Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
TAMARA ĆAPETA
της 4ης Ιουλίου 2024 (1)
Υπόθεση C‑370/23
Mesto Rimavská Sobota
κατά
Ministerstvo pôdohospodárstva a rozvoja vidieka Slovenskej republiky
[Αίτηση του Najvyšší správny súd Slovenskej republiky
(Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας, Σλοβακία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Κανονισμός (ΕΕ) 995/2010 – Ξυλεία και προϊόντα ξυλείας – Έννοιες “φορέας εκμετάλλευσης” και “διάθεση στην αγορά”»
I. Εισαγωγή
1. Ο Mesto Rimavská Sobota (στο εξής: αναιρεσείων) είναι δήμος στην κοιλάδα των Slovenské rudohorie (των ορέων Slovenské rudohorie) στη νότια Σλοβακία. Διαχειρίζεται ένα δημοτικό δάσος.
2. Τον Ιούνιο του 2018 ο αναιρεσείων πώλησε συγκεκριμένη ποσότητα ξυλείας σε ένα νομικό πρόσωπο, εν συνεχεία δε του επιβλήθηκε πρόστιμο από τις αρμόδιες αρχές για τη μη θέσπιση συστήματος δέουσας επιμέλειας, όπως απαιτείται από τον σλοβακικό νόμο για την ξυλεία (2), με τον οποίο μεταφέρεται στο εσωτερικό δίκαιο ο κανονισμός (ΕΕ) 995/2010 (στο εξής: κανονισμός για την ξυλεία) (3).
3. Αμφισβητώντας το ως άνω πρόστιμο ενώπιον των σλοβακικών δικαστηρίων, ο αναιρεσείων υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι, για τους σκοπούς της επίμαχης πράξεως, δεν συνιστά «φορέα εκμετάλλευσης» κατά την έννοια του κανονισμού για την ξυλεία και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται στην υποχρέωση δέουσας επιμέλειας που απορρέει από τον κανονισμό αυτόν.
II. Ιστορικό της διαφοράς και προδικαστικό ερώτημα
4. Στις 11 Ιουνίου 2018 ο αναιρεσείων συνήψε σύμβαση με την εταιρία MK&MK Holz, s.r.o. (στο εξής: αγοραστής) για την πώληση ξυλείας.
5. Σύμφωνα με την εθνική δικογραφία, δυνάμει των όρων της συμβάσεως, ο αναιρεσείων πώλησε στον αγοραστή συγκεκριμένο όγκο ξυλείας (εκφραζόμενο σε κυβικά μέτρα). Με βάση την ίδια σύμβαση, ο αγοραστής έπρεπε «να διενεργήσει» την υλοτόμηση της ξυλείας μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018. Η σύμβαση καθόριζε επίσης συγκεκριμένα (δασικά) γεωτεμάχια στο δημοτικό δάσος Rimavská Sobota στα οποία θα διενεργούνταν η υλοτόμηση. Οι υπάλληλοι του αναιρεσείοντος ήταν υποχρεωμένοι να επιβλέπουν την κοπή των δέντρων από τον αγοραστή και να προβαίνουν στην καταμέτρηση του υλοτομηθέντος όγκου ξυλείας προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης εκτέλεση των όρων της συμβάσεως. Ως αντάλλαγμα για τη λήψη του συμφωνηθέντος όγκου ξυλείας, ο αγοραστής ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στον αναιρεσείοντα καθορισμένο αντίτιμο ανά κυβικό μέτρο ξυλείας, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.
6. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο αναιρεσείων πώλησε επίσης ξυλεία σε φυσικά πρόσωπα κατά παρεμφερή τρόπο, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως καυσόξυλα (4).
7. Με απόφαση που εξέδωσε στις 25 Ιουνίου 2019, βάσει προηγούμενης απόφασης της Slovenská lesnícko-drevárska inšpekcia (επιθεώρηση δασών και δασικής βιομηχανίας, Σλοβακία, στο εξής: επιθεώρηση), το Ministerstvo pôdohospodárstva a rozvoja vidieka Slovenskej republiky (Υπουργείο Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της Σλοβακικής Δημοκρατίας, στο εξής: Υπουργείο) έκρινε ότι ο αναιρεσείων είχε υποπέσει σε διοικητικό παράπτωμα δυνάμει του σλοβακικού νόμου για την ξυλεία, καθόσον παρέλειψε, ως «φορέας εκμετάλλευσης» να θεσπίσει σύστημα δέουσας επιμέλειας προκειμένου να αποτραπεί η για πρώτη φορά διάθεση στην εσωτερική αγορά παρανόμως υλοτομημένης ξυλείας ή προϊόντων ξυλείας. Με την εν λόγω απόφαση επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα πρόστιμο ύψους 2 000 ευρώ.
8. Ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή για την ακύρωση του ως άνω προστίμου ενώπιον του Krajský súd v Banskej Bystrici (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, Banská Bystrica, Σλοβακία). Το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή.
9. Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε ενώπιον του Najvyšší Správny súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας, Σλοβακία, στο εξής: αιτούν δικαστήριο), ο αναιρεσείων διατείνεται ότι δεν συνιστά «φορέα εκμετάλλευσης» κατά την έννοια του κανονισμού για την ξυλεία.
10. Ο ορισμός του «φορέα εκμετάλλευσης» παρατίθεται στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού για την ξυλεία, κατά το οποίο ως «φορέας εκμετάλλευσης» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει στην αγορά ξυλεία ή προϊόντα ξυλείας.
11. Περαιτέρω, το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού για την ξυλεία, διευκρινίζει ότι ως «διάθεση στην αγορά» νοείται η για πρώτη φορά προμήθεια, με οποιαδήποτε μέσα και ανεξαρτήτως της τεχνικής πώλησης, ξυλείας ή προϊόντων ξυλείας στην εσωτερική αγορά προς διανομή ή χρήση στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε αυτή πραγματοποιείται επί πληρωμή είτε δωρεάν.
12. Συναφώς, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, κατά τους όρους της συμβάσεως, ο αγοραστής είναι αυτός που «διαθέτει στην αγορά προϊόντα ξυλείας […] για πρώτη φορά», καθόσον αυτός είναι που υλοτομεί την επίμαχη ξυλεία. Συνεπώς, ο αγοραστής, και όχι ο αναιρεσείων, είναι αυτός που ενεργεί ως «φορέας εκμετάλλευσης» στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πράξεως και, ως εκ τούτου, υπόκειται στην υποχρέωση δέουσας επιμέλειας δυνάμει του κανονισμού για την ξυλεία. Επομένως, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, δεν μπορεί να του προσαφθεί ότι παρέλειψε να θεσπίσει σύστημα δέουσας επιμέλειας.
13. Το Υπουργείο φρονεί ότι εφόσον ο αναιρεσείων πώλησε την ξυλεία απευθείας σε τρίτον, χωρίς ωστόσο να του μεταβιβάσει το σύνολο των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ιδιότητα του δασοκόμου δυνάμει της σλοβακικής νομοθεσίας, αυτός και μόνο υπέχει υποχρέωση τήρησης των ειδικών αρχείων που απαιτούνται από τον Zákon č. 326/2005 Z. z. o lesoch (νόμο 326/2005 περί δασοκομίας), όπως τροποποιήθηκε, για την εφαρμογή συστήματος δέουσας επιμέλειας.
14. Σε αυτό το πραγματικό και νομικό πλαίσιο, το Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του [κανονισμού 995/2010], την έννοια ότι θεωρείται ως διάθεση ξυλείας στην αγορά και η επί πληρωμή διάθεση ακατέργαστης ξυλείας ή καυσόξυλων στην αγορά, κατά την έννοια του παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού, όταν, σύμφωνα με τη σύμβαση, η υλοτόμηση πραγματοποιείται από τον αγοραστή υπό τις οδηγίες και την επίβλεψη του πωλητή;»
15. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Ουγγρική και η Σλοβακική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Σλοβακική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξαν επίσης προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 15 Μαΐου 2024.
III. Ανάλυση
16. Οι παρούσες προτάσεις είναι διαρθρωμένες ως ακολούθως. Αρχικώς, θα απαντήσω στις αιτιάσεις της Σλοβακικής Κυβέρνησης όσον αφορά το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (Α). Ακολούθως, θα επικεντρωθώ στην ερμηνεία που ζητείται από το αιτούν δικαστήριο (Β). Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετάσω εν συντομία το σύστημα που θεσπίζει ο κανονισμός για την ξυλεία (B.1), πριν εξηγήσω για ποιον λόγο, υπό τις επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση περιστάσεις, φρονώ ότι ο αναιρεσείων έχει την ιδιότητα του «φορέα εκμετάλλευσης» (B.2).
Α. Επί του παραδεκτού
17. Η Σλοβακική Κυβέρνηση εκφράζει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Φρονεί ότι το προδικαστικό ερώτημα, όπως έχει διατυπωθεί από το αιτούν δικαστήριο, καλεί το Δικαστήριο να εφαρμόσει τον κανονισμό για την ξυλεία στα επίμαχα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης. Ωστόσο, η Σλοβακική Κυβέρνηση δεν ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ως απαράδεκτη. Αντιθέτως, προτείνει την αναδιατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος, ώστε με αυτό να ζητείται, γενικότερα, η ερμηνεία του κανονισμού για την ξυλεία.
18. Δεν έχω πεισθεί ότι το προδικαστικό ερώτημα, υπό τη μορφή που υποβλήθηκε, χρήζει αναδιατυπώσεως. Το ερώτημα, όπως έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο, σέβεται ήδη τη διάκριση των αρμοδιοτήτων που προβλέπεται από το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μεταξύ της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης (η οποία απόκειται τελικώς στο Δικαστήριο) και της εφαρμογής του δικαίου αυτού (η οποία αποτελεί καθήκον των εθνικών δικαστηρίων).
19. Συνεπώς, το προδικαστικό ερώτημα μπορεί να απαντηθεί ως έχει, μολονότι, όπως θα καταδειχθεί, η παροχή μιας χρήσιμης απαντήσεως στο αιτούν δικαστήριο συνεπάγεται πράγματι την πρόσθετη ερμηνεία ορισμένων άλλων τμημάτων του κανονισμού για την ξυλεία, και όχι μόνον του άρθρου 2, στοιχείο βʹ.
Β. Επί της ουσίας
1. Το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται ο κανονισμός για την ξυλεία
20. Το σχέδιο δράσης του 2003 για την επιβολή της δασικής νομοθεσίας, τη διακυβέρνηση και το εμπόριο (στο εξής: FLEGT) (5), αναγνωρίζει ότι «το συνεχώς αυξανόμενο πρόβλημα της παράνομης υλοτομίας και του συναφούς εμπορίου» αποτελεί μία από τις προτεραιότητες της Επιτροπής (6).
21. Προκειμένου να μειωθεί η παράνομη υλοτομία και παραγωγή ξυλείας καθώς και η συναφής υποβάθμιση και αποψίλωση των δασών, το σχέδιο δράσης FLEGT οδήγησε στη θέσπιση δύο βασικών νομοθετημάτων: του κανονισμού FLEGT (7) και του κανονισμού για την ξυλεία.
22. Ο κανονισμός FLEGT ρυθμίζει την εισαγωγή ξυλείας και προϊόντων ξυλείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από χώρες με τις οποίες η Ένωση έχει συνάψει συγκεκριμένου είδους συμφωνίες εταιρικής σχέσης (8). Προς τούτο, θεσπίζει ένα σύστημα «αδειών FLEGT». Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για διοικητικά πιστοποιητικά τα οποία εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές των χωρών εταίρων, με τα οποία οι εισαγωγείς ξυλείας και προϊόντων ξυλείας στην Ένωση πιστοποιούν ότι τα προϊόντα που επιδιώκουν να διαθέσουν στην εσωτερική αγορά έχουν υλοτομηθεί σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία της χώρας εταίρου. Με άλλα λόγια, οι άδειες FLEGT πιστοποιούν ότι τα εισαγόμενα προϊόντα έχουν «υλοτομηθεί νομίμως» (9).
23. Ο κανονισμός για την ξυλεία αποτελεί ένα πολύ πιο ευρύ νομοθέτημα. Τέθηκε σε ισχύ στις 2 Δεκεμβρίου 2010 και ξεκίνησε να εφαρμόζεται από τις 3 Μαρτίου 2013 (10).
24. Διέπει τη διάθεση του συνόλου της ξυλείας και των προϊόντων ξυλείας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του στην εσωτερική αγορά (11), είτε αυτά έχουν παραχθεί στην Ένωση είτε όχι, και ανεξάρτητα από το εάν η επίμαχη ξυλεία και τα προϊόντα ξυλείας έχουν εισαχθεί από χώρα εταίρο FLEGT.
25. Ο κανονισμός για την ξυλεία δεν αποσκοπεί στην καταπολέμηση της παράνομης υλοτομίας αυτής καθεαυτήν, αλλά στην αποθάρρυνση τέτοιων πρακτικών μέσω της ρυθμίσεως της ενωσιακής αγοράς όσον αφορά το εμπόριο ξυλείας και προϊόντων ξυλείας που προκύπτουν από παράνομη υλοτομία (12).
26. Προς τούτο, ο εν λόγω κανονισμός επιβάλλει στους «φορείς εκμετάλλευσης» δύο οριζόντιες υποχρεώσεις (13).
27. Η πρώτη υποχρέωση που επιβάλλεται στην ως άνω κατηγορία προσώπων συνίσταται στην απαγόρευση διάθεσης στην αγορά για πρώτη φορά παρανόμως υλοτομημένης ξυλείας ή προϊόντων που προέρχονται από την ξυλεία αυτή (14). Η δεύτερη υποχρέωση συνίσταται στη χρήση ενός συστήματος δέουσας επιμέλειας πριν από τη διάθεση της ξυλείας και των προϊόντων ξυλείας στην αγορά για πρώτη φορά (15).
28. Αυτό το σύστημα δέουσας επιμέλειας, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί είτε από τους ίδιους τους φορείς εκμετάλλευσης είτε από οργανισμούς παρακολούθησης (16), πρέπει να περιλαμβάνει τρία στοιχεία: πρώτον, μέτρα και διαδικασίες για την παρακολούθηση της προέλευσης και της νομιμότητας της ξυλείας και των προϊόντων ξυλείας (17)· δεύτερον, διαδικασίες αξιολόγησης των κινδύνων, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα ανάλυσης και αξιολόγησης της διάθεσης στην αγορά παράνομα υλοτομημένης ξυλείας ή προϊόντων ξυλείας (18)· και, τρίτον, στις περιπτώσεις στις οποίες ο κίνδυνος που εντοπίζεται δεν είναι αμελητέος, διαδικασίες μετριασμού του κινδύνου οι οποίες είναι κατάλληλες και αναλογικές προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν αποτελεσματικά τον εν λόγω κίνδυνο (19).
2. Ποιος είναι ο «φορέας εκμετάλλευσης» στην υπό κρίση υπόθεση;
29. Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία της έννοιας «φορέας εκμετάλλευσης» προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον ευσταθεί η επιβολή του προστίμου στον αναιρεσείοντα για την παράλειψή του να θεσπίσει σύστημα δέουσας επιμέλειας.
30. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ξυλεία, μόνον οι «φορείς εκμετάλλευσης» υπόκεινται στην υποχρέωση δέουσας επιμέλειας που επιβάλλει ο εν λόγω κανονισμός (20).
31. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται προκειμένου να καταστεί δυνατή η δέουσα ιχνηλασιμότητα της ξυλείας και των προϊόντων ξυλείας που διατίθενται στην εσωτερική αγορά (21) και, συνεπώς, να αποτραπεί η εμπορία παρανόμως υλοτομημένης ξυλείας.
32. Περαιτέρω, η εν λόγω υποχρέωση αντικατοπτρίζει τον σκοπό του κανονισμού για την ξυλεία, ο οποίος, κατά την αιτιολογική του σκέψη 31, συνίσταται στην καταπολέμηση της παράνομης υλοτομίας και του συναφούς εμπορίου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο κανονισμός για την ξυλεία επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις στους «φορείς εκμετάλλευσης» και τους «εμπόρους» (22).
33. Ωστόσο, οι επιβαλλόμενες στους «φορείς εκμετάλλευσης» υποχρεώσεις είναι διαφορετικές από αυτές που επιβάλλονται στους «εμπόρους». Ενώ οι «έμποροι» οφείλουν να προσδιορίζουν τα πρόσωπα που τους έχουν προμηθεύσει την ξυλεία ή τα προϊόντα ξυλείας και, όπου απαιτείται, τα πρόσωπα στα οποία έχουν διαθέσει τα προϊόντα αυτά (23), οι «φορείς εκμετάλλευσης» υπέχουν υποχρέωση δέουσας επιμέλειας (24).
34. Η συνδυαστική ανάγνωση του άρθρου 2, στοιχείο βʹ και του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού για την ξυλεία, καταδεικνύει ότι ως «φορέας εκμετάλλευσης» λογίζεται το πρόσωπο το οποίο προμηθεύει ξυλεία ή προϊόντα ξυλείας για πρώτη φορά στην εσωτερική αγορά προς διανομή ή χρήση στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε αυτή πραγματοποιείται επί πληρωμή είτε δωρεάν.
35. Κατά συνέπεια, το στοιχείο που διακρίνει έναν «φορέα εκμετάλλευσης» από έναν «έμπορο», για τους σκοπούς του κανονισμού για την ξυλεία, δεν είναι το γεγονός ότι προμηθεύει ξυλεία ή προϊόντα ξυλείας στην εσωτερική αγορά – αμφότεροι κάνουν το ίδιο. Το διακριτικό γνώρισμα είναι ότι ως «φορέας εκμετάλλευσης» λογίζεται το πρόσωπο το οποίο κατατάσσεται πρώτο στην αλυσίδα εφοδιασμού της εσωτερικής αγοράς με ξυλεία και προϊόντα ξυλείας, ενώ οι έμποροι πωλούν ή αγοράζουν ξυλεία ή προϊόντα ξυλείας τα οποία έχουν ήδη διατεθεί στην εσωτερική αγορά.
36. Εξ αυτού συνάγεται ότι το κρίσιμο στοιχείο όσον αφορά τον καθορισμό του ποιος ακριβώς είναι ο «φορέας εκμετάλλευσης», κατά την έννοια του κανονισμού για την ξυλεία, είναι το χρονικό σημείο της εμπορικής αλυσίδας της ξυλείας και των προϊόντων ξυλείας κατά το οποίο τα προϊόντα αυτά τίθενται για πρώτη φορά στην εσωτερική αγορά.
37. Συναφώς, μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ δύο περιπτώσεων: αφενός, εκείνης κατά την οποία η ξυλεία και τα προϊόντα ξυλείας προέρχονται από ιστάμενα δέντρα τα οποία βρίσκονται σε τρίτη χώρα και, ακολούθως, εισάγονται στην Ένωση και διατίθενται στην εσωτερική αγορά (ως ακατέργαστη ξυλεία ή παράγωγα προϊόντα) και, αφετέρου, εκείνης κατά την οποία η ξυλεία και τα προϊόντα ξυλείας παράγονται από ιστάμενα δέντρα τα οποία βρίσκονται εντός της Ένωσης και διατίθενται στην εσωτερική αγορά.
38. Λαμβανομένου υπόψη ότι, όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, η για πρώτη φορά διάθεση στην αγορά επέρχεται κατά τη χρονική στιγμή της θέσης των προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία από τις εθνικές τελωνειακές αρχές, στο πλαίσιο αυτό, ο εισαγωγέας της ξυλείας και των προϊόντων ξυλείας από τρίτες χώρες είναι εκείνος που ενεργεί, στο πλαίσιο αυτό, ως «φορέας εκμετάλλευσης» για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ξυλεία.
39. Ως εκ τούτου, ο εισαγωγέας είναι εκείνος που καλείται να τηρήσει την υποχρέωση δέουσας επιμέλειας που επιβάλλεται στους «φορείς εκμετάλλευσης». Η επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης να επιβάλει υποχρέωση δέουσας επιμέλειας στον εισαγωγέα είναι εύλογη, καθώς αυτός είναι το πρώτο πρόσωπο στο οποίο μπορεί να επιβάλει απευθείας εκτελεστές υποχρεώσεις το δίκαιο της Ένωσης όταν η επίμαχη ξυλεία ή τα προϊόντα ξυλείας προέρχονται από χώρα εκτός της Ένωσης (25).
40. Εάν ωστόσο, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση, τα δέντρα τα οποία μετατρέπονται σε ξυλεία και προϊόντα ξυλείας, των οποίων την παράνομη υλοτόμηση επιδιώκει να αποτρέψει εν τέλει ο κανονισμός για την ξυλεία, βρίσκονται εντός της Ένωσης, βρίσκονται εντός της Ένωσης, η αλυσίδα εμπορίου της ξυλείας (ή των παραγώγων προϊόντων) εκκινεί με την κοπή των εν λόγω δέντρων σε ένα κράτος μέλος.
41. Σε αυτή την υποθετική περίπτωση, «φορέας εκμετάλλευσης» είναι το πρόσωπο το οποίο διαθέτει τα εν λόγω δέντρα δυνάμει του δικαιώματος που του έχει χορηγηθεί από την εθνική νομοθεσία.
42. Κατά συνέπεια, μόνον το πρόσωπο αυτό δύναται να αποδείξει, εντός του πλαισίου του συστήματος δέουσας επιμέλειας του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ξυλεία, ότι τα προϊόντα που θα τεθούν τοιουτοτρόπως σε κυκλοφορία έχουν «υλοτομηθεί νομίμως» (δηλαδή, έχουν υλοτομηθεί σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, του εν λόγω κανονισμού).
43. Με αυτό φθάνω στην υπό κρίση υπόθεση. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, για τον οποίο η Σλοβακική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι έχει το δικαίωμα να ενεργεί ως δασοκόμος δυνάμει τη σλοβακικής νομοθεσίας, πώλησε συγκεκριμένη ποσότητα ξυλείας στον αγοραστή. Η ξυλεία αυτή έπρεπε να υλοτομηθεί, καθόσον τα επίμαχα δέντρα δεν είχαν κοπεί ακόμη. Κατά συνέπεια, η σύμβαση για τις ποσότητες της επίμαχης ξυλείας είχε ως αποτέλεσμα τη διάθεση για πρώτη φορά στην εσωτερική αγορά των προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για την ξυλεία, καθόσον σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο εκκίνησε η εμπορική αλυσίδα της επίμαχης ξυλείας. Επομένως, ο αναιρεσείων είναι αυτός που ενήργησε ως «φορέας εκμετάλλευσης» για τη συγκεκριμένη πράξη και υπόκειται στην υποχρέωση θέσπισης και χρήσης του συστήματος δέουσας επιμέλειας που προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ξυλεία. Σε τελική ανάλυση, ο αναιρεσείων είναι το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να αποδείξει νομίμως ότι η διάθεση των επίμαχων προϊόντων στην αγορά για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την εφαρμοστέα σλοβακική νομοθεσία.
44. Για τον καθορισμό του «φορέα εκμετάλλευσης», είναι αδιάφορο το ποιος έκοψε πράγματι τα επίμαχα δέντρα. Αφ’ ης στιγμής μόνον ο «φορέας εκμετάλλευσης» μπορεί να ικανοποιήσει την υποχρέωση δέουσας επιμέλειας, με σκοπό την πιστοποίηση της νομιμότητας της υλοτόμησης, η ανάθεση της κοπής των δέντρων σε τρίτους δεν μπορεί να απαλλάξει τον αναιρεσείοντα από την υποχρέωση δέουσας επιμέλειας που υπέχει δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ξυλεία.
45. Το αντίθετο θα σήμαινε ότι η διάθεση της ξυλείας ή των προϊόντων ξυλείας στην αγορά μπορεί να αποσυνδεθεί από την υποχρέωση διασφάλισης της νομιμότητας της επίμαχης υλοτομήσεως, η οποία απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ξυλεία. Θα υπήρχε έτσι ο κίνδυνος διάθεσης στην εσωτερική αγορά ξυλείας και προϊόντων ξυλείας χωρίς το πρόσωπο που το πράττει, ή είναι αρμόδιο να το πράξει, να είναι σε θέση να αποδείξει τη νομιμότητα της υλοτόμησής τους, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του (26).
46. Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ο αγοραστής θα μπορούσε να καταστεί «φορέας εκμετάλλευσης» μόνο στην περίπτωση που ο αναιρεσείων του είχε πωλήσει ή μεταβιβάσει τα δικαιώματα διαχειρίσεως των δέντρων πριν από την υλοτόμησή τους. Σε αυτή μόνον την υποθετική περίπτωση θα μπορούσε να ληφθεί από τον αγοραστή η απόφαση κοπής των δέντρων και διάθεσης της προκύπτουσας ξυλείας ή προϊόντων ξυλείας στην αγορά (27). Ωστόσο, υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, στην υπό κρίση υπόθεση δεν φαίνεται να έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο.
47. Εν κατακλείδι, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, ο αναιρεσείων είναι αυτός που ενήργησε ως «φορέας εκμετάλλευσης». Κατά συνέπεια, αυτός είναι το πρόσωπο που όφειλε να θεσπίσει σύστημα δέουσας επιμέλειας προκειμένου να διασφαλίσει, μεταξύ άλλων, τη συμμόρφωση προς την εφαρμοστέα σλοβακική νομοθεσία.
IV. Πρόταση
48. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας, Σλοβακία) ως ακολούθως:
Ο όρος «διάθεση στην αγορά» στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 995/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, για τη θέσπιση των υποχρεώσεων των φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν ξυλεία και προϊόντα ξυλείας στην αγορά
έχει την έννοια ότι:
καταλαμβάνει την έναντι αντιτίμου πώληση ακατέργαστης ξυλείας ή καυσόξυλων, κατά την έννοια του παραρτήματος 1 του εν λόγω κανονισμού, στην περίπτωση που, δυνάμει συμβάσεως αναθέσεως υλοτόμησης, ο αγοραστής υλοτομεί την επίμαχη ξυλεία υπό τις οδηγίες και την επίβλεψη του πωλητή.