Language of document : ECLI:EU:C:2018:338

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 29ης Μαΐου 2018 (1)

Υπόθεση C‑684/16

Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften eV

κατά

Tetsuji Shimizu

[αίτηση του Bundesarbeitsgericht
(ομοσπονδιακού δικαστηρίου εργατικών διαφορών, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Άρθρο 7, παράγραφος 2 – Χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών – Απώλεια του δικαιώματος στην αποζημίωση αυτή εάν ο εργαζόμενος δεν ζητήσει να του χορηγηθεί ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 31, παράγραφος 2 – Υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου – Δυνατότητα ευθείας επικλήσεως του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών – Υποχρέωση μη εφαρμογής αντίθετης εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως»






1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (2), καθώς και του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3).

2.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Tetsuji Shimizu και του πρώην εργοδότη του, της ενώσεως Max‑Planck‑Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften eV (στο εξής: Max‑Planck), σχετικά με την άρνησή της να καταβάλει στον T. Shimizu χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας.

3.        Η υπό κρίση υπόθεση, όπως και η υπόθεση Kreuziger στην οποία αναπτύσσω επίσης προτάσεις (C‑619/16, EU:C:2018:339), παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εργαζόμενος του οποίου λύεται η εργασιακή σχέση μπορεί να αξιώσει την καταβολή τέτοιας αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88.

4.        Στις παρούσες προτάσεις, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, όταν ο εργαζόμενος δεν ήταν σε θέση να λάβει όλη την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν κατά τη διάρκεια της σχέσεως αυτής.

5.        Θα εξηγήσω επίσης γιατί, κατά τη γνώμη μου, η ίδια αυτή διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο εργαζόμενος δεν δικαιούται χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, όταν δεν ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτή ενόσω εργαζόταν, χωρίς να εξετάζεται προηγουμένως το κατά πόσον ο εργοδότης τού είχε πράγματι παράσχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

6.        Θα διευκρινίσω, εν συνεχεία, ότι, όταν ένα εθνικό δικαστήριο επιλαμβάνεται διαφοράς σχετικά με το δικαίωμα εργαζομένου σε χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, σε αυτό εναπόκειται να ελέγξει κατά πόσον ο εργοδότης αποδεικνύει ότι έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει στον εργαζόμενο αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει πραγματικά το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της σχέσεως αυτής. Εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια και ότι, παρά τα μέτρα που έλαβε, ο εργαζόμενος δεν άσκησε οικειοθελώς και έχοντας πλήρη επίγνωση το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών μολονότι είχε τη δυνατότητα αυτή κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, ο εν λόγω εργαζόμενος δεν μπορεί να αξιώσει, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας.

7.        Τέλος, θα διευκρινίσω ότι, εφόσον, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ δύο ιδιωτών, προκύψει ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση εμποδίζει την καταβολή σε εργαζόμενο χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, την οποία εντούτοις αυτός δικαιούται δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει κατά πόσον δύναται να ερμηνεύσει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τη διάταξη αυτή και, εάν αυτό δεν είναι κατά την κρίση του εφικτό, να διασφαλίσει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την έννομη προστασία που κατοχυρώνει υπέρ των ιδιωτών το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου αυτού, μη εφαρμόζοντας, εν ανάγκη, οποιαδήποτε αντίθετη εθνική διάταξη.

I.      Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

8.        Η αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2003/88 έχει ως εξής:

«Η βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία είναι στόχος ο οποίος δεν μπορεί να εξαρτάται από καθαρά οικονομικές εκτιμήσεις.»

9.        Το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.

2.      Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.»

10.      Το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από ορισμένες διατάξεις. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση από το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής.

11.      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (4):

«Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας.»

2.      Το γερμανικό δίκαιο

12.      Το άρθρο 7 του Bundesurlaubsgesetz (ομοσπονδιακού νόμου περί ετήσιων αδειών) (5), της 8ης Ιανουαρίου 1963, όπως τροποποιήθηκε στις 7 Μαΐου 2002 (6), προβλέπει, υπό τον τίτλο «Χρόνος λήψεως της αδείας, δυνατότητα μεταφοράς της και αντισταθμιστική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια», τα ακόλουθα:

«1.      Κατά τον καθορισμό του χρόνου λήψεως της άδειας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προτιμήσεις του εργαζομένου, εκτός εάν αυτό αντίκειται σε επιτακτικά συμφέροντα της επιχειρήσεως ή στις σχετικές με τον χρόνο λήψεως της άδειας προτιμήσεις άλλων εργαζομένων που, για κοινωνικούς λόγους, απολαύουν προτεραιότητας. Η χορήγηση της άδειας είναι υποχρεωτική εάν ο εργαζόμενος τη ζητεί σε συνέχεια μέτρου ιατρικής προλήψεως ή αποκαταστάσεως.

2.      Η άδεια χορηγείται συνεχόμενα, εκτός εάν η τμηματική της χορήγηση καθίσταται αναγκαία από επιτακτικούς λόγους που αφορούν την επιχείρηση ή το πρόσωπο του εργαζομένου. Εάν για τους ως άνω λόγους η άδεια δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί συνεχόμενα και ο εργαζόμενος δικαιούται άδεια άνω των δώδεκα εργάσιμων ημερών, ένα από τα τμήματα της άδειας πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα συναπτές εργάσιμες ημέρες.

3.      Η άδεια πρέπει να χορηγείται και να λαμβάνεται κατά το αντίστοιχο ημερολογιακό έτος. Μεταφορά της άδειας στο επόμενο ημερολογιακό έτος επιτρέπεται μόνον εάν αυτό δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους που αφορούν την επιχείρηση ή από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εργαζομένου. […]

4.      Εάν η άδεια δεν μπορεί πλέον να χορηγηθεί εν όλω ή εν μέρει, λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας, τότε πρέπει να καταβληθεί αντίστοιχη αντισταθμιστική αποζημίωση.»

13.      Η Tarifvertrag für den öffentlichen Dienst (συλλογική σύμβαση εργασίας για τους εργαζομένους στη δημόσια διοίκηση) περιλαμβάνει άρθρο 26 το οποίο φέρει τον τίτλο «Άδεια» και ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«[…] Η άδεια πρέπει να χορηγείται κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος και μπορεί να λαμβάνεται και τμηματικά. […]»

II.    Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14.      Ο T. Shimizu εργάστηκε στη Max‑Planck, δυνάμει διαφόρων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, από την 1η Αυγούστου 2001 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013. Η εργασιακή σχέση μεταξύ των διαδίκων διεπόταν από τις διατάξεις του BUrlG και της συλλογικής συμβάσεως εργασίας για τους εργαζομένους στη δημόσια διοίκηση.

15.      Με την από 23 Οκτωβρίου 2013 επιστολή της, η Max‑Planck κάλεσε τον T. Shimizu να λάβει την άδειά του πριν από τη λήξη της σχέσεως εργασίας, χωρίς, εντούτοις, να καθορίσει η ίδια μονομερώς τις ημέρες άδειας. Ο T. Shimizu έλαβε δύο ημέρες άδειας, στις 15 Νοεμβρίου και στις 2 Δεκεμβρίου 2013 αντιστοίχως.

16.      Αφού ζήτησε ανεπιτυχώς από τη Max‑Planck, με επιστολή της 23ης Δεκεμβρίου 2013, την καταβολή αποζημιώσεως ύψους 11 979,26 ευρώ που αντιστοιχούσαν σε 51 ημέρες υπολοίπου μη ληφθείσας ετήσιας άδειας για τα έτη 2012 και 2013, ο T. Shimizu άσκησε αγωγή με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η Max‑Planck στην καταβολή του εν λόγω ποσού.

17.      Η αγωγή του έγινε δεκτή τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, κατόπιν δε αυτού η Max‑Planck άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακού δικαστηρίου εργατικών διαφορών, Γερμανία), δηλαδή του αιτούντος δικαστηρίου.

18.      Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι τα δικαιώματα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών του T. Shimizu που αφορούν τα έτη 2012 και 2013 αποσβέσθηκαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του BUrlG. Ειδικότερα, ο ενδιαφερόμενος δεν έλαβε τις εν λόγω άδειες κατά τα αντίστοιχα έτη, χωρίς να προκύπτει ότι επιτακτικοί λόγοι που αφορούσαν την επιχείρηση ή τον εργαζόμενο, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του BUrlG, δικαιολογούσαν αυτήν τη μη λήψη αδειών ή ότι ο εργοδότης εμπόδισε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τον εργαζόμενο να λάβει τις άδειες αυτές. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 7 του BUrlG δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε υπό την έννοια ότι ο εργοδότης όφειλε να καθορίσει μονομερώς την ημερομηνία των αδειών και να υποχρεώσει τον εργαζόμενο να τις λάβει. Επομένως, λόγω της αποσβέσεως του δικαιώματος του T. Shimizu σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, τα δικαιώματα αυτά δεν δύνανται πλέον να μετατραπούν σε αξίωση χρηματικής αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του BUrlG.

19.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, εξάλλου, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν προκύπτει σαφώς αν εθνική κανονιστική ρύθμιση που συνεπάγεται τα αποτελέσματα που περιγράφονται στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων είναι σύμφωνη προς το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθότι υφίσταται διχογνωμία στη θεωρία επ’ αυτού.

20.      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει περαιτέρω ότι η Max‑Planck είναι μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που χρηματοδοτείται μεν, ως επί το πλείστον, από δημόσιους πόρους, αλλά δεν έχει εξαιρετικές εξουσίες ως προς τους κανόνες που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ιδιώτης δυνάμει της νομολογίας του Δικαστηρίου (7). Κατά το ως άνω δικαστήριο, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη διευκρινίσει, συναφώς, εάν το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 ή το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη έχουν άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα.

21.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιβαίνει στο άρθρο 7 της οδηγίας [2003/88] ή στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του [Χάρτη] εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 7 του [BUrlG], η οποία προβλέπει ως προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος λήψεως της άδειας την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον εργαζόμενο, με δήλωση της προτιμήσεώς του όσον αφορά τον καθορισμό του χρόνου λήψεως της άδειας, διότι άλλως το δικαίωμα λήψεως άδειας αποσβέννυται κατά τη λήξη της περιόδου αναφοράς χωρίς καμία αναπλήρωση, και η οποία συνεπώς δεν υποχρεώνει τον εργοδότη να προβεί αυτοβούλως σε, δεσμευτικό για τον εργαζόμενο, μονομερή καθορισμό του χρόνου λήψεως της άδειας εντός της περιόδου αναφοράς;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Ισχύουν τα ανωτέρω ακόμη και στην περίπτωση που η εργασιακή σχέση υφίστατο μεταξύ ιδιωτών;»

III. Ανάλυση

22.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο εργαζόμενος δεν δικαιούται χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, στην περίπτωση που δεν ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτή ενόσω εργαζόταν.

23.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά το ζήτημα της δυνατότητας επικλήσεως του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να μην εφαρμοστεί μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση, στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι αυτή αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.

24.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, διάταξη από την οποία η οδηγία αυτή δεν επιτρέπει παρέκκλιση, κάθε εργαζόμενος δικαιούται ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι «[τ]ο δικαίωμα αυτό σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαίτερης σημασίας αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, […] της οποίας η εφαρμογή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να γίνεται εντός των ορίων που προβλέπει ρητώς η ίδια η οδηγία 2003/88» (8).

25.      Εξάλλου, όπως προκύπτει από το γράμμα της οδηγίας 2003/88 και τη νομολογία του Δικαστηρίου, «τα κράτη μέλη, μολονότι δύνανται ελεύθερα να καθορίζουν τους όρους άσκησης και εφαρμογής του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, εντούτοις δεν μπορούν να εξαρτούν από οποιαδήποτε προϋπόθεση την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού, το οποίο απορρέει απευθείας από την οδηγία» (9).

26.      Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένως επί ζητημάτων που αφορούν το δικαίωμα ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών εργαζομένου που δεν ήταν σε θέση να ασκήσει, πριν από τη λύση της σχέσεως εργασίας του, το δικαίωμά του στην εν λόγω άδεια για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του, είτε λόγω ασθένειας (10) είτε λόγω της αρνήσεως του εργοδότη να καταβάλει αποδοχές για την άδεια αυτή (11).

27.      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έθεσε τον κανόνα κατά τον οποίον «η οδηγία 2003/88 δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη ούτε να εμποδίζουν τη γένεση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ούτε να προβλέπουν ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών εργαζομένου ο οποίος δεν εμποδίστηκε να ασκήσει το δικαίωμα αυτό αποσβένεται με τη λήξη της περιόδου αναφοράς και/ή της περιόδου μεταφοράς που ορίζεται από το εθνικό δίκαιο» (12).

28.      Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, «ο εργαζόμενος ο οποίος, για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του, δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πριν από τη λήξη της σχέσης εργασίας δικαιούται χρηματική αποζημίωση βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88. Η αποζημίωση αυτή πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπον ώστε ο εργαζόμενος να περιέρχεται σε κατάσταση όμοια με εκείνη στην οποία θα βρισκόταν εάν είχε ασκήσει το δικαίωμα άδειας κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας» (13).

29.      Κατά το Δικαστήριο, ο κανόνας που τίθεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 καθώς και στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη είναι επομένως ότι «ένα κεκτημένο δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν αποσβένεται με τη λήξη της περιόδου αναφοράς και/ή της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία περιόδου μεταφοράς, εφόσον ο εργαζόμενος δεν ήταν σε θέση να κάνει χρήση της άδειας αυτής» (14).

30.      Ο κανόνας αυτός στηρίζεται στη σκέψη ότι, ναι μεν τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν λεπτομερείς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, οι οποίοι περιλαμβάνουν ακόμη και την απώλεια του δικαιώματος αυτού κατά τη λήξη μιας περιόδου αναφοράς ή μιας περιόδου μεταφοράς, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι ο εργαζόμενος του οποίου το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποσβέσθηκε είχε πράγματι τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα που του απονέμει η ως άνω οδηγία (15).

31.      Φαίνεται να προκύπτει από την επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πρέπει να θεωρείται ότι αποσβέννυται στο τέλος της περιόδου αναφοράς, όταν ο εργαζόμενος δεν ζήτησε να το ασκήσει κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Η απόσβεση αυτή του δικαιώματος ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών του οποίου η άσκηση δεν ζητήθηκε από τον εργαζόμενο συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας.

32.      Μια τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση, ερμηνευόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο, φαίνεται να είναι αντίθετη προς το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, στο μέτρο που συνάγει αυτομάτως από το γεγονός ότι ο εργαζόμενος δεν ζήτησε να λάβει την άδειά του κατά την περίοδο αναφοράς την απώλεια της εν λόγω άδειας στο τέλος της περιόδου αυτής, χωρίς να έχει ελεγχθεί προηγουμένως το κατά πόσον ο εργαζόμενος αυτός ήταν πράγματι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

33.      Όμως, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά την οδηγία 2003/88, ήτοι της διασφαλίσεως της πραγματικής αναπαύσεως του εργαζομένου, χάριν αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του, στον εργοδότη εναπόκειται να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει τη δυνατότητα του εργαζομένου να ασκήσει πράγματι το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει ότι έλαβε τέτοια μέτρα.

34.      Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι η οδηγία 2003/88 «θεσπίζει […] τον κανόνα ότι ο εργαζόμενος πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να μπορεί να απολαύει αποτελεσματικής αναπαύσεως, χάριν αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του» (16). Σκοπός του δικαιώματος ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών είναι «να παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να αναπαυθεί και να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα χαλάρωσης και ψυχαγωγίας» (17).

35.      Ο εργοδότης φέρει ιδιαίτερη ευθύνη προκειμένου οι εργαζόμενοι που βρίσκονται υπό τη διεύθυνσή του να ασκούν πράγματι το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

36.      Πάντως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, «ο εργαζόμενος πρέπει να θεωρείται ως το ασθενές μέρος στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας και, επομένως, είναι αναγκαίο να μην παρέχεται στον εργοδότη η ευχέρεια να του επιβάλει περιορισμό των δικαιωμάτων του» (18). Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, «λαμβανομένης υπόψη της ως άνω ιδιότητάς του ως ασθενούς μέρους, ένας τέτοιος εργαζόμενος μπορεί να αποτραπεί από το να προβάλει ρητώς τα δικαιώματά του έναντι του εργοδότη του εφόσον η διεκδίκηση των δικαιωμάτων αυτών ενδέχεται να τον εκθέσει στη λήψη μέτρων, εκ μέρους του εργοδότη του, ικανών να επηρεάσουν τη σχέση εργασίας εις βάρος του εν λόγω εργαζομένου» (19). Ως εκ τούτου, «κάθε πράξη ή παράλειψη του εργοδότη η οποία ενδέχεται να αποτρέψει τον εργαζόμενο από το να κάνει χρήση της ετήσιας άδειάς του είναι επίσης αντίθετη στον σκοπό του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών» (20).

37.      Λαμβανομένης υπόψη της εγγενούς ανισορροπίας που χαρακτηρίζει τη σχέση εργασίας, στον εργοδότη εναπόκειται να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου οι εργαζόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Κατά τη γνώμη μου, το Δικαστήριο υπογράμμισε την ύπαρξη υποχρεώσεως που βαρύνει τον εργοδότη όσον αφορά την πραγματική λήψη άδειας από τους εργαζομένους, επισημαίνοντας ότι «ο εργοδότης που δεν παρέχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πρέπει να αντιμετωπίσει τις σχετικές συνέπειες» (21).

38.      Η ύπαρξη μιας τέτοιας υποχρεώσεως επιβεβαιώνεται από την οδηγία 89/391, η οποία παραμένει εν ισχύι, όπως αναφέρουν η αιτιολογική σκέψη 3 και το άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/88 (22). Συγκεκριμένα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391 ορίζει ότι «[ο] εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας». Επιπλέον, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι, «[σ]τα πλαίσια των ευθυνών του, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων».

39.      Ως εκ τούτου, για την ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ληφθεί υπόψη η υποχρέωση που επιβάλλει η οδηγία 89/391.

40.      Επισημαίνω, εξάλλου, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, βάσει της υποχρεώσεως πρόνοιας, ο εργοδότης υποχρεούται, γενικώς, να μεριμνά για την ευημερία των εργαζομένων και ότι η υποχρέωση αυτή περιλαμβάνει επίσης και την παροχή στο εργαζόμενο της δυνατότητας να ασκήσει τα δικαιώματά του.

41.      Η ως άνω υποχρέωση πρέπει να υλοποιείται, όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας, με τη λήψη από τον εργοδότη συγκεκριμένων οργανωτικών μέτρων που να επιτρέπουν στους εργαζομένους να ασκούν το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, καθώς και με την έγκαιρη και συγκεκριμένη ενημέρωση περί του ότι, εάν δεν λάβουν πράγματι την άδειά τους, υπάρχει κίνδυνος να χαθεί η άδεια αυτή στο τέλος της περιόδου αναφοράς ή στο τέλος μιας εγκεκριμένης περιόδου μεταφοράς. Ο εργοδότης πρέπει επίσης να ενημερώνει τους εργαζομένους ότι, εάν δεν λάβουν την άδειά τους κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, ενώ έχουν πράγματι τη σχετική δυνατότητα, δεν θα μπορέσουν να αξιώσουν το δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας. Η υποχρέωση με την οποία βαρύνεται ο εργοδότης δεν μπορεί εντούτοις να φθάνει «μέχρι το σημείο να υποχρεώνει τον εργοδότη να εξαναγκάζει τους εργαζόμενούς του σε πραγματική χρήση των περιόδων αναπαύσεως που δικαιούνται» (23). Υπό την επιφύλαξη αυτή, η υποχρέωση την οποία υπέχει ο εργοδότης πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να λάβει τη μορφή αποδεικτικού κανόνα βάσει του οποίου, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει τη δυνατότητα του εργαζομένου να ασκήσει πράγματι το δικαίωμα αυτό.

42.      Λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως που υπέχει ο εργοδότης να παράσχει πράγματι στους εργαζομένους του τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, εθνική κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική που θα είχε ως αποτέλεσμα να μετακυλίεται η ευθύνη ασκήσεως του δικαιώματος αυτού μόνο στους εργαζομένους, χωρίς να ελέγχεται προηγουμένως εάν ο εργοδότης τήρησε την υποχρέωσή του, είναι αντίθετη προς το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88. Ειδικότερα, εάν γινόταν δεκτό ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική μπορεί να προβλέπει απόσβεση του δικαιώματος του εργαζομένου σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, χωρίς να έχει παρασχεθεί πραγματικά στον εργαζόμενο η δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα αυτό, θα θιγόταν η ουσία του κοινωνικού δικαιώματος που απονέμει ευθέως σε κάθε εργαζόμενο το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 (24). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι εργαζόμενος δεν ζήτησε να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς δεν μπορεί να επιφέρει αυτοδικαίως την απώλεια του δικαιώματος αυτού κατά τη λήξη της περιόδου αυτής και, συνακόλουθα, την απώλεια του δικαιώματος χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας. Στη νομολογία του Δικαστηρίου φαίνεται εξάλλου να μην αποδίδεται καμία σημασία στο αν ο εργαζόμενος υπέβαλε ή όχι αίτηση για τη χορήγηση ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (25).

43.      Συνεπώς, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά την οδηγία 2003/88, κατά πόσον ο εργοδότης αποδεικνύει ότι έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει τη δυνατότητα του εργαζομένου να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια προς τούτο. Εφόσον ο εργοδότης αποδείξει ότι επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και ότι, παρά τα μέτρα που έλαβε, ο εργαζόμενος παραιτήθηκε εκουσίως από την άσκηση του δικαιώματός του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών μολονότι είχε τη δυνατότητα να το ασκήσει κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, ο εργαζόμενος αυτός δεν μπορεί να αξιώσει, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας. Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος ήταν σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά του. Αποποιήθηκε το δικαίωμα αυτό, έχοντας πλήρη επίγνωση των εννόμων συνεπειών που θα μπορούσαν να του αντιταχθούν κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας.

44.      Είναι αληθές ότι ορισμένες εκτιμήσεις που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο μπορεί να δίνουν την εντύπωση ότι ερμηνεύει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 υπό την έννοια ότι παρέχεται ευθέως και αυτομάτως στους εργαζομένους χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας. Όσον αφορά τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση μιας τέτοιας αξιώσεως, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, «όταν έχει λυθεί η σχέση εργασίας και, ως εκ τούτου, η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δεν μπορεί πλέον εκ των πραγμάτων να ληφθεί, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 προβλέπει ότι ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση ούτως ώστε να μην αποκλεισθεί παντελώς, εξαιτίας της αδυναμίας αυτής, η άσκηση από τον εργαζόμενο του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών έστω και υπό χρηματική μορφή» (26). Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, «[γ]ια λόγους προασπίσεως του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος του εργαζομένου το οποίο κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης, […] δεν μπορεί να προβεί σε συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, εις βάρος των δικαιωμάτων που ο εργαζόμενος αντλεί από αυτήν» (27). Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι «το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, δεν θέτει καμία προϋπόθεση για τη θεμελίωση δικαιώματος σε χρηματική αποζημίωση, πέραν εκείνης κατά την οποία, αφενός, η σχέση εργασίας πρέπει να έχει λυθεί και, αφετέρου, ο εργαζόμενος δεν πρέπει να έχει λάβει όλη την ετήσια άδεια την οποία δικαιούτο κατά τον χρόνο τερματισμού της σχέσεως αυτής» (28).

45.      Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι ως άνω εκτιμήσεις συνδέονται στενά με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία αφορούν, ήτοι περιπτώσεις κατά τις οποίες εργαζόμενος δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών λόγω ασθένειας ή θανάτου.

46.      Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο εργαζόμενος ο οποίος δεν άσκησε οικειοθελώς και με πλήρη επίγνωση το δικαίωμά του να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών μπορεί να αξιώσει την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, όταν ο εργοδότης αποδεικνύει ότι του παρέσχε πράγματι τη δυνατότητα να λάβει την άδειά του κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας.

47.      Ειδικότερα, μια ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 υπέρ της αυτόματης καταβολής χρηματικής αποζημιώσεως στον εργαζόμενο για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, χωρίς να εξετάζονται οι αντίστοιχες συμπεριφορές του εργοδότη και του εργαζομένου, είναι αντίθετη τόσο προς το γράμμα της διατάξεως αυτής όσο και προς τον σκοπό του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, όπως επισήμανε και, εν συνεχεία, υπενθύμισε το Δικαστήριο με την πάγια νομολογία του. Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του γράμματός του και του σκοπού που επιδιώκει (29).

48.      Πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, προκύπτει ότι η καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως προς αντικατάσταση της ελάχιστης περιόδου ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών είναι δυνατή μόνο σε περίπτωση λύσεως της εργασιακής σχέσεως. Η λήψη της άδειας αποτελεί τον κανόνα και η χρηματική αποζημίωση την εξαίρεση. Επιπλέον, ακόμη και σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας, κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα στην ως άνω αποζημίωση κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας δεν διατυπώνεται ως αυτόματη συνέπεια αλλά μόνο ως δυνατότητα.

49.      Δεύτερον, υπενθυμίζω ότι ο σκοπός του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών έγκειται στο «να παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να αναπαυθεί και να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα χαλάρωσης και αναψυχής» (30). Επιπλέον, πρέπει και πάλι να επισημανθεί ο κανόνας βάσει του οποίου ο εργαζόμενος οφείλει υπό κανονικές συνθήκες να μπορεί να απολαύει πραγματικής αναπαύσεως.

50.      Η ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 υπό την έννοια ότι παρέχεται ευθέως και αυτομάτως στον εργαζόμενο χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας θα έθιγε τον σκοπό αυτόν και την απαίτηση πραγματικής αναπαύσεως του εργαζομένου, γεγονός που συνεπάγεται ότι η απόλαυση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, δεν πρέπει, καταρχήν, να αντικαθίσταται από χρηματική παροχή.

51.      Ειδικότερα, μια τέτοια ερμηνεία θα μπορούσε να παρακινήσει τους εργαζομένους οι οποίοι γνωρίζουν, επειδή παραδείγματος χάριν έχουν συνάψει σύμβαση καταρτίσεως ή έχουν προσληφθεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου, ότι η σχέση εργασίας τους μπορεί να λυθεί στο προσεχές μέλλον να μη λάβουν άδεια προκειμένου να αυξήσουν τις αποδοχές τους διά της εισπράξεως, κατά τη λύση της σχέσεως αυτής, χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Το Δικαστήριο έχει όμως κρίνει ότι πρέπει να αποφευχθεί ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 η οποία «θα αποτελούσε κίνητρο για να μη χρησιμοποιεί ο εργαζόμενος την άδειά του για την ανάπαυσή του ή για να εξωθούνται οι εργαζόμενοι να μην τη χρησιμοποιούν προς τούτο, κίνητρο που θα ήταν ασυμβίβαστο με τους σκοπούς της οδηγίας [αυτής]» (31). Ως εκ τούτου, προς επίτευξη του σκοπού του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, πρέπει να διασφαλιστεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο που επιτρέπει τη σώρευση των ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ώστε να καταβληθεί αποζημίωση έναντι αυτών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας (32).

52.      Θα ήθελα να προσθέσω ότι η προστασία της ασφάλειας και της υγείας του εργαζομένου δεν αφορά μόνον το ατομικό του συμφέρον αλλά και το συμφέρον του εργοδότη του καθώς και το γενικό συμφέρον (33).

53.      Υπό το πρίσμα των ως άνω στοιχείων, πρέπει να γίνεται κατανοητό το χωρίο της αποφάσεως της 12ης Ιουνίου 2014, Bollacke (34), στο οποίο το Δικαστήριο επισήμανε ότι «το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, δεν θέτει καμία προϋπόθεση για τη θεμελίωση δικαιώματος σε χρηματική αποζημίωση, πέραν εκείνης κατά την οποία, αφενός, η σχέση εργασίας πρέπει να έχει λυθεί και, αφετέρου, ο εργαζόμενος δεν πρέπει να έχει λάβει όλη την ετήσια άδεια την οποία δικαιούτο κατά τον χρόνο τερματισμού της σχέσεως αυτής» (35). Προς συμμόρφωση με τον διπλό σκοπό του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, ήτοι της παροχής στον εργαζόμενο της δυνατότητας, αφενός, να αναπαυθεί και, αφετέρου, να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα χαλάρωσης και ψυχαγωγίας, καθώς και προς συμμόρφωση με τον κανόνα ότι ο εργαζόμενος πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να απολαύει πραγματικής αναπαύσεως, η δεύτερη προϋπόθεση που τίθεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, ήτοι ότι «ο εργαζόμενος δεν πρέπει να έχει λάβει όλη την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία δικαιούτο κατά τον χρόνο λύσεως της σχέσεως [εργασίας του]» (36), πρέπει κατ’ ανάγκην να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο εργαζόμενος «δεν ήταν σε θέση να λάβει όλη την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πριν από τη λύση της σχέσεως εργασίας του» (37). Μόνον εάν πληρούνται τόσο η πρώτη προϋπόθεση, ήτοι η λύση της σχέσεως εργασίας, όσο και η δεύτερη προϋπόθεση, ερμηνευόμενη υπό το πνεύμα αυτό, δικαιούται ο εργαζόμενος του οποίου λύθηκε η σύμβαση εργασίας χρηματική αποζημίωση, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

54.      Η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 καθιστά δυνατή τη διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της αναγκαίας χρηματικής αντισταθμίσεως του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών το οποίο δεν μπόρεσε να ασκήσει πραγματικά ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας και της τηρήσεως του σκοπού του δικαιώματος αυτού που απαιτεί, καταρχήν, την πραγματική λήψη της άδειας.

55.      Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την άποψη ότι η καταβολή της χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας εξαρτάται από τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ότι ο εργαζόμενος προσωπικώς ζήτησε από τον εργοδότη τη χορήγηση της επίμαχης άδειας και, αφετέρου, ότι ο εργαζόμενος αποδεικνύει ότι δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος.

56.      Προτείνω στο Δικαστήριο να ακολουθήσει μια άλλη προσέγγιση που βασίζεται στον κανόνα ότι πρέπει να ευνοείται η πραγματική λήψη της ετήσιας άδειας και στον ρόλο που ο εργοδότης οφείλει να διαδραματίσει συναφώς. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν επιτρέπεται να φέρουν μόνον οι εργαζόμενοι την ευθύνη να λάβουν πράγματι την άδειά τους επί ποινή απώλειας του δικαιώματος αυτού. Συγκεκριμένα, μια τέτοια λύση δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα των εργασιακών σχέσεων ήτοι την ανισορροπία που χαρακτηρίζει τη σχέση εργοδότη και εργαζομένου, καθότι ο εργαζόμενος μπορεί, με διάφορους τρόπους, να παρακινείται να εργάζεται περισσότερο, ιδίως δε όταν ελπίζει να ανανεωθεί η σύμβασή του. Για την άμβλυνση του κινδύνου αυτού καθώς και της τάσεως των εργαζομένων να μετατρέπουν τις ημέρες αδείας σε συμπλήρωμα του μισθού τους, πρέπει να επιβληθεί στον εργοδότη η υποχρέωση λήψεως των κατάλληλων μέτρων που θα παρέχουν στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει πράγματι το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Αν ο εργοδότης αποδείξει ότι ο εργαζόμενος ήταν σε θέση να ασκήσει το δικαίωμα αυτό, ο εν λόγω εργαζόμενος δεν μπορεί να αξιώσει, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας.

57.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο αιτούν δικαστήριο την απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, όταν ο εργαζόμενος δεν ήταν σε θέση να λάβει όλη την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν κατά τη διάρκεια της σχέσεως αυτής.

58.      Η ίδια αυτή διάταξη πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο εργαζόμενος δεν δικαιούται χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, στην περίπτωση που δεν ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτή ενόσω εργαζόταν, χωρίς να εξετάζεται προηγουμένως το κατά πόσον ο εργοδότης τού είχε πράγματι παράσχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

59.      Όταν εθνικό δικαστήριο επιλαμβάνεται διαφοράς σχετικά με το δικαίωμα εργαζομένου σε χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, σε αυτό εναπόκειται να ελέγξει κατά πόσον ο εργοδότης αποδεικνύει ότι έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει πραγματικά το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας. Εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια και ότι, παρά τα μέτρα που έλαβε, ο εργαζόμενος δεν άσκησε οικειοθελώς και έχοντας πλήρη επίγνωση το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών μολονότι είχε τη δυνατότητα αυτή κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, ο εν λόγω εργαζόμενος δεν μπορεί να αξιώσει, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας.

60.      Εν προκειμένω, μολονότι η τελική εκτίμηση επί του σημείου αυτού εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, αμφιβάλλω αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Max-Planck επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια ώστε να είναι ο T. Shimizu σε θέση να λάβει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν. Ειδικότερα, το μόνο μέτρο που αναφέρεται στη δικογραφία είναι η πρόσκληση που απηύθυνε η Max‑Planck στον T. Shimizu στις 23 Οκτωβρίου 2013 να λάβει την άδειά του, ενώ αυτός κατά τον ίδιο χρόνο ενημερωνόταν ότι δεν θα ανανεωνόταν η σύμβαση εργασίας του. Δεδομένου του περιορισμένου χρόνου που μεσολάβησε από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη το μέτρο αυτό έως την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως ορισμένου χρόνου του T. Shimizu, ήτοι την 31η Δεκεμβρίου 2013, το εν λόγω μέτρο έχει όψιμο χαρακτήρα, γεγονός που δεν επιτρέπει, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί ως μέτρο κατάλληλο να παράσχει στον εργαζόμενο αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει πράγματι το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

61.      Κατά τα λοιπά, εκτιμώ ότι, κατά την περίοδο που προηγείται της λήξεως της συμβάσεως ορισμένου χρόνου, ο εργαζόμενος δεν είναι σε θέση να ασκήσει πράγματι το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Συγκεκριμένα, με δεδομένες τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, αυτό που θα απασχολούσε τον εργαζόμενο αυτόν, κατά την εν λόγω περίοδο, θα ήταν μάλλον να αναζητήσει νέα εργασία παρά να αναπαυθεί ή να έχει στη διάθεσή του μια περίοδο χαλάρωσης και αναψυχής. Επιπλέον, κατά την περίοδο πριν από τη λήξη της συμβάσεως ορισμένου χρόνου, ο εργαζόμενος μπορεί ευλόγως να επιθυμεί να φέρει δεόντως εις πέρας τις εργασίες που είχε αναλάβει κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, γεγονός που μπορεί να τον παρακινήσει να μη λάβει την άδειά του (38).

62.      Θα εξετάσω τώρα το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο εγείρει το ζήτημα αν είναι δυνατή η επίκληση του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η Max‑Planck είναι μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος χρηματοδοτείται μεν, ως επί το πλείστον, από δημόσιους πόρους, αλλά δεν έχει εξαιρετικές εξουσίες ως προς τους κανόνες που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Η διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί πρέπει συνεπώς, κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, να θεωρηθεί ως διαφορά μεταξύ ιδιωτών. Αυτή η παραδοχή δεν αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής.

63.      Λαμβάνοντας υπόψη την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη μη αναγνώριση άμεσου οριζόντιου αποτελέσματος των οδηγιών, το ως άνω δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν, με το ερώτημα αυτό, να διευκρινιστεί εάν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να μην εφαρμοστεί εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία έχει αποδειχθεί ότι αντιβαίνει στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88.

64.      Εξέτασα λεπτομερώς το ζήτημα αυτό, καθώς και την έκταση της υποχρεώσεως σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας που υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια, στο πλαίσιο των προτάσεών μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Bauer και Broßonn (C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:337), στις οποίες και παραπέμπω. Υπό το πρίσμα των σκέψεων που διατύπωσα στις προτάσεις αυτές, θεωρώ ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθόσον διασφαλίζει σε εργαζόμενο το δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, όταν ο εργαζόμενος αυτός δεν ήταν σε θέση να ασκήσει πράγματι το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της σχέσεως αυτής, μπορεί να προβληθεί ευθέως από τον εν λόγω εργαζόμενο στο πλαίσιο διαφοράς του με τον εργοδότη του προκειμένου να μην εφαρμοστεί εθνική κανονιστική ρύθμιση που εμποδίζει την καταβολή μιας τέτοιας αποζημιώσεως.

65.      Προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να απαντήσει στο αιτούν δικαστήριο ότι, εφόσον αποδειχθεί ότι, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ δύο ιδιωτών, εθνική κανονιστική ρύθμιση εμποδίζει την καταβολή σε εργαζόμενο χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, την οποία εντούτοις αυτός δικαιούται δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει κατά πόσον δύναται να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τη διάταξη αυτή και, εάν αυτό δεν είναι κατά την κρίση του εφικτό, να διασφαλίσει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την έννομη προστασία που απορρέει για τους ιδιώτες από το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου αυτού, μη εφαρμόζοντας, εν ανάγκη, οποιαδήποτε αντίθετη εθνική διάταξη.

IV.    Πρόταση

66.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4 Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, όταν ο εργαζόμενος δεν ήταν σε θέση να λάβει όλη την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν κατά τη διάρκεια της σχέσεως αυτής.

2)      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο εργαζόμενος δεν δικαιούται χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, στην περίπτωση δεν ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτή ενόσω εργαζόταν, χωρίς να εξετάζεται προηγουμένως το κατά πόσον ο εργοδότης τού είχε πράγματι παράσχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

3)      Όταν εθνικό δικαστήριο επιλαμβάνεται διαφοράς σχετικά με το δικαίωμα εργαζομένου σε χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, σε αυτό εναπόκειται να ελέγξει κατά πόσον ο εργοδότης αποδεικνύει ότι έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει πραγματικά το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας. Εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια και ότι, παρά τα μέτρα που έλαβε, ο εργαζόμενος δεν άσκησε οικειοθελώς και έχοντας πλήρη επίγνωση το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών μολονότι είχε τη δυνατότητα αυτή κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, ο εν λόγω εργαζόμενος δεν μπορεί να αξιώσει, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας.

4)      Εφόσον αποδειχθεί ότι, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ δύο ιδιωτών, εθνική κανονιστική ρύθμιση εμποδίζει την καταβολή σε εργαζόμενο χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, την οποία εντούτοις αυτός δικαιούται δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει κατά πόσον δύναται να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τη διάταξη αυτή και, εάν αυτό δεν είναι κατά την κρίση του εφικτό, να διασφαλίσει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την έννομη προστασία που απορρέει για τους ιδιώτες από το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου αυτού, μη εφαρμόζοντας, εν ανάγκη, οποιαδήποτε αντίθετη εθνική διάταξη.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2003, L 299, σ. 9.


3      Στο εξής: Χάρτης.


4      ΕΕ 1989, L 183, σ. 1.


5      BGB1. 1963, σ. 2.


6      BGB1. 2002 I, σ. 1529 (στο εξής: BUrlG).


7      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, συναφώς, στην απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, Foster κ.λπ. (C‑188/89, EU:C:1990:313).


8      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


9      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


10      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18).


11      Βλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914).


12      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


13      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


14      Βλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914, σκέψη 56), η υπογράμμιση δική μου.


15      Βλ. μεταξύ άλλων, συναφώς, αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18, σκέψη 43), της 22ας Νοεμβρίου 2011, KHS (C‑214/10, EU:C:2011:761, σκέψη 26), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση – Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570, σκέψη 30).


16      Απόφαση της 26ης Ιουνίου 2001, BECTU (C‑173/99, EU:C:2001:356, σκέψη 44). Με άλλα λόγια, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi στο σημείο 17 των προτάσεών του στην υπόθεση Ministerul Justiţiei κ.λπ. (C‑12/17, EU:C:2018:195), «μια περίοδος πραγματικής εργασίας πρέπει να δημιουργεί δικαίωμα για περίοδο επίσης πραγματικής αναπαύσεως».


17      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


18      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß (C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


19      Όπ.π., σκέψη 81.


20      Απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


21      Απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914, σκέψη 63).


22      Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της οδηγίας 2003/88 και της βελτιώσεως της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση – Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX‑II, EU:C:2013:570, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ακολουθώντας τον σκοπό που επιδιώκεται με την οδηγία 89/391, η οδηγία 2003/88 ορίζει, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, «τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας».


23      Βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑484/04, EU:C:2006:526, σκέψη 43).


24      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση – Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX II, EU:C:2013:570, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


25      Βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Bollacke (C‑118/13, EU:C:2014:1755, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Bollacke (C‑118/13, EU:C:2014:1755, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


28      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Bollacke (C‑118/13, EU:C:2014:1755, σκέψη 23).


29      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Lock (C‑539/12, EU:C:2014:351, σκέψη 15).


30      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


31      Βλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2006, Federatie Nederlandse Vakbeweging (C‑124/05, EU:C:2006:244, σκέψη 32). Βλ. επίσης, όσον αφορά σκεπτικό που βασίζεται στον κανόνα ότι ο εργαζόμενος πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να μπορεί να απολαύει πραγματικής αναπαύσεως, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, Robinson-Steele κ.λπ. (C‑131/04 και C‑257/04, EU:C:2006:177).


32      Βλ., υπό την ίδια έννοια, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση King (C‑214/16, EU:C:2017:439, σημείο 97).


33      Βλ. επίσης, σχετικά με την ιδέα αυτή, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix‑Hackl στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Robinson-Steele κ.λπ. (C‑131/04 και C‑257/04, EU:C:2005:650, σημείο 79).


34      C‑118/13, EU:C:2014:1755.


35      Βλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Bollacke (C‑118/13, EU:C:2014:1755, σκέψη 23).


36      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Ιουλίου 2016, Maschek (C‑341/15, EU:C:2016:576, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), η υπογράμμιση δική μου.


37      Βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Ιουλίου 2016, H. Maschek (C‑341/15, EU:C:2016:576, σκέψη 28), η υπογράμμιση δική μου.


38      Όπως επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατόπιν της προσκλήσεως που του απηύθυνε η Max-Planck για τη λήψη της άδειάς του, ο T. Shimizu, πληροφορηθείς συγχρόνως ότι δεν θα ανανεωνόταν η σύμβασή του, θέλησε να φέρει εις πέρας τα τελευταία του καθήκοντα, και, ως εκ τούτου, αποφάσισε να μη λάβει όλη την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν.