Language of document : ECLI:EU:C:2013:401

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 13ης Ιουνίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑291/12

Michael Schwarz

κατά

Stadt Bochum

[αίτηση του Verwaltungsgericht Gelsenkirchen (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Πρότυπα για τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα των κρατών μελών – Άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 444/2009 – Δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»






Περιεχόμενα


I –   Εισαγωγή

II – Το νομικό πλαίσιο

Α –   Το δίκαιο της Ένωσης

Β –   Το γερμανικό δίκαιο

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

V –   Νομική ανάλυση

Α –   Επί της φερόμενης ανεπάρκειας της νομικής βάσεως

1.     Το περιεχόμενο και ο σκοπός του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε

2.     Καταλληλότητα του άρθρου 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ ως νομικής βάσεως του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε

Β –    Επί της φερόμενης παραβάσεως της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο

Γ –   Επί της φερόμενης προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τη θέση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε

2.     Η υποχρέωση την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, προσβάλλει το θεμελιώδες δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το οποίο προβλέπει ο νόμος και το οποίο επιδιώκει στόχο γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση

3.     Επί του αναλογικού χαρακτήρα της προσβολής

α)     Ο περιορισμός είναι κατάλληλος για την επίτευξη του στόχου γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση

β)     Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, είναι απαραίτητο για την επίτευξη στόχου γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση

γ)     Τελικές παρατηρήσεις

VI – Πρόταση

I –    Εισαγωγή

1.        «Η χρήση της βιομετρίας σε συστήματα πληροφορικής δεν είναι ποτέ ασήμαντη επιλογή, ιδίως όταν το συγκεκριμένο σύστημα αφορά τεράστιο αριθμό ατόμων. Η βιομετρία […] μεταβάλλει αμετάκλητα τη σχέση μεταξύ σώματος και ταυτότητας, στο μέτρο που επιτρέπει την “ανάγνωση” των χαρακτηριστικών του ανθρώπινου σώματος από μια μηχανή καθώς και την περαιτέρω χρήση τους. Ακόμη και εάν τα βιομετρικά χαρακτηριστικά δεν είναι δυνατόν να αναγνωσθούν με γυμνό μάτι, μπορούν να αναγνωσθούν και να χρησιμοποιηθούν με τα κατάλληλα εργαλεία, πάντοτε, όπου και εάν ευρίσκεται το άτομο.»

2.        Η προειδοποίηση αυτή του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (2) αποκτά ιδιαίτερη σημασία σήμερα, καθώς ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με την εγκυρότητα, και μάλιστα υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το οποίο καθιερώνει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), της υποχρεώσεως που επιβάλλεται στα κράτη μέλη με τον κανονισμό (ΕΚ) 2252/2004 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με την καθιέρωση προτύπων για τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα των κρατών μελών (3), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 444/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2009 (4) (στο εξής: κανονισμός 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε), να χορηγούν διαβατήρια στους υπηκόους τους μόνον εφόσον οι τελευταίοι παράσχουν υποχρεωτικώς δύο δακτυλικά αποτυπώματα, η εικόνα των οποίων μάλιστα αποθηκεύεται στο διαβατήριο.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004 όριζε ότι «[τ]α διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα περιλαμβάνουν μέσο αποθήκευσης το οποίο περιέχει εικόνα του προσώπου. Τα κράτη μέλη προβλέπουν επίσης την ενσωμάτωση δακτυλικών αποτυπωμάτων υπό μορφή που εξασφαλίζει τη διαλειτουργικότητα. Τα δεδομένα ενσωματώνονται κατά τρόπο ασφαλή και το μέσο αποθήκευσης διαθέτει επαρκή χωρητικότητα και ικανότητα προκειμένου να διασφαλίζεται η ακεραιότητα, η αυθεντικότητα και η εμπιστευτικότητα των δεδομένων».

4.        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004 τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού 444/2009 και έχει πλέον ως εξής:

«Τα διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα περιλαμβάνουν μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφαλείας το οποίο περιέχει εικόνα προσώπου. Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν επίσης την ενσωμάτωση δύο επίπεδων δακτυλικών αποτυπωμάτων υπό μορφή που εξασφαλίζει τη διαλειτουργικότητα. Τα δεδομένα ενσωματώνονται κατά τρόπο ασφαλή και το μέσο αποθήκευσης διαθέτει επαρκή χωρητικότητα και ικανότητα προκειμένου να διασφαλίζεται η ακεραιότητα, η αυθεντικότητα και η εμπιστευτικότητα των δεδομένων.»

 Β –      Το γερμανικό δίκαιο

5.        Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του νόμου περί διαβατηρίων (Passgesetz) της 19ης Απριλίου 1986, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον νόμο της 30ής Ιουλίου 2009 (5), ορίζει τα εξής:

«Κατ’ εφαρμογή του κανονισμού [2252/2004], το διαβατήριο, το υπηρεσιακό διαβατήριο και το διπλωματικό διαβατήριο πρέπει να περιλαμβάνουν ηλεκτρονικό μέσο αποθηκεύσεως, στο οποίο αποθηκεύονται η φωτογραφία, τα δακτυλικά αποτυπώματα, η ονομασία των δακτύλων από τα οποία ελήφθησαν τα αποτυπώματα, τα στοιχεία σχετικά με την ποιότητα των αποτυπωμάτων και τα στοιχεία που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Τα αποθηκευμένα δεδομένα πρέπει να εξασφαλίζονται από τον κίνδυνο ανάκτησης χωρίς εξουσιοδότηση, τροποποίησης και διαγραφής. Δεν θα δημιουργηθεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο τράπεζα δεδομένων των βιομετρικών στοιχείων κατά τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο.»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

6.        Ο Μ. Schwarz, Γερμανός υπήκοος, ζήτησε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Stadt Bochum (Δήμου του Μπόχουμ) τη χορήγηση διαβατηρίου, αρνούμενος όμως να υποστεί την υποχρεωτική λήψη των δακτυλικών του αποτυπωμάτων. Στις 8 Νοεμβρίου 2007 οι εν λόγω υπηρεσίες, θεωρώντας ότι δεν δύναται να χορηγηθεί διαβατήριο χωρίς υποχρεωτική λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, αρνήθηκαν, επικαλούμενες το άρθρο 4, παράγραφος 3, του νόμου περί διαβατηρίων της 19ης Απριλίου 1986, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον νόμο της 30ής Ιουλίου 2009, να χορηγήσουν το εν λόγω έγγραφο.

7.        Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή με αίτημα να διατάξει το αιτούν δικαστήριο τον Stadt Bochum να του χορηγήσει διαβατήριο χωρίς λήψη των δακτυλικών του αποτυπωμάτων. Συναφώς ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, από το οποίο απορρέει η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν δύο δακτυλικά αποτυπώματα κάθε προσώπου που ζητεί να του χορηγηθεί διαβατήριο, είναι άκυρο.

8.        Συμμεριζόμενο τις αμφιβολίες του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον το άρθρο 62, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ΕΚ αποτελεί επαρκή νομική βάση για τη θέσπιση του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε. Επίσης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το γεγονός ότι δεν έλαβε χώρα διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αφού το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετέτρεψε την προαιρετική λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων που προβλεπόταν αρχικώς στο σχέδιο κανονισμού σε υποχρεωτική, συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια ικανή να επηρεάσει το κύρος του εν λόγω άρθρου 1. Τέλος, επισημαίνει ότι ένας άλλος λόγος ακυρότητας του εν λόγω άρθρου θα μπορούσε να αντληθεί από ενδεχόμενη προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο απορρέει από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) και καθιερώνεται με το άρθρο 8 του Χάρτη.

9.        Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Verwaltungsgericht Gelsenkirchen αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Ιουνίου 2012, με το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι έγκυρο το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού [2252/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 444/2009];»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

10.      Ο προσφεύγων της κύριας δίκης, ο Stadt Bochum, η Γερμανική και η Πολωνική Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.

11.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Μαρτίου 2013, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους ο προσφεύγων της κύριας δίκης, η Γερμανική Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

V –    Νομική ανάλυση

12.      Θα εξετάσω διαδοχικά τους τρεις προβαλλόμενους λόγους ακυρότητας, δηλαδή την ανεπάρκεια της νομικής βάσεως, την ύπαρξη διαδικαστικής πλημμέλειας κατά την έκδοση του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, και τη φερόμενη παράβαση του άρθρου 8 του Χάρτη.

 Α –      Επί της φερόμενης ανεπάρκειας της νομικής βάσεως

13.      Η νομική βάση του κανονισμού 2252/2004, όπως και του κανονισμού 444/2009, είναι το άρθρο 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο «[τ]ο Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 67, θεσπίζει […] 2) μέτρα για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών τα οποία καθορίζουν […] α) προδιαγραφές και διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούν τα κράτη μέλη κατά τη διενέργεια ελέγχων προσώπων στα εξωτερικά σύνορα».

14.      Ο προσφεύγων της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι, γενικά, το άρθρο 18, παράγραφος 3, ΕΚ (6) απαγόρευε στα θεσμικά όργανα να εκδίδουν νομοθεσία σχετικά με τα διαβατήρια που χορηγούνται στους Ευρωπαίους πολίτες. Εν πάση περιπτώσει, νομοθεσία σχετική με τα διαβατήρια που χορηγούνται στους πολίτες της Ένωσης δεν δύναται εγκύρως να βασίζεται στο εν λόγω άρθρο 62, διότι ο όρος «έλεγχοι προσώπων στα εξωτερικά σύνορα» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου αποκλείει τα μέτρα που αφορούν αποκλειστικά τους πολίτες της Ένωσης. Εξάλλου, τα διαβατήρια που χορηγούνται στους πολίτες της Ένωσης δεν χρησιμεύουν ειδικά για τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορά της. Τέλος, η υποχρέωση λήψεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων, την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής το οποίο περιγράφει το άρθρο 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ, διότι δεν υπάγεται στην έννοια των «προδιαγραφών» ή «διαδικασιών που πρέπει να ακολουθούν τα κράτη μέλη κατά τη διενέργεια ελέγχων προσώπων στα εξωτερικά σύνορα».

15.      Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να απορριφθεί το επιχείρημα το οποίο αφορά το άρθρο 18, παράγραφος 3, ΕΚ, καθόσον η διαταγή αυτή σκοπούσε απλώς στο να αποκλειστεί η δυνατότητα θεσπίσεως διατάξεων σχετικών με τα διαβατήρια βάσει των διατάξεων της Συνθήκης που διέπουν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, και ειδικότερα, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 2, ΕΚ. Αντιθέτως, από το άρθρο 18, παράγραφος 3, ΕΚ δεν προκύπτει γενική απαγόρευση θεσπίσεως ρυθμίσεων σχετικών με τα διαβατήρια από τα θεσμικά όργανα.

16.      Η αιτίαση που αφορά την αποκλειστική χρησιμοποίηση του άρθρου 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ ως νομικής βάσεως είναι πολύ σοβαρότερη. Ασφαλώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει επί προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας κατά του κανονισμού 2252/2004 από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας (7). Στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, το Δικαστήριο ασχολήθηκε ακροθιγώς, κατά εντελώς γενικό τρόπο, με το ζήτημα της νομικής βάσεως (8). Κατά τα φαινόμενα, το Δικαστήριο ουδέποτε αμφέβαλε για το γεγονός ότι ο κανονισμός 2252/2004 βασιζόταν σε ορθή νομική βάση. Ανεξαρτήτως αυτού, εφόσον το ζήτημα τίθεται ρητώς ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η οποία αφορά το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, θα πρέπει να εξεταστεί λεπτομερέστερα στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων.

17.      Προκειμένου να εξακριβωθεί αν το άρθρο 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση για την εν λόγω πράξη, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως έχει υπογραμμίσει επανειλημμένα το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του συστήματος αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «η επιλογή της νομικής βάσεως μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, όπως είναι, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως» (9). Προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι το άρθρο 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ αποτελεί επαρκή νομική βάση του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, θα πρέπει κατά συνέπεια, πρώτον, να προσδιοριστεί ο σκοπός και το περιεχόμενο του εν λόγω κανονισμού και, στη συνέχεια, να εξακριβωθεί αν το εν λόγω περιεχόμενο και ο εν λόγω σκοπός δύνανται να οριοθετηθούν επαρκώς στο πλαίσιο κανονισμού που εκδίδεται με αυτή τη νομική βάση.

1.      Το περιεχόμενο και ο σκοπός του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε

18.      Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό, από τον τίτλο του κανονισμού 2252/2004 προκύπτει ότι σκοπός του είναι η καθιέρωση προτύπων για τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια των κρατών μελών.

19.      Η ενσωμάτωση στα διαβατήρια βιομετρικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων τα δύο δακτυλικά αποτυπώματα, καθώς και η εναρμόνιση των χαρακτηριστικών ασφαλείας, έχει ως σκοπό να καταστήσει περισσότερο αξιόπιστη την αντιστοιχία μεταξύ του διαβατηρίου και του κατόχου προκειμένου να καταπολεμηθεί η πλαστογράφηση και η δόλια χρήση του (10), στόχος που, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αποτελεί τον σκοπό του κανονισμού 2252/2004 (11).

20.      Εξάλλου, η εναρμόνιση των προτύπων που αφορούν τα βιομετρικά στοιχεία τα οποία ενσωματώνονται στα διαβατήρια αποσκοπεί στην επίτευξη, στο εσωτερικό της Ένωσης, συνοχής κατά την προσέγγιση των εν λόγω στοιχείων, ιδίως σε σχέση με τους κανόνες που διέπουν τις θεωρήσεις οι οποίες χορηγούνται σε υπηκόους τρίτων χωρών (12), διότι τα διαβατήρια που χορηγούνται στους πολίτες της Ένωσης «δεν πρέπει να παρουσιάζουν υστέρηση σε σύγκριση με όσα έχουν επιτευχθεί χάρη στον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών που ισχύουν για τη θεώρηση ενιαίου τύπου και για τις άδειες διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών» (13).

21.      Τέλος, η αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 2252/2004 αναφέρει τον βασικό στόχο «της καθιέρωσης κοινών προτύπων ασφαλείας και διαλειτουργικών βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων» ο οποίος, σύμφωνα με τον νομοθέτη της Ένωσης, επιβάλλει τη θέσπιση κανόνων για όλα τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν τη σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 (14). Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, επιδιώκει επίσης τον στόχο «της απλούστευσης των συνοριακών ελέγχων» (15) μέσω της εναρμονίσεως των κοινών προτύπων ασφαλείας.

22.      Κατά τη γνώμη μου, ο κύριος στόχος τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, μπορεί να γίνει νοητός μόνον αν μεταφερθεί στο ευρύτερο πλαίσιο του συστήματος στο οποίο εντάσσεται η θέσπισή του, ενώ επιβάλλεται να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη σχέση του κανονισμού με το σύστημα που προέκυψε από τη συμφωνία του Σένγκεν. Οι αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 14 υπενθυμίζουν ακριβώς ότι ο κανονισμός έχει διατυπωθεί ως εξέλιξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, πράγμα που έχει επιβεβαιώσει, εξάλλου, και το Δικαστήριο (16). Στο πλαίσιο αυτού του κεκτημένου διευκρινίστηκε η πολιτική ολοκληρωμένης διαχειρίσεως των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών που συμμετέχουν στο σύστημα που προέκυψε από τη συμφωνία του Σένγκεν, και ειδικότερα οι κανόνες που αφορούν τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων. Με την εναρμόνιση του περιεχομένου και των τεχνικών χαρακτηριστικών των ταξιδιωτικών εγγράφων τα οποία πρέπει να κατέχουν οι πολίτες της Ένωσης κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων, ο στόχος τον οποίο επιδιώκει ο νομοθέτης στο πλαίσιο του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, προφανώς συμβάλλει στον ευρύτερο στόχο της διασφαλίσεως των εν λόγω συνόρων.

23.      Από την άποψη του περιεχομένου, και σε πλήρη συνεκτικότητα με τον σκοπό του, ο κανονισμός 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, περιέχει τρία είδη διατάξεων. Αφενός, περιέχει διατάξεις που αφορούν την υποχρέωση λήψεως δακτυλικών αποτυπωμάτων καθεαυτή, τις περιπτώσεις απαλλαγής από την υποχρέωση αυτή και τις περιπτώσεις στις οποίες η λήψη είναι αδύνατη (17). Αφετέρου, περιέχει διατάξεις αφορώσες το γενικό καθεστώς που διέπει τα δεδομένα τα οποία περιέχονται στα διαβατήρια (18). Οι λοιπές διατάξεις, καθώς και το παράρτημα του εν λόγω κανονισμού, αφορούν καθαρά τεχνικές πτυχές των ελαχίστων προτύπων ασφαλείας τα οποία πρέπει να τηρούν τα κράτη μέλη κατά τη χορήγηση διαβατηρίων. Ενδεικτικά και μόνον αναφέρω τις τεχνικές προδιαγραφές σχετικά με το μέσο αποθηκεύσεως, τον τύπο ενσωματώσεως, τη διαδικασία της λήψεως, τον τρόπο ασφαλούς ενσωματώσεως των δεδομένων, τις τεχνικές εκτυπώσεως, καθώς και τον τρόπο αναγνώσεως και διατηρήσεως των δεδομένων (19). Ο κανονισμός 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει «την εναρμόνιση και βελτίωση των ελαχίστων προτύπων ασφαλείας τα οποία πρέπει να πληρούν τα διαβατήρια […] των κρατών μελών, καθώς και την ενσωμάτωση στα ως άνω [διαβατήρια] ορισμένων βιομετρικών στοιχείων αφορώντων τους κατόχους των σχετικών εγγράφων» (20).

2.      Καταλληλότητα του άρθρου 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ ως νομικής βάσεως του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε

24.      Μπορούν τα προαναφερθέντα στοιχεία να θεσπιστούν με βάση το άρθρο 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ; Πιστεύω πως ναι.

25.      Αφενός, τα στοιχεία τα οποία εναρμονίζονται με τον κανονισμό 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, επιδιώκουν την εναρμόνιση του περιεχομένου και των προτύπων ασφαλείας όσον αφορά τα διαβατήρια τα οποία χορηγούν τα κράτη μέλη στους Ευρωπαίους πολίτες. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο προσφεύγων της κύριας δίκης, δεν είναι ορθό να υποστηρίζεται ότι το άρθρο 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση μόνο για μέτρα που άπτονται των ελέγχων υπηκόων τρίτων κρατών στα εξωτερικά σύνορα. Το γράμμα του εν λόγω άρθρου 62 δεν περιέχει ανάλογο περιορισμό, εφόσον αναφέρεται απλώς σε «ελέγχους προσώπων». Εξάλλου, όπως προκύπτει σαφώς από το κεκτημένο του Σένγκεν, οι πολίτες της Ένωσης υπόκεινται και αυτοί σε στοιχειώδη έλεγχο όταν διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης (21). Ο έλεγχος αυτός όπως και, γενικότερα, η ενίσχυση των εγγυήσεων όσον αφορά τα εξωτερικά σύνορα αποτελεί αναγκαίο επακόλουθο της απουσίας ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα της Ένωσης και ταυτόχρονα προϋπόθεση για την πλήρη κατοχύρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας στο έδαφος της Ένωσης. Ο κανονισμός 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, αφορά κατά συνέπεια τη «διενέργεια ελέγχων προσώπων στα εξωτερικά σύνορα» κατά την έννοια του άρθρου 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ (22).

26.      Αφετέρου, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει υποχρέωση των κρατών μελών να χορηγούν διαβατήρια με εναρμονισμένο περιεχόμενο και τεχνικά χαρακτηριστικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης της Ένωσης εξασφάλισε ότι ο έλεγχος των πολιτών της Ένωσης στα εξωτερικά σύνορα διεξάγεται στην ίδια βάση και ότι η ταυτότητα των εν λόγω πολιτών εξακριβώνεται από τις εθνικές αρχές στα διάφορα σημεία διελεύσεως βάσει των ίδιων δεδομένων. Συνεπώς, συνέβαλε στην πληρέστερη ολοκλήρωση της πολιτικής διαχειρίσεως των εν λόγω συνόρων (23). Το γεγονός ότι τίθεται στη διάθεση της αστυνομίας στα σύνορα της Ένωσης, κατά τον χρόνο ελέγχου των διαβατηρίων των πολιτών της Ένωσης, ένα ομοιογενές σύνολο δεδομένων που έχουν ενσωματωθεί κατά ασφαλή τρόπο συμβάλλει στην ενίσχυση του επιπέδου ασφαλείας των ελέγχων, ενώ παράλληλα τους διευκολύνει.

27.      Ασφαλώς, η υποχρέωση λήψεως δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων συνεπάγεται μια πράξη που λαμβάνει χώρα πριν από τον έλεγχο. Παρά ταύτα, αποτελεί προφανώς προϋπόθεση της ασκήσεως του ελέγχου καθεαυτού. Κατά συνέπεια, θεωρώ μάλλον αφύσικο να υποστηρίζεται ότι διατάξεις σχετικά με τα δεδομένα που περιέχονται στα διαβατήρια και πρέπει να ελέγχονται κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης δεν είναι δυνατόν να θεσπιστούν με τη νομική βάση στην οποία θεμελιώνονται οι έλεγχοι. Η ορθολογική προσέγγιση του περιεχομένου και της ερμηνείας του άρθρου 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ επιβάλλει να αναγνωριστεί ότι η υποχρέωση λήψεως δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων υπό τις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, καθόσον συνιστά αναπόσπαστη προϋπόθεση του ελέγχου των πολιτών της Ένωσης στα εξωτερικά σύνορα, εμπίπτει ασφαλώς στην έννοια των «προδιαγραφών και διαδικασιών που πρέπει να ακολουθούν τα κράτη μέλη κατά τη διενέργεια ελέγχων προσώπων στα εξωτερικά σύνορα».

28.      Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους φρονώ ότι το άρθρο 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ συνιστά κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε.

       Επί της φερόμενης παραβάσεως της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο

29.      Τα μέτρα τα οποία έχουν ως νομική βάση το άρθρο 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ έπρεπε να θεσπίζονται από το Συμβούλιο με τη διαδικασία την οποία προέβλεπε το άρθρο 67 ΕΚ. Κατά τον χρόνο εκδόσεως του κανονισμού 2252/2004, η εν λόγω διαδικασία προέβλεπε διαβούλευση με το Κοινοβούλιο (24). Ο προσφεύγων της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η διαδικασία αυτή δεν τηρήθηκε, καθόσον η διαβούλευση με το Κοινοβούλιο αφορούσε πρόταση κανονισμού που προέβλεπε απλώς δυνατότητα των κρατών μελών να λαμβάνουν τα δακτυλικά αποτυπώματα, ενώ στο τελικό σχέδιο η δυνατότητα αυτή μετατράπηκε σε υποχρέωση, χωρίς να δοθεί στο Κοινοβούλιο η δυνατότητα να εκφέρει γνώμη συναφώς.

30.      Θα πρέπει να επισημανθεί εξαρχής ότι η διαδικαστική πλημμέλεια την οποία προβάλλει ο προσφεύγων της κύριας δίκης αφορά τη διαδικασία που οδήγησε στη θέσπιση του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004. Το ερώτημα σχετικά με το κύρος, το οποίο υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο, αφορά σαφώς το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε (25). Δεν αμφισβητείται ότι ο τελευταίος αυτός κανονισμός εκδόθηκε, σύμφωνα με τη δυνατότητα που προβλέπει το άρθρο 67, παράγραφος 2, ΕΚ, με τη διαδικασία του άρθρου 251 ΕΚ, δηλαδή με τη διαδικασία της συναπόφασης. Η διαδικαστική πλημμέλεια την οποία προβάλλει ο προσφεύγων της κύριας δίκης, κατά συνέπεια, δεν επηρεάζει το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε.

31.      Ανεξαρτήτως αυτών, προκειμένου να διασκεδαστεί κάθε σχετική αμφιβολία, θα ήθελα να εκθέσω συνοπτικά μερικές παρατηρήσεις, προκειμένου να αποδείξω ότι ούτε το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004 –το αρχικό, δηλαδή, κείμενο– ενείχε διαδικαστική πλημμέλεια.

32.      Αφενός, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «η υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη νομοθετική διαδικασία, στις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη περιπτώσεις, συνεπάγεται την υποχρέωση νέας διαβουλεύσεως οσάκις το τελικώς εγκριθέν κείμενο, εξεταζόμενο στο σύνολό του, αποκλίνει ουσιωδώς από εκείνο επί του οποίου το Κοινοβούλιο έχει ήδη γνωμοδοτήσει» (26). Μολονότι είναι αληθές ότι η πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου την οποία υπέβαλε η Επιτροπή προέβλεπε απλώς δυνατότητα των κρατών μελών να προσθέσουν, μεταξύ των δεδομένων που αποθηκεύονται στα διαβατήρια, τα δακτυλικά αποτυπώματα (27) και ότι η δυνατότητα αυτή μετετράπη σε υποχρέωση στο τελικό κείμενο του κανονισμού, η τροποποίηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης απόκλιση, υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, που απαιτεί νέα διαβούλευση με το Κοινοβούλιο. Το ζήτημα του προαιρετικού ή υποχρεωτικού χαρακτήρα της λήψεως δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν ήταν το ουσιώδες πρόβλημα που ετίθετο, διότι το Κοινοβούλιο θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να λάβει υπόψη το ενδεχόμενο όλα τα κράτη μέλη να αποφασίσουν να ασκήσουν αυτή τη δυνατότητα.

33.      Αφετέρου, από τα χρονολογικά στοιχεία που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η πρόταση κανονισμού διαβιβάστηκε στο Κοινοβούλιο στις 25 Φεβρουαρίου 2004. Η πολιτική συμφωνία στο πλαίσιο του Συμβουλίου για τη μετατροπή της δυνατότητας λήψεως δακτυλικών αποτυπωμάτων σε υποχρέωση επετεύχθη στις 26 Οκτωβρίου 2004. Στις 24 Νοεμβρίου 2004, το Συμβούλιο διαβίβασε στο Κοινοβούλιο νέο έγγραφο, συνοδευόμενο από ενημερωτική επιστολή. Η γνώμη του Κοινοβουλίου (28) εκδόθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2004, ήτοι ελάχιστο, ασφαλώς, χρονικό διάστημα μετά τη διαβίβαση αυτή. Εντούτοις, η μνεία των νέων κατευθύνσεων του Συμβουλίου στις αιτιολογικές σκέψεις αποδεικνύει κατά πάσα πιθανότητα ότι το Κοινοβούλιο, κατά τον χρόνο εκδόσεως της γνώμης του, ήταν πλήρως ενήμερο γι’ αυτή την αλλαγή προσεγγίσεως του Συμβουλίου, η οποία δεν προκάλεσε την αντίδραση του Κοινοβουλίου. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο δεν προέβαλε παράβαση της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως ούτε αμφισβήτησε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τις διευκρινίσεις που δόθηκαν σχετικά με τη διαδικασία διαβουλεύσεως για τον κανονισμό 2252/2004.

34.      Για τους λόγους αυτούς, μολονότι είμαι πεπεισμένος ότι το ζήτημα της νομιμότητας της διαδικασίας θεσπίσεως του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004 ουδεμία επιρροή ασκεί για τη διαφορά της κύριας δίκης, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απουσία νέας διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, μετά τη μετατροπή της δυνατότητας λήψεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων προκειμένου να αποθηκεύονται στα διαβατήρια σε υποχρέωση, δεν βάρυνε με διαδικαστική πλημμέλεια τη θέσπιση της εν λόγω διατάξεως.

 Επί της φερόμενης προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

35.      Δεδομένου ότι η απόφαση περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος αναφέρει απλώς ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, προσβάλλει επίσης «το δικαίωμα ελεύθερης εξόδου και εισόδου στη χώρα, αντιβαίνει στο άρθρο 17 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και παραβιάζει διάφορες αρχές ισότητας και απαγορεύσεως των διακρίσεων», χωρίς να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους το κύρος του εν λόγω άρθρου πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των εν λόγω ελευθεριών και αρχών και χωρίς να εξετάζει αν οι εν λόγω ελευθερίες και αρχές ασκούν επιρροή στο πλαίσιο του σχετικού ελέγχου, και δεδομένου ότι οι διάδικοι που συμμετείχαν στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, επικέντρωσαν τις παρατηρήσεις τους στην προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η συλλογιστική που ακολουθεί αφορά αποκλειστικά την εξέταση του κύρους του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, υπό το πρίσμα του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος.

36.       Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη, «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν». Είναι προφανές ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (29). Ειδικότερα, η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι «η επεξεργασία αυτών των δεδομένων [προσωπικού χαρακτήρα] πρέπει να γίνεται νομίμως, για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από το νόμο. Κάθε πρόσωπο δικαιούται να έχει πρόσβαση στα συλλεγέντα δεδομένα που το αφορούν και να επιτυγχάνει τη διόρθωσή τους».

37.      Οι περιορισμοί του δικαιώματος αυτού πρέπει να σέβονται τα οριζόμενα από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Ειδικότερα, πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο, να σέβονται το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος και την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή να είναι αναγκαίοι και να ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

38.      Πριν εξετάσω συγκεκριμένα το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, σε σχέση με το άρθρο 8 του Χάρτη, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι το ζήτημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι ξένο προς τον κανονισμό. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι η προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την οποία συνιστά η υποχρέωση λήψεως και αποθηκεύσεως, για σκοπούς αναγνώσεως, δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων, προβλέπεται από τον νόμο και διώκει στόχο γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση. Τέλος, θα λάβω θέση σχετικά με τον αναλογικό χαρακτήρα της εν λόγω προσβολής.

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τη θέση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε

39.      Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υπενθυμίζεται με την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2252/2004, επί των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε σχέση με διαβατήρια έχει εφαρμογή η οδηγία 95/46. Η εν λόγω οδηγία, η οποία μνημονεύεται στις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 8 του Χάρτη, θεσπίζει μια σειρά θεμελιωδών αρχών, τις οποίες επιβάλλει εξάλλου και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (30), όπως η θεμιτή και σύννομη επεξεργασία καθώς και η συλλογή για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς δεδομένων κατάλληλων, συναφών προς τους επιδιωκόμενους στόχους, τα οποία δεν είναι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται, είναι ακριβή, ενημερώνονται και δεν διατηρούνται για απεριόριστο χρονικό διάστημα. Θεσπίζει επίσης την αρχή της αναγκαιότητας της συναινέσεως του προσώπου για την επεξεργασία των δεδομένων του, προβλέποντας εντούτοις μια σειρά εξαιρέσεων, όπως η εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας εξουσίας ή ακόμα η επίτευξη του επιδιωκόμενου έννομου συμφέροντος (31). Άλλο ένα ουσιώδες στοιχείο είναι ότι η οδηγία αυτή προβλέπει δικαίωμα προσβάσεως των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υφίστανται επεξεργασία σε μια ολόκληρη σειρά πληροφοριών (32), δικαίωμα αντιτάξεως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (33), καθώς και δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου (34).

40.      Επίσης, το άρθρο 1α του κανονισμού 2252/2004, το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό 444/2009, προβλέπει ρητώς ότι οι εθνικές διαδικασίες συλλογής των βιομετρικών στοιχείων υπόκεινται στις διασφαλίσεις «που προβλέπονται στην [ΕΣΔΑ] και στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού» και επιτάσσει οι διαδικασίες αυτές να εγγυώνται την αξιοπρέπεια του ενδιαφερομένου, σε περίπτωση δυσχερειών κατά την καταγραφή.

41.      Οι εγγυήσεις τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, πρέπει κατά συνέπεια να ερμηνευθούν σε συνδυασμό με τις εγγυήσεις τις οποίες προβλέπει η οδηγία 95/46 και με τις παραπομπές στην ΕΣΔΑ και στην αξιοπρέπεια των προσώπων. Το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει συνεπώς να εξεταστεί οπωσδήποτε υπό το φως των ουσιωδών αυτών στοιχείων.

2.      Η υποχρέωση την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, προσβάλλει το θεμελιώδες δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το οποίο προβλέπει ο νόμος και το οποίο επιδιώκει στόχο γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση

42.      Αφενός, η υποχρεωτική λήψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, η ενσωμάτωση και η αποθήκευσή τους στα διαβατήρια, καθώς και η δυνατότητα που διαθέτει η συνοριοφυλακή να διαβάζει τα δεδομένα αυτά χωρίς συναίνεση του ενδιαφερομένου, συνιστούν προφανώς προσβολή του δικαιώματος το οποίο αναγνωρίζει το άρθρο 8 του Χάρτη. Πράγματι, οι αιτούντες, εφόσον δεν επιθυμούν να παραιτηθούν της κατοχής διαβατηρίου και κατά συνέπεια της δυνατότητας μετακινήσεως στις περισσότερες τρίτες χώρες, δεν μπορούν να αντιταχθούν στη λήψη και στην αποθήκευση των δακτυλικών τους αποτυπωμάτων.

43.      Αφετέρου, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι η προσβολή που απορρέει από την υποχρεωτική λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων πρέπει να θεωρηθεί ότι «προβλέπεται από τον νόμο» υπό την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, εφόσον η λήψη προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο ανταποκρίνεται εξάλλου και στις απαιτήσεις προσπελασιμότητας, σαφήνειας και προβλεψιμότητας, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (35).

44.      Δεύτερον, όπως προανέφερα (36), ο γενικός ουσιώδης στόχος τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, είναι η ασφάλεια των εξωτερικών συνόρων, με την εφαρμογή πολιτικής ολοκληρωμένης διαχειρίσεώς τους. Εξάλλου, η ενσωμάτωση αποθηκευμένων δακτυλικών αποτυπωμάτων κατά τρόπο ασφαλή σε μέσο αποθηκεύσεως του διαβατηρίου σκοπεί να καταστήσει περισσότερο αξιόπιστη την αντιστοιχία μεταξύ του κατόχου και του εγγράφου και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δυσχεραίνει την πλαστογράφηση και τη δόλια χρήση του, με άλλα λόγια την παράνομη μετανάστευση. Επίσης, η ενέργεια του νομοθέτη ήταν περισσότερο σημαντική ενόψει της προοδευτικής εγκαθιδρύσεως ενός χώρου ασφάλειας, ελευθερίας και δικαιοσύνης (37), και, όπως προανέφερα, λόγω της απουσίας ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα της Ένωσης.

45.      Θεωρώ σαφές ότι όλοι αυτοί οι «δευτερογενείς στόχοι» συμβάλλουν στην επίτευξη του γενικού στόχου που προαναφέρθηκε. Επιβάλλεται κατά συνέπεια η διαπίστωση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, επιβάλλοντας την υποχρεωτική λήψη δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων ενόψει της ενσωματώσεως και της αποθηκεύσεώς τους στα διαβατήρια, επιδιώκει στόχο γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση.

3.      Επί του αναλογικού χαρακτήρα της προσβολής

46.      Ο περιορισμός του θεμελιώδους δικαιώματος της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει επίσης να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή να είναι αναγκαίος και να ανταποκρίνεται πράγματι στον επιδιωκόμενο στόχο.

 α)     Ο περιορισμός είναι κατάλληλος για την επίτευξη του στόχου γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση

47.      Συναφώς, ο προσφεύγων της κύριας δίκης αμφισβητεί το κατά πόσον η υποχρεωτική λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων των πολιτών της Ένωσης οι οποίοι επιθυμούν να αποκτήσουν διαβατήριο συνιστά μέσο κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και εκφράζει αμφιβολίες για το κατά πόσον συμβάλλει αποτελεσματικά στην ασφάλεια των εξωτερικών συνόρων. Υποστηρίζει ουσιαστικά ότι η επιλεγείσα βιομετρική μέθοδος θα αποδειχθεί εξαιρετικά αναποτελεσματική, εν πάση δε περιπτώσει η χρησιμότητά της για τους πολίτες της Ένωσης, από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να ληφθούν δακτυλικά αποτυπώματα λόγω ασθενείας, τραύματος ή εγκαύματος, θα είναι περιορισμένη. Η εν λόγω μέθοδος δεν μπορεί να εξασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου λόγω του εγγενώς εύθραυστου χαρακτήρα του μικροκυκλώματος αποθηκεύσεως, η διάρκεια ζωής του οποίου είναι κατά πολύ μικρότερη από τη διάρκεια ισχύος του διαβατηρίου. Τέλος, η μέθοδος αυτή παρουσιάζει σημαντικό ποσοστό σφάλματος και δεν είναι επαρκώς ασφαλής ώστε να εγγυηθεί την απολύτως αξιόπιστη αντιστοιχία μεταξύ του νόμιμου κατόχου του διαβατηρίου και του εγγράφου.

48.      Εντούτοις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή καθεαυτήν η προσθήκη βιομετρικών δεδομένων σε διαβατήριο αναγκαστικά καθιστά, μεταξύ άλλων, περισσότερο πολύπλοκη την πλαστογράφηση του εν λόγω διαβατηρίου, αλλά και ασφαλέστερη την ταυτοποίηση του νομίμου κατόχου, εφόσον οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης έχουν πλέον στη διάθεσή τους δύο βιομετρικά στοιχεία, επιπλέον της εικόνας προσώπου (38). Αναμφισβήτητο είναι επίσης ότι τα εν λόγω βιομετρικά δεδομένα συνιστούν, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, δεδομένα ικανά να εξατομικεύσουν και να ταυτοποιήσουν τα πρόσωπα.

49.      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τις αστοχίες της μεθόδου, είναι αληθές ότι η αναγνώριση μέσω της συγκρίσεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν είναι 100 % ασφαλής μέθοδος ταυτοποιήσεως και ότι, κατά συνέπεια, παρουσιάζει ποσοστό σφάλματος ανώτερο του 0 % (39). Ουδείς, εξάλλου, υποστηρίζει ότι το διαβατήριο, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του οποίου περιγράφονται στον κανονισμό 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, είναι αδύνατον να πλαστογραφηθεί. Εντούτοις, είναι σαφές ότι ο νομοθέτης της Ένωσης ευλόγως προσπάθησε να δυσχεράνει το έργο των πλαστογράφων προσθέτοντας δύο βιομετρικά στοιχεία και εντείνοντας την εναρμόνιση των στοιχείων ασφαλείας. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η επιλεγείσα βιομετρική μέθοδος δεν είναι αλάνθαστη και ότι δεν καθιστά απολύτως αδύνατη την πλαστογράφηση ή την καταστροφή του διαβατηρίου δεν είναι δυνατόν να καθιστά την επιλεγείσα μέθοδο απρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, εφόσον –υπενθυμίζω– δεν έχει εξευρεθεί μέχρι σήμερα κάποια αλάνθαστη μέθοδος. Από ορισμένες απόψεις, εξάλλου, αυτό το ενδεχόμενο λάθους αντισταθμίζεται από την ευελιξία της υποχρεώσεως λήψεως των αποτυπωμάτων. Για παράδειγμα, όταν η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα όσον αφορά την ταυτοποίηση, όπως συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση των παιδιών, ο νομοθέτης της Ένωσης προβλέπει καθεστώς εξαιρέσεως (40).

 β)     Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, είναι απαραίτητο για την επίτευξη στόχου γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση

50.      Θα πρέπει να εξεταστεί αν τα θεσμικά όργανα πραγματοποίησαν «ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του συμφέροντος της Ένωσης» (41) να ενισχυθεί η ασφάλεια των εξωτερικών συνόρων της και, αφετέρου, της προσβολής της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πολιτών της Ένωσης οι οποίοι ζητούν να τους χορηγηθεί διαβατήριο. «Οι αποκλίσεις και οι περιορισμοί της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου» (42), πράγμα που σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένα άλλο μέτρο εξίσου αποτελεσματικό, αλλά το οποίο να θίγει σε μικρότερο βαθμό το θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

51.      Οι συζητήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου περιεστράφησαν, μεταξύ άλλων, γύρω από το βάσιμο της επιλογής από τον νομοθέτη της βιομετρικής μεθόδου συγκρίσεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Κατά τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, ο νομοθέτης δεν ανέπτυξε ούτε εξέθεσε, από στατιστική ιδίως άποψη, τους λόγους για τους οποίους έκρινε απαραίτητο, κατά τον χρόνο εκδόσεως των κανονισμών 2252/2004 και 444/2009, να επιβάλει στα κράτη μέλη να ενσωματώσουν στα διαβατήρια δύο δακτυλικά αποτυπώματα. Σε τελική ανάλυση, ο προσφεύγων βάλλει κατά της χρησιμοποιήσεως βιομετρικής μεθόδου, πέραν της εικόνας προσώπου, ή ακόμα και κατά της ανάγκης να ταυτοποιούνται με τόση ακρίβεια οι πολίτες της Ένωσης στα εξωτερικά σύνορά της (43). Εξέφρασε ανησυχία ιδίως για την πιθανότητα ανακτήσεως, εν αγνοία των δικαιούχων, της εικόνας των δακτυλικών αποτυπωμάτων, τα οποία είναι, σε τελική ανάλυση, ελάχιστα ασφαλή δεδομένα (44), εφόσον κάθε πράξη της καθημερινής μας ζωής αποτελεί μια ευκαιρία να αφήσουμε πίσω μας εικόνα των δακτυλικών μας αποτυπωμάτων. Εξάλλου, το ανεπαρκές επίπεδο ασφαλείας του μικροκυκλώματος αποθηκεύσεως δεν επιτρέπει να εξασφαλιστεί ότι η ανάγνωση των βιομετρικών δεδομένων θα επιτρέπεται μόνον από τις αρμόδιες αρχές. Σε τελική ανάλυση, το επίπεδο προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος το οποίο εγγυάται το άρθρο 8 του Χάρτη δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, διότι, πρώτον, αφορά όλους τους πολίτες της Ένωσης για περίοδο δέκα ετών, ήτοι για ολόκληρη τη διάρκεια ισχύος του διαβατηρίου, δεύτερον, η προσβολή επαναλαμβάνεται σε κάθε έλεγχο στα εξωτερικά σύνορα, τρίτον, υφίσταται πραγματικός κίνδυνος διατηρήσεως των βιομετρικών δεδομένων σε αρχεία και, τέταρτον, η ταυτοποίηση μέσω δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι δυνατόν να οδηγήσει σε παρεκτροπές και παρουσιάζει κινδύνους στιγματισμού ορισμένων κατηγοριών προσώπων. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Μ. Schwarz θεωρεί ότι η προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος δεν σχετίζεται με τις πραγματικές δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης τόσο από άποψη ταυτοποιήσεως των πολιτών της Ένωσης όσο και καταστολής των προσπαθειών παράνομης εισόδου στο έδαφος της Ένωσης με πλαστογραφημένο διαβατήριο.

52.      Μολονότι είναι αληθές ότι στην αιτιολογική έκθεση του κανονισμού 2252/2004 δεν εκτίθενται ειδικώς οι λόγοι για τους οποίους ο νομοθέτης επέλεξε την ενσωμάτωση της εικόνας των δακτυλικών αποτυπωμάτων, εντούτοις εξηγείται σαφώς η ανάγκη να υπάρξει συνοχή μεταξύ της προσέγγισης που υιοθετείται για τα διαβατήρια των πολιτών της Ένωσης και εκείνης που προβλέπεται για τα ταξιδιωτικά έγγραφα τα οποία χορηγούνται στους υπηκόους τρίτων κρατών (45). Για τα τελευταία αυτά έγγραφα προβλεπόταν ήδη η ενσωμάτωση των δακτυλικών αποτυπωμάτων (46). Εξάλλου, η αιτιολογική έκθεση αναφέρει επίσης τα αποτελέσματα των εργασιών του Διεθνούς οργανισμού πολιτικής αεροπορίας (ICAO), ο οποίος «επέλεξε επίσης την εικόνα προσώπου ως το πρωταρχικό διαλειτουργικό βιομετρικό αναγνωριστικό στοιχείο και το δακτυλικό αποτύπωμα ή/και την εικόνα της ίριδας» (47). Εν πάση περιπτώσει, σε όλες τις γνώμες που εκδόθηκαν σχετικά με το ζήτημα της ενσωματώσεως βιομετρικών δεδομένων εκτός της εικόνας προσώπου, τόσο από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (48) όσο και από την ομάδα εργασίας του άρθρου 29 (49), εφιστάται η προσοχή των θεσμικών οργάνων όσον αφορά τους εγγενείς κινδύνους της προσφυγής στη βιομετρία γενικά, αλλά ουδέποτε τίθεται υπό αμφισβήτηση η επιλογή της εικόνας των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Σε όλες αυτές τις γνώμες υπενθυμίζεται ομόφωνα ότι η εξ ορισμού ευαίσθητη φύση των βιομετρικών δεδομένων απαιτεί ειδικές εγγυήσεις, αλλά ουδέποτε αναφέρεται ότι η επιλογή των δακτυλικών αποτυπωμάτων ως πρόσθετου βιομετρικού στοιχείου που ενσωματώνεται στα ταξιδιωτικά έγγραφα είναι αλυσιτελής. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατ’ αρχήν, κάθε άτομο είναι σε θέση να παράσχει ευχερώς εικόνα των δακτυλικών του αποτυπωμάτων, τα οποία χαρακτηρίζονται από μοναδικότητα, ευλόγως, κατά την άποψή μου, έκρινε ο νομοθέτης ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα συνιστούν πρόσφορο βιομετρικό στοιχείο ταυτοποιήσεως ικανό να καταστήσει περισσότερο αξιόπιστη την αντιστοιχία μεταξύ του διαβατηρίου και του κατόχου του, ενώ παράλληλα δυσχεραίνουν κάθε απόπειρα δόλιας χρήσεως ή πλαστογραφίας.

53.      Η περίπτωση πρόδηλης πλάνης του νομοθέτη της Ένωσης –της μόνη πλάνης που μπορεί να ελεγχθεί σε περιπτώσεις στις οποίες, όπως εν προκειμένω, «εντός περίπλοκου τεχνικού πλαισίου με εξελικτικό χαρακτήρα […], ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την αξιολόγηση πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως άκρως περίπλοκων προκειμένου να καθορίσει τη φύση και την έκταση των μέτρων που υιοθετεί» (50)– φαίνεται ότι πρέπει να αποκλειστεί, πολλώ μάλλον διότι το Δικαστήριο δεν μπορεί, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, να υποκαταστήσει τη δική του εκτίμηση στην εκτίμηση του νομοθέτη στον οποίο η Συνθήκη έχει αναθέσει την αποστολή αυτή.

54.      Όσον αφορά την ύπαρξη εναλλακτικών μέτρων που θίγουν σε μικρότερο βαθμό το θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η προσφυγή στην αναγνώριση της ίριδας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει σε μικρότερο βαθμό το δικαίωμα αυτό. Εξάλλου, η αναγνώριση της ίριδας παρουσιάζει ορισμένα μειονεκτήματα συνδεόμενα τόσο με το εγγενές κόστος της μεθόδου –η οποία προστατεύεται με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας– όσο και με τον κίνδυνο για την υγεία τον οποίο προκαλεί η διαδικασία σαρώσεως της ίριδας ή με την καθυστέρηση που θα προκαλούσε η εξακρίβωση της αντιστοιχίας της ίριδας κατά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης (51). Η απλή ενσωμάτωση της εικόνας προσώπου ασφαλώς θίγει σε μικρότερο βαθμό το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά λόγω της εξελίξεως της φυσικής εμφανίσεως, την οποία δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει, δεν επιτρέπει εξίσου αποτελεσματικά στις αρχές ελέγχου να επιβεβαιώσουν, σε περίπτωση ανάγκης, την ταυτότητα προσώπου και τη νόμιμη αντιστοιχία του με το διαβατήριο που παρουσιάζει.

55.      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τη δυνατότητα ανακτήσεως των δεδομένων από τρίτους ή από τρίτα κράτη (52), επισημαίνω απλώς ότι, όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, φρονώ ότι οι κίνδυνοι δεν είναι λιγότερο σημαντικοί σε ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου ο έλεγχος βασίζεται μόνο στην εικόνα προσώπου. Όσον αφορά τα τρίτα κράτη, δεν συμμερίζομαι την άποψη του προσφεύγοντος ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, θα μπορούσε να εκθέσει τους πολίτες της Ένωσης στον κίνδυνο των καταχρήσεων που λαμβάνουν χώρα στα κράτη αυτά. Αρκεί συναφώς η διαπίστωση ότι η Ένωση δεν ασκεί επιρροή στον καθορισμό των διατυπώσεων στις οποίες υπόκεινται οι πολίτες της κατά την είσοδο στο έδαφος τρίτων κρατών.

 γ)     Τελικές παρατηρήσεις

56.      Ο αριθμός των δακτυλικών αποτυπωμάτων των οποίων πρέπει να ληφθεί και να αποθηκευτεί η εικόνα περιορίζεται στα δύο. Η υποχρέωση λήψεως βαρύνει μόνο τους πολίτες της Ένωσης που επιθυμούν να ταξιδέψουν εκτός των εσωτερικών συνόρων της. Τα δεδομένα αυτά πρέπει να χρησιμοποιούνται για αυστηρά καθορισμένους σκοπούς: ο κανονισμός 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει ότι τα δεδομένα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά «για την εξακρίβωση» της γνησιότητας του διαβατηρίου και της ταυτότητας του κατόχου (53). Τα δεδομένα περιέχονται μόνο στο μέσο ασφαλούς αποθηκεύσεως που είναι ενσωματωμένο στο διαβατήριο, πράγμα που σημαίνει κατ’ αρχήν ότι ο μόνος κάτοχος της εικόνας των δακτυλικών αποτυπωμάτων του είναι ο πολίτης της Ένωσης. Ο εν λόγω κανονισμός –και το σημείο αυτό είναι σημαντικό– δεν δύναται να αποτελέσει νομική βάση για τη δημιουργία ή τη διατήρηση βάσεων δεδομένων για την αποθήκευση των δεδομένων αυτών στα κράτη μέλη (54). Η διάρκεια αποθηκεύσεως της εικόνας των δακτυλικών αποτυπωμάτων στο διαβατήριο είναι επίσης κατά τα φαινόμενα περιορισμένη, εφόσον αντιστοιχεί στη διάρκεια ισχύος του διαβατηρίου.

57.      Εν πάση περιπτώσει, η εξακρίβωση της αντιστοιχίας των δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν είναι συστηματική, αλλά πραγματοποιείται σποραδικά, για παράδειγμα εάν ο έλεγχος με βάση μόνο την εικόνα προσώπου και τα στοιχεία που περιέχονται στο διαβατήριο δεν διασκεδάζει τις αμφιβολίες όσον αφορά τη γνησιότητα του διαβατηρίου ή/και την ταυτότητα του κατόχου του. Τα –ασφαλώς αποθηκευμένα– δεδομένα λαμβάνονται από εκπαιδευμένο και δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό (55), ενώ μπορούν να αναγνωσθούν μόνο από τις εξουσιοδοτημένες αρχές που διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό (56). Το άτομο του οποίου λήφθηκαν και αποθηκεύτηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα έχει δικαίωμα επαληθεύσεως, διορθώσεως και απαλείψεως (57). Τέλος, προκειμένου να περιοριστούν τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τις ατέλειες και τους περιορισμούς της μεθόδου και της τεχνολογίας, προβλέπεται ότι «[η] έλλειψη αντιστοίχισης από μόνη της δεν επηρεάζει την εγκυρότητα του διαβατηρίου […] για τους σκοπούς της διέλευσης των εξωτερικών συνόρων» (58), ενώ προβλέπεται καθεστώς απαλλαγής για τα παιδιά κάτω των 12 ετών, τα πρόσωπα από τα οποία η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι για σωματικούς λόγους αδύνατη ή τα πρόσωπα από τα οποία η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι προσωρινώς αδύνατη (59). Θεσπίζοντας τις εν λόγω παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις, ο νομοθέτης της Ένωσης φρόντισε να προστατεύσει την αξιοπρέπεια των προσώπων.

58.      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ταυτοποίηση μέσω της συγκρίσεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι τεχνική που προσκρούει σε ορισμένα όρια και σαφώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο κανονισμός 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, θέσπισε καθεστώς που επιτρέπει να αποκλειστεί απολύτως κάθε κίνδυνος, μεταξύ άλλων από άποψη δόλιας χρησιμοποιήσεως και πλαστογραφίας. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, φρονώ ότι, υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων και των προφυλάξεων που λήφθηκαν, ο νομοθέτης έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εξασφαλιστεί, στο μέτρο του δυνατού, η σύννομη και θεμιτή επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που απαιτούνται για την έκδοση διαβατηρίου. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι, με την προσεκτική στάση του, ο νομοθέτης πραγματοποίησε ισόρροπη στάθμιση μεταξύ των αντικρουομένων συμφερόντων της Ένωσης.

59.      Κατά συνέπεια, η προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα την οποία προδήλως συνεπάγεται το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε, πρέπει να κριθεί σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

VI – Πρόταση 

60.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα του Verwaltungsgericht Gelsenkirchen:

Από την εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο δυνάμενο να θίξει το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2252/2004 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με την καθιέρωση προτύπων για τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 444/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2009.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Γνώμη, της 23ης Μαρτίου 2005, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας (ΕΕ C 181, σ. 13).


3 – ΕΕ L 385, σ. 1.


4 – ΕΕ L 142, σ. 1.


5 – BGBl. Ι, σ. 2437.


6 –      Σύμφωνα με το οποίο «[η] παράγραφος 2 [του άρθρου 18 ΕΚ] δεν ισχύει για τις διατάξεις σχετικά με τα διαβατήρια, τα δελτία ταυτότητας, τους τίτλους διαμονής ή κάθε άλλο εξομοιούμενο έγγραφο […]». Το άρθρο αυτό καταργήθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας.


7 –      Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑137/05, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑11593).


8 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (σκέψεις 54 και 56). Η επάρκεια της νομικής βάσεως δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τη γενική εισαγγελέα· βλ. σημείο 69 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου.


9 –      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑411/06, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. I‑7585, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


10 –      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 του κανονισμού 2252/2004 και αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 444/2009. Μολονότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 2252/2004, η εναρμόνιση των χαρακτηριστικών ασφαλείας διακρίνεται από την ενσωμάτωση βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων, στην αιτιολογική σκέψη 4 του ίδιου κανονισμού αναφέρεται η «εναρμόνιση των χαρακτηριστικών ασφαλείας, στα οποία περιλαμβάνονται τα βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία».


11 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (σκέψη 58).


12 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 2252/2004 και αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 444/2009.


13 –      Βλ. αιτιολογική έκθεση της προτάσεως κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση προτύπων για τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια των πολιτών της ΕΕ [COM(2004) 116 τελικό, της 18ης Φεβρουαρίου 2004, σ. 4].


14 – Κεκτημένο του Σένγκεν – Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19, στο εξής: συμφωνία του Σένγκεν).


15 –      Αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 444/2009.


16 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (σκέψη 67).


17 –      Βλ. άρθρο 1, παράγραφοι 2, 2α και 2β, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε.


18 –      Όπως το δικαίωμα επαληθεύσεως, καθώς και οι όροι που αφορούν τη συγκέντρωση, τη διατήρηση και την ανάγνωση των δεδομένων: βλ. άρθρο 4 του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε.


19 –      Βλ. άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 2, άρθρο 3, παράγραφος 2, άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, και παράρτημα Ι του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε.


20 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (σκέψη 59).


21 –      Βλ. άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ L 105, σ. 1). Το εν λόγω άρθρο 7 προέρχεται από το άρθρο 6 της συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν. Το Συμβούλιο θεώρησε ότι το άρθρο 62, σημείο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ συνιστά κατάλληλη νομική βάση για το άρθρο 6 της εν λόγω συμβάσεως εφαρμογής [βλ. παράρτημα Α της αποφάσεως του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1999, για τον καθορισμό, δυνάμει των οικείων διατάξεων της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της νομικής βάσης για κάθε διάταξη ή απόφαση που συνιστά το κεκτημένο του Σένγκεν (ΕΕ L 176, σ. 17)].


22 –      Η εξαίρεση των δελτίων ταυτότητας από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2252/2004 ενισχύει το συμπέρασμα αυτό (βλ. άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 2252/2004 που δεν τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 444/2009).


23 – Βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


24 – Άρθρο 67, παράγραφος 1, ΕΚ.


25 –      Εκτός του ότι το ερώτημα το οποίο θέτει το αιτούν δικαστήριο αφορά σαφώς και ρητώς το τροποποιημένο κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, το Δικαστήριο έθεσε σχετικό ερώτημα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στη Γερμανική Κυβέρνηση, η οποία επιβεβαίωσε ότι, μολονότι η προσφυγή κατά της αποφάσεως περί μη χορηγήσεως διαβατηρίου στον Μ. Schwarz ασκήθηκε το 2007 –ήτοι πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω τροποποιημένου κειμένου–, η διαφορά της κύριας δίκης, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν το είδος της προσφυγής την οποία άσκησε ο προσφεύγων της κύριας δίκης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, κρίνεται με βάση το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου.


26 –      Βλ., από την πλούσια σχετική νομολογία, απόφαση της 10ης Ιουνίου 1997, C‑392/95, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1997, σ. I‑3213, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27 –      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω προτάσεως κανονισμού.


28 –      Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που υπέβαλε η Επιτροπή [P6_TA(2004)0073].


29 –      Σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται με το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281, σ. 31) και με τη διαπίστωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση S. και Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 4ης Δεκεμβρίου 2008, προσφυγές 30562/04 και 30566/04 (§ 81)].


30 –      Υπόμνηση των γενικών αρχών τις οποίες εφαρμόζει συναφώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση M.K. κατά Γαλλίας της 18ης Απριλίου 2013, προσφυγή 19522/09 (§ 33 επ.).


31 –      Άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 95/46, αντιστοίχως.


32 – Άρθρο 12 της οδηγίας 95/46.


33 – Άρθρο 14 της οδηγίας 95/46.


34 – Άρθρο 22 της οδηγίας 95/46.


35 –      Σχετικά με αυτές τις απαιτήσεις, βλ. ΕΔΔΑ, προπαρατεθείσα απόφαση M.K. κατά Γαλλίας (§ 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Για παράδειγμα περιορισμού ο οποίος, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, δεν προβλέπεται από τον νόμο, βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Shimovolos κατά Ρωσίας της 21ης Ιουνίου 2011, προσφυγή 30194/09 (§ 67 επ.).


36 – Βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


37 – Βλ. άρθρο 61 ΕΚ.


38 –      Δεδομένου ότι η διάρκεια ισχύος του διαβατηρίου είναι, κατ’ αρχήν, δεκαετής, εύκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι, λόγω της δυνητικής εξελίξεως της εμφανίσεως του νομίμου κατόχου του διαβατηρίου, η εικόνα προσώπου δεν συνιστά απολύτως αξιόπιστο ή εν πάση περιπτώσει επαρκές στοιχείο ελέγχου.


39 –      Το «φυσιολογικό» ποσοστό σφάλματος εκτιμήθηκε το 2005 από 0,5 % έως 1 % (βλ. σημείο 3.4.3 της προπαρατεθείσας γνώμης του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων της 23ης Μαρτίου 2005).


40 –      Άρθρο 1, παράγραφος 2α, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε.


41 –      Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, C‑92/09 και C‑93/09, Volker und Markus Schecke και Eifert (Συλλογή 2010, σ. I‑11063, σκέψη 77).


42 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert (σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


43 –      Αφού υποστήριξε, με το υπόμνημά του, ότι η αναγνώριση της ίριδας του ματιού πλήττει λιγότερο το θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 8 του Χάρτη, ο Μ. Schwarz διευκρίνισε τη θέση του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και δήλωσε στο Δικαστήριο ότι η μόνη ανεκτή υποχρεωτική βιομετρική μέθοδος ταυτοποιήσεως των προσώπων είναι η εικόνα προσώπου. Ανέφερε επίσης ότι, κατά τον έλεγχο στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, σημασία έχει μόνον η εξακρίβωση της ιθαγένειας του προσώπου και ότι η επαλήθευση της πλήρους ταυτότητάς του δεν είναι απαραίτητη.


44 –      Ο Μ. Schwarz επικαλέστηκε τόσο κινδύνους ανακτήσεως από πλαστογράφους όσο και κινδύνους ανακτήσεως από τρίτα κράτη που θα μπορούσαν να επωφεληθούν του ελέγχου των διαβατηρίων στα σύνορά τους για να αποκτήσουν την εικόνα των δακτυλικών αποτυπωμάτων των πολιτών της Ένωσης που περιέχονται στα διαβατήριά τους με σκοπό την ανεξέλεγκτη χρήση τους.


45 –      Βλ. σ. 4 και 8 της προπαρατεθείσας προτάσεως κανονισμού και σημείο 20 των παρουσών προτάσεων.


46 –      Βλ. σ. 8 της προπαρατεθείσας προτάσεως κανονισμού.


47 – Όπ.π., σ. 8.


48 –      Γνώμη της 23ης Μαρτίου 2005, προπαρατεθείσα· γνώμη της 19ης Οκτωβρίου 2005 για την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II), την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) και την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) των υπηρεσιών των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων (ΕΕ 2006, C 91, σ. 38)· γνώμη της 27ης Οκτωβρίου 2006 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της Κοινής Προξενικής Εγκυκλίου περί θεωρήσεων για τις διπλωματικές αποστολές και προξενικές θέσεις σε σχέση με την εισαγωγή των βιομετρικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων για την οργάνωση της παραλαβής και της διεκπεραίωσης των αιτήσεων θεώρησης (ΕΕ C 321, σ. 38), καθώς και γνώμη της 26ης Μαρτίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού 444/2009 (ΕΕ C 200, σ. 1).


49 –      Γνώμη 3/2005 της 30ής Σεπτεμβρίου 2005 της ομάδας εργασίας για την προστασία δεδομένων, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού [2252/2004].


50 –      Απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, C‑343/09, Afton Chemical (Συλλογή 2010, σ. I‑7027, σκέψη 28).


51 –      Εκτός του ότι, εν πάση περιπτώσει, ούτε η αναγνώριση της ίριδας παρουσιάζει μηδενικό ποσοστό σφάλματος.


52 –      Σχετικά με το σημείο αυτό, ο προσφεύγων της κύριας δίκης επανέλαβε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τις ανησυχίες που εξέφρασε το Bundesverfassungsgericht με την απόφασή του της 30ής Δεκεμβρίου 2012 (1BvR 502/09).


53 –      Άρθρο 4, παράγραφος 3.


54 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 444/2009. Αν τα κράτη μέλη επιλέξουν να δημιουργήσουν μια τέτοια βάση δεδομένων, η συμβατότητά της με το θεμελιώδες δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα μπορεί ενδεχομένως να εξακριβωθεί από τα εθνικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών, καθώς και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.


55 –      Άρθρο 1α του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε.


56 –      Προστατεύονται δε από υποδομή δημόσιου κλειδιού.


57 –      Άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε.


58 –      Άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε.


59 –      Άρθρο 1, παράγραφοι 2α και 2β, του κανονισμού 2252/2004, όπως τροποποιήθηκε.