Language of document : ECLI:EU:F:2011:166

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑56/05

Peter Strobl

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Διορισμός — Υποψήφιοι εγγεγραμμένοι σε πίνακα επιτυχόντων πριν από την έναρξη ισχύος του νέου ΚΥΚ — Κατάταξη σε βαθμό κατ’ εφαρμογή των νέων λιγότερο ευνοϊκών κανόνων — Άρθρο 12 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Αρχή της ισότητας — Δυσμενής διάκριση λόγω ηλικίας»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την ο οποία ο P. Strobl ζητεί, κυρίως, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 2004, περί κατατάξεώς του στον βαθμό A*6.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρεμβαίνον, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διαρθρώσεως των σταδιοδρομιών από τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

2.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διαρθρώσεως των σταδιοδρομιών από τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 5 § 3, στοιχείο γ΄, και 31· παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3)

3.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διαρθρώσεως των σταδιοδρομιών από τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 7 § 1, 27, εδ. 1, και 29 § 1· παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

4.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διαρθρώσεως των σταδιοδρομιών από τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό — Επιτυχόντες σε γενικούς διαγωνισμούς προσληφθέντες μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006 — Εφαρμογή των νέων διατάξεων — Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 3· παράρτημα XIII, άρθρα 12 § 3 και 13 § 2)

5.      Υπάλληλοι — Τοποθέτηση — Αντιστοιχία μεταξύ βαθμού και θέσεως — Τοποθέτηση σε θέση ανώτερου βαθμού — Δικαίωμα ανακατατάξεως — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 7 § 1 και 62, εδ. 1)

1.      Ο υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα νέας κανονιστικής διατάξεως, ιδίως σε έναν τομέα στον οποίο ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την ανάγκη μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ. Εξάλλου, το δικαίωμα για προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καλύπτει κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση του έχει δημιουργήσει βάσιμες ελπίδες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις υπό τη μορφή συγκεκριμένων, ανεπιφύλακτων και συγκλινουσών πληροφοριών, που προέρχονται από εγκεκριμένες και αξιόπιστες πηγές, αντιθέτως δε κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως.

Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη διατήρηση των παλαιών κριτηρίων για την κατάταξη σε βαθμό θα μπορούσε, πράγματι, να προκύψει, ενδεχομένως, από συναφείς συγκεκριμένες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις. Αντιθέτως, τέτοια εμπιστοσύνη δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθεί εφόσον υπήρχε προειδοποίηση, καθ’ υπόθεση ασαφής, ότι νέος ΚΥΚ βρισκόταν υπό επεξεργασία και, κατά μείζονα λόγο, εφόσον υπήρχε ένδειξη, καθ’ υπόθεση εξίσου αόριστη, σχετικά με την κατάταξη σε βαθμό κατά την πρόσληψη.

(βλ. σκέψεις 39 και 44)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 11 Ιουλίου 2007, T‑58/05, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 9, 13 και 98

2.      Το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, ως ειδική μεταβατική διάταξη, έχει από τη φύση του ως αποτέλεσμα την παρέκκλιση από τους γενικής φύσεως κανόνες που περιέχονται στις πάγιες διατάξεις του ΚΥΚ, οπότε δεν υφίσταται αντίφαση μεταξύ, αφενός, του άρθρου αυτού και, αφετέρου, του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ή του άρθρου 31 του ΚΥΚ.

Επιπλέον, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν έχει αναδρομική ισχύ και δεν θίγει τα προβαλλόμενα κεκτημένα δικαιώματα των επιτυχόντων σε διαγωνισμούς που ανακοινώθηκαν πριν την 1η Μαΐου 2004.

(βλ. σκέψεις 45 και 46)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2008, C‑443/07 P, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 62 και 101

ΓΔΕΕ: Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις48 επ.

ΔΔΔΕΕ: 30 Σεπτεμβρίου 2010, F‑20/06, De Luca κατά Επιτροπής, σκέψη 86

3.      Ο νομοθέτης μπορούσε, στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ, αφενός, να ορίσει ότι οι επιτυχόντες διαγωνισμού για τους οποίους είχε προβλεφθεί, πριν από την 1η Μαΐου 2004, πρόσληψη στον βαθμό A 7, θα προσλαμβάνονταν εφεξής στον βαθμό A*6 και, αφετέρου, να μειώσει, με την ευκαιρία αυτή, τις αποδοχές που αντιστοιχούν στους βαθμούς αυτούς.

Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, ο νομοθέτης δεν παραβίασε την αρχή της ισότητας και, ειδικότερα, την απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω ηλικίας, εφόσον ο πίνακας αντιστοιχίας των βαθμών που περιλαμβάνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και ο πίνακας των βασικών μηνιαίων αποδοχών προδήλως δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη, άμεσα ή έμμεσα, την ηλικία των ενδιαφερομένων.

Επιπροσθέτως, κατ’ εφαρμογήν του κανόνα που απορρέει από τα άρθρα 7, παράγραφος 1, 27, πρώτο εδάφιο, και 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και βάσει του οποίου το επίπεδο των θέσεων καθορίζεται σε συνάρτηση με τη φύση τους, τη σπουδαιότητά τους και το εύρος των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε αυτές, ανεξαρτήτως των προσόντων των ενδιαφερομένων, ο περιλαμβανόμενος στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ πίνακας αντιστοιχίας των βαθμών διακρίνει τον βασικό βαθμό A*5 από τον υψηλότερο βαθμό A*6, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία που απαιτείται για τις θέσεις αυτού του επιπέδου.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ επιβάλλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να λαμβάνει, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, υπόψη την εμπειρία αυτή κατά τον καθορισμό, με αντικειμενικό τρόπο, του επιπέδου των προς πλήρωση θέσεων.

(βλ. σκέψη 54)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑121/97, Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψεις 98 και 104· 29 Νοεμβρίου 2006, T‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, σκέψη 105

ΔΔΔΕΕ: 19 Ιουνίου 2007, F‑54/06, Davis κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 81

4.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν δύναται να παρεμβάλλει εμπόδια στην ελευθερία του νομοθέτη να επιφέρει ανά πάσα στιγμή στις διατάξεις του ΚΥΚ τις τροποποιήσεις που κρίνει σύμφωνες με το συμφέρον της υπηρεσίας, έστω και εάν πρόκειται για τροποποιήσεις οι οποίες καθιστούν τις διατάξεις του ΚΥΚ δυσμενέστερες για τους υπαλλήλους από τις προϊσχύσασες, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, εμποδίζεται κάθε νομοθετική εξέλιξη.

Εξάλλου, από το άρθρο 3 του ΚΥΚ προκύπτει ότι διορισμός ενός υπαλλήλου επέρχεται υποχρεωτικώς με μονομερή πράξη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (ΑΔΑ) και ότι ο επιτυχών υποψήφιος διαγωνισμού μπορεί να διεκδικήσει την ιδιότητα του υπαλλήλου και, συνεπώς, να απαιτήσει την υπέρ αυτού εφαρμογή των διατάξεων του ΚΥΚ μόνον αφού εκδοθεί γι’ αυτόν τέτοια απόφαση.

Όσον αφορά την κατάταξη σε βαθμό υπαλλήλων που διορίστηκαν μετά την 1η Μαΐου 2004, αυτή δεν μπορούσε να γίνει νομίμως παρά μόνον κατ’ εφαρμογή των νέων κριτηρίων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία αυτή. Κατά τη μεταβατική περίοδο μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006, τα κριτήρια αυτά ορίζονταν στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

Εξάλλου, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υπήρχαν κατά την έκδοσή της και η ΑΔΑ διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια καθορισμού των όρων συμμετοχής στους διαγωνισμούς σε συνάρτηση με τις ανάγκες της υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, ο υπάλληλος δεν μπορεί να συναγάγει ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ παραβιάζει την αρχή της ισότητας από μόνο το γεγονός ότι, μετά τη μεταρρύθμιση του ΚΥΚ, διοργανώθηκαν, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της υπηρεσίας, διαγωνισμοί για την πρόσληψη υπαλλήλων σε βαθμούς ανώτερους από τον δικό του. Η ίδια συλλογιστική ισχύει όσον αφορά το γεγονός ότι κενές θέσεις σε ειδικούς τομείς μπορούσαν να πληρωθούν αποκλειστικά από υποψηφίους που κατείχαν ανώτερο βαθμό από αυτό του ενδιαφερομένου.

Επιπλέον, η δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 13, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ στα θεσμικά όργανα να προσλαμβάνουν υπαλλήλους ως γλωσσομαθείς νομικούς στον βαθμό A*7 εξηγείται από το ειδικό τους προφίλ στην αγορά εργασίας και ιδίως από τις δυσκολίες που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν τα όργανα για την πρόσληψή τους.

Τέλος, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, ή η προσβαλλόμενη απόφαση που εκδόθηκε βάσει της διατάξεως αυτής, δεν δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις σε σχέση με τους υπαλλήλους που άρχισαν τη σταδιοδρομία τους στην υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε νεότερη ηλικία από αυτή του ενδιαφερομένου. Στο πλαίσιο αυτό, η μη λήψη υπόψη, κατά την αρχική κατάταξη σε βαθμό, όλης της επαγγελματικής πείρας που αποκτήθηκε πριν την πρόσληψη από το θεσμικό όργανο έχει συνέπειες καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική με τις προς πλήρωση θέσεις πείρα καθορίζεται με τρόπο αντικειμενικό, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της υπηρεσίας, κατά τον καθορισμό του επιπέδου των θέσεων αυτών στην προκήρυξη του διαγωνισμού, η δε διοίκηση, καθορίζοντας τη σχετική πείρα επιδιώκει νόμιμο σκοπό, χωρίς να προβαίνει σε αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της ευρωπαϊκής δημόσιας υπηρεσίας, η κατάσταση των προσώπων που έχουν εργαστεί ως μόνιμοι υπάλληλοι δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να συγκριθεί με αυτή των προσώπων που απέκτησαν επαγγελματική πείρα εκτός των θεσμικών οργάνων. Πράγματι, σε αντίθεση, κατά κανόνα, προς τα πρόσωπα που εργάζονται εκτός των οργάνων της Ένωσης, οι μόνιμοι υπάλληλοι αποκτούν χρήσιμη πείρα όσον αφορά τα όργανα, εφόσον έχουν ήδη αποδείξει την ικανότητά τους να εκπληρώνουν τα καθήκοντα που αυτά τους αναθέτουν στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων της ευρωπαϊκής διοικητικής οργανώσεως και των εργασιακών σχέσεων που προβλέπει ο ΚΥΚ όσον αφορά, ιδίως, την ιεραρχία, την αξιολόγηση και την πειθαρχία και εντασσόμενοι σε ένα πολυπολιτισμικό πλαίσιο διαφορετικών παραδόσεων.

(βλ. σκέψεις 79, 81, 82 και 87)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Campoli κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 105· Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 86 και 113· 13 Δεκεμβρίου 2006, T‑173/05, Heus κατά Επιτροπής, σκέψεις 43, 44 και 52· 15 Νοεμβρίου 2001, T‑142/00, Van Huffel κατά Επιτροπής, σκέψη 52

ΔΔΔΕΕ: 15 Ιουνίου 2006, F‑25/05, Mc Sweeney και Armstrong κατά Επιτροπής, σκέψη 39· 3 Μαΐου 2007, F‑123/05, Bracke κατά Επιτροπής, σκέψεις 51 και 56· Davis κ.λπ. κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 81

5.      Από τον συνδυασμό του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 62, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, δυνάμει του οποίου ο υπάλληλος δικαιούται αποδοχών αντίστοιχων με τον βαθμό και το κλιμάκιό του, προκύπτει ότι, μετά τον καθορισμό του βαθμού, και επομένως του επιπέδου των αποδοχών του υπαλλήλου, ο υπάλληλος δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε θέση μη αντιστοιχούσα στον βαθμό αυτόν. Εν ολίγοις, ο βαθμός και, κατ’ επέκταση, ο μισθός τον οποίο δικαιούται να λαμβάνει υπάλληλος καθορίζει τα καθήκοντα που δύνανται να του ανατεθούν. Συνεπώς, η αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως εργασίας παρέχει σε κάθε υπάλληλο το δικαίωμα να αρνηθεί την τοποθέτηση σε θέση που δεν αντιστοιχεί στον βαθμό του και, τελικά, να αρνηθεί την εκτέλεση καθηκόντων που δεν αντιστοιχούν στις αποδοχές του.

Ακόμα και εάν ένας υπάλληλος δεχθεί να ασκήσει καθήκοντα που αντιστοιχούν σε βαθμό ανώτερο του δικού του, η αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως δεν του παρέχει δικαίωμα ανακατατάξεως της θέσεώς του σε ανώτερο βαθμό.

(βλ. σκέψεις 90 και 92)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 7 Μαΐου 1991, T‑18/90, Jongen κατά Επιτροπής, σκέψη 27· 20 Μαρτίου 2002, T‑23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, σκέψη 367· 22 Δεκεμβρίου 2005, T‑146/04, Gorostiaga Atxalandabaso κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 141