δικαστικού ελέγχου, καθόσον παρέλειψε να αποφανθεί επί των αιτιάσεων σχετικά με τον δυνητικό ανταγωνισμό οι οποίες αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο ιδίως του ένατου λόγου ακυρώσεως της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής και δεν ανέλυσε τη συλλογιστική και το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονταν στην επίδικη απόφαση σχετικά με το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka και καθόσον υποκατέστησε το σκεπτικό της απόφασης αυτής με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, αποδίδοντας την επιλογή της Krka να συνεχίσει τις ένδικες ενέργειες μετά την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 σε λόγους που αποτελούν απλές εικασίες, οι οποίες αντιφάσκουν, εξάλλου, προς άλλες διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

72      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, με την επιχειρηματολογία αυτή, η Επιτροπή αμφισβητεί την ερμηνεία και την εφαρμογή της έννοιας του δυνητικού ανταγωνισμού και προβάλλει παράβαση διαδικαστικών κανόνων καθώς και παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Servier, τέτοιου είδους αιτιάσεις εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 69 και 70 της παρούσας απόφασης.

73      Με τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή αμφισβητεί κατ’ ουσίαν την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο των συμφωνιών Krka το οποίο συνίστατο στην κατανομή των αγορών. Ένα τέτοιο ζήτημα όμως συνιστά προδήλως νομικό ζήτημα, καθόσον συνεπάγεται ότι πρέπει να καθοριστεί αν το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

74      Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη τα φερόμενα ως ευνοϊκά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στις κύριες αγορές της Krka, μολονότι η Επιτροπή δεν είχε διαπιστώσει καμία παράβαση στις αγορές αυτές, και μολονότι τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν περιορισμό του ανταγωνισμού σε άλλες αγορές. Σημειώνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή αφορά το νομικό κριτήριο που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο για να εκτιμήσει την κρισιμότητα των ευνοϊκών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων που διαπίστωσε και ότι, ως εκ τούτου, η εξέτασή του εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

75      Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν δέχτηκε να αναγνωρίσει ότι η συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, με την αιτιολογία ότι ο χαρακτηρισμός αυτός στηριζόταν στην εσφαλμένη διαπίστωση περί ύπαρξης κατανομής της αγοράς μεταξύ της Krka και της Servier. Επομένως, η έκβαση του λόγου αυτού εξαρτάται από την έκβαση των αιτιάσεων που προβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, οι οποίοι αφορούν όντως νομικά σφάλματα. Κατά συνέπεια, η εξέταση του έκτου λόγου αναιρέσεως εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

76      Δεύτερον, η Servier υποστηρίζει, κατά γενικό τρόπο, ότι η αίτηση αναιρέσεως απλώς επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που προέβαλε πρωτοδίκως η Επιτροπή και τα οποία απορρίφθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να αποδεικνύει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο ή παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών. Τούτο ισχύει για την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Επιτροπή προς στήριξη του πρώτου λόγου, ιδίως όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του, και του τρίτου λόγου, ως προς το δεύτερο σκέλος του.

77      Πρέπει να υπομνησθεί ότι όπως προκύπτει από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 169 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της απόφασης ή της διάταξης της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεν πληροί την επιταγή αυτή αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση του δικογράφου της προσφυγής που κατατέθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2022, Hermann Albers κατά Επιτροπής, C‑656/20 P, EU:C:2022:222, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).).

78      Εντούτοις, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζήτησης στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτόν, την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που είχε ήδη προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα καθίστατο εν μέρει άνευ αντικειμένου (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2022, Hermann Albers κατά Επιτροπής, C‑656/20 P, EU:C:2022:222, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Εν προκειμένω, μολονότι είναι αληθές ότι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Επιτροπή στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με εκείνη που είχε αναπτύξει πρωτοδίκως, εντούτοις, η Επιτροπή δεν περιορίζεται στην επανάληψη των επιχειρημάτων που είχε ήδη προβάλει, αλλά αμφισβητεί ειδικώς την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της Servier περί επαναλήψεως της επιχειρηματολογίας που είχε αναπτύξει η Επιτροπή πρωτοδίκως.

80      Τρίτον, η Servier υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, ειδικότερα εκείνη που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, δεν είναι αρκούντως σαφής ώστε να είναι παραδεκτή.

81      Συναφώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οι προβαλλόμενοι λόγοι και επιχειρήματα πρέπει να προσδιορίζουν με ακρίβεια τα σημεία του σκεπτικού της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου που αμφισβητούνται (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702, σκέψεις 33 και 34). Τούτο ισχύει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή, με την αίτηση αναιρέσεως, παρέθεσε λεπτομερώς τα επικρινόμενα σημεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης καθώς και τα νομικά επιχειρήματα προς στήριξη του αιτήματός της περί αναίρεσης της απόφασης αυτής, παραπέμποντας κατά τρόπο συγκεκριμένο στις σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που αποτελούν το αντικείμενο της επιχειρηματολογίας της.

82      Τέταρτον, η Servier υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στην αποσπασματική και επιλεκτική παράθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του περιεχομένου της.

83      Πλην όμως, με την επιχειρηματολογία αυτή, η Servier αμφισβητεί, στην πραγματικότητα, το ουσιαστικό κύρος των λόγων αναιρέσεως. Η εν λόγω επιχειρηματολογία αφορά την επί της ουσίας εκτίμηση των λόγων αυτών και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως.

84      Τέλος, πέμπτον, η Servier υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, καθόσον προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του πρώτου, του τέταρτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως, ότι παρέλειψε να εξετάσει ορισμένα χωρία της επίδικης απόφασης καθώς και το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που παρατίθενται σε αυτήν, σφάλλει ως προς τη φύση του ελέγχου στον οποίο προέβη το Γενικό Δικαστήριο.

85      Πλην όμως, λόγος απαραδέκτου τόσο γενικά διατυπωμένος δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο του πρώτου, του τέταρτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως. Το Δικαστήριο θα αποφανθεί επακριβώς επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλε ειδικότερα η Servier στο πλαίσιο της εξέτασης των οικείων λόγων αναιρέσεως.

86      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, οι ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε εν γένει η Servier, όσον αφορά τον πρώτο, τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο, τον πέμπτο και τον έκτο λόγο αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

3.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την επί της ουσίας εξέταση του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως

87      Πριν εξεταστεί η βασιμότητα των λόγων αναιρέσεως που αφορούν την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, πρέπει να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς τις περιστάσεις των υποθέσεων στις οποίες το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί του νομικού χαρακτηρισμού, υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, συμφωνιών δυνάμει των οποίων παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων αποζημίωσε χρηματικώς παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων προκειμένου αυτός να μην εισέλθει στην αγορά, ιδίως στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), και της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής (C‑591/16 P, EU:C:2021:243), και αντιθέτως προς τις άλλες συμφωνίες που συνήψε η Servier και αποτέλεσαν αντικείμενο της επίδικης απόφασης, οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν προέβλεπαν καμία πληρωμή εκ μέρους του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων υπέρ του παρασκευαστή γενόσημων. Αντιθέτως, η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka προέβλεπε πληρωμές από τον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων προς τον παρασκευαστή πρωτοτύπων φαρμάκων.

88      Εντούτοις, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1731 έως 1749 της επίδικης απόφασης, βάσει των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka μπόρεσε η Servier να καθυστερήσει την είσοδο στην αγορά γενόσημων φαρμάκων παραχθέντων από την Krka. Στο έδαφος της Ένωσης, οι δύο αυτές επιχειρήσεις κατένειμαν τις εθνικές αγορές σε δύο σφαίρες επιρροής, καθεμιά από τις οποίες περιλαμβάνει τις κύριες αγορές τους και εντός των οποίων μπορούσαν να ασκούν τις δραστηριότητές τους με τη βεβαιότητα, στην περίπτωση της Servier, ότι δεν θα υφίστατο ανταγωνιστική πίεση από την Krka πέραν των ορίων που προέκυπταν από τις ως άνω συμφωνίες και, στην περίπτωση της Krka, ότι δεν θα διέτρεχε τον κίνδυνο να εμπλακεί σε ένδικες διαφορές κινηθείσες από τη Servier λόγω προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

89      Επομένως, μολονότι από τα στοιχεία που προέρχονται από την επίδικη απόφαση προκύπτει ότι η Servier δεν πραγματοποίησε αντίστροφη πληρωμή υπέρ της Krka στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού Krka, από τα ίδια στοιχεία προκύπτει επίσης, κατά την Επιτροπή, ότι οι επιχειρήσεις αυτές κατένειμαν γεωγραφικά τις διάφορες εθνικές αγορές εντός της Ένωσης. Επομένως, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εν λόγω περιστάσεις προκειμένου να αξιολογηθούν, μεταξύ άλλων, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως και να εκτιμηθεί αν, και ενδεχομένως σε ποιο βαθμό, είναι βάσιμη η επιχειρηματολογία της Επιτροπής με την οποία τίθενται υπό αμφισβήτηση τα νομικά κριτήρια βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier προκειμένου να αμφισβητήσει το ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka χαρακτηρίστηκαν περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

90      Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

91      Ειδικότερα, για να εμπίπτει μια συμπεριφορά επιχειρήσεων στην προβλεπόμενη στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ κατ’ αρχήν απαγόρευση, πρέπει να προκύπτει από τη συμπεριφορά αυτή η ύπαρξη συμπαιγνίας μεταξύ τους –ήτοι η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, απόφασης ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

92      Η τελευταία ως άνω απαίτηση προϋποθέτει, όσον αφορά συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας που συνάπτονται μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες λειτουργούν στο ίδιο επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής, ότι η εν λόγω συμπαιγνία χωρεί μεταξύ επιχειρήσεων που τελούν σε κατάσταση ανταγωνισμού, εάν όχι πραγματικού, τουλάχιστον δυνητικού [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 32].

93      Επιπλέον, είναι αναγκαίο, σύμφωνα με το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, να αποδειχθεί είτε ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού είτε ότι η επίμαχη συμπεριφορά έχει τέτοιο αποτέλεσμα (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 158). Εξ αυτού προκύπτει ότι η προαναφερθείσα διάταξη, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, διακρίνει σαφώς μεταξύ της έννοιας του περιορισμού ως εκ του αντικειμένου και εκείνης του περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος, καθεμιά από τις οποίες υπόκειται σε διαφορετικούς κανόνες περί αποδείξεως [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 63].

94      Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις πρακτικές που χαρακτηρίζονται περιορισμοί του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, δεν συντρέχει λόγος να αναζητηθούν ούτε, κατά μείζονα λόγο, να αποδειχθούν τα αποτελέσματά τους στον ανταγωνισμό, στο μέτρο που από την πείρα προκύπτει ότι τέτοιες συμπεριφορές επιφέρουν μειώσεις της παραγωγής και αυξήσεις τιμών, με τελικό αποτέλεσμα την κακή κατανομή των πόρων εις βάρος ιδίως των καταναλωτών (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 115, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 159).

95      Αντιθέτως, όταν δεν αποδεικνύεται ότι το αντικείμενο συμφωνίας, απόφασης ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής είναι αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά της, προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο ανταγωνισμός πράγματι είτε παρεμποδίστηκε, είτε περιορίστηκε, είτε νοθεύτηκε αισθητά (πρβλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija, C‑345/14, EU:C:2015:784, σκέψη 17).

96      Η διάκριση αυτή εξηγείται από το ότι ορισμένες μορφές συμπαιγνίας μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν, ως εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού (αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, C‑209/07, EU:C:2008:643, σκέψη 17, και της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., C‑32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 35). Η έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου πρέπει να ερμηνεύεται στενά και μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο σε ορισμένες συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, αφ’ εαυτών και λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των όρων τους, των σκοπών τους καθώς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, είναι αρκούντως επιζήμιες για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων τους (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija, C‑345/14, EU:C:2015:784, σκέψη 20, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψεις 161 και 162 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

97      Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι οι συμφωνίες κατανομής των αγορών συνιστούν ιδιαιτέρως σοβαρή παράβαση του ανταγωνισμού (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Gosselin Group κατά Επιτροπής, C‑429/11 P, EU:C:2013:463, σκέψη 50, της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Solvay Solexis κατά Επιτροπής, C‑449/11 P, EU:C:2013:802, σκέψη 82, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 26). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι συμφωνίες αυτού του είδους έχουν αφ’ εαυτών περιοριστικό του ανταγωνισμού αντικείμενο και εμπίπτουν σε μια κατηγορία συμφωνιών την οποία το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει ρητώς, εφόσον ένα τέτοιο αντικείμενο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει ανάλυσης του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:2013:866, σκέψη 218).

98      Επομένως, τέτοιες κατηγορίες συμφωνιών μόνον κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή μπορούν να εξαιρεθούν από την απαγόρευση που επιβάλλει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, C‑209/07, EU:C:2008:643, σκέψη 21, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 187).

99      Η εφαρμογή των αρχών που μόλις υπομνήσθηκαν όσον αφορά αθέμιτες πρακτικές υπό τη μορφή συμφωνιών οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων, όπως οι συμφωνίες Krka, συνεπάγεται ότι πρέπει να καθοριστεί, σε πρώτο στάδιο, αν οι πρακτικές αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως περιορισμός του ανταγωνισμού από επιχειρήσεις που τελούν υπό συνθήκες ανταγωνισμού, έστω και δυνητικώς. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πρέπει να εξακριβωθεί, σε δεύτερο στάδιο, αν, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών χαρακτηριστικών τους, οι εν λόγω πρακτικές μπορούν να χαρακτηριστούν περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

100    Όσον αφορά το πρώτο στάδιο της εν λόγω ανάλυσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στο ειδικό πλαίσιο του ανοίγματος της αγοράς ενός φαρμάκου στους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων, πρέπει να εξετάζεται, προκειμένου να εκτιμηθεί αν ένας από τους παρασκευαστές αυτούς, μολονότι δεν δραστηριοποιείται σε μια αγορά, τελεί σε σχέση δυνητικού ανταγωνισμού με παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων δραστηριοποιούμενο στην αγορά αυτή, αν υπάρχουν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθει ο πρώτων εκ των ως άνω παρασκευαστών και να ανταγωνιστεί τον δεύτερο [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

101    Συνεπώς, πρέπει να εκτιμηθεί, κατά πρώτον, εάν, κατά την ημερομηνία σύναψης τέτοιων συμφωνιών, ο παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων είχε προβεί σε επαρκείς προπαρασκευαστικές ενέργειες που θα καθιστούσαν δυνατή την πρόσβασή του στη σχετική αγορά εντός τέτοιου χρονικού διαστήματος ώστε να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων. Από τις ενέργειες αυτές μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη σταθερής βούλησης καθώς και της ικανότητας του παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων να εισέλθει στην αγορά ενός φαρμάκου το οποίο περιέχει δραστική ουσία που έχει περιέλθει σε δημόσια χρήση, ακόμη και όταν υπάρχουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας για μέθοδο τα οποία κατέχει ο παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων. Κατά δεύτερον, πρέπει να εξακριβωθεί ότι η είσοδος στην αγορά ενός τέτοιου παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων δεν προσκρούει σε ανυπέρβλητους φραγμούς εισόδου [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 43 έως 45].

102    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τυχόν διπλώματα ευρεσιτεχνίας που προστατεύουν ένα πρωτότυπο φάρμακο ή μια από τις μεθόδους παρασκευής του εντάσσονται αναμφισβήτητα στο οικονομικό και νομικό πλαίσιο που χαρακτηρίζει τις σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ των κατόχων των διπλωμάτων αυτών και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων. Εντούτοις, η εκτίμηση των δικαιωμάτων που παρέχει ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν πρέπει να συνίσταται σε εξέταση της ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή της πιθανότητας να καταλήξει η διαφορά μεταξύ του κατόχου του και ενός παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων στη διαπίστωση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι έγκυρο και ότι υπέστη προσβολή. Η εκτίμηση αυτή πρέπει μάλλον να αφορά το ζήτημα εάν, παρά την ύπαρξη του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ο παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων έχει πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να διεισδύσει στην αγορά κατά τον κρίσιμο χρόνο [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 50].

103    Εξάλλου, η διαπίστωση δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων και παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων μπορεί να επιβεβαιωθεί από πρόσθετα στοιχεία, όπως η σύναψη συμφωνίας μεταξύ τους όταν ο παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων δεν δραστηριοποιούνταν στη σχετική αγορά, ή η ύπαρξη μεταβίβασης αξίας προς τον εν λόγω παρασκευαστή με αντάλλαγμα την αναβολή της εισόδου του στην αγορά [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 54 έως 56].

104    Σε δεύτερο στάδιο της ανάλυσης αυτής, προκειμένου να κριθεί αν η αναβολή της εισόδου στην αγορά γενόσημων φαρμάκων, που απορρέει από συμφωνία φιλικού διακανονισμού ένδικης διαφοράς σχετικής με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, με αντάλλαγμα μεταβιβάσεις αξίας από τον παρασκευαστή πρωτότυπων προς τον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων πρέπει να θεωρηθεί αθέμιτη πρακτική η οποία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς αν οι εν λόγω μεταβιβάσεις μπορούν να δικαιολογηθούν πλήρως από την ανάγκη αποζημίωσης των δαπανών και της ταλαιπωρίας που συνδέονται με τη διαφορά αυτή, όπως τα έξοδα και οι αμοιβές των συμβούλων του παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων, ή από την ανάγκη να καταβληθεί αμοιβή για την πραγματική και αποδεδειγμένη παροχή αγαθών και υπηρεσιών από αυτόν προς τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων. Αν τούτο δεν ισχύει, πρέπει να ελεγχθεί αν οι εν λόγω μεταβιβάσεις αξίας εξηγούνται αποκλειστικώς από το εμπορικό συμφέρον των εν λόγω παρασκευαστών φαρμάκων να αποφύγουν τον υγιή ανταγωνισμό. Για τους σκοπούς της ανάλυσης αυτής, πρέπει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να καθοριστεί αν το καθαρό όφελος των μεταβιβάσεων αξίας ήταν αρκούντως σημαντικό ώστε να παρακινήσει πράγματι τον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων να μην εισέλθει στη σχετική αγορά και, ως εκ τούτου, να μην ανταγωνιστεί με θεμιτό τρόπο τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων, χωρίς να απαιτείται τα καθαρό αυτό όφελος να είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερο από τα κέρδη που θα είχε αποκομίσει ο εν λόγω παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων εάν είχε δικαιωθεί στη σχετική με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ένδικη διαδικασία [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 84 έως 94].

105    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αμφισβήτηση του κύρους και του περιεχομένου διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι συμφυής προς τη λειτουργία του ανταγωνισμού στους τομείς όπου υπάρχουν αποκλειστικά δικαιώματα για τεχνολογίες και, επομένως, συμφωνίες φιλικού διακανονισμού με τις οποίες ένας υποψήφιος για είσοδο στην αγορά παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων αναγνωρίζει, τουλάχιστον προσωρινά, το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας το οποίο κατέχει παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων και δεσμεύεται, ως εκ τούτου, να μην το αμφισβητήσει ούτε να εισέλθει στην αγορά δύνανται να έχουν περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

106    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εναπέκειτο στο Γενικό Δικαστήριο να εφαρμόσει τα κριτήρια που εκτίθενται στις σκέψεις 104 και 105 της παρούσας απόφασης προκειμένου να αποφανθεί επί του σκέλους της επιχειρηματολογίας που προέβαλε η Servier ειδικότερα στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και, επομένως, να κρίνει αν η Επιτροπή μπορούσε νομίμως, στην επίδικη απόφαση, να διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιου περιορισμού.

107    Συγκεκριμένα, εφόσον αποδεικνυόταν η ύπαρξη των στοιχείων σχετικά με τον δυνητικό ανταγωνισμό, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, στο δεύτερο στάδιο, να εξακριβώσει αν οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka συνιστούσαν συμφωνία κατανομής της αγοράς η οποία περιόριζε ως εκ του αντικειμένου τον ανταγωνισμό, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατηγορία συμφωνιών η οποία απαγορεύεται ρητώς από τη διάταξη αυτή. Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, στο πλαίσιο αυτό, να εξετάσει τους σκοπούς των εν λόγω συμφωνιών καθώς και τον οικονομικό δεσμό που υφίστατο μεταξύ τους, κατά την επίδικη απόφαση, και, ειδικότερα, το ζήτημα αν η μεταβίβαση αξίας από τη Servier στην Krka μέσω της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ήταν αρκούντως σημαντική ώστε να παρακινήσει την Krka, από κοινού με τη Servier, να κατανείμει τις αγορές, παραιτούμενη, έστω προσωρινά, από την είσοδο στις κύριες αγορές της Servier με αντάλλαγμα τη διασφάλιση της δυνατότητας εμπορίας της γενόσημης εκδοχής της περινδοπρίλης στις κύριες αγορές της χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να εμπλακεί σε ένδικες διαφορές κινηθείσες από τη Servier λόγω προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

108    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη τις προθέσεις των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον, υπό το πρίσμα των στοιχείων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, οι εν λόγω προθέσεις αντιστοιχούσαν στην ανάλυσή του σχετικά με τους αντικειμενικούς σκοπούς που επιδίωκαν οι επιχειρήσεις όσον αφορά τον ανταγωνισμό, υπό τη διευκρίνιση ωστόσο ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι οι ίδιες επιχειρήσεις ενήργησαν χωρίς να έχουν την πρόθεση να παρεμποδίσουν, να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το γεγονός ότι επιδίωξαν ορισμένους θεμιτούς σκοπούς δεν έχουν καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 167 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

4.      Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

α)      Επί της λυσιτέλειας του πρώτου λόγου αναιρέσεως

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

109    Η Servier υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η Krka δεν προκαλούσε ανταγωνιστική πίεση επί της Servier κατά τον χρόνο των συμφωνιών Krka, είναι αλυσιτελής. Το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του δυνητικού ανταγωνισμού δεν μπορεί, κατά τη Servier, να θέσει υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις του σχετικά με την απουσία περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Συγκεκριμένα, η απόδειξη δυνητικού ανταγωνισμού δεν αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για να γίνει δεκτός ο χαρακτηρισμός αυτός. Η Servier προσθέτει ότι, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή εσφαλμένως δέχθηκε τον ως άνω χαρακτηρισμό στηριζόμενη σε λόγους άσχετους προς την ιδιότητα της Krka ως δυνητικής ανταγωνίστριας, δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει την ιδιότητα αυτή, όπως προκύπτει εξάλλου από τη σκέψη 1234 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

110    Κατά την Επιτροπή, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι λυσιτελής.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

111    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως ο οποίος βάλλει κατά του σκεπτικού μιας αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το οποίο ουδόλως επηρεάζει το διατακτικό της είναι αλυσιτελής και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί (απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, Fondazione Cassa di Risparmio di Pesaro κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑549/21 P, EU:C:2023:340, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

112    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο, αφού εκθέσει τους λόγους για τους οποίους ένας λόγος ακυρώσεως πρέπει να κριθεί βάσιμος, έχει την ευχέρεια να κρίνει, για λόγους οικονομίας της δίκης, ότι δεν είναι αναγκαίο να απαντήσει σε όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του λόγου αυτού, εφόσον το σκεπτικό αρκεί για να δικαιολογήσει το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 111).

113    Εν προκειμένω, το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπου το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 4 της επίδικης απόφασης με το οποίο είχε διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ λόγω των συμφωνιών Krka, στηρίζεται, αφενός, στο σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 943 έως 1060 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή εσφαλμένως είχε εκτιμήσει ότι οι συμφωνίες αυτές συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, και, αφετέρου, στο σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 1061 έως 1232 της απόφασης αυτής, με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή εσφαλμένως είχε διαπιστώσει την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, αφού έκρινε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 1233 της εν λόγω απόφασης ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η Servier, με τη σύναψη των συμφωνιών Krka, είχε παραβιάσει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη, στη σκέψη 1234 της ίδιας απόφασης, ότι έπρεπε να ακυρωθεί το άρθρο 4 της επίδικης απόφασης, «χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιπές αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως καθώς και ο σχετικός με την ιδιότητα δυνητικού ανταγωνιστή της Krka λόγος ακυρώσεως».

114    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Servier, η εκτίμηση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου δεν σημαίνει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής βάλλει κατά σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το οποίο δεν ασκεί επιρροή στο διατακτικό της. Συγκεκριμένα, ο λόγος αυτός βάλλει κατά του σκεπτικού της απόφασης σχετικά με τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 4 της επίδικης απόφασης. Με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ανάλυσης του χαρακτηρισμού των συμφωνιών Krka υπό το πρίσμα της έννοιας του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, έλαβε υπόψη την προβαλλόμενη αναγνώριση εκ μέρους της Krka του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, επί τη βάσει, μεταξύ άλλων, εσφαλμένου νομικού κριτηρίου, μερικής, αν όχι επιλεκτικής, εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονταν στην επίδικη απόφαση, καθώς και παραμόρφωσης ορισμένων εκ των στοιχείων αυτών. Η Επιτροπή υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποφανθεί επί της αναγνώρισης εκ μέρους της Krka του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 χωρίς να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στην επίδικη απόφαση προκειμένου να αποδείξει ότι η Krka ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της Servier. Κατά την Επιτροπή, από τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι η Krka, η οποία είχε τόσο τη σταθερή βούληση όσο και την ικανότητα εισόδου στην αγορά της περινδοπρίλης, συνήψε τη συμφωνία διακανονισμού Krka όχι διότι ήταν πεπεισμένη για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αλλά διότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka την ώθησε να συνάψει συμφωνία με τη Servier σχετικά με γεωγραφική κατανομή των εθνικών αγορών, με κάθε μέρος να απέχει από τον ελεύθερο ανταγωνισμό στις κύριες αγορές του άλλου μέρους.

115    Επισημαίνεται συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κατ’ αρχάς, στη σκέψη 970 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka υπήρχαν «συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν στα μέρη την πεποίθηση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο» και στη συνέχεια, στη σκέψη 971 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 με την οποία επιβεβαιώθηκε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ήταν, επομένως, «[ένα] από τα καταλυτικά στοιχεία που οδήγησαν στις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης». Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, στη σκέψη 972 της εν λόγω απόφασης, ότι «ο συνδυασμός των δύο αυτών συμφωνιών ήταν δικαιολογημένος και, επομένως, δεν συνιστ[ούσε] σοβαρή ένδειξη της ύπαρξης αντίστροφης πληρωμής από τη Servier προς την Krka ως αποτέλεσμα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης».

116    Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 1026 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η περίσταση ότι η Krka είχε συνεχίσει να αμφισβητεί τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Servier και να διαθέτει στο εμπόριο το προϊόν της έστω και αν το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 είχε επιβεβαιωθεί από το τμήμα ανακοπών του ΕΓΔΕ δεν συνιστούσε καθοριστικό στοιχείο προκειμένου να συναχθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, καθόσον αυτή η διατήρηση των ανταγωνιστικών πιέσεων από την Krka στη Servier μπορούσε να αποδοθεί στη βούληση της Krka, παρά τους αναμενόμενους κινδύνους ένδικων διαφορών, να ενισχύει τη θέση της στις διαπραγματεύσεις που θα μπορούσε να δρομολογήσει με τη Servier προκειμένου να επιτύχει συμφωνία διακανονισμού.

117    Η συλλογιστική αυτή είναι κατανοητή μόνον εάν γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ανάγκην ότι, κατόπιν της επιβεβαίωσης του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 από το ΕΓΔΕ, η περινδοπρίλη της Krka, η οποία παρασκευάζεται με την κρυσταλλική μορφή άλφα ερβουμίνης και προστατεύεται από το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δεν μπορούσε πλέον να ανταγωνιστεί την περινδοπρίλη της Servier, θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τέρμα σε κάθε δυνητικό ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό, η συμφωνία διακανονισμού Krka, με την οποία η επιχείρηση αυτή δέχτηκε να μην εισέλθει στις αγορές της Servier, αποτυπώνει απλώς τα δικαιώματα που απορρέουν από το ως άνω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και δεν μπορεί επομένως να εκληφθεί ως το πραγματικό αντάλλαγμα για τη χορήγηση, από τη Servier, άδειας εκμετάλλευσης του διπλώματος αυτού στις κύριες αγορές της Krka. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ρητώς, στη σκέψη 1234 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι έπρεπε να ακυρωθεί το άρθρο 4 της επίδικης απόφασης «χωρίς να απαιτείται να εξεταστ[εί] […] ο σχετικός με την ιδιότητα δυνητικού ανταγωνιστή της Krka λόγος ακυρώσεως». Εντούτοις, από το σκεπτικό που οδήγησε στην ακύρωση της εν λόγω απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στην πραγματικότητα, ορισμένες αιτιάσεις που αφορούσαν τον λόγο αυτόν, καθώς και πολλές αιτιολογικές σκέψεις της ίδιας απόφασης που αφορούν το ζήτημα του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ Krka και Servier.

118    Συγκεκριμένα, από τις εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 943 έως 1032 και 1140 έως 1233 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε κυρίως στην προβαλλόμενη αναγνώριση, εκ μέρους της Krka, του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 κατόπιν της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και της απόφασης του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού τόσο ως εκ του αντικειμένου όσο και ως εκ του αποτελέσματος. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι η δυνατότητα της Krka να εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier προκειμένου να την ανταγωνιστεί εξαρτιόταν κατ’ ουσίαν από το ζήτημα αν, κατά την ημερομηνία των συμφωνιών Krka, η Krka αναγνώριζε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, και δεδομένου ότι εξέτασε την ιδιότητα της Krka ως δυνητικής ανταγωνίστριας της Servier η οποία απέρρεε από τη δυνατότητα της Krka να εισέλθει στις αγορές αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται στενή σχέση μεταξύ της εν λόγω προβαλλόμενης αναγνώρισης και της ιδιότητας της Krka ως δυνητικής ανταγωνίστριας της Servier.

119    Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού δέχθηκε την επιχειρηματολογία της επιχείρησης αυτής σχετικά με την ύπαρξη παράβασης του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επισήμανε στη σκέψη 1234 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι δεν απαιτούνταν να εξεταστεί «ο σχετικός με την ιδιότητα δυνητικού ανταγωνιστή της Krka λόγος ακυρώσεως» δεν σημαίνει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής βάλλει κατά σκεπτικού που δεν ασκεί επιρροή στο διατακτικό της απόφασης αυτής, διότι προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις σκέψεις 967, 968 και 970 έως 972 της ίδιας απόφασης ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε κατ’ ανάγκην ορισμένες αιτιάσεις που προέβαλε η Servier πρωτοδίκως σχετικά με τον δυνητικό ανταγωνισμό.

120    Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι λυσιτελής.

β)      Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως 

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

121    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή επικρίνει τη σκέψη 1026 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το ορθό κριτήριο καθόσον εκτίμησε κατά τα φαινόμενα ότι η Krka είχε παύσει να είναι δυνητική ανταγωνίστρια κατόπιν της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και ότι δεν είχε πλέον κίνητρα εισόδου στην αγορά. Συναφώς, αφενός, πρέπει να καθοριστεί αν, σε περίπτωση που δεν είχαν συναφθεί συμφωνίες, θα υπήρχαν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά και ανταγωνισμού κατά των υφισταμένων επιχειρήσεων. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του εκτίμηση καθόσον έκρινε ότι η Krka εξακολούθησε να ασκεί ανταγωνιστική πίεση στη Servier κατόπιν της απόφασης του ΕΓΔΕ μόνον προκειμένου να ενισχύσει τη θέση της κατά τις διαπραγματεύσεις με την εν λόγω επιχείρηση, χωρίς να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η Krka δεν θα ήταν σε θέση, αν δεν υφίσταντο οι επίμαχες συμφωνίες, να εισέλθει στην αγορά.

122    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά των σκέψεων 970 και 1028 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η συμφωνία διακανονισμού Krka είχε συναφθεί από την επιχείρηση αυτή για λόγους που δεν σχετίζονται με το ότι η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 την είχε πείσει για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Πλην όμως, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τα αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία και την αντίθετη συλλογιστική που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 1686 έως 1690 της επίδικης απόφασης. Επομένως, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τους κανόνες σχετικά με τη διεξαγωγή των αποδείξεων και δεν άσκησε τον έλεγχο νομιμότητας τον οποίο οφείλει να ασκήσει βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ.

123    Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει αντίφαση μεταξύ της σκέψης 361 και της σκέψης 970 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Στην πρώτη από τις σκέψεις αυτές αναφέρεται ότι η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 δεν αρκούσε αφ’ εαυτής για να εμποδίσει την ανάπτυξη δυνητικού ανταγωνισμού, ενώ στη δεύτερη ότι η εν λόγω απόφαση του ΕΓΔΕ είχε πείσει την Krka για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, ωθώντας την έτσι να συμβιβαστεί με τη Servier.

124    Η Servier υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι το πρώτο σκέλος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, διότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απέκλεισε την ιδιότητα της Krka ως δυνητικής ανταγωνίστριας. Το Γενικό Δικαστήριο δεν υποκατέστησε με την εκτίμησή του την εκτίμηση της Επιτροπής, αλλά δεν δέχθηκε ως καθοριστική τη σημασία της συνέχισης των ένδικων διαφορών εκ μέρους της Krka κατόπιν της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006. Εν συνεχεία, η Servier υποστηρίζει ότι το δεύτερο σκέλος είναι απαράδεκτο, διότι η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των αποδεικτικών στοιχείων που μνημονεύονται στην επίδικη απόφαση, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 1680 έως 1700 της απόφασης αυτής. Τέλος, προβάλλει ότι το τρίτο σκέλος είναι αβάσιμο.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

125    Προκαταρκτικώς, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της Servier ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλε η Επιτροπή με τα τρία πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 114 έως 119 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 970 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι, κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, υπήρχαν συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν στη Servier και την Krka την πεποίθηση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο, συνήγαγε από τις εν λόγω ενδείξεις ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών στις εθνικές αγορές εντός της Ένωσης είχε πλέον αποκλειστεί και ότι, επομένως, δεν υπήρχε δυνητικός ανταγωνισμός μεταξύ τους.

126    Εν πρώτοις, πρέπει να εξεταστεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, καθόσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Μολονότι υφίσταται κάποια αντίφαση μεταξύ, αφενός, των σκέψεων 970 και 1154 και, αφετέρου, της σκέψης 361 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η τελευταία αυτή σκέψη είναι διατυπωμένη κατά τρόπο προσεκτικό και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιφάσκει ευθέως προς τις δύο άλλες σκέψεις. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 361, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το γεγονός ότι η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 αναγνώρισε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 δεν αρκούσε «αφ’ εαυτού» για να εμποδίσει την ανάπτυξη δυνητικού ανταγωνισμού. Πλην όμως, η διαπίστωση αυτή δεν είναι ασύμβατη με εκείνη που απορρέει, όπως κρίθηκε στη σκέψη 125 της παρούσας απόφασης, από τη σκέψη 970 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Servier και η Krka δεν ήταν δυνητικοί ανταγωνιστές πριν από τη σύναψη των συμφωνιών Krka, καθώς, μεταξύ άλλων, «συγκλίνουσες ενδείξεις» μπορούσαν να δημιουργήσουν στις επιχειρήσεις αυτές την εντύπωση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο.

127    Όσον αφορά το παραδεκτό του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι είναι παραδεκτές κατά την αναιρετική διαδικασία οι αιτιάσεις σχετικά με τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και την εκτίμησή τους στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εφόσον ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε διαπιστώσεις, η ανακρίβεια του περιεχομένου των οποίων προκύπτει από τη δικογραφία, ή παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων που του υποβλήθηκαν (απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 35).

128    Η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021, Qualcomm και Qualcomm Europe κατά Επιτροπής, C‑466/19 P, EU:C:2021:76, σκέψη 43). Αν η παραμόρφωση αυτή συνίσταται σε ερμηνεία εγγράφου αντίθετη προς το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, τούτο πρέπει να προκύπτει προδήλως από τη δικογραφία και προϋποθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη προδήλως τα όρια της εύλογης εκτίμησης των αποδεικτικών αυτών στοιχείων. Συναφώς, δεν αρκεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο μπορεί να τύχει διαφορετικής ερμηνείας από εκείνη που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2019, Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής, C‑403/18 P, EU:C:2019:870, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

129    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Servier, η Επιτροπή, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, δεν επιδιώκει νέα εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, η οποία όντως δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας. Με την επιχειρηματολογία της, η Επιτροπή προβάλλει, κατ’ ουσίαν, πλάνη κατά την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας της επίδικης απόφασης, δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων προκειμένου να διαπιστώσει αν η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι οι συμφωνίες Krka μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως περιορισμός του ανταγωνισμού, έστω και δυνητικός. Επομένως, η Επιτροπή προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο, η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

130    Επί της ουσίας, όσον αφορά το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, στο Γενικό Δικαστήριο εναπέκειτο να εφαρμόσει τα κριτήρια που εκτίθενται στις σκέψεις 100 έως 103 της παρούσας απόφασης προκειμένου να αποφανθεί επί του μέρους της επιχειρηματολογίας που προέβαλε η Servier, ειδικότερα, στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως που αφορούσε τον δυνητικό ανταγωνισμό και, επομένως, να διαπιστώσει αν η Επιτροπή μπορούσε πράγματι, στην επίδικη απόφαση, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Krka ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της Servier κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών Krka.

131    Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ που διαπιστώθηκε στην επίδικη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αν οι συμφωνίες αυτές είχαν συναφθεί μεταξύ επιχειρήσεων που τελούσαν σε σχέση δυνητικού ανταγωνισμού και μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως περιορισμός του ανταγωνισμού. Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξακριβώσει αν η Επιτροπή είχε ορθώς εκτιμήσει ότι, κατά την ημερομηνία σύναψης των εν λόγω συμφωνιών, η Krka είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθει στη σχετική αγορά και να ανταγωνιστεί τη Servier, λαμβανομένων υπόψη των επαρκών προπαρασκευαστικών ενεργειών και της απουσίας ανυπέρβλητων φραγμών στην είσοδο αυτή, η δε διαπίστωση του δυνητικού ανταγωνισμού μπορούσε ενδεχομένως να επιβεβαιωθεί από πρόσθετα στοιχεία, όπως η ύπαρξη μεταβίβασης αξίας προς όφελος της Krka με αντάλλαγμα την αναβολή της εισόδου της στην αγορά.

132    Βεβαίως, στην περίπτωση που το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας που προστατεύει πρωτότυπο φάρμακο ή κάποια από τις μεθόδους παρασκευής του έχει κριθεί οριστικά ενώπιον όλων των δικαστηρίων που επιλήφθησαν του ζητήματος αυτού, δυσχερώς θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι άλλα στοιχεία του οικονομικού και νομικού πλαισίου τα οποία χαρακτηρίζουν κατά τρόπο αντικειμενικό τις σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ του κατόχου του διπλώματος και ενός παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων δύνανται να στηρίξουν το συμπέρασμα ότι εξακολουθεί να υφίσταται σχέση δυνητικού ανταγωνισμού. Εντούτοις, όταν εκκρεμούν μεταξύ τους ένδικες διαφορές σχετικά με το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας, εναπόκειται στη διοικητική αρχή ή στον αρμόδιο δικαστή να εξετάσει το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εν λόγω δικαιούχος και ο εν λόγω παρασκευαστής δεν είναι δυνητικοί ανταγωνιστές, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 102 της παρούσας απόφασης.

133    Πλην όμως, το Γενικό Δικαστήριο, αντί να εφαρμόσει τα κριτήρια που εκτίθενται στις σκέψεις 100 έως 103, 131 και 132 της παρούσας απόφασης προκειμένου να προβεί στους αναγκαίους ελέγχους για να διαπιστώσει αν η Krka ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της Servier, όπως όφειλε να πράξει, περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, στο να αναφέρει, ιδίως στις σκέψεις 970, 1026 και 1028 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι δύο αυτές επιχειρήσεις είχαν την πεποίθηση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο και, χωρίς ειδική αιτιολογία ή αποδεικτικά στοιχεία προς τούτο, ότι η συμπεριφορά της Krka η οποία συνίστατο στη διατήρηση των ανταγωνιστικών πιέσεων προς τη Servier μπορούσε να εξηγηθεί από τη βούλησή της να ενισχύσει τη θέση της στις διαπραγματεύσεις που θα ξεκινούσε ενδεχομένως με τη Servier με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας φιλικού διακανονισμού συνοδευόμενης από συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, καθότι η απόκτηση τέτοιας άδειας είχε καταστεί η εμπορική λύση την οποία προέκρινε στην αγορά της περινδοπρίλης.

134    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμο. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη νομική σημασία της σχετικής με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας κατάστασης που διαπιστώθηκε στις επίμαχες αγορές, καθώς και ως προς τη σημασία των προθέσεων των μερών, και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, διότι εκτίμησε βάσει εσφαλμένων κριτηρίων την έννοια του δυνητικού ανταγωνισμού.

135    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, εναπέκειτο στο Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν στη σκέψη 132 της παρούσας απόφασης και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 102 της παρούσας απόφασης, να συνεκτιμήσει το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων βάσει των οποίων η Επιτροπή έκρινε, στην επίδικη απόφαση, ότι η Krka και η Servier τελούσαν σε σχέση δυνητικού ανταγωνισμού. Όμως, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αυτή, καθόσον περιόρισε κατ’ ουσίαν την ανάλυσή του όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων, κατά την ημερομηνία σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, μόνο στη σχετική με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας κατάσταση και, ειδικότερα, στην αντίληψη που μπορούσε να έχει η Krka για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, καθώς και στις προθέσεις των μερών, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και της απόφασης του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006.

136    Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο όχι μόνο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον έλεγχο τον οποίο όφειλε να ασκήσει σχετικά με τις αποφάσεις της Επιτροπής για τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, αλλά παρέβη και την υποχρέωση αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων, την οποία υπέχει από το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, δεδομένου ότι δεν εξέθεσε, στη σκέψη 970 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τους λόγους επί των οποίων στηρίχθηκε για να διαπιστώσει εμμέσως, στην ίδια σκέψη, ότι η Servier και η Krka δεν ήταν πλέον δυνητικές ανταγωνίστριες, τούτο δε παρά το ότι ο σκοπός των στοιχείων που περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 1686 έως 1690 της επίδικης απόφασης ήταν να αποδειχθεί το αντίθετο. Το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν ανέφερε ρητώς ότι είχε αποκλείσει την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Krka και της Servier δεν είναι ικανό να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή περί ελλιπούς αιτιολογίας. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να διατυπώσει ένα ουσιώδες στάδιο της δικής του συλλογιστικής, δύναται να απαλλαγεί από την υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεών του και, ως εκ τούτου, να εμποδίσει το Δικαστήριο να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο.

137    Επομένως, το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτά. Αντιθέτως, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

γ)      Επί του τέταρτου και του έκτου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

138    Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 967, 968 και 970 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παραμόρφωσε τα εκεί μνημονευόμενα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και την απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006.

139    Με το έκτο σκέλος του λόγου αυτού, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στις σκέψεις 968, 1017 και 1024 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από τα οποία προκύπτει, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ότι οι ως άνω αποφάσεις του ΕΓΔΕ και του High Court είχαν μεταβάλει ουσιωδώς το πλαίσιο εντός του οποίου συνήφθησαν οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, ιδίως όσον αφορά την αντίληψη που μπορούσαν να έχουν η Krka και η Servier για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

140    Η παραμόρφωση αυτή θίγει το κύρος των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθενται, αφενός, στις σκέψεις 970, 1025 και 1028 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την αναγνώριση εκ μέρους της Krka του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και, αφετέρου, στη σκέψη 999 της ίδιας απόφασης, όσον αφορά το ότι η αναγνώριση αυτή εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους η Krka, αντί να εισέλθει «με κίνδυνο» στις αγορές όλων των κρατών μελών, προτίμησε να περιοριστεί στις κύριες αγορές της, οι οποίες καλύπτονταν από τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Η Επιτροπή υποστηρίζει, στη συνέχεια, ότι οι εκτιμήσεις αυτές αντικρούονται από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 1687, 1693 και 1826 της επίδικης απόφασης, τα οποία δεν εξετάστηκαν από το Γενικό Δικαστήριο. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι ανεπαρκής και αντιφατική.

141    Κατά τη Servier, κατ’ αρχάς, η αιτίαση περί παραμόρφωσης πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να αποτέλεσε αντικείμενο παραμόρφωσης. Εν συνεχεία, η αιτίαση αυτή, στο μέτρο που στην πραγματικότητα αφορά μόνον την απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006, είναι αλυσιτελής. Ειδικότερα, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι τα προσωρινά μέτρα δεν είχαν μεταβάλει την αντίληψη της Krka για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, τούτο δεν θα αναιρούσε το ότι η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 μετέβαλε την αντίληψη αυτή.

142    Τέλος, κατά τη Servier, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής είναι αβάσιμη. Το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη το ότι η Krka συνέχισε να προβάλλει τις αμφισβητήσεις της κατόπιν της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 με την οποία επιβεβαιώθηκε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, αλλά κατά την κρίση του το γεγονός αυτό δεν αναιρούσε τη διαπίστωση ότι η Krka συνήψε φιλικό διακανονισμό λόγω της αντίληψης που είχε σχηματίσει για το κύρος του εν λόγω διπλώματος. Κατά τα λοιπά, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Το Γενικό Δικαστήριο όχι μόνο δεν αιτιολόγησε αντιφατικώς την απόφασή του, αλλά επισήμανε ότι διάφορες ενδείξεις μπορούσαν να δημιουργήσουν στην Krka την πεποίθηση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο, πράγμα που την ώθησε να συνάψει τον φιλικό διακανονισμό. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο η περίσταση αυτή όσο και η απουσία αντίστροφης πληρωμής συνέβαλλαν στο να μην ευσταθεί ο χαρακτηρισμός σχετικά με τον περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η ιδιότητα της Krka ως δυνητικής ανταγωνίστριας.

143    Όσον αφορά την απόφαση του High Court της 3 Οκτωβρίου 2006, η Servier υποστηρίζει ότι ο παροδικός χαρακτήρας μιας διάταξης προσωρινών μέτρων δεν αναιρεί την πραγματική εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η διάταξη αυτή συνέβαλε στην τροποποίηση του πλαισίου εντός του οποίου συνήφθησαν οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Εξάλλου, οι διατάξεις αυτές όντως μετέβαλαν, κατά τη Servier, το πλαίσιο των συμφωνιών.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

144    Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, παρά το ότι τα δύο πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως έγιναν δεκτά, με συνέπεια τη διαπίστωση ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον δυνητικό ανταγωνισμό ενείχε πλάνη περί το δίκαιο, είναι χρήσιμο να εξεταστούν τα λοιπά σκέλη του λόγου αυτού προκειμένου να διαπιστωθεί αν, ανεξαρτήτως του ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τα απαιτούμενα νομικά κριτήρια και δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων, η ερμηνεία την οποία υιοθέτησε όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που πράγματι εξέτασε ενέχει έλλειψη νομιμότητας και ιδίως ενδεχόμενη παραμόρφωση των στοιχείων αυτών, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή.

145    Στη σκέψη 965 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν υπήρχαν πραγματικές ένδικες διαφορές μεταξύ της Servier και της Krka και αν η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka φαινόταν να έχει αρκούντως άμεσο σύνδεσμο με τον διακανονισμό των διαφορών αυτών ώστε να δικαιολογείται ο συνδυασμός της με τη συμφωνία διακανονισμού Krka. Στις σκέψεις 967 και 968 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε την ύπαρξη ένδικων διαφορών μεταξύ της Servier και της Krka επί των οποίων εκδόθηκαν, αφενός, η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και, αφετέρου, η απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006. Στη σκέψη 970 της εν λόγω απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε ότι, κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης στην Krka, υπήρχαν «συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν στα μέρη την πεποίθηση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο» και παρέπεμψε επ’ αυτού στις σκέψεις 967 και 968.

146    Προκειμένου να εκτιμηθεί αν το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της απόφασης του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006 και της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006, ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται στο να εξακριβώσει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπερέβη προδήλως τα όρια της εύλογης εκτίμησης των ως άνω στοιχείων. Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εκτιμήσει αυτοτελώς αν η Επιτροπή απέδειξε, ως όφειλε, την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, ανταποκρινόμενη στο βάρος αποδείξεως το οποίο έφερε, αλλά να διαπιστώσει αν το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, ερμήνευσε τα ίδια στοιχεία κατά τρόπο προδήλως αντίθετο προς το γράμμα τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2011, Activision Blizzard Germany κατά Επιτροπής, C‑260/09 P, EU:C:2011:62, σκέψη 57).

147    Οι αιτιάσεις περί παραμόρφωσης που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των εν λόγω εκτιμήσεων.

i)      Επί της απόφασης του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006

148    Η σκέψη 968 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έχει ως εξής:

«[…] Την 1η Σεπτεμβρίου 2006, η Krka είχε ασκήσει ανταγωγή με αίτημα την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και, στις 8 Σεπτεμβρίου 2006, άλλη ανταγωγή με αίτημα την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 340. Στις 3 Οκτωβρίου 2006, το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (patents court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών (ευρεσιτεχνία και συναφή δικαιώματα)], έκανε δεκτή την αίτηση προσωρινών μέτρων της Servier και απέρριψε την αίτηση που κατέθεσε η Krka την 1η Σεπτεμβρίου 2006. Την 1η Δεκεμβρίου 2006, η δίκη καταργήθηκε σύμφωνα με τη συμφωνία διακανονισμού που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων και η προσωρινή διαταγή ήρθη.»

149    Από τη διατύπωση της σκέψης 968 προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, αναφερόμενο στην απόρριψη της «αίτηση[ς] που κατέθεσε η Krka την 1η Σεπτεμβρίου 2006», εννοούσε την απόρριψη της ανταγωγής της επιχείρησης αυτής με την απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006.

150    Ωστόσο, η απόφαση αυτή, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα A.174 του δικογράφου της προσφυγής της Servier, ορίζει, αφενός, ότι γίνεται δεκτή η αίτηση προσωρινών μέτρων της Servier και, αφετέρου, ότι δεν απορρίπτεται η ανταγωγή της Krka, αλλά η αίτηση με την οποία ζητείται η ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 στο πλαίσιο συνοπτικής δίκης.

151    Επομένως, στη σκέψη 968 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το σαφές και ακριβές περιεχόμενο της απόφασης του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006, μολονότι την παρέθεσε πιστά στις σκέψεις 23 και 1196.

152    Βάσει της παραμόρφωσης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ αρχάς, στη σκέψη 970 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης [Krka], υπήρχαν συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν στα μέρη την πεποίθηση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο» και, στη συνέχεια, στη σκέψη 1017 της απόφασης αυτής, ότι τα συνιστάμενα στην απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και στην απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006 γεγονότα «μετέβαλαν ουσιωδώς το πλαίσιο εντός του οποίου συνήφθησαν οι συμφωνίες, ιδίως όσον αφορά την αντίληψη της Krka, αλλά και της Servier, σχετικά με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947». Τέλος, βάσει της τελευταίας διαπίστωσης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 1024, ότι η επέλευση των δύο αυτών γεγονότων «περιορίζει σημαντικά» την κρισιμότητα ενός εγγράφου της Servier σχετικά με τη στρατηγική της έναντι της Krka. Εξάλλου, στη σκέψη 999 της ίδιας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Krka είχε συνάψει φιλικό διακανονισμό με τη Servier όχι ως αντάλλαγμα για τα κέρδη που θα αποκόμιζε από τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, αλλά για τον λόγο ότι η Krka «αναγνώριζε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947», το οποίο ήταν το «καθοριστικό στοιχείο» συναφώς.

153    Η απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006, λαμβανομένου υπόψη του προσωρινού χαρακτήρα και της προκαταρκτικής διαδικασίας κατά το πέρας της οποίας εκδόθηκε, ουδόλως προδίκαζε την έκβαση της διαφοράς επί της ουσίας, όπως άλλωστε επισήμανε, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 367 και 368 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, το εθνικό δικαστήριο περιορίστηκε πράγματι στη διαπίστωση, σύμφωνα με τα κριτήρια έκδοσης απόφασης στο πλαίσιο συνοπτικής διαδικασίας, ότι η αίτηση της Krka δεν ήταν προδήλως βάσιμη, υπογραμμίζοντας συναφώς, στο σημείο 70 της ίδιας απόφασης, ότι δεν είχε «καμία αμφιβολία ότι η Krka μπόρεσε να αποδείξει την σοβαρότητα του ζητήματος της επίμαχης διαφοράς, εν προκειμένω του ζητήματος κατά πόσον η πώληση των δισκίων [περινδοπρίλης της Servier] πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας έχει ως αποτέλεσμα να στερείται καινοτομίας το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας [947]», διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι δεν ήταν «πεπεισμένο ότι η Servier δεν διέθετε τα μέσα άμυνας προκειμένου να υπερασπιστεί το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας [947] κατά μιας τέτοιας επίθεσης».

154    Λόγω της κατά τα ανωτέρω παραμόρφωσης, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του σαφούς και ακριβούς περιεχομένου της απόφασης του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006, οι σκέψεις 968, 970, 999, 1017 και 1024 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχουν έλλειψη νομιμότητας.

ii)    Επί της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006

155    Η σκέψη 967 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έχει ως εξής:

«[Τ]ο 2004, δέκα εταιρίες παραγωγής γενοσήμων, περιλαμβανομένης της Krka, άσκησαν ενώπιον του ΕΓΔΕ ανακοπή κατά του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, ζητώντας την πλήρη ανάκλησή του, προβάλλοντας λόγους αντλούμενους από έλλειψη καινοτομίας και εφευρετικής δραστηριότητας και από ανεπαρκή περιγραφή της εφεύρεσης. Στις 27 Ιουλίου 2006, το τμήμα ανακοπών του ΕΓΔΕ επιβεβαίωσε το κύρος αυτού του διπλώματος ευρεσιτεχνίας κατόπιν επουσιωδών τροποποιήσεων των αρχικών αιτημάτων της Servier. Εν συνεχεία, επτά εταιρίες άσκησαν προσφυγή κατά της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006. Η Krka παραιτήθηκε από την ανακοπή στις 11 Ιανουαρίου 2007, βάσει συμφωνίας διακανονισμού συναφθείσας με τη Servier.»

156    Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε με ακρίβεια το περιεχόμενο της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006.

157    Τούτου λεχθέντος, συνάγεται ότι η διαπίστωση, στη σκέψη 970 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης [Krka], υπήρχαν συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν στα μέρη την πεποίθηση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο» βασίζεται, τουλάχιστον εν μέρει, στην παραμόρφωση της απόφασης του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006, στην οποία στηρίχθηκε επίσης το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1017 και 1024 της απόφασης αυτής.

158    Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου δεν λαμβάνει υπόψη πλείονα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στην επίδικη απόφαση, τα οποία αποδεικνύουν, κατά την Επιτροπή, ότι, μολονότι η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 ήταν πλήγμα για την Krka, η επιχείρηση αυτή κάθε άλλο παρά ήταν έτοιμη να αναγνωρίσει το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Η επίδικη απόφαση αναφέρει, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 1687 έως 1689, ότι η Krka, η οποία είχε ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής του ΕΓΔΕ, συνέχισε επίσης να αμφισβητεί το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ασκώντας, την 1η Σεπτεμβρίου 2006, στο Ηνωμένο Βασίλειο ανταγωγή κατά της Servier με αίτημα την ακύρωση του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Στην απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006 τονίζεται ότι η Krka διέθετε «στέρεη βάση» για να αμφισβητήσει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947. Η επίδικη απόφαση μνημονεύει επίσης τις δηλώσεις υπαλλήλων της Krka ως αντίδραση στην εν λόγω απόφαση, οι οποίες ουδόλως καταδεικνύουν αποδοχή της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006, καθώς και το γεγονός ότι τον Σεπτέμβριο του 2006 απορρίφθηκε η αγωγή λόγω προσβολής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 την οποία άσκησε η Servier κατά την Krka στην Ουγγαρία, όπως και ότι η Krka συνέχισε την εμπορία της γενόσημης εκδοχής της περινδοπρίλης στην αγορά του εν λόγω κράτους μέλους.

159    Ακριβώς βάσει των στοιχείων αυτών περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 1690 της επίδικης απόφασης η ακόλουθη διαπίστωση όσον αφορά τη θέση της Krka κατόπιν της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006:

«Η εκτίμηση της Krka ως προς την σχετική με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας κατάσταση επηρεάστηκε ασφαλώς από την απόφαση επί της ανακοπής και την έκδοση προσωρινών διαταγών κατά της Krka και της Apotex στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, τα ανωτέρω υποδηλώνουν σαφώς ότι, εξετάζοντας την κατάσταση με μια ex ante προοπτική, η Krka είχε την πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα να ακυρώσει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 σε δίκη επί της ουσίας».

160    Επομένως, είναι σαφές, από την ανάγνωση των στοιχείων αυτών, ότι η επίδικη απόφαση, εξεταζόμενη στο σύνολό της, αποσκοπούσε στο να καταδείξει, βάσει δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων, ότι η Krka δεν ήταν έτοιμη να αναγνωρίσει το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 κατόπιν της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006, παρά τις αμφιβολίες που μπορούσε να δημιουργήσει η απόφαση αυτή ως προς τις πιθανότητες ανάκλησής του. Όμως, στη σκέψη 970 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, χωρίς να το αιτιολογήσει επαρκώς, καθότι δεν εξέτασε το σύνολο των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων της επίδικης απόφασης, ότι, «κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, υπήρχαν συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν στα μέρη την πεποίθηση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο». Επομένως, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 105 των προτάσεών της, το Γενικό Δικαστήριο όχι μόνον δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 158 και 159 της παρούσας απόφασης, αλλά και δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους δεν τα έλαβε υπόψη, μολονότι η ύπαρξη παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού μπορεί να εκτιμηθεί ορθώς μόνον αν οι ενδείξεις που επικαλείται η επίδικη απόφαση δεν κριθούν μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό τους, συνεκτιμώμενων των χαρακτηριστικών της αγοράς των οικείων προϊόντων (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1972, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, 48/69, EU:C:1972:70, σκέψη 68).

161    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε την έννοια και το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης όσον αφορά τα αποτελέσματα της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 επί της αναγνώρισης από την Krka του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑197/99 P, EU:C:2003:444, σκέψεις 66 και 67). Επιπλέον, παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεών του, την οποία υπέχει βάσει του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, καθόσον δεν εξέθεσε επαρκώς, στη σκέψη 970 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το σκεπτικό στο οποίο στηρίχθηκε ώστε να παράσχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να αντιληφθούν το σκεπτικό αυτό, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την εκ μέρους του άσκηση του αναιρετικού ελέγχου (πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά GEA Group, C‑823/18 P, EU:C:2020:955, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162    Επομένως, πέραν της παραμόρφωσης της απόφασης του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006, η οποία διαπιστώθηκε στη σκέψη 154 της παρούσας απόφασης, η σκέψη 970 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης θεμελιώνεται σε παραμόρφωση του περιεχομένου της επίδικης απόφασης και δεν είναι αρκούντως αιτιολογημένη.

163    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το τέταρτο και το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτά.

δ)      Επί του πέμπτου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

164    Με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στη σκέψη 1000 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το γεγονός ότι η Krka εκτίμησε το κόστος ευκαιρίας της απόφασης να μη συνάψει συμφωνίες διακανονισμού με τη Servier σε δέκα εκατομμύρια ευρώ για διάστημα τριών ετών συνιστούσε ένδειξη για την αναγνώριση, εκ μέρους της Krka, του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Πρώτον, η εκτίμηση αυτή διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αναδρομικά ως απόδειξη σχετικά με την αντίληψη της Krka κατά την ημερομηνία σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Δεύτερον, τα κέρδη που προσδοκούσε η Krka ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka συνιστούσε κίνητρο για τη σύναψη του διακανονισμού. Τρίτον, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν μπορούσε να συναχθεί, σε αντίθεση με τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 1000 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ήταν ελάχιστα πιθανό να αποφασίσει η Krka να εισέλθει με κίνδυνο στις κύριες αγορές της, οι οποίες καλύπτονταν από τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Αντιθέτως, στην αιτιολογική σκέψη 1675 της επίδικης απόφασης εκτίθενται στέρεα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά μια τέτοια πρόθεση εκ μέρους της Krka.

165    Κατά τη Servier, το σκέλος αυτό είναι απαράδεκτο, διότι η Επιτροπή δεν επικαλείται καμία παραμόρφωση.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

166    Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, δεν προβάλλει παραμόρφωση, αλλά επιδιώκει νέα εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

167    Επομένως, το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

ε)      Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

168    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, το τρίτο και το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και το πρώτο, το δεύτερο, το τέταρτο και το έκτο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει να γίνουν δεκτά.

5.      Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

α)      Επί του δεύτερου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

169    Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 963 και 965 έως 972 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι, σε περίπτωση πραγματικής ένδικης διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο συνδυασμός συμφωνίας διακανονισμού και συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν συνιστά σοβαρή ένδειξη αντίστροφης πληρωμής. Η φορμαλιστική αυτή προσέγγιση είναι αντίθετη προς τη νομολογία, ιδίως προς την απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ. (C‑403/08 και C‑429/08, EU:C:2011:631, σκέψη 136), η οποία απαιτεί, προκειμένου να διαπιστωθεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο, ο σκοπός καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο των επίμαχων συμφωνιών.

170    Η Servier εκτιμά, προκαταρκτικώς, ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί τα νομικά κριτήρια που εκτίθενται στις σκέψεις 943 έως 963 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την ανάλυση μιας συμφωνίας διακανονισμού ένδικης διαφοράς που αφορά δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε συνδυασμό με άδεια εκμετάλλευσης του διπλώματος αυτού, αλλά την εφαρμογή των ως άνω αρχών και τις πραγματικές εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 964 έως 1032.

171    Η Servier υποστηρίζει ότι το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι ασαφές και προδήλως αβάσιμο. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η αιτιολογία που παρατίθεται στη σκέψη 972 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μορφή των επίμαχων συμφωνιών, αλλά και σε ανάλυση του πλαισίου τους, το οποίο περιγράφεται στις σκέψεις 967, 968, 970 και 971. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης τη θέση της Επιτροπής ότι το αντικείμενο της συμφωνίας ήταν η κατανομή των αγορών.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

172    Το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να εξεταστεί πρώτο, διότι αφορά τα κριτήρια βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να εκτιμήσει την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

173    Διαπιστώνεται ότι, με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή αμφισβητεί τα νομικά κριτήρια που εκτίθενται στη σκέψη 963 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και βάλλει κατά της εκτίμησης που διατυπώθηκε βάσει των κριτηρίων αυτών στις σκέψεις 965 έως 972, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω εκτίμηση στηρίζεται «αποκλειστικά στη μορφή των επίμαχων συμφωνιών» και «δεν έχει κανένα έρεισμα στη νομολογία». Επομένως, από την ίδια τη διατύπωση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι αυτό βάλλει κατά των νομικών κριτηρίων που εκτίθενται στις σκέψεις 943 έως 963 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, το προκαταρκτικό επιχείρημα της Servier εκκινεί από εσφαλμένη ερμηνεία της αιτήσεως αναιρέσεως.

174    Όσον αφορά τις επικρίσεις της Επιτροπής κατά της σκέψης 963 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπενθυμίζεται ότι, στην εν λόγω σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση πραγματικής ένδικης διαφοράς που αφορά δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης που συνδέεται άμεσα με φιλικό διακανονισμό της διαφοράς αυτής, συμφωνία διακανονισμού της ίδιας διαφοράς η οποία περιέχει ρήτρες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, όπως ρήτρες μη αμφισβήτησης και μη εμπορίας, συνδυαζόμενη με συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης για το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, μπορεί να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου μόνον εφόσον η Επιτροπή μπορεί να αποδείξει ότι η ως άνω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν συνιστά συναλλαγή συναφθείσα υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς και ότι, συνεπώς, συγκαλύπτει αντίστροφη πληρωμή

175    Πλην όμως, ενώ η διαπιστωθείσα με την επίδικη απόφαση παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ συνίστατο στην κατανομή των αγορών από τη Servier και την Krka σε δύο ζώνες, εκ των οποίων μόνον η μία εμπίπτει στο πεδίο της παράβασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 963 έως 965 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι θα περιοριζόταν στην εξέταση του αν η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη συμφωνία διακανονισμού Krka ή αν, αντιθέτως, η εν λόγω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης αποκρύπτει στην πραγματικότητα αντίστροφη πληρωμή η οποία ώθησε την Krka να αποδεχθεί τις ρήτρες μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης που προέβλεπε η ως άνω συμφωνία διακανονισμού. Η συλλογιστική αυτή δεν λαμβάνει υπόψη, αφενός, το γεγονός ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka αφορά αγορές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, τη φύση της παράβασης, η οποία δεν συνίσταται σε απλή συμφωνία διακανονισμού διαφοράς σχετικά με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έναντι αντίστροφης πληρωμής, αλλά σε συμφωνία κατανομής της αγοράς.

176    Ειδικότερα, στις σκέψεις 963 έως 965 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης εκτίθενται κριτήρια για την εκτίμηση του κατά πόσον υφίσταται περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου τα οποία, αφενός, δεν συνάδουν με τα κριτήρια που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 99 έως 105 της παρούσας απόφασης και, αφετέρου, στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Διαπιστώνεται ότι οι διαφορές μεταξύ των νομικών κριτηρίων που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο και εκείνων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 99 έως 105 της παρούσας απόφασης δεν είναι απλώς σημασιολογικής φύσεως, αλλά οδηγούν σε ουσιωδώς διαφορετικά αποτελέσματα.

177    Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στη σκέψη 972 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, «λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των ρητρών [των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka] καθώς και του πλαισίου εντός του οποίου συνήφθησαν οι συμφωνίες αυτές, διαπιστώνεται ότι ο συνδυασμός των δύο αυτών συμφωνιών ήταν δικαιολογημένος και, επομένως, δεν συνιστά σοβαρή ένδειξη της ύπαρξης αντίστροφης πληρωμής από τη Servier προς την Krka ως αποτέλεσμα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης», ενώ συγχρόνως παρέπεμψε στη σκέψη 948 της ίδιας απόφασης.

178    Ασφαλώς, το ότι επιχειρήσεις συνάπτουν συμφωνία διακανονισμού ένδικης διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που συνδέεται με συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης η οποία αφορά το ίδιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν συνιστά, αυτό καθεαυτό, συμπεριφορά περιοριστική του ανταγωνισμού. Ωστόσο, τέτοιες συμφωνίες μπορούν, αναλόγως τόσο του περιεχομένου τους όσο και του οικονομικού τους πλαισίου, να αποτελούν μέσο ικανό να επηρεάσει την εμπορική συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να περιορίζεται ή να στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός στην αγορά στην οποία οι δύο αυτές επιχειρήσεις ασκούν την εμπορική τους δραστηριότητα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1987, British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, 142/84 και 156/84, EU:C:1987:490, σκέψη 37).

179    Για να εμπίπτει όμως μια συμπαιγνιακού χαρακτήρα πρακτική στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να πληροί διάφορες προϋποθέσεις οι οποίες δεν εξαρτώνται από τη νομική φύση της εν λόγω πρακτικής ή από τις νομικές πράξεις που αποσκοπούν στην εφαρμογή της, αλλά από τις σχέσεις της με τον ανταγωνισμό. Δεδομένου ότι η εφαρμογή της ως άνω διάταξης στηρίζεται στην αξιολόγηση των οικονομικών επιπτώσεων της επίμαχης πρακτικής, η ίδια αυτή διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιερώνει οποιοδήποτε τεκμήριο κατά μιας κατηγορίας συμφωνιών καθοριζόμενης από τη νομική της φύση, καθότι κάθε συμφωνία πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με το ειδικό της περιεχόμενο και το οικονομικό της πλαίσιο, και ιδίως υπό το φως της κατάστασης της οικείας αγοράς (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM, 56/65, EU:C:1966:38, σ. 319, και της 17ης Νοεμβρίου 1987, British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, 142/84 και 156/84, EU:C:1987:490, σκέψη 40). Όπως υπογράμμισε η γενική εισαγγελέας, ιδίως στο σημείο 127 των προτάσεών της, η αποτελεσματικότητα του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης θα διακυβευόταν σοβαρά αν οι μετέχοντες σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες μπορούσαν να αποκλείσουν την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ απλώς και μόνον δίνοντας μια συγκεκριμένη μορφή στις συμφωνίες αυτές.

180    Πέραν του ότι, εν προκειμένω, οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka αφορούν διακριτές αγορές και ότι οι αγορές που καλύπτονται από τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν εμπίπτουν στο πεδίο της παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, μολονότι η σύναψη από τον κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας συμφωνίας διακανονισμού ένδικης διαφοράς με παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων που φέρεται ότι προσβάλλει δικαίωμα αντλούμενο από τέτοιο δίπλωμα συνιστά ασφαλώς την έκφραση του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας του κατόχου αυτού και του επιτρέπει, μεταξύ άλλων, να εναντιώνεται σε κάθε προσβολή, εντούτοις, το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν παρέχει στον κάτοχό του τη δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 97].

181    Κατά τα λοιπά, ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου δεν εξαρτάται ούτε από τη μορφή των συμβάσεων ή άλλων νομικών πράξεων που αποσκοπούν στην εφαρμογή μιας τέτοιας συμπαιγνιακής πρακτικής ούτε από την υποκειμενική αντίληψη των μερών για την έκβαση της μεταξύ τους ένδικης διαφοράς ως προς το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

182    Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 108 της παρούσας απόφασης, το γεγονός ότι επιχειρήσεις των οποίων η συμπεριφορά μπορούσε να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ενήργησαν χωρίς να έχουν την πρόθεση να παρεμποδίσουν, να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το γεγονός ότι επιδίωξαν ορισμένους θεμιτούς σκοπούς δεν έχουν καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 167 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κρίσιμη είναι μόνον η εκτίμηση του βαθμού οικονομικής βλαπτικότητας της πρακτικής αυτής για την εύρυθμη λειτουργία του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικές αξιολογήσεις, εν ανάγκη κατόπιν λεπτομερούς ανάλυσης της εν λόγω πρακτικής, καθώς και των σκοπών της και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται [πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 84 και 85, και της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής, C‑591/16 P, EU:C:2021:243, σκέψη 131].

183    Για τον λόγο αυτόν, προκειμένου να κριθεί αν μια συμπαιγνιακή πρακτική μπορεί να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενό της, το ιστορικό της θέσπισής της, καθώς και το νομικό και οικονομικό πλαίσιό της και ιδίως τα ειδικά χαρακτηριστικά της αγοράς εντός της οποίας θα επέλθουν συγκεκριμένα τα αποτελέσματά της. Το γεγονός ότι οι όροι μιας συμφωνίας που αποσκοπεί στην εφαρμογή της πρακτικής αυτής δεν αποκαλύπτουν αντίθεση προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν είναι, αυτό καθεαυτό, καθοριστικό (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 1983, IAZ International Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής, 96/82 έως 102/82, 104/82, 105/82, 108/82 και 110/82, EU:C:1983:310, σκέψεις 23 έως 25, και της 28ης Μαρτίου 1984, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής, 29/83 και 30/83, EU:C:1984:130, σκέψη 26).

184    Όμως, το Γενικό Δικαστήριο, αντί να προβεί σε τέτοια εκτίμηση της συμπαιγνιακής πρακτικής που εφαρμόστηκε μέσω των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka υπό το πρίσμα του ειδικού περιεχομένου της και των οικονομικών επιπτώσεών της, στις σκέψεις 943 έως 963 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ανέπτυξε κριτήρια για τον καθορισμό, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ο συνδυασμός συμφωνίας επίλυσης διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης που αφορά το ίδιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί, λαμβανομένων υπόψη και μόνον των νομικών χαρακτηριστικών των συμφωνιών αυτών, να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Εφαρμόζοντας τα ως άνω κριτήρια στις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, το Γενικό Δικαστήριο επικέντρωσε την ανάλυσή του στη μορφή και τα νομικά χαρακτηριστικά των συμφωνιών, αντί να εξετάσει τις συγκεκριμένες σχέσεις τους με τον ανταγωνισμό. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές που διέπουν την εφαρμογή και την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, που μνημονεύονται στις σκέψεις 179 και 183 της παρούσας απόφασης, με αποτέλεσμα οι σκέψεις 943 έως 972 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης να ενέχουν έλλειψη νομιμότητας.

185    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

β)      Επί του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

186    Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά του αντιφατικού χαρακτήρα της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 1029 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka αποτελούσε προϋπόθεση προκειμένου η επιχείρηση αυτή να αποδεχθεί τις ρήτρες μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης, των οποίων ο χαρακτήρας, όπως υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 273 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, είναι «εγγενώς περιοριστικός». Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να συναγάγει εξ αυτού ότι η εν λόγω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης ώθησε την Krka να διευθετήσει με φιλικό διακανονισμό τις ένδικες διαφορές σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, βασιζόμενο σε δύο εσφαλμένους λόγους, ήτοι, αφενός, στην αντίληψη των μερών για το κύρος του διπλώματος και, αφετέρου, στο ότι η εν λόγω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης συνήφθη υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο στην υπόθεση ότι η συμφωνία διακανονισμού βασίστηκε στην αξία του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και ότι η άδεια εκμετάλλευσης του εν λόγω διπλώματος χορηγήθηκε υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, δεν απέδωσε επαρκή σημασία στον επιδιωκόμενο με τις συμφωνίες αυτές σκοπό, στο πλαίσιο του χαρακτηρισμό των συμφωνιών αυτών ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε τις δηλώσεις με τις οποίες η Krka αναγνώριζε ότι είχε «θυσιάσει» την είσοδό της στις κύριες αγορές της Servier προκειμένου να μπορέσει να διατηρήσει τη θέση της στις επτά κύριες αγορές της.

187    Με το τρίτο σκέλος, η Επιτροπή βάλλει κατά του σκεπτικού που εκτίθενται στις σκέψεις 806, 963, 975 έως 984 και 1029 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε συναφθεί υπό τους όρους της αγοράς. Η εκτίμηση αυτή όμως δεν ασκεί επιρροή, διότι ο καθοριστικός παράγοντας είναι ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης στην Krka δεν στηρίζονταν στην αξιολόγηση από καθένα από τα μέρη του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, αλλά στον κοινό σκοπό κατανομής των αγορών, εις βάρος των καταναλωτών, μέσω των συμφωνιών Krka, στο σύνολό τους.

188    Με το τέταρτο σκέλος, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 806 και 977 έως 982 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, περιόρισε την ανάλυσή του σχετικά με το κατά πόσον η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka αποτέλεσε όντως κίνητρο για αυτήν στο ζήτημα αν το προβλεπόμενο στην εν λόγω συμφωνία ποσοστό αμοιβής ήταν ασυνήθιστα χαμηλό. Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να αναλύσει την εν λόγω συμφωνία σε συνδυασμό με τη συμφωνία διακανονισμού Krka και να εξετάσει το αποτέλεσμα των συμφωνιών αυτών στα κίνητρα των μερών να ανταγωνιστούν μεταξύ τους καθώς και σε συνδυασμό με το προσδοκώμενο κέρδος –το οποίο εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 25 εκατομμύρια ευρώ– από το οποίο η Servier παραιτήθηκε όταν σύναψε την ως άνω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης.

189    Η Servier αντιτείνει ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο, διότι δεν αποδείχθηκε ο αντιφατικός χαρακτήρας του επικρινόμενου από την Επιτροπή σκεπτικού. Προσθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε σφαιρικά τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka και κατέληξε στο πραγματικό συμπέρασμα ότι το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 έπεισε την Krka να συνάψει τη συμφωνία διακανονισμού. Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η Krka είχε τη δυνατότητα να εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier ενώ το κύρος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας αποτελούσε πρόσκομμα προς τούτο.

190    Το τρίτο σκέλος, κατά τη Servier, βάλλει κατά πραγματικών εκτιμήσεων και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτο.

191    Το τέταρτο σκέλος, κατά τους ισχυρισμούς της Servier, είναι προδήλως αβάσιμο, διότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη το σχετικό με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας πλαίσιο, τη σχέση μεταξύ της συμφωνίας διακανονισμού Krka και της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, καθώς και την αξία που απέδωσε η Krka στην άδεια αυτή. Το προσδοκώμενο κέρδος από το οποίο παραιτήθηκε η Servier χορηγώντας άδεια εκμετάλλευσης στην Krka δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των κρίσιμων νομικών κριτηρίων. Τέτοια παραίτηση από κέρδος είναι εγγενής σε κάθε φιλικό διακανονισμό, ο δε υπολογισμός του προσδοκώμενου κέρδους που φέρεται να θυσίασε η Servier είναι εσφαλμένος.

192    Κατά την EFPIA, η θεωρία των δευτερευόντων περιορισμών θα έπρεπε να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο στη διαπίστωση ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λαμβανομένων υπόψη του θεμιτού σκοπού που επιδιώκεται με τη συμφωνία διακανονισμού Krka και της αντικειμενικής αναγκαιότητας των ρητρών της. Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο συνδυασμός άδειας εκμετάλλευσης και φιλικού διακανονισμού δεν συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

193    Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι παραδεκτό διότι, με την επιχειρηματολογία της, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί πραγματικές διαπιστώσεις, αλλά το κριτήριο που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να εκτιμήσει το κίνητρο της Krka να συνάψει φιλικό διακανονισμό όσον αφορά τις σχετικές με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ένδικες διαφορές.

194    Με το πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, η Επιτροπή προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν ώθησε την επιχείρηση αυτή να συνάψει τη συμφωνία διακανονισμού Krka. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε περιορισμένη και απλουστευτική ανάλυση του περιεχομένου, των σκοπών και του οικονομικού πλαισίου της παράβασης που προκύπτει από τις συμφωνίες αυτές.

195    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται, όπως άλλωστε τονίζει και η Επιτροπή, ότι η σκέψη 1029 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι αντιφατική. Συγκεκριμένα, από τη σκέψη αυτή προκύπτει ότι η σύναψη της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ήταν η «προϋπόθεση» ή, με άλλα λόγια, το κίνητρο που δόθηκε στην Krka για να αποδεχθεί τις ρήτρες μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης που περιέχονταν στη συμφωνία διακανονισμού Krka. Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το ύψος της αμοιβής που προβλεπόταν στην εν λόγω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης ήταν επαρκές βάσει των όρων της αγοράς, ακριβώς η πρόσβαση της Krka στις κύριες αγορές της χωρίς τον κίνδυνο προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αποτέλεσε το κίνητρο για την απόφασή της περί μη πώλησης περινδοπρίλης στις κύριες αγορές της Servier. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε αντιφάσεις, να κρίνει, στην εν λόγω σκέψη, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι το ποσοστό της αμοιβής «δεν επελέγη βάσει εμπορικών κριτηρίων, αλλά με σκοπό να παράσχει κίνητρο στην Krka ώστε να αποδεχθεί τις ρήτρες [αυτές]».

196    Λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της παράβασης που διαπίστωσε η Επιτροπή, τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 57 και 58 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, προκειμένου να αποφανθεί επί του σκέλους της επιχειρηματολογίας που προέβαλε η Servier στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακύρωσης σχετικά με την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, να εφαρμόσει τα κριτήρια που μνημονεύονται στις σκέψεις 94, 96 έως 99, 104, 105 και 107 της παρούσας απόφασης στην παραβατική πρακτική που απορρέει από τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Ειδικότερα, όφειλε να εκτιμήσει τον βαθμό οικονομικής βλαπτικότητας της πρακτικής αυτής, αναλύοντας λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά της, τους σκοπούς της και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντασσόταν.

197    Όπως όμως επισημάνθηκε στη σκέψη 174 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 963 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, σε περίπτωση που όντως υφίσταται ένδικη διαφορά, ο συνδυασμός συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης και συμφωνίας διακανονισμού της διαφοράς αυτής δεν συνιστά σοβαρή ένδειξη για την ύπαρξη αντίστροφης πληρωμής και ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να «αποδείξει βάσει άλλων ενδείξεων ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν συνιστά συναλλαγή συναφθείσα υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς» και, επομένως, το θεσμικό αυτό όργανο δεν μπορούσε να διαπιστώσει εν προκειμένω την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

198    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, επικεντρώνοντας την ανάλυσή του στη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, μολονότι όφειλε να εξετάσει τη διαπιστωθείσα από την Επιτροπή παράβαση στο σύνολό της, όπως αυτή προέκυπτε από τον συνδυασμό της εν λόγω συμφωνίας με τη συμφωνία διακανονισμού Krka, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Η πλάνη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να περιορίσει το Γενικό Δικαστήριο το πεδίο της ανάλυσής του σχετικά με τον χαρακτηρισμό του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου στο ζήτημα αν η Επιτροπή είχε κατορθώσει να αποδείξει ότι το προβλεπόμενο στη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ποσοστό αμοιβής ήταν ασυνήθιστα χαμηλό.

199    Όπως υπογράμμισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 168 των προτάσεών της, το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον απεφάνθη μόνον, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 973 έως 984 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η Servier είχε χορηγήσει στην Krka άδεια εκμετάλλευσης σε ασυνήθιστα χαμηλή τιμή, δεν έλαβε υπόψη τα ουσιώδη στοιχεία της παράβασης που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 57 και 58 της παρούσας απόφασης και παρέλειψε να εξετάσει, υπό το πρίσμα των δεσμεύσεων και των αμοιβαίων κινήτρων των μερών, αν η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε ωθήσει την επιχείρηση αυτή να μην ανταγωνιστεί τη Servier.

200    Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον επικαλέστηκε ότι το ποσοστό αμοιβής που προβλεπόταν στη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν ήταν ασυνήθιστα χαμηλό, χωρίς να εξετάσει υπό το πρίσμα του οικονομικού και νομικού πλαισίου, το οποίο συνεπαγόταν κατανομή της αγοράς προκύπτουσα από τον συνδυασμό της ως άνω συμφωνίας και της συμφωνίας διακανονισμού Krka, αν η μεταβίβαση αξίας που απέρρεε από το γεγονός ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka παρέσχε στην επιχείρηση αυτή τη δυνατότητα να διαθέτει τα προϊόντα της στις κύριες αγορές της χωρίς κίνδυνο να εναχθεί για προσβολή δικαιώματος ευρεσιτεχνίας, ήταν αρκούντως σημαντική ώστε να ωθήσει πράγματι την Krka να μην εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα να ενέχει έλλειψη νομιμότητας το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 963, 973 έως 984 και 1029 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

201    Επομένως, το πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτά.

γ)      Επί του πέμπτου, του έκτου, του έβδομου και του όγδοου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

202    Με το πέμπτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι λόγοι που εκτίθενται στις σκέψεις 975 έως 984 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηρίζονται στην παραμόρφωση διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων. Πρώτον, εν αντιθέσει προς τη διατύπωση της σκέψης 978 της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή δεν προέβαλε ότι το ποσοστό αμοιβής που προβλεπόταν στη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ήταν πολύ χαμηλότερο από το αποτέλεσμα χρήσης της Servier, αλλά ότι η ζημία που υπέστη η Servier συνιστούσε μεταβίβαση καθαρής αξίας προς όφελος της Krka. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 979 της εν λόγω απόφασης, παραμόρφωσε το γεγονός ότι το δικαίωμα αυτό αντιπροσώπευε ισχνό ποσοστό των κερδών της Krka που προέρχονταν από τις αγορές που κάλυπτε η εν λόγω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης. Τρίτον, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται στη σκέψη 981 της ίδιας απόφασης, το γεγονός ότι η άδεια εκμετάλλευσης που παραχωρήθηκε στην Krka δεν είναι αποκλειστική δεν σημαίνει ότι δεν αποτελεί επαρκές κίνητρο, δεδομένου ότι παρείχε στην επιχείρηση αυτή, στις κύριες αγορές της, τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα de facto δυοπώλιο με τη Servier.

203    Με το έκτο σκέλος, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 994 έως 998 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι θα ήταν παράδοξο να γίνει δεκτό ότι όσο ευρύτεροι είναι οι όροι της άδειας εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας τόσο σημαντικότερη είναι η παροχή κινήτρου για τη σύναψη συμφωνίας φιλικού διακανονισμού περιέχουσας ρήτρες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό και, επομένως, τόσο πιο εύκολο θα είναι να χαρακτηριστούν οι συμφωνίες αυτές περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της επίδικης απόφασης από την οποία προκύπτει ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka αποτέλεσε κίνητρο για την επιχείρηση αυτή προκειμένου να μην εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier, οι οποίες δεν καλύπτονταν από τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka.

204    Με το έβδομο σκέλος, η Επιτροπή βάλλει κατά της σκέψης 997 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η επίδικη απόφαση υποχρεώνει τον δικαιούχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας να χορηγήσει άδεια εκμετάλλευσης στο σύνολο της περιοχής που καλύπτεται από συμφωνία φιλικού διακανονισμού. Η επίδικη απόφαση δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση.

205    Με το όγδοο σκέλος, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στη σκέψη 998 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, για να μπορεί μια συμφωνία να θεωρηθεί ως «κίνητρο» έναντι ενός μέρους, πρέπει να παρέχει αντιστάθμιση για τις απώλειες που θα προκύψουν από τις ρήτρες που του απαγορεύουν την είσοδο σε ορισμένες αγορές. Η εκτίμηση αυτή, πρώτον, αντιβαίνει στη νομολογία η οποία απαιτεί απλώς η μεταβίβαση αξίας να είναι αρκούντως σημαντική ώστε να παρακινήσει παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων να μην εισέλθει στην αγορά και, δεύτερον, παραμορφώνει τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στην υποσημείωση 2348 της επίδικης απόφασης, βάσει των οποίων η Επιτροπή έκρινε ότι τα κέρδη που η Krka ανέμενε να αποκομίσει στις κύριες αγορές της χάρη στη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ήταν αρκούντως υψηλά ώστε να την πείσουν να μην εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier.

206    Κατά τη Servier, δεν είναι βάσιμη καμία παραμόρφωση προβληθείσα στο πλαίσιο του πέμπτου σκέλους.

207    Η Servier υποστηρίζει ότι το έκτο σκέλος είναι αλυσιτελές, διότι αφορά επάλληλη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, είναι αβάσιμη, διότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε τη νομολογία κατά την οποία μόνον οι συμφωνίες που είναι αρκούντως επιζήμιες για τον ανταγωνισμό πρέπει να χαρακτηρίζονται περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

208    Το έβδομο σκέλος στρέφεται επίσης κατά επάλληλης αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελές. Εξάλλου, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, καθόσον αποσκοπεί στον καθορισμό ορισμένων μορφών άδειας εκμεταλλεύσεως, δεν συνάδει με τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν τόσο ο κάτοχος δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, όσον αφορά τη χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης σε τρίτον, όσο και τα μέρη μιας ένδικης διαφοράς, όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς αυτής με φιλικό διακανονισμό.

209    Κατά τη Servier, το όγδοο σκέλος στηρίζεται σε παραμόρφωση του περιεχομένου της σκέψης 998 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Το Γενικό Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο μια ασύμμετρη άδεια να αποτελεί κίνητρο για τον λόγο ότι η άδεια αυτή δεν αντισταθμίζει τα απολεσθέντα κέρδη, αλλά έκρινε, ορθώς, ότι μια επιχείρηση που δεν αναγνωρίζει το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας ευλόγως απαιτεί, ως αντιστάθμισμα της μη εισόδου της στην αγορά, αποζημίωση καλύπτουσα τουλάχιστον τη βέβαιη απώλεια των προσδοκώμενων κερδών. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, συναφθείσα υπό όρους αγοράς, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίστροφη πληρωμή, διότι το καθοριστικό στοιχείο βάσει του οποίου η Krka δέχθηκε τις ρήτρες της συμφωνίας διακανονισμού ήταν το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

210    Με το πέμπτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε πλείονα αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο των εκτιμήσεών του, στις σκέψεις 975 έως 984 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με το ύψος στο οποίο καθορίστηκε το ποσοστό αμοιβής δυνάμει της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η συμφωνία αυτή αποτέλεσε κίνητρο για την εν λόγω επιχείρηση προκειμένου να μην εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier. Πλην όμως, το Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 198 έως 200 της παρούσας απόφασης, ότι η συλλογιστική αυτή του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται στην εφαρμογή νομικά εσφαλμένου κριτηρίου, το οποίο αφορά το ζήτημα αν η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε συναφθεί υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Δεδομένου ότι οι σκέψεις 975 έως 984 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχουν έλλειψη νομιμότητας λόγω της ως άνω πλάνης περί το δίκαιο, παρέλκει η απόφανση επί του πέμπτου αυτού σκέλους.

211    Με το έκτο, το έβδομο και το όγδοο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 992 έως 998 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπου το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τη συλλογιστική της Επιτροπής κατά την οποία η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka συνιστούσε κίνητρο για την αναβολή της εισόδου της στις κύριες αγορές της Servier, με την αιτιολογία, κατ’ ουσίαν, ότι το πεδίο εφαρμογής των ρητρών μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης που προβλέπονταν στη συμφωνία διακανονισμού Krka ήταν ευρύτερο από εκείνο της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Οι εκτιμήσεις όμως αυτές του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζονται στην παραδοχή ότι συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης συναφθείσα υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς πληροί εξ αυτού το κριτήριο που καθόρισε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 963 της απόφασης αυτής, και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συνιστά κίνητρο για τη σύναψη συμφωνίας φιλικού διακανονισμού ένδικων διαφορών σχετικά με το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η οποία περιέχει ρήτρες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Δεδομένου ότι το κριτήριο αυτό είναι νομικώς εσφαλμένο, οι εκτιμήσεις που περιέχονται στις σκέψεις 994 έως 998 στηρίζονται σε παραδοχή η οποία είναι και αυτή εσφαλμένη και, ως εκ τούτου, ενέχουν έλλειψη νομιμότητας. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Servier και να γίνει δεκτό το έκτο, το έβδομο και το όγδοο σκέλος του λόγου αυτού.

212    Κατόπιν των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

6.      Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

α)      Επί του πρώτου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

213    Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά της σκέψης 1006 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μια συμφωνία περί κατανομής της αγοράς προϋποθέτει «αυστηρή» κατανομή των αγορών μεταξύ των μερών. Η εκτίμηση αυτή είναι αντίθετη προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο δεν επιβάλλει, όπως προκύπτει από την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2005, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑49/02 έως T‑51/02, EU:T:2005:298, σκέψη 156), καμία τέτοιου είδους προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας συμφωνίας ως συμφωνίας κατανομής της αγοράς· ομοίως, καμία τέτοια προϋπόθεση δεν επιβάλλεται προκειμένου να χαρακτηριστεί ένας τέτοιο είδος συμφωνίας ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, όπως τούτο συνάγεται, ειδικότερα, από την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής (C‑373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψη 28).

214    Κατά τη Servier, η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Το Γενικό Δικαστήριο δεν απαίτησε «αυστηρή» κατανομή των αγορών, αλλά επισήμανε ότι καμία αγορά δεν είχε ανατεθεί κατ’ αποκλειστικότητα στην Krka. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή δεν ασκούν επιρροή, δεδομένου ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν αποσκοπούσαν στην κατανομή της πελατείας ή στην παρεμπόδιση της εισόδου τρίτων ανταγωνιστών στην αγορά, αλλά θεμελιώνονταν στην αναγνώριση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

215    Το Γενικό Δικαστήριο, αφού κατέληξε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 985 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή εσφαλμένως χαρακτήρισε τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, έκρινε ότι το συμπέρασμα αυτό δεν μπορούσε να αναιρεθεί από κανένα από τα λοιπά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στην επίδικη απόφαση. Συγκεκριμένα, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 1003 έως 1014 της απόφασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να θεωρήσει ότι οι εν λόγω συμφωνίες συνιστούσαν κατανομή της αγοράς μεταξύ της Servier και της Krka. Ειδικότερα, στη σκέψη 1005 της εν λόγω απόφασης, διαπίστωσε ότι η Servier δεν είχε αποκλειστεί από τις κύριες αγορές της Krka. Στη σκέψη 1006 της ίδιας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε από τη διαπίστωση αυτή ότι «δεν υπήρχε τμήμα της αγοράς το οποίο, βάσει των συμφωνιών, προοριζόταν αποκλειστικά για την Krka» και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε «να διαπιστωθεί η ύπαρξη κατανομής της αγοράς, κατά την έννοια αυστηρής κατανομής μεταξύ των μερών των συμφωνιών, σχετικά με το συγκεκριμένο τμήμα της εσωτερικής αγοράς».

216    Όπως όμως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 182 έως 194 των προτάσεών της, το γεγονός ότι μια συμφωνία δεν προβλέπει «αυστηρή» κατανομή των αγορών ουδόλως εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Ειδικότερα, το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ απαγορεύει ρητώς τις συμφωνίες κατανομής των αγορών. Από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 97 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι οι συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων που αφορούν την κατανομή των αγορών χαρακτηρίζονται, λαμβανομένου υπόψη του ιδιαιτέρως σοβαρού χαρακτήρα τους, ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

217    Το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ δεν περιέχει επ’ αυτού καμία ιδιαίτερη προϋπόθεση κατά την οποία η επιβαλλόμενη απαγόρευση πρέπει να περιορίζεται μόνο στις συμφωνίες που καθιερώνουν «αυστηρή» κατανομή μεταξύ των αγορών, μέσω, παραδείγματος χάριν, διατάξεων οι οποίες επιφυλάσσουν την πρόσβαση σε ορισμένες από τις αγορές σε μία από τις εν λόγω επιχειρήσεις, αποκλείοντας την άλλη, ή απαγορεύουν τις εξαγωγές από μια αγορά προς άλλη. Επομένως, ελλείψει ειδικής σχετικής διάταξης, δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των συμφωνιών κατανομής της αγοράς βάσει προϋπόθεσης η οποία ούτε προβλέπεται από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ούτε μπορεί να συναχθεί στο πλαίσιο οποιουδήποτε λόγου που συνδέεται με τον σκοπό ή την οικονομία της διάταξης αυτής.

218    Κατά τα λοιπά, η ερμηνεία την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο θα είχε ως αποτέλεσμα να μη χαρακτηρίζονται ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου συμφωνίες συνιστάμενες στην κατανομή των αγορών, ιδίως διά της ανάθεσης ορισμένων αγορών σε επιχείρηση με αντάλλαγμα τη χορήγηση από αυτήν άδειας εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας σε άλλη επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στο ίδιο επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής, καθόσον θα παρεχόταν, ως εκ τούτου, η δυνατότητα στη δεύτερη επιχείρηση να εισέλθει σε άλλες αγορές χωρίς κίνδυνο προσβολής των δικαιωμάτων της που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας· τούτο όμως θα αποδυνάμωνε την πλήρη αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης του άρθρου 101, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, και θα έθιγε σοβαρά την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της σαφώς αντίθετης προς τον ανταγωνισμό φύσεως των ως άνω συμφωνιών.

219    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στη σκέψη 1006 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, στο μέτρο που οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν ανέθεσαν τμήμα της αγοράς στην Krka, «[ω]ς εκ τούτου, δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη κατανομής της αγοράς, κατά την έννοια αυστηρής κατανομής μεταξύ των μερών των συμφωνιών, σχετικά με το συγκεκριμένο τμήμα της εσωτερικής αγοράς», στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα η σκέψη 1006 να ενέχει έλλειψη νομιμότητας.

220    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

β)      Επί του δεύτερου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

221    Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά της σκέψεως 1012 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από την οποία προκύπτει ότι ένα συμβατικό σύνολο, βασισμένο στην αναγνώριση από τα μέρη του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμφωνία αποκλεισμού από την αγορά. Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το σαφές περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την αντίληψη των διαδίκων όσον αφορά το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Ακόμη και αν η συμφωνία διακανονισμού Krka στηριζόταν στην αναγνώριση αυτή, δεν μπορούσε να εξαιρεθεί από την απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι είχε ως αντικείμενο τη διαίρεση της αγοράς.

222    Κατά τη Servier, η αιτίαση περί παραμόρφωσης πρέπει να απορριφθεί, διότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε κανένα απολύτως σφάλμα κατά την ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, χωρίς να παραβλέψει τη νομολογία που επικαλέστηκε η Επιτροπή, ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στηρίζονταν στην αναγνώριση από τα μέρη του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

223    Στη σκέψη 1012 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, «δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη παροχής κινήτρου […], οι ρήτρες μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης πρέπει να θεωρηθούν αποτέλεσμα θεμιτής συμφωνίας διακανονισμού ένδικης διαφοράς σχετικής με διπλώματα ευρεσιτεχνίας η οποία συνδυάζεται με συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης» και ότι «[ε]πομένως, τέτοιο συμβατικό σύνολο, βασισμένο στην αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμφωνία αποκλεισμού από την αγορά».

224    Πρέπει να γίνει δεκτό, σύμφωνα με τα όσα κρίθηκαν στις σκέψεις 102 και 132 της παρούσας απόφασης, ότι, μολονότι η αναγνώριση του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας που αποτελεί αντικείμενο ένδικης διαφοράς μεταξύ δύο μερών μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να εκτιμηθεί αν, στην ίδια αγορά, οι περιορισμοί του ανταγωνισμού που απορρέουν από συμφωνία φιλικού διακανονισμού της διαφοράς αυτής μπορούν να ελαττωθούν, ή ακόμη και να εξαλειφθούν, με τη σύναψη, μεταξύ των ίδιων μερών, συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, η αναγνώριση αυτή δεν συνιστά, αφ’ εαυτής, αποφασιστικό ή και κρίσιμο παράγοντα προκειμένου να καθοριστεί αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου μια συμπαιγνιακού χαρακτήρα πρακτική όπως η καταλογιζόμενη, με την επίδικη απόφαση, στη Servier και στην Krka, η οποία συνίσταται στην κατανομή των αγορών μέσω συμφωνίας διακανονισμού ένδικης διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που αφορά ιδίως αγορές οι οποίες εμπίπτουν στο γεωγραφικό πεδίο της παράβασης και μέσω συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης του διπλώματος αυτού σε αγορές που δεν εμπίπτουν σε αυτό.

225    Πλην όμως, από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 102, 132, 178 έως 184 και 224 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο, αφενός, στην αναγνώριση από την Krka του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, μολονότι ο εν λόγω παράγοντας δεν είναι, αφ’ εαυτού, καθοριστικός και, αφετέρου, στο περιεχόμενο και τη μορφή των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka και όχι στη συγκεκριμένη ανάλυση του κατά πόσον είναι επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, προκειμένου να αναιρέσει τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών αυτών ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

226    Εξάλλου, είναι αληθές ότι συμφωνία διακανονισμού ένδικης διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης του διπλώματος αυτού μπορούν να συναφθούν, για θεμιτό και απολύτως νόμιμο σκοπό, βάσει της αναγνώρισης από τα μέρη του κύρους του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, εφόσον δεν συντρέχει άλλη περίσταση που συνιστά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, το γεγονός ότι τέτοιες συμφωνίες επιδιώκουν θεμιτό σκοπό δεν συνεπάγεται ότι δεν εφαρμόζεται επ’ αυτών το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, αν αποδειχθεί ότι αποσκοπούν επίσης στην κατανομή των αγορών ή σε περιορισμό του ανταγωνισμού (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 1985, BAT Cigaretten-Fabriken κατά Επιτροπής, 35/83, EU:C:1985:32, σκέψη 33, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 70).

227    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

γ)      Επί του τρίτου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

228    Με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 987 και 988 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των όρων της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ενδεχόμενη δημιουργία de facto δυοπωλίου στα επτά κράτη μέλη που καλύπτονταν από τη συμφωνία αυτή –οι κύριες αγορές της Krka– δεν απέρρεε από τους όρους της εν λόγω συμφωνίας, αλλά από μεταγενέστερες μεμονωμένες επιλογές της Servier και της Krka. Η διαπίστωση όμως αυτή αντικρούεται από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της ίδιας συμφωνίας, κατά το οποίο η Servier δεσμεύθηκε να μην παραχωρήσει σε τρίτη επιχείρηση άδεια εκμετάλλευσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 στις επτά αυτές εθνικές αγορές.

229    Η Servier αμφισβητεί ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δημιούργησε ένα de facto δυοπώλιο. Αφενός, κατά τη συμφωνία αυτή, η Servier μπορούσε να χορηγήσει πρόσθετη άδεια εκμετάλλευσης σε τρίτη επιχείρηση. Αφετέρου, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη ορισμένου βαθμού ανταγωνισμού μεταξύ της Servier και της Krka, που διαπιστώθηκε στη σκέψη 991 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

230    Στη σκέψη 987 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και αν η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε καταστήσει δυνατή την εγκαθίδρυση «ευνοϊκού δυοπωλίου» μεταξύ της Servier και της Krka, «το δυοπώλιο αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα της ίδιας της συμφωνίας αλλά επιλογών της Servier και της Krka μεταγενέστερων αυτής, ήτοι, όσον αφορά τη Servier, της επιλογής να μην παραχωρήσει άδεια εκμετάλλευσης σε άλλη εταιρία γενοσήμων ή να μην θέσει η ίδια σε κυκλοφορία στην αγορά γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης της σε χαμηλή τιμή […] και, όσον αφορά την Krka, της επιλογής να μην εφαρμόσει επιθετική πολιτική βασισμένη στις τιμές».

231    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2 της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και περιλαμβάνεται στο παράρτημα A.176 του δικογράφου της προσφυγής της Servier, έχει ως εξής:

«Με την παρούσα, η Servier παραχωρεί στην Krka αποκλειστική και αμετάκλητη άδεια εκμετάλλευσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και η Krka την αποδέχεται προκειμένου να χρησιμοποιεί, να παρασκευάζει, να πωλεί, να προτείνει προς πώληση, να προωθεί και να εισάγει προϊόντα της Krka που περιέχουν την κρυσταλλική μορφή άλφα άλας της περινδοπρίλης (t-βουτυλαμίνη) στο έδαφος και κατά τον χρόνο που καλύπτεται από την εν λόγω συμφωνία.

Με την επιφύλαξη των ανωτέρω, η Servier διατηρεί το δικαίωμα, απευθείας ή μέσω των θυγατρικών της ή μέσω μίας μόνον τρίτης επιχείρησης ανά χώρα, να χρησιμοποιεί το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 για την εκτέλεση μίας εκ των πράξεων που προαναφέρθηκαν στο έδαφος που καλύπτεται από τη συμφωνία.

Η Krka δεν επιτρέπεται να παραχωρεί περαιτέρω άδειες εκμετάλλευσης πέραν εκείνων που χορηγεί στις θυγατρικές της χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συμφωνία της Servier.»

232    Επομένως, από τους σαφείς και ακριβείς αυτούς όρους προκύπτει ότι η Servier χορήγησε στην Krka, κατ’ αποκλειστικότητα και αμετάκλητα, την άδεια εκμετάλλευσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος της Servier να χρησιμοποιεί το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αυτό «απευθείας μέσω των θυγατρικών της ή μέσω μίας μόνον τρίτης επιχείρησης ανά χώρα». Μολονότι η ύπαρξη της επιφύλαξης αυτής μπορεί να εξηγήσει την προσεκτική διατύπωση της Επιτροπής, η οποία απλώς επισήμανε, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 1728, 1734 και 1742 της επίδικης απόφασης, ένα «de facto» δυοπώλιο στις κύριες αγορές της Krka, εντούτοις, οι όροι της επιφύλαξης αυτής, ερμηνευόμενοι υπό το πρίσμα του αποκλειστικού και αμετάκλητου χαρακτήρα της άδειας εκμετάλλευσης που χορηγήθηκε στην Krka, δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν στη Servier να παραχωρήσει άδεια εκμετάλλευσης του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας σε άλλον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων ο οποίος, μολονότι θα ενεργούσε ανεξάρτητα από τη Servier, θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την Krka. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στη σκέψη 987 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι δυοπώλιο μεταξύ της Servier και της Krka δεν απορρέει από τις διατάξεις της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, αλλά από την επιλογή της Servier «να μην παραχωρήσει άδεια εκμετάλλευσης σε άλλη εταιρία γενοσήμων», ερμήνευσε την ως άνω συμφωνία κατά τρόπο που δεν συνάδει με το γράμμα της. Το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το νόημα της εν λόγω συμφωνίας με αποτέλεσμα η σκέψη 987 της εν λόγω απόφασης να ενέχει έλλειψη νομιμότητας.

233    Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

δ)      Επί του τέταρτου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

234    Με το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 989 και 990 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η επίδικη απόφαση δεν μπορούσε να θεμελιωθεί στη δημιουργία δυοπωλίου μεταξύ της Servier και της Krka προκειμένου να διαπιστωθεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου χωρίς να αναλυθούν τα δυνητικά αποτελέσματα των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Συγκεκριμένα, οι συμφωνίες αυτές είχαν, κατά την Επιτροπή, ως αντικείμενο τη σημαντική μεταβολή της διάρθρωσης των κύριων αγορών της Servier διά της χορήγησης άδειας εκμετάλλευσης στην Krka με αντάλλαγμα τη δέσμευση της Krka να μην εισέλθει στις αγορές αυτές. Κατά συνέπεια, η εξέταση των αποτελεσμάτων των ως άνω συμφωνιών δεν ήταν αναγκαία και πραγματοποιήθηκε στην επίδικη απόφαση μόνο για λόγους πληρότητας.

235    Η Servier θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

236    Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 96 της παρούσας απόφασης, η έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου μπορεί να εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένες συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες είναι αρκούντως επιζήμιες για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν απαιτείται εξέταση των αποτελεσμάτων τους.

237    Προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται. Στο πλαίσιο της εκτίμησης του ανωτέρω πλαισίου, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διάρθρωσης της οικείας αγοράς ή των οικείων αγορών (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 53).

238    Εντούτοις, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 93 και 94 της παρούσας απόφασης, και όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, όσον αφορά πρακτικές που χαρακτηρίζονται περιορισμοί του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, δεν συντρέχει λόγος να αναζητηθούν, ούτε, κατά μείζονα λόγο, να αποδειχθούν τα αποτελέσματά τους επί του ανταγωνισμού. Πράγματι, από την πείρα προκύπτει ότι ορισμένες συμπεριφορές είναι ικανές αφ’ εαυτών να έχουν αρνητικές συνέπειες στις αγορές (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 51, και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη162). Επιπλέον, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 97 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι οι συμφωνίες που αποσκοπούν στην κατανομή των αγορών έχουν, αυτές καθεαυτές, ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και ανήκουν σε μια κατηγορία συμφωνιών που απαγορεύεται ρητώς από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η δε απαγόρευση αυτή δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση μέσω ανάλυσης του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά.

239    Επομένως, όπως το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε στις σκέψεις 221 και 989 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 236 έως 238 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι η απόδειξη της ύπαρξης περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου δεν μπορεί, υπό το πρόσχημα μεταξύ άλλων της εξέτασης του οικονομικού και νομικού πλαισίου της επίμαχης συμφωνίας, να οδηγήσει σε εκτίμηση των αποτελεσμάτων της συμφωνίας αυτής, άλλως χάνεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της διάκρισης μεταξύ ως εκ του αντικειμένου περιορισμού και ως εκ του αποτελέσματος περιορισμού που θεσπίζεται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης, στην ίδια σκέψη 989, η οποία παραπέμπει στη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 304 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή και ο δικαστής της Ένωσης ουδόλως μπορούν, κατά την εξέταση του περιοριστικού αντικειμένου συμφωνίας και, ειδικότερα, στο πλαίσιο της συνεκτίμησης του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, να αγνοήσουν πλήρως τα δυνητικά αποτελέσματα της συμφωνίας αυτής. Στη σκέψη 990 της ίδιας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο τόνισε επομένως ότι «τα εικαζόμενα επίμαχα δυνητικά αποτελέσματα, ήτοι το προβαλλόμενο από την Επιτροπή δυοπώλιο, στηρίζονται σε περιστάσεις υποθετικές και, επομένως, όχι αντικειμενικά προβλέψιμες κατά την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας.».

240    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σκέψη 989 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχει εσωτερική αντίφαση, διότι εκθέτει συγχρόνως ότι τα αποτελέσματα περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου δεν πρέπει να εκτιμώνται προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη του περιορισμού αυτού και ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να αγνοηθούν κατά την εξέταση του περιοριστικού αντικειμένου μιας συμφωνίας. Οι δύο αυτές εκτιμήσεις όμως δεν είναι συμβατές μεταξύ τους.

241    Επιπλέον, οι σκέψεις 304 και 989 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι η Επιτροπή και ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορούν, κατά την εξέταση του περιοριστικού αντικειμένου συμφωνίας, να αγνοήσουν πλήρως τα δυνητικά αποτελέσματά της. Πράγματι, η παρατήρηση αυτή, η οποία δεν στηρίζεται σε καμία απόφαση του Δικαστηρίου, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 236 έως 238 της παρούσας απόφασης, κατά την οποία, όσον αφορά πρακτικές που χαρακτηρίζονται περιορισμοί του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, δεν συντρέχει λόγος να αναζητηθούν, ούτε, κατά μείζονα λόγο, να αποδειχθούν τα αποτελέσματά τους επί του ανταγωνισμού.

242    Αυτή η εσφαλμένη εκτίμηση συγχέει, εξάλλου, τη διαδικασία που έγκειται στην επαλήθευση του κατά πόσον μια συμπεριφορά είναι ικανή, ως εκ της φύσεώς της, να βλάψει συστηματικά τον ανταγωνισμό λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της και κατά πόσον είναι, επομένως, αρκούντως επιζήμια ώστε να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου με την ανάλυση των αποτελεσμάτων, πραγματικών ή δυνητικών, μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς σε δεδομένη περίπτωση, ανάλυση η οποία έχει σημασία αποκλειστικά προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη ενδεχόμενου περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος.

243    Πράγματι, προκειμένου να αποδειχθεί αν μια συμπεριφορά είναι επιζήμια σε τέτοιο βαθμό, ουδόλως απαιτείται να εξεταστούν, πολλώ δε μάλλον να αποδειχθούν, τα αποτελέσματά της στον ανταγωνισμό, είτε είναι πραγματικά είτε δυνητικά, θετικά ή αρνητικά (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψεις 159, 162 και 166 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

244    Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 236 έως 238 και 243 της παρούσας απόφασης, η οποία αποκλείει τη συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων συμφωνίας ή πρακτικής, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 990 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον περιέλαβε, στη συλλογιστική του σχετικά με τον περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου που διαπιστώθηκε στην επίδικη απόφαση και στηριζόταν στο ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka συνεπάγονταν κατανομή των γεωγραφικών αγορών εντός της Ένωσης, εκτιμήσεις σχετικά με τον φερόμενο υποθετικό χαρακτήρα των δυνητικών αποτελεσμάτων των ως άνω συμφωνιών αυτών, τις οποίες δεν όφειλε να λάβει υπόψη η Επιτροπή εν προκειμένω.

245    Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

ε)      Επί του πέμπτου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

246    Με το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στη σκέψη 1023 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παρέβλεψε τη δήλωση της Lupin που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 1730 της επίδικης απόφασης, κατά την οποία «φαίνεται ότι, από την άποψη της Servier, δικαιολογητικός λόγος αυτής της συμφωνίας διακανονισμού είναι η προστασία των κύριων αγορών στις οποίες διαπιστώνεται η επικράτηση υψηλού βαθμού υποκατάστασης ή/και συνταγογράφησης [διεθνής κοινή ονομασία]», με την αιτιολογία ότι η δήλωση αυτή δεν αποδεικνύει την πρόθεση της Servier να συνάψει με την Krka συμφωνίες κατανομής ή αποκλεισμού από την αγορά. Η εν λόγω δήλωση όμως δεν αποσκοπούσε, κατά την Επιτροπή, στην απόδειξη της πρόθεσης της Servier, αλλά στην επίρρωση μεταγενέστερης δήλωσης της Krka, βάσει της οποίας μπορούσε να αποδειχθεί ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχαν καταστήσει δυνατή μια μορφή κατανομής της αγοράς, και συνέβαλλε κατ’ αυτόν τον τρόπο στη διαπίστωση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου των ως άνω συμφωνιών.

247    Η Servier υποστηρίζει ότι το πέμπτο αυτό σκέλος είναι απαράδεκτο, διότι αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

248    Υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ότι, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών καθώς και των αποδεικτικών στοιχείων. Η εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμόρφωσής τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑623/20 P, EU:C:2023:97, σκέψη 116 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

249    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν προβάλλει παραμόρφωση και, ως εκ τούτου, το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο.

στ)    Επί του έκτου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

250    Με το έκτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 248, 958 και 965 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ερμήνευσε εσφαλμένως τον κανονισμό 772/2004 και τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ σε συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας που μνημονεύονται στη σκέψη 53 της παρούσας απόφασης.

251    Η Servier αρνείται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της έννοιας του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

252    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σκέψη 248 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία περιορίζεται, κατ’ ουσίαν σε υπόμνηση και σχολιασμό ορισμένων σημείων των κατευθυντήριων γραμμών που μνημονεύονται στη σκέψη 250 της παρούσας απόφασης, εντάσσεται στις προκαταρκτικές εκτιμήσεις βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 252 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «πρέπει να βρεθεί το σημείο ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της αναγκαιότητας να μπορούν οι επιχειρήσεις να συνάπτουν διακανονισμούς των οποίων η ανάπτυξη είναι προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και, αφετέρου, της αναγκαιότητας πρόληψης του κινδύνου χρησιμοποίησης των συμφωνιών διακανονισμού για σκοπούς καταστρατήγησης, αντίθετης προς το δίκαιο του ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα τη διατήρηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας χωρίς κανένα κύρος και, ιδίως στον τομέα των φαρμάκων, αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση για τους δημόσιους προϋπολογισμούς». Δεδομένου όμως ότι τέτοιες προκαταρκτικές εκτιμήσεις, λόγω της γενικότητάς τους, δεν ασκούν επιρροή στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η αιτίαση που στρέφεται κατά της σκέψεως 248 είναι ως εκ τούτου αλυσιτελής. Επιπλέον, από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 179 έως 184 της παρούσας απόφασης, προς απάντηση στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι οι σκέψεις 943 έως 972 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχουν έλλειψη νομιμότητας. Επομένως, παρέλκει η απάντηση στις αιτιάσεις που βάλλουν κατά των σκέψεων 958 και 965 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

253    Δεδομένου ότι το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το έκτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμα, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

7.      Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

254    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τις προθέσεις των μερών στο πλαίσιο των συμφωνιών Krka. Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη.

α)      Επί του πρώτου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

255    Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στη σκέψη 1015 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι στην επίδικη απόφαση δεν είχε αποδειχθεί ότι η Servier ή η Krka είχαν την πρόθεση να συνάψουν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες. Ειδικότερα, δεν απαιτείται τέτοια απόδειξη, δεδομένου ότι η καταλογιζόμενη στις επιχειρήσεις αυτές παράβαση συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Ακόμη και αν οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν είχαν την πρόθεση να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, η περίσταση αυτή δεν ασκεί επιρροή ως προς το ότι οι συμφωνίες Krka ήταν, στις κύριες αγορές της Servier, αρκούντως επιζήμιες για τον ανταγωνισμό ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός τους ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

256    Η Servier υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι δεν απαιτείται απόδειξη της πρόθεσης των μερών για τον χαρακτηρισμό του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως βάλλει, στο σύνολό του, κατά επάλληλης αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελής.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

257    Το Γενικό Δικαστήριο, αφού έκρινε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 985 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, απεφάνθη ότι η εκτίμηση αυτή δεν μπορούσε να αναιρεθεί από τα λοιπά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στην επίδικη απόφαση. Μεταξύ των στοιχείων αυτών, στη σκέψη 1015 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι «η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Servier ή η Krka είχαν την πρόθεση να συνάψουν συμφωνία κατανομής της αγοράς ή αποκλεισμού από την αγορά ή ακόμη ότι η Servier είχε την πρόθεση να παράσχει κίνητρο στην Krka ώστε αυτή να παύσει να την ανταγωνίζεται ή ότι η Krka είχε την πρόθεση να παραιτηθεί, με αντάλλαγμα πλεονέκτημα που λειτουργεί ως κίνητρο, από την άσκηση ανταγωνιστικών πιέσεων στη Servier». Εν συνεχεία, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 1016 έως 1024, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχτηκε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις προθέσεις των μερών στις συμφωνίες Krka τα οποία μνημονεύθηκαν στην επίδικη απόφαση και έκρινε, στη σκέψη 1025, ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να προσκομίσει κατάλληλες και συγκλίνουσες ενδείξεις ικανές να θέσουν εν αμφιβόλω το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει στη σκέψη 985 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

258    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 108 και 182 της παρούσας απόφασης, το γεγονός ότι επιχειρήσεις των οποίων η συμπεριφορά μπορούσε να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ενήργησαν χωρίς να έχουν την πρόθεση να παρεμποδίσουν, να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το γεγονός ότι επιδίωξαν ορισμένους θεμιτούς σκοπούς δεν έχουν καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 167 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Μολονότι βάσει αποδείξεων σχετικά με τις προθέσεις των μερών σε μια συμφωνία μπορεί να αποδειχθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, ποιοι είναι οι αντικειμενικοί σκοποί που επιδιώκει η εν λόγω συμφωνία όσον αφορά τον ανταγωνισμό, από την υπομνησθείσα στην παρούσα σκέψη νομολογία προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν είχε αποδείξει, κατ’ ουσίαν, ότι η Servier ή η Krka είχαν την πρόθεση να περιορίσουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, καίτοι τούτο δεν απαιτούνταν για την απόδειξη της ύπαρξης περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, με αποτέλεσμα η σκέψη 251 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης να ενέχει έλλειψη νομιμότητας.

259    Επομένως, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

β)      Επί του δεύτερου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

260    Με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, αποφανθέν στις σκέψεις 1016 έως 1024 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την πρόθεση της Servier και της Krka να κατανείμουν μεταξύ τους τις αγορές, υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη κατά την ερμηνεία των αρχών που διέπουν την ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων. Συναφώς, προβάλλει τέσσερις αιτιάσεις.

261    Πρώτον, όσον αφορά την εκ μέρους της Servier και της Krka αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε, στις σκέψεις 1017 έως 1024 της απόφασης αυτής, στην εξέταση ορισμένων εγγράφων που μνημονεύονται στην επίδικη απόφαση, μολονότι όφειλε να εξακριβώσει αν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, εξεταζόμενα στο σύνολό τους, καθιστούσαν δυνατή τη στοιχειοθέτηση παράβασης σύμφωνα με το απαιτούμενο επίπεδο απόδειξης. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 873, 874 και 1759 της επίδικης απόφασης.

262    Δεύτερον, όσον αφορά τη σημασία που αποδίδεται, στη σκέψη 1016 της επίδικης απόφασης, στο περιεχόμενο των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, το Γενικό Δικαστήριο ακολούθησε, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη συλλογιστική, διαμορφωθείσα «εξ αντιδιαστολής», και ερμήνευσε εσφαλμένως τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 57), όσον αφορά τα συμπεράσματα που μπορούν να αντληθούν από ενδείξεις όταν τα μέρη δεν έχουν διατηρήσει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία του περιεχομένου της συμφωνίας τους. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε εξ αυτού στο συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι το περιεχόμενο μιας συμφωνίας είναι διαθέσιμο σχετικοποιεί την κρισιμότητα των λοιπών έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων. Αν δεν είχε υποπέσει στην εν λόγω πλάνη περί το δίκαιο, το Γενικό Δικαστήριο θα όφειλε να είχε λάβει υπόψη μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Krka, της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, το οποίο προσδιόριζε την επιδιωκόμενη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό στρατηγική, καθώς και τη δήλωση της Lupin, που μνημονεύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 1730 και 1748 της επίδικης απόφασης, η οποία επιβεβαιώνει την ύπαρξη της εν λόγω στρατηγικής.

263    Τρίτον, στη σκέψη 1016 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, ότι έγγραφα που συντάχθηκαν κατά τον ίδιο χρόνο με τις συμφωνίες «δεν μπορούν να θέσουν εύκολα υπό αμφισβήτηση συμπέρασμα βασισμένο στο ίδιο το περιεχόμενο των συμφωνιών». Δεν υφίσταται όμως τέτοια ιεράρχηση κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την κύρια λειτουργία της απόδειξης που συνίσταται στην τεκμηρίωση, με πειστικό τρόπο, της βασιμότητας ενός επιχειρήματος, και υπέπεσε σε νομική πλάνη, καθόσον δεν επαλήθευσε την αξιοπιστία όλων των αποδείξεων που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 1758 έως 1760 της επίδικης απόφασης.

264    Τέταρτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η σκέψη 1019 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Ειδικότερα, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 1758 έως 1760 της επίδικης απόφασης, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 1687 έως 1690 της ίδιας απόφασης, δεν αρκούσαν για να αποδειχθεί ότι η Krka δεν αναγνώριζε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

265    Η Servier υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η συνέχιση των ένδικων διαδικασιών από την Krka δεν έθετε υπό αμφισβήτηση το ότι η επιχείρηση αυτή αναγνώριζε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, χωρίς να παραβεί ούτε την υποχρέωσή του να αναλύσει όλα τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία ούτε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει. Όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη αιτίαση, η Servier επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι οι συμφωνίες Krka δημοσιοποιήθηκαν, η διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ των συμφωνιών αυτών και των μυστικών συμπράξεων ήταν κρίσιμη εν προκειμένω.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

266    Δεδομένου ότι η Επιτροπή προέβαλε, στο πλαίσιο της πρώτης αιτίασης, επιχειρήματα που συμπίπτουν με εκείνα που προέβαλε με το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να εξεταστεί το σύνολο των επιχειρημάτων αυτών στο πλαίσιο της εκτίμησης του τέταρτου αυτού σκέλους.

267    Όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση, η οποία αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την αιτιολογία μιας απόφασης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίσουν τις αιτιολογίες της εκδιδόμενης απόφασης και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαιοδοτικό του έλεγχο (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2023, Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής, C‑682/20 P, EU:C:2023:170, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

268    Το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 1019 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν δέχτηκε τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 849 έως 854 και 1758 έως 1760 της επίδικης απόφασης, με την αιτιολογία ότι ήταν υπερβολικά «αποσπασματικά ή ασαφή» ώστε να μπορούν να ανατρέψουν τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Krka είχε εν τέλει αναγνωρίσει το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Εντούτοις, η αιτιολογία αυτή, μολονότι συνοπτική, αρκεί για να γίνουν κατανοητοί, υπό το πρίσμα της σκέψης 1016 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι λόγοι για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχτηκε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία. Δεδομένου ότι η τέταρτη αιτίαση είναι αβάσιμη, πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

269    Όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη αιτίαση, οι οποίες πρέπει να εξεταστούν από κοινού, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η σκέψη 1016 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έγγραφα που συντάχθηκαν τον ίδιο χρόνο με τις συμφωνίες δεν μπορούν να θέσουν εύκολα υπό αμφισβήτηση συμπέρασμα βασιζόμενο στο ίδιο το περιεχόμενο των συμφωνιών.

270    Στη σκέψη 1016 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπενθύμισε, παραπέμποντας στην απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής (C‑403/04 P και C‑405/04 P, EU:C:2007:52, σκέψη 51), ότι, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στην εν λόγω σκέψη 1016, ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ήταν «πραγματικές συμβάσεις οι οποίες έτυχαν, εξάλλου, ευρείας δημοσιότητας (αιτιολογική σκέψη 915 της [επίδικης] απόφασης)», ότι, «[δ]εδομένου ότι η Επιτροπή είχε εύκολα στη διάθεσή της το πλήρες περιεχόμενο των επίμαχων συμφωνιών, η εφαρμογή της μνημονευόμενης ανωτέρω νομολογίας είναι λιγότερο προφανής», και ότι, «[σ]υγκεκριμένα, τα συμπεράσματα που αντλούνται από μεμονωμένα αποσπάσματα ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή άλλα έγγραφα τα οποία υποτίθεται ότι αποδεικνύουν τις προθέσεις των μερών δεν μπορούν να θέσουν εύκολα υπό αμφισβήτηση συμπέρασμα βασισμένο στο ίδιο το περιεχόμενο των συμφωνιών, ήτοι στις νομικά δεσμευτικές σχέσεις τις οποίες τα μέρη αποφάσισαν να καθιερώσουν μεταξύ τους.».

271    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κρατούσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή είναι αυτή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων και το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου εκτιμώνται οι προσκομιζόμενες αποδείξεις είναι η αξιοπιστία τους (αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, C‑407/04 P, EU:C:2007:53, σκέψεις 49 και 63, και της 27ης Απριλίου 2017, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑469/15 P, EU:C:2017:308, σκέψη 38).

272    Για να ανταποκριθεί στο βάρος απόδειξης που φέρει, η Επιτροπή οφείλει να προσκομίσει αρκούντως αξιόπιστα, ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η φερόμενη παράβαση όντως διαπράχθηκε (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1984, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής, 29/83 και 30/83, EU:C:1984:130, σκέψη 20, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, C‑403/04 P και C‑405/04 P, EU:C:2007:52, σκέψεις 42 και 45).

273    Ωστόσο, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται οπωσδήποτε στα κριτήρια αυτά σε σχέση με κάθε στοιχείο της παράβασης. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψεις 513 έως 523, και της 14ης Μαΐου 2020, NKT Verwaltungs και NKT κατά Επιτροπής, C‑607/18 P, EU:C:2020:385, σκέψη 180).

274    Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 97 και 220 των προτάσεών της, οι αρχές αυτές σχετικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων εφαρμόζονται όχι μόνον όταν η Επιτροπή πρέπει να συναγάγει την ίδια την ύπαρξη συμπαιγνιακού χαρακτήρα πρακτικής από αποσπασματικά και διάσπαρτα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και όταν η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της το περιεχόμενο των συμφωνιών που αποσκοπούν στην εφαρμογή της πρακτικής αυτής. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, από το ίδιο το περιεχόμενο των συμφωνιών αυτών δεν μπορεί κατ’ ανάγκην να εξακριβωθεί αν αποτελούν μέρος μιας αντίθετης στον ανταγωνισμό πρακτικής, ούτε, κατά μείζονα λόγο, αν η πρακτική αυτή είναι αρκούντως επιζήμια ώστε να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

275    Όπως όμως εκτέθηκε στη σκέψη 183 της παρούσας απόφασης, προς απάντηση στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, το ότι οι όροι συμφωνιών που αποσκοπούν στην εφαρμογή συμπαιγνιακού χαρακτήρα πρακτικής δεν αποκαλύπτουν αντίθεση προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν είναι, αυτό καθεαυτό, καθοριστικό. Για τον λόγο αυτόν, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη όχι μόνον το περιεχόμενο των συμφωνιών αυτών, αλλά και οι σκοποί τους, καθώς και το οικονομικό και το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija, C‑345/14, EU:C:2015:784, σκέψη 20, και της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ., C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψεις 78 και 79). Συναφώς, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν συνιστά στοιχείο αναγκαίο για τον προσδιορισμό του περιοριστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, ουδόλως απαγορεύεται στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές ή στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα και τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να τη λαμβάνουν υπόψη (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), προκειμένου ιδίως να κατανοήσουν το πραγματικό αντικείμενο της συμφωνίας αυτής υπό το πρίσμα του πλαισίου εντός του οποίου συνήφθη, όπως κρίθηκε στη σκέψη 258 της παρούσας απόφασης.

276    Επομένως, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων στο δίκαιο της Ένωσης καθόσον έκρινε, στη σκέψη 1016 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι υφίσταται νομική διάκριση, όσον αφορά τη συνεκτίμηση αποσπασματικών και διασκορπισμένων στοιχείων προς απόδειξη της ύπαρξης παράβασης, μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της το περιεχόμενο αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών και εκείνων στις οποίες δεν έχει στη διάθεσή της τέτοιο περιεχόμενο. Δεύτερον, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον παρατήρησε, στην εν λόγω σκέψη 1016, ότι «τα συμπεράσματα που αντλούνται από μεμονωμένα αποσπάσματα ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή άλλα έγγραφα τα οποία υποτίθεται ότι αποδεικνύουν τις προθέσεις των μερών δεν μπορούν να θέσουν εύκολα υπό αμφισβήτηση συμπέρασμα βασισμένο στο ίδιο το περιεχόμενο των συμφωνιών, ήτοι στις νομικά δεσμευτικές σχέσεις τις οποίες τα μέρη αποφάσισαν να καθιερώσουν μεταξύ τους.» Λόγω αυτού, οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 1016 έως 1025 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχουν έλλειψη νομιμότητας.

277    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, καθόσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη αιτίαση που περιλαμβάνει, πρέπει να γίνει δεκτό.

γ)      Επί του τρίτου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

278    Με το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο του έκτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι σκέψεις 1017 και 1024 ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο.

279    Κατά τη Servier, το τρίτο αυτό σκέλος πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους που δικαιολογούν την απόρριψη του έκτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

280    Δεδομένου ότι το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως έγινε δεκτό στη σκέψη 163 της παρούσας απόφασης, παρέλκει η αυτοτελής απόφανση επί του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως.

δ)      Επί του τέταρτου σκέλους

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

281    Με το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 999, 1000, 1010 και 1026 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παραβίασε τις αρχές που του επιβάλλουν την πλήρη και αμερόληπτη ανάλυση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων. Το Γενικό Δικαστήριο «προτίμησε» υποκειμενικά αποδεικτικά στοιχεία μεταγενέστερα της ημερομηνίας σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 1015 έως 1024 της απόφασης αυτής, μολονότι βάσει των τελευταίων στοιχείων θα μπορούσε να εξακριβώσει αν η Krka αναγνώριζε πράγματι το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Ακόμη και αν η επιχείρηση αυτή προέβαλλε ότι η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 της δημιούργησε την πεποίθηση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο, ο ισχυρισμός αυτός θα κατέπιπτε κατόπιν πλήρους και αμερόληπτης αξιολόγησης όλων των αποδείξεων. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν εξέτασε το σύνολο των αποδείξεων που διαλαμβάνονται στο τμήμα 5.5 της επίδικης απόφασης.

282    Κατά τη Servier, το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε τόσο τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία όσο και τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν κατά τον ίδιο χρόνο με τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Εν πάση περιπτώσει, τα τελευταία αυτά στοιχεία στερούνται αποδεικτικής αξίας, διότι ήταν προγενέστερα της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί να προσάψει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που μνημονεύονται στο τμήμα 5.5 της επίδικης απόφασης. Ειδικότερα, η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη, καθότι η Επιτροπή δεν αναφέρει σαφώς ποια είναι, κατά την άποψή της, τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει στο τμήμα αυτό, το οποίο αριθμεί 55 σελίδες. Κατά τη Servier, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να επανεξετάσει την επίδικη απόφαση πέραν των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή κατά το ένδικο στάδιο, ούτε στο Δικαστήριο να υποκαταστήσει την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου με τη δική του.

2)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

283    Με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, καθόσον αφορά την πρώτη αιτίαση που περιλαμβάνει, καθώς και με το τέταρτο σκέλος του λόγου αυτού, η Επιτροπή προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απεφάνθη επί της ύπαρξης περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου βάσει ελλιπούς και επιλεκτικής εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την αναγνώριση, εκ μέρους της Krka, του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και των προθέσεων των μετεχόντων στις συμφωνίες Krka.

284    Συναφώς, στις σκέψεις 160 έως 162 της παρούσας απόφασης κρίθηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 158 και 159 της παρούσας απόφασης σχετικά με την αντίληψη της Krka για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και καθόσον δεν εξήγησε τους λόγους προς τούτο, μολονότι η ύπαρξη παράβασης κανόνων του ανταγωνισμού μπορεί να εκτιμηθεί ορθώς μόνον αν οι ενδείξεις των οποίων γίνεται επίκληση την επίδικη απόφαση αξιολογηθούν στο σύνολό τους, παραμόρφωσε την επίδικη απόφαση, με αποτέλεσμα η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να ενέχει ανεπαρκή αιτιολογία. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτή η πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως.

285    Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος, η πρώτη και η τρίτη αιτίαση του δεύτερου σκέλος και το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτά.

8.      Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

286    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά των σκέψεων 1007 έως 1009 και 1031 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα θετικά αποτελέσματα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στις κύριες αγορές της Krka. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε τρία σφάλματα. Κατ’ αρχάς, δεδομένου ότι δεν διαπιστώθηκε καμία παράβαση στις αγορές αυτές, τα προβαλλόμενα θετικά αποτελέσματα δεν δικαιολογούν τον περιορισμό του ανταγωνισμού στις άλλες αγορές. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, Consten και Grundig κατά Επιτροπής (56/64 και 58/64, EU:C:1966:41), κατά την οποία, κατ’ ουσίαν, συμφωνία αποκλειστικής διανομής που καθιερώνει απόλυτη εδαφική προστασία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε την πάγια νομολογία κατά την οποία η στάθμιση των θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας επί του ανταγωνισμού μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

287    Η Servier αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή. Αρνείται οποιαδήποτε αναλογία με την υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, Consten και Grundig κατά Επιτροπής (56/64 και 58/64, EU:C:1966:41), η οποία δεν αφορούσε τον φιλικό διακανονισμό ένδικης διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Οι συμφωνίες Krka δεν παρέχουν απόλυτη εδαφική προστασία. Η Servier είχε τη δυνατότητα να πωλεί στις κύριες αγορές της Krka, ενώ η Krka παρέμενε ελεύθερη να αναπτύσσει προϊόν το οποίο δεν συνιστούσε προσβολή δικαιωμάτων που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στο υπόλοιπο έδαφος της Ένωσης. Ο ισχυρισμός ότι ο δυνητικός ανταγωνισμός εξαλείφθηκε στις αγορές αυτές είναι ανακριβής, διότι η συμφωνία διακανονισμού Krka απαγόρευε στην Krka μόνο να προσβάλει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, του οποίου το κύρος είχε μόλις επιβεβαιωθεί. Κατά τη Servier, η Krka είχε εξάλλου αναλάβει συγκεκριμένες ενέργειες για την ανάπτυξη μορφής της περινδοπρίλης που δεν θα προσέβαλλε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Εν πάση περιπτώσει, κατά τη Servier, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, στις σκέψεις 304 και 996 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως στοιχεία του γενικότερου πλαισίου, προκειμένου να μη δεχτεί τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

288    Υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, προκειμένου να αποδειχθεί αν μια συμπεριφορά είναι επιζήμια στο βαθμό που απαιτείται για να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ουδόλως απαιτείται να εξεταστούν, πολλώ δε μάλλον να αποδειχθούν τα αποτελέσματά της στον ανταγωνισμό, είτε είναι πραγματικά ή δυνητικά, θετικά ή αρνητικά (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψεις 159, και 166 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, τα ενδεχόμενα θετικά ή και ευνοϊκά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μιας συμπεριφοράς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν πρέπει να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ακόμη και στο πλαίσιο πιθανής εξέτασης του κατά πόσον η επίμαχη συμπεριφορά είναι επιζήμια στον βαθμό που απαιτείται για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό.

289    Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 175 της παρούσας απόφασης, η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka αφορά αγορές που δεν εμπίπτουν στο γεωγραφικό πεδίο της παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα ενδεχόμενα ευνοϊκά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που η συμφωνία αυτή θα μπορούσε να έχει στις ως άνω αγορές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι όντως υφίστανται, δεν ασκούν καμία επιρροή, ευλόγως, όσον αφορά την εκτίμηση της ύπαρξης της παράβασης που διαπιστώθηκε εν προκειμένω στις κύριες αγορές της Servier.

290    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο, στη σκέψη 1031 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθώς και στη σκέψη 1032 όπου αντλεί τις εξ αυτού συνέπειες, στα ευνοϊκά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που διαπίστωσε στις κύριες αγορές της Krka, υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα οι εν λόγω σκέψεις να ενέχουν έλλειψη νομιμότητας.

291    Ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

9.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα επί του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

292    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, προκειμένου να χαρακτηριστούν οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει, αφενός, ότι υπήρχε αρκούντως άμεσος σύνδεσμος μεταξύ των δύο αυτών συμφωνιών ώστε να δικαιολογείται η συνδυαστική σύναψή τους και ότι, αφετέρου, ελλείψει τέτοιου συνδέσμου, εναπέκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δεν είχε συναφθεί υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, αλλά συγκάλυπτε αντίστροφη πληρωμή από τη Servier υπέρ της Krka, με σκοπό να καθυστερήσει την είσοδο της Krka στις κύριες αγορές της Servier.

293    Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 133 έως 1335 και 179 έως 184 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ίδια τη φύση της παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ που καταλογίστηκε στη Servier και στην Krka, παράβαση η οποία δεν περιοριζόταν σε συμφωνία διακανονισμού ένδικης διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έναντι αντίστροφης πληρωμής, αλλά επιδίωκε τον ευρύτερο σκοπό της κατανομής των αγορών μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών. Δεν έλαβε επίσης υπόψη το γεωγραφικό πεδίο της παράβασης αυτής, το οποίο δεν εκτεινόταν στις κύριες αγορές της Krka.

294    Η εν λόγω πλάνη περί το δίκαιο οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 178 έως 184 της παρούσας απόφασης, στο να ελέγξει κατά πόσον η καταλογιζόμενη στη Servier και στην Krka παραβατική πρακτική μπορούσε να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου μάλλον κατόπιν ανάλυσης της μορφής και των νομικών χαρακτηριστικών των συμφωνιών που αποσκοπούσαν να θέσουν σε εφαρμογή την πρακτική αυτή και όχι υπό το πρίσμα των οικονομικών συνεπειών της ίδιας πρακτικής. Το Γενικό Δικαστήριο, βάσει ακριβώς των εν λόγω εσφαλμένων κριτηρίων, απέδωσε καθοριστική σημασία στην εκ μέρους της Krka αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και στο ζήτημα αν το ποσοστό αμοιβής που προέβλεπε η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka αντιστοιχούσε στους συνήθεις όρους της αγοράς, ενώ, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 196 έως 200 και 223 έως 226 της παρούσας απόφασης, τα στοιχεία αυτά δεν ήταν, αφ’ εαυτών, καθοριστικά.

295    Εξάλλου, καθόσον, λόγω της ως άνω πλάνης περί το δίκαιο, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν η σύναψη των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka δικαιολογούνταν από το ότι η Krka, μετά από δύο δικαστικές ήττες, δεν ήταν πλέον πεπεισμένη για την ακυρότητα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, παραμόρφωσε, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 145 έως 162 της παρούσας απόφασης, το σαφές και ακριβές περιεχόμενο μίας εκ των δικαστικών αυτών αποφάσεων και, όσον αφορά την άλλη, παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης και παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει.

296    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο, προς επίρρωση του συμπεράσματος –που ενέχει κατά τα ανωτέρω πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο– κατά το οποίο η Επιτροπή δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, δεν δέχτηκε επτά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατά την επίδικη απόφαση, αποδείκνυαν ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ήταν το αντάλλαγμα προκειμένου η επιχείρηση αυτή να μην ανταγωνιστεί τη Servier στις κύριες αγορές της.

297    Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 987 έως 991 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την πιθανότητα δημιουργίας ενός de facto δυοπωλίου μεταξύ της Servier και της Krka στις κύριες αγορές της Krka, με την αιτιολογία ότι το δυοπώλιο αυτό δεν προέκυψε από τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, αλλά από μεταγενέστερες επιλογές των μερών της συμφωνίας. Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή στηρίζεται στην εξέταση μόνον του περιεχομένου των ρητρών της συμφωνίας αυτής, ανεξαρτήτως του οικονομικού της πλαισίου, και σε παραμόρφωση του περιεχομένου μίας εκ των ρητρών αυτών, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 178 έως 184 και 230 έως 232 της παρούσας απόφασης.

298    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 992 έως 999 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το ενδεχόμενο η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka να αποτελούσε το αντάλλαγμα για τη συμφωνία διακανονισμού Krka, με την αιτιολογία ότι καθοριστικό στοιχείο της απόφασης της Krka να συνάψει τη συμφωνία διακανονισμού ήταν η εκ μέρους της αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Εντούτοις, η εκτίμηση αυτή στηρίζεται, αφενός, στην πλάνη περί το δίκαιο που διαπιστώθηκε στις σκέψεις 223 έως 226 της παρούσας απόφασης όσον αφορά τον καθοριστικό χαρακτήρα της ως άνω αναγνώρισης και, αφετέρου, στην παραμόρφωση και την έλλειψη αιτιολογίας που διαπιστώθηκαν στις σκέψεις 145 έως 162 και 283 έως 285 της παρούσας απόφασης.

299    Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1000 έως 1002 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η εκτίμηση από την Krka του κόστους ευκαιρίας της συμφωνίας διακανονισμού Krka δεν αποδείκνυε ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka αποτελούσε αντάλλαγμα για τη συμφωνία διακανονισμού Krka, αλλά μάλλον επιβεβαιώνει ότι η επιχείρηση αυτή αναγνώριζε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 223 έως 226 της παρούσας απόφασης, η εν λόγω περίσταση δεν είναι, αυτή καθεαυτήν, καθοριστικής σημασίας.

300    Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1003 έως 1014 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατ’ αρχάς, ότι, καθόσον δεν προβλέπονταν αποκλειστικές αγορές για την Krka, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη «αυστηρής» κατανομής των αγορών, εν συνεχεία, ότι η άδεια εκμετάλλευσης είχε ευνοϊκό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα στις κύριες αγορές της Krka και, τέλος, ότι κανένα τμήμα της αγοράς δεν προοριζόταν, παρανόμως, αποκλειστικά υπέρ της Servier. Εντούτοις, από τις σκέψεις 216 έως 219, 225 και 226 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι οι εκτιμήσεις αυτές στηρίζονται, αφενός, σε φορμαλιστική ανάλυση των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka και όχι στη συγκεκριμένη ανάλυση του επιζήμιου για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα τους και, αφετέρου, σε πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθότι η απαγόρευση των συμφωνιών που αποσκοπούν στην κατανομή των αγορών δεν εφαρμόζεται μόνο στις συμφωνίες που συνεπάγονται «αυστηρή» κατανομή μεταξύ των αγορών αυτών.

301    Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1015 έως 1025 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η Servier και η Krka είχαν την πρόθεση να συνάψουν συμφωνία κατανομής των αγορών. Εντούτοις, πέραν του ότι, όπως κρίθηκε στη σκέψη 258 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να αποδείξει ότι η Servier ή η Krka είχαν την πρόθεση να περιορίσουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, από τις σκέψεις 145 έως 162 και 269 έως 276 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στην παραμόρφωση του περιεχομένου της επίδικης απόφασης και της απόφασης του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006, καθώς και στην παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων και σε εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών περί διεξαγωγής των αποδείξεων.

302    Έκτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1026 έως 1028 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το γεγονός ότι η Krka συνέχισε να αμφισβητεί τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Servier μετά την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 δεν σήμαινε ότι η απόφαση αυτή δεν είχε καθοριστική επιρροή όσον αφορά την αντίληψη της Krka για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και ότι η Krka εξακολουθούσε να ασκεί ανταγωνιστική πίεση στη Servier. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η συνέχιση των ως άνω ένδικων ενεργειών μπορούσε να εξηγηθεί από τη βούληση της Krka να ενισχύσει τη θέση της στις διαπραγματεύσεις με τη Servier και από την πεποίθησή της ότι διέτρεχε περιορισμένο μόνο κίνδυνο να εμπλακεί σε ένδικες διαφορές λόγω προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Εντούτοις, από τις σκέψεις 130 έως 137 και 145 έως 162 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι η διαπίστωση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η αναγνώριση, εκ μέρους της Krka, του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ήταν καθοριστικής σημασίας, παραδοχή η οποία με τη σειρά της στηρίζεται στην παραμόρφωση όχι μόνον ενός αποδεικτικού στοιχείου, αλλά και της ίδιας της επίδικης απόφασης, καθώς και σε έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

303    Έβδομον, το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε, στις σκέψεις 1029 έως 1031 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την κρίση ότι, αφενός, η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε ως βάση την αναγνώριση από την επιχείρηση αυτή του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και, αφετέρου, η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η συμφωνία αυτή δεν είχε συναφθεί υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Εντούτοις, από τις σκέψεις 90 έως 104, 131 έως 134 και 196 έως 200 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι οι ως άνω εκτιμήσεις στηρίζονται στην εφαρμογή κριτηρίων τα οποία είναι νομικώς εσφαλμένα.

304    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων και λαμβανομένου υπόψη του εύρους, της φύσης και του περιεχομένου της πολλαπλής πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, η οποία προσδιορίστηκε στο πλαίσιο της ανάλυσης του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω πλάνη επηρεάζει το σύνολο της συλλογιστικής σχετικά με τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, που εκτίθεται στις σκέψεις 943 έως 1032 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

10.    Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

305    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν δέχτηκε να αναγνωρίσει, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 1041 έως 1060 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, με την αιτιολογία ότι ο χαρακτηρισμός αυτός στηριζόταν στην εσφαλμένη διαπίστωση περί ύπαρξης κατανομής της αγοράς μεταξύ της Krka και της Servier. Δεδομένου ότι η εκτίμηση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η Επιτροπή διατείνεται, επιπλέον, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την ως άνω εκτίμηση.

306    Κατά τη Servier, ο λόγος αυτός στηρίζεται στην αποδοχή της εγκυρότητας του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, την οποία αμφισβητεί.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

307    Στις σκέψεις 1053, 1054 και 1059 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή είχε χαρακτηρίσει τη συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου στηριζόμενη στη διαπίστωση της ύπαρξης συμφωνίας κατανομής της αγοράς, απορρέουσας από τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης στην Krka. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν συμφώνησε με την εν λόγω διαπίστωση, έκρινε ότι έπρεπε επίσης, για τον λόγο αυτόν και μόνον, να απορριφθεί ο χαρακτηρισμός της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

308    Εντούτοις, από την εξέταση του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 943 έως 1032 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ενέχει, στο σύνολό της, έλλειψη νομιμότητας. Καθόσον είναι εσφαλμένη κατά τα ανωτέρω η παραδοχή στην οποία στηρίχθηκε η συλλογιστική με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, πρέπει να γίνει δεκτός ο έκτος λόγος αναιρέσεως.

Β.      Επί του έβδομου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

1.      Τα κρίσιμα σημεία της επίδικης απόφασης και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

α)      Η επίδικη απόφαση

309    Στις αιτιολογικές σκέψεις 1214 έως 1218 της επίδικης απόφασης η Επιτροπή εξέθεσε ότι, προκειμένου να εκτιμηθούν τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μιας συμφωνίας, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες παράγονται τα αποτελέσματα αυτά, όχι μόνον υπό το πρίσμα του πραγματικού αλλά και του δυνητικού ανταγωνισμού. Στις αιτιολογικές σκέψεις 1219 και 1220 της απόφασης η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να διενεργείται με βάση τα πραγματικά περιστατικά κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας, λαμβανομένης συγχρόνως υπόψη της εφαρμογής της εν τοις πράγμασι.

310    Στις αιτιολογικές σκέψεις 1221 έως 1227 της επίδικης απόφασης η Επιτροπή επισήμανε ότι τα αποτελέσματα μιας συμφωνίας πρέπει να συγκρίνονται με την κατάσταση που θα είχε διαμορφωθεί αν δεν υπήρχε η ως άνω συμφωνία, ιδίως όσον αφορά τον δυνητικό ανταγωνισμό. Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1228 έως 1243 της απόφασης, η κύρια ανταγωνιστική πίεση που ασκούνταν στην αγορά της περινδοπρίλης προέκυπτε από την είσοδο στην αγορά γενόσημων εκδοχών του φαρμάκου, πίεση χωρίς την οποία η Servier μπορούσε να διατηρήσει τις τιμές της σε επίπεδο υψηλότερο σε σχέση με τις τιμές υπό συνθήκες ανταγωνισμού. Επομένως, οι συμφωνίες διακανονισμού που συνήψε η επιχείρηση αυτή με παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων παρήγαγαν ευθέως αποτελέσματα αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Στις αιτιολογικές σκέψεις 1244 έως 1269 της εν λόγω απόφασης η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, μετά τη σύναψη των συμφωνιών διακανονισμού με τις Niche, Matrix, Teva, Krka και Lupin, μόνο δύο παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων –η Apotex και η Sandoz– αποτελούσαν σημαντική απειλή στο πλαίσιο ενδεχόμενης εισόδου στις κύριες αγορές της Servier, πράγμα που αποδεικνύει ότι ενώπιον μικρού αριθμού δυνητικών ανταγωνιστών, η εξάλειψη ενός μόνον από αυτούς αρκεί για να μειωθεί σημαντικά η πιθανότητα μιας τέτοιας εισόδου.

311    Όσον αφορά ειδικότερα τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος στις αγορές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες είναι οι μόνες που εξετάστηκαν για τη διαπίστωση της παράβασης, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1813 έως 1850 της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι η Krka ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της Servier στις αγορές αυτές και διέθετε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Η Krka είχε κινήσει ένδικες διαδικασίες στο Ηνωμένο Βασίλειο και προετοίμαζε την είσοδό της στις εν λόγω αγορές. Οι συμφωνίες Krka, καθόσον αποτέλεσαν κίνητρο προκειμένου να εγκαταλείψει το εν λόγω σχέδιο, είχαν ως αποτέλεσμα την εξάλειψη μιας πηγής δυνητικού ανταγωνισμού.

312    Επιπλέον, οι συμφωνίες αυτές μείωσαν σημαντικά τον κίνδυνο εισόδου άλλων παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων, στους οποίους η Krka θα μπορούσε να προμηθεύσει προϊόντα με βάση την περινδοπρίλη. Βάσει των ως άνω στοιχείων, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εν λόγω συμφωνίες είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικό περιορισμό του δυνητικού ανταγωνισμού, επισημαίνοντας συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 1850, ότι οι ίδιες αυτές συμφωνίες «αύξησαν σημαντικά τις πιθανότητες να παραμείνει αδιαμφισβήτητη η αποκλειστικότητα της Servier στην αγορά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και να μην επωφεληθούν οι καταναλωτές από μεγάλη μείωση των τιμών που θα προέκυπτε από την κυκλοφορία, εν ευθέτω χρόνο, των γενοσήμων στην αγορά».

β)      Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

313    Για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 1075 έως 1234 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον δέκατο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο η Servier αμφισβητούσε τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος στις τρεις οικείες γεωγραφικές αγορές.

314    Πρώτον, αφού υπενθύμισε, στις σκέψεις 1078 έως 1104, τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή δέχθηκε τον χαρακτηρισμό αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1107 έως 1139, ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί η νομολογία σχετικά με τη συνεκτίμηση των δυνητικών αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας, ιδίως η νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 1999, Bagnasco κ.λπ. (C‑215/96 και C‑216/96, EU:C:1999:12, σκέψη 34), της 23ης Νοεμβρίου 2006, Asnef-Equifax και Administración del Estado (C‑238/05, EU:C:2006:734, σκέψη 50), της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas (C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 71), και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija (C‑345/14, EU:C:2015:784, σκέψη 30), όταν η συμφωνία αυτή έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν μπορεί να διαπιστώσει περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος βάσει μόνον της παρεμπόδισης, ή ακόμη και της εξάλειψης, μιας πηγής δυνητικού ανταγωνισμού. Η απόδειξη των αποτελεσμάτων αυτών απαιτεί να ληφθεί υπόψη, ούτως ώστε να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών εξελίξεων, ιδίως των μεταγενέστερων της σύναψης της οικείας συμφωνίας.

315    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 1140 έως 1217 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή, στηριζόμενη αποκλειστικά σε παρεμπόδιση του δυνητικού ανταγωνισμού και σε υποθετικές εκτιμήσεις, χαρακτήρισε εσφαλμένως τη συμφωνία διακανονισμού Krka και τη συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος.

316    Κατ’ αρχάς, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 1142 έως 1187 της απόφασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι εάν δεν υφίστατο η προβλεπόμενη στη συμφωνία διακανονισμού Krka ρήτρα μη εμπορίας, η Krka θα είχε πιθανώς εισέλθει στις αγορές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το ότι η Krka αναγνώριζε το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και δεν απέδειξε ότι εάν δεν υπήρχε η εν λόγω συμφωνία, ο ανταγωνισμός θα ήταν πιθανώς ευρύτερος, καθόσον δεν διευκρίνισε τα ενδεχόμενα αποτελέσματα μιας τέτοιας κατάστασης στις τιμές, την παραγωγή ή την καινοτομία.

317    Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1188 έως 1213, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι εάν δεν υφίστατο η ρήτρα μη αμφισβήτησης που προβλεπόταν στη συμφωνία διακανονισμού Krka, η συνέχιση των ένδικων διαφορών σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν πιθανό ή ακόμη και εύλογο να οδηγήσει σε ταχύτερη ή πληρέστερη ακύρωση του συγκεκριμένου διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Επομένως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η ρήτρα αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

318    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 1214 και 1215, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού, καθότι η συμφωνία αυτή δεν προέβλεπε κανένα μέτρο αποκλεισμού ανάλογο με ρήτρα μη εμπορίας.

319    Τρίτον, αφού δέχθηκε, στις σκέψεις 1216 και 1217 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την απουσία αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων των συμφωνιών Krka, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε «αν η [επίδικη απόφαση] ενέχει πλάνη περί το δίκαιο». Συναφώς, διαπίστωσε, στις σκέψεις 1219 έως 1232, ότι η Επιτροπή, καθόσον δεν έλαβε υπόψη την εξέλιξη των γεγονότων που μπορούσαν να παρατηρηθούν κατά τον χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης και καθόσον ανέλυσε τον ανταγωνισμό ως να μην υφίσταντο οι συμφωνίες Krka, βάσει υποθετικών εκτιμήσεων, είχε περιορίσει αδικαιολόγητα την εκ μέρους της εξέταση των αποτελεσμάτων των συμφωνιών αυτών επί του ανταγωνισμού, τόσο υπό το πρίσμα της νομολογίας σχετικά με τη συνεκτίμηση των δυνητικών αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού όσο και της νομολογίας σχετικά με την εξάλειψη του δυνητικού ανταγωνισμού. Μια τέτοια ελλιπής εξέταση είναι αντίθετη προς τη διάκριση που καθιερώνει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μεταξύ των περιορισμών του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και των περιορισμών του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος.

2.      Επιχειρήματα των διαδίκων 

320    Ο έβδομος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει επτά σκέλη.

321    Με το πρώτο σκέλος, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 1128, 1178, 1179 και 1227 έως 1231 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι μολονότι το αποτέλεσμα περιορισμού του δυνητικού ανταγωνισμού ήταν πραγματικό, δεν αρκούσε για να διαπιστωθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος.

322    Με το δεύτερο σκέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 1107 έως 1128 και 1225 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε ότι η συνεκτίμηση των δυνητικών αποτελεσμάτων δεν αρκούσε για να αποδειχθούν τα αποτελέσματα μιας σύμπραξης η οποία είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή.

323    Με το τρίτο σκέλος, η Επιτροπή βάλλει κατά των σκέψεων 399, 1160, 1165, 1168, 1169, 1173, 1174, 1178, 1204, 1206, 1207, 1209, 1221 και 1223 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι η Krka θα είχε πιθανώς εισέλθει στην αγορά περινδοπρίλης της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου, εάν δεν υφίσταντο οι συμφωνίες Krka, ιδίως βάσει υποθέσεων ως προς την έκβαση των ένδικων διαφορών σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947.

324    Με το τέταρτο σκέλος, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο, επικρίνει τις σκέψεις 1089 έως 1092, 1130 έως 1133, 1151, 1170, 1181, 1210 και 1219 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 1130, ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τις μεταγενέστερες της σύναψης των συμφωνιών πραγματικές εξελίξεις. Μια συμφωνία όμως πρέπει να εξετάζεται κατά τον χρόνο της σύναψής της, σε συνάρτηση προς τις πιθανές εξελίξεις που θα είχαν σημειωθεί στην αγορά αν δεν υπήρχε η συμφωνία αυτή.

325    Με το πέμπτο σκέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 1148 έως 1151 και 1154 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παραμόρφωσε την επίδικη απόφαση, καθόσον έκρινε ότι η απόφαση αυτή δεν είχε λάβει υπόψη τα αποτελέσματα του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και την αναγνώριση εκ μέρους της Krka του κύρους του εν λόγω διπλώματος.

326    Με το έκτο σκέλος, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υποκατέστησε τις διαπιστώσεις της επίδικης απόφασης με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και υπερέβη, ως εκ τούτου, τα όρια του ελέγχου νομιμότητας. Το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 1162 έως 1170 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έκρινε, αφενός, ότι η απόφαση της Krka να συνεχίσει να αμφισβητεί το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 μετά την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 ήταν μια απλή προσέγγιση που αποσκοπούσε στο να ενισχύσει τη θέση της κατά τις διαπραγματεύσεις με τη Servier, ενώ η εκτίμηση αυτή δεν στηρίζεται σε καμία απόδειξη αναγόμενη στην περίοδο των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, ότι η Krka δεν θα εισερχόταν πιθανώς στις κύριες αγορές της Servier.

327    Με το έβδομο σκέλος, η Επιτροπή βάλλει κατά των σκέψεων 1198 έως 1207 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως επέβαλε στην Επιτροπή το βάρος να αποδείξει ότι η συνέχιση από την Krka των ένδικων διαφορών σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας θα είχε καταστήσει δυνατή την ταχύτερη ή πληρέστερη ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

328    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, η Servier αρνείται ότι η εξάλειψη μιας πηγής δυνητικού ανταγωνισμού αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη αρνητικών αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού. Συναφώς, η Servier και η EFPIA εκτιμούν ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη λειτουργία του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου στο οποίο θα διεξαγόταν, αν δεν υπήρχε η συμφωνία διακανονισμού Krka.

329    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, η Servier εκτιμά ότι η διάκριση μεταξύ συμφωνιών αναλόγως του αν τέθηκαν ή όχι σε εφαρμογή είναι βάσιμη. Για να συγκριθεί η διάρθρωση του ανταγωνισμού που προκύπτει από συμφωνίες που έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή με τη διάρθρωση του ανταγωνισμού που θα διαμορφωνόταν αν δεν υπήρχαν οι εν λόγω συμφωνίες, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της σύναψης των συμφωνιών. Η διάκριση αυτή, η οποία, κατά την EFPIA, δεν είναι νέα, είναι σύμφωνη προς το σημείο 29 της ανακοίνωσης της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας» (ΕΕ 2001, C 3, σ. 2). Επομένως, το δεύτερο σκέλος είναι αβάσιμο.

330    Όσον αφορά το τρίτο σκέλος, κατά την άποψη της Servier και της EFPIA, το Γενικό Δικαστήριο δεν απαίτησε να αποδειχθεί η πιθανότητα εισόδου της Krka στην αγορά, αλλά απλώς δεν δέχτηκε ένα στοιχείο της συλλογιστικής που περιλαμβανόταν στην επίδικη απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, μια τέτοια απαίτηση δεν θα υποχρέωνε την Επιτροπή να διατυπώσει υποθέσεις όσον αφορά την έκβαση ένδικης διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δεδομένου ότι η λεγόμενη είσοδος «με κίνδυνο» στις κύριες αγορές της Servier σήμαινε, εξ ορισμού, ότι η Krka δεν ανέμενε την τελική επίλυση της διαφοράς αυτής για να πραγματοποιήσει τέτοια είσοδο. Η ανάλυση μιας κατάστασης βάσει αντίστροφου σεναρίου δεν θα πρέπει να βασίζεται σε απλές υποθέσεις, αλλά σε απτά αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, το γεγονός ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ προστατεύει τον ανταγωνισμό, αυτόν καθεαυτόν, δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση να αποδείξει συγκεκριμένα αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού.

331    Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής σχετικά με τη συνεκτίμηση, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αποτελεσμάτων μεταγενέστερων της ημερομηνίας σύναψης των συμφωνιών Krka αφορά την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Κατά τη Servier, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

332    Επί της ουσίας, η Servier επικρίνει τον αντιφατικό χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής. Η Επιτροπή, μολονότι επικρίνει τη συνεκτίμηση γεγονότων μεταγενέστερων των συμφωνιών Krka, προβάλλει εντούτοις ότι έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, με την αιτιολογία ότι ήταν ευλόγως προβλέψιμα.

333    Η Servier αμφισβητεί οποιαδήποτε πλάνη περί το δίκαιο κατά τη σύγκριση μεταξύ της κατάστασης που προέκυψε από τις συμφωνίες Krka και εκείνης που θα διαμορφωνόταν βάσει αντίστροφου σεναρίου. Η συνεκτίμηση των πιθανών εξελίξεων αφορά την περίπτωση του αντίστροφου σεναρίου. Όμως, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικά σε υποθετικές εκτιμήσεις για να χαρακτηρίσει την κατάσταση που προέκυψε από τις εν λόγω συμφωνίες.

334    Η Servier και η EFPIA προβάλλουν ότι το πέμπτο σκέλος, το οποίο αντλείται από παραμόρφωση, είναι απαράδεκτο, καθότι η Επιτροπή απλώς παρέπεμψε σε πλείονες αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης απόφασης.

335    Κατά τη Servier και την EFPIA, το έκτο σκέλος είναι απαράδεκτο, διότι η Επιτροπή βάλλει κατά της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στερείται σαφήνειας και δεν προσδιορίζει επακριβώς την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον απλώς επαναλαμβάνει ότι η επίδικη απόφαση ήταν βάσιμη. Εξάλλου, το σκέλος αυτό είναι αλυσιτελές, διότι δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, είναι αβάσιμο, διότι στην επίδικη απόφαση δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να οφείλονται οι ενέργειες της Krka σε λόγους τακτικής. Δεν διαπιστώνεται μάλιστα υπέρβαση των ορίων του δικαστικού ελέγχου.

336    Το έβδομο σκέλος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Η Επιτροπή συγχέει την ανάλυση της κατάστασης που προέκυψε από τις συμφωνίες Krka με την ανάλυση της κατάστασης βάσει αντίστροφων σεναρίων. Η ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 υπέρ της Apotex δεν αποτελεί αντίστροφο σενάριο, αλλά πραγματικό περιστατικό. Η Επιτροπή οφείλει, εν προκειμένω, να επικαλεστεί τη διαμόρφωση πιθανής κατάστασης βάσει αντίστροφου σεναρίου, σε στενότερη συνάφεια με το πλαίσιο του ανταγωνισμού σε σχέση με την κατάσταση που προέκυψε από τις συμφωνίες Krka.

3.      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

337    Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι στην επίδικη απόφαση δεν είχε αποδεχθεί ότι οι συμφωνίες Krka είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δυνητικού ανταγωνισμού, καθότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν απέδειξε ότι, αν δεν υπήρχαν οι συμφωνίες αυτές, η Krka θα είχε κατά πάσα πιθανότητα εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier.

338    Όπως υπογράμμισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 292 των προτάσεών της, μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όχι μόνο λόγω του αντικειμένου της, αλλά και λόγω των αποτελεσμάτων της επί του ανταγωνισμού, ακόμη και όταν τα αποτελέσματα αυτά θίγουν τον δυνητικό ανταγωνισμό που ασκούν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες, μολονότι δεν έχουν παρουσία στην οικεία αγορά, έχουν την ικανότητα να εισέλθουν στην αγορά αυτή και επηρεάζουν, ως εκ τούτου, τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που είναι ήδη παρούσες στην αγορά. Το βάρος απόδειξης τέτοιων επιπτώσεων στον δυνητικό ανταγωνισμό φέρει η Επιτροπή.

339    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1076 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων προκληθέντων από συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, πρέπει να συγκριθεί η κατάσταση του ανταγωνισμού που προέκυψε από τη συμφωνία αυτή και η κατάσταση που θα υφίστατο αν δεν υπήρχε η συμφωνία αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM, 56/65, EU:C:1966:38, σ. 360, της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 161, και της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise, C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 74).

340    Η λεγόμενη «αντίστροφη» μέθοδος έχει ως σκοπό να προσδιορίσει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ, αφενός, μιας συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων και, αφετέρου, της δομής ή της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά εντός της οποίας η συμφωνία αυτή παράγει τα αποτελέσματά της. Συνεπώς, διασφαλίζει ότι ο χαρακτηρισμός του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος δεν επιφυλάσσεται σε συμφωνίες που απλώς συνδέονται με επιδείνωση της κατάστασης του ανταγωνισμού στην αγορά, αλλά σε εκείνες που αποτελούν την αιτία της εν λόγω επιδείνωσης.

341    Το σκεπτικό της εφαρμογής της αντίστροφης μεθόδου έγκειται στο ότι η διαπίστωση μιας σχέσης αιτίου και αποτελέσματος προσκρούει στην αδυναμία παρατήρησης, στην πράξη, κατά την ίδια χρονική στιγμή, της κατάστασης που διαμορφώνεται στην αγορά με την οικεία συμφωνία ή χωρίς αυτή, δεδομένου ότι οι δύο αυτές περιπτώσεις, εξ ορισμού, αλληλοαποκλείονται. Επομένως, είναι αναγκαίο να συγκριθεί η κατάσταση που μπορεί να παρατηρηθεί, ήτοι αυτή που προέκυψε με τη συμφωνία αυτή, με την κατάσταση που θα είχε επικρατήσει αν δεν είχε συναφθεί η εν λόγω συμφωνία. Επομένως, η ως άνω μέθοδος επιβάλλει τη σύγκριση μιας κατάστασης που μπορεί να παρατηρηθεί με ένα σενάριο το οποίο, εξ ορισμού, είναι υποθετικό, υπό την έννοια ότι δεν πραγματοποιήθηκε. Πλην όμως, η εκτίμηση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη το συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εντάσσεται, ιδίως το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους οι οικείες επιχειρήσεις, η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διάρθρωσης της εν λόγω αγοράς ή των εν λόγω αγορών Επομένως, το αντίστροφο σενάριο, με βάση την παραδοχή ότι δεν υφίσταται η εν λόγω συμφωνία, πρέπει να είναι ρεαλιστικό και αξιόπιστο [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 115 έως 120].

342    Επομένως, για την ορθή εφαρμογή της αντίστροφης μεθόδου, είναι επιτακτική ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η σύγκριση που πραγματοποιείται θεμελιώνεται σε στέρεες και επαληθεύσιμες βάσεις, όσον αφορά τόσο την παρατηρούμενη κατάσταση –ήτοι αυτή που προέκυψε από τη συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων– όσο και το αντίστροφο σενάριο. Προς τούτο, το χρονικό σημείο αναφοράς βάσει του οποίου πραγματοποιείται μια τέτοια σύγκριση πρέπει να είναι το ίδιο τόσο για την παρατηρούμενη κατάσταση όσο και για το αντίστροφο σενάριο, δεδομένου ότι ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρας μιας πράξης πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο τέλεσής της (πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής, C‑457/10 P, EU:C:2012:770, σκέψη 110).

343    Συνεπώς, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 318 των προτάσεών της, στο μέτρο που το αντίστροφο σενάριο αποσκοπεί στο να παράσχει μια ρεαλιστική εικόνα της κατάστασης της αγοράς όπως αυτή θα είχε διαμορφωθεί χωρίς τη συναφθείσα συμφωνία, το σενάριο αυτό δεν μπορεί να βασίζεται σε γεγονότα μεταγενέστερα της ημερομηνίας σύναψης της συμφωνίας, ακριβώς διότι, κατά τον χρόνο εκείνον, τα επίμαχα γεγονότα δεν είχαν λάβει χώρα και, όσον αφορά τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, δεν θα μπορούσαν να είχαν λάβει χώρα στο μέλλον λόγω της ύπαρξης των συμφωνιών Krka.

344    Σε αντίθεση με το αντίστροφο σενάριο, η παρατηρούμενη κατάσταση είναι εκείνη που αντιστοιχεί στις συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας και απορρέουν από αυτή. Η εν λόγω κατάσταση είναι πραγματική και, ως εκ τούτου, δεν είναι απαραίτητη η επίκληση ρεαλιστικών παραδοχών για την εκτίμησή της. Επομένως, για τη διαπίστωση παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, γεγονότα μεταγενέστερα της σύναψης της συμφωνίας μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της ως άνω κατάστασης. Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 342 της παρούσας απόφασης, τέτοια γεγονότα ασκούν επιρροή μόνο στο μέτρο που συμβάλλουν στον προσδιορισμό των συνθηκών του ανταγωνισμού που επικρατούσαν κατά τον χρόνο τέλεσης της παράβασης, όπως προκύπτουν άμεσα από την ύπαρξη της συμφωνίας.

345    Εν προκειμένω, στις σκέψεις 1078 έως 1103 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση για τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών φιλικού διακανονισμού ένδικων διαφορών σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας μεταξύ της Servier και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων τους οποίους αφορούσε η εν λόγω απόφαση και υπογράμμισε τον υποθετικό χαρακτήρα της προσέγγισης αυτής. Εξάλλου, έκρινε, στις σκέψεις 1107 έως 1139, ότι η νομολογία κατά την οποία μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος λόγω των δυνητικών αποτελεσμάτων της παύει να εφαρμόζεται όταν η συμφωνία τεθεί σε εφαρμογή.

346    Δεδομένου ότι τα πραγματικά αποτελέσματα μιας τέτοιας συμφωνίας επί του ανταγωνισμού μπορούν να παρατηρηθούν υπό το πρίσμα γεγονότων μεταγενέστερων της σύναψής της, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1122 και 1123 της ως άνω απόφασης, ότι θα ήταν παράδοξο να επιτρέπεται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων, αποκλειστικά διά ανάλυσης βάσει αντίστροφου σεναρίου δυνάμει μόνον των δυνητικών αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας, ενώ, αφενός, το εν λόγω θεσμικό όργανο διαθέτει παρατηρήσιμα στοιχεία όσον αφορά τα πραγματικά αποτελέσματα της συμφωνίας αυτής και, αφετέρου, μόνο σε περίπτωση περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου μπορούν οι κανόνες σχετικά με το βάρος απόδειξης των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων, το οποίο φέρει η Επιτροπή, να καταστούν λιγότερο αυστηροί.

347    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, ως προς τρία κύρια ζητήματα, τα χαρακτηριστικά της αντίστροφης μεθόδου, η οποία είναι εγγενής στην αξιολόγηση ενός περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

348    Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εκτίμηση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της συμφωνίας διακανονισμού Krka στηριζόταν σε υποθετική προσέγγιση και σε ελλιπή εξέταση των αποτελεσμάτων αυτών, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε στο αντίστροφο σενάριο την πραγματική εξέλιξη των μεταγενέστερων της συμφωνίας γεγονότων. Εντούτοις, η συλλογιστική αυτή του Γενικού Δικαστηρίου δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 341 έως 343 της παρούσας απόφασης, η επισήμανση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας απαιτεί την εφαρμογή ενός αντίστροφου σεναρίου το οποίο, εξ ορισμού, είναι υποθετικό, υπό την έννοια ότι δεν πραγματοποιήθηκε, και το οποίο δεν μπορεί, επομένως, να στηριχθεί σε στοιχεία μεταγενέστερα της σύναψης της εν λόγω συμφωνίας. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα να ενέχουν έλλειψη νομιμότητας οι λόγοι που εκτίθενται στις σκέψεις 1078 έως 1103, 1089, 1090, 1102, 1151, 1170, 1181, 1203, 1210, 1219 έως 1223 και 1227 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

349    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 1107 έως 1139 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η νομολογία κατά την οποία μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος λόγω των δυνητικών αποτελεσμάτων της παύει να εφαρμόζεται όταν η συμφωνία αυτή έχει τεθεί σε εφαρμογή, για τον λόγο ότι μπορούν να παρατηρηθούν τα πραγματικά αποτελέσματα της εν λόγω συμφωνίας επί του ανταγωνισμού, θεμελίωσε τη συλλογιστική του σε ατελή κατανόηση του λόγου ύπαρξης, του αντικειμένου και της λειτουργίας της αντίστροφης μεθόδου, που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 340 έως 344 της παρούσας απόφασης.

350    Ασφαλώς, στην περίπτωση συμφωνίας της οποίας η εφαρμογή μετέβαλε τον αριθμό ή τη συμπεριφορά επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν ήδη στο εσωτερικό της ίδιας αγοράς, η εφαρμογή της αντίστροφης μεθόδου δύναται, από πρακτικής απόψεως και αναλόγως των περιστάσεων, να εξομοιωθεί με σύγκριση μεταξύ, αφενός, της κατάστασης του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών πριν από τη σύναψη της συμφωνίας και, αφετέρου, του συντονισμού μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων τον οποίο συνεπάγεται η εφαρμογή της συμφωνίας, ο οποίος μπορεί να αποδειχθεί, ενδεχομένως, από γεγονότα μεταγενέστερα της σύναψής της.

351    Αντιθέτως, όταν μια συμφωνία δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή, αλλά, αντιθέτως, τη διατήρηση του αριθμού ή της συμπεριφοράς ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που είναι ήδη παρούσες στο εσωτερικό της αγοράς, παρεμποδίζοντας ή καθυστερώντας την είσοδο νέου ανταγωνιστή στην ίδια αγορά, η απλή σύγκριση μεταξύ των καταστάσεων που διαπιστώθηκαν στην εν λόγω αγορά πριν και μετά τη θέση σε εφαρμογή της συμφωνίας δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα συνίσταται στη βέβαιη, λόγω της συμφωνίας αυτής, εξάλειψη μιας πηγής ανταγωνισμού η οποία, κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας, παραμένει δυνητική, στο μέτρο που ο ανταγωνισμός ασκείται από επιχείρηση η οποία, μολονότι δεν είναι ακόμη παρούσα στη σχετική αγορά, είναι εντούτοις ικανή να επηρεάσει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που είναι ήδη παρούσες στην αγορά αυτή λόγω της σοβαρής απειλής εισόδου της στην αγορά.

352    Κατά τα λοιπά, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 326 των προτάσεών της, η διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1107 έως 1139 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, για τον χαρακτηρισμό του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, μεταξύ των συμφωνιών που συνάπτονται από επιχειρήσεις ανάλογα με το αν έχουν τεθεί σε εφαρμογή ή όχι, αφενός, δεν λαμβάνει υπόψη την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μπορούν να είναι πραγματικά ή και δυνητικά, αλλά πρέπει να είναι αρκούντως αισθητά (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1969, Völk, 5/69, EU:C:1969:35, σκέψη 7, και της 23ης Νοεμβρίου 2006, Asnef-Equifax και Administración del Estado, C‑238/05, EU:C:2006:734, σκέψη 50), και, αφετέρου, θα περιόριζε την πλήρη αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

353    Τρίτον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 340 της παρούσας απόφασης, σκοπός της αντίστροφης μεθόδου δεν είναι να προβλεφθεί ποια θα ήταν η συμπεριφορά ενός μέρους αν δεν είχε συνάψει συμφωνία με τον ή τους ανταγωνιστές του, αλλά να καταδειχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμφωνίας αυτής και της επιδείνωσης της κατάστασης του ανταγωνισμού στην αγορά, βάσει ενός αντίστροφου σεναρίου το οποίο, μολονότι υποθετικό, πρέπει παρά ταύτα να είναι ρεαλιστικό και αξιόπιστο. Συναφώς, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει, στο πλαίσιο συμφωνίας φιλικού διακανονισμού ένδικης διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έναντι αντίστροφης πληρωμής, ότι το αντίστροφο σενάριο αποσκοπεί αποκλειστικά να προσδιοριστούν οι ρεαλιστικές δυνατότητες συμπεριφοράς του παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων αν δεν υπήρχε η συμφωνία αυτή. Μολονότι το εν λόγω αντίστροφο σενάριο δεν είναι δυνατόν να μην επηρεάζεται από τις πιθανότητες να δικαιωθεί ο παρασκευαστής αυτός στη διαδικασία χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ακόμη σε σχέση με την πιθανότητα σύναψης λιγότερο περιοριστικής συμφωνίας, εντούτοις, τα στοιχεία αυτά αποτελούν μερικά μόνον από τα στοιχεία που πρέπει να συνεκτιμώνται. Κατά συνέπεια, δεν εναπόκειται στην οντότητα που φέρει το βάρος απόδειξης της ύπαρξης σημαντικών δυνητικών ή πραγματικών αποτελεσμάτων στον ανταγωνισμό, όταν εφαρμόζει το αντίστροφο σενάριο, να διατυπώνει οριστικά συμπεράσματα σχετικά με τις πιθανότητες επιτυχίας του παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων στην ένδικη διαφορά σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή σχετικά με την πιθανότητα σύναψης λιγότερο περιοριστικής συμφωνίας [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 119 έως 121].

354    Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να αποδείξει ότι το αντίστροφο σενάριο που ελήφθη υπόψη σε απόφαση στην οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου είναι ρεαλιστικό και αξιόπιστο.

355    Εν προκειμένω, εναπέκειτο στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν το αντίστροφο σενάριο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή πληρούσε τα κριτήρια αυτά. Στο μέτρο, όμως, που ο περιορισμός του ανταγωνισμού που διαπιστώθηκε στην επίδικη απόφαση συνίστατο στη βέβαιη και εσκεμμένη εξάλειψη της πηγής δυνητικού ανταγωνισμού που ασκούσε η Krka στη Servier μέσω της περινδοπρίλης που παρασκευάζεται με την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης, η οποία προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, η ανάλυση του αντίστροφου σεναρίου αντιστοιχούσε, κατ’ ουσίαν, στην ανάλυση της ύπαρξης του εν λόγω δυνητικού ανταγωνισμού, διότι η εξάλειψη του ανταγωνισμού, εάν υποτεθεί αποδεδειγμένη, αποτελεί εξ ορισμού αποτέλεσμα αρκούντως αισθητό, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 352 της παρούσας απόφασης. Επομένως, προκειμένου να κριθεί αν οι συμφωνίες Krka, καθόσον απαγόρευαν στην Krka να εισέλθει στις αγορές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου, είχαν αποδεδειγμένο αποτέλεσμα στον δυνητικό ανταγωνισμό, έπρεπε να εξακριβωθεί, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 101 και σύμφωνα με όσα κρίθηκαν στη σκέψη 351 της παρούσας απόφασης, αν η Krka είχε πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα να διεισδύσει στις αγορές αυτές εντός χρονικού διαστήματος τέτοιου ώστε να μπορεί να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στη Servier, με αποτέλεσμα η απειλή της εν λόγω εισόδου να μπορούσε να θεωρηθεί ρεαλιστική και αξιόπιστη.

356    Όμως, το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 1142 έως 1168 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι, αν δεν υφίστατο η ρήτρα μη εμπορίας που προβλεπόταν στη συμφωνία διακανονισμού Krka, η Krka θα είχε πιθανώς εισέλθει στις αγορές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου και, στις σκέψεις 1188 έως 1213, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι, αν δεν υφίστατο η προβλεπόμενη στη συμφωνία αυτή ρήτρα μη αμφισβήτησης, η συνέχιση των ένδικων διαδικασιών με τις οποίες αμφισβητούνταν το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 θα είχε, κατά τη σκέψη 1203 της εν λόγω απόφασης, «πιθανώς, ακόμη και ευλόγως, οδηγήσει σε ταχύτερη ή πληρέστερη ακύρωση του συγκεκριμένου διπλώματος ευρεσιτεχνίας», υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα να ενέχουν έλλειψη νομιμότητας οι σκέψεις 1147 έως 1168 καθώς και 1188 έως 1213 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

357    Η πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο που διαπιστώθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο καθιστά μη σύννομη στο σύνολό της τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 1075 έως 1234 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

358    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ο έβδομος λόγος αναιρέσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο χωριστά επί καθενός από τα σκέλη του λόγου αυτού, και ιδίως επί του πέμπτου σκέλους, που αφορά παραμόρφωση του περιεχομένου της επίδικης απόφασης, καθώς και επί του έκτου σκέλους, κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του εκτίμηση.

Γ.      Επί του όγδοου, του ένατου, του δέκατου και του ενδέκατου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ

359    Ο όγδοος και ο ένατος λόγος αναιρέσεως αφορούν πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της σημασίας που αποδίδεται, για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς του προϊόντος, στην τιμή και στη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης της περινδοπρίλης. Ο δέκατος λόγος αφορά το απαράδεκτο ορισμένων εγγράφων που επισύναψε η Servier ως παράρτημα στα υπομνήματα που κατέθεσε πρωτοδίκως. Ο ενδέκατος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης.

1.      Τα κρίσιμα σημεία της επίδικης απόφασης και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

α)      Η επίδικη απόφαση

360    Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή όρισε, κατ’ αρχάς, στην επίδικη απόφαση, ως σχετική αγορά την αγορά της περινδοπρίλης, βάσει παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν μεταξύ των ετών 2000 και 2009, στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες, στην Πολωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, στηριζόμενη κατ’ ουσίαν σε δύο στοιχεία.

361    Αφενός, εκτίμησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 2445 έως 2457 της ως άνω απόφασης, ότι, μεταξύ των δεκαέξι φαρμάκων ΑΜΕ, τα οποία έχουν τον ίδιο τρόπο δράσης και παρόμοιες θεραπευτικές ενδείξεις και παρενέργειες, η περινδοπρίλη είχε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τόνισε η Servier στο πλαίσιο της προώθησης σε ιατρούς, προκειμένου να εφαρμόσει πολιτική διαφοροποίησης σε σχέση με τα λοιπά φάρμακα ΑΜΕ.

362    Αφετέρου, η Επιτροπή επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 2460 έως 2495, 2528 και 2546 της ως άνω απόφασης, ότι η μεγάλη πτώση των τιμών των άλλων φαρμάκων ΑΜΕ συνεπεία της άφιξης γενόσημων εκδοχών δεν είχε οδηγήσει σε μείωση των τιμών της περινδοπρίλης και των δαπανών προώθησης της Servier, οι οποίες παρέμειναν σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, ούτε σε μείωση των όγκων πωλήσεων της περινδοπρίλης, οι οποίες αυξάνονταν συνεχώς. Επομένως, η εν λόγω μείωση των τιμών δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά της ζήτησης της περινδοπρίλης στα ως άνω άλλα φάρμακα ΑΜΕ. Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού ότι, ελλείψει σημαντικής ανταγωνιστικής πίεσης εκ μέρους των λοιπών φαρμάκων ΑΜΕ κατά την ίδια περίοδο, η Servier ήταν ως εκ τούτου σε θέση να ενεργεί, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους παρασκευαστές των φαρμάκων αυτών. Κατά την Επιτροπή, η κατάσταση αυτή ερχόταν σε αντίθεση με την κατάσταση που προέκυψε από την είσοδο γενόσημων εκδοχών της περινδοπρίλης στην αγορά, των οποίων το αποτέλεσμα ήταν η μείωση των μέσων τιμών του φαρμάκου αυτού κατά 27 % στη Γαλλία, κατά 81 % στις Κάτω Χώρες, κατά 17 % στην Πολωνία και κατά 90 % στο Ηνωμένο Βασίλειο.

363    Εν συνεχεία, η Επιτροπή διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 2561 έως 2600 της επίδικης απόφασης, ότι η Servier κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά της περινδοπρίλης στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες, στην Πολωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 2601 έως 2758, ότι η Servier κατείχε επίσης δεσπόζουσα θέση στην αγορά της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία του εν λόγω φαρμάκου.

364    Τέλος, η Επιτροπή θεώρησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 2759 έως 2998 της επίδικης απόφασης, ότι η ενιαία και συνεχής στρατηγική της Servier η οποία αποσκοπούσε στην καθυστέρηση της εισόδου των γενόσημων εκδοχών της περινδοπρίλης στην αγορά, διά του συνδυασμού, μεταξύ άλλων, της απόκτησης τεχνολογίας σχετικής με τη δραστική ουσία του φαρμάκου αυτού και συμφωνιών διακανονισμού σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας έναντι αντίστροφης πληρωμής συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

β)      Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

365    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1367 έως 1592 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή κακώς περιόρισε τον ορισμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος μόνο στην περινδοπρίλη και απέκλεισε τα λοιπά φάρμακα ΑΜΕ.

366    Αφού απέρριψε, κατ’ αρχάς, μια πρώτη αιτίαση της Servier, η οποία αφορούσε τη μη συνεκτίμηση του συνόλου των στοιχείων του οικονομικού πλαισίου, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, εν συνεχεία, αιτίαση η οποία αφορούσε πλάνη εκτίμησης όσον αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης της περινδοπρίλης από τα λοιπά φάρμακα ΑΜΕ. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 1418 έως 1482 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι υπήρχαν θεραπευτικές διαφορές μεταξύ της περινδοπρίλης και των λοιπών φαρμάκων ΑΜΕ, στις σκέψεις 1483 έως 1513, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η αδράνεια και η αφοσίωση των συνταγογράφων ιατρών όσον αφορά την περινδοπρίλη συνέβαλαν στον περιορισμό των ανταγωνιστικών πιέσεων που ασκούσαν τα άλλα φάρμακα ΑΜΕ, στις σκέψεις 1514 έως 1540, ότι η Επιτροπή είχε υποτιμήσει την τάση των ασθενών που υποβάλλονται σε θεραπεία με περινδοπρίλη να αλλάξουν φάρμακο και, στις σκέψεις 1541 έως 1566, ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη τη σημασία των προσπαθειών προώθησης εκ μέρους της Servier.

367    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 1567 έως 1585 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την αιτίαση με την οποία η Servier υποστήριζε ότι η Επιτροπή είχε αποδώσει υπερβολική σημασία στις τιμές κατά τον καθορισμό της σχετικής αγοράς. Έκρινε δε, στη σκέψη 1586, ότι παρείλκε πλέον η απόφανση επί της αιτίασης της Servier η οποία αφορούσε μεθοδολογικά σφάλματα τα οποία επηρέαζαν την οικονομετρική ανάλυση της Επιτροπής.

368    Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 1595 έως 1608 και 1611 έως 1622 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης στην αγορά της περινδοπρίλης καθώς και στην αγορά της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία του φαρμάκου αυτού. Ελλείψει ορθού ορισμού της σχετικής αγοράς του προϊόντος, το Γενικό Δικαστήριο, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 1625 έως 1632 της ίδιας απόφασης, δεν δέχτηκε τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην επίδικη απόφαση όσον αφορά την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης που καταλογίστηκε στη Servier.

369    Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 6 και το άρθρο 7, παράγραφος 6, της επίδικης απόφασης.

2.      Επί του όγδοου λόγου αναιρέσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

370    Με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι στην επίδικη απόφαση είχε αποδοθεί υπερβολική σημασία στις τιμές κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς του προϊόντος. Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει έξι σκέλη.

371    Με το πρώτο, το τρίτο και το πέμπτο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατ’ ουσίαν κατά των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, που περιέχονται στις σκέψεις 1380 έως 1405 και 1567 έως 1586 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς.

372    Η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι, στις σκέψεις 1567 έως 1586 της απόφασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο, για τους σκοπούς της οριοθέτησης της αγοράς, υποβάθμισε τη σημασία που έπρεπε να αποδοθεί στις τιμές της περινδοπρίλης και επικεντρώθηκε στις εκτιμήσεις σχετικά με την ποιότητα του φαρμάκου αυτού. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι τιμές της περινδοπρίλης παρέμειναν σταθερές και ότι ο όγκος των πωλήσεων του φαρμάκου αυτού αυξήθηκε ενώ οι τιμές των λοιπών φαρμάκων ΑΜΕ μειώθηκαν σημαντικά (σε ποσοστά μεταξύ 28 % και 90 % στην Πολωνία, μεταξύ 47 % και 58 % στη Γαλλία, μεταξύ 88 % και 90 % στο Ηνωμένο Βασίλειο και μεταξύ 94 % και 97 % στις Κάτω Χώρες), μετά την άφιξη γενόσημων εκδοχών των εν λόγω φαρμάκων. Το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε διάκριση μεταξύ πιέσεων ποιοτικού και τιμολογιακού χαρακτήρα, η οποία είναι τεχνητή, αφηρημένη, αντίθετη προς τη μέθοδο που καθιερώθηκε για τον ορισμό της σχετικής αγοράς και προς τα διδάγματα που απορρέουν από την απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής (C‑457/10 P, EU:C:2012:770).

373    Η Επιτροπή υποστηρίζει, εν συνεχεία, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερεκτίμησε τη σημασία του ρόλου των συνταγογράφων ιατρών κατά την αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της ζήτησης της περινδοπρίλης. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στις σκέψεις 1393 έως 1395 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ζήτηση καθοριζόταν μόνον από τους συνταγογράφους ιατρούς, χωρίς να λάβει υπόψη άλλους κρίσιμους παράγοντες. Δεύτερον, κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι οι συνταγογράφοι ιατροί δεν θεωρούν την τιμή καθοριστικό παράγοντα παρέχει μεγαλύτερη ελευθερία στη Servier, η οποία δεν χρειάζεται να προσαρμόσει τις τιμές της προκειμένου να πείσει τους ιατρούς αυτούς να συνταγογραφήσουν την περινδοπρίλη της. Επικεντρώνοντας την προσοχή του στις πιέσεις που απορρέουν από τους συνταγογράφους ιατρούς και όχι στις πιέσεις για τις οποίες ευθύνεται η Servier, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας της σχετικής αγοράς.

374    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 1385, 1395, 1397, 1401, 1404, 1576 έως 1579 και 1584 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παρέβλεψε τη σημασία του ανταγωνισμού που ασκούνταν λόγω των γενόσημων εκδοχών της περινδοπρίλης. Το Γενικό Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε τη σημασία αυτή, όφειλε να επισημάνει ότι τα λοιπά φάρμακα ΑΜΕ δεν ασκούσαν καμία πίεση στην περινδοπρίλη. Θα ήταν αυθαίρετο να θεωρηθεί, όπως έπραξε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1392, ότι η ανταγωνιστική πίεση που ασκούν τα γενόσημα φάρμακα μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο μετά την πραγματική είσοδό τους στην αγορά.

375    Με το δεύτερο, το τέταρτο και το έκτο σκέλος του όγδοου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αιτιολογία των σκέψεων 1392 και 1567 έως 1586 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι ανεπαρκής ή αντιφατική.

376    Η Servier προβάλλει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι επαρκής και δεν περιέχει αντιφάσεις.

377    Επί της ουσίας, η Servier και η EFPIA υποστηρίζουν, κατ’ αρχάς, ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον απέδωσε μικρότερη σημασία, σε σχέση με την Επιτροπή, στον παράγοντα των τιμών, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Στον φαρμακευτικό τομέα, οι θεραπευτικές πτυχές μετριάζουν την ανταγωνιστική πίεση που ασκείται μέσω των τιμών. Το Γενικό Δικαστήριο δεν αγνόησε τις σημαντικές μειώσεις των τιμών των λοιπών φαρμάκων ΑΜΕ, αλλά έκρινε ότι η σταθερότητα στην τιμή της περινδοπρίλης δεν αρκούσε για να αποκλειστεί η ύπαρξη ανταγωνιστικών πιέσεων στην περινδοπρίλη προερχόμενων από τα εν λόγω φάρμακα. Το Γενικό Δικαστήριο δεν απέρριψε την κρισιμότητα της ανάλυσης του όγκου των πωλήσεων της περινδοπρίλης, αλλά επέκρινε μόνον τη σημασία που είχε αποδώσει η Επιτροπή στη σταθερότητα των τιμών του εν λόγω φαρμάκου. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 1499 και 1500 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι ποσότητες των λοιπών πωλούμενων φαρμάκων ΑΜΕ είχαν επίσης αυξηθεί και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό για τη ραμιπρίλη σε σχέση με την περινδοπρίλη. Όσον αφορά την κερδοφορία της Servier, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 1559, ότι η Επιτροπή ουδέποτε στηρίχθηκε στο στοιχείο αυτό για να ορίσει τη σχετική αγορά. Το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε σφαιρικά τις ανταγωνιστικές πιέσεις, χωρίς να τις ιεραρχήσει.

378    Η Servier εκτιμά, εν συνεχεία, ότι είναι απαράδεκτη η επιχειρηματολογία της Επιτροπής σχετικά με το μικρό ενδιαφέρον των συνταγογράφων ιατρών για τις τιμές, διότι αφορά πραγματικές εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, διατείνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αβάσιμη. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδωσε ελάχιστη σημασία στους παράγοντες που συνδέονται με τις τιμές, αλλά τους αξιολόγησε λαμβάνοντας υπόψη το ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φαρμακευτικού τομέα περιόριζαν την ανταγωνιστική πίεση που ασκείται μέσω των τιμών, χωρίς να παραγνωρίσει τη λειτουργία του ορισμού της αγοράς.

379    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέβλεψε τις ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκούσαν τα γενόσημα φάρμακα στην περινδοπρίλη. Αντιθέτως, στη σκέψη 1579 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι η μείωση της τιμής του φαρμάκου αυτού συνεπεία της εισόδου γενόσημων εκδοχών στην αγορά δεν επέτρεπε το συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν ανταγωνιστικοί περιορισμοί πριν από την εν λόγω είσοδο. Το γεγονός ότι τα ως άνω γενόσημα είναι οι πιο στενοί ανταγωνιστές της περινδοπρίλης δεν σημαίνει ότι άλλα φάρμακα ΑΜΕ δεν ασκούσαν ανταγωνιστικές πιέσεις στο εν λόγω φάρμακο, πιέσεις των οποίων η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από την πολιτική προώθησης και την εσωτερική στρατηγική της Servier, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 1550, 1577 και 1590 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

380    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Servier, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής σχετικά με το γεγονός ότι η επιλογή των ιατρών όσον αφορά τη συνταγογράφηση φαρμάκου υπαγορεύεται λιγότερο από αξιολογήσεις σχετικά με την τιμή του φαρμάκου παρά από αξιολογήσεις θεραπευτικής φύσεως δεν αφορά πραγματικές εκτιμήσεις σχετικές του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά τον νομικό χαρακτηρισμό των εκτιμήσεων αυτών. Η επιχειρηματολογία αυτή αποσκοπεί, συγκεκριμένα, στην αμφισβήτηση τόσο της αιτιολογίας όσο και των νομικών κριτηρίων βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε αποδώσει, στην επίδικη απόφαση, υπερβολικά μεγάλη σημασία στις τιμές της περινδοπρίλης κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς. Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου που αφορά το εν μέρει απαράδεκτο του όγδοου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

381    Όσον αφορά την επί της ουσίας εκτίμηση του λόγου αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο ορισμός της σχετικής αγοράς, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, αποτελεί, κατ’ αρχήν, προϋπόθεση για την εκτίμηση της ενδεχόμενης ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης της οικείας επιχείρησης (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1973, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, 6/72, EU:C:1973:22, σκέψη 32), προκειμένου να προσδιοριστούν τα όρια εντός των οποίων πρέπει να αξιολογείται το ζήτημα αν μια επιχείρηση δύναται να ενεργεί, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές της, τους πελάτες της και τους καταναλωτές [πρβλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, 322/81, EU:C:1983:313, σκέψη 37, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 127].

382    Ο ορισμός της σχετικής αγοράς προϋποθέτει τον ορισμό, πρώτον, της αγοράς των προϊόντων και εν συνεχεία, δεύτερον, της γεωγραφικής αγοράς (πρβλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής, 27/76, EU:C:1978:22, σκέψεις 10 και 11).

383    Όσον αφορά την αγορά των προϊόντων, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια της σχετικής αγοράς σημαίνει ότι είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στην αγορά αυτή, όπερ προϋποθέτει επαρκή βαθμό εναλλαξιμότητας προκειμένου όλα τα προϊόντα ή υπηρεσίες, που αποτελούν μέρος της ίδιας αγοράς, να τυγχάνουν της ίδιας χρήσης. Η εναλλαξιμότητα ή η δυνατότητα υποκατάστασης δεν εκτιμάται μόνο σε σχέση με τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες του ανταγωνισμού και η διάρθρωση της ζήτησης και της προσφοράς στην αγορά (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ., C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

384    Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η εκτίμηση της δυνατότητας υποκατάστασης μεταξύ δύο προϊόντων δεν περιορίζεται στο να διαπιστωθεί αν τα προϊόντα αυτά είναι, από λειτουργικής απόψεως, ικανά να ικανοποιήσουν την ίδια ανάγκη, αλλά απαιτεί, επιπλέον, να καθοριστεί αν, από οικονομικής απόψεως, μπορούν πράγματι να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο στην πράξη. Η οικονομική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ δύο προϊόντων μπορεί να διαπιστωθεί όταν οι μεταβολές των σχετικών τιμών τους συνεπάγονται μεταφορά μεριδίων των πωλήσεων από το ένα προϊόν στο άλλο. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 13 της ανακοίνωσης για τον ορισμό της αγοράς, που μνημονεύεται στη σκέψη 2 της παρούσας απόφασης και στην οποία παρέπεμψε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 1384 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από οικονομικής απόψεως, η δυνατότητα υποκατάστασης από πλευράς ζήτησης αποτελεί τον πλέον άμεσο και αποτελεσματικό μέσο ελέγχου των προμηθευτών ενός δεδομένου προϊόντος. Η εκτίμηση αυτής της δυνατότητας υποκατάστασης συνίσταται κατ’ ουσίαν στην αξιολόγηση της σταυροειδούς ελαστικότητας της ζήτησης ως προς την τιμή, διά της ανάλυσης του κατά πόσον οι καταναλωτές ενός προϊόντος το οποίο υπόκειται σε ελαφρά αλλά μόνιμη αύξηση των τιμών θα στραφούν προς προϊόντα υποκατάστασης.

385    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 1404 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τη σχετική ανελαστικότητα της ζήτησης της περινδοπρίλης σε σχέση με την τιμή των άλλων φαρμάκων AME και υπογράμμισε, στη σκέψη 1573, ότι η Servier δεν είχε αμφισβητήσει το πραγματικό αυτό στοιχείο. Το στοιχείο αυτό στηρίζεται στην παρατήρηση, η οποία εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 2460 έως 2495 της επίδικης απόφασης, ότι, παρά τη μεγάλη πτώση των τιμών των φαρμάκων ΑΜΕ που προορίζονται για την ίδια θεραπευτική χρήση με την περινδοπρίλη, η τιμή της περινδοπρίλης είχε παραμείνει σταθερή και οι όγκοι των πωλήσεών της είχαν αυξηθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

386    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 1574 έως 1586 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το γεγονός ότι η ζήτηση περινδοπρίλης παρέμεινε σταθερή παρά την έντονη πτώση των τιμών των λοιπών φαρμάκων ΑΜΕ «δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα απουσίας ανταγωνιστικών πιέσεων ποιοτικού και μη τιμολογιακού χαρακτήρα» έως την είσοδο γενόσημων εκδοχών της περινδοπρίλης, με την αιτιολογία ότι, λόγω, μεταξύ άλλων, των ιδιαιτεροτήτων του φαρμακευτικού τομέα, ο ανταγωνισμός ασκείται όχι μόνο μέσω των τιμών, αλλά και μέσω της ποιότητας των φαρμάκων, την οποία άλλωστε αναγνωρίζουν οι συνταγογράφοι ιατροί, ιδίως κατόπιν ενεργειών προώθησης των παρασκευαστών των λοιπών φαρμάκων ΑΜΕ. Στη σκέψη 1584, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή είχε αποδώσει υπερβολική σημασία στον παράγοντα της τιμής κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς του προϊόντος.

387    Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς, η τιμή και η πωλούμενη ποσότητα ενός προϊόντος δεν αποτελούν έκφραση χωριστού είδους ανταγωνισμού, ο οποίος θα μπορούσε να αντιπαραβληθεί προς τον ανταγωνισμό που εξαρτάται από την ποιότητα του προϊόντος αυτού ή από τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την εμπορική προώθησή του. Αντιθέτως, η οικονομική δυνατότητα υποκατάστασης αντικατοπτρίζει το σύνολο των χαρακτηριστικών των εν λόγω προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το κόστος προώθησής τους καθώς και την εγγενή ή εκλαμβανόμενη ποιότητά τους. Πράγματι, το κίνητρο για την προμήθεια ενός ποιοτικού προϊόντος εξαρτάται, σε τελική ανάλυση, από τη βούληση του καταναλωτή να πληρώσει για την ποιότητα αυτή, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η ζήτηση των φαρμάκων καθοδηγείται, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, περισσότερο από τις επιλογές των συνταγογράφων ιατρών παρά από εκείνες των ασθενών τους και του ότι οι ασθενείς δεν επωμίζονται εν γένει το πλήρες κόστος –είτε ρυθμιζόμενο είτε όχι–, λόγω της παρέμβασης των διαφόρων φορέων ασφάλισης στον τομέα της υγείας.

388    Επομένως, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του φαρμακευτικού τομέα που συνδέονται με την εφαρμοστέα νομοθεσία, με τον ρόλο των συνταγογράφων ιατρών και με την κάλυψη της τιμής των φαρμάκων από φορείς ασφάλισης, η οικονομική δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ φαρμάκων πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της μεταφοράς των μεριδίων των πωλήσεων μεταξύ φαρμάκων προοριζομένων για την ίδια θεραπευτική ένδειξη, που προκαλείται από τις μεταβολές των σχετικών τιμών των φαρμάκων αυτών. Η διαπίστωση της έλλειψης μιας τέτοιας δυνατότητας υποκατάστασης αποκαλύπτει την ύπαρξη διακριτής αγοράς και τούτο ανεξαρτήτως των αιτίων της, είτε πρόκειται για την εγγενή ποιότητα του ή των φαρμάκων που υπάγονται στην αγορά αυτή είτε για τις προσπάθειες προώθησης των προϊόντων που καταβάλλουν οι παρασκευαστές τους.

389    Εξάλλου, οι εκτιμήσεις αυτές ελήφθησαν δεόντως υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο όταν διατύπωσε, στις σκέψεις 1380 έως 1398 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις αρχές που εφαρμόζονται για την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς προϊόντων στον φαρμακευτικό τομέα. Συγκεκριμένα, αφενός, έκρινε, στη σκέψη 1386 της ως άνω απόφασης, ότι «οι ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τους μηχανισμούς ανταγωνισμού στον φαρμακευτικό τομέα δεν καταλύουν τη σημασία που έχουν οι σχετικοί με την τιμή παράγοντες κατά την αξιολόγηση των ανταγωνιστικών πιέσεων, παράγοντες οι οποίοι πρέπει, εντούτοις, να αξιολογούνται με συνεκτίμηση των λοιπών παραμέτρων του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται». Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε, στη σκέψη 1390 της ίδιας απόφασης ότι «η περίσταση ότι η ανταγωνιστική πίεση μέσω των τιμών μετριάζεται σε μεγάλο βαθμό στον φαρμακευτικό τομέα […] μπορεί να δικαιολογεί την οριοθέτηση εξειδικευμένων αγορών» και έκρινε, στη σκέψη 1391, ότι όταν «μια ομάδα προϊόντων δεν δέχεται σημαντικές ανταγωνιστικές πιέσεις από άλλα προϊόντα, με αποτέλεσμα να μπορεί να θεωρηθεί ότι η ομάδα αυτή διαμορφώνει σχετική αγορά, το είδος ή η φύση των παραγόντων που θωρακίζουν τη συγκεκριμένη ομάδα προϊόντων έναντι πάσης μορφής σημαντικής ανταγωνιστικής πίεσης έχει περιορισμένη μόνο σημασία, καθώς η διαπίστωση της απουσίας τέτοιων ανταγωνιστικών πιέσεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην κατ’ αυτόν τον τρόπο οριζόμενη αγορά είναι σε θέση να βλάψει τα συμφέροντα των καταναλωτών στη συγκεκριμένη αγορά κωλύοντας, μέσω καταχρηστικής συμπεριφοράς, τη λειτουργία του ανταγωνισμού».

390    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη αντίφαση και χωρίς να παραβλέψει τις αρχές που μόλις είχε ορθώς διατυπώσει, να κρίνει, στις σκέψεις 1399 έως 1405 και 1574 έως 1586 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η σχετική ανελαστικότητα της ζήτησης περινδοπρίλης ως προς με την τιμή δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς διότι μπορούσε να εξηγηθεί ή να δικαιολογηθεί από την ποιότητα του φαρμάκου αυτού και την έκταση των προσπαθειών προώθησης εκ μέρους του παρασκευαστή του. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, με αποτέλεσμα οι σκέψεις 1399 έως 1405 και 1574 έως 1586 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης να ενέχουν έλλειψη νομιμότητας.

391    Επομένως, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός στο σύνολό του.

3.      Επί του ένατου και του δέκατου λόγου αναιρέσεως

392    Με τον ένατο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν δέχτηκε, στις σκέψεις 1418 έως 1566 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την ανάλυση, στο πλαίσιο του ορισμού της αγοράς της περινδοπρίλης, των εκθέσεων θεραπευτικής υποκατάστασης του φαρμάκου αυτού σε σχέση με τα λοιπά φάρμακα ΑΜΕ. Με τον δέκατο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 1461 έως 1463, ότι παραδεκτώς προσκομίστηκαν ορισμένα έγγραφα που επισύναψε η Servier στα πρωτοδίκως υποβληθέντα υπομνήματά της προκειμένου να αμφισβητήσει την εκ μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση των εκθέσεων αυτών όσον αφορά τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης.

393    Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στον όγδοο λόγο αναιρέσεως, από την οποία προκύπτει ότι ενέχει αντιφατική αιτιολογία η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 1585 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η Επιτροπή είχε εσφαλμένως καθορίσει βάσει ανάλυσης της δυνατότητας υποκατάστασης των προϊόντων επικεντρωμένης σε οικονομικές εκτιμήσεις σχετικές με τις τιμές ότι η περινδοπρίλη και τα λοιπά φάρμακα ΑΜΕ δεν μπορούσαν να υποκατασταθούν, δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ένατου και του δέκατου λόγου αναιρέσεως, στο μέτρο που οι λοιποί ως άνω λόγοι αναιρέσεως αφορούν τη θεραπευτική δυνατότητα υποκατάστασης των εν λόγω φαρμάκων.

4.      Επί του ενδέκατου λόγου αναιρέσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

394    Με τον ενδέκατο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 1611 έως 1622 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο ορισμός της αγοράς της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης και η διαπίστωση της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης της Servier στην αγορά αυτή ήταν εσφαλμένοι. Το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε αποκλειστικά στα σφάλματα που είχε διαπιστώσει όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς της περινδοπρίλης. Η Επιτροπή προβάλλει συναφώς τρεις αιτιάσεις.

395    Με την πρώτη αιτίαση, υποστηρίζει ότι οι δύο αυτές αγορές, μολονότι παραπλήσιες, έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, τόσο από πλευράς προσφοράς όσο και από πλευράς ζήτησης. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στη σκέψη 1615 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η μη αποδοχή του ορισμού της αγοράς της περινδοπρίλης έπρεπε αυτομάτως να συνεπιφέρει τη μη αποδοχή του ορισμού της αγοράς της σχετικής με το φάρμακο αυτό τεχνολογίας και, κατ’ επέκταση, τη διαπίστωση της δεσπόζουσας θέσης της Servier στην αγορά αυτή. Το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως επισήμανε, προς στήριξη της συλλογιστικής αυτής, ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 2648 έως 2651 της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι η ζήτηση για τεχνολογία σχετικά με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης απορρέει από τη ζήτηση για περινδοπρίλη. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις δεν περιέχουν κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η ζήτηση για τη σχετική με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης τεχνολογία εξαρτάται από τον ορισμό της αγοράς του φαρμάκου αυτού.

396    Με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 1618 έως 1621 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι στην επίδικη απόφαση δεν μπορούσε να συναχθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης της Servier στην αγορά της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης βάσει των εκδηλώσεων της θέσης αυτής στην αγορά, δεδομένου ότι, όπως είχε κρίνει το Γενικό Δικαστήριο, η εν λόγω αγορά δεν περιοριζόταν μόνο στην περινδοπρίλη. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη ότι οι δύο αυτές αγορές είναι διαφορετικές, η διαπίστωση της δεσπόζουσας θέσης της Servier στην πρώτη αγορά δεν εξαρτάται από την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης στη δεύτερη.

397    Με την τρίτη αιτίαση, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη την ανάλυση της αγοράς της σχετικής με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης τεχνολογίας η οποία περιλαμβάνεται στην επίδικη απόφαση, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 2632 έως 2647, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της ζήτησης, και στις αιτιολογικές σκέψεις 2671 έως 2757, όσον αφορά τη δεσπόζουσα θέση της Servier στην αγορά αυτή. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στους προβληθέντες ενώπιόν του ισχυρισμούς.

398    Η Servier αντιτείνει ότι ο λόγος αυτός είναι, στο σύνολό του, αλυσιτελής, διότι βάλλει κατά εκτίμησης που αφορά τον ορισμό της αγοράς της σχετικής με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης τεχνολογίας, ενώ το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του εν λόγω ζητήματος. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ορισμού της αγοράς αυτής, αλλά επέκρινε τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην επίδικη απόφαση όσον αφορά την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης της Servier στην ως άνω αγορά, λόγω σφαλμάτων κατά τον ορισμό της αγοράς της περινδοπρίλης ως φαρμάκου.

399    Εξάλλου, ο λόγος αυτός δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, διότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε τις σκέψεις 1627 έως 1631 αυτής, στις οποίες στηρίζεται το διατακτικό της. Από τα σημεία αυτά προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι «η απουσία δεσπόζουσας θέσης της Servier μόνο στην αγορά [της περινδοπρίλης] θέτει, αφ’ εαυτής, υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης η οποία προσάπτεται στη Servier» στην αγορά της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης και, αφετέρου, ότι η επίδικη απόφαση δεν αναφέρει καμία συμπεριφορά της επιχείρησης αυτής της οποίας ο παραβατικός χαρακτήρας να είναι ανεξάρτητος από τη φερόμενη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά της περινδοπρίλης.

400    Επιπλέον, η Servier υποστηρίζει ότι οι τρεις αιτιάσεις της Επιτροπής είναι αλυσιτελείς και αβάσιμες.

401    Η πρώτη αιτίαση αφορά πλάνη περί τα πράγματα και παραμορφώνει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 1615 της απόφασης αυτής, απλώς διαπίστωσε ότι, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει τον ορισμό της αγοράς της περινδοπρίλης για να αναλύσει την αγορά της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία του φαρμάκου αυτού.

402    Ομοίως, η δεύτερη αιτίαση στηρίζεται σε παραμόρφωση των σκέψεων 1618 και 1619 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η επίδικη απόφαση δεν είχε εξετάσει τις δύο επίμαχες αγορές ανεξάρτητα τη μία από την άλλη. Αντιθέτως, από την ενότητα 7.2.1.2.3 της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι η ζήτηση για την τεχνολογία σχετικά με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης απορρέει από τη ζήτηση για περινδοπρίλη. Η Επιτροπή στηρίχθηκε στη δεσπόζουσα θέση της Servier στην αγορά του φαρμάκου αυτού για να συναγάγει την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης της εν λόγω επιχείρησης στην αγορά της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία του ως άνω φαρμάκου.

403    Η δε τρίτη αιτίαση είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα σφάλματα που αφορούν τον ορισμό της αγοράς της περινδοπρίλης είχαν αντίκτυπο στον ορισμό της αγοράς της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία του φαρμάκου αυτού. Η Servier προσθέτει ότι η Επιτροπή απλώς επικαλείται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απεφάνθη επί προβληθέντος ισχυρισμού, χωρίς να διευκρινίζει για ποιον ισχυρισμό πρόκειται.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

404    Στη σκέψη 1615 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς της σχετικής με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης τεχνολογίας, ότι από την επίδικη απόφαση προκύπτει ότι «η ζήτηση για [αυτήν] την τεχνολογία […] απορρέει από τη ζήτηση για το τελικό φάρμακο περινδοπρίλης (αιτιολογικές σκέψεις 2648 έως 2651 της [απόφασης αυτής])» και ότι «[συνεπώς] η Επιτροπή χρησιμοποίησε την εσφαλμένη οριοθέτηση της σχετικής αγοράς την οποία έλαβε υπόψη για την αγορά των τελικών προϊόντων στο πλαίσιο της ανάλυσης της αγοράς της τεχνολογίας, ειδικότερα όσον αφορά την εκτίμηση της ζήτησης στην αγορά της τεχνολογίας».

405    Ωστόσο, από την ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 2648 έως 2651 της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι, μολονότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η ζήτηση για τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης απορρέει από τη ζήτηση του φαρμάκου αυτού, υπογράμμισε επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 2649 της απόφασης αυτής, ότι το χαρακτηριστικό αυτό δεν σημαίνει ότι οι όροι της ζήτησης για την εν λόγω τεχνολογία αντικατοπτρίζουν επακριβώς τους όρους της ζήτησης της περινδοπρίλης.

406    Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 2651 της επίδικης απόφασης, ότι, λαμβανομένης υπόψη της σχετικής ανελαστικότητας της ζήτησης της περινδοπρίλης, και η ζήτηση για τη σχετική με τη δραστική ουσία του φαρμάκου αυτού τεχνολογία ήταν μάλλον ανελαστική. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι απορρέει από τη διατύπωση της σκέψης 1615 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 2648 έως 2651 της επίδικης απόφασης σχετικά με τα χαρακτηριστικά της ζήτησης της σχετικής με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης τεχνολογίας δεν στηρίζονται στον ορισμό της αγοράς της περινδοπρίλης αυτόν καθεαυτόν, αλλά στους δεσμούς που υφίστανται μεταξύ της ζήτησης της ως άνω τεχνολογίας και της ζήτησης του εν λόγω φαρμάκου, δεδομένου ότι τα δύο αυτά προϊόντα είναι συμπληρωματικά, στο μέτρο που η εν λόγω τεχνολογία είναι αναγκαία για την παραγωγή του φαρμάκου.

407    Επομένως, μολονότι είναι αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 1615 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, επανέλαβε κατά αποσπασματικό και ανακριβή τρόπο το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η Επιτροπή είχε ορίσει την αγορά της σχετικής με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης τεχνολογίας διά της απλής επανάληψης του ορισμού της αγοράς του φαρμάκου αυτού, εντούτοις, στη σκέψη 1616 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, περιόρισε την έκταση του ως άνω σφάλματος καθόσον επισήμανε ότι, «όπως υποστήριξε, η Επιτροπή χρησιμοποίησε, στο πλαίσιο της ανάλυσης της αγοράς της τεχνολογίας, και άλλα στοιχεία για να οριοθετήσει την αγορά της τεχνολογίας, μεταξύ άλλων, ανάλυση της δυνατότητας υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 2657 επ. της [επίδικης] απόφασης)».

408    Επομένως, εξαιρουμένου του σφάλματος που μόλις επισημάνθηκε, η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής, με την οποία προβάλλει, κατ’ ουσίαν, παραμόρφωση του περιεχομένου της επίδικης απόφασης, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τις διαφορές μεταξύ των δύο αγορών, τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης, δεν είναι βάσιμη.

409    Κατά τα λοιπά, στις σκέψεις 1617 έως 1619 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφανθεί επί του εσφαλμένου ή μη χαρακτήρα της οριοθέτησης της αγοράς της σχετικής με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης τεχνολογίας προκειμένου να εκτιμήσει τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβαλλόταν πλάνη κατά την απόδειξη, από την Επιτροπή, της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης της Servier στην αγορά αυτή, με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή «στηρίχθηκε με καθοριστικό τρόπο» στην οριοθέτηση της αγοράς της περινδοπρίλης για να διαπιστώσει τη δεσπόζουσα θέση της Servier στην αγορά της σχετικής με τη δραστική ουσία του φαρμάκου αυτού τεχνολογίας. Στη σκέψη 1621 της ως άνω απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο άντλησε τις συνέπειες από την εκτίμησή του σχετικά με τον εσφαλμένο χαρακτήρα του ορισμού της αγοράς της περινδοπρίλης. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η Servier κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά της σχετικής με τη δραστική ουσία του φαρμάκου αυτού τεχνολογίας και έκρινε, ως εκ τούτου, στη σκέψη 1622, ότι έπρεπε να γίνει δεκτός ο πρωτοδίκως προβληθείς λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβαλλόταν πλάνη κατά την απόδειξη από την Επιτροπή της δεσπόζουσας θέσης της Servier στην αγορά της σχετικής με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης τεχνολογίας.

410    Πλην όμως, από τις σκέψεις 380 έως 390 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον εσφαλμένο χαρακτήρα του ορισμού της αγοράς της περινδοπρίλης ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 1611 έως 1622 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τη δεσπόζουσα θέση της Servier στην αγορά της σχετικής με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης τεχνολογίας στηρίζονται σε εσφαλμένη παραδοχή και, ως εκ τούτου, ενέχουν έλλειψη νομιμότητας. Δεδομένου ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις είχαν άμεση επιρροή στο σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που διαπίστωνε παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ από τη Servier, ο ενδέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

Δ.      Συμπέρασμα επί της αιτήσεως αναιρέσεως

411    Δεδομένου ότι έγιναν δεκτοί ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος, ο έκτος, ο έβδομος και ο όγδοος λόγος αναιρέσεως, καθώς και ο ενδέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής, να αναιρεθούν τα σημεία 1 έως 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης με τα οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε, πρώτον, το άρθρο 4 της επίδικης απόφασης κατά το μέρος που διαπιστώνει τη συμμετοχή της Servier στις συμφωνίες Krka, δεύτερον, το άρθρο 6 της απόφασης αυτής, το οποίο διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ από τη Servier, και, τρίτον, το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 7, παράγραφος 6, της εν λόγω απόφασης, τα οποία καθορίζουν το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στη Servier για τις παραβάσεις που μνημονεύονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 4 και 6 της ίδιας απόφασης.

VIII. Επί των συνεπειών της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

412    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

413    Εν προκειμένω, όσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως με αίτημα την ακύρωση του άρθρου 4 της επίδικης απόφασης, σχετικά με την παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση στο σύνολό της. Ειδικότερα, με το δεύτερο σκέλος του ένατου λόγου ακυρώσεως, η Servier υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη εκτίμησης καθόσον χαρακτήρισε τη συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Όπως όμως προκύπτει από τη σκέψη 307 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχτηκε τον χαρακτηρισμό αυτόν, για τον λόγο και μόνον ότι απέρριψε τον ίδιο χαρακτηρισμό όσον αφορά τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης στην Krka, χωρίς ωστόσο να αποφανθεί επί της ουσίας του δεύτερου αυτού σκέλους. Επομένως, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του δευτέρου σκέλους του ένατου λόγου ακυρώσεως της προσφυγής.

414    Όσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως με αίτημα την ακύρωση του άρθρου 6 της επίδικης απόφασης, σχετικά με την παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, από την απάντηση που δόθηκε στον όγδοο λόγο αναιρέσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι εσφαλμένως η Επιτροπή περιόρισε τον ορισμό της σχετικής αγοράς στην αγορά της περινδοπρίλης. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εκτίμηση αυτή αρκούσε για να γίνει δεκτός ο δέκατος τέταρτος λόγος ακυρώσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το ίδιο επί του πρώτου σκέλους του λόγου αυτού, με το οποίο η Servier επικαλούνταν πλείονες παρατυπίες οι οποίες επηρέαζαν την οικονομετρική ανάλυση της Επιτροπής. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του πρώτου αυτού σκέλους, η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση ως προς το σημείο αυτό.

415    Επιπλέον, από την απάντηση που δόθηκε στον ενδέκατο λόγο αναιρέσεως στις σκέψεις 404 έως 410 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτοτελώς τον δέκατο έκτο και τον δέκατο έβδομο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier και οι οποίοι έβαλλαν κατά του ορισμού της αγοράς της τεχνολογίας σχετικά με τη δραστική ουσία της περινδοπρίλης και κατά της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης της Servier στην αγορά αυτή, αλλά απλώς επανέλαβε τους λόγους για τους οποίους δέχθηκε τον δέκατο τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, ο οποίος αφορούσε πλάνη κατά τον ορισμό της αγοράς της περινδοπρίλης. Επομένως, η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση και, ως εκ τούτου, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

416    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί υπό σύνθεση διαφορετική από εκείνη που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

417    Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 216, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όταν το Δικαστήριο αναιρεί απόφαση τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να αποφασίσει να ανατεθεί η υπόθεση σε άλλο τμήμα συγκροτούμενο από τον ίδιο αριθμό δικαστών. Συναφώς, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να υπογραμμίσει ότι η αναπομπή της υπόθεσης σε δικαστικό σχηματισμό η σύνθεση του οποίου διαφέρει από τη σύνθεση του αρχικώς δικάσαντος δεν μπορεί να θεωρηθεί, στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, ως γενική υποχρέωση (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 57). Επομένως, το αίτημα της Επιτροπής δεν πρέπει να γίνει δεκτό.

418    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του δεύτερου σκέλους του ένατου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier, το οποίο αφορά τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, επί του δέκατου τέταρτου, του δέκατου πέμπτου, του δέκατου έκτου και του δέκατου έβδομου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, και επί των επικουρικών λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως, με σκοπό την αμφισβήτηση του ύψους του προστίμου.

IX.    Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

419    Η Servier, στο πλαίσιο της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής της, αμφισβητεί, με το πρώτο σκέλος του ένατου λόγου ακυρώσεως, τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως, αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας διακανονισμού Krka και της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος.

420    Λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του ότι οι λόγοι αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο κατ’ αντιμωλία συζητήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ότι η εξέτασή τους δεν απαιτεί τη λήψη κανενός συμπληρωματικού μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση όσον αφορά το πρώτο σκέλος του ένατου λόγου ακυρώσεως καθώς και όσον αφορά τον δέκατο λόγο ακυρώσεως.

Α.      Επί του πρώτου σκέλους του ένατου λόγου ακυρώσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

421    Με το πρώτο σκέλος του ένατου λόγου ακυρώσεως, η Servier αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και αναπτύσσει, συναφώς, πέντε αιτιάσεις. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι «η επίδικη απόφαση παραμορφώνει τα πραγματικά περιστατικά καθόσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Krka είχε την ικανότητα να εισέλθει στις αγορές σε σύντομο χρονικό διάστημα», δεύτερον, ότι «η επίδικη απόφαση διαστρεβλώνει τις προθέσεις των μερών και τους επιδιωκόμενους σκοπούς, που ήταν ωστόσο θεμιτοί», τρίτον, ότι «η επίδικη απόφαση χαρακτηρίζει εσφαλμένως τις συμφωνίες για την κατανομή της αγοράς», τέταρτον, ότι «ούτε το περιεχόμενο των συμφωνιών δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, αλλά αντιθέτως αποδεικνύει τον θεμιτό χαρακτήρα τους» και, πέμπτον, ότι «εσφαλμένως η απόφαση χαρακτηρίζει τις συμφωνίες ως περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, μολονότι τα περιοριστικά αποτελέσματά τους ήταν υποθετικά». Εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει αν η εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παράβασης που συνίσταται σε κατανομή των αγορών της περινδοπρίλης μέσω των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στηρίζεται στα νομικά και πραγματικά σφάλματα που προβάλλει η Servier στο πλαίσιο των πέντε αυτών αιτιάσεων.

422    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

2.      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

423    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ύπαρξη παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού μπορεί να εκτιμηθεί ορθώς μόνον αν οι ενδείξεις των οποίων γίνεται επίκληση στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν κριθούν μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό τους, συνεκτιμώμενων των χαρακτηριστικών της αγοράς των οικείων προϊόντων (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1972, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, 48/69, EU:C:1972:70, σκέψη 68). Η έκταση του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ καλύπτει όλα τα στοιχεία των αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, ο εμπεριστατωμένος έλεγχος των οποίων πρέπει να διασφαλίζεται, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, υπό το πρίσμα των λόγων που προβάλλουν οι διάδικοι (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 44, και της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψη 72).

424    Συναφώς, μολονότι το πρώτο σκέλος του ένατου λόγου ακυρώσεως διαρθρώνεται σε πέντε αιτιάσεις, όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η Servier στο πλαίσιο αυτό αφορούν είτε το ζήτημα αν η Krka ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της Servier κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, παρά τις διαδοχικές δικαστικές ήττες που υπέστη η Krka κατά την προσπάθειά της να ακυρωθεί το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, είτε το ζήτημα αν οι συμφωνίες αυτές, εξεταζόμενες από κοινού, αποτελούσαν συμφωνία κατανομής της αγοράς η οποία μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Υπογραμμίζεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή της Servier, η οποία αφορά ειδικά τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, συμπίπτει με την επιχειρηματολογία που προέβαλε στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον εγγενώς θεμιτό χαρακτήρα των συμφωνιών διακανονισμού διαφοράς για διπλώματα ευρεσιτεχνίας και των συμφωνιών παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

425    Βάσει των όσων κρίθηκαν στη σκέψη 131 της παρούσας απόφασης, πρέπει να εξακριβωθεί, σε πρώτο στάδιο και στο μέτρο που η Servier ήγειρε το ζήτημα αυτό ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αν η Επιτροπή ορθώς χαρακτήρισε τις συμφωνίες Krka ως περιορισμό του δυνητικού ανταγωνισμού που ασκούσε η Krka στη Servier. Προς τούτο, πρέπει να εξεταστεί αν, κατά την ημερομηνία σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, υπήρχαν πραγματικές και συγκεκριμένες πιθανότητες να εισέλθει η Krka στην αγορά της περινδοπρίλης και να ανταγωνιστεί τη Servier. Η εξέταση αυτή απαιτεί να διαπιστωθεί αν η Krka είχε προβεί σε επαρκείς ενέργειες βάσει των οποίων να μπορούσε να αποδειχθεί ότι είχε τη σταθερή βούληση καθώς και την ικανότητα να εισέλθει στην αγορά εντός τέτοιου χρονικού διαστήματος ώστε να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στη Servier, καθώς και να εξακριβωθεί η απουσία ενδεχόμενων ανυπέρβλητων εμποδίων για την είσοδο αυτή, η δε διαπίστωση δυνητικού ανταγωνισμού μπορεί, ενδεχομένως, να επιβεβαιωθεί από πρόσθετα στοιχεία.

426    Εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να καθοριστεί, εν συνεχεία, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν στη σκέψη 107 της παρούσας απόφασης, αν οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka αποτελούσαν συμφωνία κατανομής της αγοράς η οποία περιόριζε τον ανταγωνισμό ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως έκρινε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση. Προς τούτο, θα πρέπει να εξεταστούν οι σκοποί των εν λόγω συμφωνιών καθώς και ο οικονομικός δεσμός που, κατά την επίδικη απόφαση, υφίστατο μεταξύ τους. Ειδικότερα, θα πρέπει να εκτιμηθεί αν η μεταβίβαση αξίας από τη Servier στην Krka, μέσω της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, ήταν αρκούντως σημαντική ώστε να παρακινήσει την Krka να δεχθεί κατανομή των εθνικών αγορών της περινδοπρίλης με τη Servier, παραιτούμενη, έστω και προσωρινώς, από την είσοδο στις κύριες αγορές της Servier, με αντάλλαγμα τη διασφάλιση της δυνατότητας εμπορίας της γενόσημης εκδοχής της περινδοπρίλης στις δικές της κύριες αγορές, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να εμπλακεί σε ένδικες διαφορές κινηθείσες από τη Servier λόγω προσβολής δικαιωμάτων που αντλούνται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Τέλος, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, στο μέτρο που η Servier εγείρει συναφώς το ζήτημα αυτό, οι προθέσεις των μερών στις συμφωνίες Krka, καθόσον βάσει αυτών μπορούν να αποδειχθούν οι επιδιωκόμενοι από τις συμφωνίες αυτές σκοποί.

α)      Επί του δυνητικού ανταγωνισμού που ασκεί η Krka στη Servier

427    Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1672 έως 1700 της επίδικης απόφασης, η Krka ήταν ο πρώτος παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων που αμφισβήτησε τη θέση της Servier στην αγορά της περινδοπρίλης. Οι δύο αυτές επιχειρήσεις ήταν ήδη υφιστάμενοι ανταγωνιστές στις αγορές της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Σλοβενίας, όπου η Krka είχε αρχίσει να εμπορεύεται γενόσημη εκδοχή της περινδοπρίλης. Στις άλλες εθνικές αγορές εντός της Ένωσης η Krka ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της Servier. Η Krka προετοίμαζε την είσοδό της στις αγορές αυτές με συγκεκριμένες και επαρκείς ενέργειες, έχοντας λάβει, μεταξύ άλλων, άδειες κυκλοφορίας στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες, καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο, και διέθετε ήδη έτοιμο προς διάθεση προϊόν. Σε ορισμένες από τις λοιπές αυτές αγορές επωφελήθηκε από τη συνεργασία εμπορικών εταίρων. Η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 1685 της επίδικης απόφασης, ότι από πολλές έγγραφες αποδείξεις προγενέστερες της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 προέκυπτε ότι η Krka ήταν πεπεισμένη ότι θα δικαιωνόταν στις ένδικες διαφορές μεταξύ, αφενός, της ίδιας ή των εμπορικών εταίρων της και, αφετέρου, της Servier σχετικά με το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας 340 και 947.

428    Επομένως, κατά την επίδικη απόφαση, πριν από τη σύναψη των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η Krka ανταγωνιζόταν ήδη τη Servier σε ορισμένες εθνικές αγορές και, στις αγορές στις οποίες δεν ήταν ακόμη παρούσα, όχι μόνο διέθετε την ικανότητα εισόδου σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά και ήταν επίσης αποφασισμένη να το πράξει. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η Krka μπορούσε να θεωρηθεί δυνητική ανταγωνίστρια της Servier.

429    Η Servier δεν αμφισβητεί τα στοιχεία αυτά καθεαυτά, ακόμη και αν υποστηρίζει ότι η στρατηγική της Krka «εστιαζόταν στις αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και όχι στις αγορές της Δυτικής Ευρώπης». Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να υποστηρίζει ότι, κατά την ημερομηνία σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η Krka μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί δυνητική ανταγωνίστριά της. Η Servier προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι διαστρέβλωσε τις προθέσεις των διαδίκων, και ειδικότερα τις προθέσεις της Krka, αρνούμενη να δεχθεί ότι οι διαδοχικές δικαστικές ήττες που υπέστη η επιχείρηση αυτή την είχαν πείσει ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947 ήταν έγκυρο και ότι, επομένως, ήταν προτιμότερο για την ίδια να διαπραγματευθεί με τη Servier προκειμένου να αποκτήσει άδεια εκμετάλλευσης του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας στις κύριες αγορές της. Οι εν λόγω δικαστικές ήττες που υπέστη η Krka, οι οποίες απορρέουν από την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και από την απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006, αποτέλεσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο για την είσοδο της επιχείρησης αυτής, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, στις κύριες αγορές της Servier. Εσωτερικό έγγραφο της Krka με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 2006 καταδεικνύει ότι, λόγω της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006, η επιχείρηση αυτή είχε αλλάξει στρατηγική, αποφασίζοντας να εγκαταλείψει την εμπορία της δικής της εκδοχής της περινδοπρίλης που παρασκευάζεται με την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης, που προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, προκειμένου να επενδύσει στην ανάπτυξη μορφής του ως άνω φαρμάκου η οποία δεν θα προσέβαλλε δικαιώματα αντλούμενα από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

430    Επιπλέον, η Servier υπενθυμίζει ότι, αμέσως μετά την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006, αφενός, επικοινώνησε μαζί της η Krka, η οποία επιθυμούσε να συζητήσει το ενδεχόμενο παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας για ορισμένες εθνικές αγορές και, αφετέρου, η ίδια η Servier κίνησε, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ένδικη διαδικασία λόγω προσβολής των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας 340 και 947, συνοδευόμενη από αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, κατά της Krka. Μολονότι η Krka άσκησε ανταγωγή με αίτημα την ακύρωση των εν λόγω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, δεν έδειξε, κατά τη Servier, παρά ελάχιστο ενδιαφέρον για τις δίκες αυτές, οι οποίες ήταν εξάλλου δαπανηρές και θα είχαν όλως αβέβαιο αποτέλεσμα.

431    Εν προκειμένω, προκειμένου να καθοριστεί αν η Servier βασίμως υποστηρίζει ότι, λόγω της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και της απόφασης του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006, η Krka δεν διέθετε πλέον ούτε την ικανότητα ούτε τη σταθερή βούληση να εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούσε πλέον πηγή δυνητικού ανταγωνισμού, υπενθυμίζεται ότι η ύπαρξη διπλώματος ευρεσιτεχνίας το οποίο προστατεύει τη μέθοδο παρασκευής δραστικής ουσίας που έχει περιέλθει σε δημόσια χρήση δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να θεωρηθεί ανυπέρβλητος φραγμός και δεν εμποδίζει το να χαρακτηρισθεί ως «δυνητικός ανταγωνιστής» του παρασκευαστή του οικείου πρωτότυπου φαρμάκου ο παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων ο οποίος έχει πράγματι σταθερή βούληση καθώς και ικανότητα εισόδου στην αγορά και ο οποίος, με τις ενέργειές του, δείχνει πρόθυμος να αμφισβητήσει το κύρος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας και να αναλάβει τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει, κατά την είσοδό του στην αγορά, αγωγή λόγω προσβολής που θα ασκήσει ο δικαιούχος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 46] Εξάλλου, όπως κρίθηκε στη σκέψη 132 της παρούσας απόφασης, όταν εκκρεμούν ακόμη μεταξύ τους ένδικες διαφορές σχετικά με το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας, είναι αναγκαίο να εξεταστεί το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων πριν συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο δικαιούχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και ο ως άνω παρασκευαστής δεν είναι δυνητικοί ανταγωνιστές.

432    Ειδικότερα, όσον αφορά τη σταθερή βούληση της Krka να συνεχίσει τις προσπάθειές της για τη διάθεση της περινδοπρίλης της στην αγορά, καθώς και το ζήτημα αν οι δικαστικές ήττες που υπέστη η Krka αποτέλεσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο για την είσοδό της στην αγορά εντός τέτοιου χρονικού διαστήματος ώστε να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στη Servier μέσα στις κύριες αγορές της, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 101 της παρούσας απόφασης, από τα αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 1686 έως 1691 της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι ούτε η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 ούτε εξάλλου η απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006 είχαν ως αποτέλεσμα να σταματήσει η Krka τις προσπάθειές της να εισέλθει στις αγορές αυτές. Εξάλλου, κατά το εν λόγω διάστημα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1687 και 1700 της επίδικης απόφασης τις οποίες δεν αμφισβητεί η Servier, η Krka κατόρθωσε να επιτύχει, στην Ουγγαρία, τον Σεπτέμβριο του 2006, την απόρριψη αίτησης της Servier για τη λήψη προσωρινών μέτρων σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, ενώ η Krka εμπορευόταν ήδη, στην ουγγρική αγορά, τη δική της εκδοχή της περινδοπρίλης, η οποία παρασκευάζεται από την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης και προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947.

433    Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 1687 και 1688 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή μνημόνευσε έγγραφα από τα οποία προέκυπτε, αντιθέτως, ότι η Krka δεν είχε αποδεχθεί την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και ήταν αποφασισμένη να μη συμμορφωθεί προς αυτή. Από τη μαρτυρία υπαλλήλου της Krka, η οποία παρατίθεται εκτενώς στις αιτιολογικές σκέψεις 895 και 1688 της ως άνω απόφασης, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι «[α]υτό που μας ενοχλεί ιδιαίτερα είναι ότι στη δίκη αυτή εκδηλώθηκαν διακρίσεις εις βάρος της βιομηχανίας γενοσήμων και δεν θα επιτρέψουμε να κερδίσουν τόσο εύκολα». Η δήλωση αυτή, η οποία έγινε για λογαριασμό της Krka, αναιρεί το επιχείρημα της Servier ότι η Krka είχε αποφασίσει να μην αμφισβητήσει το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ώστε να μπορέσει να εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier. Επιπλέον, οι συγκεκριμένες αγωγές που άσκησε η Krka μετά την απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 επιβεβαιώνουν ότι η επιχείρηση αυτή δεν είχε αποδεχθεί το κύρος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, διότι συνέχισε να αμφισβητεί το κύρος του ενώπιον του ΕΓΔΕ και άσκησε κατά της Servier, την 1η και την 8 Σεπτεμβρίου 2006, ανταγωγές με αίτημα την ακυρότητα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας 947 και 340 στο πλαίσιο των ένδικων διαδικασιών που είχε κινήσει η Servier στο Ηνωμένο Βασίλειο λόγω προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από διπλώματα ευρεσιτεχνίας.

434    Άλλωστε, δεν υπάρχει κανένα έγγραφο συνταχθέν κατά τον ίδιο χρόνο με τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka το οποίο να αναφέρει ότι η απόφαση του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και η απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006 μετέβαλαν την αντίληψη της Krka για το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 σε σημείο που να την αναγκάζουν να εγκαταλείψει τα σχέδιά της να διαθέσει στην αγορά τη δική της περινδοπρίλη. Ειδικότερα, το εσωτερικό έγγραφο της Krka, με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 2006, που μνημονεύεται από τη Servier και κατά το οποίο οι δραστηριότητες σχετικά με την περινδοπρίλη της Krka έπρεπε να σταματήσουν ούτως ώστε να αναπτυχθεί εκδοχή του φαρμάκου αυτού που δεν θα προσέβαλλε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντικατοπτρίζει στρατηγική απόφαση των διευθυντικών στελεχών της Krka. Συγκεκριμένα, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1687 της επίδικης απόφασης, το εσωτερικό αυτό έγγραφο περιορίζεται στην καταγραφή των θέσεων που εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια επιχειρησιακών συναντήσεων εντός του τμήματος «Έρευνα και ανάπτυξη» της επιχείρησης, των οποίων η δοθείσα από τη Servier ερμηνεία διαψεύδεται, εν πάση περιπτώσει, από το γεγονός ότι η Krka συνέχισε την παραγωγή περινδοπρίλης παρασκευαζόμενης από την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης, που προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, όπως πιστοποιούν τα ίδια εσωτερικά έγγραφα της Krka, πράγμα που επισήμανε η Επιτροπή στην υποσημείωση 2260 της ως άνω απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένων υπόψη των αντίθετων αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέστηκε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 1686 έως 1691 της επίδικης απόφασης, το εσωτερικό αυτό έγγραφο δεν αποδεικνύει με πειστικό τρόπο ότι η Krka, όπως διατείνεται η Servier, αποφάσισε οριστικά να εισέλθει με τη δική της εκδοχή της περινδοπρίλης στις κύριες αγορές της Servier κατόπιν της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006. Συγκεκριμένα, τα ως άνω στοιχεία αποδεικνύουν αντικειμενικά ότι η Krka εξακολουθούσε να έχει ικανότητα πρόσβασης στις κύριες αγορές της Servier, καθώς και την πρόθεση να εισέλθει σε αυτές.

435    Στο μέτρο που η Servier προσάπτει στην Επιτροπή ότι «διαστρέβλωσε» τις προθέσεις των διαδίκων, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή αναγνώρισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 1688 και 1690 της επίδικης απόφασης, ότι η Krka δεν ήταν πλέον εξίσου πεπεισμένη για την ισχύ της ένδικης θέσης της κατόπιν της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 και ότι ως αντίδραση στην απόφαση αυτή είχε αναλάβει η Krka την πρωτοβουλία να επικοινωνήσει με τη Servier προκειμένου να εξετάσει το ενδεχόμενο να της χορηγήσει άδεια εκμετάλλευσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 για ορισμένες γεωγραφικές αγορές.

436    Εντούτοις, η πρωτοβουλία αυτή της Krka δεν αποδεικνύει ούτε ότι η εν λόγω επιχείρηση είχε παύσει να ανταγωνίζεται τη Servier στις κύριες αγορές της Servier μέσω της δικής της περινδοπρίλης, που παρασκευάζεται από την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης η οποία προστατεύεται με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 912 και 1688 της επίδικης απόφασης, η Krka είχε επίγνωση του γεγονότος ότι η Servier είχε δεχθεί να διαπραγματευτεί μαζί της κατόπιν της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006 διότι συνιστούσε «σοβαρή απειλή» για τη Servier, η οποία «πίστευε ότι η Krka διέθετε στέρεα και πλήρη αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την ανακοπή ενώπιον του ΕΓΔΕ και την ανάκληση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας στο Ηνωμένο Βασίλειο». Επομένως, η ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της Krka και της Servier σχετικά με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, η οποία αποτελούσε αντικείμενο ένδικων διαφορών που εκκρεμούσαν ενώπιον του ΕΓΔΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου και τις οποίες οι δύο αυτές επιχειρήσεις θεωρούσαν σημαντικές, συνιστά πρόσθετη ένδειξη της σχέσης δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ τους [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 52], δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός αυτός ενδέχεται, εξάλλου, να καταστεί υπαρκτός εντός τέτοιου χρονικού διαστήματος ώστε να μπορεί να ασκηθεί ανταγωνιστική πίεση στη Servier κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 101 της παρούσας απόφασης. Τούτο ισχύει κατ’ ανάγκην, δεδομένου ότι η ύπαρξη του ανταγωνισμού αυτού επηρέασε πράγματι την εμπορική συμπεριφορά της Servier οδηγώντας την στη χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης στην Krka για τις κύριες αγορές της ίδιας της Krka.

437    Εξάλλου, το επιχείρημα της Servier, το οποίο αντλείται από το ότι η Krka είχε αναλάβει την πρωτοβουλία για τις διαπραγματεύσεις σχετικά με τη χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης, συγχέει τις προθέσεις της Krka στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν θα κατέληγαν σε αποτέλεσμα με τους εμπορικούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε η Krka στο πλαίσιο των εν λόγω διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, μόνον οι ως άνω προθέσεις είναι κρίσιμες για την εκτίμηση της ύπαρξης δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Servier και της Krka κατά τον χρόνο υπογραφής των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka. Οι φερόμενοι ως θεμιτοί εμπορικοί σκοποί τους οποίους επιδίωκε η Krka στο πλαίσιο των εν λόγω διαπραγματεύσεων ήταν κρίσιμοι μόνο για την εκτίμηση του αντικειμένου των ίδιων αυτών συμφωνιών.

438    Πράγματι, υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι η σύναψη συμφωνίας μεταξύ πλειόνων επιχειρήσεων οι οποίες δραστηριοποιούνται στο ίδιο επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής και εκ των οποίων ορισμένες δεν δραστηριοποιούνται στη σχετική αγορά συνιστά ισχυρή ένδειξη υπέρ της ύπαρξης σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ τους [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

439    Πλην όμως, αν το γεγονός ότι η Krka διαπραγματεύτηκε με τη Servier με σκοπό τη σύναψη συμφωνιών όπως οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka αρκούσε για να καταδειχθεί ότι η Krka δεν είχε πλέον τη σταθερή βούληση να ανταγωνιστεί τη Servier μέσω της δικής της εκδοχής της περινδοπρίλης, η οποία παρασκευάζεται από την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης και προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, ή ακόμη και για να καταδειχθεί ότι υπήρχε ανυπέρβλητο εμπόδιο για την είσοδο της Krka στις κύριες αγορές της Servier, παρά την ύπαρξη αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων όπως αυτά που παρέθεσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 1686 έως 1691 της επίδικης απόφασης, τούτο θα σήμαινε, κατά τρόπο αντιφατικό σε σχέση με τη νομολογία που μόλις υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη, ότι η απόφαση μιας επιχείρησης να διαπραγματευθεί και, στη συνέχεια, να συνάψει συμφωνία με άλλη επιχείρηση που δραστηριοποιείται στο ίδιο επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής, με σκοπό ο ισότιμος ανταγωνισμός να διαδεχθεί μια σχέση συνεργασίας, θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να μην είναι πλέον δυνητικός ανταγωνιστής του αντισυμβαλλομένου της. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εσκεμμένη επιλογή μιας επιχείρησης να ακολουθήσει εμπορική πολιτική συνιστάμενη στη σύναψη συμφωνίας με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρεθεί η ίδια αυτή συμφωνία από την απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, επομένως, να στερηθεί η εν λόγω διάταξη σημαντικό μέρος της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της.

440    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η επιχειρηματολογία της Servier δεν δύναται να αναιρέσει τη διαπίστωση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 1700 της επίδικης απόφασης, ότι, κατά την ημερομηνία σύναψης των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η Krka ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της Servier.

441    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Servier σχετικά με τον δυνητικό ανταγωνισμό εκ μέρους της Krka.

β)      Επί της ύπαρξης συμφωνίας περί κατανομής της αγοράς

442    Με τη δεύτερη αιτίαση, η Servier υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka είχαν ως αντικείμενο την κατανομή των αγορών με την Krka.

443    Η Servier υποστηρίζει, πρώτον, ότι οι συμφωνίες αυτές συνήφθησαν λόγω της αναγνώρισης του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και είχαν ως σκοπό την επίλυση των ένδικων διαφορών μεταξύ αυτής και της Krka. Συγκεκριμένα, η Krka δεν μπορούσε να εμπορεύεται την δική της περινδοπρίλη, λόγω του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 και της απόφασης του ΕΓΔΕ της 27ης Ιουλίου 2006.

444    Εντούτοις, με την επιχειρηματολογία αυτή, η Servier απλώς επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τους αντλούμενους από την υποτιθέμενη αναγνώριση του κύρους του ως άνω διπλώματος ευρεσιτεχνίας ισχυρισμούς της σχετικά με την απουσία δυνητικού ανταγωνισμού από την Krka και την ύπαρξη συμφωνίας κατανομής της αγοράς. Τα εν λόγω επιχειρήματα όμως έχουν ήδη απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται, αντιστοίχως, στις σκέψεις 427 έως 440 και 178 έως 184της παρούσας απόφασης.

445    Η Servier αμφισβητεί, δεύτερον, την ύπαρξη συμφωνίας κατανομής της αγοράς δυνάμει της οποίας η Krka δέχτηκε να μην εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier με αντάλλαγμα τη δημιουργία ενός de facto δυοπωλίου στις κύριες αγορές της Krka. Κατά τη Servier, από τις ρήτρες των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka προκύπτει ότι καθεμιά από τις συμφωνίες αυτές είχε θεμιτό αντικείμενο. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka θα δημιουργούσε τέτοιο δυοπώλιο. Αντιθέτως, πολλά έγγραφα συνταχθέντα κατά τον ίδιο χρόνο με τη σύναψη των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka καταδεικνύουν ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων ήταν έντονος. Κατά τη Servier, εσφαλμένως η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 1724 και 1728 της επίδικης απόφασης, ότι η ίδια η Servier είχε δεσμευτεί, με τη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, να μην επιτρέψει να εισέλθει τρίτος ανταγωνιστής στις κύριες αγορές της Krka. Επιπλέον, η Servier υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση παραμορφώνει έγγραφο της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, μνημονευόμενο μεταξύ άλλων στην αιτιολογική σκέψη 849 της ως άνω απόφασης, στο οποίο υπάλληλος της Krka αναφερόταν σε «από κοινού δραστηριότητα με σκοπό τον έλεγχο της αγοράς».

446    Η Servier αρνείται ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka θα μπορούσε να έχει ωθήσει την Krka να αποδεχθεί τους περιορισμούς του ανταγωνισμού που προβλέπονταν στη συμφωνία διακανονισμού Krka. Ακόμη και αν η εν λόγω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης συνιστούσε κίνητρο για τη σύναψη διακανονισμού, το γεγονός αυτό δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για τη διαπίστωση παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, διότι από τις προθέσεις των μερών προκύπτει ότι οι εν λόγω συμφωνίες επιδίωκαν θεμιτούς σκοπούς. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 1738 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή εκτίμησε σε δέκα εκατομμύρια ευρώ τα κέρδη τα οποία η Krka μπορούσε να αποκομίσει από την εν λόγω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, ενώ συγχρόνως υποβάθμισε τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματά της, με την αιτιολογία, η οποία εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 1833 της απόφασης αυτής, ότι «δεν είναι σαφές σε ποια αναλογία η συμφωνία διακανονισμού Krka ενίσχυσε στην πράξη την κατάσταση του ανταγωνισμού στα κράτη μέλη που καλύπτονταν από την άδεια εκμετάλλευσης, δεδομένου ότι η Krka είχε ήδη θέσει σε κυκλοφορία την δική της περινδοπρίλη σε πέντε από τα εν λόγω κράτη μέλη πριν από τη συμφωνία [διακανονισμού Krka]». Η Servier επιμένει επίσης στο γεγονός ότι, ακόμη και μετά τη σύναψη των ως άνω συμφωνιών, η Krka εξακολουθούσε να έχει τη δυνατότητα να εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier με προϊόν που δεν προσέβαλλε δικαιώματα αντλούμενα από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

447    Στο μέτρο που η Servier επικαλείται τον φερόμενο ως «θεμιτό» χαρακτήρα των ρητρών των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι μολονότι οι αντικειμενικοί σκοποί που επιδιώκουν οι συμφωνίες όσον αφορά τον ανταγωνισμό είναι, ασφαλώς, κρίσιμοι για να αξιολογηθεί το ενδεχόμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενό τους, το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενήργησαν χωρίς να έχουν την υποκειμενική πρόθεση να παρεμποδίσουν, να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το γεγονός ότι επιδίωξαν ορισμένους θεμιτούς σκοπούς δεν έχουν καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 167 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνεπώς, το γεγονός ότι μια εμπορική στρατηγική που συνίσταται στο ότι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο ίδιο επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής διαπραγματεύονται τέτοιες συμφωνίες μεταξύ τους προκειμένου να θέσουν τέρμα σε ένδικη διαφορά σχετική με το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι εύλογη και ορθολογική από την πλευρά των επιχειρήσεων αυτών ουδόλως αποδεικνύει ότι η επιδίωξη της εν λόγω στρατηγικής είναι δικαιολογημένη από την πλευρά του δικαίου του ανταγωνισμού.

448    Επιπλέον, είναι ασφαλώς αληθές, όπως κρίθηκε στη σκέψη 226 της παρούσας απόφασης, ότι οι συμφωνίες φιλικού διακανονισμού διαφοράς σχετικής με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, όπως και οι συμφωνίες παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης που συνδέονται με τέτοιες συμφωνίες, μπορούν να συναφθούν νομίμως και με θεμιτό σκοπό βάσει της αναγνώρισης του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας από τα μέρη. Εξάλλου, οι δημόσιες αρχές ενθαρρύνουν τη σύναψη συμφωνιών φιλικού διακανονισμού καθότι οι τελευταίες καθιστούν δυνατή την εξοικονόμηση πόρων και επομένως είναι ευνοϊκές για το ευρύ κοινό [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 79]. Ομοίως, όπως ορθώς επισημαίνει η Servier με το δικόγραφο της προσφυγής της, είναι αναμφισβήτητο ότι συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης η οποία παρέχει σε παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων τη δυνατότητα να εισέλθει σε ορισμένες αγορές που είναι κλειστές στον ανταγωνισμό λόγω της ύπαρξης διπλώματος ευρεσιτεχνίας ενδέχεται, κατά τεκμήριο, να παραγάγει θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα στις ίδιες αυτές αγορές.

449    Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 226 της παρούσας απόφασης, το γεγονός ότι συμφωνίες επιδιώκουν σκοπό ο οποίος, in abstracto, ενδέχεται να είναι θεμιτός δεν σημαίνει ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω συμφωνίες αποσκοπούν επίσης στην κατανομή των αγορών ή στην υλοποίηση άλλων περιορισμών του ανταγωνισμού. Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 178 έως 184 της παρούσας απόφασης, το γεγονός ότι μια συμφωνία έχει νομική μορφή κατ’ αρχήν θεμιτή και ότι οι όροι της συμφωνίας αυτής δεν αποκαλύπτουν ένα προφανώς αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο δεν είναι, αυτό καθεαυτό, καθοριστικό για να κριθεί αν η συμφωνία αυτή συνιστά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, κάθε συμφωνία πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με το συγκεκριμένο περιεχόμενό της και το οικονομικό της πλαίσιο, ιδίως δε υπό το φως της κατάστασης της οικείας αγοράς.

450    Πλην όμως, εν προκειμένω, τα επιχειρήματα που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το περιεχόμενο των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, παραβλέπουν, πρώτον, το ότι οι δεσμοί μεταξύ των συμφωνιών αυτών είναι τέτοιοι ώστε να καθίσταται αναγκαία η συνολική και όχι μεμονωμένη εξέταση των ρητρών τους. Δεύτερον, τα επιχειρήματα αυτά δεν λαμβάνουν υπόψη το ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka επέτρεπε στην Krka να εμπορεύεται τη δική της περινδοπρίλη που παρασκευάζεται με την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης, η οποία προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, στις κύριες αγορές της, τις οποίες δεν αφορά η διαπιστωθείσα με την επίδικη απόφαση παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενώ η συμφωνία διακανονισμού απαγόρευε στην Krka να διαθέτει το εν λόγω φάρμακο στην αγορά των κύριων αγορών της Servier, τις οποίες αφορά η παράβαση.

451    Όσον αφορά τους δεσμούς μεταξύ των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, από τους όρους των συμφωνιών αυτών και από τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθησαν, όπως εκτέθηκαν από την Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1703 της επίδικης απόφασης, προκύπτει σαφώς ότι, από οικονομική άποψη, οι εν λόγω συμφωνίες συνδέονται μεταξύ τους υπό την έννοια ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1702, η μία δεν μπορούσε να συναφθεί χωρίς την άλλη. Άλλωστε, οι δεσμοί αυτοί επιβεβαιώνονται από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 1746 και 2103 της επίδικης απόφασης, από τα οποία προκύπτει ότι η Krka θεωρούσε ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka αποτελούσε προϋπόθεση προκειμένου να δεχτεί να μην εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier, δεδομένου ότι οι περιορισμοί που προβλέπονταν στη συμφωνία διακανονισμού Krka ήταν απαραίτητοι για τη λήψη της εν λόγω άδειας. Επομένως, στο μέτρο που η Servier επιδιώκει, χωρίς να αμφισβητεί την ύπαρξη των ως άνω δεσμών, αυτών καθεαυτούς, να θέσει εν αμφιβόλω την εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση των επίμαχων συμφωνιών βάσει επιχειρηματολογίας η οποία τις εξετάζει χωριστά προκειμένου να αποδείξει τον φερόμενο θεμιτό χαρακτήρα του περιεχομένου τους, η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή. Από τα ανωτέρω προκύπτει επίσης, όπως κρίθηκε στη σκέψη 195 της παρούσας απόφασης, και εν αντιθέσει προς την επιχειρηματολογία της Servier, ότι, ανεξαρτήτως του επαρκούς ή μη ύψους της αμοιβής που προβλέπεται στη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka υπό το πρίσμα των συνθηκών της αγοράς, η πρόσβαση στις κύριες αγορές της χωρίς τον κίνδυνο να προσβάλει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ήταν εκείνο ακριβώς το στοιχείο που ώθησε την Krka να δεχθεί να μην πωλεί τη δική της περινδοπρίλη που παρασκευάζεται με την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης, η οποία προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, στις κύριες αγορές της Servier.

452    Εξάλλου, το επιχείρημα της Servier που αφορά τον φερόμενο ως ευνοϊκό για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στις κύριες αγορές της Krka αναιρείται από το ότι η συμφωνία αυτή δεν καλύπτει τις κύριες αγορές της Servier, τις μόνες τις οποίες αφορά η διαπιστωθείσα με την επίδικη απόφαση παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω ευνοϊκός για τον ανταγωνισμό χαρακτήρας, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένος, θα είχε θετικό αντίκτυπο στον ανταγωνισμό μόνο στις κύριες αγορές της Krka. Εν πάση περιπτώσει, μολονότι η παραχώρηση αδείας εκμετάλλευσης σε ορισμένες αγορές με αντάλλαγμα τη δέσμευση του δικαιούχου της αδείας αυτής να μην αμφισβητήσει το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του αντισυμβαλλομένου του όσον αφορά τις ίδιες αγορές μπορεί, υπό την επιφύλαξη εκτίμησης του ειδικού περιεχομένου της και του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, να θεωρηθεί θεμιτή από πλευράς ανταγωνισμού, τούτο δεν ισχύει όταν ένα σύνολο συμφωνιών παρέχει στον εν λόγω δικαιούχο τη δυνατότητα να εισέλθει χωρίς τον κίνδυνο να προσβάλει δικαιώματα αντλούμενα από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε ορισμένες γεωγραφικές αγορές ενώ συγχρόνως του απαγορεύει να εισέλθει σε άλλες αγορές.

453    Ένα τέτοιο σύνολο συμφωνιών συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, κατανομή των αγορών και, ως εκ τούτου, περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, ο οποίος δεν μπορεί να σχετικοποιηθεί ή να αντισταθμιστεί από ενδεχόμενα θετικά ή και ευνοϊκά επί του ανταγωνισμού αποτελέσματα για όποια αγορά κι αν πρόκειται. Πλην όμως, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να εξετάσει τα αποτελέσματα μιας συμφωνίας ή συμπεριφοράς στο πλαίσιο της εκτίμησης σχετικά με την ύπαρξη ενδεχόμενου περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψεις 159 και 166 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

454    Επιπλέον, όπως εξήγησε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1745 της επίδικης απόφασης, ακριβώς λόγω του ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka και η υποχρέωση μη προσβολής των ως άνω δικαιωμάτων που απορρέει από τη συμφωνία διακανονισμού Krka δεν καλύπτουν τις ίδιες εθνικές αγορές, κατά την άποψή της, η εν λόγω συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν ήταν θεμιτή, αλλά αποτελούσε μάλλον σημαντικό οικονομικό κίνητρο για την Krka ώστε να αποδεχθεί τους περιορισμούς που προβλέπονταν στη συμφωνία διακανονισμού Krka και, ως εκ τούτου, να συμμετάσχει στη γεωγραφική κατανομή των εν λόγω αγορών με τη Servier. Επομένως, αυτό το quid pro quo μπορεί να εξομοιωθεί, από οικονομικής απόψεως, με μεταβίβαση αξίας κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 104 της παρούσας απόφασης. Προκειμένου να εξακριβωθεί το βάσιμο της ανάλυσης αυτής, πρέπει, σύμφωνα με την ως άνω νομολογία, να εκτιμηθεί αν η εν λόγω μεταβίβαση αξίας από τη Servier υπέρ της Krka εξηγείται αποκλειστικά από το συμφέρον της Servier και της Krka να αποφύγουν τον υγιή ανταγωνισμό.

455    Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 427 και 428 της παρούσας απόφασης, όχι μόνον η Krka πωλούσε ήδη την περινδοπρίλη της σε ορισμένες από τις κύριες αγορές της, αλλά, επιπλέον, προηγούνταν σε σχέση με τους δυνητικούς ανταγωνιστές της Servier στα σχέδια εμπορίας γενόσημης εκδοχής της περινδοπρίλης, ιδίως στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, δύο από τις κύριες αγορές της Servier. Εξάλλου, από τα στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις της περινδοπρίλης, τα οποία παρατίθενται μεταξύ άλλων στις αιτιολογικές σκέψεις 2273 έως 2401 της επίδικης απόφασης, προκύπτει ότι η τιμή στην οποία η Servier πωλούσε το φάρμακο αυτό στις αγορές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν κατά πολύ υψηλότερη από την τιμή στην οποία η Krka πωλούσε τη δική της περινδοπρίλη στην αγορά της Πολωνίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, το κίνητρο της Servier να καθυστερήσει την είσοδο του εν λόγω φαρμάκου στις κύριες αγορές της ήταν σαφές και, επιπλέον, δεν αμφισβητήθηκε.

456    Όσον αφορά το ζήτημα αν η Επιτροπή βασίμως έκρινε ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka συνιστούσε αντάλλαγμα για τη συμφωνία διακανονισμού Krka, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι βάσει της εν λόγω συμφωνίας παραχωρούνταν, κατ’ αποκλειστικότητα και αμετάκλητα, η άδεια εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 υπέρ της Krka στις κύριες αγορές της, παρά τη δυνατότητα που επιφυλάσσεται στη Servier να εκμεταλλευτεί επίσης τα δικαιώματα αυτά, απευθείας ή μέσω των θυγατρικών της ή μέσω ενός και μόνον ανά χώρα τρίτου φορέα. Από τη συμφωνία αυτή προκύπτει ότι, σε καθεμιά από τις ως άνω αγορές, πλην της Servier, των θυγατρικών της ή τρίτου οριζόμενου από αυτήν φορέα, η Krka ήταν η μόνη επιχείρηση που ήταν σε θέση να εμπορευθεί περινδοπρίλη που παρασκευάζεται με την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης και προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, χωρίς να κινδυνεύει να προσβάλει δικαιώματα αντλούμενα από το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

457    Εν συνεχεία, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 1721, 1724, 1728 έως 1730 και 1819 της επίδικης απόφασης, η απόφαση της Servier να μην αντιταχθεί στην εμπορία εκ μέρους της Krka, στις κύριες αγορές της, γενόσημης εκδοχής της περινδοπρίλης ισοδυναμεί πράγματι, από οικονομική άποψη, με μεταβίβαση αξίας προς όφελος της Krka. Χάρη σε ένα τέτοιο quid pro quo, η Servier και η Krka ήταν σε θέση να διατηρήσουν, στις αντίστοιχες κύριες αγορές τους, ευνοϊκότερη θέση, δεδομένου ότι η Servier κατόρθωσε να αποκλείσει τον δυνητικό ανταγωνισμό που θα προέκυπτε από την είσοδο της περινδοπρίλης της Krka που παρασκευάζεται από την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης, η οποία προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, στις κύριες αγορές της, η δε Krka διασφάλισε το ότι θα μπορούσε να διαθέσει το φάρμακο αυτό στις δικές της κύριες αγορές, χωρίς τον κίνδυνο να προσβάλει δικαιώματα αντλούμενα από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

458    Στο πλαίσιο αυτό, η Servier προβάλλει το ότι η Επιτροπή υποβάθμισε το ευνοϊκό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka στις κύριες αγορές της Krka, καθώς και το πλεονέκτημα που αντιπροσώπευε για την επιχείρηση αυτή, στο μέτρο που η Krka ήταν ήδη παρούσα σε πέντε από τις ως άνω αγορές. Η Servier συνάγει εξ αυτού ότι η υπέρ της Krka διασφάλιση του ότι θα μπορούσε να διαθέσει στο εμπόριο τη δική της περινδοπρίλη, η οποία παρασκευάζεται με την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης και προστατεύεται με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να προσβάλει δικαιώματα αντλούμενα από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ήταν το μόνο πλεονέκτημα που αντλούσε η Krka από τη συμφωνία αυτή, σύμφωνα με τη συλλογιστική της ίδιας της Επιτροπής, και υποστηρίζει ότι το πλεονέκτημα αυτό δεν αρκούσε για να ωθήσει την Krka να μην εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier. Εντούτοις, από τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 913 και 1748 της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι η ίδια η Krka επισήμανε στην Επιτροπή, στις 4 Αυγούστου 2009, προς απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών του θεσμικού οργάνου, ότι είχε «θυσιάσει» τις κύριες αγορές της Servier, οι οποίες «ήταν ήσσονος σημασίας για την Krka», «έναντι άμεσης εισόδου στις αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης». Επομένως, από τα στοιχεία της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η δυνατότητα που προσφέρθηκε κατά τα ανωτέρω στην Krka να είναι η μόνη παρασκευάστρια γενόσημης εκδοχής της περινδοπρίλης στις κύριες αγορές της ήταν προτιμότερη, από την υποκειμενική πλευρά της Krka –ακόμη και αν δεν είχε αποδεχθεί να μην εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier χωρίς τη χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης που να καλύπτει τις δικές της κύριες αγορές– από το ενδεχόμενο εμπλοκής σε δικαστικές διαμάχες στις κύριες αγορές της Servier, που θα μπορούσαν να είναι δαπανηρές και των οποίων η έκβαση ήταν αβέβαιη και οι οποίες άλλωστε, σε περίπτωση επιτυχίας, θα είχαν ωφελήσει το σύνολο των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 844, 874, 914, 1759 και 1763 της επίδικης απόφασης.

459    Όσον αφορά το επιχείρημα της Servier ότι η ύπαρξη de facto δυοπωλίου στις κύριες αγορές της Krka αναιρείται από τη δυνατότητα που υπήρχε για μια θυγατρική της Servier ή για τρίτον εγκεκριμένο από την τελευταία να εισέλθει στις κύριες αγορές της Krka, διαπιστώνεται ότι, όπως κρίθηκε στη σκέψη 232 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε «de facto» και όχι «de jure» δυοπώλιο και ότι, εν πάση περιπτώσει, η Servier απέστη από το de jure μονοπώλιό της δεσμευόμενη να μοιραστεί την αγορά αποκλειστικά με την Krka. Στο μέτρο που η Servier κάνει λόγο για έντονο ανταγωνισμό στον οποίο επιδίδονται η Krka και η Servier στις αγορές αυτές, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, μολονότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 1728 και 1744 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή δεν αρνήθηκε την ύπαρξη ορισμένου βαθμού ανταγωνισμού, ο ακριβής βαθμός ανταγωνισμού στις αγορές αυτές δεν ασκεί επιρροή, διότι ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι η Servier παραιτήθηκε κατ’ ανάγκην από μερίδια αγοράς, και επομένως από μέρος των κερδών της, υπέρ της Krka.

460    Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα αν η μεταβίβαση αξίας που μνημονεύεται στη σκέψη 457 της παρούσας απόφασης ήταν αρκούντως σημαντική ώστε να ωθήσει την Krka να συνάψει τη συμφωνία διακανονισμού Krka, από την αιτιολογική σκέψη 1738 της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι η ίδια η Krka εκτίμησε την οικονομική αξία που μεταβίβασε κατ’ αυτόν τον τρόπο η Servier ως αντάλλαγμα για τη δέσμευσή της να μην εισέλθει στις κύριες αγορές της επιχείρησης αυτής σε δέκα εκατομμύρια ευρώ περίπου για διάστημα τριών ετών. Η εκτίμηση αυτή αποδείχθηκε αξιόπιστη δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που παρατίθενται στην υποσημείωση 4112 της επίδικης απόφασης, κατά τη διάρκεια εφαρμογής των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, το κέρδος που αποκόμισε η Krka από την πώληση της περινδοπρίλης μόνο στις αγορές της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας ανήλθε στο ποσό των δέκα εκατομμυρίων ευρώ. Πλην όμως, ακόμη και αν από το ποσό των δέκα εκατομμυρίων ευρώ αφαιρεθούν τα ποσά της ετήσιας αμοιβής που οφείλει η Krka στη Servier βάσει της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, γεγονός παραμένει ότι μια τόσο σημαντική μεταβίβαση αξίας από τη Servier προς την Krka δεν μπορεί να εξηγηθεί από κανένα άλλο αντάλλαγμα εκ μέρους της Krka πέραν της δέσμευσής της να μην ανταγωνίζεται τη Servier στις κύριες αγορές της.

461    Επισημαίνεται περαιτέρω ότι κανένα από τα άλλα ειδικότερα επιχειρήματα που προέβαλε η Servier δεν αναιρεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka οδήγησαν σε κατανομή της αγοράς η οποία συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

462    Κατά τη Servier, εσφαλμένως η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 1747 της επίδικης απόφασης, ότι «η γεωγραφική εμβέλεια της άδειας εκμετάλλευσης που χορηγήθηκε στην Krka δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις διαφορές μεταξύ των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στις περιοχές αυτές», διότι, στην πραγματικότητα, υπήρχαν τέτοιες διαφορές, δεδομένου ότι κατά την ημερομηνία χορήγησης της εν λόγω άδειας η Krka είχε ήδη εισέλθει σε πολλές από τις αγορές που καλύπτονταν από αυτή, γεγονός που την εξέθετε στον συγκεκριμένο και άμεσο κίνδυνο άσκησης αγωγών λόγω προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Προβάλλοντας την επιχειρηματολογία αυτή, η Servier πλανάται ως προς τη σημασία των διαφορών που μπορεί να υπάρχουν, όσον αφορά την κατάσταση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, μεταξύ των γεωγραφικών αγορών.

463    Πράγματι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1754 της επίδικης απόφασης, οι διαφορές αυτές είναι κρίσιμες για την εκτίμηση της νομιμότητας, από πλευράς ανταγωνισμού, της γεωγραφικής έκτασης μιας άδειας εκμετάλλευσης μόνον αν σχετίζονται με το επίπεδο του αντικειμενικού κινδύνου, σε καθεμιά από τις εν λόγω αγορές, της ακύρωσης του διπλώματος ή των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που αποτελούν το αντικείμενο της χορηγηθείσας αδείας. Τούτο εξηγείται από το ότι δεν είναι θεμιτό να «θυσιάζονται» ορισμένες αγορές, εις βάρος της λειτουργίας του ανταγωνισμού στις αγορές αυτές, με σκοπό τη λήψη αδείας σε άλλες αγορές για υποκειμενικούς λόγους εμπορικής σκοπιμότητας. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της Servier σχετικά με το υποτιθέμενο «παράδοξο» που απορρέει από το ότι η χορήγηση άδειας που καλύπτει μεγαλύτερο αριθμό αγορών θα μπορούσε να συνιστά κίνητρο για μη είσοδο στις αγορές που δεν καλύπτονται από την άδεια αυτή. Πράγματι, ανεξαρτήτως του αριθμού των αγορών που δεν καλύπτονται από την εν λόγω άδεια, γεγονός παραμένει ότι στις αγορές αυτές ο ανταγωνισμός περιορίζεται.

464    Η Servier υποστηρίζει ότι οι ρήτρες μη αμφισβήτησης και μη προσβολής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας στις κύριες αγορές της Servier δεν συνεπάγονταν κατανομή της αγοράς. Μολονότι απαγορευόταν στην Krka να διαθέτει στο εμπόριο τη δική της περινδοπρίλη που παρασκευάζεται από την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης, η οποία προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, διότι υποθετικώς προσέβαλλε δικαίωμα αντλούμενο από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η Krka παρέμενε ελεύθερη να διαθέτει στο εμπόριο εκδοχή του φαρμάκου αυτού η οποία δεν συνιστούσε τέτοια προσβολή και την οποία, εξάλλου, ανέπτυσσε την περίοδο εκείνη. Εντούτοις, αρκεί να επισημανθεί επ’ αυτού ότι το γεγονός ότι μια συμφωνία κατανομής της αγοράς περιορίζει τις δυνατότητες δυνητικού ανταγωνιστή να ανταγωνιστεί τον κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας χωρίς, ωστόσο, να αποκλείει κάθε πιθανότητα ανταγωνισμού εκ μέρους του εν λόγω ανταγωνιστή μακροπρόθεσμα, διά της ανάπτυξης προϊόντος που δεν προσβάλλει δικαιώματα αντλούμενα από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι μια τέτοια συμφωνία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

465    Η Servier επικαλείται υποτιθέμενα ευνοϊκά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα στις κύριες αγορές της Servier λόγω του ότι η συμφωνία διακανονισμού Krka δεν εμπόδιζε την Krka να εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier μέσω της δικής της περινδοπρίλης που παρασκευάζεται με την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης, η οποία προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, πριν από τη λήξη ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 340. Εντούτοις, η συμφωνία αυτή απαγόρευε στην Krka να διαθέσει την εν λόγω περινδοπρίλη στις αγορές αυτές μέχρι τη λήξη ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Επομένως, η «παραχώρηση» από τη Servier του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 340 δεν θέτει εν αμφιβόλω την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο της συμφωνίας, δεδομένου ότι η εν λόγω συμφωνία εμπόδιζε την Krka να εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier βραχυπρόθεσμα, ή ακόμη και μεσοπρόθεσμα.

466    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Servier ότι η συμφωνία διακανονισμού Krka δεν εμπόδιζε τους λοιπούς δυνητικούς ανταγωνιστές της Servier να συνεχίσουν τις ένδικες ενέργειές τους για την ακύρωση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947, διαπιστώνεται ότι η περίσταση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει, υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι η εν λόγω συμφωνία υποχρέωνε την Krka να παραιτηθεί από τις εκκρεμείς ένδικες διαδικασίες μεταξύ αυτής και της Servier ως προς το ζήτημα αυτό. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στη σκέψη 436 της παρούσας απόφασης, η Servier «πίστευε ότι η Krka διέθετε στέρεα και πλήρη αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την ανακοπή ενώπιον του ΕΓΔΕ και την ανάκληση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας στο Ηνωμένο Βασίλειο», πράγμα που σημαίνει ότι η ανάκληση των ένδικων βοηθημάτων της ενδέχετο να μειώσει σημαντικά τις πιθανότητες ακύρωσης του διπλώματος αυτού και, επομένως, να ενισχύσει τον έλεγχο που μπορούσε να ασκήσει η Servier στις σχετικές αγορές.

467    Όσον αφορά το επιχείρημα της Servier που αντλείται από προβαλλόμενη παραμόρφωση εγγράφου της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, στο οποίο υπάλληλος της Krka αναφερόταν σε «από κοινού [με τη Servier] δραστηριότητα με σκοπό τον έλεγχο της αγοράς», διαπιστώνεται ότι το έγγραφο αυτό αναφέρει, τουλάχιστον, ότι η Krka ήταν θετική, ένα έτος πριν από τη σύναψη των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, στο ενδεχόμενο συνεργασίας με τη Servier σε ορισμένες αγορές, προκειμένου να τις ελέγξουν από κοινού, χωρίς το έγγραφο αυτό να καθιστά δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό των εν λόγω αγορών. Εν πάση περιπτώσει, το στοιχείο αυτό αποτελεί μέρος μιας δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων που αποδεικνύουν τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των συμφωνιών, αλλά δεν αποτελεί, από μόνο του, έρεισμα αναγκαίο για τη διαπίστωση της Επιτροπής. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ισχυρισμοί της Servier σχετικά με το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο είναι εν μέρει ακριβείς, το ως άνω επιχείρημα δεν αρκεί για να γίνει δεκτός ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως.

468    Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι, στο μέτρο που η Servier επιδιώκει, με ορισμένα επιχειρήματά της, να υποβαθμίσει τον βαθμό βλαπτικότητας των συμφωνιών Krka, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο περιορισμός του ανταγωνισμού που διαπίστωσε η Επιτροπή ήταν αρκούντως επιβλαβής ώστε να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 97 και 238 της παρούσας απόφασης, οι συμφωνίες που αποσκοπούν στην κατανομή των αγορών έχουν, αφ’ εαυτών, ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και εμπίπτουν σε μια κατηγορία συμφωνιών που απαγορεύεται ρητώς από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

469    Επομένως, η αξιολόγηση του συνόλου των επιχειρημάτων των διαδίκων και των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 1745 της επίδικης απόφασης, ότι, μολονότι η άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας μπορεί να αποτελεί νόμιμο μέσο για τον κάτοχο του διπλώματος αυτού προκειμένου να χορηγήσει σε τρίτον το δικαίωμα εκμετάλλευσης της προστατευόμενης από το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας εφεύρεσης, η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka χρησίμευσε ως κίνητρο για να επιτύχει τη δέσμευση της Krka να μην εισέλθει στις κύριες αγορές της Servier, κατ’ αυτόν δε τον τρόπο οι δύο αυτές επιχειρήσεις μπόρεσαν να οργανώσουν μεταξύ τους την κατανομή της αγοράς.

470    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Servier σχετικά με την ύπαρξη συμφωνίας κατανομής της αγοράς.

471    Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν με την επίδικη απόφαση αποδεικνύουν την ύπαρξη της πρακτικής με την οποία η Servier και η Krka είχαν κατανείμει την αγορά της περινδοπρίλης και αρκούν για να δικαιολογήσουν τον χαρακτηρισμό της εν λόγω πρακτικής ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 96 και 97 της παρούσας απόφασης.

472    Στο μέτρο που η Servier ζητεί, επικουρικώς, να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση καθόσον με αυτή διαπιστώθηκε περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ειδικώς στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, παρά την ύπαρξη προσωρινής διαταγής απορρέουσας από την απόφαση του High Court της 3ης Οκτωβρίου 2006, με την οποία απαγορεύθηκε στην Krka να εισέλθει στην αγορά αυτή με τη δική της περινδοπρίλη, η οποία παρασκευάζεται με κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης και προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947, υπενθυμίζεται ότι μια τέτοια διαταγή συνιστά προσωρινό μέτρο το οποίο ουδόλως προδικάζει το βάσιμο αγωγής λόγω προσβολής δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ασκηθείσας από τον κάτοχο του διπλώματος [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 53]. Επομένως, η ανταγωνιστική πίεση που ασκούσε η δυνατότητα εισόδου της Krka στην αγορά αυτή δεν εξαφανίστηκε μετά την έκδοση της διαταγής αυτής και, επομένως, η περίσταση αυτή δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα που έγινε δεκτό στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης όσον αφορά την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου.

473    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του ένατου λόγου ακυρώσεως και να διαπιστωθεί ότι η Servier δεν ανέτρεψε τον διαλαμβανόμενο στην επίδικη απόφαση χαρακτηρισμό του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου όσον αφορά την πρακτική με την οποία η Servier και η Krka αποσκοπούσαν στην κατανομή της αγοράς της περινδοπρίλης μέσω των συμφωνιών διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka.

474    Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως μνημονεύθηκε και στη σκέψη 424 της παρούσας απόφασης, στο μέτρο που το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο εστιάζεται, κατ’ ουσίαν, στον εγγενώς θεμιτό χαρακτήρα των συμφωνιών διακανονισμού και των συμφωνιών παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης εν γένει, αφορά ειδικώς τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, το σκέλος αυτό συμπίπτει με τη νομική επιχειρηματολογία που προέβαλε η Servier πρωτοδίκως στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως. Κατά συνέπεια, από το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 423 έως 473 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορά τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, πρέπει επίσης να απορριφθεί.

Β.      Επί του δέκατου λόγου ακυρώσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

475    Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως, η Servier προσάπτει κατ’ αρχάς στην Επιτροπή ότι διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 1817 της επίδικης απόφασης, ότι η Servier κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά, όπως αυτή ορίζεται στην εν λόγω απόφαση, διαπίστωση την οποία η Servier αμφισβητεί στο πλαίσιο άλλων λόγων ακυρώσεως. Επικαλείται επίσης έλλειψη αιτιολογίας, διότι, κατ’ αυτήν, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση βάσει αντίστροφου σεναρίου στην επίδικη απόφαση. Εν συνεχεία, η Servier προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ανάλυση του αντίστροφου σεναρίου. Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει τον ανταγωνισμό όπως αυτός ευλόγως θα υφίστατο αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι συμφωνίες Krka, λαμβανομένου δε υπόψη του πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου αυτές παρήγαγαν τα αποτελέσματά τους. Η Servier υποστηρίζει συναφώς ότι η παραίτηση της Krka από τις ένδικες διαδικασίες σχετικά με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 δεν είχε καμία αισθητή επίδραση στην έκβαση των εν λόγω διαδικασιών.

476    Αν δεν υπήρχαν οι συμφωνίες Krka, η Krka πιθανότατα δεν θα είχε εισέλθει στις αγορές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατά τη Servier, η είσοδος αυτή είχε απαγορευθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει προσωρινής διαταγής. Στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, η Krka είχε εγκαταλείψει τα σχέδιά της για εισαγωγή της δικής της περινδοπρίλης στην αγορά. Εντούτοις, οι συμφωνίες Krka δεν θα εξάλειφαν την Krka ως δυνητική ανταγωνίστρια της Servier σε περίπτωση ενδεχόμενης ακύρωσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 ή ανάπτυξης εκδοχής της περινδοπρίλης που δεν θα προσέβαλλε δικαιώματα αντλούμενα από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Όσον αφορά τη συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, η Servier εκτιμά ότι δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στον ανταγωνισμό, διότι η τεχνολογία της Krka δεν καθιστούσε δυνατή την παράκαμψη του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947. Η Servier υπογραμμίζει ότι μετά την ανάκληση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947 με την απόφαση του ΕΓΔΕ της 6ης Μαΐου 2009, πολλοί παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων εισήλθαν στην αγορά της περινδοπρίλης, γεγονός που αποδεικνύει την απουσία αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματος της συμφωνίας αυτής, ανεξάρτητα από το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

477    Η Servier βάλλει επίσης κατά της αιτιολογικής σκέψης 1831 της επίδικης απόφασης, η οποία αφορά τα μέτρα που θα μπορούσαν να είχαν λάβει η Servier και η Krka, κατά τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των συμφωνιών Krka, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι συμφωνίες αυτές να οδηγήσουν σε κατανομή της αγοράς. Διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα μέρη θα μπορούσαν να διευθετήσουν τη μεταξύ τους διαφορά με λιγότερο περιοριστικούς όρους.

478    Τέλος, η Servier υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων των συμφωνιών Krka.

479    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

2.      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

480    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Servier στο πλαίσιο του δέκατου λόγου ακυρώσεως συμπίπτει με την επιχειρηματολογία που προέβαλε στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, κατά την οποία οι εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τα αποτελέσματα των συμφωνιών Krka είναι εσφαλμένες. Όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο η Servier αμφισβητεί την ύπαρξη της δεσπόζουσας θέσης της στην φερόμενη ως αυτόνομη αγορά της περινδοπρίλης, θέση στην οποία παραπέμπει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1817 της επίδικης απόφασης, διαπιστώνεται ότι η αναφορά αυτή, η οποία γίνεται στο πλαίσιο περιγραφής της ανταγωνιστικής θέσης της Servier, δεν είναι καθοριστική για την ανάλυση που ακολουθεί, στις αιτιολογικές σκέψεις 1820 επ. της ως άνω απόφασης, των αποτελεσμάτων των συμφωνιών Krka στον δυνητικό ανταγωνισμό που ασκεί η Krka επί της Servier.

481    Σχετικά με την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας που απορρέει από το ότι δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση βάσει αντίστροφου σεναρίου στην επίδικη απόφαση, αρκεί η επισήμανση ότι, στην αιτιολογική σκέψη 1814 της απόφασης αυτής, η Επιτροπή επισήμανε ότι ήταν αναγκαίο να ληφθεί υπόψη «ο ανταγωνισμός που θα διαμορφωνόταν αν δεν υφίστατο η συμφωνία», ήτοι, ειδικότερα, «η ανταγωνιστική συμπεριφορά που θα επιδείκνυε η Krka αν δεν υφίστατο η συμφωνία». Επομένως, η επίδικη απόφαση δεν ενέχει έλλειψη αιτιολογίας ως προς το ζήτημα αυτό.

482    Από τα νομικά στοιχεία που εκτίθενται στις σκέψεις 339 έως 358 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι τα λοιπά επιχειρήματα σχετικά με το αντίστροφο σενάριο που προέβαλε η Servier στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του βάρους που φέρει η Επιτροπή σχετικά με την απόδειξη των περιοριστικών του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων των συμφωνιών οι οποίες, όπως και οι συμφωνίες Krka, αποσκοπούν στην κατανομή των αγορών μέσω της καθυστέρησης εισόδου γενόσημου φαρμάκου στην αγορά.

483    Ειδικότερα, όπως κρίθηκε στη σκέψη 354 της παρούσας απόφασης, εναπέκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει ότι το αντίστροφο σενάριο που έγινε δεκτό δεν ήταν πιθανό, αλλά ρεαλιστικό και αξιόπιστο. Όπως όμως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από τη σκέψη 355 της παρούσας απόφασης, στο μέτρο που, εν προκειμένω, ο επίμαχος περιορισμός του ανταγωνισμού συνίστατο στην εξάλειψη της πηγής δυνητικού ανταγωνισμού που ασκούσε η Krka στη Servier, η ανάλυση του αντίστροφου σεναρίου αντιστοιχούσε, κατ’ ουσίαν, στην ανάλυση της ύπαρξης του εν λόγω δυνητικού ανταγωνισμού, που εξαλείφθηκε από τις συμφωνίες Krka Επομένως, προκειμένου να κριθεί αν οι συμφωνίες Krka, που απαγόρευαν στην Krka να εισέλθει στις αγορές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου, είχαν αποδεδειγμένο αποτέλεσμα στον δυνητικό ανταγωνισμό, η Επιτροπή έπρεπε να εξακριβώσει αν η Krka θα είχε, σε περίπτωση που δεν υφίσταντο οι εν λόγω συμφωνίες, πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα να διεισδύσει στις αγορές αυτές εντός τέτοιου χρονικού διαστήματος ώστε να μπορεί να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στη Servier, με αποτέλεσμα η απειλή της εν λόγω εισόδου να μπορούσε να θεωρηθεί ρεαλιστική και αξιόπιστη [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 117 έως 120].

484    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Servier, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι, αν δεν υφίστατο η συμφωνία διακανονισμού Krka, η Krka θα είχε δικαιωθεί ταχύτερα ή σε μεγαλύτερο βαθμό στις ένδικες διαδικασίες κατά του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 947.

485    Λαμβάνοντας υπόψη, στις αιτιολογικές σκέψεις 1826, 1829 και 1835 έως 1846 της επίδικης απόφασης, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο των συμφωνιών Krka, η Επιτροπή βασίμως εκτίμησε ότι η Krka αποτελούσε μία από τις πλέον άμεσες απειλές για τη Servier, διότι είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στις αγορές της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου. Το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί με βεβαιότητα αν η Krka θα είχε πράγματι εισέλθει στις αγορές αυτές είναι ανεξάρτητο από το ότι, μολονότι επιθυμούσε να εισέλθει στις εν λόγω αγορές και διέθετε τα μέσα για να το πράξει, εντούτοις συμφώνησε με τη Servier προκειμένου να μην ασκήσει τη δυνατότητα αυτή, με όρους αμοιβαίως επωφελείς και για τις δύο επιχειρήσεις.

486    Αν δεν υφίσταντο οι συμφωνίες Krka, δεν θα είχε εξαλειφθεί η ως άνω δυνατότητα εισόδου της Krka, μέσω της δικής της περινδοπρίλης, η οποία παρασκευάζεται με την κρυσταλλική μορφή άλφα της ερβουμίνης και προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 947. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέδειξε ότι η εξάλειψη, μέσω της εφαρμογής των εν λόγω συμφωνιών, της πηγής αυτής δυνητικού ανταγωνισμού είχε ως αποτέλεσμα τον αισθητό περιορισμό του ανταγωνισμού. Συνεπώς, μια τέτοια εξάλειψη του δυνητικού ανταγωνισμού συνιστούσε αποτέλεσμα το οποίο δεν ήταν ούτε υποθετικό ούτε δυνητικό, αλλά πραγματικό, και ικανό να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος που έγινε δεκτός στην αιτιολογική σκέψη 1850 της επίδικης απόφασης.

487    Όσον αφορά το επιχείρημα της Servier με το οποίο βάλλει κατά της αιτιολογικής σκέψης 1831 της επίδικης απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που η Servier και η Krka θα μπορούσαν να είχαν λάβει, κατά τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των συμφωνιών Krka, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι συμφωνίες αυτές να οδηγήσουν σε κατανομή της αγοράς, αρκεί η διαπίστωση ότι, με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή απλώς επισήμανε, ορθώς, ότι τίποτα δεν εμπόδιζε τη Servier και την Krka να συνάψουν διαφορετικές συμφωνίες οι οποίες δεν θα οδηγούσαν στην κατανομή της αγοράς που διαπιστώθηκε στις σκέψεις 442 έως 473 της παρούσας απόφασης. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό της Servier στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι οι συμφωνίες Krka δεν συνιστούσαν κατανομή της αγοράς και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

488    Επομένως, από την εξέταση του δέκατου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier δεν προέκυψε η ύπαρξη πλάνης ικανής να κλονίσει τη διαπίστωση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 1850 της επίδικης απόφασης, ότι οι συμφωνίες Krka είχαν ως αποτέλεσμα τον σημαντικό περιορισμό του δυνητικού ανταγωνισμού που ασκούσε η Krka στη Servier.

489    Σχετικά δε με την επίκληση από τη Servier των φερόμενων ως θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, αρκεί να υπομνησθεί, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 175, 289, 452 και 454 της παρούσας απόφασης, ότι η εν λόγω συμφωνία αφορά αγορές που δεν εμπίπτουν στο γεωγραφικό πεδίο της παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ λόγω περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος τον οποίο διαπίστωσε η Επιτροπή. Ως εκ τούτου, τυχόν ευνοϊκά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που απορρέουν από την εν λόγω συμφωνία σε αγορές άλλες από εκείνες τις οποίες αφορά η παράβαση δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων στις αγορές στις οποίες διαπιστώθηκε η ίδια παράβαση.

490    Κατά συνέπεια, ο δέκατος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η Servier πρέπει να απορριφθεί.

491    Εξάλλου, όπως μνημονεύθηκε στη σκέψη 480 της παρούσας απόφασης, η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Servier στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, κατά την οποία η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που ανέπτυξε το ως άνω αντίστροφο σενάριο και εξέτασε ex ante τα αποτελέσματα των συμφωνιών Krka, συμπίπτει με την επιχειρηματολογία που προέβαλε πρωτοδίκως και στο πλαίσιο του δέκατου λόγου ακυρώσεως. Συνεπώς, από το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 480 έως 490 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι, στο μέτρο που το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως αφορά τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών διακανονισμού και χορήγησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, το σκέλος αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί.

492    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, μολονότι, με την παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο απεφάνθη βάσει του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί ορισμένων από τους πρωτοδίκως προβληθέντες λόγους ακυρώσεως, η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση στο σύνολό της και, ως εκ τούτου, η υπόθεση T‑691/14 πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να εξετάσει τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η Servier επί των οποίων το Δικαστήριο δεν απεφάνθη οριστικά.

493    Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 4 της επίδικης απόφασης, το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής, αποφάνθηκε επί ορισμένων μόνον πρωτοδίκως προβληθέντων λόγων ακυρώσεως, ήτοι επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, μόνον κατά το μέρος που αφορά ειδικώς τις συμφωνίες διακανονισμού και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka, επί του πρώτου σκέλους του ένατου λόγου ακυρώσεως και επί του δέκατου λόγου ακυρώσεως. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο απέρριψε οριστικώς τους λόγους αυτούς, παρέλκει η εξέτασή τους από το Γενικό Δικαστήριο.

494    Εντούτοις, με το δεύτερο σκέλος του ένατου λόγου ακυρώσεως, η Servier υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη εκτίμησης καθόσον χαρακτήρισε τη συμφωνία μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει τον λόγο αυτό κατόπιν της αναπομπής.

495    Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ την οποία διαπίστωσε η Επιτροπή στο άρθρο 6 της επίδικης απόφασης όσον αφορά τη Servier, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού που εκτίθεται στις σκέψεις 380 έως 390 της παρούσας απόφασης, βάσει του οποίου το Δικαστήριο δέχτηκε τον όγδοο λόγο αναιρέσεως σχετικά με τον ορισμό της αγοράς της περινδοπρίλης και, συνακόλουθα, τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως, να αποφανθεί επί του δέκατου τέταρτου, του δέκατου πέμπτου, του δέκατου έκτου και του δέκατου έβδομου λόγου ακυρώσεως, που αφορούν την παράβαση αυτή, καθώς και επί των λόγων που προβλήθηκαν επικουρικώς, στο μέτρο που αφορούν τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε για την ίδια παράβαση.

496    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του δεύτερου σκέλους του ένατου λόγου ακυρώσεως της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής, το οποίο αφορά τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης Krka ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, επί του δέκατου τέταρτου, του δέκατου πέμπτου, του δέκατου έκτου και του δέκατου έβδομου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, και επί των επικουρικών λόγων ακυρώσεως, στο μέτρο που αφορούν τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε για την ως άνω παράβαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

497    Δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται στο Γενικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα σχετικά με την παρούσα αναιρετική διαδικασία δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί τα σημεία 1, 2 και 3 του διατακτικού της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T691/14, EU:T:2018:922).

2)      Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του δεύτερου σκέλους του ένατου λόγω ακυρώσεως, το οποίο αφορά τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας μεταβίβασης και παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης που συνήφθη στις 5 Ιανουαρίου 2007 μεταξύ της Les Laboratoires Servier και της KRKA, tovarna zdravil, d.d. ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επί του δέκατου τέταρτου, του δέκατου πέμπτου, του δέκατου έκτου και του δέκατου έβδομου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 6 της απόφασης C(2014) 4955 final της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 102 [ΣΛΕΕ] [υπόθεση AT.39612 – Perindropil (Servier)], και επί των επικουρικώς προβληθέντων λόγων ακυρώσεως, στο μέτρο που αφορούν τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε για την ως άνω παράβαση.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.