Language of document : ECLI:EU:T:2014:768

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Κρατική ενίσχυση — Ελληνικά καζίνα — Σύστημα που προβλέπει την επιβολή επιβαρύνσεως με συντελεστή 80 % επί εισιτηρίων διαφορετικής αξίας — Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά — Έννοια της κρατικής ενισχύσεως — Πλεονέκτημα»

Στην υπόθεση T‑425/11,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Π. Μυλωνόπουλο και Κ. Μπόσκοβιτς,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου, H. van Vliet και Μ. Κωνσταντινίδη,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2011/716/ΕΕ, της 24ης Μαΐου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 16/10 (πρώην NN 22/10, πρώην CP 318/09), την οποία χορήγησε η Ελληνική Δημοκρατία σε ορισμένα ελληνικά καζίνα (ΕΕ L 285, σ. 25),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Έως το 1994 λειτουργούσαν στην Ελλάδα τρία καζίνα, και συγκεκριμένα του Μοντ Παρνές, της Κέρκυρας και της Ρόδου. Η τιμή του εισιτηρίου καθοριζόταν από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (στο εξής: EOT), ο οποίος ανήκει στο Δημόσιο. Το 1997, η τιμή του εισιτηρίου, η οποία είχε καθοριστεί σε 2 000 δραχμές (περίπου 6 ευρώ) για το καζίνο του Μοντ Παρνές και σε 1 500 δραχμές για τα καζίνα της Κέρκυρας και της Ρόδου, καθορίστηκε σε 2 000 δραχμές για το καζίνο της Κέρκυρας. Ο νόμος 2160/1993 (ΦΕΚ A΄ 118/19.7.1993) προέβλεπε ότι τα τρία αυτά καζίνα θα εξακολουθούσαν να λειτουργούν ως λέσχες του ΕΟΤ έως ότου η αρμόδια επιτροπή τους χορηγήσει άδεια λειτουργίας.

2        Ο νόμος 2206/1994 (ΦΕΚ A΄ 62/20.4.1994) προέβλεπε τη χορήγηση συγκεκριμένου αριθμού αδειών λειτουργίας. Το άρθρο 2, παράγραφος 10, του νόμου αυτού όριζε ότι η τιμή του εισιτηρίου στα καζίνα ορισμένων περιοχών καθορίζεται με υπουργική απόφαση και ότι με την απόφαση αυτή καθορίζεται και το ποσοστό της τιμής αυτής που αποδίδεται στο Δημόσιο.

3        Συναφώς, με την παράγραφο 1 της αποφάσεως 1128269/1226/0015/ΠΟΛ.1292 του Υπουργού Οικονομικών, της 16ης Νοεμβρίου 1995 (ΦΕΚ Β΄ 982/B/1995, στο εξής: υπουργική απόφαση του 1995), οι επιχειρήσεις των καζίνων υποχρεώθηκαν, από τις 15 Δεκεμβρίου 1995, να εκδίδουν εισιτήριο ανά άτομο, σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως. Ειδικότερα, κατά την παράγραφο 5 της εν λόγω αποφάσεως, η τιμή του εισιτηρίου ορίστηκε σε 5 000 δραχμές, ποσό το οποίο μετατράπηκε σε 15 ευρώ με το άρθρο 31, παράγραφος 13, του νόμου 2873/2000 (ΦΕΚ Α΄ 285/28.12.2000). Κατά την παράγραφο 6 της υπουργικής αποφάσεως του 1995, σε περίπτωση εισόδου στον χώρο του καζίνου προσώπων από τα οποία, για λόγους επαγγελματικής προβολής ή κοινωνικής υποχρεώσεως, δεν εισπράττεται τίμημα, εκδίδονται εισιτήρια από ιδιαίτερη σειρά. Επίσης, στην παράγραφο 7 της υπουργικής αποφάσεως του 1995 ορίζεται ότι οι επιχειρήσεις των καζίνων παρακρατούν το 20 % της συνολικής αξίας του εισιτηρίου, ως «δικαίωμα διάθεσης και κάλυψης δαπανών», στο οποίο περιλαμβάνεται ο αναλογών ΦΠΑ, το δε υπόλοιπο ποσό αποτελεί «δικαίωμα του Δημοσίου». Κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7 της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως, σε περίπτωση εκδόσεως δωρεάν εισιτηρίων, το δικαίωμα του Δημοσίου καταβάλλεται λαμβανομένης υπόψη της τιμής του εισιτηρίου όπως αυτή έχει καθοριστεί με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου.

4        Μετά το 1995, το καζίνο του Μοντ Παρνές, το καζίνο της Κέρκυρας και το καζίνο της Ρόδου εξακολούθησαν να λειτουργούν ως λέσχες του ΕΟΤ. Εν συνεχεία, η εκμετάλλευση του καζίνου της Κέρκυρας και του καζίνου του Μοντ Παρνές περιήλθε από τον ΕΟΤ στην Ελληνική Εταιρία Τουριστικής Ανάπτυξης (στο εξής: ETA), η οποία ανήκε εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο. Έως την ιδιωτικοποίησή του στις 30 Αυγούστου 2010, η τιμή του εισιτηρίου στο καζίνο της Κέρκυρας ήταν 6 ευρώ και το καζίνο αυτό συνέχισε να καταβάλει, κατ’ εφαρμογήν της υπουργικής αποφάσεως του 1995, το 80 % των αντίστοιχων ποσών στο Δημόσιο. Ομοίως, στο καζίνο της Ρόδου χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας το 1996 και, μετά την ιδιωτικοποίησή του τον Απρίλιο του 1999, η τιμή του εισιτηρίου ορίστηκε σε 5 000 δραχμές (15 ευρώ). Από το τέλος του 2000 έως το 2003, στο καζίνο του Μοντ Παρνές η τιμή του εισιτηρίου ήταν 1 500 δραχμές, ποσό που μετατράπηκε σε 6 ευρώ από 1ης Ιανουαρίου 2002, το δε 80 % της τιμής του εισιτηρίου αποδίδεται, από το τέλος του 2000, στο Δημόσιο.

5        Στα έξι καζίνα που δημιουργήθηκαν μετά το 1995 βάσει του νόμου 2206/1994, δηλαδή στα καζίνα της Χαλκιδικής, του Λουτρακίου, της Θεσσαλονίκης, του Ρίο (Αχαΐα), της Ξάνθης (Θράκη) και της Σύρου, η τιμή του εισιτηρίου ορίστηκε σε 15 ευρώ, εξαιρουμένου αυτού της Θεσσαλονίκης.

6        Στο καζίνο της Θεσσαλονίκης (το οποίο εκμεταλλεύεται η εταιρία Regency Entertainment Ψυχαγωγική και Τουριστική ΑΕ) η τιμή του εισιτηρίου ορίστηκε σε 6 ευρώ δυνάμει του νομοθετικού διατάγματος 2687/1953, περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού (ΦΕΚ A΄ 317/10.11.1953), το οποίο προβλέπει ότι, για τις επιχειρήσεις που συστήνονται με επένδυση κεφαλαίων εξωτερικού, εφαρμόζεται καθεστώς τουλάχιστον εξίσου ευνοϊκό με αυτό που εφαρμόζεται για άλλες ομοειδείς ημεδαπές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, το αίτημα της επιχειρήσεως που εκμεταλλεύεται το καζίνο να οριστεί η τιμή του εισιτηρίου στο καζίνο της Θεσσαλονίκης στο ίδιο ύψος με την τιμή του εισιτηρίου στο καζίνο του Μοντ Παρνές, δηλαδή σε 6 ευρώ, έγινε δεκτό κατόπιν της γνωμοδοτήσεως 631/1997 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους της 16ης Οκτωβρίου 1997. Η παράγραφος 7 της υπουργικής αποφάσεως του 1995 σχετικά με το δικαίωμα του Δημοσίου επί των εισιτηρίων εφαρμόστηκε ως προς το καζίνο της Θεσσαλονίκης.

7        Στις 8 Ιουλίου 2009, η Κοινοπραξία Τουριστική Λουτρακίου AE OTA (επιχείρηση που εκμεταλλεύεται το καζίνο του Λουτρακίου) υπέβαλε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταγγελία με αντικείμενο τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας σχετικά με το σύστημα των εισιτηρίων των καζίνων, υποστηρίζοντας ότι το σύστημα αυτό ισοδυναμεί με τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως σε τρεις επιχειρήσεις, δηλαδή στο καζίνο του Μοντ Παρνές, στο καζίνο της Κέρκυρας και στο καζίνο της Θεσσαλονίκης.

8        Μετά την ανταλλαγή παρατηρήσεων, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως με απόφαση της 6ης Ιουλίου 2010.

9        Παρατηρήσεις υπέβαλαν στην Επιτροπή οι ελληνικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

10      Στις 24 Μαΐου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2011/716/EE, σχετικά με κρατική ενίσχυση σε ορισμένα ελληνικά καζίνα C 16/10 (πρώην NN 22/10, πρώην CP 318/09), την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Δημοκρατία (ΕΕ L 285, σ. 25) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

11      Κατά την αιτιολογική σκέψη 9 της αποφάσεως αυτής, το επίμαχο μέτρο αφορούσε την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση ορισμένων καζίνων από τις ελληνικές αρχές κατά τρόπο που προκαλεί δυσμενείς διακρίσεις, αφενός, διά της επιβολής ενιαίου φόρου 80 % επί της τιμής των εισιτηρίων στα καζίνα και, αφετέρου, παραλλήλως, διά του καθορισμού δύο διαφορετικών νόμιμων τιμών εισιτηρίου. Συγκεκριμένα, η τιμή του εισιτηρίου είχε καθοριστεί σε 6 ευρώ για ορισμένα καζίνα τα οποία η Επιτροπή χαρακτήρισε ως «δημόσια» και σε 15 ευρώ για ορισμένα καζίνα τα οποία χαρακτήρισε ως «ιδιωτικά». Κατά την αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επίμαχο μέτρο ήταν προς όφελος του καζίνου του Μοντ Παρνές, του καζίνου της Κέρκυρας, του καζίνου της Θεσσαλονίκης και του καζίνου της Ρόδου.

12      Εν συνεχεία, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Ειδικότερα, με τις αιτιολογικές σκέψεις 65 και 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το επίμαχο μέτρο έχει αποτελέσματα όμοια με αυτά ενός φορολογικού μέτρου, διότι τα καζίνα με χαμηλότερη τιμή εισιτηρίου απαλλάσσονται από επιβάρυνση την οποία θα επωμίζονταν εάν δεν τύγχαναν ευνοϊκής φορολογικής μεταχειρίσεως. Συνεπώς, το εν λόγω μέτρο παρείχε στα ωφελούμενα καζίνα πλεονέκτημα, διότι μείωνε την κατ’ άτομο φορολογική επιβάρυνση επί του συνολικού αντίστοιχου εισοδήματός τους. Κατά την αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι και ο πελάτης ωφελείται από τη χαμηλότερη τιμή του εισιτηρίου δεν αποκλείει το επίμαχο μέτρο να συνιστά πλεονέκτημα για τα συγκεκριμένα καζίνα. Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 73 και 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εμπορική πρακτική που συνίσταται στη δωρεάν χορήγηση εισιτηρίων, για τα οποία τα καζίνα υποχρεούνται πάντως να καταβάλλουν στο Δημόσιο το 80 % της ονομαστικής αξίας τους, ενισχύει το επίμαχο πλεονέκτημα. Η Επιτροπή εκτίμησε, βάσει διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, ότι η πρακτική αυτή των δωρεάν εισιτηρίων δεν χρησιμοποιείται κατ’ εξαίρεση στα καζίνα που επωφελήθηκαν από την επίμαχη ενίσχυση. Επίσης, με την αιτιολογική σκέψη 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα ότι ευνοούνται τα καζίνα με υψηλότερη τιμή εισιτηρίου. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι το επιχείρημα αυτό δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι τα καζίνα με χαμηλότερη τιμή εισιτηρίου είναι ελκυστικότερα για τους πελάτες και το γεγονός ότι τα έσοδα από τα εισιτήρια αποτελούν μέρος μόνον των συνολικών εσόδων του καζίνου. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, το καζίνο της Θεσσαλονίκης επιδίωξε το ίδιο να υπαχθεί στη χαμηλή τιμή εισιτηρίου κατ’ εφαρμογήν του νομοθετικού διατάγματος 2687/1953, διά του οποίου παρεχόταν στις επιχειρήσεις που επενδύουν κεφάλαια εξωτερικού η πλέον ευνοϊκή μεταχείριση που παρέχεται στις ημεδαπές επιχειρήσεις (αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή απέρριψε ακόμη, με τις αιτιολογικές σκέψεις 79 και 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα ότι τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη χαμηλότερη τιμή του εισιτηρίου αντισταθμίζονται από άλλα φορολογικά και κανονιστικά μέτρα και κατέληξε στη διαπίστωση περί υπάρξεως πλεονεκτήματος.

13      Η Επιτροπή θεώρησε ότι, δεδομένης της παραιτήσεως του Δημοσίου από έσοδα, το συγκεκριμένο πλεονέκτημα έχει χρηματοδοτηθεί από κρατικούς πόρους. Συναφώς, η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα ότι το χαμηλότερο εισιτήριο μπορεί να προσελκύσει περισσότερους πελάτες και ότι δεν είναι βέβαιη η απώλεια εσόδων από το Δημόσιο, με το αιτιολογικό, μεταξύ άλλων, ότι η αύξηση της ζήτησης οφείλεται στην ανισότητα αυτή καθαυτή (αιτιολογικές σκέψεις 81 έως 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Επιπλέον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το μέτρο παρεκκλίνει από το γενικό σύστημα που έχει θεσπιστεί με τον νόμο 2206/1994 και με την υπουργική απόφαση του 1995 και ότι, ως εκ τούτου, πρόκειται για επιλεκτικό μέτρο. Κατά συνέπεια, απέρριψε το επιχείρημα ότι το ύψος της τιμής του εισιτηρίου καθορίζεται σε συνάρτηση με τις διαφορετικές επιμέρους συνθήκες που επικρατούν σε κάθε καζίνο και με σκοπό την αποτροπή των ατόμων χαμηλού εισοδήματος από τα τυχερά παιχνίδια. Η Επιτροπή εκτίμησε ακόμη ότι το μέτρο δεν είναι δικαιολογημένο με βάση τη φύση ή τη λογική του γενικού συστήματος (αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Επιπλέον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις της νοθεύσεως του ανταγωνισμού και της επιδράσεως στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, ανεξαρτήτως του τοπικού ή περιφερειακού χαρακτήρα των παρεχομένων υπηρεσιών (αιτιολογικές σκέψεις 103 έως 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16       Εξάλλου, η Επιτροπή φρονεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 106 ΣΛΕΕ και 107 ΣΛΕΕ και διαπίστωσε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα πειστικό επιχείρημα σχετικά με τη συμβατότητα της ενισχύσεως με την κοινή αγορά.

17      Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις φορολογική μεταχείριση που θεσπίστηκε το 1995 διατηρήθηκε σε ισχύ χωρίς να της κοινοποιηθεί και χωρίς να εγκριθεί από αυτή. Δεδομένης της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108] της Συνθήκης [ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), η Επιτροπή ανέφερε ότι κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει του επίμαχου μέτρου μετά την 21η Οκτωβρίου 1999, δηλαδή δέκα έτη πριν την ημέρα διαβιβάσεως από την Επιτροπή στην Ελληνική Δημοκρατία της καταγγελίας και της αιτήσεως παροχής πληροφοριών, συνιστά νέα, παράνομη ενίσχυση.

18      Τέλος, όσον αφορά την υπολογισμό του ύψους της ενισχύσεως και την ανάκτησή της, η Επιτροπή εκτίμησε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι από τα καζίνα που ωφελούνται από την ενίσχυση η Ελληνική Δημοκρατία έχει απώλεια φορολογικών εσόδων που αντιστοιχεί σε 7,20 ευρώ ανά εισιτήριο, ήτοι στη διαφορά μεταξύ του δικαιώματος αξίας 12 ευρώ ανά εισιτήριο που αποδίδεται στο Δημόσιο από τα καζίνα που εκδίδουν εισιτήριο 15 ευρώ και του δικαιώματος αξίας 4,80 ευρώ ανά εισιτήριο που αποδίδεται στο Δημόσιο από τα καζίνα που εκδίδουν εισιτήριο 6 ευρώ. Η Επιτροπή επισήμανε ακόμη ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη η επιμέρους κατάσταση κάθε καζίνου και, όσον αφορά ιδίως το καζίνο του Μοντ Παρνές και το καζίνο της Κέρκυρας, το γεγονός ότι, υπό την επιφύλαξη παροχής περαιτέρω πληροφοριακών στοιχείων από τις ελληνικές αρχές, πιθανολογείται ότι από τις 21 Οκτωβρίου 1999 έως το τέλος του 2000 δεν καταβλήθηκαν δικαιώματα στο Δημόσιο. Όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους της προς ανάκτηση ενισχύσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι δεν διέθετε επαρκή στοιχεία για την ακριβή εκτίμηση των σχετικών ποσών και ότι, ως εκ τούτου, περιορίστηκε στη διαπίστωση της υποχρεώσεως ανακτήσεως των εν λόγω ενισχύσεων, αφήνοντας στις εθνικές αρχές τη μέριμνα να υπολογίσουν το ακριβές προς ανάκτηση ποσό βάσει των οδηγιών που περιέχει η απόφασή της. Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα προς ανάκτηση ποσά είναι κυρίως αυτά που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ, αφενός, των 4,80 ευρώ ανά εισιτήριο που καταβάλλουν τα καζίνα όπου ισχύει το εισιτήριο των 6 ευρώ και, αφετέρου, των 12 ευρώ ανά εισιτήριο που καταβάλλουν τα καζίνα όπου ισχύει το εισιτήριο των 15 ευρώ, δηλαδή 7,20 ευρώ ανά εισιτήριο.

19      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι κρατικές ενισχύσεις που έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Δημοκρατία και συνίστανται στη διακριτική φορολογική μεταχείριση υπέρ ορισμένων καζίνων μέσω της εφαρμογής διαφόρων μερικώς επιτακτικών και παραλλήλως ισχυουσών νομικών διατάξεων που αφορούν:

–        τον καθορισμό ενιαίου φόρου 80 % επί της τιμής των εισιτηρίων εισόδου, και

–        τον ορισμό δύο άνισων νόμιμων τιμών εισιτηρίων εισόδου ύψους 6 και 15 ευρώ αντίστοιχα για τα δημόσια και τα ιδιωτικά καζίνα, τέθηκαν παράνομα σε εφαρμογή από την Ελληνική Δημοκρατία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά διότι προσδίδουν στα ακόλουθα καζίνα αποδέκτες: Regency Casino Mont Parnès, Regency Casino Thessaloniki και καζίνο Κέρκυρας (εφόσον το καζίνο Ρόδου δεν είναι πλέον αποδέκτης ενίσχυσης από τον Απρίλιο του 1999) αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Άρθρο 2

1.      Η Ελληνική Δημοκρατία ανακτά από τα καζίνα αποδέκτες τη μη [συμβατή] ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1, η οποία χορηγήθηκε μετά την 21η Οκτωβρίου 1999.

2.      Επί των ποσών των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν οφείλονται τόκοι από την ημερομηνία που τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.      Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού, σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής.

4.      Η Ελληνική Δημοκρατία ακυρώνει κάθε εκκρεμούσα φορολογική διάκριση η οποία προβλέπεται στο πλαίσιο των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 με ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1.      Η ανάκτηση της ενίσχυσης που ορίζεται στο άρθρο 1 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.      Η Ελληνική Δημοκρατία εξασφαλίζει ότι η παρούσα απόφαση θα εφαρμοστεί εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1.      Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ελληνική Δημοκρατία υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

α)      κατάλογο των αποδεκτών που έλαβαν ενισχύσεις βάσει του καθεστώτος που ορίζεται στο άρθρο 1, καθώς και το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που έλαβε έκαστος στο πλαίσιο του επίμαχου μέτρου, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις οδηγίες που περιλαμβάνονται στην παρούσα απόφαση,

β)      το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκοι ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον αποδέκτη,

γ)      αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν για συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση,

δ)      έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον αποδέκτη να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.      Η Ελληνική Δημοκρατία τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1. Εφόσον της ζητηθεί από την Επιτροπή, παρέχει αμέσως πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή πρόκειται να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα ποσά της ενίσχυσης και των τόκων ανάκτησης που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον αποδέκτη.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ελληνική Δημοκρατία.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Αυγούστου 2011, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

21      Κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ασκήθηκαν τέσσερις ακόμη προσφυγές, με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουλίου 2011 η Εταιρία Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ (ΕΤΑΔ, πρώην Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα AE, ETA), στις 9 Δεκεμβρίου 2011 η Regency Entertainment Ψυχαγωγική και Τουριστική ΑΕ , στις 10 Ιανουαρίου 2012 η Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας AE, η οποία εκμεταλλεύεται το καζίνο του Μοντ Παρνές από το 2003, και στις 20 Ιανουαρίου 2012 η Athens Resort Casino Συμμετοχών ΑΕ, μετέχουσα με ποσοστό 51% στο κεφάλαιο του καζίνου του Μοντ Παρνές από το 2010. Οι προσφυγές αυτές, οι οποίες έλαβαν αντιστοίχως τους αριθμούς πρωτοκόλλου T‑419/11, T‑635/11, T‑14/12 και T‑36/12, συναφείς με την υπό κρίση προσφυγή. Εξάλλου, με διατάξεις του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Μαΐου 2012 και της 12ης Δεκεμβρίου 2012 έγινε δεκτή η υπέρ της Επιτροπής αίτηση παρεμβάσεως στις υποθέσεις αυτές της εταιρίας Κοινοπραξία Τουριστική Λουτρακίου, η οποία είχε υποβάλει την καταγγελία στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

22      Με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 2012, οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑635/11, T‑14/12 και T‑36/12 ζήτησαν τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑419/11, T‑425/11, T‑635/11, T‑14/12 και T‑36/12 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής οριστικής αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

23      Με έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν έχει καταρχήν αντιρρήσεις για τη συνεκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων και υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Ανέφερε επίσης ότι δεν υποβάλλει αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

24      Με έγγραφο της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ότι αντιτίθεται στη συνεκδίκαση των ως άνω υποθέσεων. Δήλωσε επίσης ότι, σε περίπτωση συνεκδικάσεως, ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας πρέπει να χαρακτηριστούν ως εμπιστευτικά.

25      Με χωριστό έγγραφο της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, έναντι παντός τρίτου παρεμβαίνοντος ή προτιθέμενου να παρέμβει στις εν λόγω υποθέσεις, ορισμένων στοιχείων της δικογραφίας, τα οποία απαριθμεί. Προσκόμισε μη εμπιστευτική εκδοχή των δικογράφων της.

26      Στις 16 Σεπτεμβρίου 2013, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μη συνεκδικάσει την υπό κρίση υπόθεση με τις υποθέσεις T‑419/11, T‑635/11, T‑14/12 και T‑36/12.

27      Με διάταξη του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 2013, επιτράπηκε στην εταιρία Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας AE να παρέμβει στην υπόθεση T‑419/11 υπέρ της προσφεύγουσας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας.

28      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Δεκεμβρίου 2013.

29      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του εννόμου συμφέροντος

31      Η Επιτροπή αμφισβητεί το έννομο συμφέρον της Ελληνικής Δημοκρατίας. Κατά την Επιτροπή, στην παρούσα συγκυρία, η προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει στην Ελληνική Δημοκρατία τη δυνατότητα να αναζητήσει οιονεί φορολογικά έσοδα από τα συγκεκριμένα καζίνα, οπότε μάλλον την ωφελεί παρά τη βλάπτει. Η Επιτροπή τονίζει ότι η ιδιότητα του προνομιούχου διαδίκου απαλλάσσει μεν την Ελληνική Δημοκρατία από την υποχρέωση να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα και ατομικά, πλην όμως δεν θεμελιώνει το έννομο συμφέρον της.

32      Η Ελληνική Δημοκρατία αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

33      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όσον αφορά την έννοια του όρου «έννομο συμφέρον» την οποία επικαλείται η Επιτροπή, η Συνθήκη κάνει σαφή διάκριση μεταξύ του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως που έχουν αφενός τα θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη και αφετέρου τα φυσικά και νομικά πρόσωπα. Κάθε κράτος μέλος έχει δηλαδή το δικαίωμα να αμφισβητεί, ασκώντας προσφυγή ακυρώσεως, τη νομιμότητα των αποφάσεων της Επιτροπής, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από την απόδειξη της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν χρειάζεται να αποδεικνύουν ότι η πράξη της Επιτροπής την οποία προσβάλλουν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτών για να είναι παραδεκτή η προσφυγή τους (διάταξη του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 2001, C‑208/99, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑9183, σκέψεις 22 και 23, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, T‑309/04, T‑317/04, T‑329/04 και T‑336/04, TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2935, σκέψη 63).

34      Εν προκειμένω, βάσει των διατάξεων της Συνθήκης και υπό το πρίσμα της νομολογίας, η Ελληνική Δημοκρατία, ως κράτος μέλος, δύναται παραδεκτώς να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, χωρίς να υποχρεούται να αποδείξει συναφώς έννομο συμφέρον.

35      Κατά συνέπεια, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή κρίνεται απορριπτέα.

 Επί της ουσίας

36      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ο δεύτερος αφορά απρόσφορη, ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία. Με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο, τους οποίους η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται επικουρικώς, προβάλλεται παράβαση του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999 σχετικά με την ανάκτηση της ενισχύσεως, επειδή η ενίσχυση δεν αναζητείται από τους πραγματικούς δικαιούχους και η ανάκτησή της παραβιάζει τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας (τρίτος λόγος) και εσφαλμένος υπολογισμός των προς ανάκτηση ποσών (τέταρτος λόγος).

37      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, σχετικά με παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διάταξη αυτή, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

38      Κατά τη νομολογία, για τη διαπίστωση «ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται συνδρομή όλων των προϋποθέσεων της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, προκειμένου εθνικό μέτρο να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση πρέπει, πρώτον, να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων, δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, τρίτον, πρέπει να χορηγεί πλεονέκτημα στον δικαιούχο και, τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C‑399/08 P, Επιτροπή κατά Deutsche Post, Συλλογή 2010, σ. I‑7831, σκέψεις 38 και 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Επίσης, κατά πάγια νομολογία, ο όρος «ενίσχυση» καλύπτει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, τα δάνεια ή η απόκτηση μεριδίων συμμετοχής στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις υπό στενή έννοια, είναι της ίδιας φύσεως και έχουν τα ίδια αποτελέσματα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994, C‑387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. I‑877, σκέψη 13, και της 19ης Μαΐου 1999, C‑6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑2981, σκέψη 15).

40      Έχει κριθεί ότι εθνικό μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή η οποία, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, περιάγει τις δικαιούχους επιχειρήσεις σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. αποφάσεις Banco Exterior de España, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 14, και Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 16, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9 Σεπτεμβρίου 2009, T‑230/01 έως T‑232/01 και T‑267/01 έως T‑269/01, Diputación Foral de Álava κ.λπ., που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 135, επικυρωθείσα από την απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουλίου 2011, C‑474/09 P έως C‑476/09 P, Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

41      Επιπλέον, η φύση των σκοπών που επιδιώκουν τα κρατικά μέτρα και η δικαιολόγησή τους ουδεμία επιρροή ασκούν στον χαρακτηρισμό τους ως κρατικής ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 107 ΣΛΕΕ δεν διακρίνει τις κρατικές παρεμβάσεις ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-1487, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Προκύπτει επίσης από τη νομολογία ότι η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει ότι το μέτρο αποτελεί κρατική ενίσχυση (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑239/04 και T‑323/04, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3265, σκέψη 119).

43      Το Δικαστήριο έχει εξάλλου διευκρινίσει ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, όπως καθορίζεται στη Συνθήκη, έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτόν, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν καταρχήν, και λαμβανομένων υπόψη τόσο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί όσο και του τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκούν πλήρη έλεγχο όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2000, C-83/98 P, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-3271, σκέψη 25, και 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10515, σκέψη 111).

44      Βάσει των αρχών αυτών, πρέπει να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς την έννοια της ενισχύσεως κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΕΚ.

45      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί ότι το υπό εξέταση σύστημα εισιτηρίων συνιστά παροχή πλεονεκτήματος μέσω κρατικών πόρων.

46      Πρέπει, καταρχάς, να εκτεθούν τα χαρακτηριστικά του εν λόγω συστήματος, όπως αυτά προκύπτουν από τη νομοθεσία που εξέτασε η Επιτροπή. Τούτο είναι απαραίτητο, διότι καθιστά δυνατή την κατανόηση της οικονομικής λειτουργίας του επίμαχου συστήματος και, συνεπώς, την εκτίμηση των αποτελεσμάτων του για τις επιχειρήσεις ως προς τις οποίες εφαρμόζεται.

47      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 10, του νόμου 2206/1994 (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω), με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η τιμή εισόδου στα καζίνα «και το ποσοστό που θα αποδίδεται στο Δημόσιο». Στο πλαίσιο αυτό, η παράγραφος 7 της υπουργικής αποφάσεως του 1995 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω) ορίζει ότι κάθε καζίνο παρακρατεί ποσοστό 20 % της τιμής του εισιτηρίου ως δικαίωμα διαθέσεως και καλύψεως δαπανών, το δε υπόλοιπο ποσό αποτελεί δικαίωμα του Δημοσίου, το οποίο, κατά την παράγραφο 10 της ίδιας αποφάσεως, αποδίδεται σε αυτό μηνιαίως.

48      Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι, όπως προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία, στο πλαίσιο του συστήματος εισιτηρίων που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα καζίνα υποχρεούνται να εισπράττουν τα προαναφερθέντα ποσά των δικαιωμάτων του Δημοσίου από τους πελάτες τους που εισέρχονται στις αίθουσες παιγνίων και να τα αποδίδουν μηνιαίως σε αυτό, παρακρατώντας ποσοστό της τιμής του εισιτηρίου ως αντιπαροχή καλύπτουσα τη δραστηριότητα αυτή.

49      Από την αιτιολογική σκέψη 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την περιγραφή της Επιτροπής, το επίμαχο μέτρο συνίσταται στην παράλληλη εφαρμογή διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες προβλέπουν, αφενός, τον καθορισμό ενιαίου φόρου με συντελεστή 80 % επί της τιμής των εισιτηρίων των καζίνων και, αφετέρου, τον καθορισμό δύο διαφορετικών νόμιμων τιμών εισιτηρίου των καζίνων. Συνέπεια του μέτρου αυτού είναι, κατά την Επιτροπή, ότι τα καζίνα που ήταν υποχρεωμένα να εισπράττουν αντίτιμο εισιτηρίου 15 ευρώ κατέβαλλαν στο Δημόσιο 12 ευρώ ανά εισιτήριο (80 % × 15 ευρώ), ενώ τα λοιπά καζίνα κατέβαλαν μόνον 4,80 ευρώ ανά εισιτήριο (80 % × 6 ευρώ), με συνέπεια να υπάρχει διαφορά 7,20 ευρώ ανά εισιτήριο. Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω, με την περιγραφή αυτή δεν λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του εξεταζόμενου συστήματος, κατά το μέτρο που, ακόμη και αν τα καζίνα υποχρεούνται να εισπράττουν το σύνολο της αξίας εισιτηρίου, μόνον το 20 % της αξίας αυτής αποτελεί έσοδο για τον προϋπολογισμό τους, ενώ το υπόλοιπο 80 % αποτελεί εξαρχής δικαίωμα του Δημοσίου και αποδίδεται σε αυτό μηνιαίως από τα καζίνα. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η εσφαλμένη περιγραφή του συστήματος δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, βάσει ιδίως της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 41 ανωτέρω, νομοθεσία όπως η εν προκειμένω επίμαχη ενδέχεται να συνιστά επιλεκτική παροχή πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οπότε πρέπει να εξεταστεί εάν εν προκειμένω έχει παρασχεθεί πλεονέκτημα όπως το περιγραφόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση.

50      Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 66, 69 και 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι το εξεταζόμενο μέτρο παρέχει πλεονέκτημα στα καζίνα στα οποία ισχύει το εισιτήριο των 6 ευρώ, διότι τα απαλλάσσει από επιβάρυνση την οποία άλλως θα επωμίζονταν. Κατά την Επιτροπή, στα καζίνα αυτά χορηγήθηκε πλεονέκτημα ισοδύναμο με μείωση της φορολογικής βάσεως, δεδομένου ότι το ποσό του δικαιώματος που πρέπει να αποδίδουν για κάθε εισιτήριο ορίστηκε σε χαμηλότερο ύψος σε σχέση με τα λοιπά καζίνα. Με την προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζεται ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά πλεονέκτημα για τις ωφελούμενες από αυτό επιχειρήσεις, διότι υφίστανται χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση ανά πελάτη.

51      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί το βάσιμο της συλλογιστικής αυτής.

52      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ των καζίνων στα οποία ισχύει το εισιτήριο των 6 ευρώ.

53      Συγκεκριμένα, καταρχάς, από το επίμαχο μέτρο προκύπτει ότι τα καζίνα στα οποία ισχύει το εισιτήριο των 6 ευρώ υποχρεούνται να αποδίδουν στο Δημόσιο 4,80 ευρώ ανά εισιτήριο (80 % × 6 ευρώ), ενώ εκείνα στα οποία ισχύει το εισιτήριο των 15 ευρώ υποχρεούνται να αποδίδουν 12 ευρώ ανά είσοδο (80 % × 15 ευρώ). Επομένως, είναι ορθή η θέση της Επιτροπής ότι τα καζίνα που εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία υποχρεούνται να αποδίδουν στο Δημόσιο το ποσό των 4,80 ευρώ ανά εισιτήριο, το οποίο είναι δυόμισι φορές χαμηλότερο από το ποσό των 12 ευρώ, το οποίο οφείλουν να αποδίδουν τα καζίνα που εμπίπτουν στη δεύτερη κατηγορία.

54      Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι τούτο είναι απόρροια του γεγονότος ότι η ίδια μαθηματική αναλογία διέπει τις τιμές των εισιτηρίων που ισχύουν σε κάθε μία από τις δύο αυτές κατηγορίες. Ειδικότερα, πριν αποδώσουν στο Δημόσιο το δικαίωμα του 80 % επί της τιμής των πωληθέντων εισιτηρίων, τα καζίνα που κατά την Επιτροπή ωφελούνται από το επίμαχο μέτρο εισπράττουν από τους πελάτες αντίτιμο δυόμισι φορές χαμηλότερο από το αντίτιμο του εισιτηρίου που ισχύει στα λοιπά καζίνα (6 ευρώ αντί 15 ευρώ). Ομοίως, τα δικαιώματα διαθέσεως και καλύψεως δαπανών που παρακρατούν τα καζίνα με εισιτήριο 6 ευρώ (6 ευρώ - 4,80 ευρώ = 1,20 ευρώ) είναι επίσης δυόμισι φορές χαμηλότερα από αυτά που εισπράττουν τα καζίνα με εισιτήριο 15 ευρώ (15 ευρώ - 12 ευρώ = 3 ευρώ).

55      Επομένως, όπως προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία, από το επίμαχο μέτρο προκύπτει ότι τα ποσά που αποδίδουν τα καζίνα στο Δημόσιο, ως δικαιώματα αυτού επί της τιμής του εισιτηρίου, είναι ευθέως ανάλογα των ποσών που εισπράττουν από τα εισιτήρια. Περαιτέρω, αντιθέτως προς ό,τι αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το εξεταζόμενο μέτρο δεν ισοδυναμεί με μείωση της φορολογικής βάσεως, διότι τα ποσά τα οποία αποδίδει κάθε καζίνο αντιστοιχούν στο 80 % του συνόλου των εισπράξεών του από τα εισιτήρια. Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, πλην όμως διαπιστώνεται ότι στις υποθέσεις εκείνες το επίμαχο μέτρο ήταν διαφορετικό από το εξεταζόμενο εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις εκείνες, το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως συνίστατο στην εφαρμογή, επί της θετικής φορολογικής βάσεως που προέκυπτε από την οικονομική δραστηριότητα των ωφελουμένων επιχειρήσεων, ποσοστού μειώσεως 99, 75, 50 ή 25 %. Κατά συνέπεια, οι επωφελούμενες επιχειρήσεις κατέβαλλαν φόρο χαμηλότερο από αυτόν που θα κατέβαλλαν εάν ο φόρος είχε υπολογιστεί κατ’ αναλογία προς τα έσοδα από την οικονομική δραστηριότητά τους. Αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, η εν προκειμένω κρινόμενη περίπτωση διαφέρει, κατά το μέτρο που η επιβάρυνση με συντελεστή 80 %, την οποία αποδίδουν στο Δημόσιο όλα τα καζίνα, υπολογίζεται κατ’ αναλογία επί των ποσών που έχουν πράγματι εισπράξει από τα πωληθέντα εισιτήρια.

56      Η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η διαφορά μεταξύ των εσόδων που εισπράττουν τα καζίνα από τα εισιτήρια με τιμή εισιτηρίου 15 ευρώ και των εσόδων που εισπράττουν με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ, διαφορά που ανέρχεται σε 1,80 ευρώ (3 ευρώ - 1,20 ευρώ), είναι τέσσερις φορές χαμηλότερη από τη διαφορά μεταξύ των φόρων ανά εισιτήριο που υποχρεούνται να καταβάλλουν στο Δημόσιο τα καζίνα της πρώτης κατηγορίας και των φόρων που καταβάλλουν στο Δημόσιο τα καζίνα της δεύτερης κατηγορίας, διαφορά που ανέρχεται σε 7,20 ευρώ (12 ευρώ - 4,80 ευρώ). Συγκεκριμένα, η διαπίστωση αυτή απορρέει ευθέως από το γεγονός ότι ο εφαρμοζόμενος συντελεστής 80 % είναι τετραπλάσιος από τον συντελεστή 20 % που έχει οριστεί για τα δικαιώματα διαθέσεως και καλύψεως δαπανών επί των εσόδων των καζίνων.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι το εξεταζόμενο μέτρο έχει ως συνέπεια τα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ να καταβάλλουν στο Δημόσιο χαμηλότερα ποσά σε σχέση με αυτά που καταβάλλουν στο Δημόσιο τα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 15 ευρώ δεν αρκεί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ των καζίνων της πρώτης κατηγορίας.

58      Δεν έχει συνεπώς αποδειχθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος λογιστικής φύσεως υπέρ των καζίνων με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ.

59      Περαιτέρω, από τα στοιχεία της δικογραφίας, όπως αυτά διευκρινίστηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι το πλεονέκτημα στο οποίο αναφέρεται εν προκειμένω η Επιτροπή συνίσταται μόνο στην προαναφερθείσα λογιστική διαφορά, λόγω της οποίας τα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ αποδίδουν στο Δημόσιο χαμηλότερο ποσό απ’ ό,τι τα λοιπά καζίνα.

60      Ειδικότερα, πρώτον, με την αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα καζίνα αυτά ευνοούνται επειδή «κατέβαλαν χαμηλότερο φορολογικό βάρος ανά άτομο από το αντίστοιχο συνολικό τους εισόδημα». Στην τελευταία περίοδο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως, η Επιτροπή ανέφερε ακόμη ότι «αυτό το συνολικό εισόδημα περιλαμβάνει όχι μόνο τα έσοδα από τις εισόδους (έσοδα που προέρχονται μόνο από την τιμή των εισιτηρίων) αλλά και τα έσοδα από άλλες πηγές εισοδήματός τους, όπως τα τυχερά παιχνίδια, η διαμονή, οι υπηρεσίες μπαρ και εστιατορίου, τα θεάματα κ.λπ. (συνολικά έσοδα)».

61      Ωστόσο, ερωτηθείσα συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή τόνισε ότι το συνολικό εισόδημα του καζίνου δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του υφιστάμενου εν προκειμένω πλεονεκτήματος. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η τελευταία περίοδος της αιτιολογικής σκέψεως 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με το συνολικό εισόδημα, έχει απλώς την έννοια ότι τα έσοδα από τα εισιτήρια αποτελούν μικρό μόνο μέρος των εσόδων των καζίνων και δεν σχετίζονται με το πλεονέκτημα αυτό καθαυτό. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, η περίοδος αυτή δεν έχει την έννοια ότι, μεταξύ πελατών που προτίθενται να ξοδέψουν το ίδιο χρηματικό ποσό, οι πελάτες των καζίνων με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ, θα μπορούσαν να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα για τις λοιπές υπηρεσίες. Διευκρίνισε έτσι ότι το επίμαχο πλεονέκτημα στηρίζεται αποκλειστικά στη λογιστική διαφορά μεταξύ του εισιτηρίου των 6 ευρώ και του εισιτηρίου των 15 ευρώ, το 80 % των οποίων αποδίδεται στο Δημόσιο.

62      Συναφώς, επισημαίνεται ακόμη ότι η ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος εν προκειμένω δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να αιτιολογηθεί με την επίκληση μιας ασαφούς σχέσεως μεταξύ, αφενός, της υποχρεώσεως καταβολής του 80 % της τιμής του εισιτηρίου στο Δημόσιο και, αφετέρου, των δραστηριοτήτων για τις οποίες δεν υφίσταται τέτοια υποχρέωση και από τις οποίες προέρχεται το «συνολικό εισόδημα» των καζίνων. Ειδικότερα, καταρχάς, όσον αφορά την ύπαρξη τέτοιου πλεονεκτήματος, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιβάλλει να εξακριβώνεται αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2011, C‑106/09 P και C‑107/09 P, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2011, σ. I‑11113, σκέψη 75). Κατά συνέπεια, πρώτον, η έννοια του «συνολικού εισοδήματος» δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, κατά το μέτρο που περιλαμβάνει εισοδήματα που δεν καλύπτονται από την υποχρέωση καταβολής του 80 % των εσόδων από τα εισιτήρια στο Δημόσιο. Περαιτέρω, ελλείψει ορισμού της έννοιας του «συνολικού εισοδήματος», το οποίο φαίνεται να χρησιμοποιείται ως παρονομαστής, και χωρίς την παράθεση σχετικής αριθμητικής ενδείξεως, είναι ουσιαστικά αδύνατο να εκτιμηθεί η ύπαρξη τυχόν πλεονεκτήματος. Τέλος, από την αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα ποσά των οποίων η Επιτροπή ζητεί την επιστροφή συνίστανται στη διαφορά μεταξύ, αφενός, των 4,80 ευρώ ανά εισιτήριο που καταβάλλουν στο Δημόσιο τα καζίνα με τιμή του εισιτηρίου 6 ευρώ και, αφετέρου, των 12 ευρώ ανά εισιτήριο που καταβάλλουν στο Δημόσιο τα λοιπά καζίνα. Επομένως, η έννοια του «φορολογικού βάρους ανά άτομο από το αντίστοιχο συνολικό εισόδημα» δεν ασκεί σε κάθε περίπτωση επιρροή όσον αφορά την εκτίμηση της υπάρξεως πλεονεκτήματος.

63      Δεύτερον, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα της προσελκύσεως πελατών για το οποίο γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ούτε το ζήτημα αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη ως ουσιώδες στοιχείο που πλεονεκτήματος.

64      Η αιτιολογική σκέψη 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«[η] Ελλάδα ισχυρίστηκε ότι, δεδομένου ότι τα καζίνα παρακρατούν το 20 % της άνισης τιμής εισόδου, το πλεονέκτημα αφορά τα καζίνα με την υψηλότερη τιμή που εισπράττουν καθαρά έσοδα 3 ευρώ, σε σύγκριση με τα δημόσια καζίνα που εισπράττουν 1,2 ευρώ. Ωστόσο, στην πράξη αυτός ο ισχυρισμός είναι παραπλανητικός διότι αγνοεί δύο βασικούς παράγοντες για την πλήρη κατανόηση των πραγματικών αποτελεσμάτων του μέτρου εις βάρος του ανταγωνισμού. Αφενός, ο καθορισμός με κανονιστική διάταξη των τιμών των εισιτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του [δικαιώματος] εισόδου, σε χαμηλότερο επίπεδο για ορισμένα καζίνα, τα καθιστά πιο ελκυστικά για τους πελάτες, και επομένως […] εκτρέπει τη ζήτηση από την πορεία που θα ακολουθούσε, αν τα καζίνα ανταγωνίζονταν μόνο βάσει της αξίας τους ανάλογα με το περιεχόμενο και την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών τους, και […], με σταθερές όλες τις άλλες μεταβλητές, αυξάνει τεχνητά τον αριθμό εισόδων σ’ αυτά. Αφετέρου, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, τα έσοδα από τις εισόδους αποτελούν ένα περιορισμένο μόνο ποσοστό των συνολικών εσόδων της επιχείρησης, τα οποία απορρέουν από ένα πελάτη που προσελκύεται από το καζίνο, και από τα οποία έσοδα τα καζίνα πρέπει να καταβάλλουν το [δικαίωμα] εισόδου.»

65      Ειδικότερα, η Επιτροπή ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η αιτιολογική σκέψη 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως αποτελεί απάντηση στην επιχειρηματολογία των ελληνικών αρχών, πλην όμως, ελλείψει οικονομικής αναλύσεως, τα στοιχεία σχετικά με τη νόθευση του ανταγωνισμού και την ελκυστικότητα της μειωμένης τιμής δεν αποτελούν εν προκειμένω στοιχείο του πλεονεκτήματος.

66      Πράγματι, ακόμη και αν, προκειμένου περί κρατικών ενισχύσεων με χρήση κρατικών πόρων διά των οποίων παρέχεται πλεονέκτημα, η ελκυστικότητα ενός τέτοιου εισιτηρίου θα μπορούσε να συνιστά στοιχείο του εν λόγω πλεονεκτήματος, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία στατιστική ούτε, συνεπώς, οικονομική ανάλυση σχετικά με την ελκυστικότητα των τιμών για τους πελάτες. Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα ποσά των οποίων την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή δεν αντιστοιχούν, λόγω της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό, σε τέτοιου είδους πλεονέκτημα.

67      Επομένως, το πλεονέκτημα που επικαλείται εν προκειμένω η Επιτροπή συνίσταται αποκλειστικά στη διαφορά μεταξύ των αποδιδόμενων από τα καζίνα στο Δημόσιο ποσών ανά πωληθέν εισιτήριο.

68      Όπως διαπιστώθηκε, όμως, με τις σκέψεις 52 έως 58 ανωτέρω, το γεγονός ότι, διά του εξεταζόμενου μέτρου, τα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ αποδίδουν στο Δημόσιο ποσά χαμηλότερα, αλλά ευθέως ανάλογα προς τα αποδιδόμενα σε αυτό από τα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 15 ευρώ, δεν αρκεί για να διαπιστωθεί η παροχή πλεονεκτήματος στα καζίνα της πρώτης κατηγορίας.

69      Τα λοιπά επιχειρήματα της Επιτροπής δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό.

70      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι το επίμαχο μέτρο παρέχει ταμειακό πλεονέκτημα στα καζίνα με μειωμένη τιμή εισιτηρίου.

71      Ωστόσο, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ταμειακού πλεονεκτήματος, για το οποίο δεν γίνεται άλλωστε λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι τα ποσά των 6 και των 15 ευρώ εισπράττονται κανονικά κατά την είσοδο των πελατών στις αίθουσες παιγνίων των καζίνων και ότι το 80 % καταβάλλεται μηνιαίως στο Δημόσιο. Συνεπώς, εξ ορισμού, στα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ, τα ποσά που εισπράττονται ανά πωληθέν εισιτήριο προ της καταβολής των δικαιωμάτων του Δημοσίου είναι αναλογικά χαμηλότερα από αυτά που εισπράττονται ανά πωληθέν εισιτήριο στα λοιπά καζίνα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι ένα καζίνο της πρώτης κατηγορίας οφείλει να καταβάλει στο Δημόσιο μόνο 4,80 ευρώ, όταν η τιμή του εισιτηρίου έχει οριστεί σε 6 ευρώ, αντί 12 ευρώ όταν η τιμή του εισιτηρίου έχει οριστεί σε 15 ευρώ, δεν συνιστά ταμειακό πλεονέκτημα, εφόσον τα καταβλητέα ανά πωληθέν εισιτήριο ποσά ισούνται προς το 80 % των εισπράξεων από τα εισιτήρια και τα ποσά αυτά έχουν εισπραχθεί πριν τη γένεση της υποχρεώσεως καταβολής του 80 % στο Δημόσιο. Ομοίως, το γεγονός ότι τα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ παρακρατούν το 20 % της τιμής του πωληθέντος εισιτηρίου, ήτοι 1,20 ευρώ, ως δικαίωμα διαθέσεως και καλύψεως δαπανών, κάθε άλλο παρά συνιστά ταμειακό πλεονέκτημα για τα καζίνα αυτά σε σχέση με τα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 15 ευρώ.

72      Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η έννοια του πλεονεκτήματος στην οποία στηρίζεται η εν λόγω απόφαση συνίσταται στη διαφορά των 7,20 ευρώ ανά εισιτήριο, την οποία αποδίδει το καζίνο ανάλογα με το αν η τιμή του εισιτηρίου έχει οριστεί σε 15 ευρώ ή σε 6 ευρώ. Ωστόσο, η έννοια αυτή είναι εκ φύσεως διαφορετική από ένα ταμειακό πλεονέκτημα το οποίο συνίσταται κατ’ ουσίαν στη διαφοροποίηση, ανάλογα με τον οφειλέτη, των όρων εξοφλήσεως της οφειλής, ζήτημα το οποίο δεν έχει τεθεί εν προκειμένω.

73      Επομένως, το επιχείρημα περί ταμειακού πλεονεκτήματος κρίνεται απορριπτέο.

74      Δεύτερον, η Επιτροπή κάνει αναφορά στην περίπτωση των δωρεάν εισιτηρίων, υποστηρίζοντας ότι η δωρεάν είσοδος καθιστά προφανέστερη την απώλεια εσόδων για το Δημόσιο. Ειδικότερα, με την αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη εμπορική πρακτική της δωρεάν εισόδου ενισχύει περαιτέρω το πλεονέκτημα, διότι το κόστος της εισόδου είναι κατά πολύ μεγαλύτερο για ιδιωτικά καζίνα που καταβάλλουν 12 ευρώ σε σύγκριση με τα καζίνα που πρέπει να καταβάλλουν μόνο 4,80 ευρώ από τα συνολικά έσοδα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Με την αιτιολογική σκέψη 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα των ελληνικών αρχών ότι η πρακτική των δωρεάν εισόδων ακολουθείται κατ’ εξαίρεση. Επικαλείται αποδεικτικά στοιχεία, αντλούμενα από δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες (π.χ. φυλλάδια που προσφέρουν δωρεάν πρόσβαση και διανέμονται σε εφημερίδες και στο διαδίκτυο), τα οποία εμφαίνουν ότι ορισμένες ημέρες της εβδομάδας χορηγείται δωρεάν είσοδος σε όλους τους πελάτες. Η Επιτροπή καταλήγει ότι η πρακτική της δωρεάν εισόδου δεν φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση μεταξύ των ωφελούμενων από την ενίσχυση καζίνων.

75      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι στην παράγραφο 6 της υπουργικής αποφάσεως του 1995 προβλέπεται η δυνατότητα χορηγήσεως δωρεάν εισιτηρίων για λόγους επαγγελματικής προβολής ή κοινωνικής υποχρεώσεως. Στην περίπτωση αυτή, τα καζίνα, μολονότι δεν εισπράττουν αντίτιμο για το εισιτήριο, εντούτοις υποχρεούνται να καταβάλλουν στο Δημόσιο το 80 % της νόμιμης αξίας των εκδοθέντων εισιτηρίων. Συνεπώς, τα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 15 ευρώ υποχρεούνται να καταβάλλουν στο Δημόσιο 12 ευρώ ανά δωρεάν είσοδο, ενώ τα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ καταβάλλουν μόνον 4,80 ευρώ ανά δωρεάν είσοδο.

76      Κατά συνέπεια, στην περίπτωση των δωρεάν εισιτηρίων, ευνοούνται τα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ, κατά το μέτρο που, επί του ίδιου εισιτηρίου (μηδενικής αξίας), καταβάλλουν στο Δημόσιο δικαίωμα χαμηλότερο από αυτό που καταβάλλουν τα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 15 ευρώ.

77      Επισημαίνεται, ωστόσο ότι η διαπίστωση περί εμπορικής πρακτικής των δωρεάν εισιτηρίων χρησιμοποιείται από την Επιτροπή προς τεκμηρίωση της θέσεως ότι έτσι «ενισχύθηκε» το φερόμενο ως πλεονέκτημα που περιγράφεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως (σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, τα δωρεάν εισιτήρια δεν θεωρούνται παρά στοιχείο που επιβεβαιώνει την ύπαρξη του πλεονεκτήματος. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 49 έως 68 ανωτέρω, το εξεταζόμενο σύστημα των εισιτηρίων δεν συνεπάγεται παροχή τέτοιου πλεονεκτήματος στα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ.

78      Σημειωτέον, ακόμη, ότι η Επιτροπή δεν επικρίνει επί της αρχής τη δυνατότητα του κράτους μέλους να επιτρέπει την έκδοση δωρεάν εισιτηρίων, εφόσον τούτο γίνεται για λόγους επαγγελματικής προβολής ή κοινωνικής υποχρεώσεως, πλην όμως προσάπτει κατ’ ουσίαν στις ελληνικές αρχές ότι ανέχονταν την έκδοση δωρεάν εισιτηρίων πέραν των ορίων της εξαιρέσεως που προβλέπει η υπουργική απόφαση του 1995. Συναφώς, δεδομένου ότι το σύστημα των εισιτηρίων στα καζίνα δεν παρέχει πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά τα πωλούμενα εισιτήρια και ότι το οικείο κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει την έκδοση δωρεάν εισιτηρίων για λόγους συγκεκριμένους και δικαιολογημένους, όπως είναι οι λόγοι επαγγελματικής προβολής ή κοινωνικής υποχρεώσεως, είναι εύλογο το εν λόγω κράτος μέλος να επιβάλλει και στην περίπτωση των δωρεάν εισιτηρίων την υποχρέωση καταβολής των δικαιωμάτων που άλλως θα αποδίδονταν. Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι στην πράξη ο αριθμός των δωρεάν εισιτηρίων που εκδίδουν τα καζίνα είναι υπέρμετρα υψηλός σε σχέση με τον αριθμό των εισιτηρίων που θα ήταν απαραίτητος για την επίτευξη των σκοπών της υπουργικής αποφάσεως του 1995, πράγμα που θα σήμαινε ότι η απόφασή τους να επιτρέπουν την ελεύθερη πρόσβαση στις αίθουσες παιγνίων δεν είναι σύμφωνη με τους όρους της εθνικής νομοθεσίας.

79      Ωστόσο, εν προκειμένω, σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπήρχε ένα καζίνο που μετά τις 10 Ιανουαρίου προσέφερε δωρεάν είσοδο από την Κυριακή έως την Πέμπτη μεταξύ 07:00 και 20:00. Ελλείψει, όμως, περισσότερων στοιχείων σχετικά ιδίως με την πρακτική των λοιπών καζίνων και τη ροή των πελατών κατά τις συγκεκριμένες ημέρες και ώρες, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η παροχή δωρεάν εισιτηρίων μαρτυρεί ότι δεν τηρούνταν οι όροι της υπουργικής αποφάσεως του 1995.

80      Επομένως, το επιχείρημα που στηρίζεται στην ύπαρξη διακριτού, ειδικού πλεονεκτήματος λόγω των δωρεάν εισιτηρίων είναι επίσης απορριπτέο.

81      Τρίτον, με την αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «η ύπαρξη πλεονεκτήματος στη διακριτική φορολογική μεταχείριση αναγνωρίζεται ακόμα και από τις ίδιες τις συναφείς εθνικές διατάξεις». Επικαλείται την περίπτωση του καζίνου της Θεσσαλονίκης, στο οποίο ισχύει η τιμή εισιτηρίων των 6 ευρώ βάσει του νομοθετικού διατάγματος 2687/1953 (σκέψη 6 ανωτέρω). Κατ’ αυτήν, οι ελληνικές αρχές εφάρμοσαν το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα στην περίπτωση του συγκεκριμένου καζίνου, διότι αυτή ήταν η πλέον ευνοϊκή μεταχείριση που προβλεπόταν για τις ελληνικές επιχειρήσεις.

82      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το νομοθετικό διάταγμα 2687/1953 προβλέπει ότι επιχειρήσεις που ιδρύονται με επένδυση κεφαλαίων αλλοδαπής απολαμβάνουν μεταχείριση τουλάχιστον εξίσου ευνοϊκή με αυτή που εφαρμόζεται σε άλλες ομοειδείς εγχώριες επιχειρήσεις. Εν προκειμένω, το αίτημα της επιχειρήσεως που εκμεταλλεύεται το καζίνο, να οριστεί στο καζίνο Θεσσαλονίκης τιμή εισιτηρίου ίδια με αυτή του καζίνου Μοντ Παρνές, ήτοι 6 ευρώ, έγινε δεκτό κατόπιν της γνωμοδοτήσεως 631/1997 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, της 16ης Οκτωβρίου 1997. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι η περίπτωση του καζίνου της Θεσσαλονίκης είναι όμοια με αυτή του καζίνου του Μοντ Παρνές, διότι αμφότερα ασκούν τη δραστηριότητά τους στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας.

83      Ωστόσο, μόνον το γεγονός ότι, εν προκειμένω, το καζίνο της Θεσσαλονίκης ζήτησε και πέτυχε την εφαρμογή της μειωμένης τιμής εισιτηρίου βάσει του νομοθετικού διατάγματος 2687/1953 δεν ανατρέπει τη συλλογιστική βάσει της οποίας έγινε δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε στην υπό κρίση υπόθεση η ύπαρξη πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (σκέψεις 52 έως 68 ανωτέρω). Επομένως, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το επίμαχο πλεονέκτημα έχει αναγνωριστεί από σχετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας είναι απορριπτέο.

84      Συνεπώς, τα επιχειρήματα της Επιτροπής είναι απορριπτέα.

85      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το επίμαχο μέτρο συνεπάγεται την παροχή πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στα καζίνα με τιμή εισιτηρίου 6 ευρώ.

86      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί μη χορηγήσεως πλεονεκτήματος διά του επίμαχου μέτρου.

87      Τέλος, όσον αφορά τα περί μη αποδόσεως των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των εισιτηρίων (80 % του ποσού των ευρώ, ήτοι 4,80 ευρώ) από το καζίνο της Κέρκυρας και το καζίνο του Μοντ Παρνές κατά το χρονικό διάστημα από την 21η Οκτωβρίου 1999 έως τα τέλη του 2000, για το οποίο γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 85 και 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν έχει καταλήξει σε τελική εκτίμηση όσον αφορά τη μη καταβολή των εν λόγω δικαιωμάτων, αφήνοντας έτσι τις ελληνικές αρχές να διαπιστώσουν εάν τα δικαιώματα αυτά έχουν καταβληθεί ή όχι στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από την προσβαλλόμενη απόφαση ανακτήσεως της ενισχύσεως. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε με την εν λόγω απόφαση εάν και κατά πόσον η μη καταβολή των επίμαχων δικαιωμάτων, μεμονωμένα εξεταζόμενη, πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έπεται ότι, καθόσον έγινε δεκτό το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της.

88      Κατ’ εφαρμογήν της προπαρατεθείσας νομολογίας (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω), πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστούν τα λοιπά σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως ή οι λοιποί λόγοι.

89      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ακυρωτέα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

90      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

91      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2011/716/ΕΕ της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 16/10 (πρώην NN 22/10, πρώην CP 318/09), την οποία χορήγησε η Ελληνική Δημοκρατία σε ορισμένα ελληνικά καζίνα.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, εκτός των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Σεπτεμβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.