Language of document : ECLI:EU:C:2016:73

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 4ης Φεβρουαρίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑481/14

Jørn Hansson

κατά

Jungpflanzen Grünewald GmbH

[αίτηση του Oberlandesgericht Düsseldorf (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία — Κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας — Παράβαση — Κανονισμός (ΕΚ) 2100/94 — Άρθρο 94 — Εύλογη αποζημίωση — Αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος — Όφελος κτηθέν από τον παραβάτη — Άρθρο 97 — Συμπληρωματική εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας — Οδηγία 2004/48/ΕΚ — Άρθρο 2, παράγραφος 1 — Πεδίο εφαρμογής — Άρθρο 13 — Αποζημίωση — Κατ’ αποκοπήν ποσό — Υποθετική αμοιβή — Κέρδη που αποκόμισε ο παραβάτης — Άρθρο 14 — Απόδοση των δικαστικών εξόδων και των λοιπών δαπανών»





I –    Εισαγωγή

1.        Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 94 του κανονισμού (EΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (2), καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29 Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (3).

2.        Η αίτηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του J. Hansson, κατόχου κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας που αφορά μια συγκεκριμένη ποικιλία μαργαρίτας και της Jungpflanzen Grünewald GmbH (στο εξής: Jungpflanzen Grünewald) με αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της άνευ αδείας διανομής της ποικιλίας αυτής.

3.        Το Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Ντύσσελντορφ) ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με την έκταση της ζημίας της οποίας την αποκατάσταση μπορεί να αξιώσει ο δικαιούχος ο οποίος υπέστη προσβολή του κοινοτικού δικαιώματός του επί φυτικής ποικιλίας, καθώς και σχετικά με τις εφαρμοστέες μεθόδους προκειμένου να εκτιμηθεί μια τέτοια ζημία και να επιδικαστεί η ανάλογη αποζημίωση.

II – Το νομικό πλαίσιο

 A —      Ο κανονισμός 2100/94

4.        Ο κανονισμός 2100/94 καθορίζει, στο άρθρο του 13, παράγραφος 2, τις πράξεις που δεν μπορούν να εκτελεστούν χωρίς άδεια του δικαιούχου κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η παραγωγή, η αναπαραγωγή και η προσφορά προς πώληση της προστατευόμενης ποικιλίας.

5.        Η άνευ αδείας εκτέλεση κάποιας από τις πράξεις αυτές συνιστά παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 94 του κανονισμού αυτού, το οποίο ορίζει:

«1.      Κάθε πρόσωπο το οποίο:

α)      επιχειρεί πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, όσον αφορά μία ποικιλία για την οποία έχει παραχωρηθεί κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας, χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένος προς τούτο

ή

β)      δεν χρησιμοποιεί ορθώς την ονομασία ποικιλίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, ή παραλείπει τις σχετικές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 17, παράγραφος 2

ή

γ)      χρησιμοποιεί, κατ’ αντίθεση προς το άρθρο 18, παράγραφος 3, την ονομασία ποικιλίας για την οποία έχει παραχωρηθεί κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας ή χαρακτηρισμό που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με αυτή,

μπορεί να υποχρεωθεί από τον κάτοχο σε παύση της παραβίασης ή σε καταβολή εύλογης αποζημίωσης ή και στα δύο.

2.      Κάθε πρόσωπο το οποίο ζημιώνει άλλον από δόλο ή αμέλεια έχει επιπλέον υποχρέωση να αποζημιώσει τον κάτοχο για την περαιτέρω ζημία που προξενήθηκε από την παραβίαση. Σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας, η αξίωση αυτή μπορεί να μειωθεί ανάλογα με τον βαθμό της ελαφράς αμέλειας, δεν μπορεί όμως να είναι κατώτερη του οφέλους που αποκόμισε ο παραβάτης από την παραβίαση.»

6.        Το άρθρο 97 του εν λόγω κανονισμού, που επιγράφεται «Συμπληρωματική εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τις παραβάσεις», ορίζει τα εξής:

«1.      Εάν ο υπέχων την ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 94 αποκόμισε, λόγω της παράβασης, όφελος εις βάρος του κατόχου ή του έχοντος το δικαίωμα εκμετάλλευσης, τότε, όσον αφορά την απόδοση, τα αρμόδια δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 101 ή 102, εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

2.      Η παράγραφος 1 ισχύει επίσης για άλλες αξιώσεις που μπορεί να προκύψουν από την τέλεση ή την παράλειψη πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 95 κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της δημοσίευσης της αίτησης για παραχώρηση του κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας και της διεκπεραίωσης της αίτησης.

3.      Κατά τα λοιπά, οι έννομες συνέπειες του κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας καθορίζονται μόνο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.»

7.        Όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες, το άρθρο 103 του ιδίου κανονισμού προβλέπει την εφαρμογή των διατάξεων του κράτους μέλους του αρμόδιου δικαστηρίου που διέπουν το ίδιο είδος αγωγών σχετικά με τα αντίστοιχα εθνικά δικαιώματα ιδιοκτησίας.

8.        Συμφώνως προς το άρθρο 107 του κανονισμού 2100/94, «[τ]α κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο ούτως έστω οι ίδιες διατάξεις οι οποίες ισχύουν για την κύρωση παραβάσεων αντίστοιχων εθνικών δικαιωμάτων να έχουν εφαρμογή για την κύρωση των παραβάσεων των κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών».

 Β —      Η οδηγία 2004/48

9.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 2004/48, σκοπός της είναι η «προσέγγιση των νομοθετικών συστημάτων [των κρατών μελών] προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό, ισοδύναμο και ομοιογενές επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά».

10.      Με την αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας αυτής διευκρινίζονται τα εξής:

«Για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε εξαιτίας προσβολής από παραβάτη, ο οποίος επιδόθηκε, εν γνώσει του ή ενώ μπορούσε ευλόγως να το γνωρίζει, σε δραστηριότητα στοιχειοθετούσα τέτοια προσβολή, το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάζεται στον δικαιούχο θα πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένων υπόψη όλων των ενδεδειγμένων ζητημάτων, όπως το διαφυγόν κέρδος για τον δικαιούχο ή τα αθέμιτα κέρδη που αποκομίζει ο παραβάτης και, εφόσον συντρέχει λόγος, οποιαδήποτε ηθική βλάβη προξενείται στον δικαιούχο. Εναλλακτικώς, και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, για παράδειγμα, θα ήταν δυσχερής ο υπολογισμός του ποσού της πραγματικής ζημίας, το ύψος της αποζημίωσης μπορεί να συνάγεται από στοιχεία όπως τα δικαιώματα ή οι αμοιβές που θα οφείλονταν αν ο παραβάτης είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίμαχο δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας. Το ζητούμενο δεν είναι η θέσπιση υποχρέωσης καταβολής ποινικής ρήτρας, αλλά να καταστεί δυνατή η αποζημίωση βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, λαμβανομένων, συγχρόνως, υπόψη των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο δικαιούχος, όπως οι δαπάνες έρευνας και εντοπισμού.»

11.      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει ότι:

«Με την επιφύλαξη των μέσων που προβλέπονται ή ενδέχεται να προβλεφθούν με την κοινοτική ή την εθνική νομοθεσία, καθόσον τα εν λόγω μέσα μπορεί να είναι ευνοϊκότερα για τους δικαιούχους, τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3, σε οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας όπως προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία και/ή την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους.»

12.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της ιδίας οδηγίας, τα μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκαταστάσεως που προβλέπουν τα κράτη μέλη πρέπει να είναι «αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά».

13.      Το άρθρο 13 της οδηγίας 2004/48 προβλέπει:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες δικαστικές αρχές, κατόπιν αιτήσεως του ζημιωθέντος, να καταδικάζουν τον παραβάτη ο οποίος προέβη σε προσβολή του δικαιώματος από δόλο ή βαριά αμέλεια, να καταβάλει στον δικαιούχο του δικαιώματος αποζημίωση αντίστοιχη προς την πραγματική ζημία που υπέστη ο δικαιούχος εξαιτίας της προσβολής του δικαιώματός του διανοητικής ιδιοκτησίας.

Όταν οι δικαστικές αρχές καθορίζουν την αποζημίωση:

α)      λαμβάνουν υπόψη όλα τα συναφή ζητήματα, όπως τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας κερδών, τις οποίες υφίσταται ο ζημιωθείς διάδικος, και τα τυχόν αδικαιολόγητα κέρδη που αποκόμισε ο παραβάτης και, εφόσον ενδείκνυται, άλλα στοιχεία, πέραν των οικονομικών, όπως η ηθική βλάβη που προκάλεσε στον κάτοχο του δικαιώματος η προσβολή,

ή

β)      εναλλακτικώς προς το στοιχείο αʹ, δύνανται, εφόσον ενδείκνυται, να καθορίζουν την αποζημίωση ως κατ’ αποκοπήν ποσό βάσει στοιχείων όπως τουλάχιστον το ύψος των δικαιωμάτων ή λοιπών αμοιβών που θα οφείλονταν αν ο παραβάτης είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίμαχο δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας.

2.      Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο παραβάτης προέβη στην προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας εν αγνοία του ή ενώ δεν υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να το γνωρίζει, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τη δυνατότητα των δικαστικών αρχών να διατάσσουν την αναζήτηση των κερδών ή την καταβολή αποζημίωσης, η οποία μπορεί να είναι προκαθορισμένη.»

14.      Κατά το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής, «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εύλογα και αναλογικά δικαστικά έξοδα και οι λοιπές δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη ο νικήσας διάδικος να βαρύνουν κατά κανόνα τον ηττηθέντα διάδικο, εκτός εάν λόγοι επιεικείας επιβάλλουν άλλως».

III – Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.      Ο J. Hansson είναι δικαιούχος του κοινοτικού δικαιώματος επί της φυτικής ποικιλίας EU 4282, επονομαζόμενης «Lemon Symphony», η οποία ανήκει στο είδος των Αφρικανικών Μαργαριτών. Κατά τα έτη 2002 έως 2009, η Jungpflanzen Grünewald διένειμε, άνευ αδείας αυτού του τελευταίου, λουλούδια αυτού του είδους με την ονομασία «Summerdaisy’s Alexander».

16.      Ισχυριζόμενος την ύπαρξη παραβάσεως της προστατευόμενης ποικιλίας, ο J. Hansson ζήτησε με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων από το Landgericht Düsseldorf (περιφερειακό δικαστήριο του Ντύσσελντορφ) να απαγορεύσει τη δραστηριότητα αυτή. Τόσο το δικαστήριο αυτό όσο και το Oberlandesgericht Düsseldorf, αποφαινόμενο κατ’ έφεση, απέρριψαν την ανωτέρω αίτηση, για τον λόγο ότι ο J. Hansson δεν πιθανολόγησε την ύπαρξη παραβάσεως. Αυτός ο τελευταίος καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας στους οποίους εκδικάστηκε η αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων.

17.      Στο πλαίσιο της επακολουθήσασας τακτικής δίκης, το Bundesgerichtshof (ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο) διαπίστωσε αμετακλήτως την παράβαση.

18.      Εν συνεχεία, ο J. Hansson προσέφυγε εκ νέου στο Landgericht Düsseldorf προκειμένου να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω αυτής της παραβάσεως. Αξίωσε, στο πλαίσιο αυτό, την καταβολή:

–        ποσού ύψους 66 231,74 ευρώ, που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των τελών εκμεταλλεύσεως που προβλέπονται στο πλαίσιο των συμφωνιών περί παραχωρήσεως των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως της προστατευόμενης ποικιλίας με τον αριθμό των κομματιών της ποικιλίας αυτής που διατέθηκαν στο εμπόριο από την εναγομένη στην κύρια δίκη κατά το διάστημα των ετών 2002 έως 2009,

–        ποσού ύψους 33 115,89 ευρώ, ίσου προς το ήμισυ του πρώτου ποσού, ως «συμπληρωματικό ποσό αποτρεπτικού χαρακτήρα» προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες περιστάσεις και προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να ωφεληθεί ο παραβάτης σε σχέση με τους αδειολήπτες,

–        ποσού ύψους 6 067,35 ευρώ, για τα έξοδα μετακινήσεως στα οποία υποβλήθηκε προκειμένου να έχει συνομιλίες με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του καθώς και για τον χρόνο που δαπάνησε ο ενάγων στις μετακινήσεις αυτές και για την ενασχόληση με την υπόθεση, και

–        τόκους υπερημερίας επί των τριών αυτών ποσών.

19.      Το Landgericht Düsseldorf υποχρέωσε την εναγομένη της κύριας δίκης να καταβάλει το πρώτο από τα ποσά αυτά, πλέον τόκων υπερημερίας. Αντιθέτως, το δικαστήριο αυτό αρνήθηκε να επιδικάσει και «συμπληρωματικό ποσό αποτρεπτικού χαρακτήρα», εκτιμώντας ότι ένα τέτοιο ποσό θα είχε τιμωρητικό χαρακτήρα πράγμα άγνωστο τόσο για τον κανονισμό και την οδηγία όσο και για την εθνική νομοθεσία. Απέρριψε επίσης το αίτημα επιδικάσεως αποζημιώσεως για τα λοιπά έξοδα και για τον χρόνο που δαπάνησε ο J. Hansson. Επί του ζητήματος αυτού, το εν λόγω δικαστήριο τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι τα καθήκοντα που επιτελούνται προσωπικώς από τον διάδικο στο πλαίσιο της ενασχολήσεώς του με την υπόθεση δεν δικαιολογούν την επιδίκαση οδοιπορικών ούτε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των δικαστικών εξόδων ούτε στο πλαίσιο του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94.

20.      Κατά της αποφάσεως αυτής αμφότεροι οι διάδικοι άσκησαν έφεση ενώπιον του Oberlandesgericht Düsseldorf. Κατ’ ουσίαν, αμφισβητούν την εκτίμηση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σχετικά με το ύψος του ποσού το οποίο μπορεί να αξιώσει ο J. Hansson δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού.

21.      Αυτός ο τελευταίος υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι κακώς το Landgericht Düsseldorf υπολόγισε την εύλογη αποζημίωση την οποία προβλέπει η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου 94 επί τη βάσει και μόνον της συνήθους αμοιβής που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο συμφωνιών περί παραχωρήσεως των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως της προστατευόμενης ποικιλίας, καθώς πολλές περιστάσεις θα δικαιολογούσαν και την επιδίκαση ενός συμπληρωματικού ποσού. Επικουρικώς, ο J. Hansson υποστηρίζει ότι δικαιούται, βάσει της παραγράφου 2 της διατάξεως αυτής, όχι μόνο να του καταβληθεί εύλογη αποζημίωση καθοριζόμενη επί τη βάσει της αμοιβής αυτής, αλλά και να του αποδοθεί το κτηθέν από τον παραβάτη όφελος το οποίο ανέρχεται σε 66 703,14 ευρώ.

22.      Η δε Jungpflanzen Grünewald αμφισβητεί τον συνήθη χαρακτήρα των τελών εκμεταλλεύσεως επί τη βάσει των οποίων το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπολόγισε την εύλογη αποζημίωση κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94. Εξάλλου, υποστηρίζει, απαντώντας στα επιχειρήματα που προέβαλε ο ενάγων στην κύρια δίκη προς στήριξη της εφέσεώς του, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί, στο πλαίσιο του υπολογισμού αυτής της εύλογης αποζημιώσεως, να επιδικάσει πέραν της συνήθους αμοιβής για τη βάσει αδείας παραγωγή, κάποιο συμπληρωματικό κατ’ αποκοπήν ποσό. Αμφισβητεί επίσης ορισμένα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο J. Hansson προς στήριξη του αιτήματός του περί προσαυξήσεως της εν λόγω αμοιβής.

23.      Περαιτέρω, η εναγομένη στην κύρια δίκη υποστηρίζει ότι ανέπτυξε τις παραβατικές δραστηριότητες χωρίς να επιδείξει κακή πίστη ή, το πολύ, επιδεικνύοντας ελαφρά μόνον αμέλεια. Εντούτοις, με τη διάταξή του περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η άποψή του είναι ότι αυτή η τελευταία ενήργησε με κακή πίστη.

24.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht Düsseldorf αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει κατά τον καθορισμό της “εύλογης αποζημιώσεως”, την οποία πρέπει να καταβάλλει ο παραβάτης στον δικαιούχο κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού [2100/94], εκ του λόγου ότι επιχειρεί τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του [κανονισμού 2100/94] για τις φυτικές ποικιλίες, χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένος προς τούτο, με βάση τη συνήθη αμοιβή η οποία απαιτείται στην ίδια περιοχή για τις οριζόμενες στο άρθρο 13, παράγραφος 2, [του κανονισμού 2100/94] πράξεις στο πλαίσιο των συνήθων στην αγορά αμοιβών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, να υπολογίζεται περαιτέρω, πάντοτε κατ’ αποκοπήν, μια ορισμένη “επιπλέον αποζημίωση αποτρεπτικού χαρακτήρα”; Απορρέει τούτο από το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας [2004/48];

2)      Πρέπει κατά τον καθορισμό της “εύλογης αποζημιώσεως”, την οποία πρέπει να καταβάλλει ο παραβάτης στον κάτοχο κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού [2100/94], διότι επιχειρεί τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο του 13, παράγραφος 2, χωρίς να είναι έχει την άδεια προς τούτο, με βάση τη συνήθη αμοιβή η οποία απαιτείται στην ίδια περιοχή για τις οριζόμενες στο άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας [2004/48] πράξεις στο πλαίσιο των συνήθων στην αγορά αδειών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, να λαμβάνονται περαιτέρω υπόψη στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση οι ακόλουθες εκτιμήσεις ή περιστάσεις οι οποίες επαυξάνουν το ύψος της αποζημιώσεως:

α)      το γεγονός ότι στην περίπτωση της επίδικης ποικιλίας, το δικαίωμα επί της οποίας προσβάλλει η παράβαση, επρόκειτο, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, για ποικιλία η οποία διέθετε μοναδικότητα στην αγορά, λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, όταν η συνήθης στην αγορά αμοιβή για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως καθορίζεται βάσει συμβάσεων περί παραχωρήσεως δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως και απολογισμών σε σχέση με την επίδικη ποικιλία;

Σε περίπτωση που υπάρχει η δυνατότητα συνεκτιμήσεως της περιστάσεως αυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση:

Είναι νόμιμη η αύξηση της αμοιβής μόνο στην περίπτωση που τα χαρακτηριστικά, τα οποία δικαιολογούν τη μοναδικότητα της επίδικης ποικιλίας, περιλαμβάνονται στην περιγραφή του δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας;

β)      το γεγονός ότι η επίδικη ποικιλία κατά τον χρόνο της εισαγωγής στην αγορά της ποικιλίας που στοιχειοθετεί προσβολή του δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας αποτελούσε αντικείμενο εμπορίας με μεγάλη επιτυχία, με τον τρόπο δε αυτόν ο παραβάτης εξοικονόμησε δαπάνες για τη δική του εισαγωγή στην αγορά της στοιχειοθετούσας προσβολή του σχετικού δικαιώματος ποικιλίας, όταν η συνήθης στην αγορά αμοιβή για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως καθορίζεται βάσει συμβάσεων περί παραχωρήσεως δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως και απολογισμών σε σχέση με την επίδικη ποικιλία,

γ)      το γεγονός ότι η έκταση της στοιχειοθετούμενης από την επίδικη ποικιλία προσβολής υπερέβαινε, από χρονικής απόψεως και με γνώμονα τον αριθμό των πωληθέντων κομματιών, τον μέσον όρο,

δ)      η εκτίμηση ότι ο παραβάτης —εν αντιθέσει προς τον κάτοχο αδείας εκμεταλλεύσεως δυνάμει συμβάσεως παραχωρήσεως— δεν πρέπει να φοβάται ότι θα καταβάλλει κάποια αμοιβή για την παραχώρηση των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως (και δεν μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή της), μολονότι το δικαίωμα επί της επίδικης ποικιλίας, κατά του οποίου στρέφεται αίτηση περί κηρύξεως της εκπτώσεως από αυτό, εν συνεχεία κηρύσσεται άκυρο,

ε)      το γεγονός ότι ο παραβάτης —εν αντιθέσει προς ό,τι ήταν σύνηθες στην περίπτωση των κατόχων αδείας εκμεταλλεύσεως δυνάμει συμβάσεως παραχωρήσεως— δεν είχε την υποχρέωση να προβαίνει ανά τρίμηνο σε απολογισμό,

στ)      η εκτίμηση ότι ο δικαιούχος της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας φέρει τον κίνδυνο του πληθωρισμού, πράγμα το οποίο αποκτά σημασία λόγω του ότι ο δικαστικός αγώνας διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα,

ζ)      η εκτίμηση ότι ο δικαιούχος της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας λόγω της ανάγκης να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα —εν αντιθέσει προς ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των εσόδων από την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως της επίδικης ποικιλίας— δεν μπορεί να προβαίνει σε σχεδιασμό στηριζόμενος στα προερχόμενα από την επίδικη ποικιλία έσοδα,

η)      η εκτίμηση ότι ο δικαιούχος της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας στην περίπτωση που η επίδικη ποικιλία στοιχειοθετεί προσβολή του δικαιώματός του φέρει τόσο τον γενικό κίνδυνο τον συνδεόμενο με τη διεξαγωγή δίκης όσο και τον κίνδυνο να μην μπορέσει εν τέλει να προβεί επιτυχώς σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του παραβάτη,

θ)      η εκτίμηση ότι, στην περίπτωση προσβολής του δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, ο δικαιούχος της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας στερείται της ελευθερίας, συνεπεία της αυθαίρετης συμπεριφοράς του παραβάτη, να καθορίσει εάν επιθυμεί πράγματι να επιτρέψει τη χρήση της επίδικης ποικιλίας από τον παραβάτη;

3)      Πρέπει κατά τον καθορισμό της “εύλογης αποζημιώσεως”, την οποία οφείλει να καταβάλλει ο παραβάτης στον δικαιούχο κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού [2100/94], εκ του λόγου ότι επιχειρεί τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο του 13, παράγραφος 2, χωρίς να είναι έχει την άδεια προς τούτο, να συνυπολογίζεται και η καταβολή τόκων της κατ’ έτος οφειλομένης αμοιβής βάσει του συνήθους επιτοκίου, εφόσον πρέπει να θεωρηθεί ότι οι λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι θα είχαν προβλέψει την καταβολή τόκων;

4)      Πρέπει κατά τον υπολογισμό της “περαιτέρω ζημία[ς] που προξενήθηκε από την παραβίαση”, την οποία οφείλει να αποκαταστήσει ο παραβάτης στον δικαιούχο κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού [2100/94], εκ του λόγου ότι επιχειρεί τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο του 13, παράγραφος 2, χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένος προς τούτο, να λαμβάνεται υπόψη ως βάση υπολογισμού η συνήθης αμοιβή, η οποία απαιτείται στην ίδια περιοχή για τις οριζόμενες στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού πράξεις στο πλαίσιο των συνήθων στην αγορά αμοιβών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως;

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα:

α)      Πρέπει κατά τον υπολογισμό της “περαιτέρω ζημία[ς]”, επί τη βάσει των συνήθων στην αγορά αδειών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού [2100/94], να λαμβάνονται υπόψη κατά τέτοιον τρόπο στη συγκεκριμένη περίπτωση οι υπό 2., σημεία αʹ έως θʹ, εκτιμήσεις ήτοι περιστάσεις και/ή το γεγονός ότι ο δικαιούχος της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας είναι υποχρεωμένος, λόγω της ανάγκης διεξαγωγής δικαστικού αγώνος, να διαθέσει τον συνήθη για τη διερεύνηση της παραβιάσεως και την ενασχόληση με την υπόθεση προσωπικό χρόνο και να προβεί στις συνήθεις για προσβολές δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών έρευνες, ώστε να δικαιολογείται η αύξηση των συνήθων στην αγορά αμοιβών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως;

β)      Πρέπει κατά τον υπολογισμό της “περαιτέρω ζημία[ς]” επί τη βάσει των συνήθων στην αγορά αμοιβών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού [2100/94], να προστίθεται, πάντοτε κατ’ αποκοπήν, ένα ορισμένο “συμπληρωματικό ποσό αποτρεπτικού χαρακτήρα”; Απορρέει τούτο από το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας [2004/48];

γ)      Πρέπει κατά τον υπολογισμό της “περαιτέρω ζημία[ς]” επί τη βάσει των συνήθων στην αγορά αμοιβών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού [2100/94], να συνεκτιμάται και η καταβολή τόκων της κατ’ έτος οφειλομένης αποζημιώσεως βάσει του συνήθους επιτοκίου, εφόσον πρέπει να θεωρηθεί ότι οι λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι θα είχαν προβλέψει την καταβολή τόκων;

6)      Πρέπει το άρθρο 94, παράγραφος 2, [πρώτη] περίοδος, του κανονισμού [2100/94] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το όφελος που αποκομίζει ο παραβάτης συνιστά “περαιτέρω ζημία” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία μπορεί να απαιτηθεί συμπληρωματικώς σε σχέση προς την εύλογη αποζημίωση του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού [2100/94] ή το οφειλόμενο βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού [2100/94] κέρδος που αποκόμισε ο παραβάτης στο πλαίσιο υπαίτιας συμπεριφοράς οφείλεται μόνο διαζευκτικώς σε σχέση με την εύλογη αποζημίωση του άρθρου 94, παράγραφος 1;

7)      Αντιβαίνουν στην αξίωση περί καταβολής αποζημιώσεως του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού [2100/94] διατάξεις του εθνικού δικαίου δυνάμει των οποίων ο δικαιούχος προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας, ο οποίος καταδικάστηκε με απρόσβλητη απόφαση στα δικαστικά έξοδα στο πλαίσιο διαδικασίας περί παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας λόγω προσβολής του δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, δεν μπορεί να ζητήσει να του αποδοθούν τα έξοδα αυτά επικαλούμενος το ουσιαστικό δίκαιο, έστω και αν νίκησε στο πλαίσιο επακολουθήσασας κύριας δίκης λόγω της αυτής προσβολής του δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας;

8)      Αντιβαίνουν στην αξίωση περί καταβολής αποζημιώσεως του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού [2100/94] διατάξεις του εθνικού δικαίου βάσει των οποίων ο ζημιωθείς δεν μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για την απώλεια του προσωπικού του χρόνου στο πλαίσιο της εξώδικης και δικαστικής προβολής αξιώσεως περί καταβολής αποζημιώσεως πέραν των στενών ορίων της διαδικασίας περί εκκαθαρίσεως των δικαστικών εξόδων, εφόσον η απώλεια του χρόνου δεν υπερβαίνει τα συνήθη όρια;»

25.      Ο J. Hansson, η Jungpflanzen Grünewald, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και παραστάθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 12 Νοεμβρίου 2015.

IV – Εκτίμηση

 Α —      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

26.      Η παρούσα υπόθεση καλεί το Δικαστήριο, αφενός, να διευκρινίσει τη σχέση μεταξύ των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94, η οποία καθορίζει την έκταση του δικαιώματος αποζημιώσεως του δικαιούχου κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας λόγω προσβολής του δικαιώματος αυτού αναλόγως της υπάρξεως προθέσεως (ή αμέλειας) ή όχι στο πλαίσιο της προσβολής αυτής. Του προσφέρει, αφετέρου, την ευκαιρία να διατυπώσει ορισμένες διευκρινίσεις σε σχέση με τις εφαρμοστέες μεθόδους για τον υπολογισμό του ύψους μιας τέτοιας αποζημιώσεως.

27.      Εν είδει εισαγωγής, θα διευκρινίσω, κατ’ αρχάς, τον γενικό σκοπό του άρθρου 94 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και τους επιμέρους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2 της διατάξεως αυτής. Εν συνεχεία, προκειμένου να καταστήσω σαφέστερο το περιεχόμενο των ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου, θα διακρίνω το ζήτημα του καθορισμού των στοιχείων που μετέχουν της προς αποκατάσταση ζημίας από αυτό των μεθόδων μέσω των οποίων μπορεί να υπολογιστεί η ζημία αυτή και να προσδιοριστεί αναλόγως το ύψος της αποζημιώσεως.

1.      Επί των σκοπών του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94

28.      Το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, που αποτελεί το αντικείμενο των τριών πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων, επιβάλλει στον παραβάτη, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε υποκειμενικού στοιχείου, την καταβολή «εύλογης αποζημιώσεως» στον δικαιούχο που εθίγη από την παράβαση. Βάσει της παραγράφου 2 της διατάξεως αυτής, της οποίας το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία με το τέταρτο έως και το όγδοο ερώτημα, ο παραβάτης υποχρεούται επίσης, εάν ενήργησε από δόλο ή αμέλεια, να αποκαταστήσει τη «ζημία» που υπέστη ο δικαιούχος λόγω της παραβάσεως.

29.      Όσον αφορά τους σκοπούς του εν λόγω άρθρου 94, καθώς και τη σχέση μεταξύ αυτών των δύο παραγράφων του, η διατύπωση της παραγράφου 2 της διατάξεως αυτής, ιδίως στην απόδοσή της στην αγγλική, τη δανική και την πορτογαλική (4), φρονώ ότι είναι διαφωτιστική από τρεις απόψεις.

30.      Πρώτον, η χρήση των όρων «eventuel yderligere opstået skade», «any further damage» και «quaisquer danos suplementares» προϋποθέτει, κατά την άποψή μου, ότι σκοπεί να διασφαλίσει την καθ’ ολοκληρίαν αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος λόγω της παραβάσεως ή, με άλλα λόγια, να περιαγάγει αυτόν τον τελευταίο στην κατάσταση στην οποία θα ευρίσκετο εάν δεν είχε διαπραχθεί η παράβαση (5).

31.      Από μια τέτοια διατύπωση συνάγεται, δεύτερον, ότι αυτός ο σκοπός της καταβολής αποζημιώσεως επιδιώκεται στο πλαίσιο όχι μόνον της παραγράφου 2, αλλά και της παραγράφου 1 του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94. Πράγματι, οι εκφράσεις «eventuel yderligere opstået skade», «any further damage» και «quaisquer danos suplementares» προϋποθέτουν ότι η καταβολή εύλογης αποζημιώσεως κατά την έννοια της εν λόγω παραγράφου 1 σκοπεί ήδη στην επανόρθωση της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος (6). Το Δικαστήριο έκρινε εξάλλου, με την απόφαση Geistbeck, ότι το εν λόγω άρθρο 94, εκτιμώμενο στο σύνολό του, «αποσκοπεί στην επανόρθωση της ζημίας που υφίσταται ο δικαιούχος […]» (7).

32.      Τρίτον, η διατύπωση αυτή καθιστά σαφή τον συμπληρωματικό χαρακτήρα της αποζημιώσεως που καταβάλλεται βάσει της εν λόγω παραγράφου 2, υπό την έννοια ότι καλύπτει οποιαδήποτε ζημία δεν έχει εισέτι αποκατασταθεί στο πλαίσιο της παραγράφου 1 του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94. Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή αποκλείει τη διπλή συνεκτίμηση των διαφόρων μορφών ζημίας. Επομένως, οι ζημίες διακρίνονται μεταξύ αυτών στην επανόρθωση των οποίων πρέπει να προβαίνει κάθε παραβάτης βάσει της παραγράφου 1 και αυτών των οποίων η αποζημίωση δεν εναπόκειται, δυνάμει της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 94, παρά μόνο στον παραβάτη που ενήργησε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

33.      Εξάλλου, συνάγω τόσο από το γράμμα της διατάξεως αυτής όσο και από τη συστηματική διάρθρωση του κανονισμού 2100/94 ότι δεν επιδιώκει κανέναν άλλο σκοπό πέραν αυτού της διασφαλίσεως της καθ’ ολοκληρίαν αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος.

34.      Η χρήση των όρων «επανόρθωση της ζημίας που υφίσταται» φρονώ ότι, πράγματι, αποκλείει οποιαδήποτε ερμηνεία βάσει της οποίας η εν λόγω διάταξη επιδιώκει κατά το δη λεγόμενον «τιμωρητικό» σκοπό συνιστάμενο στην παροχή αποζημιώσεως στον δικαιούχο η οποία να υπερβαίνει το ποσό που είναι αναγκαίο προκειμένου να αποκατασταθεί η ζημία την οποία υπέστη.

35.      Αντιθέτως, άλλες διατάξεις του κανονισμού 2100/94 επιτρέπουν την επιβολή στον παραβάτη υποχρεώσεων οι οποίες σωρεύονται με την αποκατάσταση της ζημίας αυτής. Έτσι, ο τιμωρητικός σκοπός μπορεί να επιτευχθεί μέσω κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα οι οποίες διέπονται, συμφώνως προς το άρθρο 107 του εν λόγω κανονισμού (8), από το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών ελλείψει εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (9). Συμφώνως προς το άρθρο 97, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να υπερακοντίσουν έναν σκοπό με αμιγώς αποζημιωτικό χαρακτήρα προβλέποντας, στις εσωτερικές νομοθεσίες τους, την απόδοση των κερδών που απεκόμισε ο παραβάτης εις βάρος του κατόχου ή του έχοντος το δικαίωμα εκμετάλλευσης και τα οποία υπερβαίνουν το ύψος της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος —στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω στο πλαίσιο της εξετάσεως του έκτου ερωτήματος.

2.      Επί της διακρίσεως μεταξύ του καθορισμού των μορφών της προς αποκατάσταση ζημίας και της μεθόδου αποζημιώσεως της ζημίας

36.      Φρονώ επίσης χρήσιμο να τονίσω, ως γενική εισαγωγή στην ανάλυσή μου, τη διάκριση μεταξύ, αφ’ ενός, του καθορισμού των στοιχείων της προς αποκατάσταση ζημίας και, αφ’ ετέρου, του ποσοτικού υπολογισμού της ζημίας αυτής και του καθορισμού του ποσού της αποζημιώσεως.

37.      Ο καθορισμός των μορφών της προς αποκατάσταση ζημίας συνίσταται στη σαφή οριοθέτηση της εκτάσεως του ουσιαστικού δικαιώματος προς αποκατάσταση το οποίο αναγνωρίζει το άρθρο 94 του κανονισμού 2100/94 στον δικαιούχο που εθίγη ή, με άλλα λόγια, στον προσδιορισμό των διαφόρων επιμέρους ζημιών των οποίων την αποκατάσταση μπορεί να αξιώσει αυτός ο τελευταίος δυνάμει, αντιστοίχως, των παραγράφων 1 και 2 της διατάξεως αυτής. Έτσι, η διαδικασία αυτή αφορά το επιδιωκόμενο από αυτήν αποτέλεσμα.

38.      Στη συνάφεια αυτή εντάσσονται το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα που αφορούν τον προσδιορισμό των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της εύλογης αποζημιώσεως κατά την έννοια της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου 94. Το ίδιο ισχύει για το πέμπτο ερώτημα, στοιχεία αʹ και γʹ, καθώς και για το έβδομο και όγδοο ερώτημα τα οποία αφορούν τον καθορισμό της ζημίας της οποίας την αποκατάσταση προβλέπει η παράγραφος 2 της διατάξεως αυτής.

39.      Ο ποσοτικός υπολογισμός της ζημίας και ο καθορισμός του ποσού της αποζημιώσεως έχουν ως συνέπεια ότι τα εθνικά δικαστήρια επιλέγουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια μέθοδο προκειμένου να υπολογιστεί η προς αποκατάσταση ζημία και να προσδιοριστεί αντιστοίχως το ποσό της αποζημιώσεως που θα κληθεί να καταβάλει ο παραβάτης. Ενδέχεται το εγχείρημα αυτό να αποδειχθεί στην πράξη περίπλοκο, μεταξύ άλλων, λόγω της δυσχέρειας να αποδειχθούν οι διάφορες επιμέρους ζημίες.

40.      Θα εξετάσω υπό το πρίσμα αυτό το πρώτο και το τέταρτο ερώτημα, καθώς και το πέμπτο ερώτημα, στοιχείο βʹ, με τα οποία το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η αποζημίωση την οποία δικαιούται ο δικαιούχος βάσει του άρθρου 94, παράγραφοι 1 και/ή 2, του κανονισμού 2100/94 πρέπει να υπολογίζεται επί τη βάσει της αμοιβής που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο υφιστάμενων συμφωνιών για την παραχώρηση των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως της ποικιλίας που προστατεύεται στην οικεία αγορά, προσαυξανόμενη, ενδεχομένως, με ένα κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό. Το έκτο ερώτημα σχετικά με την απόδοση των κερδών τα οποία απεκόμισε ο παραβάτης, αφορά επίσης, κατ’ ουσίαν, τη μέθοδο υπολογισμού της αποζημιώσεως βάσει της διατάξεως αυτής.

41.      Εντούτοις, το εν λόγω άρθρο 94 δεν εξειδικεύει περισσότερο τις μεθόδους υπολογισμού της ζημίας και καθορισμού της αποζημιώσεως. Φρονώ ότι τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι ο κύριος σκοπός του κανονισμού 2100/94 δεν είναι η εναρμόνιση των επανορθωτικών μέτρων που προβλέπει το αστικό δίκαιο σε σχέση με την παράβαση. Αντιθέτως, τον σκοπό αυτόν επιδιώκει η οδηγία 2004/48 από την οποία μπορούν επομένως να αντληθούν ορισμένες συμπληρωματικές διευκρινίσεις ως προς τις εν λόγω μεθόδους. Υπό την οπτική αυτή, φρονώ αναγκαίο να εξετάσω ευθύς αμέσως κατά πόσον η οδηγία αυτή εφαρμόζεται επί των προσβολών των δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να διευκρινίσω τη σχέση που υφίσταται μεταξύ αυτής και του εν λόγω κανονισμού.

 Β —      Επί της εφαρμογής της οδηγίας 2004/48 επί των κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών και επί της σχέσεώς της με τον κανονισμό 2100/94

1.      Επί της συμπεριλήψεως των κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/48

42.      Όπως συνάγεται από το άρθρο της 2, παράγραφος 1, η οδηγία 2004/48 τυγχάνει οριζόντιας εφαρμογής στις προσβολές οποιονδήποτε δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης και/ή των κρατών μελών. Φρονώ, όπως ακριβώς και ο J. Hansson και η Επιτροπή (10), ότι τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνουν τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικής ποικιλίας.

43.      Η επιχειρηματολογία της εναγομένης στην κύρια δίκη την οποία αρύεται εκ του άρθρου 97, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 δεν κλονίζει τη διαπίστωση αυτή.

44.      Κατ’ ουσίαν, αυτή η τελευταία υποστηρίζει, αφ’ ενός, ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2004/48 δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί των κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών, δεδομένου ότι το άρθρο 97, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 προβλέπει ότι, εκτός των ορίων που χαράσσουν οι παράγραφοι 1 και 2 της διατάξεως αυτής, «οι έννομες συνέπειες [αυτού] του […] δικαιώματος καθορίζονται μόνο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό».

45.      Συναφώς, φρονώ ότι από τον τίτλο του άρθρου 97 του κανονισμού αυτού («Συμπληρωματική εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας […]») συνάγεται ότι η παράγραφος 3 της διατάξεως αυτής αποκλείει μόνον την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας και όχι άλλων νομοθετημάτων της Ένωσης, όπως είναι η οδηγία 2004/48 η οποία εξάλλου δεν υφίστατο ακόμη κατά την ημερομηνία εκδόσεως του εν λόγω κανονισμού (11).

46.      Αφ’ ετέρου, η Jungpflanzen Grünewald υποστηρίζει ότι αντιβαίνει στο άρθρο 97, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού και η εφαρμογή, σε σχέση με τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες συνιστούν μεταφορά της οδηγίας 2004/48.

47.      Φρονώ ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν δικαιολογείται εάν ληφθεί υπόψη ο σκοπός της διατάξεως αυτής, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 2100/94, ο οποίος συνίσταται στη διευκρίνιση του ρόλου του κανονισμού αυτού σε σχέση με τις «μη εναρμονισμένες νομοθετικές διατάξεις των κρατών μελών». Υπό το πρίσμα αυτό, η «εθνική νομοθεσία» κατά την έννοια του άρθρου 97 του εν λόγω κανονισμού δεν περιλαμβάνει την εθνική νομοθεσία περί μεταφοράς της οδηγίας 2004/48.

2.      Επί της σχέσεως μεταξύ της οδηγίας 2004/48 και του κανονισμού 2100/94

48.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48, αυτή προβαίνει απλώς σε μια ελάχιστη εναρμόνιση της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, υπό την επιφύλαξη ευνοϊκότερων για τον δικαιούχο διατάξεων των εθνικών νομοθεσιών ή του δικαίου της Ένωσης (12).

49.      Εν προκειμένω, ο κανονισμός 2100/94 παρέχει πλέον εκτεταμένη προστασία από αυτήν της οδηγίας, δεδομένου ότι το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού απαιτεί την καταβολή εύλογης αποζημιώσεως από τον παραβάτη έστω και εάν αυτός δεν βαρύνεται με δόλο ή αμέλεια. Αντιθέτως, το άρθρο 13, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας αφήνει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών τη μέριμνα να επιτρέπουν ή μη στις αρμόδιες δικαστικές αρχές να επιτάσσουν την καταβολή αποζημιώσεως στον δικαιούχο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο παραβάτης προέβη στην προσβολή του δικαιώματός του εν αγνοία του ή ενώ δεν υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να το γνωρίζει (13).

50.      Εντούτοις, καμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού δεν διευκρινίζει, όπως κάνει το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48, τη μέθοδο καθορισμού της αποζημιώσεως για την αποκατάσταση των συνεπειών της παραβάσεως. Ούτε ο κανονισμός 2100/94 ρυθμίζει τα της αποδόσεως των δικαστικών εξόδων, τα οποία αποτελούν, αντιθέτως, το αντικείμενο του άρθρου 14 της οδηγίας αυτής.

51.      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν φρονώ ότι είναι πειστική η άποψη ότι τα άρθρα 94 επ. του κανονισμού αυτού συνιστούν, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, lex specialis σε σχέση με την εν λόγω οδηγία και, ειδικότερα, σε σχέση προς τα άρθρα 13 και 14 αυτής. Φρονώ ότι οι διατάξεις αυτές τελούν μάλλον σε σχέση συμπληρωματικότητας. Έτσι, θα έπρεπε να εφαρμόζονται από κοινού σε περίπτωση προσβολής κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας. Συναφώς, θα καταδείξω ότι ουδεμία αντίφαση υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών των δύο νομοθετημάτων που είναι κρίσιμα για την παρούσα υπόθεση η οποία θα εμπόδιζε την αρμονική συνύπαρξή τους.

52.      Η οδηγία 2004/48 μπορεί επίσης, ενδεχομένως, να αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο της συνάφειας το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία του κανονισμού 2100/94 (14). Εντούτοις, πρέπει να αποφευχθεί η αναγνώριση, υπό το κάλυμμα μιας στηριζόμενης στην όλη συνάφεια ερμηνείας του κανονισμού αυτού, άμεσα εφαρμοστέων δικαιωμάτων τα οποία αυτός ο τελευταίος δεν κατοχυρώνει δια της εισαγωγής τους μέσω της εν λόγω οδηγίας.

3.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 2004/48 στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης

53.      Εντούτοις, η Jungpflanzen Grünewald αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2004/48 στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης για τον λόγο ότι δεν έχει δεόντως μεταφερθεί στο γερμανικό δίκαιο. Κατά την άποψή της, η νομοθεσία περί μεταφοράς της οδηγίας αυτής εφαρμοζόταν μόνον επί του εθνικού δικαιώματος, και όχι επί του κοινοτικού δικαιώματος, επί φυτικών ποικιλιών. Έτσι, λαμβανομένης υπόψη της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την ανυπαρξία «οριζόντιου» άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών (15), οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας δεν θα μπορούσαν να εφαρμόζονται άμεσα στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών

54.      Το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως να αποφανθεί εάν είναι ορθή και επαρκής η μεταφορά της οδηγίας 2004/48 στο γερμανικό δίκαιο.

55.      Εντούτοις, εναπόκειται, εν πάση περιπτώσει, στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία του κατά τρόπο συμβατό προς την οδηγία αυτή (16), υπό την προϋπόθεση ότι το γράμμα κρίσιμων εθνικών διατάξεων δεν αντιβαίνει προς αυτήν (17). Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο δεν επεσήμανε καμία διάταξη του εσωτερικού δικαίου η οποία να είναι προφανώς ασυμβίβαστη προς τα άρθρα 13 και 14 της εν λόγω οδηγίας, όπως θα τα ερμηνεύσω με τις παρουσών προτάσεις.

 Γ —      Επί του πρώτου έως και του τρίτου ερωτήματος σχετικά με τον καθορισμό «της εύλογης αποζημιώσεως» κατά την έννοια του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94

56.      Με τα τρία πρώτα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το ποσό της εύλογης αποζημιώσεως κατά την έννοια του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 περιορίζεται σε αυτό της αμοιβής που συνομολογήθηκε στο πλαίσιο υφιστάμενων συμφωνιών περί παραχωρήσεως των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως της προστατευόμενης στην οικεία αγορά ποικιλίας (στο εξής: συνήθης αμοιβή), ή εάν αντιστοιχεί στο τελευταίο αυτό ποσό όπως αυτό: i) προσαρμόζεται προκειμένου να απηχεί και άλλες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την κατάσταση του παραβάτη σε σχέση προς αυτήν του δικαιοδόχου (δεύτερο ερώτημα), ii) συνοδεύεται από τόκους υπερημερίας (τρίτο ερώτημα), και/ή iii) προσαυξάνεται με ένα κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό (πρώτο ερώτημα).

57.      Υπό το φως των σκοπών του εν λόγω άρθρου 94, παράγραφος 1, θα υπεραμυνθώ, κατ’ αρχάς, της προσεγγίσεως βάσει της οποίας η εύλογη αποζημίωση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ισοδυναμεί προς την αμοιβή την οποία θα έπρεπε να καταβάλλει ο παραβάτης στον δικαιούχο εάν του είχε ζητήσει την άδεια να εκμεταλλευθεί την προστατευόμενη ποικιλία, λαμβανομένων υπόψη όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων τις οποίες συνήθως συνεκτιμούν οι λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι (στο εξής: υποθετική αμοιβή), η οποία δεν ανταποκρίνεται πάντοτε στη συνήθη αμοιβή. Εν συνεχεία, θα διευκρινίσω τους λόγους για τους οποίους, μολονότι ο καθορισμός της ούτω οριζομένης εύλογης αποζημιώσεως δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την επαύξηση της συνήθους αμοιβής με ένα κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό, μια τέτοια πρακτική θα έπρεπε να επιτρέπεται εφόσον η επαύξηση αυτή σκοπεί αποκλειστικώς στη συνεκτίμηση των περιστάσεων οι οποίες διαφοροποιούν την κατάσταση του παραβάτη σε σχέση με αυτήν των δικαιοδόχων αναφοράς.

1.      Επί της εξομοιώσεως της εύλογης αποζημιώσεως προς την «υποθετική αμοιβή»

58.      Το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει, με την απόφαση Geistbeck, ότι το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 σκοπεί να αντισταθμίσει το όφελος που αντλεί ο παραβάτης λόγω της μη καταβολής της αμοιβής για τη βάσει αδείας παραγωγή της οικείας ποικιλίας (18). Επομένως, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του δικαιούχου, η διάταξη αυτή σκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας αυτού του τελευταίου λόγω της αδυναμίας του να εισπράξει μια τέτοια αμοιβή για τις δραστηριότητες του παραβάτη, «χωρίς ωστόσο να ρυθμίζει την αποκατάσταση περαιτέρω ζημίας πλην της συνδεόμενης με τη μη καταβολή της […] εύλογης αποζημίωσης» (19).

59.      Φρονώ ότι από την ίδια απόφαση συνάγεται ότι η ζημία την οποία το εν λόγω άρθρο 94, παράγραφος 1, σκοπεί να αντισταθμίσει αντιστοιχεί στη μη καταβολή, όχι της συνήθους αμοιβής καθ’ εαυτήν, αλλά της υποθετικής αμοιβής την οποία θα έπρεπε να καταβάλει ο παραβάτης, βάσει της συγκεκριμένης συνάφειας της υποθέσεως, εάν είχε ζητήσει την άδεια να εκμεταλλεύεται την προστατευόμενη ποικιλία (20).

60.      Πράγματι, το Δικαστήριο διευκρίνισε με την απόφαση αυτή, αφ’ ενός, ότι το ποσό της συνήθους αμοιβής για τη βάσει αδείας παραγωγή αποτελεί «βάση υπολογισμού» της εύλογης αποζημιώσεως (21). Έτσι, το ποσό αυτό δεν αντιπροσωπεύει, κατά την άποψή μου, παρά μόνον ένα αφετηριακό σημείο που πρέπει να προσαρμόζεται αναλόγως των συγκεκριμένων περιστάσεων (22).

61.      Αφ’ ετέρου, τόνισε την ανάγκη να αποτραπεί το ενδεχόμενο όπως ο καθορισμός του ποσού της εύλογης αποζημιώσεως αποβεί εις όφελος του παραβάτη σε σχέση προς τον δικαιοδόχο που έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις του (23). Πάντως, μια τέτοια κατάσταση θα προέκυπτε στην περίπτωση κατά την οποία αμφότεροι θα ήσαν υποχρεωμένοι να προβούν στην καταβολή της ιδίας αμοιβής, ακόμη και όταν ορισμένες ιδιαίτερες περιστάσεις σε σχέση με την κατάσταση του παραβάτη θα δικαιολογούσαν τον καθορισμό μεγαλύτερης αμοιβής εάν είχε διαπραγματευθεί με τον δικαιούχο τη σύναψη συμβάσεως περί παραχωρήσεως αδείας εκμεταλλεύσεως.

62.      Επομένως, φρονώ ότι το ποσό της εύλογης αποζημιώσεως πρέπει να απηχεί τις περιστάσεις που διαφοροποιούν την κατάσταση του παραβάτη σε σχέση προς αυτήν στην οποία βρίσκονταν οι δικαιοδόχοι κατά τη σύναψη των συμβάσεων αναφοράς, στον βαθμό που το αρμόδιο δικαστήριο φρονεί ότι λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι θα τις είχαν λάβει υπόψη τους. Αντιθέτως, οι περιστάσεις τις οποίες ήδη απηχεί το ποσό της συνήθους αμοιβής που συμφωνείται στο πλαίσιο τέτοιων συμφωνιών δεν μπορεί να ληφθεί δις υπόψη με την επαύξηση του ποσού αυτού κατά τον υπολογισμό της εύλογης αποζημιώσεως.

63.      Δεδομένου ότι είναι σε καλύτερη θέση προκειμένου να εκτιμήσουν όλες τις κρίσιμες περιστάσεις υπό το πρίσμα της συνάφειας των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα εθνικά δικαστήρια θα έπρεπε να διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να επισημαίνουν τις περιστάσεις αυτές και να προσδιορίζουν αναλόγως το ύψος της εν λόγω αμοιβής. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε ήδη την άποψή του ως προς τη συνεκτίμηση των παραγόντων τους οποίους επισημαίνει στο πλαίσιο του δευτέρου ερωτήματός του. Θα προσπαθήσω να μην υποκαταστήσω την εκτίμησή του με τη δική μου και θα περιοριστώ σε ορισμένες γενικού χαρακτήρα επισημάνσεις:

–        Το δικαστήριο αυτό φρονεί ότι το ποσό της συνήθους αμοιβής απηχεί ήδη το όφελος το οποίο ο παραβάτης αντλεί από την αποκλειστικότητα της προστατευόμενης ποικιλίας, από την εμπορική επιτυχία της και από τη συνεπακόλουθη εξοικονόμηση των δαπανών για την έναρξη της κυκλοφορίας στην αγορά, απηχεί δε επίσης τη διάρκεια και την έκταση της παραβάσεως. Εάν τούτο ισχύει, συντάσσομαι με το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει αυτό το τελευταίο ότι οι παράγοντες αυτοί ουδόλως δικαιολογούν την προσαρμογή του ποσού αυτού.

–        Στην περίπτωση κατά την οποία η παράβαση θα προκαλούσε, λόγω της διάρκειάς της ή της εκτάσεώς της, πέραν της ζημίας που συνδέεται με τη μη καταβολή εύλογης αποζημιώσεως, ορισμένα συγκεκριμένα μειονεκτήματα, αυτά θα έπρεπε να αποκαθίστανται στο πλαίσιο, όχι της παραγράφου 1, αλλά της παραγράφου 2 του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94, στον βαθμό που διαπιστώνεται το προβλεπόμενο σε αυτήν υποκειμενικό στοιχείο (24). Τέτοιου είδους μειονεκτήματα θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να οφείλονται σε πιθανές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην αγορά και στη συνεπακόλουθη πτώση των τιμών, παρακινώντας τους δικαιοδόχους να απαιτήσουν μείωση των συμφωνηθεισών αμοιβών στις οποίες ο J. Hansson παραπέμπει με τις γραπτές παρατηρήσεις του.

–        Η ανυπαρξία κινδύνου για τον παραβάτη να προβεί στην καταβολή αμοιβής χωρίς να έχει τη δυνατότητα να την αναζητήσει σε περίπτωση επιγενόμενης ακυρώσεως του δικαιώματος επί της εν λόγω ποικιλίας δύναται, κατά την άποψή μου, να διακρίνει την κατάσταση αυτού του τελευταίου από αυτήν του δικαιοδόχου στην περίπτωση που οι συμφωνίες αναφοράς περί παραχωρήσεως αδείας εκμεταλλεύσεως δεν προβλέπουν την επιστροφή των αμοιβών σε μια τέτοια περίπτωση.

–        Το γεγονός ότι ο παραβάτης δεν δεσμεύεται από τις ίδιες συμβατικές υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει ένας δικαιοδόχος, ιδίως ως προς τα ζητήματα λογιστικής, μπορεί επίσης, κατά την άποψή μου, να δικαιολογεί όπως απαιτείται από τον πρώτον διαφορετική αντιπαροχή από αυτήν στην καταβολή της οποίας υποχρεούται ο δεύτερος.

–        Το ίδιο ισχύει για τα μειονεκτήματα που υφίσταται ο δικαιούχος εκ του λόγου ότι ο παραβάτης προβαίνει εν γένει σε καταβολή της εύλογης αποζημιώσεως πολύ αργότερα από ό,τι ο δικαιοδόχος. Αυτά περιλαμβάνουν το ενδεχόμενο μειονέκτημα της ρευστότητας και τον ενδεχόμενο κίνδυνο πληθωρισμού που φέρει ο δικαιούχος, καθώς και την αδυναμία στην οποία αυτός βρίσκεται να προγραμματίσει εκ των προτέρων τα έσοδα που αντλεί από την εκμετάλλευση της προστατευόμενης ποικιλίας ο παραβάτης. Φρονώ ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους τις περιστάσεις αυτές προσαυξάνοντας το ποσό της δίκαιης αποζημιώσεως κατά ένα ποσό ανταποκρινόμενο στους τόκους υπερημερίας τους οποίους θα είχαν προβλέψει λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι (έστω και αν οι συμφωνίες αναφοράς περί παραχωρήσεως αδείας εκμεταλλεύσεως δεν περιλαμβάνουν μια τέτοια ρήτρα). Μπορούν επίσης, στο πλαίσιο ασκήσεως του περιθωρίου τους εκτιμήσεως, να επαυξήσουν έτι περαιτέρω το ποσό της εύλογης αποζημιώσεως, στον βαθμό που αυτές εκτιμούν ότι οι τόκοι αυτοί δεν αποτελούν επαρκές αντιστάθμισμα.

–        Αντιθέτως, ο κίνδυνος που συνδέεται με τη διεξαγωγή δίκης, καθώς και με τη μη εκτέλεση αποφάσεως κατά του παραβάτη υφίσταται, κατά την άποψή μου, και στο πλαίσιο συμβατικής σχέσεως μεταξύ του δικαιούχου και του δικαιοδόχου του. Εξάλλου, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο κίνδυνος αυτός συνεκτιμάται στο ποσό της συνήθους αμοιβής για τη βάσει αδείας παραγωγή.

–        Ούτε η εκτίμηση κατά την οποία, στο πλαίσιο του καθορισμού της υποθετικής αμοιβής, ο δικαιούχος είναι ούτως ειπείν εξαναγκασμένος να συμβληθεί «πλασματικώς» με τον παραβάτη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, κατά την άποψή μου, για τον υπολογισμό της προς αποκατάσταση ζημίας βάσει του εν λόγω άρθρου 94, παράγραφος 1. Πράγματι, φρονώ ότι η ελευθερία επιλογής αντισυμβαλλομένου δεν μπορεί καθ’ εαυτήν να επηρεάσει το ποσό της αμοιβής που συνομολογήθηκε στο πλαίσιο συμφωνίας περί παραχωρήσεως δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως.

–        Θεωρώ ότι οι πιθανές στρεβλώσεις της πολιτικής της παραχωρήσεως δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του δικαιούχου που οφείλονται στην είσοδο στην αγορά προϊόντων απομιμήσεως δεν συνδέονται ευθέως με τη μη καταβολή εύλογης αποζημιώσεως. Αντιθέτως, μπορούν, ενδεχομένως, να θεμελιώσουν δικαίωμα αποζημιώσεως στο πλαίσιο του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94.

2.      Επί της δυνατότητας κατ’ αποκοπήν επαυξήσεως του ποσού της συνήθους αμοιβής

64.      Οι προηγηθείσες αναπτύξεις διευκρίνισαν έτσι την έκταση της προς αποκατάσταση ζημίας δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94. Θα εξετάσω εν συνεχεία το ζήτημα σχετικά με τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να καθοριστεί το ποσό της εύλογης αποζημιώσεως προκειμένου να αντισταθμιστεί η ζημία αυτή: πρέπει (ή μπορεί) το ποσό αυτό να υπολογίζεται δια της προσθήκης στη συνήθη αμοιβή για τη βάσει αδείας παραγωγή ενός κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικού ποσού;

65.      Μολονότι το Oberlandesgericht Düsseldorf δεν ορίζει την έννοια του «συμπληρωματικού ποσού» στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματός του, εντούτοις σε άλλο σημείο της διατάξεως περί παραπομπής αναφέρεται σε ένα θεωρητικό ποσό που καθορίζεται επί τη βάσει ενδείξεων. Έτσι, φρονώ ότι πρόθεση του δικαστηρίου αυτού είναι να προβεί στον καθορισμό ενός ποσού το οποίο θα προστίθεται σε αυτό της συνήθους αμοιβής και το οποίο θα επιδικάζεται για λόγους επιεικείας ελλείψει αποδείξεων για κάθε στοιχείο της ζημίας που πράγματι υπέστη ο δικαιούχος συνεπεία της μη καταβολής εύλογης αποζημιώσεως.

66.      Αποκλείω ευθύς εξαρχής την ύπαρξη υποχρεώσεως του παραβάτη να προβεί στην καταβολή ενός τέτοιου συμπληρωματικού ποσού βάσει του εν λόγω άρθρου 94, παράγραφος 1. Πράγματι, η εύλογη αποζημίωση αντιστοιχεί, κατά την άποψή μου, στην υποθετική αμοιβή την οποία θα είχαν καθορίσει λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι υπό το πρίσμα όλων των κρίσιμων περιστάσεων. Πάντως, οι περιστάσεις αυτές δεν δικαιολογούν κατ’ ανάγκην ούτε πάντοτε στον ίδιο βαθμό την αύξηση του ποσού της συνήθους αμοιβής που λαμβάνεται ως βάση του υπολογισμού.

67.      Ούτε το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/48 —το οποίο ορίζει ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να καθορίζουν την αποζημίωση ως κατ’ αποκοπήν ποσό για τη ζημία την οποία υπέστη ο δικαιούχος επί τη βάσει «τουλάχιστον» του ποσού της υποθετικής αμοιβής— επιβάλλει μια τέτοια υποχρέωση. Πράγματι, πέραν του γεγονότος ότι δεν αφορά παρά μόνον την περίπτωση κατά την οποία ο παραβάτης ενήργησε «εν γνώσει του ή ενώ μπορούσε ευλόγως να το γνωρίζει», η διάταξη αυτή περιορίζεται στην πρόβλεψη ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεριμνούν ούτως ώστε τα δικαστήρια αυτά να μπορούν να προσφεύγουν σε μια τέτοια μέθοδο εναλλακτικώς σε σχέση με τη μέθοδο καθορισμού της αποζημιώσεως επί τη βάσει «όλων των συναφών ζητημάτων» την οποία περιγράφει το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής. Η επιλογή της μεθόδου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εναπόκειται, αντιθέτως, στα εν λόγω δικαστήρια.

68.      Μολονότι η διατύπωση του πρώτου ερωτήματος αναφέρεται μόνο στην ύπαρξη ή όχι υποχρεώσεως να προστίθεται στη συνήθη αμοιβή και ένα κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό, φρονώ σκόπιμο να εξετάσω επίσης εάν τα δικαστήρια αυτά διαθέτουν τουλάχιστον τη δυνατότητα να ενεργήσουν με τον τρόπο αυτόν.

69.      Συναφώς, ο J. Hansson επικαλείται τη δυσχέρεια υπολογισμού της σημασίας εκάστης των περιστάσεων τις οποίες λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι θα ελάμβαναν κατά κανόνα υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού αμοιβής για τη βάσει αδείας παραγωγή. Το αιτούν δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι το ποσό της υποθετικής αμοιβής δεν μπορεί εξ ορισμού να αποδειχθεί ούτε να υπολογιστεί με ακρίβεια. Φρονώ ότι οι εκτιμήσεις αυτές δικαιολογούν την αναγνώριση στα εθνικά δικαστήρια της εξουσίας να καθορίζουν το ποσό αυτό κατά δικαία κρίση προσθέτοντας, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ένα κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό επί του ποσού της συνήθους αμοιβής.

70.      Ούτως εχόντων των πραγμάτων, φρονώ ότι η εύλογη αποζημίωση δεν μπορεί να υπολογίζεται επί τη βάσει ενός κατ’ αποκοπήν ποσού που υπερβαίνει το ποσό της συνήθους αμοιβής παρά μόνον εάν αυτό το κατ’ αποκοπήν ποσό προορίζεται αποκλειστικώς για την αποκατάσταση της ζημίας που συνδέεται με τη μη καταβολή μιας τέτοιας αμοιβής. Με άλλα λόγια, σκοπός μιας κατ’ αποκοπή προσαυξήσεως δεν μπορεί να είναι άλλος από το να απηχεί τις περιστάσεις τις οποίες λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι θα ελάμβαναν κατά κανόνα υπόψη τους, όπως είναι οι περιστάσεις τις οποίες παραθέτω στο σημείο 63 των παρουσών προτάσεων. Έτσι, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, επί τη βάσει δικαίας κρίσεως και ενδείξεων που φρονεί ότι είναι κρίσιμες, κατά πόσον το συμπληρωματικό ποσό που αξιώνει ο J. Hansson επαρκεί για την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού ή, ενδεχομένως, να καθορίσει το ενδεδειγμένο ύψος του συμπληρωματικού ποσού.

71.      Αντιθέτως, μια τέτοια προσαύξηση δεν μπορεί να περιλάβει και άλλα στοιχεία της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος των οποίων η επανόρθωση διέπεται, όχι από την παράγραφο 1, αλλά από την παράγραφο 2 του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94. Κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να επιδιώκει τιμωρητικό σκοπό (25). Πράγματι, η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής αφορά και τον παραβάτη που δεν βαρύνεται με πταίσμα και, ως εκ τούτου, η έννοια της αποτροπής και, κατά μείζονα λόγο, της τιμωρίας δεν ασκεί επιρροή στη συνάφεια αυτή (26).

 Δ —      Επί του τετάρτου έως και του έκτου ερωτήματος τα οποία αφορούν την αποκατάσταση της ζημίας βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94

72.      Θα εξετάσω εν συνεχεία τα λοιπά ερωτήματα υπό το πρίσμα της διακρίσεως μεταξύ, αφενός, του καθορισμού των στοιχείων της προς αποκατάσταση ζημίας και, αφετέρου, της μεθόδου που πρέπει να ακολουθείται προκειμένου να εκτιμηθεί αυτή και να προσδιοριστεί αντιστοίχως το ποσό της αποζημιώσεως.

1.      Επί του καθορισμού των στοιχείων της ζημίας τα οποία μπορούν να αποζημιωθούν βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94

73.      Το πέμπτο ερώτημα, σημεία αʹ, και γʹ, καθώς και το έβδομο και το όγδοο ερώτημα (τα οποία θα εξετάσω χωριστά στα σημεία 105 έως 123 των παρουσών προτάσεων), ζητούν κατ’ ουσίαν ορισμένες διευκρινίσεις ως προς τα στοιχεία της ζημίας των οποίων την αποκατάσταση μπορεί να αξιώσει ο δικαιούχος σε περίπτωση που ο παραβάτης ενήργησε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94. Περιλαμβάνουν τα στοιχεία αυτά τις περιστάσεις που εκτίθενται στο πλαίσιο του δευτέρου ερωτήματος (στον βαθμό που δεν έχουν εισέτι συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο της εφαρμογής της παραγράφου 1 της διατάξεως αυτής), τον χρόνο που δαπανήθηκε για τον εντοπισμό της παραβάσεως και την προετοιμασία για την έγερση αγωγής, καθώς και ορισμένες άλλες δαπάνες σχετικά με τη δικαστική προστασία του δικαιούχου (27);

74.      Όπως παρατήρησα στο σημείο 32 των παρουσών προτάσεων, η αποζημίωση βάσει της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 94 έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα στον βαθμό που καλύπτει όλα τα στοιχεία της ζημίας την οποία υπέστη ο δικαιούχος που δεν ελήφθησαν εισέτι υπόψη στο πλαίσιο της παραγράφου 1 της διατάξεως αυτής.

75.      Ως εκ τούτου, στον βαθμό που το εθνικό δικαστήριο θα έκρινε ότι ορισμένες από τις περιστάσεις που απαριθμούνται στο πλαίσιο του δευτέρου ερωτήματος δεν συνιστούν ζημία συνδεόμενη με τη μη καταβολή εύλογης αποζημιώσεως κατά την έννοια της παραγράφου 1, η ενδεχόμενη αποζημίωση λόγω της συνδρομής των περιστάσεων αυτών υπολογίζεται κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 2 του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94.

76.      Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν, ιδίως, τον περιορισμό, λόγω του γεγονότος ότι ο δικαιούχος δεν μπορεί να αξιώσει παρά μόνον εκ των υστέρων αποζημίωση σε περίπτωση παραβάσεως, της ελευθερίας του να επιλέξει τους αντισυμβαλλομένους του, καθώς και τις συνακόλουθες στρεβλώσεις της πολιτικής του στην παροχή αδειών. Φρονώ ότι οι περιστάσεις αυτές περιλαμβάνουν επίσης τις πιθανές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην αγορά λόγω παραβάσεως η οποία έχει ιδιαίτερη χρονική διάρκεια ή ιδιαίτερη έκταση.

77.      Αντιθέτως, φρονώ ότι το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού δεν προβλέπει την καταβολή αποζημιώσεως για τον χρόνο και τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών και της προετοιμασίας της δίκης ούτε για τα δικαστικά και λοιπά έξοδα σχετικά με την προάσπιση των δικαιωμάτων του δικαιούχου. Θα προβώ σε διευκρινίσεις στο πλαίσιο της αναλύσεως του έβδομου και του όγδοου ερωτήματος (σημεία 105 έως 123 των παρουσών προτάσεων).

2.      Επί της μεθόδου καθορισμού της αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94

78.      Με το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημά του, στοιχείο βʹ, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η αποζημίωση βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 πρέπει (ή μπορεί) να υπολογίζεται επί τη βάσει της συνήθους αμοιβής για τη βάσει αδείας παραγωγή (μολονότι αυτή αποτελεί ήδη βάση για τον υπολογισμό της εύλογης αποζημιώσεως κατά την έννοια της παραγράφου 1 της διατάξεως αυτής), ενδεχομένως προσαυξανόμενης με ένα κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό.

 α)     Εισαγωγικές παρατηρήσεις

79.      Το εν λόγω 94, παράγραφος 2, δεν διευκρινίζει τη μέθοδο που εφαρμόζεται προκειμένου να υπολογιστεί η ζημία την οποία υπέστη ο δικαιούχος λόγω της παραβάσεως. Ως εκ τούτου, θα εξετάσω το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48, η οποία θεσπίζει ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας που ισχύει, ιδίως, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών.

80.      Το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής, που διέπει την έκταση του δικαιώματος αποζημιώσεως του δικαιούχου, επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, εις βάρος του παραβάτη ο οποίος ενήργησε μετά λόγου γνώσεως, αποζημίωση ανάλογη της ζημίας που πράγματι υπέστη αυτός ο δικαιούχος. Το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 13, παράγραφος 1, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν ούτως ώστε τα αρμόδια δικαστήρια να διαθέτουν δύο εναλλακτικές μεθόδους προκειμένου να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που καθορίζει το πρώτο εδάφιο (28).

81.      Δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/48, η πρώτη από τις μεθόδους αυτές στηρίζεται στη συνεκτίμηση όλων των συναφών ζητημάτων όπως είναι οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις —οι οποίες περιλαμβάνουν τα διαφυγόντα κέρδη του δικαιούχου, καθώς και τα τυχόν αθέμιτα κέρδη που αποκόμισε ο παραβάτης— και ορισμένα μη οικονομικά στοιχεία όπως είναι η ηθική βλάβη που προκλήθηκε στον δικαιούχο.

82.      Η δεύτερη από τους μεθόδους αυτές συνίσταται, δυνάμει του σημείου βʹ, της διατάξεως αυτής, στον «[καθορισμό] αποζημιώσ[εως] ως κατ’ αποκοπήν ποσό βάσει στοιχείων, όπως, τουλάχιστον, το ύψος των δικαιωμάτων ή λοιπών αμοιβών που θα οφείλονταν αν ο παραβάτης είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίμαχο δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας». Στη συνάφεια του κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικών ποικιλιών, αυτό το ελάχιστο ποσό αντιστοιχεί έτσι προς αυτό της υποθετικής αμοιβής η οποία υπολογίζεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94. όπως τονίζει η αιτιολογική σκέψη 26 της εν λόγω οδηγίας, η εφαρμογή μιας τέτοιας μεθόδου ενδείκνυται ιδίως όταν είναι δυσχερής ο υπολογισμός του ποσού της πραγματικής ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος.

83.      Συναφώς, η θεωρία, ιδίως η γερμανική, έχει επανειλημμένως τονίσει τις πρακτικές δυσχέρειες που συνδέονται με τις μεθόδους καθορισμού της αποζημιώσεως οι οποίες στηρίζονται στα κέρδη που αποκόμισε ο παραβάτης ή στις ζημίες που υπέστη ο δικαιούχος, ιδίως υπό το πρίσμα του βάρους αποδείξεως και της ελλείψεως διαθέσιμων μέσων για τη συγκέντρωση των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η μέθοδος που στηρίζεται στην υποθετική αμοιβή προβάλλει ως η πλέον αποτελεσματική στην πράξη (29). Εξάλλου, σύμφωνα με τα λεγόμενα ορισμένων σχολιαστών τα δικαστήρια καταφεύγουν συχνά στη μέθοδο αυτή (30). Παρεμφερή συμπεράσματα προκύπτουν και από τη μελέτη των αστικών αποζημιώσεων στον τομέα των δικαιωμάτων της διανοητικής ιδιοκτησίας την οποία εκπόνησε το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την Παραβίαση των Δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας (31).

84.      Υπό το πρίσμα αυτό, τόσο η υποθετική αμοιβή όσο και η αναφορά στα κέρδη που αποκόμισε ο παραβάτης συνιστούν, κατά την άποψή μου, υποκατάστατα για την εκτίμηση της πραγματικής ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος ελλείψει επαρκούς αποδείξεως όλων των στοιχείων που μετέχουν στη ζημία αυτή (32). Έτσι, όλες οι διάφορες μέθοδοι τις οποίες προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/48 σκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι στην εκτίμηση και την ενδεδειγμένη αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας. Εξάλλου, η διάταξη αυτή αναγνωρίζει περιθώριο διακριτικής εκτιμήσεως στα εθνικά δικαστήρια κατά την επιλογή της μεθόδου που φρονούν ότι είναι ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και, ιδίως, των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων.

 β)     Επί της δυνατότητας υπολογισμού της αποζημιώσεως βάσει της συνήθους αμοιβής προσαυξανόμενης ενδεχομένως με ένα κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό

85.      Κατά τη διατύπωση που χρησιμοποιούν, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα, στοιχείο βʹ, αφορούν μόνον την ύπαρξη υποχρεώσεως υπολογισμού της αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 επί τη βάσει του ποσού της συνήθους αμοιβής όπως αυτό προσαυξάνεται με ένα κατ’ αποκοπήν ποσό. Φρονώ ότι η υποχρέωση αυτή δεν συμβιβάζεται με το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο αναγνωρίζει το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/48 στα εθνικά δικαστήρια ως προς την επιλογή της μεθόδου καθορισμού της αποζημιώσεως. Φρονώ ότι μπορούν να εκτιμούν, αφ’ ενός, τη ζημία που συνδέεται με την καταβολή εύλογης αποζημιώσεως κατ’ αποκοπήν επί τη βάσει της υποθετικής αμοιβής η οποία υπολογίζεται με γνώμονα τη συνήθη αμοιβή (βάσει της μεθόδου που περιγράφεται στο σημείο βʹ της διατάξεως αυτής) και, αφ’ ετέρου, την υπολειπόμενη ζημία που υπέστη ο δικαιούχος στηριζόμενα σε άλλους κρίσιμους παράγοντες (κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου που εκτίθεται στο σημείο αʹ της εν λόγω διατάξεως).

86.      Εντούτοις, φρονώ ότι τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν επίσης την ύπαρξη δυνατότητας καθορισμού της αποζημιώσεως βάσει του εν λόγω άρθρου 94, παράγραφος 2, δια της κατ’ αποκοπήν προσαυξήσεως του ύψους της συνήθους αμοιβής.

87.      Συναφώς, η εναγομένη στην κύρια δίκη και η Επιτροπή φρονούν ότι, δεδομένου ότι η αμοιβή αυτή αποτελεί ήδη τη βάση του υπολογισμού της εύλογης αποζημιώσεως κατά την έννοια της παραγράφου 1, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως σημείο αναφοράς στο πλαίσιο της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 94.

88.      Η άποψή μου είναι ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν υποχρεούνται, οσάκις ο παραβάτης ενήργησε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, να τον υποχρεώνουν στην καταβολή δύο διαφορετικών ποσών, βάσει, αντιστοίχως, των παραγράφων 1 και 2 του εν λόγω άρθρου 94. Αντιθέτως, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή σκοπεί, στο σύνολό της, στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος, τίποτα δεν εμποδίζει στην πράξη τα δικαστήρια αυτά να επιδικάζουν αποζημίωση υπό τη μορφή ενός συνολικού ποσού για την αποκατάσταση τόσο της ζημίας που συνδέεται με τη μη καταβολή εύλογης αποζημιώσεως όσο και των λοιπών στοιχείων της ζημίας.

89.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, συμφώνως προς το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/48, τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν την εξουσία στα αρμόδια δικαστήρια να καθορίζουν κατ’ αποκοπήν την αποζημίωση στηριζόμενα τουλάχιστον στο ποσό της υποθετικής αμοιβής, το οποίο υπολογίζεται κατ’ αρχήν με γνώμονα το ποσό της συνήθους αμοιβής. Όπως προκύπτει από το γράμμα της, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται οσάκις ο παραβάτης ενήργησε «εν γνώσει του ή ενώ μπορούσε ευλόγως να το γνωρίζει» —περίπτωση που συμπίπτει με αυτήν που προβλέπει το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο των κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών, μια τέτοια δυνατότητα κατ’ αποκοπήν επανορθώσεως εκτείνεται, κατά την άποψή μου, στο σύνολο της ζημίας την οποία υπέστη ο δικαιούχος, χωρίς να περιορίζεται μόνο στη ζημία που συνδέεται με τη μη καταβολή της εύλογης αποζημιώσεως την αντιστάθμιση της οποίας προβλέπει η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου 94.

90.      Ούτως εχόντων των πραγμάτων, οσάκις τα εθνικά δικαστήρια καθορίζουν μια συνολική αποζημίωση βάσει των παραγράφων 1 και 2 του εν λόγω άρθρου 94 επί τη βάσει του ποσού της συνήθους αμοιβής, ο σκοπός της πλήρους αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία υπέστη ο δικαιούχος απαιτεί, κατά την άποψή μου, όπως αυτά προσαρμόζουν το ποσό αυτό προκειμένου να απηχεί τη ζημία αυτή με τον πλέον πιστό τρόπο. Περαιτέρω, μια τέτοια ερμηνεία διασφαλίζει το πρακτικό αποτέλεσμα της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 94. Πράγματι, η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής, όπως την ερμήνευσα στα σημεία 58 έως 71 των παρουσών προτάσεων, προβλέπει ήδη την καταβολή στον δικαιούχο του ποσού της υποθετικής αμοιβής που αντιστοιχεί στη συνήθη αμοιβή όπως αυτή έχει ενδεχομένως προσαρμοστεί προκειμένου να απηχεί τις περιστάσεις που διαφοροποιούν την κατάσταση του παραβάτη σε σχέση προς αυτήν των δικαιοδόχων αναφοράς.

91.      Η προσέγγιση αυτή είναι συμβατή και με το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/48, δυνάμει του οποίου η αποζημίωση πρέπει να προσαρμόζεται στα πραγματική ζημία που υπέστη ο δικαιούχος. Ωστόσο, όπως είχε παρατηρήσει και ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet στην υπόθεση Liffers, το ποσό της υποθετικής αμοιβής δεν αντανακλά πάντοτε τη ζημία αυτή σε ολόκληρη την έκτασή της (33).

92.      Στην περίπτωση αυτή, τίθεται το ζήτημα εάν μια τέτοια προσαρμογή του ποσού της συνήθους αμοιβής μπορεί να λάβει τη μορφή ενός κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικού ποσού.

93.      Το Oberlandesgericht Düsseldorf παραπέμπει συναφώς στον τιμωρητικό χαρακτήρα που ενέχει η επιδίκαση ενός τέτοιου συμπληρωματικού ποσού. Στον βαθμό που αυτό θεωρεί, με αυτόν τον προσδιορισμό, μια προσαύξηση σκοπούσα να παράσχει στον δικαιούχο αποζημίωση η οποία επιδιώκει και άλλους σκοπούς πέραν της αποκαταστάσεως της ζημίας που αυτός πράγματι υπέστη, φρονώ ότι μια τέτοια προσαύξηση είναι ξένη προς τον αντισταθμιστικό σκοπό του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94. Επομένως, φρονώ ότι η διάταξη αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα στον εθνικό δικαστή να επιδικάζει στον δικαιούχο αυτό το είδος συμπληρωματικού ποσού.

94.      Εντούτοις, ο όρος «τιμωρητικός» μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στον βαθμό που πρόθεση του δικαστηρίου αυτού είναι επίσης ο καθορισμός αποζημιώσεως η οποία, μολονότι υπερβαίνει (έστω και σε σημαντικό βαθμό) το ποσό της συνήθους αμοιβής, σκοπεί στην πραγματικότητα στην αποκατάσταση της πραγματικής ζημίας που προκλήθηκε λόγω της παραβάσεως.

95.      Φρονώ ότι ουδεμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού ή της οδηγίας 2004/48 απαγορεύει αυτό το τελευταίο είδος αποζημιώσεως. Ο πρώτος επιτάσσει την επίτευξη ενός αποτελέσματος —την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος— χωρίς να υπαγορεύει συγκεκριμένη μεθοδολογία προς τούτο. Η δε δεύτερη δεν προβλέπει, συμφώνως προς το άρθρο της 2, παράγραφος 1, παρά μόνον ένα ελάχιστο πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων του δικαιούχου, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής ευνοϊκότερων προς αυτόν διατάξεων του εθνικού δικαίου ή του δικαίου της Ένωσης. Ως εκ τούτου, μολονότι η οδηγία αυτή δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη στην επιβολή αποζημιώσεως βάσει ενός κατ’ αποκοπήν ποσού υπερβαίνοντος το ποσό της υποθετικής αμοιβής (η οποία με τη σειρά της υπολογίζεται επί τη βάσει της συνήθους αμοιβής), εντούτοις, ούτε και το απαγορεύει (34). Αντιθέτως, μια τέτοια ευχέρεια απορρέει ρητώς εκ του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο αναφέρεται σε ένα κατ’ αποκοπήν ποσό που αντιστοιχεί «τουλάχιστον» σε αυτό της υποθετικής αμοιβής (35). Η προσέγγιση αυτή επιρρωννύεται και από την αιτιολογική σκέψη 26 της ιδίας αυτής οδηγίας η οποία διευκρινίζει ότι η διάταξη αυτή, μολονότι δεν θεσπίζει υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως με χαρακτήρα «ποινικής ρήτρας», ωστόσο, σκοπεί «να καταστεί δυνατή η αποζημίωση βάσει αντικειμενικών κριτηρίων […]».

96.      Βάσει των ανωτέρω, φρονώ ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί, στο πλαίσιο του καθορισμού της αποζημιώσεως για την αποκατάσταση του συνόλου της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος βάσει του άρθρου 94, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2100/94, να λάβει το ποσό της συνήθους αμοιβής για τη βάσει αδείας παραγωγή ως βάση του υπολογισμού και να το προσαυξήσει κατ’ αποκοπήν προκειμένου αυτό να αντανακλά όλα τα στοιχεία της ζημίας αυτής, επί τη βάσει εκτιμήσεων επιεικείας και του συνόλου των στοιχείων που κρίνει ενδεδειγμένα (36).

 γ)     Επί της αποδόσεως των οφελών που αποκόμισε ο παραβάτης

97.      Με το έκτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν τα οφέλη που αποκόμισε ο παραβάτης συνιστούν ζημία της οποίας την αποκατάσταση μπορεί να αξιώσει ο δικαιούχος, βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 πλέον της καταβολής της εύλογης αποζημιώσεως που καθορίζεται δυνάμει της παραγράφου 1 της διατάξεως αυτής, ή εάν τα οφέλη αυτά δεν οφείλονται παρά μόνον εναλλακτικώς σε σχέση προς αυτή.

98.      Υπενθυμίζω ευθύς εξαρχής ότι, λαμβανομένου υπόψη του αποκλειστικώς αντισταθμιστικού σκοπού του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94, ο δικαιούχος δεν μπορεί να αξιώσει παρά μόνον αποζημίωση για τη ζημία την οποία πράγματι υπέστη λόγω της παραβάσεως.

99.      Ωστόσο, τα οφέλη που άντλησε ο παραβάτης δεν αποτελούν καθ’ εαυτά συνιστώσα της ζημίας αυτής. Όπως τονίστηκε στο σημείο 84 των παρουσών προτάσεων, το όφελος που απέκτησε ή τα κέρδη που απεκόμισε ο παραβάτης, στο πλαίσιο τόσο του εν λόγω άρθρου 94, παράγραφος 2, όσο και του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/48, δεν αντιπροσωπεύουν —όπως ακριβώς και η υποθετική αμοιβή— παρά μόνον υποκατάστατα για την εκτίμηση της ζημίας την οποία πράγματι υπέστη ο δικαιούχος, ελλείψει αποδείξεων σε σχέση με όλα τα στοιχεία που μετέχουν στη ζημία αυτή (37). Με άλλα λόγια, η παραπομπή στην υποθετική αμοιβή ή στα οφέλη του παραβάτη συνιστούν ισάριθμα εργαλεία τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμήσουν την ίδια αυτή ζημία και να καθορίσουν αντιστοίχως το ποσό της επανορθώσεως.

100. Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι τα δικαστήρια αυτά δεν μπορούν, βάσει του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94, να επιδικάσουν στον δικαιούχο και ένα ποσό εύλογης αποζημιώσεως το οποίο αντιστοιχεί σε αυτό της υποθετική αμοιβής και ένα ποσό που αντανακλά τα κέρδη του παραβάτη, καθώς τούτο υπερακοντίζει τον αντισταθμιστικό σκοπό της διατάξεως αυτής.

101. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το ποσό των κερδών αυτών μπορεί, στην πράξη, να υπερβαίνει το ποσό της υποθετικής αμοιβής την καταβολή της οποίας δικαιούται ο δικαιούχος, δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, στο πλαίσιο της αποκαταστάσεως της ζημίας η οποία συνδέεται με τη μη καταβολή εύλογης αποζημιώσεως. Στην περίπτωση αυτή, η εναπομείνασα ζημία της οποίας την αποκατάσταση μπορεί αυτός ο τελευταίος να ζητήσει δυνάμει της παραγράφου 2 της διατάξεως αυτής μπορεί να υπολογιστεί δια παραπομπής στο ποσό των εν λόγω κερδών που υπερβαίνουν το ύψος της αμοιβής αυτής (38). Εντούτοις, τούτο δεν συνιστά παρά μόνο μία ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων τα οποία μπορούν να τη χρησιμοποιούν οσάκις φρονούν ότι τούτο είναι ενδεδειγμένο προκειμένου να εκτιμηθεί η ζημία την οποία πράγματι υπέστη ο δικαιούχος.

102. Συναφώς, φρονώ χρήσιμο να τονίσω ότι, λαμβανομένου υπόψη του αποζημιωτικού σκοπού του άρθρου 94 του εν λόγω κανονισμού, η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 2 της διατάξεως αυτής δεν συνεπάγεται, εν αντιθέσει ως προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή, ότι το όφελος το οποίο απεκόμισε ο παραβάτης συνιστά ένα ελάχιστο όριο το οποίο είναι δεσμευτικό για τα εθνικά δικαστήρια ακόμη και στην περίπτωση που υπερβαίνει το ποσό της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος (39). Φρονώ ότι η περίοδος αυτή απλώς αναγνωρίζει στα δικαστήρια αυτά περιθώριο διακριτικής εκτιμήσεως η οποία τους παρέχει την εξουσία να μειώνουν το ποσό της επανορθώσεως ώστε να μην υπερβαίνει αυτό της ζημίας που πράγματι υπέστη, επί τη βάσει εκτιμήσεων επιεικείας, οσάκις ο παραβάτης δεν βαρύνεται παρά μόνο με ελαφρύ πταίσμα. Υπό το πρίσμα αυτό, η παραπομπή στο όφελος που απεκόμισε αυτός ο τελευταίος έχει απλώς την έννοια ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής ενός μέτρου επιεικείας, τα εν λόγω δικαστήρια δεν μπορούν να περιορίζουν το ποσό της επανορθώσεως κατά τρόπο ώστε αυτό όχι μόνον να μην αποκαθιστά το σύνολο της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος, αλλά, περαιτέρω, να μην καλύπτει ούτε καν τα οφέλη που άντλησε ο παραβάτης. Αντιθέτως, εάν το ποσό των οφελών αυτών υπερβαίνει το ποσό της ζημίας αυτής, τα ίδια αυτά δικαστήρια πρέπει να περιορίζουν το ποσό της επανορθώσεως σε αυτό της εν λόγω ζημίας (40).

103. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/48, προβλέποντας ότι τα εθνικά δικαστήρια «λαμβάνουν υπόψη» όλα τα συναφή ζητήματα, όπως είναι τα αδικαιολόγητα κέρδη που αποκόμισε ο παραβάτης, επίσης δεν καθιστά τα κέρδη αυτά σε ένα ελάχιστο όριο ή σε δεσμευτικό κριτήριο εκτιμήσεως της ζημίας. Φρονώ ότι η διάταξη αυτή απλώς καθιερώνει το περιθώριο εκτιμήσεως του εθνικού δικαστή προκειμένου να εκτιμά τη ζημία αυτή συναρτήσει κριτηρίων που κρίνει ότι είναι ενδεδειγμένα, όπως είναι μεταξύ άλλων τα εν λόγω κέρδη (41).

104. Επομένως, μολονότι ούτε το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 ούτε το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48 παρέχουν στον δικαιούχο δικαίωμα αποδόσεως των κερδών που αποκόμισε ο παραβάτης κατά το μέρος που αυτά υπερβαίνουν το ποσό της ζημίας που υπέστη, εντούτοις, ένα τέτοιο δικαίωμα μπορεί, αντιθέτως, να του αναγνωριστεί δυνάμει του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών, συμφώνως προς το άρθρο 97, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Η διάταξη αυτή επιτρέπει, εκ παραλλήλου με την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, την εφαρμογή των κανόνων του εθνικού δικαίου που προβλέπουν την επιστροφή του οφέλους το οποίο απεκόμισε ο παραβάτης εις βάρος του δικαιούχου ή του δικαιοδόχου —και τούτο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε υποκειμενικού στοιχείου. Στη συνάφεια αυτή, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, τα κέρδη του παραβάτη αποτελούν, όχι ένα μέτρο για τον ποσοτικό προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος, αλλά το καθ’ εαυτό αντικείμενο μιας αγωγής περί επαναφοράς εις την προτέραν κατάσταση η οποία στηρίζεται στην εθνική νομοθεσία. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το εν λόγω άρθρο 97, παράγραφος 1, εγείρει τις δικές του ερμηνευτικές δυσχέρειες που υπερβαίνουν το πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως (42).

 Ε —      Επί του εβδόμου και ογδόου ερωτήματος σχετικά με την απόδοση των δικαστικών εξόδων και άλλων δαπανών που συνδέονται με την προάσπιση των δικαιωμάτων του δικαιούχου

105. Κατά τα δύο αυτά τελευταία ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν αντιβαίνουν στο άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στον δικαιούχο εις βάρος του οποίου σημειώθηκε παράβαση να απαιτήσει την απόδοση των δικαστικών εξόδων στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων οσάκις ηττήθηκε κατά τη διαδικασία αυτή, πλην όμως εν συνεχεία δικαιώθηκε στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας (έβδομο ερώτημα) καθώς και αποζημίωση για τον χρόνο που ανάλωσε κατά την προετοιμασία της ένδικης διαδικασίας στον βαθμό που αυτός δεν υπερβαίνει τα συνήθη όρια (όγδοο ερώτημα) (43).

106. Η απάντηση που πρέπει να δοθεί στα ερωτήματα αυτά προϋποθέτει, προηγουμένως, τον καθορισμό του κατά πόσον η ζημία που μπορεί να αποζημιωθεί βάσει του εν λόγω άρθρου 94, παράγραφος 2, περιλαμβάνει τα δικαστικά έξοδα και άλλες δαπάνες σχετικές με την προετοιμασία του δικαστικού αγώνος.

107. Ο J. Hansson και η Επιτροπή ζητούν να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της διατάξεως αυτής καθώς και του γράμματος του άρθρου 13 της οδηγίας 2004/48, τα οποία προβλέπουν την αποκατάσταση της ζημία που υπέστη ο δικαιούχος χωρίς να θέτουν κανένα περιορισμό. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε περαιτέρω ότι οι ιδιαιτερότητες των κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών, που αφορούν ιδίως τις δυσχέρειες προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την παράβαση, επιτάσσουν να ερμηνευθεί το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 υπό την έννοια ότι η ζημία η οποία πρέπει να αποκατασταθεί συναφώς περιλαμβάνει τα δικαστικά έξοδα, καθώς και τις δαπάνες για τον εντοπισμό και την έρευνα της παραβάσεως.

108. Εντούτοις, η ευρύτερη συνάφεια στην οποία εντάσσονται οι διατάξεις αυτές συνηγορούν υπέρ της αντίθετης λύσεως.

109. Συναφώς, μολονότι ο κανονισμός αυτός δεν θίγει το ζήτημα της αποζημιώσεως των δικαστικών εξόδων και των λοιπών δαπανών σχετικά με την ένδικη διαδικασία, αλλά νομοθετήματα της Ένωσης τα οποία αφορούν την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας αφιερώνουν στο ζήτημα αυτό ειδικές και χωριστές διατάξεις από αυτές που διέπουν την αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη ο δικαιούχος λόγω της παραβάσεως. Έτσι, στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/48, η απόδοση των δικαστικών εξόδων και των «λοιπών δαπανών» στις οποίες υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος αποτελούν το αντικείμενο διατάξεως, ήτοι του άρθρου 14, διαφορετικής από το άρθρο 13 που αφορά την αποζημίωση. Οι προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας αυτής καθιστούν σαφές ότι αυτές οι «λοιπές δαπάνες» καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τις δαπάνες έρευνας και τα έξοδα πραγματογνωμοσύνης που συνδέονται με την απόδειξη της παραβάσεως (44). Κατά τα λοιπά το εν λόγω άρθρο 14 δεν προβλέπει την απόδοση αυτών των δικαστικών εξόδων και των «λοιπών δαπανών» από τον ηττηθέντα διάδικο παρά μόνο στον βαθμό που αυτά είναι εύλογα και αναλογικά (45), και υπό την επιφύλαξη εκτιμήσεων επιεικείας. Η συμφωνία για την ίδρυση ενιαίου δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας περιλαμβάνει παρεμφερή διάταξη (46).

110. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη μελέτη για τις αστικές αποζημιώσεις σε περιπτώσεις δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας την οποία εκπόνησε το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την Παραβίαση των Δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας, τα εσωτερικά δίκαια των κρατών μελών δεν περιέχουν κοινές αρχές οι οποίες να καθιερώνουν ένα πλέον εκτεταμένο δικαίωμα επιστροφής των δικαστικών εξόδων και των λοιπών δαπανών που είναι σχετικά με την ένδικη διαδικασία ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποκαταστάσεως καθ’ όλη την έκτασή τους όπως ακριβώς και στην περίπτωση οποιουδήποτε άλλου στοιχείου της ζημίας την οποία έχει υποστεί ο δικαιούχος. Κατά τη μελέτη αυτή, η πλειονότητα των κρατών μελών ρυθμίζουν τα ζητήματα που συνδέονται με αυτά τα έξοδα και τις δαπάνες αποκλειστικώς με ειδικούς κανόνες περί εκκαθαρίσεως των δαπανών, διαφορετικών από τις γενικές διατάξεις που διέπουν την αστική ευθύνη (47). Παρατηρώ, χωρίς να προδικάζω τη συμβατότητά τους με το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 (48), ότι οι κανόνες αυτοί περιορίζουν εν γένει τη δυνατότητα διεκδικήσεως των εν λόγω εξόδων και δαπανών αποκλείοντας την αποζημίωση για ορισμένες κατηγορίες αυτών, προβλέποντας πίνακες ή μέγιστα όρια, διατηρώντας το περιθώριο διακριτικής εκτιμήσεως των εθνικών δικαστών με γνώμονα την εκτίμηση λόγων επιεικείας, ή συνδυάζοντας διάφορες από τις μεθόδους αυτές (49).

111. Βάσει των ανωτέρω, φρονώ ότι δεν συντρέχει κάποιος λόγος ο οποίος να δικαιολογεί, ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως προς αυτήν την κατεύθυνση στο κείμενο του κανονισμού 2100/94, να αναγνωριστεί στον δικαιούχο κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας το πλεονέκτημα ενός ευνοϊκότερου καθεστώτος αποδόσεως των δικαστικών εξόδων και των λοιπών δαπανών σχετικά με την προετοιμασία της δίκης από αυτό το οποίο εν γένει διέπει τους δικαιούχους άλλων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Εξάλλου, δεν αποκλείεται η συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού σχετικά με τη διάπραξη της παραβάσεως και η έρευνα προκειμένου να θεμελιωθεί η αγωγή να αποδειχθούν εξίσου επίπονες και δαπανηρές όσον αφορά την προστασία αυτών των λοιπών δικαιωμάτων ή τουλάχιστον ορισμένων εξ αυτών.

112. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, ερμηνευόμενο υπό το φως της συνάφειάς του, δεν παρέχει στον δικαιούχο δικαίωμα αποζημιώσεως των δικαστικών εξόδων και των λοιπών δαπανών σχετικά με την προάσπιση των δικαιωμάτων του δια της δικαστικής οδού. Έτσι, φρονώ ότι η αποζημίωση αυτών των εξόδων και δαπανών διέπεται από το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, σε αυτό δε περιλαμβάνονται, ενδεχομένως, οι διατάξεις που μεταφέρουν στην εσωτερική νομοθεσία την οδηγία 2004/48.

113. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, όπως τόνισε η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 14 της οδηγίας αυτής, ο νικήσας διάδικος μπορεί να ζητήσει από τον ηττηθέντα διάδικο την απόδοση των δικαστικών εξόδων και λοιπών εύλογων και αναλογικών δαπανών, και τούτο έστω και αν δεν βαρύνεται με πταίσμα.

114. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι είναι σκόπιμο, προκειμένου να παρασχεθούν χρήσιμες απαντήσεις στο αιτούν δικαστήριο, να εξετάσω το έβδομο και το όγδοο ερώτημα επίσης υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής, μολονότι το δικαστήριο αυτό δεν την μνημόνευσε στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως (50).

115. Όσον αφορά το έβδομο ερώτημα, φρονώ ότι το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 εφαρμόζεται χωριστά στο πλαίσιο, αφ’ ενός, της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και, αφ’ ετέρου, της τακτικής διαδικασίας, δεδομένου ότι οι διαδικασίες αυτές αφορούν διαφορετικά ένδικα βοηθήματα που επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Πράγματι, το αντικείμενο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων συνίσταται στη λήψη ενός προσωρινού μέτρου, ενώ η τακτική διαδικασία αφορά τη διαπίστωση της παραβάσεως καθ’ εαυτήν. Εν προκειμένω, όπως παρατήρησε το αιτούν δικαστήριο, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων σκοπούσε να απαγορευθούν προσωρινώς οι επίμαχες δραστηριότητες Jungpflanzen Grünewald. Η ευδοκίμηση της αιτήσεως αυτής εξηρτάτο από τη διαπίστωση, η οποία στηρίζεται σε ειδικά κριτήρια αποδείξεως, όχι μόνον της πιθανολογήσεως του δικαιώματος που έχει ο δικαιούχος, αλλά και της υπάρξεως καταστάσεως κατεπείγοντος.

116. Πάντως, από την απόφαση περί παραπομπής συνάγεται ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του J. Hansson απερρίφθη τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση. Επομένως, συμφώνως προς το εν λόγω άρθρο 14, ο αιτών που βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με τα έξοδα που συνδέονται με την αίτηση αυτή, έστω και αν εν συνεχεία νικήσει στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

117. Εντεύθεν συνάγω ότι στη διάταξη αυτή δεν αντίκειται κανόνας του εθνικού δικαίου δυνάμει του οποίου ο αιτών, ο οποίος δικαιώνεται στο πλαίσιο της κύριας δίκης, αφού ηττήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, δεν μπορεί να διεκδικήσει τα σχετικά με την αίτηση αυτή έξοδα.

118. Προκειμένου να απαντηθεί το όγδοο ερώτημα, πρέπει να προσδιοριστεί εάν η έννοια «λοιπές δαπάνες» του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48 καλύπτει τον αναλωθέντα χρόνο κατά την προετοιμασία της δίκης, ιδίως στο πλαίσιο των συναντήσεων με τους δικηγόρους και τις συναφείς μετακινήσεις.

119. Όπως τόνισα στο σημείο 109 των παρουσών προτάσεων, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας αυτής συνάγεται ότι η Επιτροπή εκλάμβανε την έννοια των «λοιπών δαπανών» ως περιλαμβάνουσα, ιδίως, τις δαπάνες έρευνας και τα έξοδα πραγματογνωμοσύνης (51), που είναι χαρακτηριστικά των διαφορών διανοητικής ιδιοκτησίας.

120. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το εν λόγω άρθρο 14, καθιερώνοντας ιδιαιτέρως ευνοϊκές προϋποθέσεις για τους δικαιούχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας για την απόδοση των δικαστικών εξόδων σκοπεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο να αποθαρρυνθούν από τη δια της δικαστικής οδού προβολή των δικαιωμάτων τους (52).

121. Συναφώς, φρονώ ότι, όπως υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi στο πλαίσιο της υποθέσεως Realchemie Nederland, ο κίνδυνος αποτροπής τον οποίον η διάταξη αυτή σκοπεί να αποτρέψει απορρέει από την ιδιαιτερότητα των διαδικασιών και των αποδεικτικών μέσων σε ζητήματα διανοητικής ιδιοκτησίας, δεδομένου ότι τα έξοδα έρευνας και πραγματογνωμοσύνης ενδέχεται να είναι στη συνάφεια αυτή πολύ υψηλά (53).

122. Αντιθέτως, φρονώ ότι ο χρόνος τον οποίον ανάλωσε ο δικαιούχος στο πλαίσιο συναντήσεων με τους δικηγόρους του και οι μετακινήσεις για τον σκοπό αυτόν δεν συνδέονται ιδιαιτέρως με τη διαφορά που άπτεται του δικαίου της διανοητικής ιδιοκτησίας ούτε είναι πιθανό να αποτρέψουν την κίνηση ένδικης διαδικασίας.

123. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 ούτε διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες περιορίζουν τη δυνατότητα επιδικάσεως αποζημιώσεως για τον χρόνο που αναλώθηκε για την προετοιμασία αγωγής.

V –    Συμπέρασμα

124. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Oberlandesgericht Düsseldorf ως εξής:

1)      Το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το ποσό της εύλογης αποζημιώσεως ανταποκρίνεται σε αυτό της αμοιβής την οποία θα έπρεπε να καταβάλει ο παραβάτης στον δικαιούχο του κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, εάν αυτός είχε ζητήσει από αυτόν τον τελευταίο την άδεια να εκμεταλλεύεται την προστατευόμενη ποικιλία, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως τις οποίες θα είχαν κατά κανόνα λάβει υπόψη τους λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει τις περιστάσεις αυτές και να καθορίσει αντιστοίχως το ποσό της εύλογης αποζημιώσεως. Στο πλαίσιο της ασκήσεως ενός τέτοιου περιθωρίου εκτιμήσεως, το δικαστήριο αυτό μπορεί, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη του τον διαδραμόντα χρόνο από της διεξαγωγής των παραβατικών δραστηριοτήτων προσαυξάνοντας το ποσό της εύλογης αποζημιώσεως με τόκους υπερημερίας.

2)      Ούτε το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 ούτε το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο να καθορίζει το ποσό της εύλογης αποζημιώσεως προσαυξάνοντας το ποσό της αμοιβής που συνομολογήθηκε στο πλαίσιο των υφιστάμενων συμφωνιών περί παραχωρήσεως αδείας εκμεταλλεύσεως της προστατευόμενης ποικιλίας στην οικεία αγορά με ένα κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό. Εντούτοις, οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν το εν λόγω δικαστήριο να πράξει τούτο, στον βαθμό που φρονεί ότι τούτο ενδείκνυται προκειμένου να υπολογιστεί το ποσό της αμοιβής το οποίο ο παραβάτης θα έπρεπε να καταβάλλει εάν είχε ζητήσει από τον δικαιούχο την άδεια να εκμεταλλεύεται την προστατευόμενη ποικιλία, λαμβανομένων υπόψη όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων τις οποίες λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι θα είχαν κατά κανόνα λάβει υπόψη τους. Αντιθέτως, ένα τέτοιο κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό δεν μπορεί να προστεθεί σε άλλες δαπάνες στο πλαίσιο του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94.

3)      Ούτε το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 ούτε το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48 επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο να καθορίζει το ποσό της αποζημιώσεως που προορίζεται να επανορθώσει το σύνολο της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος επί τη βάσει της αμοιβής που είχε συνομολογηθεί στο πλαίσιο των υφιστάμενων συμφωνιών περί παραχωρήσεως αδείας εκμεταλλεύσεως της προστατευόμενης ποικιλίας στην οικεία αγορά. Εντούτοις, οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν το εν λόγω δικαστήριο να λάβει την αμοιβή αυτή ως σημείο αφετηρίας του υπολογισμού της αποζημιώσεως αυτής και να την προσαρμόσει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, στον βαθμό που το θεωρεί ενδεδειγμένο για τους σκοπούς της αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία πράγματι υπέστη ο δικαιούχος συνεπεία της παραβάσεως.

4)      Ούτε το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 ούτε το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48 επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο, εάν αυτό αποφασίσει να καθορίσει την αποζημίωση που προορίζεται να αποκαταστήσει το σύνολο της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος επί τη βάσει του ποσού της αμοιβής που είχε συνομολογηθεί στο πλαίσιο υφιστάμενων συμφωνιών περί παραχωρήσεως αδείας εκμεταλλεύσεως της προστατευόμενης ποικιλίας στην οικεία αγορά να το προσαυξήσει με ένα κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό. Εντούτοις, οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν το εν λόγω δικαστήριο να το πράξει, στον βαθμό που αυτό κρίνει ότι τούτο είναι ενδεδειγμένο για τους σκοπούς της αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία πράγματι υπέστη ο δικαιούχος συνεπεία της παραβάσεως. Ένα τέτοιο κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό δεν μπορεί να προστεθεί στις λοιπές δαπάνες.

5)      Το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κέρδη που απεκόμισε ο παραβάτης δεν συνιστούν ζημία την οποία υπέστη ο δικαιούχος την αποκατάσταση της οποίας θα μπορούσε να αξιώσει αυτός ο τελευταίος βάσει της διατάξεως αυτής, πέραν της καταβολής εύλογης αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Εντούτοις, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του το ποσό αυτών των κερδών προκειμένου να εκτιμήσει τη ζημία που υπέστη ο δικαιούχος και να καθορίσει αναλόγως το ποσό της αποζημιώσεως.

6)      Ούτε το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 ούτε το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 έρχονται σε αντίθεση με εθνικές διατάξεις οι οποίες δεν επιτρέπουν στον δικαιούχο να ζητήσει την απόδοση των εξόδων αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ασκηθείσας λόγω παραβάσεως έστω και αν εν συνεχεία δικαιωθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

7)      Εθνικές διατάξεις οι οποίες δεν παρέχουν στον δικαιούχο τη δυνατότητα να ζητήσει αποζημίωση για τον χρόνο που ανάλωσε κατά την προετοιμασία αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως δεν αντιβαίνουν ούτε στο άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, ούτε στο άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      ΕΕ L 227, σ. 1.


3 —      ΕΕ L 157, σ. 45.


4 —      Τα ίδια συμπεράσματα αντλούνται και από τις αποδόσεις στην τσεχική, τη γερμανική, την ελληνική, την εσθονική, την κροατική, την ουγγρική, τη λεττονική, την ολλανδική, τη σλοβακική, τη σλοβένικη και τη σουηδική. Αν και λιγότερο σαφείς ως προς το σημείο αυτό, οι αποδόσεις στις λοιπές γλώσσες ουδόλως αναιρούν τα συμπεράσματα αυτά.


5 —      Η υπογράμμιση δική μου. Βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen επί της υποθέσεως Geistbeck (C‑509/10, EU:C:2012:187, σημείο 40). Εντούτοις, θα προβώ σε ορισμένες διευκρινίσεις σε σχέση με την παραδοχή ότι το άρθρο 94 του κανονισμού 2100/94 σκοπεί να διασφαλίσει την καθ’ ολοκληρίαν αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας λόγω της παραβάσεως υποστηρίζοντας, στα σημεία 105 έως 123 των παρουσών προτάσεων, ότι το δικαίωμα αποζημιώσεως βάσει της διατάξεως αυτής δεν καλύπτει τα δικαστικά έξοδα και λοιπές δαπάνες που συνδέονται με την προάσπιση των δικαιωμάτων του δικαιούχου.


6 —      Η υπογράμμιση δική μου.


7 —      C‑509/10 (EU:C:2012:416, σκέψη 36).


8 —      Μολονότι η απόδοση της διατάξεως αυτής στη γαλλική δεν καθιστά σαφές ότι αυτή δεν αφορά τις κυρώσεις αστικού χαρακτήρα, μια τέτοια ερμηνεία απορρέει κατά τρόπο αναμφήριστο, μεταξύ άλλων, από τις αποδόσεις στην αγγλική, τη δανική, την ιταλική και την ολλανδική, οι οποίες χρησιμοποιούν αντιστοίχως τους όρους «strafbarhed», «penalties», «reprimere» και «bestraffing». Αυτή η ερμηνεία παρέχει τη δυνατότητα, κατά τα λοιπά, διασφαλίσεως του πρακτικού αποτελέσματος του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94.


9 —      Το 2013, η Επιτροπή πρότεινε την τροποποίηση του κανονισμού 2100/94 ούτως ώστε να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να θεσπίσουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις (πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την παραγωγή και τη διαθεσιμότητα φυτικού αναπαραγωγικού υλικού στην αγορά, της 6ης Μαΐου 2013 [COM(2013) 262 τελικό, σ. 98]). Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε με ψήφισμα νομοθετικού περιεχομένου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2014 (T7‑0185/2014), εν συνεχεία δε αποσύρθηκε από την Επιτροπή (ΕΕ 2015, C 80, σ. 20).


10 —      Η Επιτροπή διευκρίνισε εξάλλου ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής καλύπτει, μεταξύ άλλων, την προστασία δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας [δήλωση της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/48 (ΕΕ 2005, L 94, σ. 37)].


11 —      Η εναγομένη στην κύρια δίκη παρέπεμψε σε έκθεση της Επιτροπής η οποία τονίζει τον κίνδυνο να ερμηνευθεί το άρθρο 97, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 υπό την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή της οδηγίας 2004/48 στο σύνολό της και συνιστά, ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή να προσαρμοστεί αναλόγως (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, γενική διεύθυνση «Υγεία και ασφάλεια τροφίμων», «Evaluation of the Community Plant Variety Right Acquis — Final Report», Απρίλιος 2011, που διατίθεται στην ιστοσελίδα http://ec.europa.eu/food/plant/plant_property_rights/evaluation/docs/cpvr_evaluation_final_report_en.pdf, σ. 28). Φρονώ ότι η έκθεση αυτή περισσότερο επιρρωννύει το συμπέρασμα ότι η οδηγία αυτή θα έπρεπε να εφαρμόζεται επί των κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών από ό,τι στηρίζει τη θέση της Jungpflanzen Grünewald.


12 —       Βλ., επίσης, άρθρο 16 της οδηγίας 2004/48, το οποίο ορίζει ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη των μέτρων, διαδικασιών και μέτρων αποκατάστασης αστικής και διοικητικής φύσεως που προβλέπει η παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν κυρώσεις σε περιπτώσεις κατά τις οποίες προσβάλλονται δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας».


13 —      Ούτε ο κανονισμός (ΕΕ) 1257/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2012, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών (ΕΕ L 361, σ. 1), του οποίου η αιτιολογική σκέψη 13 παραπέμπει στις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της οδηγίας 2004/48, δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν την καταβολή αποζημιώσεως εις βάρος του μη πλημμελώς ενεργήσαντος παραβάτη. Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 45 της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 Γ της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), που υπεγράφη στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/EΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336, σ. 1).


14 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Cilfit κ.λπ. (283/81, EU:C:1982:335, σκέψη 20).


15 —      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Marshall (152/84, EU:C:1986:84, σκέψη 48), και Faccini Dori (C‑91/92, EU:C:1994:292, σκέψη 20).


16 —      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Pfeiffer κ.λπ. (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψεις 110 έως 119).


17 —      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 100 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


18 —      C‑509/10 (EU:C:2012:416, σκέψη 40).


19 —      Αυτόθι (σκέψη 50).


20 —      Η αναφορά, στη σκέψη 40 της αποφάσεως αυτής, σε ένα ποσό που «αντιστοιχεί στο ποσό που ισοδυναμεί με την οφειλόμενη αμοιβή για την παραγωγή βάσει της αδείας Γ και το οποίο ο [καλλιεργητής] δεν έχει καταβάλει», δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, ερμηνευόμενη υπό το φως της συνάφειας της αποφάσεως αυτής, η διατύπωση αυτή συνεπάγεται απλώς ότι η εύλογη αποζημίωση πρέπει να λαμβάνει ως σημείο αφετηρίας ένα τέτοιο ποσό, εν αντιθέσει προς το μικρότερο ποσό της αμοιβής που οφείλεται, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, από τους καλλιεργητές που απολαύουν του «προνομίου του καλλιεργητή» δυνάμει της παραγράφου 1 της διατάξεως αυτής.


21 —      Απόφαση Geistbeck (C‑509/10, EU:C:2012:416, σκέψη 37).


22 —      Εξάλλου, ενίοτε ενδέχεται να μην υφίστανται συμβάσεις περί παραχωρήσεως αδείας εκμεταλλεύσεως της ποικιλίας που προστατεύεται στην οικεία αγορά, μεταξύ άλλων, όταν η παράβαση αφορά αγορά στην οποία η ποικιλία αυτή δεν έχει ακόμη διατεθεί. Στην περίπτωση αυτή, το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει ως βάση του υπολογισμού την αμοιβή που οφείλεται βάσει συμβάσεων περί παραχωρήσεως αδείας εκμεταλλεύσεως οι οποίες αφορούν παρεμφερείς ποικιλίες ή αγορές, ή να καθορίσει ένα εύλογο ποσό υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων περιστάσεων.


23 —      Απόφαση Geistbeck (C‑509/10, EU:C:2012:416, σκέψεις 40 και 41).


24 —      Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι όντως είναι σπάνιο μια μεγάλης εκτάσεως και μακράς διαρκείας παράβαση να οφείλεται σε απροσεξία, οπότε τα εν λόγω πλεονεκτήματα είναι πιθανό να μπορούν κατ’ αρχήν να αντισταθμίζονται δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.


25 —      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen επί της υποθέσεως Geistbeck (C‑509/10, EU:C:2012:187, σημείο 57).


26 —      Εκτιμώμενη υπό το πρίσμα της συνάφειάς της, η σκέψη 42 της αποφάσεως Geistbeck (C‑509/10, EU:C:2012:416), η οποία παραπέμπει στον «ενδεικτικό χαρακτήρα» του εν λόγω άρθρου 94, παράγραφος 1, δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό. Η απόφαση αυτή αφορούσε την ιδιάζουσα κατάσταση ενός καλλιεργητή ο οποίος είχε παραβεί την υποχρέωσή του ενημερώσεως την οποία υπείχε δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94, οπότε δεν μπορούσε πλέον να επικαλεστεί τον τρόπο υπολογισμού (ευνοϊκότερον) της αμοιβής που προβλέπει η διάταξη αυτή.


27 —      Μολονότι το πέμπτο ερώτημα υποβάλλεται στο Δικαστήριο μόνο στην περίπτωση που αυτό καταλήξει, στο πλαίσιο της απαντήσεώς του επί του τετάρτου ερωτήματος, ότι η αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 πρέπει επίσης να υπολογίζεται επί τη βάσει της συνήθους αμοιβής, φρονώ ότι είναι κρίσιμο ανεξαρτήτως της απαντήσεως που τυχόν δοθεί σε αυτό το τέταρτο ερώτημα. Ο καθορισμός των στοιχείων της ζημίας που μπορεί να αποκατασταθεί προηγείται, όντως, του καθορισμού της ενδεδειγμένης μεθόδου για τον υπολογισμό της ζημίας αυτής και τον καθορισμό της αντίστοιχης αποζημιώσεως.


28 —      Βλ., επίσης, άρθρο 68, παράγραφος 3, της Συμφωνίας για την ίδρυση Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (EE 2013, C 175, σ. 1).


29 —      Βλ., μεταξύ άλλων, Geiger, C., Raynard, J., και Rodà, C., «What developments for the European framework on enforcement of intellectual property rights? A comment on the evaluation report dated December 22, 2010», EIPR, 2011, τεύχος 9, σ. 547, Meier‑Beck, P., «Les dommages‑intérêts pour contrefaçon de brevet en droit allemand: Principes fondamentaux, évaluation et mise en œuvre», Revue mensuelle du JurisClasseur — Propriété Industrielle, 2004, σ. 11-15, και Rau, M., «Damages for patent infringement in Germany», RIPIA, 2000, τεύχος 201, σ. 78 έως 82. Επί της δυσχέρειας υπολογισμού των ζημιών που υπέστη ο δικαιούχος, βλ. Moss, G., και Rogers, D., «Damages for Loss of Profits in Intellectual Property Litigation», EIPR, 1997, σ. 425 επ.


30 —      Βλ., μεταξύ άλλων, Raynard, J., «IP enforcement in Europe: acquis and future plans», σε Geiger, C. (επιμ.) Constructing European intellectual property: Achievements and new perspectives, 2013, σ. 392.


31 —      Πρώην «Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Παραποιήσεως και Πειρατείας». European Observatory on Counterfeiting and Piracy, «Damages in Intellectual Property Rights», disponible sous http://ec.europa.eu/internal_market/iprenforcement/docs/damages_en.pdf, σ. 3 του τμήματος «Analysis, recommendations and best practices» και σ. 1 έως 22 και 44 έως 53 του συνοπτικού πίνακα.


32 —      Βλ. αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2004/48.


33 —      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet επί της υποθέσεως Liffers (C‑99/15, EU:C:2015:768, σημείο 27).


34 —      Οι προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2004/48 δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό. Βεβαίως, η αρχική πρόταση της Επιτροπής προέβλεπε ότι τα εθνικά δικαστήρια έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να εκτιμούν τη ζημία που υπέστη ο δικαιούχος βάσει ενός κατ’ αποκοπήν ποσού αντιστοιχούντος στο διπλό της υποθετικής αμοιβής, διευκρινίζοντας ταυτοχρόνως ότι ένα τέτοιο κατ’ αποκοπήν ποσό δεν θα αποτελούσε αποζημίωση με τιμωρητικό χαρακτήρα [πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα μέτρα και τις διαδικασίες που αποσκοπούν στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, της 30ής Ιανουαρίου 2003, COM(2003) 46 τελικό, σ. 25 και 43]. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του γεγονός ότι η οδηγία αυτή προβαίνει σε μια κατ’ ελάχιστον εναρμόνιση, η χρήση μιας λιγότερο επιτακτικής διατυπώσεως στο τελικό κείμενο του άρθρου της 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ουδόλως στερεί τα κράτη μέλη από την ευχέρεια να επιτρέψουν στα δικαστήριά τους να εφαρμόζουν την προσέγγιση αυτή.


35 —      Το ζήτημα εάν, ειδικότερα, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48 παρέχει τη δυνατότητα καθορισμού της αποζημιώσεως διά της προσθήκης στο ποσό της υποθετικής αμοιβής, που καθορίζεται κατ’ εφαρμογήν του δευτέρου εδαφίου, στοιχείο βʹ, της διατάξεως αυτής, ενός ποσού προοριζόμενου να αντισταθμίσει την ηθική βλάβη, αποτελεί το αντικείμενο προδικαστικού ερωτήματος στην εκκρεμούσα ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση Liffers (C‑99/15). Ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet πρότεινε να δοθεί στο ερώτημα αυτό καταφατική απάντηση (προτάσεις επί της υποθέσεως Liffers, C‑99/15, EU:C:2015:768).


36 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, την αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2004/48 η οποία τονίζει τη σημασία να καθοριστεί το ποσό της αποζημιώσεως εν συναρτήσει των χαρακτηριστικών εκάστης συγκεκριμένης υποθέσεως. Κατ’ αρχήν, το κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό που συνυπολογίζεται στο ποσό της συνήθους αμοιβής που καλείται να καταβάλει ο παραβάτης ο οποίος βαρύνεται με πταίσμα προκειμένου να αποκαταστήσει το σύνολο της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος θα είναι μεγαλύτερο από το κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικό ποσό το οποίο είναι δυνατό, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να επιβληθεί δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 προκειμένου να αποκατασταθεί μόνον η ζημία που συνδέεται με τη μη καταβολή εύλογης αποζημιώσεως.


37 —      Η προσφυγή στα κέρδη τα οποία απεκόμισε ο παραβάτης έχει επίσης το πλεονέκτημα ότι παρέχει τη δυνατότητα στον δικαιούχο να λάβει αποζημίωση χωρίς να αποκαλύψει τη διάρθρωση των δαπανών του ή τις δυνατότητές του κερδοφορίας (βλ. Meier‑Beck, P., «Allemagne: les dommages‑intérêts pour contrefaçon des droits de propriété industrielle après la loi sur l’amélioration du respect des droits de propriété intellectuelle», Propriété Industrielle — Revue mensuelleLexisNexis Jurisclasseur, Νοέμβριος 2013, σ. 21).


38 —      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής συνάγεται ότι το όφελος που απεκόμισε η Jungpflanzen Grünewald λόγω της παραβάσεως ανέρχεται σε 66 703,14 ευρώ, ήτοι σε ποσό που δεν υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 66 231,74 ευρώ το οποίο επεδίκασε στον J. Hansson το Landgericht Düsseldorf και το οποίο καθορίστηκε επί τη βάσει της συνήθους αμοιβής (βλ. σημεία 18 και 21 των παρουσών προτάσεων). Το Oberlandesgericht Düsseldorf θα μπορούσε, στο πλαίσιο της ασκήσεως του περιθωρίου του εκτιμήσεως, να λάβει υπόψη του το υπολειπόμενο ποσό των 471,4 ευρώ, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών προκειμένου να εκτιμήσει την εναπομείνασα ζημία την οποία υπέστη ο J. Hansson και δεν έχει εισέτι αποκατασταθεί διά της παροχής εύλογης αποζημιώσεως.


39 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, Bouche, N., «Protection communautaire des obtentions végétales», Jurisclasseur — Droit International, ενημερωμένο στις 20 Νοεμβρίου 2014, σημείο 225.


40 —      Βεβαίως, οσάκις τα οφέλη τα οποία άντλησε ο παραβάτης λειτουργούν ως υποκατάστατο προκειμένου να εκτιμηθεί η ζημία την οποία πράγματι υπέστη ο δικαιούχος, το ακριβές εύρος της δεν είναι, εξ ορισμού, γνωστό. Ωστόσο, εάν αποδειχθεί η έκταση της ζημίας αυτής, η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 2 του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94 δεν επιβάλλει, κατά την άποψή μου, στον εθνικό δικαστή να υπολογίζει την αποζημίωση βάσει των οφελών αυτών οσάκις αυτά υπερβαίνουν το ποσό της εν λόγω ζημίας.


41 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, Rodá, C., «Les conséquences civiles de la contrefaçon des droits de propriété industrielle», Coll. du CEIPI, τεύχος 58, 2010, σ. 243 και 244. Επισημαίνω ότι, αρχικώς, η πρόταση της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα μέτρα και τις διαδικασίες που αποσκοπούν στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, της 30ής Ιανουαρίου 2003 [COM(2003) 46 τελικό, άρθρο 17, σ. 25 και 43] μνημόνευε επίσης τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν, για λόγους αποτροπής, την επιστροφή των κερδών που αποκόμισε ο παραβάτης στον βαθμό που αυτά δεν είχαν ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του υπολογισμού της αποζημιώσεως. Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν περιελήφθη στο τελικό κείμενο της οδηγίας 2004/48.


42 —      Ειδικότερα, από τη διάταξη περί παραπομπής δεν συνάγεται εάν στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης υπήρξε επίκληση των εθνικών κανόνων σχετικά με την απόδοση τέτοιων κερδών.


43 —      Η τελευταία αυτή προβληματική τίθεται επίσης στο πλαίσιο του πέμπτου ερωτήματος, στοιχείο αʹ.


44 —      Πρόταση οδηγίας COM(2003) 46 τελικό, άρθρο 17, σ. 26.


45 —      Σε ορισμένες αποδόσεις, όπως είναι οι αποδόσεις στην ισπανική, τη δανική, τη γαλλική και την ιταλική, η σύνταξη του εν λόγω άρθρου 14 αφήνει να εννοηθεί ότι οι επιθετικοί προσδιορισμοί «εύλογα και αναλογικά» δεν αφορούν παρά μόνον τα «δικαστικά έξοδα», εξαιρουμένων των «λοιπών δαπανών στις οποίες υπεβλήθη» ο νικήσας διάδικος. Αντιθέτως, μια τέτοια ασάφεια απουσιάζει από τις λοιπές αποδόσεις, όπως είναι η απόδοση στη γερμανική («dass die Prozesskosten und sonstigen Kosten […], soweit sie zumutbar und angemessen sind»), στην αγγλική («reasonable and proportionate legal costs and other expenses») ή στην ολλανδική («redelijke en evenredige gerechtskosten en andere kosten»). Σε περίπτωση αποκλίσεων μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων μιας νομοθετικής διατάξεως της Ένωσης, αυτή πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρυθμίσεως στην οποία εντάσσεται (απόφαση Endendijk, C‑187/07, EU:C:2008:197, σκέψεις 22 έως 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πάντως, η οδηγία 2004/48 δεν παραθέτει καμία αιτιολογική σκέψη με την οποία να διευκρινίζει ότι μόνον η απόδοση των δικαστικών εξόδων υπόκειται σε ένα ανώτατο όριο. Εξάλλου, δεν μπορώ να αντιληφθώ κάποιον αντικειμενικό λόγο ο οποίος να δικαιολογεί μια τέτοια διάταξη. Υπό τις περιστάσεις αυτές, προκρίνω την ερμηνεία κατά την οποία τόσο τα δικαστικά έξοδα όσα και οι λοιπές δαπάνες μπορούν να αναζητηθούν μόνο στον βαθμό που είναι «εύλογες και αναλογικές».


46 —      Άρθρο 69, παράγραφος 1, της Συμφωνίας.


47 —      Εντούτοις, ορισμένα εθνικά δικαστήρια θα δέχονταν τη δυνατότητα διεκδικήσεως των δικαστικών εξόδων, ακόμη και των δαπανών για την πρόσληψη τεχνικού συμβούλου, ως στοιχείων της ζημίας που πρέπει να αποκατασταθούν σε περίπτωση πταίσματος του παραβάτη βάσει των κανόνων που διέπουν την αστική ευθύνη, υπό την επιφύλαξη, εφόσον τούτο παρίσταται ανάγκη, ορισμένων ορίων τα οποία επιτάσσουν λόγοι επιεικείας (βλ. την έκθεση του European Observatory on Counterfeiting and Piracy, «Damages in Intellectual Property Rights», που είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα http://ec.europa.eu/internal_market/iprenforcement/docs/damages_en.pdf, σ. 66 έως 96 του συνοπτικού πίνακα, καθώς και Rodá, C., «Les conséquences civiles de la contrefaçon des droits de propriété industrielle», Coll. du CEIPI, τεύχος 58, 2010, σ. 213 έως 218 και 321 έως 327).


48 —      Στο πλαίσιο της εκκρεμούσας ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεως United Video Properties (C‑57/15), αυτό καλείται να αποφανθεί, κατ’ ουσίαν, εάν αντιβαίνουν στο άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 διατάξεις του εθνικού δικαίου που προβλέπουν ένα σύστημα κατ’ αποκοπήν αμοιβών στο πλαίσιο της διεκδικήσεως των εξόδων εκπροσωπήσεως και οι οποίες εξαρτούν την απόδοση των δαπανών για την πρόσληψη τεχνικού συμβούλου από το κατά πόσον ο παραβάτης βαρύνεται με πταίσμα.


49 —      European Observatory on Counterfeiting and Piracy, «Damages in Intellectual Property Rights», που είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα http://ec.europa.eu/internal_market/iprenforcement/docs/damages_en.pdf, σ. 3 του τμήματος «Analysis, recommendations and best practices», σ. 9 του τμήματος «Executive summary», καθώς και σ. 66 έως 81 του συνοπτικού πίνακα.


50 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Medipac‑Kazantzidis (C‑6/05, EU:C:2007:337, σκέψη 34), και Enterprise Focused Solutions (C‑278/14, EU:C:2015:228, σκέψη 17).


51 —      Εντούτοις, το εν λόγω άρθρο 14 επιβάλλει μόνον, κατά την άποψή μου, την αποζημίωση των δαπανών που συνδέονται με τη διαπίστωση της επίμαχης παραβάσεως στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως. Ωστόσο, τα γενικά έξοδα εντοπισμού και ελέγχου της αγοράς, που προηγούνται και δεν συνδέονται ειδικώς με κάποιον δικαστικό αγώνα, μπορούν, στην πράξη, να έχουν ήδη περιληφθεί στο ποσό της συνήθους αμοιβής για τη βάσει αδείας παραγωγή (βλ., υπό την έννοια αυτή, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen επί της υποθέσεως Geistbeck, C‑509/10, EU:C:2012:187, σημεία 64 και 72 έως 74). Φρονώ ότι υπό το πρίσμα αυτό η αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2004/48 ορίζει ότι η κατ’ αποκοπήν εκτίμηση της αποζημιώσεως επί τη βάσει της υποθετικής αμοιβής παρέχει τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως των δαπανών έρευνας και εντοπισμού στις οποίες υποβλήθηκε ο δικαιούχος.


52 —      Αποφάσεις Realchemie Nederland (C‑406/09, EU:C:2011:668, σκέψη 48) και Diageo Brands (C‑681/13, EU:C:2015:471, σκέψη 77).


53 —      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi επί της υποθέσεως Realchemie Nederland (C‑406/09, EU:C:2011:209, σημείο 87).