Language of document : ECLI:EU:F:2011:15

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

της 15ης Φεβρουαρίου 2011

Υπόθεση F‑104/10 R

Mario Alberto de Pretis Cagnodo και Serena Trampuz de Pretis Cagnodo

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Επείγον — Δεν υφίσταται»

Αντικείμενο: Αίτηση, δυνάμει των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 157 EA, καθώς και του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚAΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο Μ. Α. de Pretis Cagnodo και η σύζυγός του, S. Trampuz de Pretis Cagnodo, ζητούν την αναστολή της «διαδικασίας αναγκαστικής ανακτήσεως» ποσών που αντιστοιχούν σε νοσήλια της S. Trampuz de Pretis Cagnodo.

Απόφαση: Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προσωρινά μέτρα — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Fumus boni juris — Επείγον — Σωρευτικός χαρακτήρας — Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων — Σειρά εξετάσεως και τρόπος ελέγχου — Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία — Βάρος αποδείξεως — Αμιγώς χρηματική ζημία

(Άρθρο 278 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

3.      Ασφαλιστικά μέτρα — Προϋποθέσεις παραδεκτού — Εισαγωγικό της δίκης έγγραφο — Απαιτήσεις ως προς τον τύπο — Μνεία των λόγων που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη χορήγηση των ζητουμένων μέτρων

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 35 § 1, στοιχείο δ΄, και 102 §§ 2 και 3)

1.      Το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ορίζει ότι οι αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν, μεταξύ άλλων, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου που ζητείται.

Οι προϋποθέσεις σχετικά με το επείγον της υποθέσεως και με το εκ πρώτης όψεως νόμω βάσιμο της αιτήσεως (fumus boni juris) είναι σωρευτικές και, επομένως, η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτεται εφόσον δεν πληρούται μία από αυτές. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων.

(βλ. σκέψεις 15 έως 17)

Παραπομπές:

ΓΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 1999, T‑173/99 R, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, σκέψη 18· 9 Αυγούστου 2001, T‑120/01 R, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψεις 12 και 13

ΔΔΔΕΕ: 31 Μαΐου 2006, F‑38/06 R, Bianchi κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF), σκέψεις 20 και 22

2.      Το επείγον μιας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο ο οποίος ζητεί τα προσωρινά μέτρα, εξυπακουομένου ότι μια χρηματική ζημία δεν μπορεί, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή έστω δυσχερώς επανορθώσιμη, εφόσον μπορεί συνήθως να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης χρηματικής αποζημίωσης.

Ακόμα και σε περίπτωση αμιγώς χρηματικής ζημίας, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον αν προκύπτει ότι, χωρίς τη λήψη των ζητουμένων μέτρων, ο αιτών θα περιέλθει σε κατάσταση δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του βιωσιμότητα, καθόσον δεν θα διαθέτει ορισμένο χρηματικό ποσό που, υπό κανονικές συνθήκες, θα του παράσχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει το σύνολο των δαπανών που είναι απαραίτητες για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του μέχρι το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο εν λόγω δικαστής θα αποφανθεί επί της ουσίας της κύριας προσφυγής.

Εντούτοις, προκειμένου ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να είναι σε θέση να εκτιμήσει αν η προβαλλόμενη ζημία είναι σοβαρή και ανεπανόρθωτη, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται, κατ’ εξαίρεση, η αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει να διαθέτει συγκεκριμένες και ακριβείς ενδείξεις, τεκμηριωμένες από λεπτομερή έγγραφα που να αποδεικνύουν την οικονομική κατάσταση του αιτούντος το προσωρινό μέτρο και να παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμηθούν οι συνέπειες που πιθανολογείται ότι θα απορρεύσουν από τη μη λήψη των ζητούμενων μέτρων.

Εν πάση περιπτώσει, στον διάδικο που ζητεί την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως απόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί βλάβη με σοβαρές και ανεπανόρθωτες συνέπειες.

(βλ. σκέψεις 23 έως 26)

Παραπομπές:

ΔΕΕ: 22 Ιανουαρίου 1988, 378/87 R, Top Hit Holzvertrieb κατά Επιτροπής, σκέψη 18· 18 Οκτωβρίου 1991, C‑213/91 R, Abertal κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 18· 11 Απριλίου 2001, C‑471/00 P(R), Επιτροπή κατά Cambridge Healthcare Supplies, σκέψη 113· 7 Μαΐου 2002, T‑306/01 R, Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 94

ΓΔΕΕ: 2 Απριλίου 1998, Τ‑86/96 R, Arbeitsgemeinschaft Deutscher Luftfahrt-Unternehmen και Hapag-Lloyd κατά Επιτροπής, σκέψεις 64, 65 και 67· 16 Ιουλίου 1999, Τ‑143/99 R, Hortiplant κατά Επιτροπής, σκέψη 18· 3 Ιουλίου 2000, Τ‑163/00 R, Carotti κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 8· 15 Ιουνίου 2001, T‑339/00 R, Bactria κατά Επιτροπής, σκέψη 94· 18 Οκτωβρίου 2001, T‑196/01 R, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά Επιτροπής, σκέψη 32· 15 Νοεμβρίου 2001, Τ‑151/01 R, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, σκέψη 187· 3 Δεκεμβρίου 2002, T‑181/02 R, Neue Erba Lautex κατά Επιτροπής, σκέψη 82· 13 Οκτωβρίου 2006, T‑420/05 R II, Vischim κατά Επιτροπής, σκέψεις 83 και 84· 25 Απριλίου 2008, T‑41/08 R, Vakakis κατά Επιτροπής, σκέψη 52

3.      Σε περίπτωση που προβάλλεται χρηματική ζημία, ο αιτών τη λήψη του προσωρινού μέτρου πρέπει, κατά το στάδιο υποβολής της σχετικής αιτήσεως, να παρουσιάσει πιστή και σφαιρική εικόνα της οικονομικής του κατάστασης. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, και του άρθρου 102, παράγραφοι 2 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η ίδια η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στον καθού να προετοιμάσει τις παρατηρήσεις του και στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να αποφανθεί, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως πρόσθετα στοιχεία, εξυπακουομένου ότι τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή πρέπει να προκύπτουν από το ίδιο το κείμενό της.

(βλ. σκέψη 28)

Παραπομπές:

ΔEE: Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 52

ΓΔΕΕ: 15 Ιανουαρίου 2001, T‑236/00 R, Stauner κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 34· 23 Μαΐου 2005, T‑85/05 R, Δήμος Άνω Λιοσίων κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 37· 4 Φεβρουαρίου 2010, T‑385/05 TO R, Πορτογαλία κατά Transnáutica και Επιτροπής, σκέψεις 11 έως 13