Language of document : ECLI:EU:T:2024:437

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 3ης Ιουλίου 2024 (*)

«Βιοκτόνα – Άδεια μέσω αμοιβαίας αναγνωρίσεως – Βιοκτόνο Pat’Appât Souricide Canadien Foudroyant – Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με ανεπίλυτες αντιρρήσεις – Άρθρα 35, 36 και 48 του κανονισμού (ΕΕ) 528/2012 – Ακύρωση ή τροποποίηση αδειών κυκλοφορίας – Προσφυγή ακυρώσεως – Άμεσος επηρεασμός – Ατομικός επηρεασμός – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις χορηγήσεως αδείας – Άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού (EE) 528/2012 – Άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού (EE) 528/2012 – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Έννοια της “εθνικής άδειας” – Έννοια του “κράτους μέλους αναφοράς” – Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑667/22,

SBM Développement SAS, με έδρα το Écully (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους B. Arash και H. Lindström, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την M. Escobar Gómez και τον R. Lindenthal,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τις H. Leppo και A. Laine,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, S. Gervasoni και I. Reine (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα για τον καθορισμό ημερομηνίας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα SBM Développement SAS ζητεί την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2022/1388 της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 2022, σχετικά με ανεπίλυτες αντιρρήσεις όσον αφορά τους όρους χορήγησης άδειας για το βιοκτόνο Pat’Appât Souricide Canadien Foudroyant, τις οποίες παρέπεμψαν στην Επιτροπή η Γαλλία και η Σουηδία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2022, L 208, σ. 7, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (ΕΕ 2012, L 167, σ. 1), ορίζει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αδείας για βιοκτόνο. Η παράγραφος του 1 προβλέπει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Χορηγείται άδεια για βιοκτόνο το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται στα βιοκτόνα που είναι επιλέξιμα για την απλουστευμένη διαδικασία χορήγησης άδειας σύμφωνα με το άρθρο 25 μόνον όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)       οι δραστικές ουσίες που περιέχει έχουν εγκριθεί για το σχετικό τύπο προϊόντος και πληρούνται οι όροι που ενδεχομένως ορίζονται για τις δραστικές αυτές ουσίες·

β)       βάσει των κοινών αρχών για την αξιολόγηση των φακέλων των βιοκτόνων, οι οποίες διατυπώνονται στο παράρτημα VI, αποδεικνύεται ότι το βιοκτόνο πληροί τα ακόλουθα κριτήρια, όταν χρησιμοποιείται σύμφωνα με την άδεια και αφού ληφθούν υπόψη οι παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου:

[…]

iii)      το βιοκτόνο δεν έχει άμεσες ή καθυστερημένες μη αποδεκτές επιδράσεις, αυτό καθαυτό ή λόγω των υπολειμμάτων του [...] στην υγεία των ζώων, άμεσα ή μέσω του ποσίμου νερού, των τροφίμων, των ζωοτροφών, του ατμοσφαιρικού αέρα, ούτε άλλες έμμεσες επιδράσεις,

[…]».

3        Το άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 528/2012 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 4, μπορεί να χορηγείται άδεια για βιοκτόνο όταν δεν πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημεία iii) και iv), ή μπορεί να χορηγείται άδεια διάθεσης βιοκτόνου στην αγορά προς χρήση από το ευρύ κοινό όταν πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 4 στοιχείο γ), εάν η μη χορήγηση άδειας για το βιοκτόνο θα οδηγούσε σε δυσανάλογες αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνία σε σύγκριση με τους κινδύνους που συνεπάγεται για την υγεία των ανθρώπων, των ζώων ή για το περιβάλλον η χρήση του βιοκτόνου υπό τους όρους που τίθεται στην άδεια.

Η χρήση βιοκτόνου για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με την παράγραφο αυτή υπόκειται σε κατάλληλα μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου προκειμένου να διασφαλιστεί η ελαχιστοποίηση της έκθεσης των ανθρώπων και του περιβάλλοντος στο εν λόγω βιοκτόνο. Η χρήση βιοκτόνου για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια βάσει αυτής της παραγράφου περιορίζεται στα κράτη μέλη στα οποία πληρούνται οι όροι του πρώτου εδαφίου.»

4        Το κεφάλαιο VII του κανονισμού 528/2012 αφορά τις διαδικασίες αμοιβαίας αναγνωρίσεως αδειών για βιοκτόνα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 32 του ως άνω κανονισμού έχει ως εξής:

«1.       Οι αιτήσεις για αμοιβαία αναγνώριση μιας εθνικής άδειας υποβάλλονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 33 (διαδοχική αμοιβαία αναγνώριση) ή στο άρθρο 34 (παράλληλη αμοιβαία αναγνώριση).

2.       Με την επιφύλαξη του άρθρου 37, όλα τα κράτη μέλη που λαμβάνουν αιτήσεις αμοιβαίας αναγνώρισης μιας εθνικής άδειας για βιοκτόνο χορηγούν άδεια για το βιοκτόνο με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις, σύμφωνα με και υπό τις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου.»

5        Όσον αφορά τη διαδοχική αμοιβαία αναγνώριση, το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Όσοι αιτούντες επιθυμούν να ζητήσουν διαδοχική αμοιβαία αναγνώριση σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη (“τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη”) της εθνικής άδειας για βιοκτόνο το οποίο επιτρέπεται ήδη σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 17 (“το κράτος μέλος αναφοράς”), υποβάλλουν αίτηση σε καθεμιά από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκομένων κρατών μελών που περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, μετάφραση της εθνικής άδειας που έχει χορηγηθεί από το κράτος μέλος αναφοράς στις επίσημες γλώσσες των εμπλεκομένων κρατών μελών που θα ζητηθούν.

[…]»

6        Κατά το άρθρο 35 του κανονισμού 528/2012:

«1.       Συστήνεται ομάδα συντονισμού για την εξέταση οιουδήποτε θέματος, εκτός των θεμάτων του άρθρου 37, αφορά τη διαπίστωση ότι ένα βιοκτόνο για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση για αμοιβαία αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 33 ή το άρθρο 34 πληροί τους όρους για τη χορήγηση άδειας του άρθρου 19.

[…]

2.       Εάν κάποιο εμπλεκόμενο κράτος μέλος κρίνει ότι ένα βιοκτόνο το οποίο έχει αξιολογηθεί από το κράτος μέλος αναφοράς δεν πληροί τους όρους του άρθρου 19, διαβιβάζει λεπτομερή εξήγηση των σημείων με τα οποία διαφωνεί και αιτιολόγηση της θέσης του στο κράτος μέλος αναφοράς, στα άλλα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, στον αιτούντα και, όταν συντρέχει περίπτωση, στον κάτοχο της άδειας. Τα σημεία διαφωνίας κοινοποιούνται χωρίς καθυστέρηση στην ομάδα συντονισμού.

3.       Στους κόλπους της ομάδας συντονισμού, όλα τα κράτη μέλη που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να καταλήξουν σε συμφωνία για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Παρέχουν στον αιτούντα τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει την άποψή του. Εάν καταλήξουν σε συμφωνία εντός 60 ημερών από την κοινοποίηση των σημείων διαφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, το κράτος μέλος αναφοράς καταχωρίζει τη συμφωνία στο Μητρώο Βιοκτόνων. Τότε θεωρείται ότι η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί και το κράτος μέλος αναφοράς και καθένα από τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη χορηγούν άδεια στο βιοκτόνο σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 4 ή το άρθρο 34 παράγραφος 6, αναλόγως της περιπτώσεως.»

7        Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη δεν καταλήξουν σε συμφωνία, το άρθρο 36 του κανονισμού 528/2012 προβλέπει μηχανισμό κοινοποιήσεως των ανεπίλυτων αντιρρήσεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως εξής:

«1.       Εάν τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 2 δεν κατορθώσουν να καταλήξουν σε συμφωνία εντός της περιόδου των 60 ημερών που ορίζεται στο άρθρο 35 παράγραφος 3, το κράτος μέλος αναφοράς ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή και της υποβάλλει λεπτομερή δήλωση σχετικά με τα θέματα για τα οποία τα κράτη μέλη δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε συμφωνία και τους λόγους της διαφωνίας τους. Διαβιβάζεται αντίγραφο της εν λόγω δήλωσης στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, στον αιτούντα και, όταν συντρέχει περίπτωση, στον κάτοχο της άδειας.

2.       Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον [Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων] να γνωμοδοτήσει για επιστημονικά ή τεχνικά ερωτήματα που έχουν θέσει τα κράτη μέλη. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν ζητήσει τη γνώμη του Οργανισμού, παρέχει στον αιτούντα και ενδεχομένως στον κάτοχο της άδειας την ευκαιρία να υποβάλει έγγραφες παρατηρήσεις εντός 30 ημερών.

3.       Η Επιτροπή εκδίδει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, απόφαση για το θέμα που της έχει παραπεμφθεί. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 82 παράγραφος 3.

4.       Η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 απευθύνεται σε όλα τα κράτη μέλη και κοινοποιείται στον αιτούντα και, όταν συντρέχει περίπτωση, στον κάτοχο της άδειας προς ενημέρωσή τους. Εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη και το κράτος μέλος αναφοράς χορηγούν, αρνούνται να χορηγήσουν ή ακυρώνουν την άδεια ή τροποποιούν τους όρους και τις προϋποθέσεις της κατά τρόπον ώστε να συνάδει προς την απόφαση.»

8        Το άρθρο 37 του κανονισμού 528/2012 ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, κατά παρέκκλιση από τον μηχανισμό αμοιβαίας αναγνωρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, ένα κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση αδείας ή να προσαρμόσει τους όρους χορηγήσεως αδείας.

9        Εξάλλου, το κεφάλαιο IX του κανονισμού 528/2012 περιέχει διάφορες διατάξεις σχετικά με την ακύρωση, την επανεξέταση και την τροποποίηση των αδειών για βιοκτόνα. Στο άρθρο 48 του εν λόγω κανονισμού ορίζονται τα εξής:

«1.       Με την επιφύλαξη του άρθρου 23, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους ή, προκειμένου για άδεια της Ένωσης, η Επιτροπή ακυρώνει ή τροποποιεί ανά πάσα στιγμή την άδεια που έχει χορηγήσει, εφόσον κρίνει ότι:

α)       δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 19 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 25·

β)       η άδεια χορηγήθηκε βάσει ψευδών ή παραπλανητικών δεδομένων· [...]

γ)       ο κάτοχος της άδειας αθέτησε τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη χορήγηση της άδειας ή από τον παρόντα κανονισμό.

2.       Όταν η αρμόδια αρχή ή, όταν πρόκειται για άδεια της Ένωσης, η Επιτροπή προτίθεται να ακυρώσει ή να τροποποιήσει άδεια, ενημερώνει σχετικά τον κάτοχο της άδειας και του παρέχει τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις ή συμπληρωματικές πληροφορίες εντός καθορισμένης προθεσμίας. Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης ή, όταν πρόκειται για άδεια της Ένωσης, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές κατά την οριστικοποίηση της απόφασής της.

3.       Όταν η αρμόδια αρχή ή, αν πρόκειται για άδεια της Ένωσης, η Επιτροπή, ακυρώνει ή τροποποιεί άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως τον κάτοχο της άδειας, τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και, κατά περίπτωση, την Επιτροπή.

Οι αρμόδιες αρχές που έχουν εκδώσει άδειες βάσει της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης για βιοκτόνα των οποίων η άδεια ακυρώθηκε ή τροποποιήθηκε ακυρώνουν ή τροποποιούν τις άδειες εντός 120 ημερών από την κοινοποίηση και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών ορισμένων κρατών μελών όσον αφορά εθνικές άδειες που υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 35 και 36.»

 Ιστορικό της διαφοράς

10      Η προσφεύγουσα είναι κάτοχος, σε διάφορα κράτη μέλη, αδείας κυκλοφορίας βιοκτόνου που περιέχει τη δραστική ουσία α‑χλωραλόζη, η οποία έχει καταχωρισθεί με αριθμό CAS 15879-93-3 για τον τύπο προϊόντων 14 (ήτοι για τα τρωκτικοκτόνα). Το προϊόν αυτό, το οποίο διατίθεται στο εμπόριο υπό διάφορες ονομασίες εντός της Ένωσης, προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση των ποντικών σε εσωτερικό περιβάλλον (στο εξής: επίμαχο βιοκτόνο).

11      Η δραστική ουσία α‑χλωραλόζη εγκρίθηκε από την Επιτροπή και καταχωρίσθηκε στο παράρτημα I της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (ΕΕ 1998, L 123, σ. 1), με την οδηγία 2009/93/ΕΚ της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/8 με σκοπό την καταχώριση της α‑χλωραλόζης ως δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ 2009, L 201, σ. 46).

12      Στις 17 Ιουνίου 2013 το επίμαχο βιοκτόνο εγκρίθηκε από την αρμόδια αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με την εθνική διαδικασία χορηγήσεως αδείας που προβλέπει η οδηγία 98/8. Η έγκριση αυτή διατηρήθηκε και μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 528/2012.

13      Μεταξύ του 2014 και του 2019, η προσφεύγουσα ζήτησε την αμοιβαία διαδοχική αναγνώριση, σε διάφορα κράτη μέλη, της εθνικής αδείας του επίμαχου βιοκτόνου η οποία είχε ήδη χορηγηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, δυνάμει του άρθρου 33 του κανονισμού 528/2012. Στις 21 Οκτωβρίου 2015 και στις 26 Φεβρουαρίου 2019, αντιστοίχως, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας χορήγησαν άδεια για το επίμαχο βιοκτόνο, με την ονομασία «Pat’Appât Souricide canadien Foudroyant» στη Γαλλία και «Rodicum Express» στη Σουηδία.

14      Στις 9 Δεκεμβρίου 2019 και στις 17 Δεκεμβρίου 2019, αντιστοίχως, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας τροποποίησαν την εθνική άδεια του επίμαχου βιοκτόνου βάσει του άρθρου 48 του κανονισμού 528/2012, κατόπιν της γνωστοποιήσεως πολλών περιστατικών πρωτογενούς δηλητηριάσεως σκύλων και δευτερογενούς δηλητηριάσεως γατών.

15      Συγκεκριμένα, η Γαλλική Δημοκρατία απαίτησε την τοποθέτηση, επί του επίμαχου βιοκτόνου, πρόσθετης επισημάνσεως η οποία να υπογραμμίζει σαφώς τον κίνδυνο για τον άνθρωπο και τους μη στοχευόμενους οργανισμούς και να αναγράφει ευκρινώς στη συσκευασία ότι είναι υποχρεωτική η χρήση του βιοκτόνου μόνον εντός κουτιών δολωμάτων.

16      Το Βασίλειο της Σουηδίας περιόρισε τη χρήση του επίμαχου βιοκτόνου στους εκπαιδευμένους επαγγελματίες. Προσέθεσε επίσης δύο προϋποθέσεις, ήτοι να μη χρησιμοποιείται το επίμαχο βιοκτόνο σε περιβάλλοντα όπου είναι αναμενόμενη η παρουσία γατών και να περισυλλέγονται τα νεκρά ποντίκια, μετά τη χρήση του επίμαχου βιοκτόνου. Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά των τροποποιήσεων αυτών ενώπιον των σουηδικών εθνικών δικαστηρίων, τα οποία την απέρριψαν ως αβάσιμη.

17      Στις 24 Δεκεμβρίου 2019 υποβλήθηκε στον Οργανισμό, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012, αίτηση για την ανανέωση της έγκρισης της δραστικής ουσίας α‑χλωραλόζη. Στις 15 Οκτωβρίου 2020 η αρμόδια αρχή αξιολογήσεως της Πολωνίας πληροφόρησε την Επιτροπή ότι είχε κρίνει αναγκαίο, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, να γίνει πλήρης αξιολόγηση της αιτήσεως.

18      Στις 15 Απριλίου 2020, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 48, παράγραφος 3, του κανονισμού 528/2012, το Βασίλειο της Δανίας και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέπεμψαν στην ομάδα συντονισμού η οποία συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 35 του εν λόγω κανονισμού ορισμένες αντιρρήσεις στις επενεχθείσες από τη Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας τροποποιήσεις της αδείας για το επίμαχο βιοκτόνο.

19      Δεδομένου ότι δεν επετεύχθη συμφωνία στο πλαίσιο της ομάδας συντονισμού, το Βασίλειο της Σουηδίας, στις 7 Αυγούστου 2020, και η Γαλλική Δημοκρατία, στις 21 Οκτωβρίου 2020, παρέπεμψαν τις ανεπίλυτες αντιρρήσεις στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012, και της υπέβαλαν λεπτομερή περιγραφή των ζητημάτων επί των οποίων τα κράτη μέλη δεν είχαν κατορθώσει να καταλήξουν σε συμφωνία, καθώς και τους λόγους της διαφωνίας τους.

20      Στις 8 Δεκεμβρίου 2021, αφού έλαβε γνωμοδότηση της Ruokavirasto (Αρχής Τροφίμων, Φινλανδία) και της Finlands Veterinärförbund (Κτηνιατρικής Ένωσης, Φινλανδία) σχετικά με τις επιπτώσεις των προϊόντων με βάση την α‑χλωραλόζη στα ζώα συντροφιάς, η Δημοκρατία της Φινλανδίας τροποποίησε επίσης τις άδειες των τρωκτικοκτόνων που περιέχουν α‑χλωραλόζη, περιορίζοντας τη χρήση των προϊόντων αυτών μόνον από επαγγελματίες.

21      Στις 23 Ιουνίου 2022 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 528/2012. Κατά την απόφαση αυτή, η Επιτροπή, αφού εξέτασε προσεκτικά τις πληροφορίες που υπέβαλαν τα κράτη μέλη και η προσφεύγουσα, έκρινε ότι το επίμαχο βιοκτόνο δεν πληρούσε πλήρως τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο iii, του κανονισμού 528/2012.

22      Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή έκρινε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 528/2012, το βιοκτόνο μπορούσε να λάβει άδεια μόνο στα κράτη μέλη που θεωρούσαν ότι η μη χορήγηση αδείας θα είχε δυσανάλογες αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνία σε σύγκριση με τους κινδύνους τους οποίους συνεπάγεται η χρήση του βιοκτόνου, υπό τους όρους που τίθενται στην άδεια, για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον. Προσέτι, η Επιτροπή έκρινε ότι, σε περίπτωση χορηγήσεως αδείας, η χρήση του επίμαχου βιοκτόνου έπρεπε να υπόκειται σε κατάλληλα μέτρα αμβλύνσεως του κινδύνου προκειμένου να διασφαλισθεί η ελαχιστοποίηση της εκθέσεως των ζώων και του περιβάλλοντος στο εν λόγω βιοκτόνο.

 Αιτήματα των διαδίκων

23      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        εν πάση περιπτώσει, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

25      Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα δεν πληροί καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

26      Πρώτον, η προσφεύγουσα δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεύτερον, η απόφαση αυτή δεν συνιστά κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη καλούνται να λάβουν απόφαση περί ακυρώσεως ή τροποποιήσεως των ισχυουσών αδειών. Τρίτον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι, ακόμη και αν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, απαιτεί εκτελεστικά μέτρα και αφήνει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν αν θα διατηρήσουν ή όχι την άδεια του επίμαχου βιοκτόνου, βάσει των δικών τους εκτιμήσεων περί αναλογικότητας. Τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν το προϊόν υπό όρους οι οποίοι να είναι σύμφωνοι με τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 528/2012, διατηρώντας παράλληλα ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη λήψη των μέτρων αμβλύνσεως των κινδύνων που θεωρούν ως τα πλέον κατάλληλα.

27      Επιπλέον, από το άρθρο 36, παράγραφος 4, του κανονισμού 528/2012 δεν προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ακυρώνουν αυτομάτως τις χορηγηθείσες άδειες. Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιβάλλει την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος. Ούτε η προσβαλλόμενη απόφαση αποκλείει την εμπορία και τη χρήση του επίμαχου βιοκτόνου βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν προθεσμία 30 ημερών για να συμμορφωθούν με την προσβαλλόμενη απόφαση και να προβούν στην επανεξέταση της επίμαχης αδείας, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού.

28      Η προσφεύγουσα αντικρούει τα επιχειρήματα της Επιτροπής και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας.

29      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα και δεν συνεπάγονται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων.

30      Εν προκειμένω, κατά πρώτον, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απευθύνεται αποκλειστικά στα κράτη μέλη. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν είναι αποδέκτρια της αποφάσεως αυτής.

31      Κατά δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί κατ’ αρχάς ότι το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι αναγνωρίζεται στο πρόσωπο αυτό ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση του συγκεκριμένου ένδικου βοηθήματος, όπερ συμβαίνει σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, η προσφυγή αυτή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αφορά το πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως μη συνεπαγομένης εκτελεστικά μέτρα εφόσον η πράξη το αφορά άμεσα (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 59 και 91).

32      Κατά τη νομολογία, η προϋπόθεση κατά την οποία η απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαιτεί να πληρούνται σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι το προσβαλλόμενο μέτρο, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και, αφετέρου, να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (απόφαση της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής, C‑386/96 P, EU:C:1998:193, σκέψη 43· πρβλ., επίσης, απόφαση της 17ης Μαΐου 2018, Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑429/13 και T‑451/13, EU:T:2018:280, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Επιπλέον, δεδομένου ότι η προϋπόθεση κατά την οποία η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα περιλαμβάνεται, με πανομοιότυπη διατύπωση, τόσο στο δεύτερο σκέλος της περιόδου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όσο και στο τρίτο σκέλος της περιόδου της διατάξεως αυτής, πρέπει αυτή να έχει την ίδια έννοια και στα δύο εν λόγω σκέλη της περιόδου. Πράγματι, η εκτίμηση της αντικειμενικής αυτής προϋποθέσεως δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως της θέσεώς της στα διάφορα σκέλη της περιόδου της διατάξεως αυτής (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2022, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑348/20 P, EU:C:2022:548, σκέψη 73).

34      Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε πράξη, είτε κανονιστικής είτε άλλης φύσεως, μπορεί κατ’ αρχήν να αφορά άμεσα έναν ιδιώτη και να παράγει, ως εκ τούτου, άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής του καταστάσεως, ανεξαρτήτως του αν για την εφαρμογή της απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα. Επομένως, στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη παράγει τέτοια αποτελέσματα, το γεγονός ότι έχουν ληφθεί ή πρέπει ακόμη να ληφθούν εκτελεστικά μέτρα δεν ασκεί, αυτό καθ’ εαυτό, επιρροή, καθόσον τα μέτρα αυτά δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη άμεσου συνδέσμου μεταξύ της προσβαλλομένης πράξεως και των εν λόγω αποτελεσμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή δεν καταλείπει στα κράτη μέλη καμία εξουσία εκτιμήσεως ως προς την επιβολή των εν λόγω αποτελεσμάτων στον εν λόγω ιδιώτη. (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2022, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑348/20 P, EU:C:2022:548, σκέψη 74).

35      Εν προκειμένω, κατά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επίμαχο βιοκτόνο δεν πληροί πλήρως τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο iii, του κανονισμού 528/2012. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπει, αφενός, ότι το προϊόν αυτό μπορεί να εγκριθεί μόνο στα κράτη μέλη που θεωρούν ότι η μη χορήγηση αδείας θα είχε δυσανάλογες αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνία σε σύγκριση με τους κινδύνους τους οποίους συνεπάγεται η χρήση του, υπό τους όρους που τίθενται στην άδεια, για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον, και, αφετέρου, ότι η χρήση του βιοκτόνου αυτού πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλα μέτρα αμβλύνσεως του κινδύνου, τα οποία λαμβάνονται σε κάθε κράτος μέλος ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις και τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την εμφάνιση δευτερογενών δηλητηριάσεων στο εν λόγω κράτος μέλος.

36      Συναφώς, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι οι άδειες του επίμαχου βιοκτόνου που χορηγήθηκαν πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως στηρίζονταν στη διαπίστωση ότι το βιοκτόνο αυτό πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφοι 1 έως 4, του κανονισμού 528/2012. Επί της βάσεως αυτής, η προσφεύγουσα υπέβαλε αιτήσεις διαδοχικής αμοιβαίας αναγνωρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 33 του ανωτέρω κανονισμού, στα οικεία κράτη μέλη, τα οποία χορήγησαν άδειες για το εν λόγω βιοκτόνο. Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση αναιρεί τη διαπίστωση αυτή, καθόσον αναφέρει πλέον ότι το βιοκτόνο αυτό δεν πληροί πλήρως τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο iii, του κανονισμού 528/2012.

37      Προσέτι, από το άρθρο 36, παράγραφος 4, του κανονισμού 528/2012, το οποίο εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών εν προκειμένω, προκύπτει ότι, εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση αποφάσεως της Επιτροπής όπως η προσβαλλόμενη, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεριμνήσουν για τη συμμόρφωση της άδειας με την απόφαση αυτή. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλει σε όλα τα κράτη μέλη που έχουν χορηγήσει άδεια για το επίμαχο βιοκτόνο να επανεξετάσουν τη συγκεκριμένη άδεια. Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 528/2012, στα κράτη μέλη εναπόκειται να εξακριβώσουν αν η μη χορήγηση άδειας για το εν λόγω βιοκτόνο θα είχε δυσανάλογες αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνία σε σχέση με τους κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση του, μεταξύ άλλων, για την υγεία των ζώων.

38      Εξάλλου, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 528/2012, όλα τα κράτη μέλη στα οποία υποβλήθηκε αίτηση αμοιβαίας αναγνωρίσεως της εθνικής αδείας του επίμαχου βιοκτόνου ήσαν υποχρεωμένα, κατ’ αρχήν, να χορηγήσουν άδεια για το προϊόν αυτό υπό τους ίδιους όρους και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις.

39      Πάντως, το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως τροποποιεί το καθεστώς της αμοιβαίας αναγνωρίσεως που ίσχυε μέχρι τούδε για το επίμαχο βιοκτόνο, όπως αυτό εισήχθη με το άρθρο 32 του κανονισμού 528/2012, καθόσον υποχρεώνει κάθε κράτος μέλος να επανεξετάσει τη χορηγηθείσα άδεια σταθμίζοντας, αφενός, τις δυσανάλογες αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνία λόγω ενδεχόμενης μη χορηγήσεως αδείας και, αφετέρου, τους κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση του προϊόντος. Κατόπιν της σταθμίσεως αυτής, η οποία διενεργείται από κάθε κράτος μέλος βάσει των δικών του εκτιμήσεων, τα κράτη μέλη μπορεί να ανακαλέσουν την άδεια του εν λόγω βιοκτόνου, ενώ άλλα κράτη μέλη ενδεχομένως να αποφασίσουν να διατηρήσουν εν ισχύι τη συγκεκριμένη άδεια διά της επιβολής, εφόσον τούτο παρίστατο αναγκαίο, ορισμένων όρων.

40      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση θέτει υπό αμφισβήτηση τις άδειες που χορήγησαν τα κράτη μέλη για το επίμαχο βιοκτόνο. Εφαρμόζοντας το άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 528/2012, τροποποιεί τα κριτήρια από τα οποία εξαρτώνται οι άδειες αυτές, καθώς και το καθεστώς που ισχύει όσον αφορά την αμοιβαία αναγνώριση του προϊόντος αυτού. Επομένως, η εν λόγω απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 32 ανωτέρω.

41      Όσον αφορά το ζήτημα αν η προσβαλλόμενη απόφαση καταλείπει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, επισημαίνεται ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν, βεβαίως, περιθώριο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της σταθμίσεως μεταξύ, αφενός, των δυσανάλογων αρνητικών συνεπειών για την κοινωνία ενδεχόμενης μη αδειοδοτήσεως του βιοκτόνου και, αφετέρου, των κινδύνων που ενέχει η χρήση του προϊόντος αυτού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 528/2012.

42      Εντούτοις, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη υπαγωγή του επίμαχου βιοκτόνου στη διαδικασία συγκριτικής αξιολογήσεως του άρθρου 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 528/2012, η οποία πρέπει να διενεργείται για όλες τις ισχύουσες ή μελλοντικές άδειες για το συγκεκριμένο προϊόν. Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διενεργούν την εν λόγω συγκριτική αξιολόγηση κατά την επανεξέταση των ισχυουσών αδειών, καθώς και των ενδεχόμενων αιτήσεων για μελλοντικές άδειες, χωρίς να διαθέτουν συναφώς κανένα περιθώριο εκτιμήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Probelte κατά Επιτροπής, T‑67/18, EU:T:2019:873, σκέψη 57).

43      Επιπλέον, αυτό που προέχει στο πλαίσιο της εξετάσεως σχετικά με τον άμεσο επηρεασμό της προσφεύγουσας από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ότι αυτή προβλέπει πλέον την εφαρμογή του άρθρου 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 528/2012, όπερ τροποποιεί αυτομάτως το εφαρμοστέο νομικό καθεστώς στον τομέα της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών του επίμαχου βιοκτόνου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Probelte κατά Επιτροπής, T‑67/18, EU:T:2019:873, σκέψη 59).

44      Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας, ως κατόχου των εθνικών αδειών για το επίμαχο βιοκτόνο, και δεν καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στα κράτη μέλη που είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή της, δεδομένου ότι αυτά υποχρεούνται να προβούν σε επανεξέταση των ισχυουσών αδειών και να εφαρμόσουν τον πρόσθετο όρο που προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 528/2012, σχετικά με τη στάθμιση περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 39 ανωτέρω. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα.

45      Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, έπεται ότι, προκειμένου να της αναγνωρισθεί ενεργητική νομιμοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η απόφαση αυτή πρέπει ακόμη να την αφορά ατομικά.

46      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι άλλο πρόσωπο πλην του αποδέκτη μιας πράξης μπορεί να ισχυρισθεί ότι η πράξη το αφορά ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον αν η εν λόγω πράξη το θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 223· βλ., επίσης, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής, C‑384/16 P, EU:C:2018:176, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Εν προκειμένω, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τους όρους χορηγήσεως αδείας για το επίμαχο βιοκτόνο της οποίας κάτοχος είναι η προσφεύγουσα σε διάφορα κράτη μέλη. Συναφώς, η προσφεύγουσα μνημονεύεται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως η νυν κάτοχος της αδείας του εν λόγω βιοκτόνου.

48      Αφετέρου, η ομάδα συντονισμού που συστάθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 επελήφθη του ζητήματος κατόπιν των αποφάσεων των γαλλικών και σουηδικών αρχών περί τροποποιήσεως των όρων χορηγήσεως αδείας για το  επίμαχο βιοκτόνο, όπως προκύπτει ρητώς από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα μετέσχε στη διαδικασία συνδιαλλαγής στο πλαίσιο της ομάδας συντονισμού, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 35 του κανονισμού 528/2012, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Παρέσχε επίσης πληροφορίες τις οποίες έλαβε υπόψη η Επιτροπή για την έκδοση της αποφάσεως αυτής, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 16.

49      Για τους λόγους αυτούς, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει την προσφεύγουσα λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων της και μιας πραγματικής καταστάσεως που τη χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά επίσης ατομικά την προσφεύγουσα.

50      Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή την αφορά άμεσα και ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, ΣΛΕΕ.

51      Τα δε επιχειρήματα τα οποία αντλεί η προσφεύγουσα από τη μη κονιοποίηση, εκ μέρους της Επιτροπής, ορισμένων πληροφοριών και από την έλλειψη προσβάσεως στα έγγραφα με τα δεδομένα τα οποία φέρεται να ανέλυσε η Επιτροπή προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα το οποίο περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, θα πρέπει να εξετασθούν στο πλαίσιο της αναλύσεως του τέταρτου λόγου κατωτέρω.

 Επί της ουσίας

52      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τέσσερις λόγους ακυρώσεως, και δη περί παραβάσεως του άρθρου 32, παράγραφος 2, και του άρθρου 48, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 528/2012, ο πρώτος, περί παραβάσεως του άρθρου 48, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 528/2012, περί ουσιωδών διαδικαστικών πλημμέλειών οφειλόμενων σε παράβαση των άρθρων 35 και 36 του κανονισμού αυτού και περί υπερβάσεως από την Επιτροπή των αρμοδιοτήτων της, ο δεύτερος, περί παραβάσεως του άρθρου 51 του κανονισμού 528/2012 και παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και περί υπερβάσεως των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, ο τρίτος, και περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρου 19 του κανονισμού 528/2012, περί παραβιάσεως των αρχών της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου καθώς και περί προσβολής του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας, ο τέταρτος.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

53      Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 3, ο κανονισμός 528/2012 έχει ως σκοπό τη βελτίωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των βιοκτόνων εντός της Ένωσης και τη διασφάλιση ενός υψηλού επίπεδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος. Προκειμένου να αρθούν, στο μέτρο του δυνατού, τα εμπόδια στο εμπόριο βιοκτόνων, ο κανονισμός θεσπίζει κανόνες για την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 40 του κανονισμού 528/2012 διευκρινίζει ότι η αμοιβαία αναγνώριση των αδειών για βιοκτόνο θα πρέπει να αποτρέπει την επανάληψη των διαδικασιών αξιολογήσεως και να διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων αυτών στην Ένωση.

54      Επομένως, οι κανόνες περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως, οι οποίοι προβλέπονται στα άρθρα 32 έως 40 του κανονισμού 528/2012, αποτελούν έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του κανονισμού αυτού.

55      Ωστόσο, από την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 528/2012 προκύπτει επίσης ότι η βελτίωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των βιοκτόνων εντός της Ένωσης, την οποία επιδιώκει ο μηχανισμός αμοιβαίας αναγνωρίσεως που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, πρέπει να συμβιβάζεται με την προστασία τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, καθώς και με την αρχή της προφυλάξεως. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 528/2012, μόνον τα προϊόντα τα οποία συμμορφώνονται με τις διατάξεις του ανωτέρω κανονισμού, και ιδίως με το άρθρο του 19, μπορούν να διατίθενται στην αγορά.

56      Για τους λόγους αυτούς, ο κανόνας της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 528/2012, δεν συνιστά απόλυτη αρχή. Ως εκ τούτου, με τον κανονισμό αυτόν, ο νομοθέτης προέβλεψε ορισμένες εξαιρέσεις από τον ανωτέρω κανόνα χάριν του γενικού συμφέροντος, ήτοι για λόγους προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος.

57      Αφενός, όπως προκύπτει από το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 528/2012, ο κανόνας της αμοιβαίας αναγνωρίσεως εφαρμόζεται «με την επιφύλαξη του άρθρου 37» του κανονισμού αυτού, το οποίο προβλέπει παρεκκλίσεις από τον εν λόγω κανόνα για ορισμένους περιοριστικώς απαριθμούμενους λόγους οι οποίοι αφορούν το γενικό συμφέρον.

58      Αφετέρου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012, η αρχή κράτους μέλους μπορεί να ακυρώσει ή να τροποποιήσει χορηγηθείσα άδεια εφόσον κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του κανονισμού αυτού.

59      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των στοιχείων πρέπει να εξετασθούν οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβάσεως του άρθρου 32, παράγραφος 2, και του άρθρου 48, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 528/2012

60      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 48, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 528/2012 έχει την έννοια ότι μόνον η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 33 του κανονισμού, έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει ή να τροποποιήσει άδεια βιοκτόνου για το οποίο κινήθηκε η διαδικασία διαδοχικής αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Όπως, όμως, φέρεται να προκύπτει από διοικητικό σημείωμα προς την ομάδα συντονισμού σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 48 του κανονισμού, η Επιτροπή θεώρησε, κατά την προσφεύγουσα, ότι η διάταξη αυτή επέτρεπε σε κάθε αρμόδια αρχή, και όχι αποκλειστικώς σε εκείνη του αρχικού κράτους μέλους αναφοράς, να ακυρώσει ή να τροποποιήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις της αδείας βιοκτόνου την οποία χορήγησε μέσω αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα παραπονείται για την έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας στη διατύπωση του άρθρου 48 του κανονισμού, χωρίς ωστόσο να προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας.

61      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο όρος «άδεια» του άρθρου 48, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 528/2012 ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, του κανονισμού αυτού και υποδηλώνει εθνική άδεια, άδεια της Ένωσης ή άδεια κατά την έννοια του άρθρου 26 του εν λόγω κανονισμού. Κατά την προσφεύγουσα, ο ορισμός αυτός αποκλείει τις άδειες οι οποίες χορηγούνται μέσω αμοιβαίας αναγνωρίσεως δυνάμει του κεφαλαίου VII του ίδιου αυτού κανονισμού.

62      Διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 48, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 528/2012 και επιτρέποντας σε κάθε αρμόδια αρχή κράτους μέλους να ακυρώνει ή να τροποποιεί τους όρους χορηγήσεως αδείας μέσω αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η Επιτροπή παρέβη επίσης το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, κατά το οποίο τα βιοκτόνα που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης πρέπει να εγκρίνονται με τους ίδιους όρους και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε όλα τα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, μια τέτοια προσέγγιση θα επέτρεπε σε οποιοδήποτε κράτος μέλος να υποχρεώσει όλα τα άλλα κράτη μέλη να ευθυγραμμισθούν με τις τροποποιήσεις αυτές, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ομοιόμορφη εφαρμογή του κανονισμού 528/2012, καθώς και να ανακύπτουν πολλές διαφωνίες μεταξύ των κρατών μελών. Ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, η Επιτροπή υποχρεούται, συναφώς, να μεριμνά για την ομοιόμορφη εφαρμογή του κανονισμού χωρίς να θίγεται η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως.

63      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, απαντά ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

64      Εν προκειμένω, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με την επιχειρηματολογία της, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μολονότι δεν είχε τέτοια εξουσία, δεδομένου ότι η διαδικασία συζητήσεως στο πλαίσιο της ομάδας συντονισμού, ακολουθούμενη από την παραπομπή των ανεπίλυτων αντιρρήσεων στην Επιτροπή, στηρίζεται στην ακύρωση ή την τροποποίηση ισχυουσών αδειών του επίμαχου βιοκτόνου από κράτη μέλη που δεν ήσαν το αρχικό κράτος μέλος αναφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 33 του κανονισμού 528/2012.

65      Συναφώς, μολονότι είναι αληθές ότι, εν προκειμένω, οι αποφάσεις περί τροποποιήσεως της αδείας του επίμαχου βιοκτόνου τις οποίες εξέδωσαν η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας το 2019 δεν μπορούν να καταλογισθούν στην Επιτροπή, γεγονός παραμένει ότι η παραπομπή των ανεπίλυτων αντιρρήσεων στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 36 του κανονισμού 528/2012 προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι έχουν διαπιστωθεί τέτοιες αντιρρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, του οποίου το τρίτο εδάφιο παραπέμπει, τηρουμένων των αναλογιών, στα άρθρα 35 και 36 του ίδιου αυτού κανονισμού. Πάντως, ζήτημα διαφωνίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 3, του κανονισμού 528/2012 τίθεται μόνο σε περίπτωση ακυρώσεως ή τροποποιήσεως ισχύουσας αδείας από κράτος μέλος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού. Ελλείψει τοιαύτης διαφωνίας, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει νομοτύπως αρμοδιότητα επιλύσεώς της στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 35 και 36 του εν λόγω κανονισμού.

66      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, κατά την οποία ο λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας περί παραβάσεως του άρθρου 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 είναι απαράδεκτος για τον λόγο ότι δεν μπορούν να καταλογιστούν σε αυτήν οι αποφάσεις περί τροποποιήσεως της αδείας του βιοκτόνου.

67      Επί της ουσίας, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 48 του κανονισμού 528/2012 προβλέπει μηχανισμό ακυρώσεως ή τροποποιήσεως ισχυουσών αδειών. Επομένως, η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού επιτρέπει στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους να προβεί ανά πάσα στιγμή στην ακύρωση ή την τροποποίηση της χορηγηθείσας άδειας, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή. Επομένως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, πρέπει να ερμηνευθεί η έννοια της «αρμόδιας αρχής κράτους μέλους».

68      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματός του, το άρθρο 48 του κανονισμού 528/2012 επιτρέπει στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους να τροποποιεί «την άδεια που έχει χορηγήσει», χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση. Συνεπώς, ουδόλως αναφέρεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη παρέχει εξουσία, πέραν της Επιτροπής, αποκλειστικώς στην αρμόδια αρχή του «κράτους μέλους αναφοράς» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

69      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Confédération paysanne κ.λπ., C‑528/16, EU:C:2018:583, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)

70      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ο όρος «άδεια» του άρθρου 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, του κανονισμού αυτού και αναφέρεται σε εθνική άδεια, άδεια της Ένωσης ή άδεια κατά την έννοια του άρθρου 26 του κανονισμού αυτού. Από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιγʹ, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει επίσης ότι ως «εθνική άδεια» νοείται διοικητική πράξη με την οποία η αρμόδια αρχή κράτους μέλους επιτρέπει τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνου ή οικογένειας βιοκτόνων στο σύνολο ή σε τμήμα της επικράτειάς του.

71      Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιγʹ, του κανονισμού 528/2012 δεν αναφέρεται στο κράτος μέλος αναφοράς κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ή σε οποιαδήποτε αρχική ή πρώτη άδεια εντός της Ένωσης. Επίσης, ο ορισμός αυτός δεν παραπέμπει αποκλειστικώς στις διατάξεις του κεφαλαίου VI του ανωτέρω κανονισμού, σχετικά με τις εθνικές άδειες για βιοκτόνα προϊόντα, εξαιρουμένων των αδειών που χορηγούνται μέσω αμοιβαίας αναγνωρίσεως, κατά την έννοια του κεφαλαίου VII του κανονισμού.

72      Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 32 του κανονισμού 528/2012, το οποίο αφορά την «[ά]δεια μέσω αμοιβαίας αναγνώρισης», χρησιμοποιεί το ρήμα «χορηγούν άδεια» προκειμένου να προσδιορίσει την πράξη με την οποία μια αρμόδια αρχή δέχεται αίτηση αμοιβαίας αναγνωρίσεως εθνικής αδείας.

73      Είναι, επίσης, ορθή η επισήμανση της Επιτροπής ότι ο όρος «εθνική άδεια» χρησιμοποιήθηκε και σε άλλα άρθρα του κανονισμού 528/2012, υπό έννοια ευρύτερη από εκείνη των αδειών που χορηγούνται από το κράτος μέλος αναφοράς. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση του άρθρου 39 του κανονισμού 528/2012, σχετικά με την αίτηση αμοιβαίας αναγνωρίσεως από επίσημους ή επιστημονικούς φορείς, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα των φορέων αυτών να υποβάλλουν αίτηση χορηγήσεως εθνικής αδείας για βιοκτόνο «στο πλαίσιο της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης» όταν δεν έχει υποβληθεί αίτηση για «εθνική άδεια» σε ένα κράτος μέλος για βιοκτόνο για το οποίο έχει ήδη χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος.

74      Επιπλέον, το άρθρο 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 εμπίπτει στο κεφάλαιο IX του κανονισμού αυτού, σχετικά με την ακύρωση, την επανεξέταση και την τροποποίηση των αδειών που έχουν ήδη χορηγηθεί, μεταξύ άλλων κατ’ εφαρμογήν του μηχανισμού αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Επομένως, αντιθέτως προς τα άρθρα 35 και 36 του κανονισμού αυτού, τα οποία αφορούν ενδεχόμενες αντιρρήσεις που προβάλλονται από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη για την ενδεχόμενη χορήγηση αδείας, το άρθρο 48 του εν λόγω κανονισμού αφορά την περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή κράτους μέλους διαπιστώνει, αφού χορηγήσει άδεια για βιοκτόνο, ότι η άδεια αυτή πρέπει να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί, κατά παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον μηχανισμό αμοιβαίας αναγνωρίσεως του άρθρου 32 του εν λόγω κανονισμού.

75      Ούτε κάποια από τις λοιπές διατάξεις του κεφαλαίου IX του κανονισμού 528/2012 μνημονεύει το κράτος μέλος αναφοράς. Αντιθέτως, από τα άρθρα 47 και 49 του κανονισμού προκύπτει ότι οι αιτήσεις ακυρώσεως ή τροποποιήσεως αδείας πρέπει να απευθύνονται στην «αρμόδια αρχή που χορήγησε την εθνική άδεια».

76      Ειδικότερα, το άρθρο 47, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 528/2012 προβλέπει ότι, σε περίπτωση κοινοποιήσεως απρόσμενων ή δυσμενών επιπτώσεων από τον κάτοχο αδείας, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που έχουν εκδώσει «εθνική άδεια για το ίδιο βιοκτόνο, βάσει της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης» εξετάζουν κατά πόσον η άδεια αυτή πρέπει να ανακληθεί σύμφωνα με το άρθρο 48 του εν λόγω κανονισμού.

77      Ομοίως, από το άρθρο 49 του κανονισμού 528/2012 προκύπτει ότι, κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως κατόχου αδείας, η αρμόδια αρχή που χορήγησε την εθνική άδεια ακυρώνει την άδεια αυτή. Το άρθρο αυτό δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά αποκλειστικά την εθνική άδεια που χορηγήθηκε από το κράτος μέλος αναφοράς, αποκλειομένης κάθε άλλης αδείας χορηγηθείσας δυνάμει του μηχανισμού αμοιβαίας αναγνωρίσεως που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, διότι άλλως απαγορεύεται στον εν λόγω κάτοχο να ζητήσει την ακύρωση αδείας στο κράτος μέλος της επιλογής του και, επομένως, η διάταξη αυτή στερείται κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας.

78      Όσον αφορά τον σκοπό του άρθρου 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, από την αιτιολογική σκέψη 47 του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι το κεφάλαιο IX του κανονισμού αυτού, στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 48, διευκρινίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι άδειες μπορούν να ακυρώνονται, να επανεξετάζονται ή να τροποποιούνται ώστε να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η επιστημονική και τεχνική πρόοδος. Επιπλέον, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι η κοινοποίηση και η ανταλλαγή πληροφοριών που ενδέχεται να επηρεάσουν τις άδειες είναι επίσης αναγκαίες για να μπορέσουν οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα. Από τη σκέψη 56 ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος υπάρξεως των μηχανισμών αυτών έγκειται στην αναγκαία προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος.

79      Συναφώς, το άρθρο 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 απαριθμεί εξαντλητικώς τους λόγους για τους οποίους ένα κράτος μέλος μπορεί να ακυρώσει ή να τροποποιήσει άδεια βιοκτόνου την οποία έχει χορηγήσει. Δεν μπορεί όμως να αποκλεισθεί ότι ένας ή περισσότεροι από τους λόγους αυτούς μπορούν να διαπιστωθούν σε ένα κράτος μέλος, για παράδειγμα λόγω ορισμένων τοπικών χαρακτηριστικών, χωρίς αυτό να συμβαίνει και σε άλλα κράτη μέλη που έχουν εγκρίνει το ίδιο αυτό προϊόν. Θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό που υπομνήσθηκε στη σκέψη 78 ανωτέρω το να μην είναι σε θέση ένα κράτος μέλος που έχει χορηγήσει άδεια για βιοκτόνο να επανεξετάσει την άδεια αυτή όταν αντιλαμβάνεται, ιδίως λόγω της επιστημονικής και τεχνικής προόδου, ότι η άδεια του προϊόντος αυτού δεν μπορεί να διατηρηθεί ως έχει.

80      Γενικότερα, ο περιορισμός της εφαρμογής του άρθρου 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 μόνο στο κράτος μέλος αναφοράς θα αντέβαινε στην αρχή της προφυλάξεως, κατά την οποία είναι αναγκαία η προληπτική δράση προκειμένου να αποφευχθούν ενδεχόμενοι κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, και στην οποία στηρίζονται οι διατάξεις του κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

81      Επίσης, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο όρος «εθνική άδεια» δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναφέρεται μόνο στις άδειες που χορηγούνται από το κράτος μέλος αναφοράς κατά την έννοια του άρθρου 33 του κανονισμού 528/2012. Αντιθέτως, από τη χρήση του όρου αυτού στον κανονισμό προκύπτει ότι η χρήση του όρου «εθνικό» πρέπει να νοηθεί ως προσδιορίζουσα τα βιοκτόνα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια σε εθνικό επίπεδο, εν αντιθέσει προς τα βιοκτόνα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν του κεφαλαίου VIII του κανονισμού 528/2012.

82      Όσον αφορά τα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ερμηνεία αυτή προσβάλλει την αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 55 και 56 ανωτέρω, η ελεύθερη κυκλοφορία των βιοκτόνων, στην εφαρμογή της οποίας αποσκοπούν οι κανόνες περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως που προβλέπονται στα άρθρα 32 έως 40 του κανονισμού 528/2012, πρέπει να εφαρμόζεται τηρουμένης της προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος, καθώς και της αρχής της προφυλάξεως.

83      Επομένως, ο κανόνας σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 528/2012, δεν είναι απόλυτος, δεδομένου ότι η διαδικασία αμοιβαίας αναγνωρίσεως δεν επάγεται αυτομάτως τα αποτελέσματά της και αφήνει περιθώριο εκτιμήσεως στο κράτος μέλος που επιλαμβάνεται αιτήσεως αμοιβαίας αναγνωρίσεως, προς το συμφέρον της προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, καθώς και της αρχής της προφυλάξεως.

84      Συναφώς, τα άρθρα 35 και 36 του κανονισμού 528/2012 καθιερώνουν μηχανισμό για την επίλυση τυχόν διαφωνιών που ενδέχεται να ανακύψουν μεταξύ των κρατών μελών κατά την υποβολή αιτήσεως αμοιβαίας αναγνωρίσεως ως προς το κατά πόσο ορισμένο βιοκτόνο, πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 του ανωτέρω κανονισμού. Ο μηχανισμός αυτός βασίζεται στην προσπάθεια για επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των κρατών μελών. Λαμβανομένου υπόψη του μηχανισμού αυτού, η προσφεύγουσα κακώς υποστηρίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012, οποιοδήποτε κράτος μέλος είναι σε θέση να υποχρεώσει όλα τα άλλα κράτη μέλη να ευθυγραμμισθούν με τις δικές του τροποποιήσεις.

85      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, μόνον το κράτος μέλος αναφοράς που χορήγησε την αρχική εθνική άδεια εντός της Ένωσης δικαιούται να ακυρώσει ή να τροποποιήσει την άδεια που χορήγησε επί τη βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012.

86      Τέλος, προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί ούτε την έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας του άρθρου 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 ούτε, ως εκ τούτου, την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

87      Πράγματι, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, η δε εφαρμογή τους να μπορεί να προβλεφθεί από τους πολίτες, ώστε να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει η επίμαχη ρύθμιση και να είναι σε θέση να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Avicarvil Farms, C‑443/21, EU:C:2022:899, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, όταν ενυπάρχει σε κανόνα δικαίου κάποιος βαθμός αβεβαιότητας ως προς την έννοια και την έκταση εφαρμογής του, πρέπει να εξετάζεται αν η ασάφεια του επίμαχου κανόνα δικαίου είναι τέτοια ώστε να παρεμποδίζει τους πολίτες να άρουν με επαρκή βεβαιότητα τυχόν αμφιβολίες περί της εκτάσεως εφαρμογής ή της εννοίας του κανόνα αυτού (απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑110/03, EU:C:2005:223, σκέψη 31).

88      Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 68 έως 81 ανωτέρω, η ερμηνεία της εννοίας της «αρμόδιας αρχής» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012, ήτοι της αρχής εκείνης η οποία χορήγησε την εθνική άδεια, απορρέει κατά τρόπο αρκούντως σαφή, όχι μόνον από το γράμμα του άρθρου 48 του κανονισμού στο σύνολό του, αλλά και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και από τον σκοπό του κανονισμού.

89      Όσον αφορά την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής αυτής προϋποθέτει ότι έχουν δοθεί από τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, όμως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή τής παρέσχε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις όσον αφορά τον περιορισμό της εννοίας της «αρμόδιας αρχής», που προβλέπεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012, μόνο στις αρχές του αρχικού κράτους μέλους αναφοράς.

90      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 48, παράγραφος 3, του κανονισμού 528/2012, περί ουσιωδών διαδικαστικών πλημμελειών λόγω παραβάσεως των άρθρων 35 και 36 του κανονισμού αυτού και περί υπερβάσεωςαπό την Επιτροπή των αρμοδιοτήτων της

91      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ κρατών μελών, το άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού 528/2012 προβλέπει την εφαρμογή, «τηρουμένων των αναλογιών», των διαδικασιών των άρθρων 35 και 36 του κανονισμού αυτού. Μια τέτοια εφαρμογή «τηρουμένων των αναλογιών» επιτρέπει μόνον τις αναγκαίες τροποποιήσεις, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή η παρέκκλιση από τη βασική νομική αρχή. Εν προκειμένω, όμως, κατά την ερμηνεία του άρθρου 48, παράγραφος 3, του κανονισμού 528/2012, η Επιτροπή τροποποίησε, κατά την προσφεύγουσα, τους ορισμούς των εννοιών «κράτος μέλος αναφοράς» και «εμπλεκόμενο κράτος μέλος», που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, παραβιάζοντας τοιουτοτρόπως την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

92      Κατά την προσφεύγουσα, το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 ορίζει σαφώς ότι, αν τα κράτη μέλη δεν καταλήξουν σε συμφωνία, «το κράτος μέλος αναφοράς» ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή σχετικά. Πρόκειται για το κράτος που χορήγησε την αρχική εθνική άδεια για το βιοκτόνο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17 του κανονισμού αυτού. Πλην όμως, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας, που παρέπεμψαν στην Επιτροπή τις ανεπίλυτες αντιρρήσεις εν προκειμένω, δεν εμπίπτουν, όσον αφορά το επίμαχο βιοκτόνο, στον ανωτέρω ορισμό. Η απόφαση της Επιτροπής να μην απορρίψει τις παραπεμφθείσες από τα κράτη μέλη αυτά αντιρρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 36 του κανονισμού 528/2012 συνιστά «ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια». Δεχόμενη τις αντιρρήσεις αυτές, η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικά και «τυπικά» σφάλματα και υπερέβη τις αρμοδιότητές της.

93      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

94      Εν προκειμένω, από το άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού 528/2012 προκύπτει ότι, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών ορισμένων κρατών μελών ως προς τις εθνικές άδειες που υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση, μετά από ακύρωση ή τροποποίηση αδείας από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, εφαρμόζονται «τηρουμένων των αναλογιών» οι διαδικασίες των άρθρων 35 και 36 του κανονισμού αυτού.

95      Συναφώς, είναι αληθές ότι το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 επιφορτίζει το «κράτος μέλος αναφοράς» να ενημερώσει την Επιτροπή για τη διαφωνία που εξακολουθεί να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών μετά το πέρας των συζητήσεων στο πλαίσιο της ομάδας συντονισμού.

96      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη χρήση της φράσεως «τηρουμένων των αναλογιών» στο άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού 528/2012, το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού πρέπει να εφαρμόζεται σε συγκεκριμένο πλαίσιο, ήτοι στο πλαίσιο ακυρώσεως ή τροποποιήσεως ήδη χορηγηθείσας εθνικής αδείας. Το πλαίσιο αυτό διαφέρει από εκείνο της χορηγήσεως πρώτης αδείας μέσω αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία διέπεται από τα άρθρα 32 έως 40 του εν λόγω κανονισμού.

97      Πράγματι, στο πλαίσιο της χορηγήσεως εθνικής άδειας από αρμόδια αρχή, τα άρθρα 33 και 34 του κανονισμού 528/2012, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, τη διαδοχική διαδικασία αμοιβαίας αναγνωρίσεως και τη διαδικασία ταυτόχρονης αμοιβαίας αναγνωρίσεως, απονέμουν στο κράτος μέλος αναφοράς πρωτεύοντα ρόλο. Αυτό είναι επιφορτισμένο με την αξιολόγηση της πρώτης αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας για το βιοκτόνο. Βάσει της αξιολογήσεως αυτής και της επακόλουθης εθνικής αδείας, ο αιτών μπορεί εν συνεχεία να επιτύχει την αμοιβαία αναγνώριση, σε ένα ή περισσότερα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, της εν λόγω εθνικής αδείας. Επομένως, οι ενδεχόμενες αντιρρήσεις ενός από τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη αφορούν τα αποτελέσματα της αξιολογήσεως που διενήργησε το κράτος μέλος αναφοράς και το ζήτημα αν το βιοκτόνο πληροί τους όρους χορηγήσεως αδείας τους οποίους προβλέπει το άρθρο 19 του κανονισμού 528/2012, όπως προκύπτει από το άρθρο 35, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ίδιου ως άνω κανονισμού.

98      Στο πλαίσιο αυτό, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των κρατών μελών εντός της προθεσμίας των 60 ημερών που ορίζεται στο άρθρο 35, παράγραφος 3, του κανονισμού 528/2012, το κράτος μέλος αναφοράς ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και της υποβάλλει λεπτομερή δήλωση σχετικά με τα θέματα επί των οποίων τα κράτη μέλη δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε συμφωνία, καθώς και τους λόγους της διαφωνίας τους, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, ο καθορισμός του κράτους μέλους αναφοράς σε ένα τέτοιο πλαίσιο εξηγείται από την κεντρική θέση την οποία κατέχει στο πλαίσιο της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνωρίσεως.

99      Αν, όμως, έχουν ήδη χορηγηθεί εθνικές άδειες στο πλαίσιο διαδικασίας αμοιβαίας αναγνωρίσεως, αλλά η αρμόδια αρχή κράτους μέλους διαπιστώνει, λόγω, μεταξύ άλλων, της εξελίξεως των επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεων ή της εμφανίσεως ιδιαίτερων αποτελεσμάτων, ότι πρέπει να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί μια τέτοια άδεια για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012, δεν πρέπει πλέον να αναγνωρίζεται η απόφαση περί χορηγήσεως αδείας του κράτους μέλους αναφοράς, αλλά η απόφαση περί ακυρώσεως ή τροποποιήσεως του κράτους μέλους το οποίο την εξέδωσε. Αυτή η απόφαση περί ακυρώσεως ή τροποποιήσεως πρέπει, κατ’ αρχήν, να εφαρμόζεται και στα άλλα κράτη μέλη.

100    Δεδομένου ότι τα άρθρα 35 και 36 του κανονισμού 528/2012 πρέπει να εφαρμόζονται «τηρουμένων των αναλογιών», σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, η παραπομπή του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού στο κράτος μέλος αναφοράς δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μόνον το κράτος αυτό θα μπορούσε να ενημερώσει την Επιτροπή για τη διαφωνία η οποία υφίσταται όσον αφορά την επίμαχη απόφαση περί ακυρώσεως ή περί τροποποιήσεως.

101    Εξάλλου, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Δημοκρατία της Φινλανδίας, μια τέτοια ερμηνεία διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα του μηχανισμού του άρθρου 48, παράγραφος 3, του κανονισμού 528/2012, καθόσον το κράτος μέλος που εξέδωσε την απόφαση περί ακυρώσεως ή περί τροποποιήσεως γνωρίζει καλύτερα τα στοιχεία που στηρίζουν την απόφασή του και τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση ή τροποποίηση της εθνικής αδείας στα άλλα κράτη μέλη. Επομένως, είναι το πλέον κατάλληλο για να ενημερώσει την Επιτροπή και να της κοινοποιήσει την περιγραφή που απαιτεί το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το οποίο εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.

102    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 παραβιάσθηκε εκ του λόγου ότι η παραπομπή των αντιρρήσεων πραγματοποιήθηκε από άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τοιαύτη παρατυπία πρέπει, εν προκειμένω, να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, ο ορισμός της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους «αναφοράς» ως αρχής επιφορτισμένης με την ενημέρωση της Επιτροπής επιδιώκει πρωτίστως έναν πρακτικό σκοπό, χωρίς ωστόσο να απονέμει στους ιδιώτες δικαιώματα των οποίων η μη τήρηση θα επηρέαζε το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής.

103    Εφόσον η προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012 στηρίζεται, στην καλύτερη περίπτωση, σε διαδικαστική πλημμέλεια, αυτή μπορεί να επιφέρει την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον αν αποδειχθεί ότι, εν απουσία της παρατυπίας αυτής, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η προσφεύγουσα όμως δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο, αν η Επιτροπή είχε ενημερωθεί για τη διαφωνία μεταξύ των κρατών μελών από την Ιταλική Δημοκρατία, αντί της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Σουηδίας.

104    Τέλος, κατά την αιτιολογική σκέψη 42 του κανονισμού 528/2012, η οποία αφορά τον μηχανισμό επιλύσεως διαφορών που προβλέπεται στα άρθρα 35 και 36 του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να λαμβάνει απόφαση σε περίπτωση που η ομάδα συντονισμού δεν καταλήξει σε συμφωνία εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Επομένως, η εξουσιοδότηση της Επιτροπής να λάβει μια τέτοια απόφαση δεν απορρέει από την παραπομπή του θέματος στο «κράτος μέλος αναφοράς», αλλά από τα ίδια τα άρθρα 35 και 36 του κανονισμού, τα οποία προβλέπουν την παρέμβαση της Επιτροπής άπαξ παρέλθει η προθεσμία των 60 ημερών που προβλέπει το άρθρο 35, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού χωρίς να έχει επιτευχθεί καμία συμφωνία. Πάντως, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, κατά τη λήξη της προαναφερθείσας προθεσμίας, τα κράτη μέλη, συνελθόντα στο πλαίσιο της ομάδας συντονισμού, δεν είχαν καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με τις αποφάσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Σουηδίας να τροποποιήσουν την άδεια του επίμαχου βιοκτόνου.

105    Επομένως, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν υπερέβη τις αρμοδιότητες που της απονέμουν τα άρθρα 35 και 36 του κανονισμού 528/2012.

106    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 51 του κανονισμού 528/2012, περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και περί υπερβάσεως από την Επιτροπή των αρμοδιοτήτων της

107    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 51 του κανονισμού 528/2012, καθόσον δεν καθόρισε, με εκτελεστικές πράξεις, τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 48 του κανονισμού αυτού. Ωστόσο, τούτο ήταν αναγκαίο λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών που αναφύονται, κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, στα κράτη μέλη και στους κατόχους αδειών για βιοκτόνα. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή περιορίσθηκε να εκδώσει διοικητικές κατευθυντήριες γραμμές, όπως προκύπτει από τα παραρτήματα A 14, A 15 και A 29 του δικογράφου της προσφυγής, και να διαβιβάσει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ad hoc ερμηνευτικές γνωμοδοτήσεις, κατά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Προβαίνοντας σε ερμηνευτικές δηλώσεις πριν και μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, υπερέβη επίσης την αρμοδιότητά της, δεδομένου ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης επαφίεται αποκλειστικώς στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

108    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

109    Από το άρθρο 51 του κανονισμού 528/2012 προκύπτει ότι, προκειμένου να υπάρξει εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά την ακύρωση και την τροποποίηση των αδειών, η Επιτροπή θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των άρθρων 47 έως 50 του κανονισμού αυτού μέσω εκτελεστικών πράξεων.

110    Βεβαίως, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι δεν έχει ακόμη εκδώσει τέτοιες εκτελεστικές πράξεις. Εντούτοις, εν προκειμένω, η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εκτιμηθεί, πρωτίστως, υπό το πρίσμα του άρθρου 48 του κανονισμού 528/2012, σε συνδυασμό με τα άρθρα 35 και 36 του ίδιου κανονισμού, όπως θεσπίσθηκαν από τον νομοθέτη της Ένωσης. Κατά το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο κανονισμός αυτός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Επομένως, η μη έκδοση κανόνων εφαρμογής από την Επιτροπή δεν εμποδίζει ούτε καθιστά παράνομη την εφαρμογή του άρθρου 48 του κανονισμού 528/2012.

111    Πρέπει να προστεθεί ότι η προσφεύγουσα δεν άσκησε, εν προκειμένω, προσφυγή κατά παραλείψεως κατά της Επιτροπής βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, αλλά προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

112    Επίσης, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι η Επιτροπή, μη εκδίδοντας τις απαιτούμενες εκτελεστικές πράξεις, παρέβη το άρθρο 51 του κανονισμού 528/2012, και μάλιστα ότι παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, μια τέτοια παράβαση δεν θα καθιστούσε, εν προκειμένω, παράνομη την προσβαλλόμενη απόφαση και, ως εκ τούτου, αναγκαία την ακύρωσή της. Επομένως, το επιχείρημα αυτό προβάλλεται αλυσιτελώς.

113    Επιπλέον, η προσφεύγουσα ουδόλως εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η λήψη εκτελεστικών μέτρων από την Επιτροπή συνιστά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επομένως, ελλείψει τεκμηριώσεως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

114    Εξάλλου, όσον αφορά τις «διοικητικές κατευθυντήριες γραμμές» της Επιτροπής, στις οποίες παραπέμπει η προσφεύγουσα, επισημαίνεται ότι τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα A 14 και A 29 του δικογράφου της προσφυγής είναι, κατά πρώτον, ένα σημείωμα απευθυνόμενο στην ομάδα συντονισμού για τα βιοκτόνα και, κατά δεύτερον, ένα σημείωμα με το οποίο καλούνται οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την εναρμόνιση των αδειών για τα βιοκτόνα που περιέχουν α‑χλωραλόζη. Τα δύο αυτά σημειώματα διευκρινίζουν εκ προοιμίου ότι δεν αντιπροσωπεύουν την επίσημη θέση της Επιτροπής και ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται νομικώς να συμμορφωθούν προς αυτά, δεδομένου ότι μόνο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να προβαίνει σε δεσμευτική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

115    Η δε ανταλλαγή των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα A 15 του δικογράφου της προσφυγής δεν περιέχει κανένα στοιχείο ως προς τη φερόμενη ως δεσμευτική ερμηνεία του άρθρου 48 του κανονισμού 528/2012 από την Επιτροπή.

116    Κατά συνέπεια, και εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητές της εκδίδοντας τις οικείες «διοικητικές κατευθυντήριες γραμμές».

117    Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, καθώς και περί προσβολής του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας

118    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στην αιτιολογική σκέψη 16 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή για την έκδοσή της, αφορούν μόνον τη δραστική ουσία α‑χλωραλόζη. Τα επιστημονικά δεδομένα που εξέτασε η Επιτροπή δεν περιέχουν καμία πληροφορία σχετικά με τη χρήση βιοκτόνων ή την ανεπάρκεια των ληφθέντων μέτρων αμβλύνσεως του κινδύνου δευτερογενούς δηλητηριάσεως σκύλων και γατών. Οι πληροφορίες αυτές συνιστούν, στην καλύτερη περίπτωση,  «ενδείξεις» περί υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας με τη χρήση του επίμαχου βιοκτόνου.

119    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η ύπαρξη κινδύνου δευτερογενούς δηλητηριάσεως είχε ήδη εξετασθεί και κριθεί αποδεκτή στο επίπεδο της Ένωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως της δραστικής ουσίας α‑χλωραλόζη, υπό την προϋπόθεση της λήψεως ορισμένων μέτρων αμβλύνσεως του κινδύνου. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τήρησε και δη υπερβαλλόντως τις απαιτήσεις αυτές προσφέροντας το επίμαχο βιοκτόνο σε προγεμισμένους δολωματικούς σταθμούς. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος δηλητηριάσεως των γατών ήταν αμελητέος, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της δραστικής ουσίας και της μορφής υπό την οποία διατίθεντο στην αγορά τα επίμαχα βιοκτόνα.

120    Κατά την προσφεύγουσα, τα επιστημονικά στοιχεία που προσκόμισαν η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας αφορούν πληροφορίες γενικής φύσεως σχετικά με τις τοξικές ιδιότητες της δραστικής ουσίας α‑χλωραλόζη και τα κλινικά συμπτώματα δηλητηριάσεως από την ουσία αυτή. Τα στοιχεία που προέρχονται από την αρμόδια σουηδική αρχή, τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα Β 9 του υπομνήματος αντικρούσεως, ουδόλως στηρίζουν τη θέση της Επιτροπής, η οποία υιοθέτησε μια αμιγώς υποθετική προσέγγιση του κινδύνου. Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία δεν προσκόμισε επιστημονικά στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν τις προβαλλόμενες περιπτώσεις δηλητηριάσεως στο έδαφός της.

121    Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή και τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη δεν προέβησαν σε ενδελεχή εξέταση των προσκομισθέντων επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων προκειμένου να εξακριβώσουν αν πράγματι δεν πληρούντο πλέον οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ζήτησε από την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 528/2012, να καλέσει τον Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA) να γνωμοδοτήσει επί του ζητήματος αν το επίμαχο βιοκτόνο πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο iii, του κανονισμού 528/2012. Η δε Επιτροπή απέρριψε την αίτησή της λαμβάνοντας υπόψη την εν εξελίξει διαδικασία ανανεώσεως της εγκρίσεως της δραστικής ουσίας α‑χλωραλόζη, η οποία επρόκειτο να καταλήξει σε απόφαση το νωρίτερο το 2026.

122    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε ούτε τα επιστημονικά δεδομένα ή τις επιστημονικές αναλύσεις προς στήριξη των συμπερασμάτων της ούτε τη χρησιμοποιηθείσα μέθοδο αξιολογήσεως βάσει της οποίας το επίμαχο βιοκτόνο μπορούσε να συσχετισθεί με τα κρούσματα που σημειώθηκαν στη Φινλανδία και στη Σουηδία.

123    Θεωρεί, επομένως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη αυθαιρέτως κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των σημαντικών επενδύσεων της προσφεύγουσας για την αδειοδότηση του βιοκτόνου της και της διαδικασίας για την ανανέωση της εγκρίσεως της δραστικής ουσίας α‑χλωραλόζη. Επιπλέον, η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως συνεπάγεται παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, καθώς και προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της προσφεύγουσας στην επιχειρηματική ελευθερία, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

124    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

125    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η υπό κρίση προσφυγή, η οποία αφορά την αμοιβαία αναγνώριση βιοκτόνων, εντάσσεται σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο τεχνικό και επιστημονικό πλαίσιο υπό διαρκή εξέλιξη. Επομένως, οι αρχές της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όσον αφορά τα ιδιαιτέρως περίπλοκα πραγματικά στοιχεία επιστημονικής και τεχνικής φύσεως προκειμένου να καθορίσουν τη φύση και την έκταση των μέτρων που λαμβάνουν. Συνεπώς, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος αν η άσκηση της εν λόγω εξουσίας ενέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν οι αρχές της Ένωσης υπερέβησαν προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως την εκτίμηση των θεσμικών οργάνων, που είναι τα μόνα στα οποία η Συνθήκη ΛΕΕ έχει αναθέσει την αποστολή αυτή (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

126    Επιπλέον, προκειμένου να αποδειχθεί ότι ένα θεσμικό όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών περιστατικών, ικανή να δικαιολογήσει την ακύρωση πράξεως, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων πρέπει να είναι επαρκή για να ανατρέψουν τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην εν λόγω πράξη (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2021, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής, T‑153/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:688, σκέψη 65).

127    Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρεται ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, αφενός, στις πληροφορίες που υπέβαλαν τα κράτη μέλη και η προσφεύγουσα και, αφετέρου, στη γνώμη της φινλανδικής Αρχής Τροφίμων και της φινλανδικής Κτηνιατρικής Ενώσεως, καθώς και στις εκθέσεις της πανεπιστημιακής κτηνιατρικής κλινικής της Ουψάλας (Σουηδία) και της Sveriges Veterinärförbund (σουηδικής Κτηνιατρικής Ενώσεως), οι οποίες επισήμαναν ότι το επίμαχο βιοκτόνο έχει μη αποδεκτές επιδράσεις στην υγεία των ζώων και επιβεβαίωσαν, με τη διεξαγωγή αναλυτικών εξετάσεων στα δηλητηριασμένα ζώα, ότι προκλήθηκε σημαντικός αριθμός περιστατικών δηλητηριάσεως γατών από α‑χλωραλόζη.

128    Από έκθεση της κτηνιατρικής κλινικής του Σουηδικού Πανεπιστημίου Γεωργικών Επιστημών της 19ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τα ύποπτα περιστατικά δηλητηριάσεως από α‑χλωραλόζη μεταξύ 2014 και 2019, προκύπτει ότι εικαζόμενες περιπτώσεις δευτερογενούς δηλητηριάσεως από α‑χλωραλόζη έχουν καταγραφεί από την εν λόγω κτηνιατρική κλινική από το 2014, με σημαντική αύξηση των περιστατικών αυτών το 2019. Ειδικότερα, η κλινική αυτή αναφέρει ότι αντιμετώπιζε σχεδόν ένα κρούσμα δηλητηριάσεως ημερησίως κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους αυτού. Σε πολλές από τις περιπτώσεις αυτές, οι ιδιοκτήτες των εν λόγω ζώων είδαν τη γάτα τους να παρουσιάζει συμπτώματα δηλητηριάσεως εντός 30 έως 60 λεπτών μετά τη βρώση τρωκτικού, ενώ υπολείμματα τρωκτικών βρέθηκαν στα στομάχια άλλων δηλητηριασμένων ζώων.

129    Επιπλέον, οι περιπτώσεις δευτερογενών δηλητηριάσεων γατών από α‑χλωραλόζη επιβεβαιώθηκαν μετά από μελέτη ερευνητών του Statens veterinärmedicinska anstalt (Εθνικού Κτηνιατρικού Ινστιτούτου, Σουηδία), της κτηνιατρικής κλινικής του Σουηδικού Πανεπιστημίου Γεωργικών Επιστημών και του τμήματος ιατρικής χημείας του Πανεπιστημίου της Ουψάλας, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στις 27 Ιουλίου 2021 στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Analytical Toxicology. Η μελέτη αυτή βασίζεται σε διάφορα επιστημονικά άρθρα. Η κοινοποίηση που απέστειλε η αρμόδια σουηδική αρχή στις 18 Δεκεμβρίου 2019 στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών δυνάμει του άρθρου 48 του κανονισμού 528/2012 περιείχε επίσης δικαιολογητικά έγγραφα σε παράρτημα.

130    Επιπλέον, από τη γνώμη της φινλανδικής Αρχής Τροφίμων της 8ης Ιουνίου 2021 σχετικά με τις επιπτώσεις των παρασκευασμάτων με βάση την α‑χλωραλόζη στα ζώα και στην άγρια πανίδα προκύπτει ότι το 2018 αναφέρθηκε το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα δηλητηριάσεως γάτας. Στη συνέχεια, η αρχή αυτή έλαβε πολλές αναφορές από κτηνιάτρους και ιδιοκτήτες ζώων σχετικά με ύποπτα περιστατικά δηλητηριάσεως από α‑χλωραλόζη. Το 2019 πραγματοποιήθηκε δημοσκόπηση μεταξύ κτηνιάτρων και το 2020-2021 κοινή μελέτη των σκανδιναβικών χωρών σχετικά με τις ύποπτες περιπτώσεις δηλητηριάσεως. Μολονότι η έκθεση της μελέτης αυτής δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί και κανένα εργαστήριο στη Φινλανδία δεν διενεργούσε τότε δοκιμές για την ανίχνευση της α‑χλωραλόζης, η φινλανδική Αρχή Τροφίμων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα παρασκευάσματα με βάση την ουσία αυτή προκαλούσαν σημαντική οδύνη στα ζώα και στην άγρια πανίδα και ότι ο αριθμός των κρουσμάτων δηλητηριάσεως που είχαν αναφερθεί ήταν σημαντικός. Με γνώμη της 4ης Ιουνίου 2021, η φινλανδική Κτηνιατρική Ένωση κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η α‑χλωραλόζη ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη για τις γάτες.

131    Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί που παρατίθενται στις σκέψεις 128 και 129 ανωτέρω ήσαν εσφαλμένοι, ούτως ώστε να μην μπορεί η Επιτροπή να στηριχθεί σε αυτούς, ούτε ότι η Επιτροπή ερμήνευσε τις πληροφορίες αυτές κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Προσέτι, το γεγονός ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέπεμψε στα έγγραφα που υπέβαλαν τα κράτη μέλη χωρίς να απαντήσει ειδικώς σε κάθε επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της επί του σχεδίου αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 528/2012 δεν σημαίνει ότι αγνόησε, ως μη όφειλε, τα επιχειρήματα αυτά.

132    Συναφώς, πρώτον, είναι αληθές ότι τα προαναφερθέντα στη σκέψη 131 ανωτέρω έγγραφα δεν αφορούν ρητώς το επίμαχο βιοκτόνο και δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη σαφούς αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των περιπτώσεων δηλητηριάσεων που εντοπίσθηκαν και του συγκεκριμένου προϊόντος. Εντούτοις, το επίμαχο βιοκτόνο, όπως και τα άλλα βιοκτόνα που περιέχουν α‑χλωραλόζη, μπορούσε να εγκριθεί από τα κράτη μέλη μόνον εφόσον πληρούντο οι προϋποθέσεις του παραρτήματος της οδηγίας 2009/93 (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω). Ειδικότερα, η χρήση των προϊόντων αυτών δεν μπορούσε να επιτραπεί σε εξωτερικούς χώρους και επιτρέπονταν μόνον τα προϊόντα που προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν σε απαραβίαστα και σφραγισμένα κουτιά δολωμάτων.

133    Η προσφεύγουσα δεν αναφέρει με ποιον τρόπο το βιοκτόνο της είναι διαφορετικό από τα άλλα βιοκτόνα που περιέχουν α‑χλωραλόζη και διατίθενται στη σουηδική ή στη φινλανδική αγορά, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος δευτερογενούς δηλητηριάσεως που ενέχει για τις γάτες να είναι μικρότερος από εκείνον των άλλων αυτών προϊόντων. Βεβαίως, η προσφεύγουσα ισχυρίσθηκε ότι εμπορευόταν το βιοκτόνο προϊόν της σε προγεμισμένα κουτιά δολωμάτων. Ωστόσο, όλα τα προϊόντα με βάση την α‑χλωραλόζη έπρεπε οπωσδήποτε να χρησιμοποιούνται σε απαραβίαστα και σφραγισμένα κουτιά δολωμάτων. Προσέτι, ήδη από το 2019, η Δημοκρατία της Φινλανδίας είχε επιβάλει την εμπορία των βιοκτόνων που περιείχαν α‑χλωραλόζη σε προγεμισμένα κουτιά όπως αυτά της προσφεύγουσας. Ωστόσο, η πρόσθετη αυτή απαίτηση δεν είχε συμβάλει επαρκώς στη μείωση του αριθμού των περιστατικών δηλητηριάσεως στις γάτες (πρβλ. αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

134    Δεύτερον, ο κίνδυνος δευτερογενούς δηλητηριάσεως είχε βεβαίως κριθεί αποδεκτός στο επίπεδο της Ένωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως της δραστικής ουσίας α‑χλωραλόζη. Εντούτοις, η καταχώριση της ουσίας αυτής στο παράρτημα I της οδηγίας 98/8, στις 31 Ιουλίου 2009, στηριζόταν στα στοιχεία που είχε υποβάλει τότε ο αιτών την έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 11 της ίδιας οδηγίας. Πάντως, τα διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με μια δραστική ουσία μπορούν να εξελιχθούν χάρη στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 528/2012. Για τον λόγο αυτόν, οι εγκεκριμένες σε επίπεδο Ένωσης δραστικές ουσίες πρέπει να εξετάζονται τακτικά, στο πλαίσιο της ανανεώσεως ή της επανεξετάσεως της εγκρίσεως των εν λόγω ουσιών, σύμφωνα με τα άρθρα 12 έως 16 του εν λόγω κανονισμού.

135    Όσον αφορά την πρώτη άδεια κυκλοφορίας του επίμαχου βιοκτόνου, στο Ηνωμένο Βασίλειο, από την έκθεση αξιολογήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους αυτού, η οποία συντάχθηκε τον Ιούνιο του 2013, προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των ομοιοτήτων μεταξύ του βιοκτόνου της προσφεύγουσας και του αντιπροσωπευτικού βιοκτόνου που εξετάσθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως της δραστικής ουσίας και, αφετέρου, της ταυτότητας των προτεινόμενων χρήσεων, η αξιολόγηση της περιβαλλοντικής εκθέσεως θα αντλείτο από την από 30 Μαΐου 2008 έκθεση αξιολογήσεως της δραστικής ουσίας α‑χλωραλόζη. Συναφώς, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε αμελητέος κίνδυνος δευτερογενούς δηλητηριάσεως, η έκθεση αξιολογήσεως στηριζόταν σε μελέτες των ετών 2000, 2001 και 2003, σχετικά με τη συμπεριφορά των τρωκτικών τα οποία είχαν καταπόσει την α‑χλωραλόζη, καθώς και στη μικρή ποσότητα που ήταν αναγκαία για την παραγωγή αποτελεσμάτων. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην εν λόγω έκθεση αξιολογήσεως, η εκτίμηση του κινδύνου δευτερογενούς δηλητηριάσεως στηριζόταν στην ταχεία δράση του βιοκτόνου προϊόντος στα ποντίκια καθώς και στις προσλαμβανόμενες μικρές ποσότητες χωρίς να γίνεται αναφορά στον τρόπο συσκευασίας του περιέχοντος τη δραστική ουσία πολτού.

136    Ωστόσο, η εκτίμηση αυτή του κινδύνου δευτερογενούς δηλητηριάσεως αμφισβητήθηκε από μεταγενέστερα στοιχεία, τα οποία χρονολογούνται κατ’ ουσίαν από το 2019 και τα οποία κατέδειξαν ότι, παρά τις επιβαλλόμενους όρους χρήσεως και επισημάνσεως, ο αριθμός δευτερογενών δηλητηριάσεων έβαινε αυξανόμενος, τουλάχιστον σε ορισμένα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 128 έως 130 ανωτέρω.

137    Τρίτον, είναι αληθές ότι οι πληροφορίες από τη Γαλλική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας οι οποίες περιλαμβάνονται στη δικογραφία είναι γενικής φύσεως και δεν παρέχουν αριθμητικά στοιχεία επιστημονικώς τεκμηριωμένα. Ωστόσο, οι εκθέσεις οι οποίες μνημονεύονται στις σκέψεις 128 και 129 ανωτέρω, σχετικά με την κατάσταση στη Σουηδία, περιέχουν ακριβή στοιχεία ως προς τις καταγραφείσες περιπτώσεις δηλητηριάσεων. Προσέτι, το επιστημονικό άρθρο που παρατίθεται στη σκέψη 129 ανωτέρω παρέχει λεπτομερείς εξηγήσεις σχετικά με την ενδελεχή μελέτη η οποία εκπονήθηκε σχετικά με τα περιστατικά δευτερογενούς δηλητηριάσεως των γατών με α‑χλωραλόζη. Για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 132 και 133 ανωτέρω, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν αλυσιτελή για τον λόγο και μόνον ότι αφορούν τη δραστική ουσία αλλά όχι το ίδιο το βιοκτόνο.

138    Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψεως 3, σκοπός του κανονισμού είναι η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς μέσω της εναρμονίσεως των κανόνων σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων και η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος, οι δε διατάξεις του στηρίζονται στην αρχή της προφυλάξεως, σκοπός της οποίας είναι η παροχή εγγυήσεων για την προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος. Συναφώς, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η ίδια η παρουσία της δραστικής ουσίας στο προϊόν είναι αυτή που ενδέχεται να είναι αφ’ εαυτής επικίνδυνη για το περιβάλλον (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, Biofa, C‑29/20, EU:C:2021:843, σκέψη 35).

139    Τέταρτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη εμπεριστατωμένης εξετάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, των προσκομισθέντων επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων προκειμένου να εξακριβωθεί αν πράγματι δεν πληρούντo πλέον οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 528/2012, η προσφεύγουσα δεν αναφέρει ποια είναι εκείνα τα στοιχεία τα οποία η Επιτροπή αγνόησε ή ερμήνευσε εσφαλμένως.

140    Επιπλέον, από το άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 528/2012 προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον ECHA να γνωμοδοτήσει επί επιστημονικών ή τεχνικών ζητημάτων τα οποία εγείρουν τα κράτη μέλη. Επομένως, η διαβούλευση με τον ECHA αποτελεί απλώς δυνατότητα και όχι υποχρέωση της Επιτροπής.

141    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το σύνολο των προτεινόμενων χρήσεων ενός βιοκτόνου εξετάζεται λεπτομερώς και πραγματοποιείται αξιολόγηση των κινδύνων του προϊόντος αυτού σε σχέση με καθεμία από τις εν λόγω χρήσεις μόνο στο στάδιο της χορηγήσεως αδείας για βιοκτόνο, με σκοπό τη διάθεσή του στην αγορά (πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2022, Sciessent κατά Επιτροπής, T‑122/20 και T‑123/20, EU:T:2022:712, σκέψη 61). Στο πλαίσιο των διαδικασιών αμοιβαίας αναγνωρίσεως που προβλέπονται στο κεφάλαιο VII του κανονισμού 528/2012, εναπόκειται στο κράτος μέλος αναφοράς να προβεί σε μια τέτοια εξέταση, η δε έγκριση των βιοκτόνων εναπόκειται εν συνεχεία στα οικεία κράτη μέλη, και όχι στην Επιτροπή. Επομένως, σε κάθε εμπλεκόμενο κράτος μέλος εναπόκειται να εξακριβώσει αν ένα βιοκτόνο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αμοιβαίας αναγνωρίσεως ή, άλλως, αν συντρέχουν οι απαριθμούμενοι περιοριστικώς στον κανονισμό 528/2012 λόγοι γενικού συμφέροντος οι οποίοι δικαιολογούν την απόρριψη της αιτήσεως περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως.

142    Συναφώς, ο ρόλος που αναθέτει στην Επιτροπή το άρθρο 36 του κανονισμού 528/2012 δεν συμπίπτει με τον ρόλο των κρατών μελών στο πλαίσιο της εθνικής τους διαδικασίας εγκρίσεως. Εναπόκειται αποκλειστικώς στην Επιτροπή να εκδώσει απόφαση επί των ζητημάτων που της έχουν υποβληθεί, προκειμένου να εξευρεθεί λύση στις διαφορές μεταξύ των κρατών αυτών. Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργεί συμμορφούμενη προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως και να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, το σύνολο των στοιχείων που της υποβάλλονται για την επίλυση της διαφοράς αυτής, εντούτοις δεν απόκειται σε αυτήν να προβεί σε νέο εξαντλητικό έλεγχο της τηρήσεως του συνόλου των προϋποθέσεων του άρθρου 19 του κανονισμού 528/2012.

143    Εν προκειμένω, το ζήτημα που υποβλήθηκε στην Επιτροπή αφορούσε την ύπαρξη μη αποδεκτών επιδράσεων στην υγεία των ζώων προκαλούμενων από το επίμαχο βιοκτόνο, λόγω της περιεκτικότητάς του σε α‑χλωραλόζη. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η διαβούλευση με τον ECHA θα ήταν αναγκαία για να μπορέσει η Επιτροπή να λάβει απόφαση ούτε επί ποιων επιστημονικών ή τεχνικών ζητημάτων θα έπρεπε να υπάρξει γνωμοδότηση, μολονότι από τα έγγραφα του φακέλου αποδεικνύεται ότι υπήρχαν περιστατικά δηλητηριάσεως γατών από α‑χλωραλόζη στη Σουηδία, ή ακόμη και σε άλλα κράτη μέλη, παρά τις αυστηρές προϋποθέσεις διαθέσεως στην αγορά των προϊόντων με τη συγκεκριμένη ουσία.

144    Λαμβανομένων υπόψη αυτών των μη αποδεκτών επιπτώσεων στην υγεία των ζώων, τις οποίες επισήμαναν διάφορα κράτη μέλη, η Επιτροπή επέλυσε με ευθυκρισία τη διαφωνία μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης τα οποία είχαν εγκρίνει το βιοκτόνο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 528/2012. Η λύση αυτή ουδόλως αποκλείεται από το άρθρο 48, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού σε συνδυασμό με το άρθρο του 36.

145    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε τα επιστημονικά δεδομένα ή τις επιστημονικές αναλύσεις προς στήριξη των συμπερασμάτων της ούτε τη μέθοδο αξιολογήσεως που χρησιμοποιήθηκε για να αποδειχθεί η σχέση μεταξύ του επίμαχου βιοκτόνου και των κρουσμάτων που σημειώθηκαν στη Φινλανδία και στη Σουηδία, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό, το οποίο στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως της προσφεύγουσας στα στοιχεία του φακέλου, προβλήθηκε το πρώτον κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως.

146    Πλην όμως, από το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Συναφώς, ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός. Αντιθέτως, πρέπει να κρίνεται απαράδεκτος ένας ισχυρισμός που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, τίποτε δεν εμπόδιζε την προσφεύγουσα να προβάλει τον λόγο αυτόν με το δικόγραφο της προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑75/06, EU:T:2008:317, σκέψη 134 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

147    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα προέβαλε το επιχείρημα σχετικά με τη μη γνωστοποίηση ορισμένων επιστημονικών δεδομένων και πληροφοριών το πρώτον κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως χωρίς αυτό να στηρίζεται σε στοιχεία που ανέκυψαν μετά την άσκηση της προσφυγής, το επιχείρημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί εκπρόθεσμο και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο.

148    Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δυνάμει της αρχής αυτής, η οποία αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκονται από την οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό μέτρο και τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

149    Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν στη σκέψη 148 ανωτέρω, στο μέτρο που η έκδοση αποφάσεως από την Επιτροπή συνεπάγεται εκ μέρους της επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, στο πλαίσιο των οποίων καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή διαθέτει συναφώς ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, οπότε ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων αυτών είναι περιορισμένος. Η νομιμότητα μέτρου που λαμβάνεται στον τομέα αυτόν μπορεί να επηρεασθεί μόνον όταν το μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο από την Επιτροπή σκοπό (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 125 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

150    Εν προκειμένω, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι το επίμαχο βιοκτόνο δεν πληροί πλήρως τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο iii, του κανονισμού 528/2012, εντούτοις αφήνει κάθε κράτος μέλος ελεύθερο να εξακριβώσει αν το προϊόν αυτό μπορεί παρά ταύτα να εγκριθεί με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων αμβλύνσεως των κινδύνων, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, τα κράτη μέλη τα οποία, όπως η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τα πολυάριθμα περιστατικά δηλητηριάσεων γατών στο έδαφός τους μπορούν, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να αποφασίσουν την τροποποίηση ή ακόμη και την ανάκληση της αδείας του βιοκτόνου, προς το συμφέρον της προστασίας της υγείας των ζώων καθώς και της αρχής της προφυλάξεως, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 55 έως 57 ανωτέρω. Ωστόσο, τοιαύτη απόφαση δεν θίγει τη δυνατότητα των λοιπών κρατών μελών να θεωρήσουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 528/2012 και να εγκρίνουν το προϊόν χωρίς να επιβάλουν νέα μέτρα αμβλύνσεως του κινδύνου. Λαμβανομένου υπόψη του ευρέος αυτού περιθωρίου εκτιμήσεως που καταλείπεται στα κράτη μέλη, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προδήλως ακατάλληλη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με το επίμαχο βιοκτόνο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 36 του κανονισμού 528/2012.

151    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή λόγω παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

152    Τέλος, δεδομένου ότι απορρίφθηκαν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η πλάνη αυτή είχε ως συνέπεια την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και την προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας σύμφωνα με το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

153    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

154    Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα, η προσφυγή πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

155    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

156    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, η Δημοκρατία της Φινλανδίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η SBM Développement SAS φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Δημοκρατία της Φινλανδίας φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

da Silva Passos

Gervasoni

Reine

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Ιουλίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.