Language of document : ECLI:EU:C:2016:283

Υπόθεση C‑377/14

Ernst Georg Radlinger

και

Helena Radlingerová

κατά

Finway a.s.

(αίτηση του Krajský soud v Praze
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Άρθρο 7 — Εθνικοί κανόνες που διέπουν τη διαδικασία αφερεγγυότητας — Οφειλές από σύμβαση καταναλωτικής πίστης — Αποτελεσματική δικαστική προσφυγή — Σημείο 1, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος — Δυσανάλογος χαρακτήρας του ποσού αποζημίωσης — Οδηγία 2008/48/ΕΚ — Άρθρο 3, στοιχείο ιβʹ — Συνολικό ποσό της πίστωσης — Σημείο I του παραρτήματος I — Ποσό της ανάληψης — Υπολογισμός του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου — Άρθρο 10, παράγραφος 2 — Υποχρέωση ενημέρωσης — Αυτεπάγγελτη εξέταση — Κύρωση»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 21ης Απριλίου 2016

1.        Προστασία των καταναλωτών — Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές — Οδηγία 93/13 — Μέσα που κατατείνουν στην παύση χρησιμοποίησης καταχρηστικών ρητρών — Εθνική κανονιστική ρύθμιση που, αφενός, εμποδίζει την αυτεπάγγελτη εξέταση από τον εθνικό δικαστή του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας από την οποία απορρέει απαίτηση που αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας και, αφετέρου, περιορίζει τον δικαστικό έλεγχο των ρητρών σχετικά με εγχειρόγραφες απαιτήσεις — Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρα 6 και 7 § 1)

2.        Προστασία των καταναλωτών — Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης — Οδηγία 2008/48 — Απαιτήσεις ως προς τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση — Αντικείμενο — Υποχρέωση του δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την τήρηση των απαιτήσεων αυτών και να αντλεί τις ανάλογες συνέπειες — Όρια

(Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 10 § 2 και 23)

3.        Πράξεις των οργάνων — Οδηγίες — Άμεσο αποτέλεσμα — Όρια — Δυνατότητα επίκλησης οδηγίας έναντι ιδιωτών — Αποκλείεται — Εκτέλεση από τα κράτη μέλη — Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων — Υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξέτασης της τήρησης ορισμένων υποχρεώσεων προβλεπόμενων από τις οδηγίες 93/13 και 2008/48 στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών

(Άρθρο 288, εδ. 3, ΣΛΕΕ· οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 2· οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

4.        Προστασία των καταναλωτών — Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης — Οδηγία 2008/48 — Απαιτήσεις ως προς τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση — Συνολικό ποσό της πίστωσης και ποσό της ανάληψης — Έννοια

(Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3, στοιχεία ηʹ και ιβʹ, άρθρο 10 § 2, και παράρτημα I, σημείο Ι)

5.        Προστασία των καταναλωτών — Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές — Οδηγία 93/13 — Καταχρηστική ρήτρα κατά την έννοια του άρθρου 3 — Εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου — Κριτήρια — Εφαρμογή σε ρήτρα η οποία προβλέπει την καταβολή δυσανάλογα υψηλής αποζημίωσης από τον καταναλωτή — Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρα 3, 4, 6 § 1, 7 και παράρτημα, σημείο 1, στοιχείο εʹ)

1.        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, αφενός, δεν επιτρέπει στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί της εν λόγω διαδικασίας να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών από τις οποίες απορρέουν απαιτήσεις αναγγελθείσες στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, μολονότι το δικαστήριο αυτό έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία, και, αφετέρου, παρέχει στο δικαστήριο αυτό την εξουσία να εξετάζει μόνον εγχειρόγραφες απαιτήσεις και μόνο για περιορισμένο αριθμό λόγων σχετικών με την παραγραφή και την απόσβεση των απαιτήσεων αυτών.

Συγκεκριμένα, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, πράττοντας τούτο, να αίρει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία ανισότητα, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία. Συναφώς, δεδομένου ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής συνεπάγεται ότι ο καταναλωτής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει ενώπιον του δικαστή το βάσιμο απαιτήσεων απορρεουσών από σύμβαση καταναλωτικής πίστης η οποία περιέχει ρήτρες δυνάμενες να κηρυχθούν καταχρηστικές, ανεξαρτήτως του αν οι οικείες απαιτήσεις είναι ενέγγυες ή εγχειρόγραφες, μια εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει στον οφειλέτη ο οποίος προτίθεται να αμφισβητήσει εγχειρόγραφη απαίτηση να επικαλεστεί μόνον την παραγραφή ή την απόσβεση της εν λόγω απαίτησης θίγει προφανώς την αποτελεσματικότητα της προστασίας την οποία παρέχουν τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13.

(βλ. σκέψεις 52, 56, 57, 59, διατακτ. 1)

2.        Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, έχει την έννοια ότι επιβάλλει σε εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο διαφοράς σχετικής με απαιτήσεις απορρέουσες από σύμβαση πίστωσης κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αν έχει τηρηθεί η υποχρέωση πληροφόρησης την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή και να αντλεί όλες τις συνέπειες που επιφέρει, κατά το εθνικό δίκαιο, η παράβασή της, υπό τον όρο ότι οι κυρώσεις πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 της εν λόγω οδηγίας.

Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες που παρέχονται πριν αλλά και ταυτόχρονα με τη σύναψη μιας σύμβασης και οι οποίες αφορούν τους συμβατικούς όρους και τις έννομες συνέπειες της εν λόγω σύναψης είναι θεμελιώδους σημασίας για τον καταναλωτή. Βάσει ιδίως των πληροφοριών αυτών ο καταναλωτής αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμευτεί από τους όρους που έχει διατυπώσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας. Άλλωστε, υπάρχει κίνδυνος, και μάλιστα μη αμελητέος, ο καταναλωτής να μην προβάλει, λόγω άγνοιας μεταξύ άλλων, τον κανόνα δικαίου που προορίζεται για την προστασία του. Επομένως, η αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν ο εθνικός δικαστής δεν ήταν υποχρεωμένος να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το κατά πόσον τηρήθηκαν οι απαιτήσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών. Συναφώς, δεδομένου ότι ο εθνικός δικαστής καλείται να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της επιδιωκόμενης με τις διατάξεις της οδηγίας 2008/48 προστασίας των καταναλωτών, ο ρόλος τον οποίο του αναθέτει το δίκαιο της Ένωσης στον συγκεκριμένο τομέα δεν περιορίζεται απλώς στην ευχέρειά του να αποφαίνεται επί της τηρήσεως των εν λόγω απαιτήσεων, αλλά συμπεριλαμβάνει και την υποχρέωσή του να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αυτό, εφόσον διαθέτει νομικά και πραγματικά στοιχεία αναγκαία προς τούτο.

(βλ. σκέψεις 64-66, 70, 74, διατακτ. 2)

3.        Η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με οδηγία αποτελέσματος συνιστά επιτακτική υποχρέωση η οποία επιβάλλεται τόσο από το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όσο και από την ίδια την οδηγία. Αυτή την υποχρέωση λήψης κάθε γενικού ή ειδικού μέτρου υπέχουν όλες οι αρχές των κρατών μελών, περιλαμβανομένων των δικαιοδοτικών αρχών στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους.

Συναφώς, όσον αφορά την οδηγία 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, και την οδηγία 2008/48, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, η υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξέτασης του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων ρητρών και της παρουσίας υποχρεωτικών πληροφοριακών στοιχείων σε σύμβαση πίστωσης συνιστά δικονομικό κανόνα που δεσμεύει όχι τους ιδιώτες αλλά τα δικαιοδοτικά όργανα. Εκτός αυτού, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας 2008/48, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή και προκειμένου, κατά συνέπεια, να συμμορφώνονται προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η υποχρέωση αυτή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι πράγματι συμφυής προς το σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης οσάκις αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί.

(βλ. σκέψεις 76, 77, 79)

4.        Τα άρθρα 3, στοιχείο ιβʹ, και 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, καθώς και το σημείο I του παραρτήματος I της οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι το συνολικό ποσό της πίστωσης και το ποσό της ανάληψης συνιστούν τα ποσά που τίθενται στη διάθεση του καταναλωτή, με αποτέλεσμα να αποκλείονται τα ποσά που χρησιμοποιεί ο πιστωτικός φορέας για την κάλυψη των συνδεόμενων με την οικεία πίστωση εξόδων και τα οποία στην πραγματικότητα ουδέποτε καταβάλλονται στον εν λόγω καταναλωτή.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η έννοια «συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή» ορίζεται στο άρθρο 3, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48 ως το ποσό του συνολικού ύψους της πίστωσης και το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, προκύπτει ότι οι έννοιες «συνολικό ποσό της πίστωσης» και «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» είναι αλληλοαποκλειόμενες και ότι, ως εκ τούτου, το συνολικό ποσό της πίστωσης δεν μπορεί να περιλαμβάνει ποσά υπολογιζόμενα στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή. Κατά συνέπεια, το συνολικό ποσό της πίστωσης, κατά την έννοια των άρθρων 3, στοιχείο ιβʹ, και 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνει κανένα από τα ποσά που προορίζονται για την τήρηση των δυνάμει της οικείας σύμβασης πίστωσης ανειλημμένων δεσμεύσεων, όπως είναι τα διοικητικά έξοδα, οι τόκοι, οι προμήθειες και κάθε άλλο είδος αμοιβής που οφείλει να καταβάλει ο καταναλωτής. Συναφώς, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν ένα ποσό έχει συμπεριληφθεί παρατύπως στο συνολικό ποσό της πίστωσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας 2008/48, εξυπακουομένου ότι το ενδεχόμενο αυτό δύναται να επηρεάσει τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, κατά συνέπεια, την ακρίβεια των πληροφοριών που οφείλει να περιλάβει ο πιστωτικός φορέας, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, στην οικεία σύμβαση πίστωσης.

(βλ. σκέψεις 85, 86, 89, 91, διατακτ. 3)

5.        Οι διατάξεις της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν το ποσό της αποζημίωσης που επιβάλλεται στον καταναλωτή ο οποίος δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις του είναι δυσανάλογα υψηλό, κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος της οδηγίας αυτής, πρέπει να αξιολογηθεί το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των σχετικών ρητρών που περιλαμβάνονται στην οικεία σύμβαση, ανεξαρτήτως του αν ο πιστωτής επιδιώκει πράγματι την πλήρη εκτέλεση καθεμίας από αυτές, και ότι, εφόσον συντρέχει λόγος, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι ορισμένες ρήτρες είναι καταχρηστικές, στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, να συναγάγει όλες τις εξ αυτού απορρέουσες συνέπειες αφήνοντας ανεφάρμοστες τις ρήτρες που κηρύχθηκαν καταχρηστικές, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από αυτές.

Συγκεκριμένα, η μόνη υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων είναι να αφήνουν ανεφάρμοστη μια καταχρηστική ρήτρα ώστε αυτή να μην παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, χωρίς ωστόσο τα εθνικά δικαστήρια να έχουν την εξουσία να αναθεωρούν το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής. Συνεπώς, σε περίπτωση που το εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει ότι διάφορες ρήτρες περιλαμβανόμενες σε σύμβαση συναπτόμενη μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή είναι καταχρηστικές κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, το δικαστήριο αυτό θα πρέπει να απαγορεύει όλες και όχι μόνον ορισμένες από τις ρήτρες αυτές.

(βλ. σκέψεις 97, 100, 101, διατακτ. 4)