Language of document : ECLI:EU:C:2014:2268

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 9ης Οκτωβρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Επείγουσα προδικαστική διαδικασία — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας — Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 — Παράνομη κατακράτηση — Συνήθης διαμονή του παιδιού»

Στην υπόθεση C‑376/14 PPU,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supreme Court (Ιρλανδία) με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Αυγούστου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

C

κατά

M,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Ó Caoimh, C. Toader, E. Jarašiūnas (εισηγητή) και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 2014, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Αυγούστου 2014, να εκδικαστεί η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

κατόπιν της αποφάσεως της 14ης Αυγούστου 2014 του τρίτου τμήματος να κάνει δεκτό το αίτημα αυτό,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο C, εκπροσωπούμενος από τον C. Walsh, solicitor, τον R. Costello, BL, και την D. Browne, SC,

–        η M, εκπροσωπούμενη από τους C. Fitzgerald, SC, και K. Kelly, BL,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την F. Gloaguen και τον F.‑X. Bréchot,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Flynn και M. Wilderspin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ L 338, σ. 1, στο εξής: κανονισμός).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του C και της M σχετικά με την επάνοδο στη Γαλλία του ανήλικου παιδιού τους, το οποίο βρίσκεται στην Ιρλανδία με τη μητέρα του.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Σύμβαση της Χάγης του 1980

3        Το άρθρο 1 της Συμβάσεως για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, η οποία συνήφθη στη Χάγη στις 25 Οκτωβρίου 1980 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1343, αριθ. 22514, στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1980), ορίζει:

«Η παρούσα Σύμβαση έχει ως αντικείμενο:

α)      να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη,

[...]».

4        Το άρθρο 3 της Συμβάσεως αυτής ορίζει:

«Η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού θεωρούνται παράνομες:

α)      εφόσον έγιναν κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του Κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του, και

β)      το δικαίωμα αυτό ησκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης, ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά.

Το δικαίωμα επιμέλειας που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ μπορεί να απορρέει, ιδίως, είτε απευθείας από το νόμο είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους.»

5        Το άρθρο 12 της εν λόγω Συμβάσεως προβλέπει:

«Εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα κατά την έννοια του άρθρου 3 και από τη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του.

[...]»

6        Το άρθρο 19 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980 έχει ως εξής:

«Η απόφαση περί επιστροφής του παιδιού που εκδίδεται στο πλαίσιο της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, δεν επηρεάζει την ουσία του δικαιώματος επιμελείας.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

7        Η αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού έχει ως εξής:

«Οι κανόνες αρμοδιότητας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας. [...]»

8        Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[...]

7)      Ο όρος “γονική μέριμνα” περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού. Ειδικότερα ο όρος περιλαμβάνει το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας.

8)      Ο όρος “δικαιούχος γονικής μέριμνας” προσδιορίζει κάθε πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα παιδιού.

9)      Ο όρος “δικαίωμα επιμέλειας” περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν τη φροντίδα για το πρόσωπο του παιδιού, και ειδικότερα το δικαίωμα απόφασης καθορισμού του τόπου διαμονής του.

[...]

11)      Ο όρος “παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού” σημαίνει τη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού:

α)      εφόσον γίνονται κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από τον νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του

και

β)      με την επιφύλαξη ότι το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Η επιμέλεια θεωρείται ότι ασκείται από κοινού όταν ο ένας από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας δεν μπορεί, σύμφωνα με απόφαση ή απευθείας από το νόμο, να αποφασίζει για τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς τη συγκατάθεση άλλου δικαιούχου της γονικής μέριμνας.»

9        Το κεφάλαιο ΙΙ του κανονισμού περιέχει κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και, ειδικότερα, στο τμήμα 1, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 3 έως 7, κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας στις περιπτώσεις διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης γάμου, στο τμήμα 2, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 8 έως 15, κανόνες περί γονικής μέριμνας, και στο τμήμα 3, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 16 έως 20, ορισμένες κοινές διατάξεις.

10      Το άρθρο 8 του κανονισμού, με τίτλο «Γενική δικαιοδοσία», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της ασκήσεως της προσφυγής.

2.      Η παράγραφος 1 δεν θίγει τις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 12.»

11      Το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, υπό τον τίτλο «Διατήρηση της αρμοδιότητας της προγενέστερης συνήθους διαμονής του παιδιού», ορίζει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«Όταν ένα παιδί μετοικεί νομίμως από ένα κράτος μέλος σε άλλο και αποκτά σε αυτό νέα συνήθη διαμονή, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού διατηρούν την αρμοδιότητά τους, κατά παρέκκλιση του άρθρου 8, για περίοδο τριών μηνών μετά τη μετοικεσία, προκειμένου να τροποποιήσουν απόφαση η οποία αφορά το δικαίωμα [προσωπικής] επικοινωνίας εκδοθείσα σε αυτό το κράτος μέλος πριν από τη μετοικεσία του παιδιού, εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος [προσωπικής] επικοινωνίας δυνάμει της αποφάσεως που αφορά το δικαίωμα [προσωπικής] επικοινωνίας εξακολουθεί να διαμένει συνήθως στο κράτος μέλος της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού.»

12      Το άρθρο 10 του κανονισμού, με τίτλο «Αρμοδιότητα σε περίπτωση απαγωγής παιδιού», ορίζει ότι, σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης του παιδιού, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του διατηρούν την αρμοδιότητά τους, εκτός εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή.

13      Το άρθρο 11 του εν λόγω κανονισμού, επιγραφόμενο «Επιστροφή του παιδιού», ορίζει στην παράγραφό του 1:

«Όταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της Συμβάσεως της Χάγης [του 1980], απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 8.»

14      Κατά το άρθρο 12 του ιδίου κανονισμού, με τίτλο «Παρέκταση αρμοδιότητας»:

«1.      Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στα οποία η αρμοδιότητα ασκείται βάσει του άρθρου 3, για να αποφασίσουν για μια αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου των συζύγων, είναι αρμόδια για οιοδήποτε ζήτημα σχετικά με τη γονική μέριμνα το οποίο συνδέεται με την αίτηση αυτή, εφόσον

α)      τουλάχιστον ένας από τους συζύγους ασκεί τη γονική μέριμνα του παιδιού

και

β)      η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από τους συζύγους και από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και είναι προς το ύψιστο συμφέρον του παιδιού.

2.      Η αρμοδιότητα που ασκείται κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1 παύει όταν

α)      είτε η απόφαση η οποία δέχεται την αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου ή την απορρίπτει καθίσταται τελεσίδικη,

β)      είτε, σε περίπτωση κατά την οποία μια διαδικασία σχετικά με τη γονική μέριμνα εκκρεμεί ακόμη κατά την ημερομηνία η οποία προβλέπεται στο στοιχείο α΄, όταν μια απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα καθίσταται τελεσίδικη,

γ)      είτε, στις περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται στα στοιχεία α΄ και β΄, όταν η διαδικασία έχει περατωθεί για άλλους λόγους.

3.      Τα δικαστήρια κράτους μέλους είναι επίσης αρμόδια σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον

α)      το παιδί έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος, λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους,

και

β)      η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού.

[...]»

15      Το άρθρο 19 του κανονισμού, με τίτλο «Εκκρεμοδικία και συναφείς αγωγές», ορίζει:

«1.      Αν έχουν ασκηθεί αγωγές για θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου μεταξύ των αυτών διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο, αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

2.      Εάν έχουν ασκηθεί αγωγές για θέματα γονικής μέριμνας ενός παιδιού, με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο, αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

[...]»

16      Το κεφάλαιο III του κανονισμού περιέχει κανόνες περί αναγνωρίσεως, στα λοιπά κράτη μέλη, δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε κράτος μέλος και περί εκτελέσεως των αποφάσεων αυτών. Το άρθρο 24 του κανονισμού σχετικά με την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 1 του εν λόγω κεφαλαίου και επιγράφεται «Απαγόρευση έρευνας της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προέλευσης», ορίζει:

«Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης δεν ερευνάται. Το κριτήριο της δημόσιας τάξης του άρθρου 22, στοιχείο α΄, και του άρθρου 23, στοιχείο α΄, δεν εφαρμόζεται στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων 3 έως 14.»

17      Το άρθρο 28 του κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου III, σχετικά με την κήρυξη των δικαστικών αποφάσεων ως εκτελεστών, ορίζει στην παράγραφό του 1:

«Αποφάσεις που εκδόθηκαν σε κράτος μέλος για την άσκηση της γονικής μέριμνας παιδιού, οι οποίες είναι εκτελεστές σε αυτό το κράτος μέλος και έχουν επιδοθεί, μπορούν να εκτελεστούν σε άλλο κράτος μέλος αφού κηρυχθούν εκτελεστές με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου.»

 Το ιρλανδικό δίκαιο

18      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Σύμβαση της Χάγης του 1980 τέθηκε σε ισχύ στην Ιρλανδία με τον Child Abduction and Enforcement of Custody Orders Act 1991 (νόμος του 1991, περί απαγωγής παιδιών και περί εκτελέσεως των αποφάσεων σχετικά με την επιμέλειά τους), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος του 1991, περί απαγωγής παιδιών και περί εκτελέσεως των αποφάσεων σχετικά με την επιμέλειά τους). Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με τον European Communities (Judgments in Matrimonial Matters and Matters of Parental Responsibility) Regulations 2005 [κανονισμός του 2005, περί Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (αποφάσεις επί περιουσιακών υποθέσεων και υποθέσεων γονικής μέριμνας)], ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του κανονισμού στις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της Χάγης του 1980 και σχετίζονται με κράτη μέλη.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19      Ο Γάλλος υπήκοος C και η Βρετανίδα υπήκοος M παντρεύτηκαν στη Γαλλία στις 24 Μαΐου 2008. Το παιδί τους γεννήθηκε επίσης στη Γαλλία στις 14 Ιουλίου 2008. Μετά τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των γονέων, η Μ υπέβαλε αίτηση διαζυγίου στις 17 Νοεμβρίου 2008. Αμφότεροι οι γονείς κίνησαν εν συνεχεία στη Γαλλία διάφορες διαδικασίες σχετικά με το παιδί τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση της αποφάσεως για το διαζύγιο και την προσφυγή του πατέρα στο High Court (Ιρλανδία) με αίτημα την επάνοδο του παιδιού στη Γαλλία. Σημασία για την απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου έχουν μόνον η απόφαση για το διαζύγιο και τα μεταγενέστερα αυτής περιστατικά.

 Η δικαστική απόφαση για το διαζύγιο, τα πραγματικά περιστατικά και οι ένδικες διαδικασίες που ακολούθησαν

20      Το διαζύγιο απαγγέλθηκε με απόφαση του tribunal de grande instance d’Angoulême (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Angoulême, Γαλλία) με απόφαση της 2ας Απριλίου 2012 (στο εξής: απόφαση της 2ας Απριλίου 2012). Με την εν λόγω απόφαση ορίστηκε ότι το διαζύγιο παράγει αποτελέσματα από τις 7 Απριλίου 2009, ότι η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού από τους δύο γονείς, ότι το παιδί διαμένει από τις 7 Ιουλίου 2012 με τη μητέρα του, και ρυθμίστηκαν τα δικαιώματα προσωπικής επικοινωνίας και φιλοξενίας του πατέρα σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων, κατά τρόπο διαφορετικό ανάλογα με το αν η μητέρα θα διατηρήσει τη συνήθη διαμονή της στη Γαλλία ή αν θα εγκαταλείψει το γαλλικό έδαφος για να εγκατασταθεί στην Ιρλανδία. Με την εν λόγω απόφαση διευκρινίζεται ότι η μητέρα «μπορεί να μεταφέρει τη μόνιμη διαμονή της στην Ιρλανδία», στο δε διατακτικό υπενθυμίζεται ότι η απόφαση «είναι προσωρινά εκτελεστή ως προς τα σχετικά με το παιδί κεφάλαια».

21      Στις 23 Απριλίου 2012, ο C άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής μόνον ως προς τα σχετικά με το παιδί κεφάλαια, καθώς και ως προς την υποχρέωση που του επιβλήθηκε να καταβάλει στην M ορισμένο χρηματικό ποσό έναντι της κοινής περιουσίας τους. Στις 5 Ιουλίου 2012, ο πρώτος πρόεδρος του cour d’appel de Bordeaux (εφετείου του Μπορντό, Γαλλία) απέρριψε το αίτημά του περί παύσεως της διαδικασίας προσωρινής εκτελέσεως της ως άνω αποφάσεως.

22      Στις 12 Ιουλίου 2012, η M αναχώρησε με το παιδί για την Ιρλανδία όπου διαμένουν έκτοτε. Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, δεν έχει τηρήσει τα κεφάλαια της αποφάσεως της 2ας Απριλίου 2012 όσον αφορά το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας και φιλοξενίας του πατέρα.

23      Με απόφαση της 5ης Μαρτίου 2013, το cour d’appel de Bordeaux εξαφάνισε την απόφαση της 2ας Απριλίου 2012 ως προς τα κεφάλαια τα σχετικά με τη διαμονή του παιδιού, το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας και φιλοξενίας και την προκαταβολή έναντι της κοινής περιουσίας. Το cour d’appel de Bordeaux όρισε ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο κατοικίας του πατέρα και προέβλεψε δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας και φιλοξενίας υπέρ της μητέρας.

24      Στις 31 Μαρτίου 2013, ο C, επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, ότι η M αρνείται να εκπροσωπήσει το παιδί, υπέβαλε στον αρμόδιο για τις οικογενειακές υποθέσεις δικαστή του tribunal de grande instance de Niort (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Niort, Γαλλία) αίτημα αποκλειστικής αναθέσεως της γονικής μέριμνας σε αυτόν, αίτημα επανόδου, επί ποινή, του παιδιού στην κατοικία του και αίτημα απαγορεύσεως της εξόδου του παιδιού από το γαλλικό έδαφος χωρίς την άδεια του πατέρα. Στις 10 Ιουλίου 2013, ο αρμόδιος για τις οικογενειακές υποθέσεις δικαστής του tribunal de grande instance de Niort έκανε δεκτά τα αιτήματα του C.

25      Στις 18 Δεκεμβρίου 2013, ο C υπέβαλε στο High Court, βάσει του άρθρου 28 του κανονισμού, αίτηση να κηρυχθεί εκτελεστή η απόφαση της 5ης Μαρτίου 2013 του cour d’appel de Bordeaux. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή, πλην όμως η M, η οποία στις 7 Ιανουαρίου 2014 άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής, αναίρεση που εκκρεμεί ενώπιον του Cour de cassation (ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, Γαλλία), προσέφυγε στις 9 Μαΐου 2014 στο High Court, ζητώντας την αναστολή της διαδικασίας εκτελέσεως.

 Η απόφαση του High Court και η απόφαση περί παραπομπής

26      Στις 29 Μαΐου 2013, ο C προσέφυγε στο High Court, ζητώντας να διαταχθεί, δυνάμει του άρθρου 12 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980 και των άρθρων 10 και 11 του κανονισμού και του νόμου του 1991, περί απαγωγής παιδιών και περί εκτελέσεως των αποφάσεων σχετικά με την επιμέλειά τους, η επιστροφή του παιδιού στη Γαλλία και να αναγνωρισθεί ότι η μητέρα παρανόμως κατακρατούσε το παιδί στην Ιρλανδία.

27      Με απόφαση της 13ης Αυγούστου 2013, το High Court απέρριψε τα αιτήματα αυτά, με το σκεπτικό, κατ’ ουσίαν, ότι η μετακίνηση του παιδιού στην Ιρλανδία ήταν νόμιμη βάσει αποφάσεως γαλλικού δικαστηρίου που επέτρεψε την εν λόγω μετακίνηση, ότι το αίτημα παύσεως της εκτελέσεως της αποφάσεως της 2ας Απριλίου 2012 είχε απορριφθεί, ότι η εν λόγω απόφαση ήταν τελεσίδικη, καθώς δεν επρόκειτο ούτε για διάταξη ασφαλιστικών μέτρων ούτε για απόφαση προσωρινή ή προπαρασκευαστική και δεν μεταρρυθμίστηκε ούτε εξαφανίστηκε κατ’ έφεση εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 9 του κανονισμού. Το High Court αποφάνθηκε ότι η συνήθης διαμονή του παιδιού δεν τέθηκε υπό αίρεση από την άσκηση εφέσεως εκ μέρους του C κατά της αποφάσεως αυτής και ότι, για την επίλυση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς, απαιτείται εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δεδομένου ότι ο ορισμός της έννοιας της «συνήθους διαμονής» δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μεταβολής της, μάλιστα ο κανονισμός προβλέπει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας μεταβολής πριν τη μεταβίβαση της δικαιοδοσίας. Βάσει των πραγματικών περιστατικών, έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η συνήθης διαμονή του παιδιού βρίσκεται στην Ιρλανδία, αφού η μητέρα του αποφάσισε τη μετακίνησή τους στο εν λόγω κράτος μέλος με την πρόθεση να εγκατασταθούν εκεί.

28      Ο C άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής στις 10 Οκτωβρίου 2013, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η μετακίνηση του παιδιού στην Ιρλανδία ήταν μεν νόμιμη, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι μεταβλήθηκε η συνήθης διαμονή του, ότι η νόμιμη μετακίνηση δεν αποκλείει την παράνομη κατακράτηση, ότι η απόφαση της 2ας Απριλίου 2012 είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και, ως εκ τούτου, είχε προσωρινή ισχύ, ενόσω εκκρεμεί η εκδίκαση της εφέσεως κατ’ αυτής, ότι η μητέρα δεν είχε αναφέρει ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων ότι σκόπευε να ασκήσει τη γονική μέριμνα στην Ιρλανδία, ότι η μητέρα ουδέποτε αμφισβήτησε τη δικαιοδοσία των γαλλικών δικαστηρίων ούτε είχε προβάλει τη μεταβολή της συνήθους διαμονής του παιδιού, ότι πρόδηλη βούληση των εν λόγω δικαστηρίων ήταν η διατήρηση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους όσον αφορά το δικαίωμα επιμέλειας, ότι τα ιρλανδικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των γαλλικών δικαστηρίων, καθώς αυτά επιλήφθηκαν πρώτα και διατηρούν τη δικαιοδοσία τους όσον αφορά την επιμέλεια, και, τέλος, ότι το High Court ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 9 του κανονισμού.

29      Η M αντιπροβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι η συνήθης διαμονή του παιδιού πρέπει να εξετάζεται βάσει των πραγματικών περιστατικών και ότι, εν προκειμένω, μεταβλήθηκε μετά τη μετοίκησή της στην Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση της 2ας Απριλίου 2012, η οποία της επέτρεπε να αποφασίσει μόνη αυτή για τον τόπο διαμονής του παιδιού, οπότε δεν υπάρχει προσβολή των δικαιωμάτων επιμέλειας. Κατά την Μ, ούτε η φύση της εν λόγω αποφάσεως ούτε η άσκηση εφέσεως κατ’ αυτής αποτελούν κώλυμα για τη μεταβολή του τόπου διαμονής. Επικαλείται, όσον αφορά την έννοια της συνήθους διαμονής, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου A (C‑523/07, EU:C:2009:225) και Mercredi (C‑497/10 PPU, EU:C:2010:829).

30      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από τη διαφορά της κύριας δίκης προκύπτουν ζητήματα ερμηνείας των άρθρων 2, 12, 19 και 24 του κανονισμού. Επισημαίνει ότι τα γαλλικά δικαστήρια ήταν τα πρώτα που επιλήφθηκαν κατά την έννοια του κανονισμού, ότι οι γονείς είχαν ρητώς αποδεχθεί τη δικαιοδοσία τους προσφεύγοντας σε αυτά και ότι τα εν λόγω δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι διατηρούν τη δικαιοδοσία τους παρά το γεγονός ότι το παιδί βρίσκεται στην Ιρλανδία. Τούτων δοθέντων, η μητέρα, κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, κατακράτησε παρανόμως το παιδί μετά την πρώτη προσβολή του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας και φιλοξενίας, όπως αυτό είχε καθοριστεί με την απόφαση της 2ας Απριλίου 2012. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται επίσης το ζήτημα εάν η δικαιοδοσία αυτή έχει παύσει βάσει των διατάξεων του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ή του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού. Κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, έχει εφαρμογή το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού.

31      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ακόμη, επικαλούμενο τις αποφάσεις A (EU:C:2009:225) και Mercredi (EU:C:2010:829), ότι η έννοια της συνήθους διαμονής, η οποία δεν ορίζεται από τον κανονισμό, αποτελεί παγίως ζήτημα εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι περιστάσεις και οι λόγοι διαμονής στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εάν τα γαλλικά δικαστήρια διατηρούν τη δικαιοδοσία τους επί της υποθέσεως ή εάν η μητέρα και το παιδί είχαν το δικαίωμα, βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης, να ορίσουν ως τόπο συνήθους διαμονής την Ιρλανδία.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supreme Court αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Σημαίνει η ύπαρξη των ένδικων διαδικασιών στη Γαλλία σχετικά με την επιμέλεια του παιδιού ότι αποκλείεται, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, να αποκτήσει το παιδί συνήθη διαμονή στην Ιρλανδία;

2)      Διατηρούν είτε ο πατέρας είτε τα γαλλικά δικαστήρια δικαίωμα επιμέλειας του παιδιού, με συνέπεια η κατακράτηση του παιδιού στην Ιρλανδία να καθίσταται παράνομη;

3)      Μπορούν τα ιρλανδικά δικαστήρια να εξετάσουν το ζήτημα της συνήθους διαμονής του παιδιού υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι αυτό διαμένει στην Ιρλανδία από τον Ιούλιο του 2012, χρόνο κατά τον οποίο η μετακίνησή του στην Ιρλανδία δεν παραβίαζε τη γαλλική νομοθεσία;»

 Επί του επείγοντος της διαδικασίας

33      Το Supreme Court υπέβαλε αίτημα εξετάσεως της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, με το σκεπτικό ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού, σε περίπτωση παράνομης μετακινήσεως ή κατακρατήσεως παιδιού, η επιστροφή του θα πρέπει να επιτυγχάνεται αμελλητί.

34      Συναφώς, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού, ο οποίος έχει εκδοθεί ιδίως βάσει του άρθρου 61, στοιχείο γ΄, ΕΚ, νυν άρθρου 67 ΣΛΕΕ, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, οπότε η εν λόγω αίτηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης από το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας επείγουσας διαδικασίας.

35      Δεύτερον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με την απόφαση της 2ας Απριλίου 2012, ενώ η γονική μέριμνα ανατέθηκε σε αμφότερους τους γονείς και χορηγήθηκε στον πατέρα δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας και φιλοξενίας και η απόφαση του cour d’appel de Bordeaux της 5ης Μαρτίου 2013, με την οποία εξαφανίστηκε εν μέρει η προαναφερθείσα απόφαση, ορίζει ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο κατοικίας του πατέρα, εντούτοις ο πατέρας, μετά τη μετακίνηση του εξαετούς σήμερα παιδιού του στην Ιρλανδία, στις 12 Ιουλίου 2012, δεν έχει δυνατότητα τακτικής επαφής με αυτό. Δεδομένου ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς με αντικείμενο το υποβληθέν από τον πατέρα αίτημα επανόδου του παιδιού στη Γαλλία και οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίλυση της διαφοράς, τυχόν καθυστέρηση στην εκδίκαση της διαφοράς θα μπορούσε να δυσχεράνει την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ παιδιού και πατέρα καθώς και, σε περίπτωση επανόδου του παιδιού στη Γαλλία, την ένταξή του στο νέο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του.

36      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το τρίτο τμήμα του Δικαστηρίου, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου να εκδικάσει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί των εφαρμοστέων διατάξεων του κανονισμού

37      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι δεν υπάρχει καμία σύγκρουση ή κίνδυνος συγκρούσεως διεθνούς δικαιοδοσίας μεταξύ των γαλλικών και των ιρλανδικών δικαστηρίων στη διαφορά της κύριας δίκης, οπότε οι διατάξεις των άρθρων 12 και 19 του κανονισμού στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο δεν ασκούν επιρροή για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς.

38      Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι, όταν επιλήφθηκαν της υποθέσεως το tribunal de grande instance d’Angoulême και το cour d’appel de Bordeaux, το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του στη Γαλλία, οπότε, κατά το άρθρο 8 του κανονισμού, τα δικαστήρια αυτά ήταν αρμόδια να αποφανθούν επί της γονικής μέριμνας.

39      Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι στις 29 Μαΐου 2013 υποβλήθηκε στο High Court αίτημα επιστροφής του παιδιού στη Γαλλία, βάσει του άρθρου 12 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, των άρθρων 10 και 11 του κανονισμού και του νόμου του 1991, περί απαγωγής παιδιών και περί εκτελέσεως των αποφάσεων σχετικά με την επιμέλειά τους.

40      Το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα, αντικείμενο του οποίου είναι η επάνοδος, στο κράτος μέλος προέλευσης, παιδιού που μεταφέρθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε άλλο κράτος μέλος, δεν αφορά την ουσία του ζητήματος της γονικής μέριμνας και, συνεπώς, δεν έχει το ίδιο αντικείμενο ούτε την ίδια αιτία με ένδικο βοήθημα που έχει ασκηθεί με αίτημα να κριθεί το ζήτημα αυτό (βλ. απόφαση Purrucker, C‑296/10, EU:C:2010:665, σκέψη 68). Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, η απόφαση περί επιστροφής που εκδίδεται στο πλαίσιο της εν λόγω Συμβάσεως δεν επηρεάζει την ουσία του δικαιώματος επιμελείας. Συνεπώς, δεν υφίσταται εκκρεμοδικία μεταξύ των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων.

41      Επισημαίνεται, ακόμη, ότι ούτε το άρθρο 10 του κανονισμού έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθώς αυτή δεν έχει ως ουσιαστικό αντικείμενο την άσκηση της γονικής μέριμνας.

42      Διαπιστώνεται, δεύτερον, ότι, για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν ασκούν επιρροή ούτε οι διατάξεις του άρθρου 9 του κανονισμού, στο οποίο αναφέρεται το High Court με την απόφαση της 13ης Αυγούστου 2013 και το οποίο προβλέπει τη διατήρηση επί ορισμένο χρονικό διάστημα της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού όσον αφορά το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας, ούτε εκείνες του άρθρου 24 του κανονισμού τις οποίες επικαλείται το αιτούν δικαστήριο, καθώς το άρθρο αυτό εντάσσεται στο κεφάλαιο III του κανονισμού και, ειδικότερα, στο τμήμα 1 σχετικά με την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις προηγούμενες διαπιστώσεις, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης δεν τέθηκε ζήτημα διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας ούτε ζήτημα αναγνωρίσεως αποφάσεως γαλλικού δικαστηρίου στην Ιρλανδία.

43      Επισημαίνεται, τρίτον, ότι έχουν, αντιθέτως, εφαρμογή το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού, όπου ορίζονται οι έννοιες της «παράνομης μετακινήσεως ή κατακρατήσεως παιδιού», καθώς και το άρθρο 11 του κανονισμού, το οποίο συμπληρώνει τις διατάξεις της Συμβάσεως της Χάγης του 1980 και εφαρμόζεται σε περίπτωση που, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, δικαστήριο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλαμβάνεται, βάσει της Συμβάσεως αυτής, αιτήματος επιστροφής σε κράτος μέλος παιδιού που έχει μετακινηθεί ή κατακρατείται παρανόμως σε άλλο κράτος μέλος.

 Επί του πρώτου και του τρίτου ερωτήματος

44      Τονίζεται, καταρχάς, ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης το παιδί μετακινήθηκε νομίμως από τη Γαλλία στην Ιρλανδία κατόπιν της δικαστικής αποφάσεως της 2ας Απριλίου 2012, με την οποία ορίστηκε ότι η συνήθης διαμονή του παιδιού είναι ο τόπος κατοικίας της μητέρας και επιτράπηκε σε αυτή να «μεταφέρει τη μόνιμη διαμονή της στην Ιρλανδία». Η απόφαση αυτή, όπως ανέφερε η Γαλλική Κυβέρνηση απαντώντας σε αίτημα παροχής διευκρινίσεων του Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν είχε ισχύ δεδικασμένου, ως δυνάμενη να προσβληθεί με έφεση, πλην όμως είχε κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή όσον αφορά τα σχετικά με το παιδί κεφάλαια. Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε με έφεση πριν τη μετακίνηση του παιδιού και εξαφανίστηκε, οκτώ μήνες μετά τη μετακίνηση του παιδιού στην Ιρλανδία, με απόφαση του cour d’appel de Bordeaux της 5ης Μαρτίου 2013, με την οποία ορίστηκε ότι ο τόπος διαμονής του παιδιού είναι ο τόπος κατοικίας του πατέρα του στη Γαλλία. Όπως ανέφερε η Γαλλική Κυβέρνηση, η απόφαση αυτή, κατά της οποίας η M άσκησε αναίρεση, είναι εκτελεστή και έχει ισχύ δεδικασμένου, καθώς στο γαλλικό δίκαιο η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

45      Επομένως, βάσει των προεκτεθέντων στις σκέψεις 37 έως 43 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο και το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 2, σημείο 11, και 11 του κανονισμού έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση που η μετακίνηση του παιδιού πραγματοποιήθηκε βάσει προσωρινά εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως η οποία εν συνεχεία εξαφανίστηκε με δικαστική απόφαση ορίζουσα ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο κατοικίας του πατέρα του στο κράτος μέλος προέλευσης, το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο μετακινήθηκε το παιδί, επιληφθέν αιτήσεως επανόδου του παιδιού, το οποίο επελήφθη αιτήσεως περί επιστροφής του παιδιού, υποχρεούται να διαπιστώσει, εξετάζοντας το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, εάν το παιδί εξακολουθούσε να έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος προέλευσης αμέσως πριν εκδηλωθεί η προβαλλόμενη παράνομη κατακράτηση.

46      Συναφώς, τονίζεται ότι, σύμφωνα με τον ορισμό της παράνομης μετακινήσεως ή κατακρατήσεως στο άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού, ορισμό σχεδόν πανομοιότυπο με αυτόν του άρθρου 3 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, για να είναι η μετακίνηση ή η κατακράτηση παράνομη κατά την έννοια του κανονισμού πρέπει να απορρέει από προσβολή δικαιώματος επιμέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από τον νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του.

47      Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι η παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 11, του κανονισμού προϋποθέτει, αφενός, ότι το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος προέλευσης αμέσως πριν τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του και, αφετέρου, προσβολή του δικαιώματος επιμέλειας που έχει απονεμηθεί κατά τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους.

48      Όσον αφορά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού, αυτό ορίζει ότι οι παράγραφοι 2 έως 8 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε περίπτωση που ο έχων την επιμέλεια προσφύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, ζητώντας, βάσει της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, να εκδοθεί απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως «σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση». Συνεπώς, τούτο δεν συμβαίνει σε περίπτωση που το παιδί δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος προέλευσης αμέσως πριν τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του.

49      Επομένως, τόσο από το άρθρο 2, σημείο 11, όσο και από το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού συνάγεται ότι αίτηση επανόδου μπορεί να γίνει δεκτή βάσει του άρθρου 11, μόνον εφόσον το παιδί είχε, πριν την προβαλλόμενη παράνομη κατακράτησή του, τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος προέλευσης.

50      Όσον αφορά την έννοια του όρου «συνήθης διαμονή», το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει, ερμηνεύοντας το άρθρο 8 του κανονισμού με την απόφαση A (EU:C:2009:225) και τα άρθρα 8 και 10 του κανονισμού με την απόφαση Mercredi (EU:C:2010:829), ότι ο κανονισμός δεν περιέχει ορισμό της έννοιας αυτής και έχει κρίνει ότι η έννοια και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να προσδιοριστούν ιδίως με βάση τον σκοπό του κανονισμού, όπως αυτός απορρέει από την αιτιολογική του σκέψη 12, κατά την οποία οι κανόνες δικαιοδοσίας τους οποίους περιλαμβάνει ο κανονισμός αυτός έχουν διαμορφωθεί με κριτήριο το συμφέρον του παιδιού και, ειδικότερα, το κριτήριο της εγγύτητας (αποφάσεις A, EU:C:2009:225, σκέψεις 31 και 35, καθώς και Mercredi, EU:C:2010:829, σκέψεις 44 και 46).

51      Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η συνήθης διαμονή του παιδιού πρέπει να προσδιοριστεί από το εθνικό δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη όλων των ιδιαιτέρων περιστάσεων εκάστης υποθέσεως (αποφάσεις A, EU:C:2009:225, σκέψεις 37 και 44, καθώς και Mercredi, EU:C:2010:829, σκέψεις 47 και 56). Συναφώς, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, για να προσδιοριστεί η συνήθης διαμονή του παιδιού, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εκτός από τη φυσική παρουσία του εντός κράτους μέλους, και άλλοι παράγοντες από τους οποίους να μπορεί να συναχθεί ότι η παρουσία αυτή ουδόλως έχει προσωρινό ή ευκαιριακό χαρακτήρα και ότι η συνήθης διαμονή αντιστοιχεί στον τόπο στον οποίο το παιδί έχει ενσωματωθεί σε ένα κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον (αποφάσεις A, EU:C:2009:225, σκέψεις 38 και 44, καθώς και Mercredi, EU:C:2010:829, σκέψεις 47, 49 και 56).

52      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η διάρκεια, η κανονικότητα, οι συνθήκες και οι λόγοι της διαμονής επί του εδάφους κράτους μέλους και της μετοικήσεως της οικογένειας στο εν λόγω κράτος, η ιθαγένεια του παιδιού, ο τόπος και οι συνθήκες φοίτησης, οι γλωσσικές γνώσεις, καθώς και οι οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις του παιδιού εντός του εν λόγω κράτους (αποφάσεις A, EU:C:2009:225, σκέψεις 39 και 44, καθώς και Mercredi, EU:C:2010:829, σκέψεις 48, 49 και 56). Έκρινε επίσης ότι η πρόθεση των γονέων ή ενός εξ αυτών να εγκατασταθούν μαζί με το παιδί εντός άλλου κράτους μέλους, εκδηλούμενη με συγκεκριμένες ενέργειες, όπως η αγορά ή ενοικίαση κατοικίας εντός του κράτους μέλους υποδοχής, μπορεί να αποτελεί ένδειξη μεταφοράς της συνήθους διαμονής (βλ. αποφάσεις A, EU:C:2009:225, σκέψεις 40 και 44, καθώς και Mercredi, EU:C:2010:829, σκέψη 50).

53      Εξάλλου, με τις σκέψεις 51 έως 56 της αποφάσεως Mercredi (EU:C:2010:829), το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάρκεια της διαμονής αποτελεί απλώς μια ένδειξη στο πλαίσιο της αξιολογήσεως του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως και διευκρίνισε ποια στοιχεία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν πρόκειται για τέκνα μικρής ηλικίας.

54      Ο όρος «συνήθης διαμονή» του παιδιού, κατά την έννοια των άρθρων 2, σημείο 11, και 11 του κανονισμού, δεν μπορεί να έχει περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό που προσδιορίστηκε με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις σχετικά με τα άρθρα 8 και 10 του κανονισμού. Επομένως, από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 46 έως 53 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι εναπόκειται στο δικαστήριο του κράτους μέλους όπου έχει μετοικήσει το παιδί, το οποίο εκδικάζει αίτηση επιστροφής υποβληθείσα βάσει της Συμβάσεως της Χάγης του 1980 και του άρθρου 11 του κανονισμού, να εξετάσει εάν το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή στο κράτος μέλος προέλευσης αμέσως πριν την προβαλλόμενη παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, βάσει των κριτηρίων εκτιμήσεως που έχουν διαμορφωθεί με τις ως άνω αποφάσεις του Δικαστηρίου.

55      Εξετάζοντας, μεταξύ άλλων, τους λόγους της διαμονής του παιδιού στο κράτος μέλος όπου μετέβη και την πρόθεση του γονέα που το μετακίνησε εκεί, πρέπει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, να ληφθεί υπόψη ότι η δικαστική απόφαση με την οποία επιτράπηκε η μετακίνηση ήταν προσωρινά εκτελεστή και ότι προσβλήθηκε με έφεση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία αυτά δεν δικαιολογούν τη διαπίστωση μεταβολής του τόπου της συνήθους διαμονής του παιδιού, διότι κατά τον χρόνο της μεταβολής αυτής η εν λόγω απόφαση είχε προσωρινό χαρακτήρα και ο γονέας δεν μπορούσε, κατά τον χρόνο της μετακινήσεως, να είναι βέβαιος ότι η διαμονή στο συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν θα είναι προσωρινή.

56      Δεδομένης της ανάγκης διασφαλίσεως της προστασίας του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, τα στοιχεία αυτά πρέπει, στο πλαίσιο της εξετάσεως του συνόλου των περιστάσεων της υπό κρίση περιπτώσεως, να σταθμίζονται με άλλα πραγματικά στοιχεία που ενδεχομένως εμφαίνουν ενσωμάτωση του παιδιού σε ένα κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον μετά τη μετακίνησή του, όπως είναι τα στοιχεία που αναφέρονται στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως και, ειδικότερα, ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει μεταξύ της μετακινήσεως της δικαστικής αποφάσεως που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και όρισε ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο κατοικίας του πατέρα του στο κράτος μέλος προέλευσης. Αντιθέτως, ο χρόνος που έχει παρέλθει μετά την απόφαση αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ληφθεί υπόψη.

57      Βάσει όλων των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2, σημείο 11, και 11 του κανονισμού έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση που η μετακίνηση του παιδιού πραγματοποιήθηκε βάσει προσωρινά εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως η οποία εν συνεχεία εξαφανίστηκε με δικαστική απόφαση ορίζουσα ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο κατοικίας του πατέρα του στο κράτος μέλος προέλευσης, το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο μετακινήθηκε το παιδί υποχρεούται να διαπιστώσει, εξετάζοντας το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, εάν το παιδί εξακολουθούσε να έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος προέλευσης αμέσως πριν την προβαλλόμενη παράνομη κατακράτηση. Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, έχει σημασία το γεγονός ότι η δικαστική απόφαση με την οποία επιτράπηκε η μετακίνηση ήταν προσωρινά εκτελεστή και ότι προσβλήθηκε με έφεση.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

58      Δεδομένης της θέσεως της Γαλλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής ότι το παραδεκτό του δεύτερου ερωτήματος αμφισβητείται, επειδή αφορά την ερμηνεία της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, επισημαίνεται ότι, όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 54 έως 57 της γνώμης του, ο κανονισμός είτε περιέχει διατάξεις σχεδόν ταυτόσημες με αυτές της εν λόγω Συμβάσεως είτε παραπέμπει στη Σύμβαση, οπότε η ζητούμενη ερμηνεία είναι απαραίτητη για την ενιαία εφαρμογή του κανονισμού και της Συμβάσεως εντός της Ένωσης και κρίνεται λυσιτελής για την επίλυση της διαφοράς (βλ., συναφώς, απόφαση McB., C‑400/10 PPU, EU:C:2010:582, σκέψεις 32 έως 37).

59      Επί της ουσίας, τονίζεται, εισαγωγικώς, ότι, πρώτον, η Γαλλική Κυβέρνηση ανέφερε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι κατά το γαλλικό δίκαιο δεν μπορεί ένα δικαστήριο να έχει δικαίωμα επιμέλειας.

60      Δεύτερον, στον βαθμό που το αιτούν δικαστήριο συνδέει το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας των γαλλικών δικαστηρίων να αποφανθούν επί του δικαιώματος επιμέλειας του παιδιού με το ζήτημα του παράνομου χαρακτήρα της κατακρατήσεως, επισημαίνεται ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, το cour d’appel de Bordeaux είχε διεθνή δικαιοδοσία, βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού, να ορίσει, με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2013, ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο κατοικίας του πατέρα. Τούτο, όμως, δεν αποτελεί πρόκριμα όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της κατακρατήσεως, κατά την έννοια του κανονισμού, διότι ο παράνομος χαρακτήρας της κατακρατήσεως δεν απορρέει από αυτή καθαυτήν τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης, αλλά, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, από προσβολή του δικαιώματος επιμέλειας που έχει απονεμηθεί κατά το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης.

61      Τρίτον, τονίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, σημείο 11, του κανονισμού, ο ορισμός της έννοιας «παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση» δεν περιλαμβάνει την προσβολή του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας και φιλοξενίας.

62      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν ο κανονισμός έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση μετακινήσεως του παιδιού βάσει προσωρινά εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, η οποία εν συνεχεία εξαφανίστηκε με δικαστική απόφαση ορίζουσα ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο κατοικίας του πατέρα του στο κράτος μέλος προέλευσης, η κατακράτηση του παιδιού εκτός του κράτους μέλους αυτού κατόπιν της δεύτερης δικαστικής αποφάσεως είναι παράνομη, οπότε έχει εφαρμογή το άρθρο 11 του κανονισμού.

63      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι συνιστά προσβολή του δικαιώματος επιμέλειας, κατά την έννοια του κανονισμού, η κατακράτηση του παιδιού εκτός του κράτους μέλος προέλευσης κατόπιν δικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας στο κράτος αυτό, με την οποία ορίζεται ως τόπος διαμονής του παιδιού ο τόπος κατοικίας του πατέρα του εντός του εν λόγω κράτους μέλους, καθώς το δικαίωμα επιμέλειας περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 2, σημείο 9, του κανονισμού, το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του παιδιού. Συνεπώς, η κατακράτηση του παιδιού, παρά τις επιταγές μιας τέτοιας δικαστικής αποφάσεως, είναι παράνομη κατά την έννοια του κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 11 του κανονισμού, εφόσον το παιδί είχε, αμέσως πριν την κατακράτηση, τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος προέλευσης.

64      Εάν δεν πληρούται αυτή η προϋπόθεση της διαμονής, η απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως επιστροφής υποβληθείσας βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού δεν επηρεάζει την ουσία του δικαιώματος επιμέλειας, επί του οποίου τα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης έχουν ήδη αποφανθεί, και λαμβάνεται με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού, σχετικά με την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε κράτος μέλος.

65      Συγκεκριμένα, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η κατακράτηση του παιδιού εκτός Γαλλίας συνιστά προσβολή του δικαιώματος επιμέλειας, κατά την έννοια του κανονισμού, το οποίο απορρέει από την απόφαση του cour d’appel de Bordeaux της 5ης Μαρτίου 2013. Επομένως, η κατακράτηση του παιδιού είναι παράνομη, κατά την έννοια του κανονισμού, η δε αίτηση επανόδου μπορεί να γίνει δεκτή βάσει του άρθρου 11 αυτού, εφόσον το αρμόδιο ιρλανδικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι το παιδί είχε, αμέσως πριν την έκδοση της αποφάσεως αυτής, τη συνήθη διαμονή του στη Γαλλία. Αντιθέτως, εάν το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι το παιδί είχε τότε τη συνήθη διαμονή του στην Ιρλανδία, μπορεί να εκδώσει απόφαση απορριπτική της αιτήσεως επανόδου, με την επιφύλαξη των κανόνων του κεφαλαίου III του κανονισμού σχετικά με την εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως.

66      Στην τελευταία αυτή περίπτωση, υπενθυμίζεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού, βασική του αρχή είναι ότι η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ότι οι λόγοι της μη αναγνωρίσεως θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο όριο (απόφαση Rinau, C‑195/08 PPU, EU:C:2008:406, σκέψη 50).

67      Το γεγονός ότι, μετά την πρωτόδικη απόφαση, η συνήθης διαμονή του παιδιού μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της κατ’ έφεση δίκης και ότι η μεταβολή αυτή διαπιστώθηκε από δικαστήριο στο οποίο έχει υποβληθεί αίτηση επιστροφής βάσει της συμβάσεως της Χάγης του 1980 και του άρθρου 11 του κανονισμού δεν αποτελεί στοιχείο το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ο γονέας που κατακρατεί ένα παιδί προσβάλλοντας το δικαίωμα επιμέλειας, προκειμένου να επιτύχει τη διατήρηση της καταστάσεως που δημιούργησε με την παράνομη συμπεριφορά του και να αντιταχθεί στην εκτέλεση εκτελεστής και επιδοθείσας αποφάσεως που εκδόθηκε στο κράτος μέλος προέλευσης σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας. Συγκεκριμένα, εάν γινόταν δεκτό ότι η διαπίστωση της μεταβολής της συνήθους διαμονής του παιδιού από δικαστήριο στο οποίο έχει υποβληθεί τέτοια αίτηση καθιστά δυνατή τη διατήρηση της εν λόγω καταστάσεως και κωλύει την εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως, θα παρακαμπτόταν ο μηχανισμός που έχει θεσπιστεί με τους κανόνες του τμήματος 2 του κεφαλαίου III του κανονισμού, οι δε κανόνες αυτοί θα καθίσταντο άνευ νοήματος.

68      Ομοίως, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η άσκηση ενδίκου μέσου κατά αποφάσεως εκδοθείσας στο κράτος μέλος προέλευσης σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας δεν μπορεί να έχει συνέπειες όσον αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

69      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που η μετακίνηση του παιδιού πραγματοποιήθηκε βάσει προσωρινά εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, η οποία εν συνεχεία εξαφανίστηκε με δικαστική απόφαση ορίζουσα ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο κατοικίας του πατέρα του στο κράτος μέλος προέλευσης, η κατακράτηση του παιδιού εκτός του κράτους μέλους αυτού κατόπιν της δεύτερης δικαστικής αποφάσεως είναι παράνομη, οπότε εφαρμόζεται το άρθρο 11 του κανονισμού, εφόσον διαπιστωθεί ότι το παιδί είχε ακόμη, αμέσως πριν την κατακράτηση, τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος προέλευσης. Εάν, αντιθέτως, διαπιστωθεί ότι το παιδί δεν είχε πλέον, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος προέλευσης, η απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως επιστροφής υποβληθείσας βάσει της εν λόγω διατάξεως λαμβάνεται με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού σχετικά με την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε κράτος μέλος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 2, σημείο 11, και 11 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση μετακινήσεως παιδιού βάσει προσωρινά εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, η οποία εν συνεχεία εξαφανίστηκε με δικαστική απόφαση ορίζουσα ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο κατοικίας του πατέρα του στο κράτος μέλος προέλευσης, το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο μετακινήθηκε το παιδί, το οποίο επελήφθη αιτήσεως περί επιστροφής του παιδιού, υποχρεούται να διαπιστώσει, εξετάζοντας το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, εάν το παιδί εξακολουθούσε να έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος προέλευσης αμέσως πριν την προβαλλόμενη παράνομη κατακράτηση. Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, έχει σημασία το γεγονός ότι η δικαστική απόφαση με την οποία επιτράπηκε η μετακίνηση ήταν προσωρινά εκτελεστή και ότι προσβλήθηκε με έφεση.

2)      Ο κανονισμός 2201/2003 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που η μετακίνηση του παιδιού πραγματοποιήθηκε βάσει προσωρινά εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, η οποία εν συνεχεία εξαφανίστηκε με δικαστική απόφαση ορίζουσα ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο κατοικίας του πατέρα του στο κράτος μέλος προέλευσης, η κατακράτηση του παιδιού εκτός του κράτους μέλους αυτού κατόπιν της δεύτερης δικαστικής αποφάσεως είναι παράνομη, οπότε εφαρμόζεται το άρθρο 11 του κανονισμού, εφόσον διαπιστωθεί ότι το παιδί είχε ακόμη, αμέσως πριν την κατακράτηση, τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος προέλευσης. Εάν, αντιθέτως, διαπιστωθεί ότι το παιδί δεν είχε πλέον, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος προέλευσης, η απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως επιστροφής υποβληθείσας βάσει της εν λόγω διατάξεως λαμβάνεται με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων του κεφαλαίου ΙΙΙ του ίδιου κανονισμού σχετικά με την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε κράτος μέλος.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.