Language of document : ECLI:EU:F:2011:136

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑12/09

A

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Επαγγελματική νόσος — Σχέσεις μεταξύ των διαδικασιών των άρθρων 73 και 78 του ΚΥΚ — Προσωρινή αποζημίωση — Επιστροφή ιατρικών εξόδων — Πρόσβαση στον ατομικό φάκελο»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο A ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2008 με την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αρνήθηκε να αποφανθεί επί της «εφαρμογής» σε αυτόν του άρθρου 73, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΥΚ· την ακύρωση της αποφάσεως της 29ης Μαΐου 2008 με την οποία η ΑΔΑ αρνήθηκε να του κοινοποιήσει ορισμένα έγγραφα που περιέχονταν ή έπρεπε να περιέχονται στον ιατρικό του φάκελο· την ακύρωση των αποφάσεων της 29ης Μαΐου 2008 και της 14ης Ιουλίου 2008 με τις οποίες δεν του επιστράφηκαν ορισμένα έξοδα μετακινήσεως· την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη εξαιτίας όλων των πταισμάτων που προσάπτει στην Επιτροπή σε σχέση με την εξέλιξη της διαδικασίας για την αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθένειάς του.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων-ενάγων καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων — Αναπηρία — Αποζημίωση — Δικαίωμα για καταβολή — Προϋποθέσεις — Σταθεροποίηση του συνόλου των βλαβών

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73 § 2· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρα 19 §§ 3 και 4)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Ενστάσεις στηριζόμενες στους ίδιους λόγους αλλά έχουσες διαφορετικό νομικό αντικείμενο — Επιτρέπονται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων — Ανικανότητα προς εργασία — Μόνιμη ολική αναπηρία — Διακριτές έννοιες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 73 και 78)

4.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων — Καθορισμός της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθένειας — Διαδικασία — Πρόσβαση του υπαλλήλου στα έγγραφα του ιατρικού του φακέλου — Έμμεση πρόσβαση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 26 και 73· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρο 17)

5.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων — Επιστροφή των εξόδων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 72 και 73 § 3· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρο 9)

1.      Δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 3, της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας των υπαλλήλων, η απόφαση για τον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας λαμβάνεται αφού σταθεροποιηθούν οι βλάβες που έχει υποστεί ο ασφαλισμένος. Το δικαίωμα για καταβολή των αποζημιώσεων λόγω μονίμου ολικής αναπηρίας και μονίμου μερικής αναπηρίας, τις οποίες προβλέπει το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄ αντιστοίχως, του ΚΥΚ, γεννάται μόνον μετά τη σταθεροποίηση των βλαβών του ασφαλισμένου.

Εντούτοις, το άρθρο 19, παράγραφος 4, της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως ορίζει ότι, σε περίπτωση αναγνωρισθείσας επαγγελματικής ασθένειας, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή χορηγεί προσωρινή αποζημίωση που αντιστοιχεί στο μη επίμαχο κλάσμα του ποσοστού μόνιμης αναπηρίας, η αποζημίωση δε αυτή υπολογίζεται στις οριστικές παροχές.

Παρότι το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 4, της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως δεν το διευκρινίζει σαφώς, από τη συστηματική ερμηνεία της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτή εφαρμόζεται στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες αναγνωρίσθηκε επαγγελματική ασθένεια, αλλά τα επακόλουθα της ασθένειας αυτής δεν έχουν ακόμα σταθεροποιηθεί. Πράγματι, η διάταξη του άρθρου 19, παράγραφος 4, της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως ακολουθεί άμεσα εκείνη του άρθρου 19, παράγραφος 3, της ίδιας ρυθμίσεως, διάταξη κατά την οποία η απόφαση για τον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας λαμβάνεται αφού σταθεροποιηθούν οι βλάβες του ασφαλισμένου.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οσάκις η διοίκηση αναγνωρίσει την επαγγελματική προέλευση της ασθένειας ενός ασφαλισμένου, οι υποχρεώσεις της διαφέρουν αναλόγως του εάν η ασθένεια αυτή έχει σταθεροποιηθεί ή όχι. Στην πρώτη περίπτωση, η διοίκηση υποχρεούται να προσδιορίσει την προσβολή της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ασφαλισμένου. Η υποχρέωση αυτή δεν προδικάζει την απόφαση που πρέπει να λάβει σχετικώς, στο μέτρο που ένας ασφαλισμένος ενδέχεται να πάσχει από επαγγελματική ασθένεια χωρίς να υποστεί τέτοια προσβολή. Στη δεύτερη περίπτωση, η διοίκηση υποχρεούται να εξετάσει κατά πόσον ο ασφαλισμένος υπέστη μη επίμαχο κλάσμα του ποσοστού μόνιμης αναπηρίας που του παρέχει δικαίωμα στην καταβολή προσωρινής αποζημιώσεως. Και πάλι, η υποχρέωση που υπέχει η διοίκηση δεν προδικάζει την απόφαση που πρέπει να λάβει σχετικώς, καθότι δεν αποκλείεται μια τέτοια εξέταση να καταλήξει στη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται κλάσμα του ποσοστού μόνιμης αναπηρίας που να είναι ήδη οριστικό.

Επομένως, οσάκις η διοίκηση αναγνωρίσει την επαγγελματική προέλευση της ασθένειας ενός ασφαλισμένου, υποχρεούται να λάβει θέση επί των οικονομικής φύσεως δικαιωμάτων που καθιερώνουν το άρθρο 73, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και το άρθρο 19, παράγραφος 4, της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως. Η διοίκηση δεν θα εξαντλούσε την αρμοδιότητα που της αναθέτει το άρθρο 73 του ΚΥΚ και η ρύθμιση περί ασφαλίσεως εάν, επιληφθείσα αιτήσεως ενός ασφαλισμένου για την αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθένειάς του, αρκούταν στο να προβεί στην αναγνώριση αυτή χωρίς να συναγάγει τις ενδεχόμενες οικονομικές συνέπειες.

(βλ. σκέψεις 99 έως 102)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 17 Φεβρουαρίου 2011, F‑119/07, Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 89

2.      Επιτρέπεται σε υπάλληλο να επικαλεστεί τον ίδιο λόγο, το ίδιο επιχείρημα ή το ίδιο πραγματικό περιστατικό προς στήριξη πλειόνων διοικητικών ενστάσεων που έχουν διαφορετικό νομικό αντικείμενο.

(βλ. σκέψη 136)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 13 Ιανουαρίου 2010, F‑124/05 και F‑96/06, A και G κατά Επιτροπής, σκέψη 205

3.      Υφίσταται θεμελιώδης διάκριση μεταξύ της μόνιμης αναπηρίας κατά την έννοια του άρθρου 78 του ΚΥΚ, έννοια που αντιστοιχεί στην ανικανότητα προς εργασία και δικαιολογεί, επομένως, τη χορήγηση αντισταθμιστικού εισοδήματος υπό τη μορφή επιδόματος αναπηρίας, και της μόνιμης αναπηρίας κατά την έννοια του άρθρου 73 του ΚΥΚ, η οποία αντιστοιχεί σε προσβολή της φυσικής ή ψυχικής ακεραιότητας, χωρίς να τίθεται απαραιτήτως ζήτημα ανικανότητας προς εργασία και, επομένως, καταβολής αντισταθμιστικού εισοδήματος. Κατά συνέπεια, η πλήρης ανικανότητα προς εργασία —ανικανότητα που αποτελεί αντικείμενο του άρθρου 78 του ΚΥΚ— και η περιέλευση σε πλήρη μόνιμη αναπηρία κατά το άρθρο 73 του ΚΥΚ είναι δύο άκρως διαφορετικά πράγματα. Πράγματι, ενώ η πλήρης αναπηρία κατά το προμνησθέν άρθρο 73 συνεπάγεται κατά κανόνα πλήρη ανικανότητα προς εργασία, το αντίστροφο δεν ευσταθεί απαραιτήτως, καθότι ένας υπάλληλος ενδέχεται να είναι πλήρως ανίκανος προς εργασία κατά την έννοια του προμνησθέντος άρθρου 78, πάσχοντας ταυτόχρονα από πολύ περιορισμένη μόνον μερική μόνιμη αναπηρία κατά την έννοια του προμνησθέντος άρθρου 73.

(βλ. σκέψεις 149 και 150)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 27 Ιουνίου 2000, T‑47/97, Plug κατά Επιτροπής, σκέψεις 73 και 74

4.      Το άρθρο 26 του ΚΥΚ προβλέπει τη δημιουργία, για κάθε υπάλληλο, ενός ατομικού φακέλου ο οποίος περιέχει όλα τα έγγραφα που αφορούν τη διοικητική του κατάσταση και όλες τις εκθέσεις που αφορούν την ικανότητα, την απόδοση ή τη συμπεριφορά του, καθώς και τις παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί από τον υπάλληλο για τα έγγραφα αυτά. Το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να αντιτάξει στον υπάλληλο ούτε να επικαλεστεί εναντίον του έγγραφα που δεν του έχουν κοινοποιηθεί πριν από την καταχώρισή τους στον φάκελο. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας του υπαλλήλου.

Όσον αφορά την πρόσβαση σε έγγραφα ιατρικής φύσεως στο πλαίσιο διαδικασίας αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας, η ρύθμιση περί ασφαλίσεως κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας έχει καθιερώσει ειδική διαδικασία, η οποία προβλέπει τη διαβίβαση της πλήρους ιατρικής γνωματεύσεως, επί της οποίας στηρίζεται η απόφαση που σχεδιάζει να λάβει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, στον ιατρό που έχει επιλέξει ο υπάλληλος, καθώς και την προσφυγή ενώπιον ιατρικής επιτροπής στην οποία μετέχει ο ιατρός που έχει οριστεί από τον υπάλληλο. Πράγματι, ο σεβασμός των δικαιωμάτων του υπαλλήλου επιβάλλει να του αναγνωρίζεται δυνατότητα προσβάσεως στα έγγραφα ιατρικής φύσεως. Αυτή η αναγνωριζόμενη στον υπάλληλο ευχέρεια πρέπει, ωστόσο, να συμβιβάζεται με τις ανάγκες του ιατρικού απορρήτου, που παρέχουν σε κάθε ιατρό την αρμοδιότητα να κρίνει για τη δυνατότητα γνωστοποιήσεως στα πρόσωπα που θεραπεύει ή εξετάζει τη φύση των παθήσεων από τις οποίες ενδεχομένως πάσχουν. Προβλέποντας έμμεση πρόσβαση στα έγγραφα ιατρικής φύσεως, μέσω της παρεμβάσεως έμπιστου ιατρού που έχει οριστεί από τον υπάλληλο, η ρύθμιση περί ασφαλίσεως συμβιβάζει τα δικαιώματα του υπαλλήλου με τις ανάγκες του ιατρικού απορρήτου.

Ο σεβασμός των δικαιωμάτων του υπαλλήλου επιβάλλει να του αναγνωρίζεται δυνατότητα προσβάσεως όχι μόνο στα έγγραφα ιατρικής φύσεως, αλλά και στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το θεμέλιο της σχεδιαζόμενης αποφάσεως. Έτσι, στα έγγραφα τα οποία σχετίζονται με τις πραγματικές διαπιστώσεις που συνδέονται με συμβάν που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της εργασίας, και τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν ως θεμέλιο για διαδικασία που αποβλέπει στην αναγνώριση υπάρξεως εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας κατά την έννοια της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως, πρέπει επίσης να αναγνωρίζεται ιατρικός χαρακτήρας.

Εξάλλου, ο ιατρικός χαρακτήρας ορισμένων εγγράφων δεν αποκλείει το ενδεχόμενο τα έγγραφα αυτά να ενδιαφέρουν επίσης την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτή, τα έγγραφα αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στον ατομικό φάκελο του ενδιαφερομένου.

Έτσι, αφενός, ο φάκελος στον οποίο στηρίζονται ο ιατρός που ορίζεται από το όργανο ή η ιατρική επιτροπή για να εκτιμήσουν την επαγγελματική αιτία της ασθένειας είναι ιατρικής φύσεως και, επομένως, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να έχει παρά μόνο έμμεση πρόσβαση στον φάκελο αυτόν, μέσω του ιατρού που έχει ορίσει, και, αφετέρου, τα διοικητικής φύσεως στοιχεία που ενδέχεται να περιέχονται στον φάκελο αυτόν και να επηρεάζουν την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται στον ατομικό φάκελο όπου, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ΚΥΚ, ο υπάλληλος έχει άμεση πρόσβαση. Συνεπώς, το σύνολο των εγγράφων που υποβάλλονται στον ιατρό που ορίζεται από το όργανο ή στην ιατρική επιτροπή υπάγεται στο καθεστώς της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως. Η καταχώριση στον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου ορισμένων από τα έγγραφα αυτά καθώς και η παροχή στον υπάλληλο της δυνατότητας να λάβει γνώση των εγγράφων αυτών επιβάλλονται, επομένως, μόνον εφόσον τα έγγραφα αυτά χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση ή τη μεταβολή της υπηρεσιακής καταστάσεως του υπαλλήλου εκ μέρους της διοικήσεως στην οποία υπάγεται.

(βλ. σκέψεις 189 έως 195)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 28 Ιουνίου 1972, 88/71, Brasseur κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 11· 7 Οκτωβρίου 1987, 140/86, Strack κατά Επιτροπής, σκέψεις 7 και 9 έως 13· 1 Οκτωβρίου 1991, C‑283/90 P, Vidrányi κατά Επιτροπής, σκέψεις 20 έως 22, 24 και 25

ΠΕΚ: 12 Ιουλίου 1990, T‑154/89, Vidrányi κατά Επιτροπής, σκέψεις 33 και 36· 3 Μαρτίου 2004, T‑48/01, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 136 και 137

5.      Παρότι το άρθρο 73, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει ότι η επιστροφή των εξόδων που προκλήθηκαν από την επαγγελματική ασθένεια πραγματοποιείται μόνον κατόπιν εξοφλήσεως και συμπληρωματικά προς τα ποσά που θα εισπράξει ο υπάλληλος κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 72 του ΚΥΚ, το άρθρο 9, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας των υπαλλήλων ορίζει ότι τα έξοδα που προκλήθηκαν λόγω ατυχήματος επιστρέφονται αφότου το προβλεπόμενο στο άρθρο 72 του ΚΥΚ σύστημα υγειονομικής ασφάλισης καλύψει το τμήμα των εξόδων που του αναλογούν σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στη διάταξη αυτή.

Ως εκ τούτου, τόσο το άρθρο 73, παράγραφος 3, του ΚΥΚ όσο και το άρθρο 9, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση έναντι των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι προβλέπουν αποκλειστικώς τη χορήγηση συμπληρωματικού ποσού επιστροφής για τα έξοδα που δαπανήθηκαν για παροχές εμπίπτουσες στο άρθρο 72 του ΚΥΚ, μετά την επιστροφή του τμήματος των εξόδων που αναλογούν στο σύστημα υγειονομικής περιθάλψεως. Το σύστημα ασφαλίσεως έναντι των κινδύνων ατυχήματος λειτουργεί συμπληρωματικά και δεν προβλέπει, επομένως, καμία επιστροφή των εξόδων που δαπανήθηκαν για όσες παροχές δεν εμπίπτουν στο σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως και, για τον λόγο αυτό, δεν καλύπτονται από το σύστημα αυτό.

(βλ. σκέψεις 206 και 207)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 1 Δεκεμβρίου 2010, F‑89/09, Γκάγκαλης κατά Συμβουλίου, σκέψη 42