Language of document : ECLI:EU:T:2018:651

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 4ης Οκτωβρίου 2018 (*)

«ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση – Δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία – Kατ’ αποκοπή δημοσιονομικές διορθώσεις – Εφάπαξ δημοσιονομικές διορθώσεις – Καθεστώς στρεμματικών ενισχύσεων – Έννοια των μόνιμων βοσκοτόπων – Προϋποθέσεις για την επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης 25 % – Kατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % – Kατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % – Άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 – Βασικοί έλεγχοι – Επικουρικοί έλεγχοι – Πολυετή μέτρα – Έργα μακράς διάρκειας»

Στην υπόθεση Τ‑272/16,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Κανελλόπουλο και τις Ό. Τσιρκινίδου, Α.‑Ευ. Βασιλοπούλου, Δ. Ντουρντουρέκα και Ε. Λευθεριώτου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον Δ. Τριανταφύλλου και την J. Aquilina, στη συνέχεια από τον Δ. Τριανταφύλλου και τις J. Aquilina και K. Skelly, και τέλος από τον Δ. Τριανταφύλλου και την J. Aquilina,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα τη μερική ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2016/417 της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2016, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2016, L 75, σ. 16),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, V. Kreuschitz και N. Półtorak (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 23ης Ιανουαρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1.      Όσον αφορά τις αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις

1        Μεταξύ 4ης και 8ης Νοεμβρίου 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενήργησε την υπ’ αριθ. AA/2013/002/GR έρευνα σχετικά με τις δαπάνες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, για στρεμματικές ενισχύσεις.

2        Με έγγραφο της 15ης Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις της στην Ελληνική Δημοκρατία. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε σχετικώς στις 17 Μαρτίου 2014, και στη συνέχεια η Επιτροπή διαβίβασε εκ νέου τις παρατηρήσεις της στην Ελληνική Δημοκρατία στις 28 Μαΐου 2014.

3        Στις 23 Ιουνίου 2014 πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη κατόπιν της οποίας η Ελληνική Δημοκρατία απέστειλε έγγραφο στις 18 Σεπτεμβρίου 2014.

4        Στη συνέχεια, η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την πρόθεσή της να προτείνει τον εις βάρος του εν λόγω κράτους μέλους καταλογισμό κατ’ αποκοπή και εφάπαξ συνολικού ποσού 167 399 260,04 ευρώ, λόγω του ότι, κατά την υπηρεσία αυτή, η εφαρμογή του συστήματος χορήγησης των άμεσων στρεμματικών ενισχύσεων στην Ελλάδα δεν ήταν σύμφωνη με τους ισχύοντες κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τα έτη υποβολής αιτήσεων 2012 και 2013.

5        Κινήθηκε διαδικασία συμβιβασμού, κατόπιν της οποίας το όργανο συμβιβασμού διατύπωσε τη γνώμη του στις 13 Ιουλίου 2015.

6        Στις 23 Νοεμβρίου 2015, η Επιτροπή διατύπωσε την τελική της θέση, εμμένοντας στην αρχική της τοποθέτηση και προτείνοντας να αποκλεισθεί από τη χρηματοδότηση το ακαθάριστο τελικό ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης που επιβλήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα των άμεσων ενισχύσεων, και το οποίο ανερχόταν στο ύψος των 167 399 260,04 ευρώ.

2.      Όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη

7        Μεταξύ της 24ης και της 28ης Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή διεξήγαγε την υπ’ αριθ. RD 1/2012/810/GR έρευνα σχετικά με την Αγροτική Ανάπτυξη ΕΓΤΑΑ, Άξονες 1 + 3 – Μέτρα με προσανατολισμό τις επενδύσεις (2007-2013).

8        Με έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις της στην Ελληνική Δημοκρατία. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε σχετικώς στις 6 Μαρτίου 2013.

9        Στις 5 Σεπτεμβρίου 2013 πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη, κατόπιν της οποίας η Ελληνική Δημοκρατία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της στις 27 Δεκεμβρίου 2013.

10      Στις 27 Μαΐου 2014, η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την πρόθεσή της να προτείνει τον αποκλεισμό ποσού ύψους 4 106 349,91 ευρώ από τη χρηματοδότηση της Ένωσης. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι διαπιστώθηκαν αδυναμίες κατά την εφαρμογή, στην Ελλάδα, του καθεστώτος των μέτρων που εντάσσονται στο πλαίσιο του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (2007 έως 2013) για τα οικονομικά έτη 2010, 2011, 2012 και 2013.

11      Κατόπιν της αίτησης συμβιβασμού που υπέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία την 1η Ιουλίου 2014, το όργανο συμβιβασμού διατύπωσε τη γνώμη του με την τελική έκθεση της 28ης Ιανουαρίου 2015.

12      Η Επιτροπή διατύπωσε την τελική της θέση στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, αποστέλλοντας την επιστολή Ares (2015) 4006384/29.09.2015 με την οποία περιόρισε την προτεινόμενη διόρθωση στο ποσό των 3 880 460,50 ευρώ (3 107 504,18 ευρώ για το μέτρο 125, στα οποία προστέθηκαν 772 956,32 ευρώ για το μέτρο 121).

13      Στις 17 Μαρτίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/417, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2016, L 75, σ. 16, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

3.      Η προσβαλλόμενη απόφαση

14      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέθεσε τα ποσά των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (στο εξής, μεμονωμένα: Ταμείο) τα οποία απέκλεισε από τη χρηματοδότηση της Ένωσης. Όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή εφάρμοσε κατ’ αποκοπή και εφάπαξ διορθώσεις για τα οικονομικά έτη 2010, 2011, 2012, 2013 και 2014 στους τομείς που αφορούν την υπό κρίση υπόθεση, ήτοι τις αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις και την αγροτική ανάπτυξη ΕΓΤΑΑ. Όσον αφορά τις άμεσες ενισχύσεις, η Επιτροπή επέβαλε διόρθωση συνολικού ύψους 167 399 260,04 ευρώ, εκ των οποίων το καθαρό ποσό των 166 797 866,22 ευρώ αφορούσε ειδικότερα αδυναμίες στον καθορισμό των επιλέξιμων μόνιμων βοσκοτόπων, πρόδηλα σφάλματα και αδυναμίες στους επιτόπιους ελέγχους με τηλεπισκόπηση. Όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη, η Επιτροπή επέβαλε διόρθωση καθαρού ποσού 3 880 460,50 ευρώ.

15      Η Επιτροπή δικαιολόγησε την επιβολή των επίμαχων κατ’ αποκοπή και εφάπαξ διορθώσεων με την ακόλουθη αιτιολογία, η οποία παρατίθεται στη συνοπτική έκθεση (στο εξής: συνοπτική έκθεση).

1.      Όσον αφορά τις αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις

16      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά τα έτη υποβολής αιτήσεων 2012 και 2013, η Ελληνική Δημοκρατία είχε θεωρήσει ως επιλέξιμους για ενίσχυση μόνιμους βοσκοτόπους που δεν πληρούσαν τα κριτήρια του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς (ΕΕ 2009, L 30, σ. 16), και του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1120/2009 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 (ΕΕ 2009, L 316, σ. 1), επειδή η βλάστηση στις εκτάσεις αυτές δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά «αγρωστώδη ή άλλα ποώδη κτηνοτροφικά φυτά». Η εσφαλμένη αυτή εκτίμηση των ελληνικών αρχών χρησιμοποιήθηκε επίσης για τους διασταυρωτικούς ελέγχους δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1122/2009 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, τη διαφοροποίηση και το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, καθώς και λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση στο πλαίσιο του καθεστώτος στήριξης που προβλέπεται για τον αμπελοοινικό τομέα (ΕΕ 2009, L 316, σ. 65).

17      Για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012 οι ελληνικές αρχές υπολόγισαν τις συνέπειες του σφάλματος στο ποσό των 40 113 184,84 ευρώ. Ωστόσο, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το ποσό αυτό προέκυψε από την εφαρμογή των ποσοστών επιλεξιμότητας τα οποία καθορίστηκαν τον Οκτώβριο του 2013 και τα οποία δεν λάμβαναν υπόψη την οριστικοποίηση του αναθεωρημένου σχεδίου δράσης του Απριλίου του 2014. Έκρινε επίσης ότι το ποσό που υπολογίστηκε από τις ελληνικές αρχές δεν είχε λάβει υπόψη τις κυρώσεις που έπρεπε να επιβληθούν σε περίπτωση δήλωσης έκτασης μεγαλύτερης από την πραγματική. Για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το ποσό που υπολογίστηκε από τις ελληνικές αρχές δεν είχε λάβει υπόψη τις κυρώσεις που έπρεπε να επιβληθούν σε περίπτωση δήλωσης έκτασης μεγαλύτερης από την πραγματική για τα μη καταβληθέντα ποσά. Επιπλέον, όσον αφορά τα ανωτέρω δύο έτη υποβολής αιτήσεων, η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι τα ποσά αυτά είχαν προκύψει χωρίς να ληφθούν υπόψη οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των τροποποιήσεων που είχαν επέλθει στις 30 Απριλίου 2014 ως προς τους παράγοντες pro rata σχετικά με τους μόνιμους βοσκοτόπους.

18      Εκτός αυτού, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ανεπάρκειες των επιτόπιων ελέγχων, των οποίων τα συμπεράσματα ήταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ουσιωδώς διαφορετικά από εκείνα της τηλεπισκόπησης, γεγονός που οδήγησε σε επανέλεγχο 9 470 αγροτεμαχίων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 (αλλά όχι για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012). Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις και κατά διασταλτική εφαρμογή της σχετικής πρακτικής, οι ελληνικές αρχές είχαν θεωρήσει ότι υπάρχει «πρόδηλο σφάλμα» προκειμένου να διορθώσουν το ποσό των πληρωμών, χωρίς να εφαρμόσουν τις προβλεπόμενες κυρώσεις.

19      Στις 4 Δεκεμβρίου 2014, οι πληροφορίες που διαβίβασαν οι ελληνικές αρχές στην Επιτροπή ανέφεραν ότι οι εν λόγω αρχές πρότειναν διόρθωση ύψους 52 225 465,79 ευρώ για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012 και ποσού 37 133 161,78 ευρώ για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013. Εντούτοις, η Επιτροπή έκρινε ότι οι διορθώσεις αυτές ήταν ανεπαρκείς, λόγω του υψηλού ποσοστού σφαλμάτων τα οποία είχαν διαπιστωθεί κατά τους ελέγχους και τα οποία αποτελούσαν ένδειξη εκτεταμένων παρατυπιών που δεν είχαν ακόμη αντιμετωπιστεί επαρκώς.

20      Ως εκ τούτου, όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, η Επιτροπή επέβαλε διόρθωση ύψους 25 % ως προς τον πληθυσμό που παρουσιάζει κίνδυνο. Λαμβανομένης υπόψη της βελτίωσης της κατάστασης, το θεσμικό αυτό όργανο μείωσε τη διόρθωση στο 10 % για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013, επί βάσης μειωμένης κατά το ποσό των 37 163 161,78 ευρώ που οι ελληνικές αρχές είχαν δηλώσει ως γνωστό σφάλμα.

2.      Όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη

21      Ως προς το μέτρο 125, το οποίο αφορά κυρίως τις αρδευτικές υποδομές, η Επιτροπή έκρινε ότι η επιλογή των επιλέξιμων έργων δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 71 του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2005, L 277, σ. 1). Συγκεκριμένα, η έρευνα κατέδειξε ότι η επιλογή αυτή περιλάμβανε ένα προβληματικό δεύτερο στάδιο προεπιλογής από τη Διεύθυνση Τεχνικών Μελετών και Κατασκευών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων της Ελλάδας. Έτσι, κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου προεπιλογής, ελεγχόταν όχι μόνον η ωριμότητα των σχεδίων, αλλά και η καταλληλότητά τους ως προς τις προτεραιότητες, βάσει κριτηρίων τα οποία ήταν γνωστά μόνο στη Διεύθυνση αυτή. Ως εκ τούτου, εισήχθησαν κριτήρια επιλογής τα οποία δεν ήταν εκείνα που καθορίζονταν από την αρμόδια διαχειριστική αρχή.Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να επιβάλει κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 %, η οποία αντιστοιχούσε σε ποσό 3 107 504,18 ευρώ.

22      Ως προς το μέτρο 121, το οποίο αφορά κυρίως τον εκσυγχρονισμό επιχειρήσεων, από την έρευνα προέκυψε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δήλωσης μη επιλέξιμων δαπανών, οι απαιτήσεις των δικαιούχων περιορίστηκαν χωρίς να τους επιβληθεί καμία κύρωση. Η ατιμωρησία όμως ενδέχεται, κατά την Επιτροπή, να ενθαρρύνει τους δικαιούχους να δηλώνουν μη επιλέξιμες δαπάνες, δεδομένου ότι, στη χειρότερη περίπτωση, θα απορριφθεί απλώς η αίτησή τους για την καταβολή του αντίστοιχου ποσού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η πρακτική αυτή δημιουργεί κίνδυνο για το Ταμείο και αποφάσισε να επιβάλει, κατ’ αναλογία προς το άρθρο 63 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 809/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2014, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014, L 227, σ. 69), δημοσιονομική διόρθωση που αντιστοιχούσε σε ποσό 772 956,32 ευρώ.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Μαΐου 2016, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

24      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι παραιτείται από τον όγδοο λόγο ακύρωσης, ο οποίος στηριζόταν στο ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέλειψε να επιστρέψει στο εν λόγω κράτος μέλος το ποσό των 29 366 975,06 ευρώ, κατόπιν της έκδοσης της απόφασης της 19ης Νοεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑107/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:870)· έγινε σχετική μνεία στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

25      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αποκλείει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δαπάνες συνολικού ύψους 166 797 866,22 ευρώ οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στον τομέα των αποσυνδεδεμένων άμεσων ενισχύσεων κατά τα έτη υποβολής αιτήσεων 2012 και 2013, και δαπάνες συνολικού ύψους 3 880 460,50 ευρώ οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ για τα οικονομικά έτη 2010 έως 2013·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

27      Προκαταρκτικώς, όσον αφορά τις αιτιάσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα ευρωπαϊκά γεωργικά Ταμεία χρηματοδοτούν μόνον τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2013, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑241/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:96, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Όταν η Επιτροπή αρνείται να επιβαρύνει το Ταμείο με ορισμένες δαπάνες λόγω παραβάσεων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης για τις οποίες ευθύνεται κράτος μέλος, δεν οφείλει να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των διενεργηθέντων από τις εθνικές διοικητικές αρχές ελέγχων ή το παράτυπο των αριθμητικών στοιχείων που αυτές διαβίβασαν, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικό στοιχείο για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που διατηρεί ως προς τους ελέγχους αυτούς ή τα αριθμητικά αυτά στοιχεία. Ο υπέρ της Επιτροπής μετριασμός αυτός του βάρους αποδείξεως εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι σε θέση να συλλέξει και να ελέγξει καλύτερα τα αναγκαία δεδομένα για την εκκαθάριση των λογαριασμών του Ταμείου και, ως εκ τούτου, σ’ αυτό εναπόκειται να προσκομίσει την πλέον λεπτομερή και πλήρη απόδειξη της αλήθειας των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων και, ενδεχομένως, της ανακρίβειας των ισχυρισμών της Επιτροπής (αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 2001, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑247/98, EU:C:2001:4, σκέψεις 7 έως 9, και της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψεις 21 και 22).

29      Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος απέδειξε την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής ή την έλλειψη κινδύνου ζημίας ή παρατυπιών σε βάρος του Ταμείου, βάσει της εφαρμογής ενός αξιόπιστου και αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑300/02, EU:C:2005:103, σκέψη 95, και της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψεις 21 και 22).

30      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των σκέψεων πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις τις οποίες προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη της προσφυγής της, καθόσον η προσφυγή αφορά τις τρεις κατηγορίες των κατ’ αποκοπή διορθώσεων και τις εφάπαξ διορθώσεις που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση.

31      Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραιτήθηκε από τον όγδοο λόγο ακύρωσης, πρέπει να εξετασθούν οι επτά προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης, εκ των οποίων τρεις αφορούν το καθεστώς των άμεσων ενισχύσεων και τέσσερις τον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης ΕΓΤΑΑ.

1.      Όσον αφορά τις αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις

1.      Επί των λόγων ακύρωσης που αφορούν τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις 25 % και 10 % και την εφάπαξ διόρθωση, οι οποίες επιβλήθηκαν λόγω αδυναμιών στον καθορισμό και στον έλεγχο των επιλέξιμων μόνιμων βοσκοτόπων

32      Όσον αφορά τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις 25 % και 10 % και την εφάπαξ διόρθωση οι οποίες επιβλήθηκαν λόγω αδυναμιών στον καθορισμό και στον έλεγχο των επιλέξιμων μόνιμων βοσκοτόπων, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους ακύρωσης. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΚ) 796/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς (ΕΕ 2004, L 141, σ. 18), και του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του εγγράφου VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Κατευθυντήριες οδηγίες για τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – Τομέας Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97), όσον αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης 25 %. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται τόσο στον παράνομο και καταχρηστικό χαρακτήρα της επιβληθείσας δημοσιονομικής διόρθωσης για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 όσο και στην αντιφατική της αιτιολογία, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών (του εγγράφου VI/5330/97) στις οποίες στηρίζεται η διόρθωση αυτή, σε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και ne bis in idem, καθώς και σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας συνεπεία της διόρθωσης αυτής.

1)      Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 και του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009

33      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο ορισμός των μόνιμων βοσκοτόπων που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 (και στις μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009) έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει τις εκτάσεις που καλύπτονται από αυτοφυή, ποώδη ή ξυλώδη βλάστηση, η οποία αποτελεί την τροφή των μικρών μηρυκαστικών (αιγοπροβάτων), εκτάσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τους λεγόμενους «μεσογειακούς» βοσκοτόπους.

34      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

35      Πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι, για τον καθορισμό των δικαιωμάτων ενίσχυσης στο πλαίσιο της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ), το άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (ΕΕ 2003, L 270, σ. 1), προέβλεπε δικαίωμα ενίσχυσης ανά εκτάριο, ο δε αριθμός των εκταρίων περιλάμβανε, κατά την παράγραφο 2, στοιχείο βʹ, του άρθρου αυτού, όλες τις κτηνοτροφικές εκτάσεις κατά την περίοδο αναφοράς. Οι τελευταίες ορίζονταν με τη σειρά τους στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού ως περιλαμβάνουσες την έκταση της εκμετάλλευσης που διατίθεται για την εκτροφή ζώων, αποκλειομένων, ιδίως, των κτιρίων, των πυκνών συδενδριών, των λιμνών και των μονοπατιών. Το άρθρο 33 του κανονισμού 73/2009 παρείχε δικαίωμα ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης σε γεωργούς κατέχοντες δικαιώματα ενίσχυσης χορηγηθέντα σύμφωνα με τον κανονισμό 1782/2003.

36      Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 και το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009, κάθε δικαίωμα ενίσχυσης που συνοδευόταν από επιλέξιμο εκτάριο γεννούσε δικαίωμα για τη λήψη ενίσχυσης. Κατά την παράγραφο 2 των άρθρων αυτών, προκειμένου ένα εκτάριο να είναι επιλέξιμο έπρεπε η έκταση στην οποία αντιστοιχούσε να έχει διατεθεί ή να διατίθεται ή να χρησιμοποιείται κυρίως για γεωργικές δραστηριότητες.

37      Επομένως, το σύστημα που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1782/2003, όπως αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με τον κανονισμό 73/2009, επέτρεπε τη χορήγηση στρεμματικών ενισχύσεων μόνο για τις γεωργικές εκτάσεις και για τις εκτάσεις που συνδέονταν με γεωργικές εκτάσεις, προς αποφυγή του ενδεχομένου χορήγησης της ενίσχυσης για εγκαταλελειμμένες εκτάσεις ή εκτάσεις μη χρησιμοποιούμενες πράγματι για γεωργική δραστηριότητα.

38      Δεύτερον, οι μόνιμοι βοσκότοποι ορίζονταν στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 και στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009 ως εκτάσεις χρησιμοποιούμενες για την ανάπτυξη αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών.

39      Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι, μολονότι τα λοιπά φυτά πέραν των αγρωστωδών και των άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών δεν αποκλείονται ρητώς από τον εν λόγω ορισμό, εντούτοις ο ορισμός αυτός διέκρινε εμμέσως μεταξύ, αφενός, των αγρωστωδών και των ποωδών κτηνοτροφικών φυτών και, αφετέρου, κατ’ αντιδιαστολή προς τα τελευταία, όλων των μη ποωδών φυτών, ήτοι των ξυλωδών. Συγκεκριμένα, από την έκφραση «ανάπτυξη αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών» συνάγεται ότι μόνον τα ποώδη κτηνοτροφικά φυτά έπρεπε, καταρχήν, να θεωρούνται επιλέξιμα για την ενίσχυση βάσει του εν λόγω ορισμού.

40      Επομένως, όσον αφορά τις ενισχύσεις για τους βοσκοτόπους, το είδος της βλάστησης στην οικεία έκταση ήταν το κριτήριο που προέκριναν οι κανονισμοί 1782/2003 και 796/2004 και, εν συνεχεία, οι κανονισμοί 73/2009 και 1120/2009, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι δεν καταβάλλονται ενισχύσεις για εκτάσεις μη χρησιμοποιούμενες για γεωργική δραστηριότητα. Πράγματι, αν κυριαρχούσαν στις επίμαχες εκτάσεις άλλα φυτά πέραν των ποωδών κτηνοτροφικών φυτών, τούτο ήταν ενδεικτικό της εγκατάλειψης της γεωργικής δραστηριότητας στις εκτάσεις αυτές, ήτοι εν προκειμένω της χρήσης τους ως βοσκοτόπων. Με τον τρόπο αυτόν, ο ορισμός ως βοσκοτόπων μόνον των εκτάσεων που καλύπτονται με αγρωστώδη και ποώδη κτηνοτροφικά φυτά, χρησιμοποιούμενα ως φυσική ζωοτροφή, αποσκοπούσε στην αποτροπή του κινδύνου χορήγησης ενισχύσεων για εκτάσεις χρησιμοποιούμενες για μη γεωργικές δραστηριότητες και μη χρησιμοποιούμενες πραγματικά για κτηνοτροφικούς σκοπούς. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορούσε να παραβλεφθεί η περιορισμένη ύπαρξη ξυλώδους βλάστησης (δένδρων και θάμνων), εφόσον όμως αυτή δεν έθετε σε κίνδυνο την ανάπτυξη των ποωδών φυτών και, επομένως, την αποτελεσματική εκμετάλλευση των αγροτεμαχίων ως βοσκοτόπων.

41      Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στο πλαίσιο της υπ’ αριθ. AA/2013/002/GR έρευνας.

42      Το θεσμικό αυτό όργανο διαπίστωσε, όπως τονίσθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, ότι, κατά τα έτη υποβολής αιτήσεων 2012 και 2013, η Ελληνική Δημοκρατία είχε θεωρήσει ως επιλέξιμους για ενίσχυση μόνιμους βοσκοτόπους που δεν πληρούσαν τα κριτήρια του άρθρου 34 του κανονισμού 73/2009 και του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009. Πράγματι, η βλάστηση στις εκτάσεις αυτές δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά «αγρωστώδη ή άλλα ποώδη κτηνοτροφικά φυτά». Επομένως, ετίθετο σαφώς το πρόβλημα ότι έγιναν δεκτές εκτάσεις για καταβολή ενίσχυσης ενώ δεν πληρούσαν τους όρους επιλεξιμότητας που προβλέπονταν στους δύο αυτούς κανονισμούς. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι ελληνικές αρχές είχαν χρησιμοποιήσει αυτά τα εσφαλμένα δεδομένα στο πλαίσιο των διασταυρωτικών ελέγχων που διενεργήθηκαν βάσει του κανονισμού 1122/2009 και ότι η κατάσταση αυτή οδήγησε στην αχρεώστητη καταβολή ενισχύσεων.

43      Στο έγγραφο παρατηρήσεων της 15ης Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε από την Ελληνική Δημοκρατία να την ενημερώσει σχετικά με τα διορθωτικά μέτρα που είχαν ήδη ληφθεί για την αντιμετώπιση των διαπιστωθεισών ελλείψεων, καθώς και σχετικά με τα σχεδιαζόμενα για το μέλλον, και να προσδιορίσει ταυτόχρονα το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους. Συναφώς, υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, ότι, όπως είχε αποδειχθεί από προηγούμενες έρευνες, οι εκτάσεις τις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία θεωρούσε επιλέξιμες για την καταβολή ενίσχυσης δεν πληρούσαν όλα τα κριτήρια που ορίζει ο κανονισμός 1120/2009, στη συνέχεια δε διευκρίνισε ότι το σχέδιο δράσης που καταρτίστηκε για να βελτιωθεί η κατάσταση αυτή παρήγαγε τα πρώτα αποτελέσματά του μόλις κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2013. Κατά συνέπεια, οι πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012 εξακολουθούσαν να ενέχουν σφάλμα, ενώ μια αποστολή του Οκτωβρίου του 2013 είχε αποδείξει ότι τα διορθωτικά μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης δεν κάλυπταν στην πραγματικότητα το σύνολο του σφάλματος. Η Επιτροπή υπογράμμισε επομένως ότι, στο μέτρο που είχαν χρησιμοποιηθεί εσφαλμένα στοιχεία για τις προκαταβολές του έτους υποβολής αιτήσεων 2013, ήταν ιδιαίτερα σημαντικό οι διαθέσιμες πληροφορίες μετά την οριστικοποίηση των διορθωτικών μέτρων να ληφθούν υπόψη για την εξισορρόπηση των πληρωμών που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν για το 2014, άλλως εξακολουθούσε να υφίσταται κίνδυνος καταβολής αχρεωστήτων ποσών για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2013 και επόμενα. Επισήμανε επιπλέον, όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους, ότι αυτοί δεν μπορούσαν να θεωρηθούν σύμφωνοι με τις προδιαγραφές που επιβάλλει το άρθρο 34 του κανονισμού 1122/2009.

44      Η Επιτροπή ενέμεινε στα επιχειρήματά της αυτά με τη συνοπτική έκθεση και επιβεβαίωσε την ύπαρξη κινδύνου για το Ταμείο.

45      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι παρατυπίες που διαπίστωσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούσαν να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες που διατηρούσε το θεσμικό αυτό όργανο όσον αφορά τις ενισχύσεις που χορηγούνταν για τους βοσκοτόπους, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 28 ανωτέρω νομολογία.

46      Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής και δεν είναι επομένως ικανό να κλονίσει την απόφαση του θεσμικού αυτού οργάνου περί επιβολής κατ’ αποκοπήν διορθώσεων και εφάπαξ διόρθωσης λόγω αδυναμιών κατά τον καθορισμό και τον έλεγχο των μόνιμων βοσκοτόπων.

47      Συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι δεν είναι λογικός ούτε μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ο αποκλεισμός των «μεσογειακών» βοσκοτόπων από τις ενισχύσεις της ΚΓΠ και προβάλλει, προς στήριξη όσων ισχυρίζεται, σειρά επιχειρημάτων για να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα επιβάλλοντας τις επίμαχες διορθώσεις, καθόσον οι εκτάσεις που καλύπτονται από ξυλώδη φυτά τα οποία χρησιμοποιούνται παραδοσιακά ως ζωοτροφή για τα ζώα της μεσογειακής ζώνης έπρεπε να έχουν γίνει δεκτές ως βοσκότοποι για τη χορήγηση της ενίσχυσης.

48      Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, στην Ελλάδα, η έκφραση «μόνιμοι βοσκότοποι» προσδιορίζει τις εκτάσεις που καλύπτονται από αυτοφυή, ποώδη ή ξυλώδη βλάστηση, η οποία αποτελεί την τροφή των μικρών μηρυκαστικών (αιγοπροβάτων) και οι οποίες, ως επί το πλείστον, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για βόσκηση. Οι εκτάσεις αυτές διαφέρουν από τους βοσκοτόπους των χωρών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, όπου καλλιεργούνται και ευδοκιμούν αγρωστώδη και ποώδη φυτά. Οι διαπιστώσεις αυτές σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν τον αποκλεισμό των εκτάσεων που καλύπτονται από θάμνους, όπως είναι οι παραδοσιακοί ελληνικοί βοσκότοποι, από τις επιλέξιμες για ενίσχυση εκτάσεις, κατά μείζονα δε λόγο διότι το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 και το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009 δέχονται επίσης ως μόνιμο βοσκότοπο την έκταση που με φυσικό τρόπο (αυτοφυή) παράγει τροφή για τα μικρά μηρυκαστικά. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η διαφοροποίηση αυτή ως προς τη φύση και τη σύσταση του βοσκοτόπου έχει προκύψει και σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης, ενώ αποτελεί από μακρού πάγιο αίτημα των κτηνοτρόφων του ευρωπαϊκού Νότου η αποδοχή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του συνόλου των «μεσογειακών βοσκοτόπων» καθώς και η αναγνώριση της επιλεξιμότητάς τους βάσει του βοσκήσιμου χαρακτήρα τους και όχι του είδους της βλάστησής τους. Προσθέτει δε ότι οι μεσογειακοί βοσκότοποι είναι, κατά γενική παραδοχή, μεγάλης περιβαλλοντικής αξίας, διότι συμβάλλουν στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας. Επομένως, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, η άρνηση της επιλεξιμότητάς τους οδηγεί στην εγκατάλειψη των εκτάσεων αυτών, με πρόσθετο κίνδυνο ερημοποίησής τους, και στην εντατικοποίηση της κτηνοτροφίας σε άλλης μορφής εκτάσεις ή σε άλλες εγκαταστάσεις.

49      Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς τον τρόπο που ερμηνεύεται στην Ελλάδα η έκφραση «μόνιμοι βοσκότοποι», σύμφωνα με τον οποίο θεωρούνται ως εκτάσεις για κτηνοτροφική χρήση και εκείνες στις οποίες επικρατεί η ξυλώδης βλάστηση, διότι ο τότε ισχύων ορισμός της Ένωσης προέβλεπε ότι ήταν αποδεκτή μόνον η περιθωριακή παρουσία ξυλωδών φυτών. Πράγματι, οι πληρωμές πρέπει να είναι σύμφωνες με τη ρύθμιση της Ένωσης προκειμένου να τύχουν χρηματοδότησης από το Ταμείο (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑86/08, EU:T:2012:345, σκέψη 68).

50      Στη συνέχεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας που βασίζεται στο πάγιο αίτημά της για την αναγνώριση της επιλεξιμότητας των λεγόμενων «μεσογειακών» βοσκοτόπων στο πλαίσιο της ΚΓΠ, προς στήριξη της οποίας το εν λόγω κράτος μέλος αρκείται στο να παραπέμψει σε σειρά παραρτημάτων χρονολογούμενων, το παλαιότερο από αυτά, από το έτος 2011, χωρίς να προσδιορίζει τα κρίσιμα χωρία τους. Συγκεκριμένα, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εργασίες μεταρρύθμισης της ΚΓΠ 2014-2020 άρχισαν τον Απρίλιο του 2010 με πρόσκληση σε δημόσια συζήτηση σχετικά με το μέλλον της ΚΓΠ, τους σκοπούς της και τις αρχές που θα πρέπει να τη διέπουν. Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του 2011, η Επιτροπή κατέθεσε ένα σύνολο νομοθετικών προτάσεων που κατέληξαν στην έκδοση, μεταξύ άλλων, του κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 637/2008 και του κανονισμού […] 73/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 608). Ο εν λόγω κανονισμός επεξέτεινε τον ορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων στις εκτάσεις που καλύπτονται από ξυλώδη φυτά. Επιπλέον, από το περιεχόμενο των εγγράφων που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία προκύπτει ότι αυτά καταρτίστηκαν και δημοσιεύθηκαν στο πλαίσιο συντονισμένων ενεργειών με σκοπό να επηρεάσουν την επιλογή του νομοθέτη σχετικά με τον ορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων στον κανονισμό αυτόν. Πάντως, δεδομένου ότι ο ορισμός του μόνιμου βοσκότοπου που παρατίθεται στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 και στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009 αποκλείει τους «μεσογειακούς» βοσκοτόπους, η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια που προτείνει η Ελληνική Δημοκρατία υπό το πρίσμα σειράς εγγράφων καταρτισθέντων και δημοσιευθέντων στο πλαίσιο τέτοιων συντονισμένων ενεργειών.

51      Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει το επιχείρημά της ότι η άρνηση χορήγησης της ενίσχυσης για τις εκτάσεις που καλύπτονται από ξυλώδη φυτά οδηγεί στην εγκατάλειψή τους και στην αύξηση του κινδύνου ερημοποίησής τους, καθώς και σε εντατικοποίηση της κτηνοτροφίας σε άλλης μορφής εκτάσεις ή σε άλλες εγκαταστάσεις. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

52      Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται σκοπό της ΚΓΠ συνιστάμενο στην ενίσχυση των «μεσογειακών» μόνιμων βοσκοτόπων, τον οποίο συνάγει από το γεγονός ότι η έννοια των μόνιμων βοσκοτόπων εντάσσεται στο σύστημα χορήγησης ενιαίων ενισχύσεων που αποσκοπεί στη στήριξη του αγροτικού εισοδήματος, εφόσον οι εκτάσεις βοσκοτόπων χρησιμεύουν για την ενεργοποίηση δικαιωμάτων.

53      Όσον αφορά τον υποτιθέμενο σκοπό της ΚΓΠ περί ενίσχυσης των «μεσογειακών» βοσκοτόπων, επισημαίνεται ότι τέτοιος σκοπός δεν συγκαταλέγεται στους σκοπούς της ΚΓΠ που θεσπίζονται με το άρθρο 39 ΣΛΕΕ ούτε και απορρέει από τις διατάξεις των κανονισμών 1782/2003 και 73/2009, οι οποίοι απλώς προέβλεπαν, με την αιτιολογική σκέψη 4 ο πρώτος και με την αιτιολογική σκέψη 7 ο δεύτερος, ότι, επειδή οι μόνιμοι βοσκότοποι έχουν θετική επίδραση στο περιβάλλον, ενδείκνυται η θέσπιση μέτρων για την ενθάρρυνση της διατήρησης των υφιστάμενων μόνιμων βοσκοτόπων, προκειμένου να αποφευχθεί η μαζική μετατροπή τους σε αρόσιμες εκτάσεις. Πέραν του γεγονότος ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραλείπει να διευκρινίσει από πού απορρέει ο εν λόγω σκοπός προστασίας των «μεσογειακών» βοσκοτόπων, η υλοποίησή του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτευχθεί με επέκταση του ορισμού του μόνιμου βοσκοτόπου, όπως αυτός απορρέει από τις διατάξεις που έχουν εν προκειμένω εφαρμογή, στις εκτάσεις οι οποίες καλύπτονται από ξυλώδη φυτά.

54      Τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο που περιγράφεται ανωτέρω, δεν θα ήταν λογικό ούτε θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, πριν από την έκδοση του κανονισμού 1307/2013, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να αποκλειστεί ο «μεσογειακός» βοσκότοπος από τον υπολογισμό των δικαιωμάτων ενίσχυσης ή να ελαχιστοποιηθεί η συμμετοχή του στον υπολογισμό των δικαιωμάτων αυτών. Επικαλείται δε, όσον αφορά την ερμηνεία του σκοπού του νομοθέτη της Ένωσης, την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Τ-632/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:934, σκέψη 99). Υποστηρίζει συναφώς ότι ο αποκλεισμός αυτός θα είχε ως αποτέλεσμα ο νομοθέτης της Ένωσης να αποκλείει ή να εξαιρεί μια μορφή βοσκοτόπων που, με βάση τις κλιματολογικές συνθήκες και το φυσικό περιβάλλον, αποτελούν την κυρίαρχη μορφή βοσκοτόπων σε όλα τα μεσογειακά κράτη μέλη της Ένωσης, με αποτέλεσμα να αποκλείσει από την ενίσχυση την πλειονότητα των κτηνοτρόφων στις χώρες αυτές και, ταυτοχρόνως, να πλήξει την κτηνοτροφία τους σε σχέση με τις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Προσθέτει ακόμη ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν ήταν δυνατόν να αγνοούσε ή να παρέβλεψε τα δεδομένα της επιστήμης της δασοπονίας και της γεωπονίας, κατά τα οποία τα ξυλώδη και θαμνώδη φυτά είναι αναπόσπαστο στοιχείο των «μεσογειακών» βοσκοτόπων. Επομένως, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι διατάξεις περί του ορισμού του «μόνιμου βοσκοτόπου», ορθώς ερμηνευόμενες, με βάση το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και τον σκοπό τον οποίο επιδιώκουν, δεν καταλαμβάνουν και τους «μεσογειακούς» βοσκοτόπους με θαμνώδη βλάστηση.

55      Πρέπει ευθύς εξαρχής να επισημανθεί ότι, με την αιτίαση αυτή, η Ελληνική Δημοκρατία δεν σκοπεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του ορισμού των «μόνιμων βοσκοτόπων» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 και στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009.

56      Επιπλέον, από το ενδιάμεσο συμπέρασμα που εκτίθεται στις σκέψεις 37 έως 40 ανωτέρω προκύπτει ότι, όσον αφορά τις εκτάσεις που θεωρούνται επιλέξιμες για ενίσχυση της ΚΓΠ ως μόνιμοι βοσκότοποι, η περιορισμένη ύπαρξη ξυλώδους βλάστησης (δένδρων και θάμνων) μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να παραβλεφθεί, εφόσον όμως δεν έθετε σε κίνδυνο την ανάπτυξη ποωδών φυτών και, επομένως, την αποτελεσματική εκμετάλλευση των αγροτεμαχίων ως βοσκοτόπων.

57      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να επιβαρύνει το Ταμείο με τις δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε κράτος μέλος και οι οποίες στηρίζονται σε αντικειμενικώς εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και αν στηρίζονται σε ερμηνεία του δικαίου αυτού που έχει δοθεί καλόπιστα, εκτός αν η εσφαλμένη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αποδοθεί σε θεσμικό όργανο της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2009, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑369/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:213, σκέψη 67). Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να συναχθεί ότι η ερμηνεία που προτείνει για την έννοια των μόνιμων βοσκοτόπων μπορούσε να αποδοθεί σε συμπεριφορά της Επιτροπής. Αντιθέτως μάλιστα, από τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή στο πλαίσιο των ελέγχων προκύπτει ότι η επίμαχη ερμηνεία δεν οφείλεται στη συμπεριφορά του θεσμικού αυτού οργάνου.

58      Επιπλέον, όσον αφορά την ερμηνεία του σκοπού του νομοθέτη της Ένωσης, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Τ-632/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:934, σκέψη 99). Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν διευκρινίζει το περιεχόμενο του επιχειρήματός του. Συγκεκριμένα, αρκείται σε αόριστη παραπομπή στην παρατιθέμενη απόφαση, χωρίς η παραπομπή αυτή να συνοδεύεται από εξηγήσεις ως προς την επιρροή που ασκεί η απόφαση στην υπό κρίση υπόθεση. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό, το οποίο ουδόλως τεκμηριώνεται. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι κανένα στοιχείο της προπαρατεθείσας απόφασης δεν είναι ικανό να στηρίξει την εκτίμηση της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η αρχική πρόθεση του νομοθέτη, πριν από την έκδοση του κανονισμού 1307/2013, ήταν να συμπεριληφθούν οι «μεσογειακοί» βοσκότοποι στον υπολογισμό των δικαιωμάτων ενίσχυσης ή να αποφευχθεί η μείωση της συμμετοχής τους στον υπολογισμό των δικαιωμάτων αυτών.

59      Τέταρτον, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται σχέδιο δράσης που εκπόνησε τον Οκτώβριο του 2012 σε συνεργασία με την Επιτροπή, το οποίο περιλαμβάνει την αξιολόγηση της επιλεξιμότητας των βοσκοτόπων μέσω φωτοερμηνείας δορυφορικών εικόνων σε επίπεδο αγροτεμαχίου αναφοράς (ενότητα) και την εφαρμογή αναλογικού συστήματος (pro rata) υπολογισμού στις περιπτώσεις ύπαρξης θάμνων σε διάσπαρτη μορφή. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, τα κριτήρια και η μεθοδολογία για την αξιολόγηση της επιλεξιμότητας των βοσκοτόπων καθορίστηκαν βάσει των κατευθυντηρίων οδηγιών που δημοσίευσε η Επιτροπή. Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, κατά τις κατευθυντήριες οδηγίες, εάν ο αριθμός των δένδρων ανά εκτάριο έκτασης βοσκοτόπου είναι κάτω των πενήντα, ολόκληρη η έκταση θεωρείται αμιγής βοσκότοπος. Επιπλέον, όσον αφορά τις εκτάσεις βοσκοτόπων που περιλαμβάνουν θάμνους, καθορίσθηκαν οι εξής διαβαθμίσεις:

–        όταν η επιλέξιμη έκταση βοσκοτόπου εκτιμάται, μέσω της φωτοερμηνείας, σε ποσοστό 25 %‑30 %, ως επιλέξιμη έκταση θεωρείται ποσοστό 37,5 % του συνόλου της έκτασης,

–        όταν η επιλέξιμη έκταση βοσκοτόπου εκτιμάται, μέσω της φωτοερμηνείας, σε ποσοστό 50 %‑75 %, ως επιλέξιμη έκταση θεωρείται ποσοστό 62,5 % του συνόλου της έκτασης,

–        όταν η επιλέξιμη έκταση βοσκοτόπου εκτιμάται, μέσω της φωτοερμηνείας, σε ποσοστό 75 %‑100 %, τότε ολόκληρη η έκταση του βοσκοτόπου θεωρείται επιλέξιμη.

60      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το γεγονός ότι η ίδια η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια ισχύος του άρθρου 2 του κανονισμού 796/2004, προέβη στις υποδείξεις οι οποίες περιλαμβάνονται στο εν λόγω σχέδιο δράσης και κατά τις οποίες συνεκτιμάται για την επιλεξιμότητα των βοσκοτόπων η ξυλώδης (δενδρώδης και θαμνώδης) βλάστηση συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν ανέκαθεν και η προστασία του «μεσογειακού» βοσκοτόπου. Υποστηρίζει δε περαιτέρω ότι η Επιτροπή, κατά τη συνεργασία της με τις ελληνικές αρχές για την εκπόνηση αυτού του σχεδίου δράσης, αναγνώρισε την επιλεξιμότητα εκτάσεων βοσκοτόπων στις οποίες περιλαμβάνονταν θάμνοι ή δένδρα, παραδεχόμενη εκ των πραγμάτων ότι τούτο δεν προκαλούσε κίνδυνο για το Ταμείο.

61      Ωστόσο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι συζητήσεις σχετικά με την επιλεξιμότητα των βοσκοτόπων πραγματοποιήθηκαν μόνον προκειμένου να καταστεί δυνατή η τακτοποίηση του ζητήματος αυτού από την οριστικοποίηση του σχεδίου δράσης, τον Απρίλιο του 2014, και εφεξής. Θεωρεί, επομένως, ότι το εν λόγω σχέδιο δράσης δεν μπορούσε να έχει επιδράσει στις πληρωμές που έγιναν πριν από την οριστικοποίησή του ούτε ότι η εφαρμογή του ήταν ικανή να αποδώσει καρπούς το 2012, το 2013 και μέχρι τα μέσα του 2014.

62      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως πιστοποιούν τα έγγραφα που προσκομίστηκαν κατόπιν σχετικού αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας και όπως επιβεβαίωσαν στη συνέχεια οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σχέδιο δράσης που αφορούσε την επιλεξιμότητα των βοσκοτόπων και είχε σκοπό τη βελτίωση της κατάστασης στην Ελληνική Δημοκρατία πράγματι υποβλήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία στην Επιτροπή και εγκρίθηκε από την τελευταία στις 12 Σεπτεμβρίου 2012. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε ορισμένα μέτρα συνδεόμενων, μεταξύ άλλων, με τα κριτήρια και τη μεθοδολογία που πρέπει να εφαρμόζουν οι ελληνικές αρχές για τη διαπίστωση της επιλεξιμότητας των εκτάσεων που θεωρούνται μόνιμοι βοσκότοποι. Τα εν λόγω μέτρα τέθηκαν σε εφαρμογή σε συνεχή βάση, προσαρμόζονταν δε με γνώμονα τα αποτελέσματά τους, αναλόγως του αν επιτυγχάνονταν οι καθορισθέντες στόχοι ή όχι.

63      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η εφαρμογή αυτού του σχεδίου δράσης, σε συνδυασμό με τον μεταγενέστερο ορισμό του «μόνιμου βοσκότοπου» που περιελήφθη στον κανονισμό 1307/2013, ήταν δυνατό να αποδείξει ότι «βούληση του ενωσιακού νομοθέτη θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν ανέκαθεν η προστασία και του μεσογειακού βοσκοτόπου» είναι αβάσιμο. Πράγματι, η προσφεύγουσα ουδόλως αποδεικνύει πώς ένα σχέδιο δράσης που συμφωνήθηκε μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών μπορεί να οδηγήσει σε νέα ερμηνεία της αρχικής βούλησης του νομοθέτη, όπως αυτή προκύπτει από τους κανονισμούς 796/2004 και 1120/2009.

64      Πέμπτον, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται την τροποποίηση του ορισμού των μόνιμων βοσκοτόπων με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013, η οποία περιλαμβάνει, εφόσον ληφθεί σχετική απόφαση των κρατών μελών, γη που προσφέρεται για βοσκή και εντάσσεται σε καθιερωμένες τοπικές πρακτικές όπου τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά παραδοσιακά δεν επικρατούν στις εκτάσεις βοσκής.

65      Όσον αφορά την τροποποίηση του ορισμού των μόνιμων βοσκοτόπων με τον κανονισμό 1307/2013, διαπιστώνεται ότι, με το επιχείρημά της, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται μεταγενέστερη νομοθεσία προς στήριξη της εκ μέρους της προβαλλόμενης ερμηνείας της προγενέστερης νομοθεσίας. Δεν αμφισβητείται ότι ο κανονισμός 1307/2013 άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου 2015, χωρίς να έχει προβλεφθεί αναδρομική εφαρμογή όσον αφορά το άρθρο 4. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι εναπόκειται στον νομοθέτη της Ένωσης, ο οποίος διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης κατά την άσκηση της εξουσίας του, να αξιολογήσει την κατάσταση και, ενδεχομένως, να αποφασίσει για τη σκοπιμότητα της τροποποίησης της ισχύουσας διάταξης, δεν προκύπτει, από αυτή και μόνη τη μεταγενέστερη τροποποίηση του εν λόγω ορισμού, ότι το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 ή οι μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009 πρέπει να ερμηνευθούν με γνώμονα την επελθούσα τροποποίηση (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Απριλίου 2006, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, T‑351/02, EU:T:2006:104, σκέψη 112). Κατά συνέπεια, η ως άνω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

66      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 και του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009.

2)      Επί του δεύτερου λόγου, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του εγγράφου VI/5330/97, όσον αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης 25 % για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012

1)       Επί της αιτίασης που αφορά τα όρια της εξουσίας εκτίμησης της Επιτροπής και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

67      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης 25 %.

68      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

69      Πρέπει να υπομνησθεί ότι διόρθωση που αποφασίζεται από την Επιτροπή, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες τις οποίες η ίδια εξέδωσε στον σχετικό τομέα, αποσκοπεί στην αποφυγή επιβάρυνσης του Ταμείου με ποσά τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκόμενου από την οικεία κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί κύρωση (βλ. απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑214/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:130, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι με τα καθοριζόμενα στις κατευθυντήριες οδηγίες κατ’ αποκοπή ποσοστά επιτυγχάνεται η τήρηση του δικαίου της Ένωσης και συγχρόνως η αποτελεσματική διαχείριση των πόρων της Ένωσης, καθώς και η αποφυγή της άσκησης από την Επιτροπή της διακριτικής ευχέρειάς της κατά τρόπο που να συνεπάγεται για τα κράτη μέλη υπέρμετρες και δυσανάλογες διορθώσεις (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑181/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:331, σκέψη 234).

70      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, όσον αφορά το ύψος της δημοσιονομικής διόρθωσης, η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί την επιβάρυνση του Ταμείου ακόμη και με το σύνολο των δαπανών, αν διαπιστώσει ότι δεν υφίστανται επαρκείς μηχανισμοί ελέγχου (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑33/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:195, σκέψη 140). Εντούτοις, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιτάσσει να μη βαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων πέραν των ορίων αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την υλοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού (αποφάσεις της 17ης Μαΐου 1984, Denkavit Nederland, 15/83, EU:C:1984:183, σκέψη 25, και της 19ης Ιουνίου 1997, Air Inter κατά Επιτροπής, T‑260/94, EU:T:1997:89, σκέψη 144). Επομένως, όταν υπάρχει η δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑107/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:870, σκέψη 54).

71      Εκτός αυτού, εναπόκειται μεν στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη παράβασης των κανόνων της Ένωσης, πλην όμως, εφόσον αποδειχθεί η παράβαση αυτή, εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε ενδεχομένως σε σφάλμα ως προς τις οικονομικές συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την παράβαση (αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑266/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:37, σκέψη 105, και της 5ης Ιουλίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑86/08, EU:T:2012:345, σκέψη 196).

72      Όσον αφορά το είδος της διόρθωσης που επιβλήθηκε εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων οδηγιών της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στο έγγραφο VI/5330/97, όταν δεν είναι εφικτή η ακριβής αποτίμηση των ζημιών που υπέστη η Ένωση, επιτρέπεται η επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης (απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, C‑346/00, EU:C:2003:474, σκέψη 53). Το έγγραφο αυτό περιέχει τις κύριες κατευθυντήριες οδηγίες που προτίθεται να ακολουθήσει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή των δημοσιονομικών διορθώσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – Τομέας Εγγυήσεων. Από το παράρτημα 2 του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι οι δημοσιονομικές διορθώσεις υπολογίζονται λαμβανομένης ιδίως υπόψη της έκτασης της διαπιστωθείσας ασυμφωνίας και ότι η Επιτροπή εκτιμά προς τούτο το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση.

73      Επιπλέον, το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 προβλέπει ότι «η αδυναμία ενός κράτους μέλους να τελειοποιήσει τους ελέγχους γίνεται σοβαρότερη εάν η Επιτροπή έχει ήδη ανακοινώσει τις απαιτούμενες βελτιώσεις». Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή προτίθεται να εφαρμόσει την αρχή αυτή διευκρινίζονται στο έγγραφο AGRI/60637/2006, με τίτλο «Ανακοίνωση της Επιτροπής για την αντιμετώπιση από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, Τμήμα Εγγυήσεων, των επαναλαμβανόμενων ανεπαρκειών στα συστήματα ελέγχου».

74      Εν προκειμένω, η Επιτροπή επέβαλε διόρθωση 25 % της οποίας οι σωρευτικές προϋποθέσεις είναι, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97, οι ακόλουθες: ο κίνδυνος ιδιαίτερα υψηλών ζημιών σε βάρος του Ταμείου λόγω ανυπαρξίας ή σοβαρών ελλείψεων του συστήματος ελέγχου καθώς και η ύπαρξη ενδείξεων περί εκτεταμένων ανωμαλιών και περί αμελειών στην αντιμετώπιση των παράτυπων πρακτικών. Δεδομένου ότι οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν η επιβληθείσα εν προκειμένω διόρθωση 25 % είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη δυνατότητα εφαρμογής τέτοιας διόρθωσης, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή τήρησε τις προϋποθέσεις αυτές.

75      Όσον αφορά τις ελλείψεις που διαπίστωσε η Επιτροπή κατά τους ελέγχους που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία, επισημαίνεται ότι κανένα από τα επιχειρήματα της τελευταίας δεν αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στη συνοπτική έκθεση και στην επιστολή συμβιβασμού της 18ης Φεβρουαρίου 2015 όσον αφορά την ανυπαρξία ή τα κενά ορισμένων ελέγχων είναι εσφαλμένες ή αβάσιμες. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αρνείται την ύπαρξη των εν λόγω ελλείψεων, αλλά βάλλει μόνον κατά του ύψους της επιβληθείσας διόρθωσης, δηλαδή του ποσοστού 25 %.

76      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση που εκτίθεται ανωτέρω στη σκέψη 74, δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι η εφαρμογή συστήματος ελέγχου δεν ήταν παντελώς ανύπαρκτη. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι ελλείψεις τις οποίες διαπίστωσε η Επιτροπή μπορούσαν παρά ταύτα να στηρίξουν το συμπέρασμα ότι η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου παρουσίαζε σοβαρές ελλείψεις.

77      Συναφώς και ειδικότερα όσον αφορά το ζήτημα των βοσκοτόπων, στην επιστολή συμβιβασμού της 18ης Φεβρουαρίου 2015, η Επιτροπή επισήμανε ότι, για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2012 και 2013, η Ελληνική Δημοκρατία εξακολούθησε να θεωρεί ως επιλέξιμους «μόνιμους βοσκότοπους που δεν πληρού[σαν] τα κριτήρια επιλεξιμότητας που προβλέπονται στο άρθρο 34 του καν[ονισμού] 73/2009, και στο άρθρο 2 […] του καν[ονισμού] 1120/2009». Επιπλέον, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η εσφαλμένη ταυτοποίηση, λόγω του εσφαλμένου ορισμού των εκτάσεων αυτών, στο σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων (στο εξής: ΣΑΑ) που χρησιμοποιείται και για τους διασταυρωτικούς ελέγχους, οδήγησε σε παράτυπες πληρωμές συμπληρωματικών στρεμματικών ενισχύσεων. Εκτός αυτού, το θεσμικό αυτό όργανο αναφέρθηκε στην «έλλειψη επικαιροποίησης του [ΣΑΑ] βάσει πρόσφατων φωτογραφιών[· ο]ι πρόσφατες εικόνες τηλεπισκόπησης κάλυπταν μόνο το 15 % της χώρας και η μελέτη για τη βοσκοϊκανότητα κάλυπτε το 9 %, κάτι που επηρέασε την ποιότητα των ελέγχων για το 2012 και 2013». Περαιτέρω, η Επιτροπή προσθέτει ότι, για τα ίδια αυτά έτη, οι κυρώσεις που προβλέπονταν σε περίπτωση δήλωσης μεγαλύτερων εκτάσεων από τις πραγματικές δεν είχαν επιβληθεί. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι το σύστημα που εφαρμοζόταν στην Ελληνική Δημοκρατία παρουσίαζε αδυναμίες όσον αφορά τη λειτουργία των βασικών και των επικουρικών ελέγχων, πράγμα που δημιουργούσε κίνδυνο για το Ταμείο στο πλαίσιο του καθεστώτος των άμεσων στρεμματικών ενισχύσεων, και ότι οι ανεπάρκειες στον καθορισμό των επιλέξιμων μόνιμων βοσκοτόπων έπρεπε να θεωρηθούν ως αδυναμία επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα, συνεπαγόμενη τη μη ορθή διενέργεια των διασταυρωτικών και των επιτόπιων ελέγχων. Επομένως, με την τελική της θέση, η οποία αποτυπώνεται στη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων αυτών, δεν διέθετε κανένα μέσο που να της καθιστά δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό του κινδύνου για το Ταμείο.

78      Λαμβανομένων υπόψη των πολλαπλών παρατυπιών που εντόπισε η Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι η εκτίμηση του θεσμικού αυτού οργάνου σχετικά με τη σοβαρότητα των ελλείψεων του συστήματος ελέγχου που έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Δημοκρατία ήταν βάσιμη.

79      Επιπλέον, και υπό το πρίσμα των διαφόρων επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, δυνάμει των κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τα Ταμεία, εναπόκειται στα κράτη μέλη να οργανώσουν αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου και εποπτείας. Η απαίτηση αυτή συνεπάγεται ότι τα όρια των αγροτεμαχίων αναφοράς και η μέγιστη επιλέξιμη έκτασή τους πρέπει να καθορίζονται επακριβώς και συγκεκριμένα. Πράγματι, οι πληροφορίες αυτές είναι ουσιώδεις προς εξασφάλιση της αξιοπιστίας των διασταυρωτικών διοικητικών ελέγχων, ώστε να είναι δυνατόν να διενεργούνται οι επιτόπιοι έλεγχοι και οι γεωργοί να διαθέτουν ορθές πληροφορίες προκειμένου να υποβάλλουν ορθές δηλώσεις (απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Βουλγαρία κατά Επιτροπής, T‑335/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:262, σκέψη 29).

80      Εκτός αυτού, από τον ορισμό που περιλαμβάνεται στο έγγραφο VI/5330/97 προκύπτει ότι οι διασταυρωτικοί διοικητικοί έλεγχοι και οι επιτόπιοι έλεγχοι αποτελούν βασικούς ελέγχους, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία.

81      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όσον αφορά τις δαπάνες που συνδέονται με τους βοσκοτόπους, η Επιτροπή διαπίστωσε ελλείψεις στο σύστημα ελέγχου ως προς την εκ μέρους των ελληνικών αρχών αποδοχή, προς χορήγηση της ενίσχυσης για τους βοσκοτόπους, εκτάσεων μη σύμφωνων προς τους ισχύοντες κανόνες. Έτσι, οι ελλείψεις αυτές του συστήματος ελέγχου, συνδυαζόμενες με όλες τις λοιπές διαπιστωθείσες ελλείψεις τις οποίες δεν αμφισβήτησε η Ελληνική Δημοκρατία, προκάλεσαν κατά πάσα πιθανότητα εξαιρετικά υψηλές ζημίες στο Ταμείο.

82      Επιπλέον, το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί από το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι αυτή πραγματοποιεί όλους τους βασικούς και όλους τους επικουρικούς ελέγχους που προβλέπουν οι ισχύοντες κανονισμοί. Πράγματι, όπως έχει κριθεί, οσάκις κράτος μέλος δεν μεριμνά για την τήρηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων που διέπουν τη χορήγηση ενισχύσεων, εν προκειμένω, της προϋπόθεσης που αφορά τον ορθό ορισμό των επιλέξιμων εκτάσεων προς χορήγηση ενίσχυσης για τους βοσκοτόπους, τούτο συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι το κράτος αυτό δεν διενεργεί τους ελέγχους στους οποίους υποχρεούται να προβεί προκειμένου να διακριβώσει ότι πληρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις, δηλαδή η επιλεξιμότητα των δηλωθεισών εκτάσεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑107/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:870, σκέψη 81).

83      Στη συνέχεια, όσον αφορά το ζήτημα αν οι αδυναμίες του συστήματος ελέγχου, όπως μόλις περιγράφηκαν, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κινδύνου πρόκλησης ιδιαίτερα υψηλών ζημιών στο Ταμείο, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι, όσον αφορά τις δαπάνες που συνδέονται με τους βοσκοτόπους, οι γενικευμένες ελλείψεις στο σύστημα ελέγχων, οι οποίες αφορούσαν την εκ μέρους των ελληνικών αρχών αποδοχή, προς χορήγηση της ενίσχυσης για τους βοσκοτόπους, εκτάσεων μη σύμφωνων προς τους ισχύοντες κανόνες, συνιστούν εφαρμογή του συστήματος ελέγχου η οποία παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και είναι ικανές να προκαλέσουν κατά πάσα πιθανότητα εξαιρετικά υψηλές ζημίες στο Ταμείο.

84      Ωστόσο, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται συναφώς ότι ο κίνδυνος για το Ταμείο εξαλείφθηκε χάρη στην εκπόνηση και την εφαρμογή του σχεδίου δράσης το οποίο επεξεργάσθηκε από κοινού με την Επιτροπή. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ότι η κατ’ αποκοπή διόρθωση 25 % είναι αυθαίρετη και δυσανάλογη.

85      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω και όπως τόνισε η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι τελικές πληρωμές για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012 πραγματοποιήθηκαν στις 30 Ιουνίου 2013, μετά την επανεξέταση των αιτήσεων βάσει του σχεδίου δράσης, όπως εφαρμοζόταν κατά την εν λόγω ημερομηνία. Ωστόσο, δεδομένου ότι η εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου δράσης άρχισε μόλις κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012 και ότι τα μέτρα που προβλέπονταν στο σχέδιο αυτό δεν αποσκοπούσαν όλα στην παραγωγή άμεσων αποτελεσμάτων, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αυτή καθαυτήν η εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου είχε ήδη οδηγήσει σε ορθή εφαρμογή των ποσοστών επιλεξιμότητας των μόνιμων βοσκοτόπων από τις ελληνικές αρχές για το οικείο έτος υποβολής αιτήσεων.

86      Πράγματι, όπως προκύπτει ιδίως από τις έρευνες που διεξήγαγε η Επιτροπή, τα προβλήματα που διαπιστώθηκαν όσον αφορά την επικαιροποίηση του ΣΑΑ δεν είχαν ακόμη επιλυθεί το 2014. Συγκεκριμένα, το σύστημα αυτό, το οποίο χρησιμοποιείται για τους επιτόπιους ελέγχους, δεν είχε επικαιροποιηθεί ούτε προβλεπόταν τέτοια επικαιροποίηση πριν από το 2014.

87      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία εφάρμοσε όντως το σχέδιο δράσης που εκπονήθηκε σε συνεργασία με την Επιτροπή όταν το κράτος μέλος αυτό υπολόγισε το ποσό του γνωστού σφάλματος για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, η σταδιακή εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου δράσης, στα διάφορα στάδια της επεξεργασίας του και εντός των ορίων που οφείλονται στον εξελικτικό χαρακτήρα του και στις διάφορες ελλείψεις που εντόπισε η Επιτροπή, ελήφθη δεόντως υπόψη από την τελευταία όταν υπολόγισε το ύψος των κατ’ αποκοπή διορθώσεων και της εφάπαξ διορθώσεως που επιβλήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία για το εν λόγω έτος υποβολής αιτήσεων.

88      Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η σταδιακή εφαρμογή του σχεδίου δράσης υπήρξε επαρκής για την εξάλειψη κάθε κινδύνου για το Ταμείο για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012.

89      Επιπλέον και πέραν του ζητήματος κατά πόσον το εν λόγω σχέδιο δράσης εφαρμοζόταν ήδη το 2012, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, το γεγονός ότι δεν είναι πάντοτε απαραίτητο το σύνολο των βοσκοτόπων για την ενεργοποίηση των δικαιωμάτων ενίσχυσης των γεωργών ουδόλως μεταβάλλει τη διαπίστωση περί ύπαρξης κινδύνου εξαιρετικά υψηλών ζημιών σε βάρος του Ταμείου, δεδομένου ότι το σφάλμα επιλεξιμότητας έχει ήδη εμφιλοχωρήσει στον υπολογισμό αυτών των δικαιωμάτων ενίσχυσης. Πράγματι, κατά τα άρθρα 43 και 44 του κανονισμού 1782/2003, ο ορθός υπολογισμός του αριθμού των δικαιωμάτων ενίσχυσης και της αξίας τους εξαρτάται από τον αριθμό των διαθέσιμων εκταρίων. Ως εκ τούτου, μια τόσο σημαντική απόκλιση όπως η επίμαχη εν προκειμένω δημιουργεί πολύ υψηλό κίνδυνο για το Ταμείο.

90      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή την ύπαρξη ενδείξεων περί εκτεταμένων παρατυπιών, επισημαίνεται ότι η εφαρμογή ορισμού για τους μόνιμους βοσκοτόπους μη σύμφωνου προς τον ορισμό της ισχύουσας κανονιστικής ρύθμισης συνεπάγεται υψηλό επίπεδο παρατυπιών οι οποίες καταλήγουν στο να γίνει δεκτός μεγάλος αριθμός εκτάσεων, στην πραγματικότητα μη επιλέξιμων. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στις διαπιστώσεις της Επιτροπής κατά τις έρευνες που αποκάλυψαν ότι η Ελληνική Δημοκρατία εξακολούθησε να θεωρεί ως επιλέξιμους «μόνιμους βοσκότοπους που δεν πληρού[σαν] τα κριτήρια επιλεξιμότητας που προβλέπονται στο άρθρο 34 του καν[ονισμού] 73/2009, και στο άρθρο 2 […] του καν[ονισμού] 1120/2009».

91      Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίστανται ορισμένες ελλείψεις ή αδυναμίες, αυτές ήταν ωστόσο πολύ περιορισμένες, καθόσον δεν ενισχυόταν το σύνολο της δηλωθείσας έκτασης, δεδομένου ότι τα διανεμηθέντα δικαιώματα αντιστοιχούσαν στον αριθμό των εκταρίων που τα συνόδευαν πράγματι σύμφωνα με το άρθρο 43 του κανονισμού 1782/2003 το οποίο αυτή επικαλείται.

92      Η επιχειρηματολογία αυτή είναι προδήλως απορριπτέα. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 44 του κανονισμού αυτού που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, κάθε δικαίωμα ενίσχυσης που συνοδεύεται από επιλέξιμο εκτάριο γεννά δικαίωμα καταβολής του ποσού που καθορίζεται στο δικαίωμα αυτό ενώ, με τον όρο «επιλέξιμα εκτάρια», νοείται μεταξύ άλλων «κάθε γεωργική έκταση της εκμετάλλευσης». Επιπλέον, από την παράγραφο 3 του ίδιου αυτού άρθρου προκύπτει ότι ο γεωργός δηλώνει τα αγροτεμάχια που αντιστοιχούν στο επιλέξιμο εκτάριο το οποίο συνοδεύει κάθε δικαίωμα ενίσχυσης. Επιπλέον, ο ορισμός των μόνιμων βοσκοτόπων, ο οποίος προκύπτει από τους κανονισμούς εφαρμογής 796/2004 και 1120/2009, χρησιμοποιείται για να καθοριστεί η επιλεξιμότητα των εκτάσεων που δηλώνει ένας γεωργός προκειμένου να ενεργοποιήσει τα δικαιώματά του για ενίσχυση. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι βοσκότοποι που παρέχουν δικαιώματα ενίσχυσης βάσει της έκτασης αντιπροσωπεύουν μέρος μόνον των δηλωθεισών εκτάσεων βοσκοτόπων δεν κλονίζει τις διαπιστώσεις περί παρατυπιών ως προς τη λειτουργία του ΣΑΑ και τους βασικούς ελέγχους, σύμφωνα με τις οποίες μερικές από τις εκτάσεις για τις οποίες χορηγήθηκε ενίσχυση δεν ήταν γενικώς επιλέξιμες για ενίσχυση, διότι δεν πληρούσαν πάντοτε τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ως «μόνιμοι βοσκότοποι», κατά την έννοια του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 και του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009 (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψη 204).

93      Εξάλλου, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η συνεργασία της με την Επιτροπή καταδεικνύει την απουσία αμέλειας δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι η επίδραση του εν λόγω σχεδίου δράσης ήταν ασήμαντη όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, δεδομένου ότι τα πρώτα μέτρα που προβλέπονταν στο πλαίσιο αυτό άρχισαν να εφαρμόζονται μόλις τον Ιούλιο του ίδιου έτους και ότι η εφαρμογή του σχεδίου δεν εξάλειψε, εν πάση περιπτώσει, τις ελλείψεις και τις παρατυπίες που διαπίστωσε η Επιτροπή.

94      Τέλος, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας που στηρίζεται στην ψήφιση του άρθρου 25, παράγραφος 3, του Ν. 4315/2014 (ΦEK 269/24‑12‑2014, τόμος B), σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη δημιουργία, στο εσωτερικό του ΣΑΑ, θεματικού χάρτη για τους βοσκοτόπους δημοσίου χαρακτήρα, προκειμένου να αποδείξει τη συνέχιση των προσπαθειών της για τον ακριβή προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί ενδεχομένως να γίνει επίκληση του νόμου αυτού για να αποδειχθεί η εξάλειψη των παρατυπιών στο ΣΑΑ και στο σύστημα ελέγχου σχετικά με τον ορισμό των βοσκοτόπων, πράγμα το οποίο άλλωστε σε καμία περίπτωση δεν επαληθεύεται, ο νόμος αυτός θεσπίσθηκε μετά τα επίδικα έτη υποβολής αιτήσεων, και επομένως ούτε το γεγονός αυτό δύναται να θεωρηθεί κρίσιμο εν προκειμένω.

95      Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή την ύπαρξη ενδείξεων περί αμελειών στην αντιμετώπιση των παράτυπων ή δόλιων πρακτικών, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να της καταλογιστεί καμία αμέλεια.

96      Εντούτοις, επισημαίνεται συναφώς ότι η θέση της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι αντιφατική. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, η Ελληνική Δημοκρατία επιχειρεί να αποδείξει ότι η ευρεία ερμηνεία της έννοιας του βοσκοτόπου η οποία πρέπει κατά τη γνώμη της να επικρατήσει θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να αντικαταστήσει την ισχύουσα νομοθεσία. Η ερμηνεία όμως αυτή δεν είναι σύμφωνη με τη νομοθεσία και η Ελληνική Δημοκρατία εξακολούθησε να την εφαρμόζει αντί της τελευταίας, τούτο δε παρά τις επανειλημμένες αντιρρήσεις της Επιτροπής. Επομένως, διατηρώντας τον δικό της ορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων σε ισχύ και εμμένοντας κατά τον τρόπο αυτόν στην εφαρμογή του, η Ελληνική Δημοκρατία παρέλειψε προδήλως να διορθώσει τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν πλειστάκις από την Επιτροπή. Ως εκ τούτου, το κράτος μέλος αυτό δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να του καταλογισθεί καμία αμέλεια.

97      Εξ αυτού προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με τη μη πλήρωση της τρίτης αναγκαίας προϋπόθεσης για την επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης 25 % δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

98      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την επιβολή της επίμαχης κατ’ αποκοπή διόρθωσης πρέπει να απορριφθούν και ότι, ως εκ τούτου, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής συνάδουν προς τις κατευθυντήριες οδηγίες που περιέχονται στο έγγραφο VI/5330/97 και αποτελούν στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης 25 %.

99      Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε τα λοιπά επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας κλονίζουν τα συμπεράσματα της Επιτροπής.

100    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας που στηρίζεται στις αμφιβολίες του οργάνου συμβιβασμού ως προς το βάσιμο της επιβολής διόρθωσης 25 %, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τα πορίσματα του οργάνου αυτού όταν εκδίδει την απόφασή της (αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2002, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, C‑158/00, EU:C:2002:367, σκέψη 50, και της 17ης Μαΐου 2013, Βουλγαρία κατά Επιτροπής, T‑335/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:262, σκέψη 124).

101    Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 98 ανωτέρω, συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τον σημαντικό αριθμό των μη επιλέξιμων εκτάσεων που καταχωρίστηκαν στο ΣΑΑ και με την εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας συστηματική παράβαση της υποχρέωσής της να θέσει σε εφαρμογή ένα σύστημα που να παρέχει στους γεωργούς τη δυνατότητα υποβολής ορθών αιτήσεων ήταν ικανές να δικαιολογήσουν την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης 25 % σύμφωνα με τα κριτήρια του εγγράφου VI/5330/97.

102    Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται περαιτέρω την απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑147/99, EU:C:2001:624), για να υποστηρίξει ότι δεν συντρέχει η «εξαιρετική περίσταση» που απαιτείται για την επιβολή διόρθωσης 25 %. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς το κείμενο των κατευθυντηρίων οδηγιών που είχε εφαρμογή στη διαφορά της υπόθεσης C‑147/99 και προς τα όσα ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία, στην υπό κρίση υπόθεση, όπου η εφαρμογή ποσοστού διόρθωσης 25 % ή μεγαλύτερου δικαιολογείται βάσει του εγγράφου VI/5330/97, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι συντρέχει «εξαιρετική περίσταση» (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑147/99, EU:C:2001:624, σκέψη 53).

103    Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία, μολονότι απόκειται στην Επιτροπή να δικαιολογήσει το επιβαλλόμενο ποσοστό διόρθωσης, εν προκειμένω της τάξης του 25 %, υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες οδηγίες που διατύπωσε στο έγγραφο VI/5330/97, εντούτοις δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει το εν λόγω ποσοστό διόρθωσης αποδεικνύοντας τη συνδρομή εξαιρετικής περίστασης, η οποία δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των προβλεπόμενων προϋποθέσεων.

104    Επαλλήλως, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο υπογράμμισε, στη σκέψη 55 της απόφασης της 22ας Νοεμβρίου 2001, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑147/99, EU:C:2001:624), ότι, «σύμφωνα με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη η Επιτροπή, την οποία δεν αμφισβήτησε η Ιταλική Κυβέρνηση, αφενός, το ιταλικό σύστημα ελέγχου είχε σημαντικές ελλείψεις και, αφετέρου, διαπιστώθηκαν σοβαρές πλημμέλειες στις εν λόγω περιφέρειες». Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά το Δικαστήριο, η συνδρομή εξαιρετικής περίστασης θεμελιώθηκε, αφενός, στο ότι το σύστημα ελέγχου είχε σημαντικές ελλείψεις και, αφετέρου, στο ότι διαπιστώθηκαν σοβαρές πλημμέλειες. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι, εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία βασίμως προέβαλε ότι η διαπίστωση της συνδρομής «εξαιρετικής περίστασης» είναι απαραίτητη για να δικαιολογηθεί η επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης 25 %, η ύπαρξη τέτοιας «εξαιρετικής περίστασης» αποδείχθηκε εν προκειμένω. Πράγματι, μπορεί να θεωρηθεί εξαιρετική περίσταση το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιμένει, παρά το ότι η Επιτροπή τού επισημαίνει επί σειρά ετών και επανειλημμένως την ύπαρξη παρατυπιών, να προβαίνει καθ’ υποτροπή στις προσαφθείσες πρακτικές οι οποίες συνίστανται στις ίδιες, ευρείας κλίμακας παρατυπίες.

105    Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει επίσης το επιχείρημα ότι το ποσοστό της δημοσιονομικής διόρθωσης που επέβαλε η Επιτροπή ήταν δυσανάλογο, στο μέτρο που ο ορισμός της έννοιας του «μόνιμου βοσκότοπου» τροποποιήθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013, και ευθυγραμμίστηκε προς τις ελληνικές θέσεις. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο νομοθέτης τροποποίησε τον ορισμό της έννοιας του «μόνιμου βοσκότοπου» δεν αποδεικνύει αφ’ εαυτού ότι είναι δυσανάλογη η δημοσιονομική διόρθωση που επιβλήθηκε κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος πριν από την εν λόγω τροποποίηση ορισμού. Πράγματι, η αναλογικότητα μιας δημοσιονομικής διόρθωσης εκτιμάται υπό το πρίσμα του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου κατά τον χρόνο της διόρθωσης. Επιπλέον, όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, δεν αμφισβητείται ότι ο κανονισμός 1307/2013 άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2015, χωρίς να έχει προβλεφθεί αναδρομική εφαρμογή. Εναπέκειτο στον νομοθέτη της Ένωσης, ο οποίος διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης κατά την άσκηση της εξουσίας του, να αξιολογήσει την κατάσταση και, ενδεχομένως, να αποφασίσει για τη σκοπιμότητα της τροποποίησης της ισχύουσας διάταξης. Από αυτή και μόνη τη μεταγενέστερη τροποποίηση του εν λόγω ορισμού δεν προκύπτει ότι το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 ή οι μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009 πρέπει να ερμηνευθούν με γνώμονα την τροποποίηση που επέφερε ο κανονισμός 1307/2013.

106    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει στοιχεία ικανά να άρουν τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία της Επιτροπής ως προς τη λειτουργία του ΣΑΑ και τους βασικούς ελέγχους. Εξάλλου, αυτή η σοβαρή και εύλογη αμφιβολία ενισχύθηκε αναμφισβήτητα από τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα των αδυναμιών που διαπίστωσε το θεσμικό αυτό όργανο όσον αφορά το ζήτημα του ορισμού και της επιλεξιμότητας των μόνιμων βοσκοτόπων. Επομένως, ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι οι αδυναμίες στο ΣΑΑ και οι ελλείψεις στους βασικούς ελέγχους ήταν ενδεικτικές της ιδιαίτερα ελλιπούς λειτουργίας του συστήματος ελέγχου και ορθώς επέβαλε δημοσιονομική διόρθωση 25 %.

107    Διαπιστώνεται επομένως, όσον αφορά τις αιτιάσεις που στηρίζονται σε υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και ταυτόχρονη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ότι, αφενός, η Επιτροπή ορθώς επέβαλε δημοσιονομική διόρθωση 25 % και ότι η Ελληνική Δημοκρατία απλώς επικρίνει την επιβολή της διόρθωσης αυτής χωρίς να παρέχει περισσότερα στοιχεία όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Αφετέρου, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, ιδιαιτέρως του γεγονότος ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παρά το ότι η Επιτροπή της επισήμανε επί σειρά ετών και επανειλημμένως την ύπαρξη παρατυπιών, προέβη καθ’ υποτροπή σε πρακτικές συνιστάμενες σε ίδιες παρατυπίες κατά τη διενέργεια των επίμαχων ελέγχων, η εν λόγω διόρθωση δεν βαίνει πέραν των ορίων αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την υλοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις που στηρίζονται σε υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και ταυτόχρονη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

2)      Επί της αιτίασης που αφορά τον εσφαλμένο υπολογισμό της δημοσιονομικής διόρθωσης για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012

108    Όσον αφορά την αιτίαση που στηρίζεται σε εσφαλμένο υπολογισμό της δημοσιονομικής διόρθωσης του 25 %, ύψους 99 103 011,64 ευρώ, η οποία επιβλήθηκε για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα οφειλόμενο σε πλημμελή εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών που καθορίζονται με το έγγραφο VI/5330/97.

109    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

110    Προκαταρκτικώς, υπογραμμίζεται ότι, όπως ήδη υπομνήσθηκε στη σκέψη 71 ανωτέρω, εναπόκειται μεν στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη παράβασης των κανόνων της Ένωσης, πλην όμως, εφόσον αποδειχθεί η παράβαση αυτή, εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε ενδεχομένως σε σφάλμα ως προς τις οικονομικές συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την παράβαση (αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑266/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:37, σκέψη 105, και της 5ης Ιουλίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑86/08, EU:T:2012:345, σκέψη 196).

111    Ομοίως, διαπιστώνεται επίσης, υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων οδηγιών της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στο έγγραφο VI/5330/97, και όπως ήδη υπομνήσθηκε στη σκέψη 72 ανωτέρω, ότι, όσον αφορά το είδος της διόρθωσης που επιβλήθηκε εν προκειμένω, επιτρέπεται η επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης όταν δεν είναι εφικτή η ακριβής αποτίμηση των ζημιών που υπέστη η Ένωση (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, C‑346/00, EU:C:2003:474, σκέψη 53).

112    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Ελληνική Δημοκρατία κατόρθωσε να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα ως προς τις δημοσιονομικές συνέπειες των παραβάσεων των κανόνων του δικαίου της Ένωσης που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης αιτίασης του παρόντος λόγου, καθόσον το ποσό των απωλειών που υπέστη η Ένωση λόγω των παραβάσεων αυτών μπορούσε να εκτιμηθεί επακριβώς για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012.

113    Υπό την έννοια αυτή, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) υπολόγισε το ποσό του σφάλματος που προέκυψε από την εφαρμογή των συντελεστών επιλεξιμότητας των βοσκοτόπων για το σύνολο των πληρωμών των αιτήσεων ενιαίας ενίσχυσης για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012, μέσω της αντιστοίχισης των αγροτεμαχίων βοσκοτόπων και των δικαιωμάτων, υπό το πρίσμα των ποσοστών επιλεξιμότητας που καθορίστηκαν το 2013. Έτσι, το ύψος του εν λόγω ποσού εκτιμήθηκε στα 40 113 184,84 ευρώ. Συνεπώς, η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι, δεδομένου ότι το ποσό του σφάλματος μπορούσε να προσδιοριστεί, η δημοσιονομική διόρθωση έπρεπε να έχει καθοριστεί στο ποσό αυτό, και όχι στο κατ’ αποκοπήν υπολογισθέν ποσό των 99 103 011,64 ευρώ.

114    Συναφώς, επισημαίνεται πάντως ότι, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, ο ΟΠΕΚΕΠΕ, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν έλαβε υπόψη τις πολλές αδυναμίες που επισημάνθηκαν κατά την ανάλυση της πρώτης αιτίασης του λόγου αυτού, και ιδίως τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 77 ανωτέρω. Επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή επισήμανε ότι είχαν καταχωριστεί στο ΣΑΑ μη επιλέξιμες εκτάσεις, καθώς και ότι διαπίστωσε τις ελλείψεις και τις σοβαρές πλημμέλειες που παρουσίαζε το σύστημα ελέγχου των στρεμματικών ενισχύσεων υπό το πρίσμα των κανόνων της Ένωσης. Τούτο ισχύει ιδίως για την έλλειψη επικαιροποιημένων στοιχείων, τη μη συνεκτίμηση των όποιων νεότερων στοιχείων αποκτώνται για τον σκοπό ανάκτησης ή την παράλειψη επιβολής κυρώσεων, σε συνδυασμό με την αποδοχή σφαλμάτων στις δηλώσεις ως πρόδηλων σφαλμάτων.

115    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, δεν ήταν δυνατόν να καθορισθεί επακριβώς ποιο ήταν το ποσό του σφάλματος για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012 και ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα ότι αυτό ανερχόταν σε 40 113 184,84 ευρώ, δεδομένου ότι η μέθοδος την οποία χρησιμοποίησε ο ΟΠΕΚΕΠΕ για να καταλήξει σε αυτό το αποτέλεσμα δεν έλαβε υπόψη τις ελλείψεις οι οποίες εκτέθηκαν κατά την ανάλυση της πρώτης αιτίασης του υπό εξέταση λόγου και οι οποίες ήταν ικανές να ασκήσουν επιρροή στο αποτέλεσμα αυτό.

116    Αποδεικνύεται, επομένως, ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία δεν καταδεικνύει την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής και ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο ορθώς έκρινε ότι οι παρατυπίες τις οποίες διαπίστωσε δεν καθιστούσαν δυνατό τον υπολογισμό του ακριβούς ποσού των προκληθεισών ζημιών λόγω των παραβάσεων των κανόνων της Ένωσης για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή βασίμως επέβαλε κατ’ αποκοπή διόρθωση για τους προαναφερθέντες λόγους.

117    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.      Επί του τρίτου λόγου, ο οποίος αφορά την κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % και την εφάπαξ διόρθωση που εφαρμόστηκαν λόγω των αδυναμιών και των σφαλμάτων κατά τον ορισμό και τον έλεγχο των επιλέξιμων μόνιμων βοσκοτόπων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013

118    Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τον παράνομο και καταχρηστικό χαρακτήρα καθώς και την αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών στις οποίες στηρίζεται η απόφαση αυτή, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και ne bis in idem, καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η δημοσιονομική διόρθωση που της επιβλήθηκε για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 είναι αδικαιολόγητη, διότι δεν λαμβάνει υπόψη τον εκ μέρους των ελληνικών αρχών εντοπισμό και τη διόρθωση των σφαλμάτων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τους επιτόπιους ελέγχους με τηλεπισκόπηση μετά το έτος 2012. Φρονεί επίσης ότι δεν υπήρχε λόγος να της επιβληθεί κατ’ αποκοπή διόρθωση, δεδομένου ότι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των διαπιστώσεων της Επιτροπής για το πρόδηλο σφάλμα είχε υπολογισθεί. Εξάλλου, εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να σωρεύσει τις τρεις διαπιστωθείσες παραβάσεις σε μια ενιαία παράβαση χωρίς να διευκρινίσει τους λόγους. Επιπλέον, επικρίνει το γεγονός ότι η Επιτροπή της επέβαλε ταυτοχρόνως κατ’ αποκοπή διόρθωση και εφάπαξ διόρθωση, για την ίδια παρατυπία και για το ίδιο έτος υποβολής αιτήσεων 2013, και δεν δέχεται τον τρόπο υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του ποσού της επίμαχης δημοσιονομικής διόρθωσης. Υπό την έννοια αυτή, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τη διαδικασία του άρθρου 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 2005, L 209, σ. 1), καθόσον προσέθεσε το ποσό των 37 163 161,78 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην εκτίμηση του σφάλματος στην οποία προέβησαν οι ελληνικές αρχές, στο ποσό που προέκυψε από τη δημοσιονομική διόρθωση του 10 %, που αποφάσισε να της επιβάλει. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι στα άρθρα 32 επ. του εν λόγω κανονισμού προβλέπεται χωριστή διαδικασία όσον αφορά τις περιπτώσεις μη επιστροφής από τα κράτη μέλη των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι η Επιτροπή συγχέει τον τρόπο προσδιορισμού των σφαλμάτων για τις αδυναμίες σε σχέση με τους βοσκοτόπους με τον τρόπο προσδιορισμού των σφαλμάτων για τις αδυναμίες στους επιτόπιους ελέγχους με τηλεπισκόπηση.

119    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

120    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η αμφισβητούμενη δημοσιονομική διόρθωση προκύπτει από την εφαρμογή μιας εφάπαξ διόρθωσης και μιας κατ’ αποκοπή διόρθωσης. Όπως προκύπτει από τον πίνακα που επισυνάπτεται ως παράρτημα της προσβαλλόμενης απόφασης, οι επίμαχες διορθώσεις βασίζονται σε «αδυναμίες όσον αφορά τον καθορισμό των επιλέξιμων μόνιμων βοσκοτόπων», καθώς και «τα πρόδηλα σφάλματα και τους επιτόπιους ελέγχους με τηλεπισκόπηση».

121    Πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την οποία η δημοσιονομική διόρθωση που της επιβλήθηκε για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 είναι αδικαιολόγητη, διότι οι ελληνικές αρχές εντόπισαν τα σφάλματα που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τους επιτόπιους ελέγχους με τηλεπισκόπηση μετά το έτος 2012 και διότι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των διαπιστώσεων της Επιτροπής για το πρόδηλο σφάλμα είχε υπολογισθεί, διαπιστώνεται ότι, στο σημείο 12.3.4 της συνοπτικής έκθεσης, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 είχε εντοπιστεί σωρεία προβληματικών λαθών και ελλείψεων. Επομένως, έκρινε ότι οι αδυναμίες στον καθορισμό των επιλέξιμων βοσκοτόπων είχαν «επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα» και ότι οδηγούσαν σε μη ορθή διενέργεια των διασταυρωτικών και των επιτόπιων ελέγχων και, ως εκ τούτου, συνιστούσαν πλημμέλειες βασικού ελέγχου.

122    Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 η Ελληνική Δημοκρατία εξακολούθησε να θεωρεί ως επιλέξιμους για ενίσχυση μόνιμους βοσκοτόπους που δεν πληρούσαν τα κριτήρια του άρθρου 34 του κανονισμού 73/2009 και του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009. Πράγματι, η βλάστηση στις εκτάσεις αυτές δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά «αγρωστώδη ή άλλα ποώδη κτηνοτροφικά φυτά». Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε επίσης την εσφαλμένη ταυτοποίηση των εκτάσεων αυτών στο ΣΑΑ, που χρησιμοποιήθηκε για τους διασταυρωτικούς ελέγχους και αποτέλεσε την αιτία των αχρεώστητων καταβολών, καθώς και την καθ’ υπερβολή αποδοχή «πρόδηλων σφαλμάτων» εκ μέρους των ελληνικών αρχών, η οποία είχε ως συνέπεια τον εσφαλμένο καθορισμό τόσο των ποσών που επρόκειτο να καταβληθούν όσο και των εφαρμοστέων κυρώσεων.

123    Επιπλέον, στην επιστολή παρατηρήσεων που ακολούθησε την υπ’ αριθ. AA/2013/002/GR έρευνα, η Επιτροπή είχε ήδη επισημάνει, όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους με τηλεπισκόπηση, ότι δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι οι έλεγχοι αυτοί πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 34 του κανονισμού 1122/2009. Έτσι, η Επιτροπή διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι η φωτοερμηνεία αυτή καθαυτήν ήταν εσφαλμένη λόγω της εφαρμοσθείσας μεθόδου, ενώ η μη διενέργεια ταχειών επιτόπιων επισκέψεων είχε επηρεάσει τα τελικά συμπεράσματα. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπήρξε καμία «πραγματική» επικαιροποίηση του ΣΑΑ από το 2008, καθόσον οι ελληνικές αρχές είχαν υποσχεθεί μια πρώτη επικαιροποίηση μόλις για το έτος 2014 και μόνο για την κάλυψη του 30 % της επιφάνειας της χώρας με χρήση εικόνων χρονολογούμενων από την περίοδο 2011-2013. Όσον αφορά το υπόλοιπο 70 %, η μελλοντική επικαιροποίηση ήταν ακόμη αβέβαιη. Από τη σωρεία αυτή των σφαλμάτων που επισήμαναν οι υπηρεσίες της Επιτροπής προκύπτει ότι τα σφάλματα αυτά αφορούσαν στοιχεία σχετικά τόσο με την επιλεξιμότητα των βοσκοτόπων όσο και με το σύστημα ελέγχου που έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Δημοκρατία. Δεδομένων των αδυναμιών αυτών, ο κίνδυνος για το Ταμείο ήταν αποδεδειγμένος, πράγμα τα οποίο η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί κατά τα λοιπά. Παρά ταύτα, η Επιτροπή, κατά τον υπολογισμό της επίμαχης δημοσιονομικής διόρθωσης, έλαβε υπόψη τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι ελληνικές αρχές προκειμένου να καθοριστεί το ποσό του γνωστού σφάλματος με βάση το σχέδιο δράσης όπως εφαρμοζόταν κατά το έτος υποβολής αιτήσεων 2013. Όπως υπογραμμίζει στη συνοπτική έκθεση, το θεσμικό αυτό όργανο αποφάσισε να μειώσει το ποσοστό της επιβληθείσας κατ’ αποκοπή διόρθωσης από 25 % σε 10 % σε σχέση με το προηγούμενο έτος υποβολής αιτήσεων κυρίως επειδή οι ενέργειες των ελληνικών αρχών οδήγησαν σε βελτίωση της κατάστασης.

124    Η Επιτροπή έκρινε εξάλλου ότι ο υπολογισμός κινδύνου για το Ταμείο ύψους 37 εκατομμυρίων ευρώ στον οποίο προέβησαν οι ελληνικές αρχές βάσει των νέων στοιχείων που προέκυψαν από την επικαιροποίηση του ΣΑΑ δεν κάλυπτε ωστόσο το σύνολο του εν λόγω κινδύνου, για τους λόγους που εκτέθηκαν σαφώς καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας πριν από την άσκηση της προσφυγής, καθώς και στη συνοπτική έκθεση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισήμανε στο σημείο 12.3.4 της εν λόγω συνοπτικής έκθεσης ότι το ποσό αυτό δεν λάμβανε υπόψη τις κυρώσεις που έπρεπε να έχουν επιβληθεί, καθώς και ότι μια αποστολή ελέγχου του Νοεμβρίου του 2014 είχε αποκαλύψει την ύπαρξη σφαλμάτων όσον αφορά το ΣΑΑ.

125    Διαπιστώνεται επομένως ότι, δεδομένων των ελλείψεων αυτών, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι αδυνατούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια το συνολικό ύψος του κινδύνου για το Ταμείο. Πράγματι, ήταν αδύνατο να υπολογιστεί το ποσό των διαφόρων σφαλμάτων που είχαν σωρευθεί και επισημανθεί με τα έγγραφά της, καθώς και με τη συνοπτική έκθεση και έπειτα με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, στο πλαίσιο αυτό, η επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης ήταν δικαιολογημένη, διότι οι υπολογισμοί που πραγματοποιήθηκαν από τις ελληνικές αρχές δεν επαρκούσαν για τον καθορισμό του συνολικού ύψους του κινδύνου στον οποίο εκτέθηκε το Ταμείο λόγω των ελλείψεων που περιγράφονται στις σκέψεις 121 έως 124 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, όπως το πράττει η Ελληνική Δημοκρατία με το υπόμνημα απάντησης, ότι η Επιτροπή συγχέει τον τρόπο προσδιορισμού των σφαλμάτων για τις αδυναμίες σε σχέση με τους βοσκοτόπους με τον τρόπο προσδιορισμού των σφαλμάτων για τις αδυναμίες στους επιτόπιους ελέγχους με τηλεπισκόπηση. Ομοίως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε ότι η επίμαχη διόρθωση επιβλήθηκε κατά τρόπο καταχρηστικό ή αντιφατικό.

126    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να σωρεύσει τις τρεις διαπιστωθείσες παραβάσεις σε μια ενιαία παράβαση, στον βαθμό που θα έπρεπε, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, να διευκρινιστεί για ποια παράβαση εφαρμόστηκε κάθε διόρθωση, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση η επίμαχη διόρθωση στερείται αιτιολογίας.

127    Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που την εκδίδει, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑159/01, EU:C:2004:246, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

128    Υπενθυμίζεται επίσης ότι αποφάσεις της Επιτροπής σε υποθέσεις εκκαθάρισης των λογαριασμών του Ταμείου εκδίδονται βάσει συνοπτικής έκθεσης, καθώς και κατόπιν επικοινωνίας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑132/99, EU:C:2002:168, σκέψη 39). Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτιολογία απόφασης με την οποία η Επιτροπή αρνείται να επιβαρύνει το Ταμείο με ένα μέρος των δηλωθεισών δαπανών πρέπει να θεωρείται επαρκής εφόσον το κράτος στο οποίο απευθύνεται η απόφαση συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία κατάρτισης της απόφασης αυτής και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το Ταμείο με το σχετικό ποσό (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑263/98, EU:C:2001:455, σκέψη 98, και της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψη 94).

129    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία κατάρτισης της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι το ζήτημα της μη επιλεξιμότητας των δηλωθεισών εκτάσεων λόγω ασυμφωνίας τους προς τον ορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 (νυν άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009) είχε ρητώς θιγεί κατά την αρχική ανταλλαγή εγγράφων, στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβιβασμού και στην τελική θέση της Επιτροπής, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που αντάλλαξαν η Επιτροπή και η Ελληνική Δημοκρατία, από τη γνώμη του οργάνου συμβιβασμού και από τη συνοπτική έκθεση.

130    Επομένως, προκύπτει σαφώς από τα έγγραφα της Επιτροπής της 15ης Ιανουαρίου 2014 και της 28ης Φεβρουαρίου 2015, καθώς και από τη γνώμη του οργάνου συμβιβασμού και από τη συνοπτική έκθεση, ότι η Ελληνική Δημοκρατία γνώριζε τις παρατυπίες που δικαιολόγησαν τις επιβληθείσες διορθώσεις, τόσο σε σχέση με τις παραβάσεις που οφείλονταν στον ορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων όσο και σε σχέση με τις οφειλόμενες στα πρόδηλα σφάλματα και στους επιτόπιους ελέγχους με τηλεπισκόπηση. Συναφώς, διαπιστώνεται επίσης ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής αμφισβήτησαν ρητώς τον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές αρχές προσδιόριζαν τις εκτάσεις των επιλέξιμων για ενίσχυση βοσκοτόπων, στηριζόμενες σε παραδείγματα παρατυπιών, και επίσης διαπίστωσαν και απαρίθμησαν αδυναμίες στη λειτουργία του ΣΑΑ, στους επιτόπιους ελέγχους, καθώς και λόγω της έλλειψης τηλεπισκόπησης και της καθ’ υπερβολή αποδοχής προφανών σφαλμάτων.

131    Επιπλέον, από τις σκέψεις 120 έως 124 ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι οι λόγοι της επίμαχης διόρθωσης προσδιορίστηκαν και εκτέθηκαν σαφώς όσον αφορά τόσο τις αδυναμίες σχετικά με τον ορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων όσο και τα πρόδηλα σφάλματα και τις αδυναμίες στους επιτόπιους ελέγχους με τηλεπισκόπηση.

132    Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία κατάρτισης της προσβαλλόμενης απόφασης και γνώριζε τους λόγους που στήριξαν την απόφαση αυτή για κάθε μία από τις προβαλλόμενες παραβάσεις.

133    Κατά τα λοιπά, από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων, καθώς και από τους λόγους ακύρωσης και τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία βασιζόμενη στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η αιτιολογία αυτή παρέσχε στο εν λόγω κράτος μέλος τη δυνατότητα να πληροφορηθεί τους λόγους επιβολής των διορθώσεων και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

134    Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

135    Τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ο τρόπος υπολογισμού που εφάρμοσε η Επιτροπή για να προσδιορίσει τη διόρθωση για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 οδήγησε στην επιβολή διπλής διόρθωσης, κατ’ αποκοπή και εφάπαξ, για την ίδια παρατυπία και για το ίδιο έτος υποβολής αιτήσεων 2013, πράγμα το οποίο δεν προβλέπεται από καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης.

136    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία, οι κατευθυντήριες οδηγίες του εγγράφου VI/5330/97 επιτρέπουν την εφαρμογή των εν λόγω διορθώσεων. Πράγματι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, από τη σελίδα 13 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει, αφενός, ότι, όταν εντοπίζονται αρκετές ελλείψεις στο ίδιο σύστημα, οι κατ’ αποκοπή διορθώσεις δεν είναι σωρευτικές και λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότερη έλλειψη ως ένδειξη των κινδύνων που παρουσιάζει το σύστημα ελέγχου στο σύνολό του και, αφετέρου, ότι οι κατ’ αποκοπή συντελεστές εφαρμόζονται στο υπόλοιπο των δαπανών μετά την αφαίρεση των ποσών που απορρίφθηκαν για τους μεμονωμένους φακέλους.

137    Ως εκ τούτου, κακώς υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία ότι η Επιτροπή, καθόσον της επέβαλε σωρευτικά κατ’ αποκοπή διόρθωση και εφάπαξ διόρθωση, παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές μέσω των οποίων έχει αυτοπεριορισθεί κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας.

138    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει λόγος για διπλή διόρθωση για τις ίδιες παρατυπίες και για το ίδιο έτος υποβολής αιτήσεων, δεδομένου ότι η μέθοδος υπολογισμού που υιοθέτησε η Επιτροπή αποσκοπεί ακριβώς στην αποφυγή τέτοιας σώρευσης. Πράγματι, καθόσον αποφάσισε να αφαιρέσει τα ποσά που υπολόγισαν οι ελληνικές αρχές από το ποσό βάσει του οποίου η Επιτροπή υπολόγισε την επιβληθείσα κατ’ αποκοπή διόρθωση, το θεσμικό αυτό όργανο εξασφάλισε ακριβώς τη μη επιβολή διπλής διόρθωσης στους εν λόγω ιδιώτες δικαιούχους που ήδη περιλαμβάνονταν στον υπολογισμό των ελληνικών αρχών. Υπό την έννοια αυτή, και όπως διευκρινίζει με το υπόμνημα αντίκρουσης, η Επιτροπή στην πραγματικότητα δέχθηκε τον υπολογισμό των ελληνικών αρχών για τις εκτάσεις που είχαν όντως ελεγχθεί και, ως εκ τούτου, επέβαλε κατ’ αποκοπή διόρθωση μόνο για εκείνες οι οποίες δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ελέγχων και ως προς τις οποίες δεν είχε πραγματοποιηθεί παρέκταση από τις ελληνικές αρχές. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή ne bis in idem καθόσον επέβαλε την επίμαχη διόρθωση στην Ελληνική Δημοκρατία.

139    Ομοίως, δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας το οποίο στηρίζεται σε φερόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Η αιτίαση αυτή στηρίζεται, κατά την Επιτροπή, στο γεγονός ότι η Επιτροπή «έχει επιβάλει για την ίδια παράβαση κατά το ίδιο έτος υποβολής αιτήσεων 2013 κατ’ αποκοπήν και εφάπαξ διόρθωση ταυτόχρονα». Εκτός αυτού, η Ελληνική Δημοκρατία διευκρινίζει, με το υπόμνημα απάντησης, ότι, με τη μέθοδο υπολογισμού που υιοθέτησε η Επιτροπή για να προσδιορίσει το ποσό της διόρθωσης, υπολόγισε δύο φορές τον κίνδυνο για το Ταμείο.

140    Εντούτοις, όσον αφορά την αρχή αυτή της αναλογικότητας, πρέπει να υπομνησθεί η πάγια νομολογία κατά την οποία η αρχή αυτή, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει να μη βαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πέραν αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση. Επομένως, όταν υπάρχει η δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2001, Jippes κ.λπ., C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψη 81, και της 6ης Μαΐου 2010, Comune di Napoli κατά Επιτροπής, T‑388/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:177, σκέψη 143).

141    Όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 138 ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε να αφαιρέσει τα ποσά που υπολόγισαν οι ελληνικές αρχές από το ποσό βάσει του οποίου η ίδια υπολόγισε την επιβληθείσα κατ’ αποκοπή διόρθωση ακριβώς προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή διπλής διόρθωσης για τις ίδιες παρατυπίες και για το ίδιο έτος. Επιπλέον, η εν λόγω κατ’ αποκοπή διόρθωση αφορούσε μόνον τις εκτάσεις που δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ελέγχων και ως προς τις οποίες δεν είχε πραγματοποιηθεί παρέκταση από τις εν λόγω αρχές. Επομένως, η Επιτροπή καθόρισε το ποσό της επίμαχης διόρθωσης επιδιώκοντας ακριβώς να αποφευχθεί η επιβολή διόρθωσης δυσανάλογης προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

142     Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να βάλλει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης επικαλούμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

143    Εξάλλου, επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι η απόφαση της Επιτροπής να αποκλείσει τα επίμαχα στην υπό κρίση προσφυγή ποσά ελήφθη κατόπιν των ελέγχων που διενήργησε το θεσμικό αυτό όργανο και οι οποίοι αποτέλεσαν αντικείμενο έγγραφων ανακοινώσεων, κατόπιν των οποίων τα δύο μέρη προσπάθησαν να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά τα μέτρα που επρόκειτο να ληφθούν για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Η διαδικασία συμβιβασμού διοργανώθηκε στη συνέχεια, μόνον αφότου είχε διαφανεί η αδυναμία επίτευξης συμφωνίας. Επομένως, κακώς και σε αυτήν την περίπτωση ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τη διαδικασία του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005 πριν της επιβάλει την αμφισβητούμενη εφάπαξ διόρθωση ποσού 37 163 161,78 ευρώ.

144    Ομοίως, κακώς επίσης ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τις αυτοτελώς προβλεπόμενες απαιτήσεις του άρθρου 32 του κανονισμού 1290/2005 στο πλαίσιο διαδικασίας για τον καταλογισμό σε κράτος μέλος των συνεπειών των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν από την Επιτροπή, καθόσον το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι πρέπει πρώτα να εφαρμοστεί η διαδικασία του άρθρου 31, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή.

145    Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία για άλλη μια φορά κακώς υποστηρίζει ότι η Επιτροπή είχε καταλήξει στην αρχή του συμπεράσματός της ότι, εν προκειμένω, το ποσοστό 5 % ήταν προδήλως πρόσφορο. Πράγματι, όπως προκύπτει από την ανάλυση της συνοπτικής έκθεσης, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να επιβληθεί διόρθωση τουλάχιστον 5 %. Συνεπώς, η διαπίστωση αυτή δεν απέκλειε το ενδεχόμενο εφαρμογής υψηλότερου συντελεστή διόρθωσης.

146    Όσον αφορά τον καθεαυτό υπολογισμό της δημοσιονομικής διόρθωσης, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η Επιτροπή αφαίρεσε τα ποσοστά των σφαλμάτων που είχαν ήδη διαπιστωθεί από τις ελληνικές αρχές από τον δικό της υπολογισμό για τον καθορισμό του ποσού της κατ’ αποκοπή διόρθωσης που έπρεπε να επιβληθεί στην Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με την πάγια πρακτική της και με τις κατευθυντήριες οδηγίες του εγγράφου VI/5330/97, το οποίο προβλέπει ότι οι κατ’ αποκοπή συντελεστές «εφαρμόζονται στις δαπάνες που απομένουν μετά από την αφαίρεση των ποσών που απορρίφθηκαν για τους μεμονωμένους φακέλους». Πράττοντας τούτο και αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή εξασφάλισε ότι δεν θα υπέκειντο σε διπλή διόρθωση οι ιδιώτες στους οποίους είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως ποσά που οι ελληνικές αρχές είχαν ήδη καθορίσει ότι πρέπει να ανακτηθούν.

147    Τέταρτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης την οποία επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, διαπιστώνεται ότι η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι είναι αόριστη και ότι δεν τεκμηριώνεται με στοιχεία σχετικά με τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης.

148    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος, ο οποίος στηρίζεται τόσο στον παράνομο και καταχρηστικό χαρακτήρα της επιβληθείσας δημοσιονομικής διόρθωσης για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 όσο και στην αντιφατική της αιτιολογία, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών (του εγγράφου VI/5330/97) στις οποίες στηρίζεται η διόρθωση αυτή, και σε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και ne bis in idem, καθώς και σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας.

2.      Όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη

1.      Επί των λόγων που αφορούν την κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % που επιβλήθηκε λόγω αδυναμιών στην εφαρμογή των κριτηρίων επιλογής των έργων του μέτρου 125

149    Όσον αφορά τη διόρθωση του 5 % που επιβλήθηκε λόγω αδυναμιών στην εφαρμογή των κριτηρίων επιλογής των έργων του μέτρου 125, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορά τα οικονομικά έτη 2010, 2011, 2012 και 2013 και στηρίζεται σε έλλειψη νόμιμης βάσης και αιτιολογίας καθώς και σε πλάνη περί τα πράγματα, καθόσον η Διεύθυνση Τεχνικών Μελετών και Κατασκευών (στο εξής: ΔΤΜΚ) ενήργησε εντός των αρμοδιοτήτων της και με πλήρη νομιμότητα. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται στο ότι η κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % η οποία επιβλήθηκε για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του οικονομικού έτους 2010, ύψους 506 480,19 ευρώ, εφαρμόστηκε κατά παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005, δεδομένου ότι οι δαπάνες αυτές πραγματοποιήθηκαν νωρίτερα από είκοσι τέσσερις μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων από την Επιτροπή.

1)      Επί του τέταρτου λόγου, ο οποίος στηρίζεται σε έλλειψη νόμιμης βάσης και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και σε πλάνη περί τα πράγματα όσον αφορά την κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % που επιβλήθηκε για τα οικονομικά έτη 2010, 2011, 2012 και 2013

150    Η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι επέβαλε κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % για τα οικονομικά έτη 2010 έως 2013, λόγω της εφαρμογής κριτηρίων επιλογής των επιλέξιμων έργων για συνεισφορά του ΕΓΤΑΑ που δεν ήταν τα καθορισθέντα από την αρμόδια διαχειριστική αρχή.

151    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι οι γενικές διατάξεις περί της λειτουργίας του ΕΓΤΑΑ κατά την περίοδο προγραμματισμού 2007-2013 είναι οι περιεχόμενες στον κανονισμό 1698/2005. Έτσι, κατά το άρθρο 71, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, οι «δαπάνες είναι επιλέξιμες για συνεισφορά του ΕΓΤΑΑ μόνον εάν πραγματοποιούνται για πράξεις που έχουν αποφασισθεί από τη διαχειριστική αρχή του σχετικού προγράμματος ή υπ' ευθύνη της, σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής που καθορίζονται από το αρμόδιο σώμα».

152    Ο κανονισμός (ΕΚ) 1974/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 (ΕΕ 2006, L 368, σ. 15), περιλαμβάνει συμπληρωματικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων το άρθρο 48, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι, για την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, «τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το σύνολο των μέτρων αγροτικής ανάπτυξης που πρόκειται να εφαρμόσουν είναι δυνατόν να επαληθευτεί και να ελεγχθεί» και ότι «για τον σκοπό αυτό, […] καθορίζουν ρυθμίσεις ελέγχου οι οποίες τους παρέχουν εύλογες εγγυήσεις για την τήρηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας και των λοιπών δεσμεύσεων».

153    Από την αιτιολογική σκέψη 61 και από το άρθρο 71, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1698/2005 προκύπτει ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, οι κανόνες επιλεξιμότητας των δαπανών θεσπίζονται καταρχήν σε εθνικό επίπεδο και ότι οι δαπάνες είναι επιλέξιμες μόνον εάν πραγματοποιούνται για πράξεις που έχουν αποφασισθεί σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής που καθορίζονται από το αρμόδιο όργανο.

154    Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές των κρατών μελών οφείλουν να τηρούν τις κατευθυντήριες γραμμές και τα όρια που θέτει η βάσει του κανονισμού 1698/2005 εξουσιοδότηση, αφενός, κατά τον καθορισμό των κριτηρίων επιλογής για τις οικείες δαπάνες και, αφετέρου, κατά την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών.

155    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η διαδικασία επιλογής που έχει οργανωθεί από την Ελληνική Δημοκρατία πληροί τις απαιτήσεις που θέτει το άρθρο 71, παράγραφος 2, του κανονισμού 1698/2005. Θα πρέπει συνεπώς, μεταξύ άλλων, να επιβεβαιωθεί ότι η επιλογή των έργων προκύπτει πράγματι από απόφαση ληφθείσα από τη διαχειριστική αρχή, μόνη αρμόδια για τον καθορισμό κριτηρίων και για την ενσωμάτωση των έργων στο μέτρο 125.

156    Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κάθε χρόνο, η ΔΤΜΚ διενεργεί έναν «προέλεγχο, μια πρώτη εξέταση προκειμένου να διαπιστωθεί η αξιοπιστία της επενδυτικής πρότασης, δηλαδή αν πράγματι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του μέτρου, αν ο προϋπολογισμός είναι ρεαλιστικός, αν υπάρχουν οι προβλεπόμενες μελέτες (υδραυλικών έργων, γεωτεχνική μελέτη κ.λπ., ανάλογα με το έργο) και οι αδειοδοτήσεις στις οποίες περιλαμβάνονται και οι περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις (έγκριση περιβαλλοντικών όρων)». Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι η ΔΤΜΚ δεν διαθέτει αποφασιστική, αλλά απλή γνωμοδοτική αρμοδιότητα.

157    Εντούτοις, από την επίσημη κοινοποίηση της Επιτροπής της 27ης Μαΐου 2014 προκύπτει ότι η επιλογή των έργων διεξαγόταν σε διάφορα διαδοχικά στάδια: πρόσκληση υποβολής προτάσεων, προεπιλογή και επιλογή. Η Επιτροπή επισήμανε συναφώς ότι, μολονότι το πρώτο και το τρίτο στάδιο ήταν κλασικά, το στάδιο προεπιλογής που διενεργούσε η ΔΤΜΚ ήταν προβληματικό.

158    Πράγματι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διμερούς σύσκεψης της 5ης Σεπτεμβρίου 2013, η ΔΤΜΚ αξιολογούσε τα έργα που της υποβάλλονταν βάσει κριτηρίων τα οποία μόνον αυτή γνώριζε και τα οποία διέφεραν από τα καθορισθέντα από τη διαχειριστική αρχή, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την περιορισμένη πρόσβαση στο στάδιο της επίσημης επιλογής για ορισμένους φάκελους. Το στάδιο της επίσημης επιλογής διεξαγόταν από τη διαχειριστική αρχή βάσει των καθορισθέντων από το αρμόδιο όργανο κριτηρίων. Συγκεκριμένα, κατά το στάδιο της αξιολόγησης από τη ΔΤΜΚ, η αρτιότητα των οικείων έργων αξιολογούνταν βάσει τριών κριτηρίων και των ακόλουθων συντελεστών στάθμισης: 45 % για την αναλογία της καλλιεργούμενης γης, 35 % για την ανάγκη για νερό και 20 % για τις εδαφικές επιπτώσεις λόγω της συγκέντρωσης χρημάτων. Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές αναγνώρισαν ότι τα κριτήρια αυτά διέφεραν από εκείνα που εφάρμοζε η διαχειριστική αρχή και ότι δεν είχαν καθοριστεί από το αρμόδιο όργανο.

159    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι δεν διαβιβάζονταν στη διαχειριστική αρχή όλες οι προτάσεις που είχαν προηγουμένως αξιολογηθεί από τη ΔΤΜΚ.

160    Εξ αυτών συνάγεται ότι το επίμαχο στάδιο «προεπιλογής» υπερέβαινε σαφώς τα όρια του σταδίου μιας απλής επίσημης αξιολόγησης με αποκλειστικό σκοπό την επαλήθευση αντικειμενικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων μπορούσαν για παράδειγμα να περιλαμβάνονται ο έλεγχος των απαιτούμενων αδειών, η ύπαρξη εγκρίσεων ή ακόμη η απουσία τεχνικών προβλημάτων. Πράγματι, το στάδιο αυτό δεν περιορίστηκε στον έλεγχο της επιλεξιμότητας των υποβληθεισών προτάσεων, και επομένως της αρτιότητάς τους, αλλά, αντιθέτως, στο πλαίσιο του εν λόγω σταδίου έγινε πραγματική εκτίμηση επί της ουσίας κατόπιν της οποίας ορισμένα έργα δεν διαβιβάστηκαν στη διαχειριστική αρχή, τούτο δε τη στιγμή που τα εφαρμοσθέντα κριτήρια στο πλαίσιο αυτής της «προεπιλογής» δεν είχαν οριστεί από το αρμόδιο όργανο, όπως διευκρινίσθηκε στη σκέψη 158 ανωτέρω.

161    Εξάλλου, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η επίμαχη διαδικασία αποτελεί θεσμοθετημένη διαδικασία της διοικητικής δομής για την οργάνωση των δημοσίων έργων στην Ελλάδα, που ακολουθείται για δεκαετίες χωρίς ποτέ να διατυπωθεί καμία σχετική παρατήρηση ή υπόδειξη και χωρίς να έχει εντοπιστεί από κανέναν έλεγχο της Επιτροπής η παραμικρή παρατυπία ή κάποιο έργο που να εντάχθηκε εσφαλμένα ή ευνοιοκρατικά.

162    Ομοίως, είναι ανακριβές το επιχείρημα ότι η πρακτική αυτή, όπως την εφάρμοσε η ΔΤΜΚ, δεν αποτέλεσε εμπόδιο και δεν αντιπροσώπευσε κίνδυνο για το Ταμείο.

163    Πράγματι, μη τηρώντας τις κατευθυντήριες γραμμές και τα όρια που καθορίζονται από την εξουσιοδότηση που τους παρέσχε ο κανονισμός 1698/2005, οι ελληνικές αρχές παρέβησαν σαφώς μια εκ των θεμελιωδών υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει της διάταξης αυτής.

164    Η διαπιστωθείσα παράβαση πρέπει κατά συνέπεια να θεωρηθεί πλημμέλεια βασικού ελέγχου, λόγω της οποίας ευλόγως μπορεί να υποτεθεί ότι προκλήθηκε σημαντικός κίνδυνος απωλειών για το Ταμείο. Συγκεκριμένα, η παράβαση αυτή είχε ως συνέπεια τον κίνδυνο να διατεθούν πόροι της Ένωσης σε δράσεις οι οποίες δεν πληρούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις.

165    Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005

166    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % που επέβαλε η Επιτροπή για τις δαπάνες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του οικονομικού έτους 2010, ύψους 506 480,19 ευρώ, είναι παράνομη και πρέπει να ακυρωθεί. Συγκεκριμένα, το κράτος μέλος αυτό υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005, στο μέτρο που δεν επιτρέπεται η επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης για χρόνο προγενέστερο του διαστήματος των 24 μηνών που προηγήθηκαν της έγγραφης ανακοίνωσης των διαπιστώσεων της Επιτροπής. Αμφισβητεί δε το ότι η επίδικη διόρθωση μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005, διότι το μέτρο 125 δεν είναι πολυετές μέτρο.

167    Σε απάντηση στα επιχειρήματα της Επιτροπής, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι το θεσμικό αυτό όργανο ουδέποτε της ζήτησε πληροφορίες προκειμένου να τεκμηριώσει το συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένες πληρωμές του έτους 2010 συνδέονταν με τελικές πληρωμές συγκεκριμένων έργων εντός του 24μήνου, δηλαδή της περιόδου από τις 9 Ιανουαρίου 2011 έως τις 9 Ιανουαρίου 2013. Το εν λόγω κράτος μέλος διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, καθόσον επικαλείται το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005 ως νόμιμη βάση για τη διόρθωση, στο στάδιο της αντίκρουσης, παραβαίνει την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει. Επιπλέον, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να στηρίξει την επίμαχη διόρθωση, διότι η εν λόγω διόρθωση επιβλήθηκε στο σύνολο των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για τα έτη 2010 έως 2013 για τα έργα που εντάχθηκαν στο πλαίσιο του κανονισμού 1698/2005. Τα έργα όμως αυτά βρίσκονταν σε εξέλιξη και δεν είχε καταβληθεί καμία τελική πληρωμή για αυτά, αφού εκείνη την περίοδο δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη κανένα έργο. Τέλος, όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Ελληνική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με τον παρόντα λόγο προβάλλεται ότι η επίμαχη δημοσιονομική διόρθωση στηρίζεται σε εσφαλμένη νόμιμη βάση καθώς και ότι είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

168    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

169    Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων αυτών, πρέπει να υπομνησθεί το περιεχόμενο του άρθρου 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005. Η διάταξη αυτή προβλέπει:

«Η απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά:

α)      δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και πραγματοποιήθηκαν νωρίτερα από είκοσι τέσσερις μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή·

β)      δαπάνες για πολυετή μέτρα που εντάσσονται στις αναφερόμενες στο άρθρο 3, παράγραφος 1, δαπάνες ή στα προγράμματα του άρθρου 4, και για τις οποίες η τελευταία υποχρέωση που υπέχει ο δικαιούχος ανελήφθη περισσότερο από είκοσι τέσσερις μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή·

γ)      δαπάνες για τα μέτρα που προβλέπονται από τα προγράμματα που αναφέρονται στο άρθρο 4, πλην αυτών του στοιχείου βʹ, για τις οποίες η εξόφληση, ή ενδεχομένως η εξόφληση του υπολοίπου, από τον οργανισμό πληρωμών, έγινε περισσότερο από είκοσι τέσσερις μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή.»

170    Το άρθρο 4 του κανονισμού 1290/2005 ορίζει τα εξής:

«Το ΕΓΤΑΑ χρηματοδοτεί με επιμερισμένη διαχείριση μεταξύ των κρατών μελών και της Κοινότητας τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης που εκτελούνται σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το ΕΓΤΑΑ για τη γεωργική ανάπτυξη».

171    Πρώτον, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει ανεπαρκή αιτιολογία, πρέπει να υπομνησθούν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

172    Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 7 έως 21 ανωτέρω, η έρευνα της Επιτροπής σχετικά με τα ελληνικά μέτρα στο πλαίσιο του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης του ΕΓΤΑΑ κατά τα οικονομικά έτη 2010, 2011, 2012 και 2013 αφορούσε, μεταξύ άλλων, και το μέτρο 125. Όπως διευκρίνισε η Ελληνική Δημοκρατία στο από 5 Μαρτίου 2015 έγγραφό της, το μέτρο 125 Α, δράση 1, στο εγκεκριμένο εθνικό πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης για την περίοδο 2007-2013 είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να εξυπηρετήσει τον στόχο της βελτίωσης της διαχείρισης του νερού στη γεωργία. Σε συνέχεια διμερούς σύσκεψης με τις ελληνικές αρχές, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την πρόθεσή της να προτείνει κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % ύψους 3 107 504,18 ευρώ λόγω αδυναμιών που διαπιστώθηκαν κατά την εφαρμογή του μέτρου 125 στην Ελλάδα.

173    Προς στήριξη της συνεκτίμησης στοιχείων του έτους 2010 για τον καθορισμό αυτής της διόρθωσης, η Επιτροπή δήλωσε, στην επίσημη ανακοίνωση της 27ης Μαΐου 2014, ότι «όπως προβλέπεται από τον κανονισμό, η βάση για τη δημοσιονομική διόρθωση περιλαμβάνει όλες τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν εντός των 24 μηνών που προηγήθηκαν της κοινοποίησης της Επιτροπής (επιστολή του άρθρου 11), καθώς και το σύνολο των προκαταβολών και των ενδιάμεσων πληρωμών που συνδέονται με τα τελικά ποσά που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των 24 αυτών μηνών. Αυτές οι πρώτες πληρωμές πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 2010». Η υποσημείωση υπ’ αριθ. 3 διευκρίνιζε ότι ο όρος «κανονισμός» παραπέμπει στο άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005.

174    Εντούτοις, κατά τη διαδικασία συμβιβασμού που κίνησε η Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή εξέθεσε, με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 2014 προς το όργανο συμβιβασμού, ότι οι υπηρεσίες της «παραδέχοντα[ν] ότι το [προαναφερθέν] νομικό πλαίσιο ήταν εσφαλμένο». Εν συνεχεία, η Επιτροπή παρέθεσε ρητώς τη διάταξη του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005 την οποία προσδιόρισε ως νόμιμη βάση της προτεινόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης. Στην έκθεση του οργάνου συμβιβασμού επισημάνθηκε ότι «οι υπηρεσίες [της Επιτροπής] εξήγησαν ότι η παραπομπή στο άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 ήταν εσφαλμένη[· η] πρόταση βασίστηκε στο άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, και υπολογίστηκε σύμφωνα με τη διάταξη αυτή […]».

175    Τέλος, ο τίτλος της συνοπτικής έκθεσης διευκρινίζει ότι η έκθεση αυτή εγκρίθηκε βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005.

176    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά το μέτρο 125, αφενός, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το οικονομικό έτος 2010, στήριξε τη δημοσιονομική διόρθωση στο άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005 και, αφετέρου, η Ελληνική Δημοκρατία ενημερώθηκε για αυτή τη νόμιμη βάση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

177    Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί λυσιτελώς να προβάλει ανεπάρκεια αιτιολογίας για τον λόγο ότι η παραπομπή στο ως άνω άρθρο δεν της γνωστοποιήθηκε απευθείας, δεδομένου ότι η επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 2014 απευθυνόταν στο όργανο συμβιβασμού και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν κοινοποιήθηκε από την Επιτροπή παρά μόνον κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συμβιβασμού.

178    Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν ήταν σε θέση να λάβει γνώση αυτής της παραπομπής δεδομένου ότι δεν της διαβιβάστηκε η έκθεση του οργάνου συμβιβασμού στην οποία περιλαμβανόταν ρητώς η εν λόγω παραπομπή. Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που την εκδίδει, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και ο δικαστής της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑356/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:418, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

179    Εν προκειμένω, ο τίτλος της συνοπτικής έκθεσης που περιέχει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρει ρητώς ότι η έκθεση στηρίζεται στο άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005. Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία κίνησε και συμμετείχε στη διαδικασία συμβιβασμού που αποτελεί μέρος της διαδικασίας και, επομένως, του πλαισίου που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, το εν λόγω κράτος μέλος δεν μπορούσε να αγνοεί ότι, στο πλαίσιο των διορθώσεων που αφορούν το μέτρο 125, η Επιτροπή στήριξε τη συνεκτίμηση του οικονομικού έτους 2010 στο άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005.

180    Για τους ανωτέρω λόγους, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αφορά ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεδομένου ότι η βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η συνεκτίμηση των πληρωμών του οικονομικού έτους 2010 για το μέτρο 125 παρατέθηκε σαφώς στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβιβασμού που κινήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία. Έπεται επίσης ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλεσθεί τη φερόμενη διεύρυνση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης με το υπόμνημα αντίκρουσης της Επιτροπής ούτε προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας για τον λόγο αυτό. Ομοίως, όπως προκύπτει από την ανωτέρω συλλογιστική, πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας που στηρίζονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίχθηκε στη διάταξη αυτή.

181    Δεύτερον, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005 δεν μπορεί να θεμελιώσει την επίμαχη διόρθωση, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται η επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης για χρόνο προγενέστερο του διαστήματος των 24 μηνών που προηγήθηκαν της έγγραφης ανακοίνωσης των διαπιστώσεων της Επιτροπής, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα.

182    Το μέτρο 125 εντάσσεται στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης 2007-2013. Επιπλέον, τόσο από τα δικόγραφα των διαδίκων όσο και από την επιχειρηματολογία τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι συμφωνούν ως προς το ότι τα επίδικα έργα δεν αποτελούν πολυετή μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1290/2005, αλλά έργα μακράς διάρκειας, υπό την έννοια ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ των πρώτων μελετών σκοπιμότητας και της ολοκλήρωσης του έργου καλύπτει περισσότερα χρόνια.

183    Είναι αναγκαίο να επισημανθεί συναφώς, ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005, η άρνηση χρηματοδότησης δεν πρέπει να αφορά «δαπάνες για τα μέτρα που προβλέπονται από τα προγράμματα που αναφέρονται στο άρθρο 4, πλην αυτών του στοιχείου βʹ, για τις οποίες η εξόφληση, ή ενδεχομένως η εξόφληση του υπολοίπου, από τον οργανισμό πληρωμών, έγινε περισσότερο από είκοσι τέσσερις μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, όταν πραγματοποιούνται ενδιάμεσες και προσωρινές πληρωμές οι οποίες προηγούνται της οριστικής εξόφλησης του υπολοίπου, θα λαμβάνεται υπόψη η τελευταία αυτή πληρωμή για την εφαρμογή της προθεσμίας των 24 μηνών.

184    Πράγματι, έχει κριθεί, όσον αφορά την προθεσμία των 24 μηνών που προβλέπεται, αντιστοίχως, στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (EE ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (ΕΕ 1995, L 125, σ. 1), και στο άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 1999, L 160, σ. 103), ότι η καθοριστική ημερομηνία για την εφαρμογή της εν λόγω προθεσμίας είναι η ημερομηνία κατά την οποία έχει καθοριστεί το οριστικό ποσό της αντισταθμιστικής ενίσχυσης ή κατά την οποία έχει καταβληθεί το υπόλοιπο. Η ερμηνεία αυτή δικαιολογήθηκε από το γεγονός ότι τα ποσά που είχαν καταβληθεί κατά το προηγούμενο έτος αποτελούσαν απλώς προσωρινές καταβολές, εξαρτώμενες από τη σύσταση εγγύησης, και, ως εκ τούτου, δεν ασκούσαν επιρροή για τον προσδιορισμό, προκειμένου περί της εφαρμογής της προθεσμίας των εικοσιτεσσάρων μηνών, της ημερομηνίας κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η δαπάνη για την οποία είναι δυνατόν να καταβληθεί ενίσχυση (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑329/00, EU:C:2003:355, σκέψη 43, και της 12ης Νοεμβρίου 2010, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑113/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:465, σκέψη 122).

185    Κατ’ αναλογία προς τη νομολογία αυτή, έχει σημασία, για τον υπολογισμό της προθεσμίας των 24 μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005, να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία καθορισμού του οριστικού ποσού της ενίσχυσης και εξόφλησης του υπολοίπου. Τα προσωρινώς καταβληθέντα ποσά ή τα ποσά των ενδιάμεσων πληρωμών δεν είναι κρίσιμα για τον υπολογισμό της προθεσμίας των 24 μηνών που προβλέπει η διάταξη αυτή.

186    Εν προκειμένω, η έγγραφη ανακοίνωση προς την Ελληνική Δημοκρατία των αποτελεσμάτων των ελέγχων για το μέτρο 125 φέρει ημερομηνία 9 Ιανουαρίου 2013. Επομένως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005, η Επιτροπή μπορούσε, αν συνέτρεχε λόγος, να εφαρμόσει τη διαδικασία διόρθωσης στις δαπάνες που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία από τις 9 Ιανουαρίου 2011. Για τους ανωτέρω λόγους, η διόρθωση μπορούσε επίσης να αφορά ενδιάμεσες και προσωρινές δαπάνες πραγματοποιηθείσες πριν από τις 9 Ιανουαρίου 2011, υπό την όρο ότι η τελική εξόφληση ή η εξόφληση του υπολοίπου πραγματοποιήθηκε μετά τις 9 Ιανουαρίου 2011.

187    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, και όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή ουδέποτε ζήτησε πληροφορίες από το κράτος μέλος αυτό προκειμένου να τεκμηριώσει το συμπέρασμά της ότι οι επίμαχες πληρωμές για το οικονομικό έτος 2010 συνδέονταν με τελικές πληρωμές πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο συγκεκριμένων έργων κατά την περίοδο μεταξύ 9 Ιανουαρίου 2011 και 9 Ιανουαρίου 2013, επισημαίνονται τα εξής.

188    Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή είχε σαφώς γνωστοποιήσει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι, για τον υπολογισμό της επίμαχης διόρθωσης, είχε λάβει υπόψη όλες τις προκαταβολές και όλες τις ενδιάμεσες πληρωμές που συνδέονταν με πληρωμή πραγματοποιηθείσα κατά τους 24 μήνες που προηγήθηκαν της έγγραφης ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων των ελέγχων της, αρχής γενομένης από το οικονομικό έτος 2010. Η Ελληνική Δημοκρατία όμως ουδέποτε αντέδρασε προκειμένου να υποστηρίξει ότι οι πληρωμές ή προκαταβολές αυτές δεν συνδέονταν με τέτοια πληρωμή, αλλά ούτε και εν συνεχεία ήταν σε θέση να αποδείξει κάτι τέτοιο κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας ή της επ’ ακροατηρίου συζήτησης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

189    Επομένως, πρέπει να επισημανθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία ουδόλως κατέδειξε, ούτε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ούτε με τα δικόγραφά της ούτε με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ορισμένες δαπάνες του 2010 που ελήφθησαν υπόψη κατά τον υπολογισμό του ύψους της επίμαχης διόρθωσης δεν συνδέονταν με εξόφληση ή με εξόφληση του υπολοίπου πραγματοποιηθείσα μετά τις 9 Ιανουαρίου 2011 και ότι θα πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να της αρνηθεί τη χρηματοδότηση βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2390/2005. Αντιθέτως μάλιστα, από το επιχείρημά της ότι «η δημοσιονομική διόρθωση για το μέτρο 125 εφαρμόστηκε στο σύνολο των δαπανών των ετών 2010-2011-2012-2013 των έργων που εντάχθηκαν υπό τον κανονισμό 1698/2005[· τ]α έργα αυτά βρίσκονταν σε εξέλιξη και δεν είχε καταβληθεί καμία τελική πληρωμή για αυτά, αφού εκείνη την περίοδο δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα κανένα έργο» προκύπτει ότι καμία από τις εν λόγω δαπάνες δεν ήταν δυνατόν να εκφύγει του πεδίου εφαρμογής της διάταξης αυτής, δεδομένου ότι καμία από τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν για το οικονομικό έτος 2010 δεν ήταν τελική πληρωμή.

190    Εν συνεχεία, διαπιστώνεται επίσης ότι ο πίνακας που επισυνάπτεται στο από 27 Δεκεμβρίου 2013 έγγραφο της Ελληνικής Δημοκρατίας περιλαμβάνει τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν το 2010 με πόρους της Ένωσης για τα έργα του μέτρου 125. Επιπλέον, με το έγγραφο της 28ης Δεκεμβρίου 2017, η Ελληνική Δημοκρατία διευκρινίζει ότι εν λόγω πίνακας περιέχει τις δαπάνες για τα έτη από το 2010 και εντεύθεν, δεδομένου ότι το έτος 2010 ήταν το πρώτο έτος από το οποίο άρχισαν να καταβάλλονται οι δαπάνες για το μέτρο 125 στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης 2007-2013. Επομένως, ο πίνακας αυτός καθιστά εφικτό να προσδιοριστεί ποια ποσά καταβλήθηκαν βάσει συμμετοχής της Ένωσης για ποια έργα στο πλαίσιο του μέτρου 125 για τα έτη 2010 έως 2013.

191    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα έργα που εντάχθηκαν στο πλαίσιο του κανονισμού 1698/2005 βρίσκονταν σε εξέλιξη και ότι καμία τελική πληρωμή δεν είχε πραγματοποιηθεί σχετικά με αυτά. Εντούτοις, από την ανάλυση του προμνησθέντος πίνακα, στον οποίο αναγράφεται, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα των διαδίκων, «για κάθε οικονομικό έτος από την 1η Ιανουαρίου 2007, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στους δικαιούχους», προκύπτει ότι, για το έργο με αριθμό αναφοράς 109464, οι πληρωμές άρχισαν το 2010 και δεν διήρκεσαν πέραν του έτους 2012. Στο μέτρο που η Ελληνική Δημοκρατία ουδέποτε ήταν σε θέση να αποδείξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για ποιον λόγο οι τελευταίες αυτές πληρωμές δεν δύνανται να θεωρηθούν τελικές, συνάγεται ότι, όσον αφορά τα εν λόγω έργα ή στάδια έργων, οι πληρωμές αυτές είναι όντως τελικές εξοφλήσεις ή εξοφλήσεις του υπολοίπου κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005. Ομοίως, για τα λοιπά έργα που απαριθμούνται στον πίνακα και για τα οποία άρχισαν να πραγματοποιούνται πληρωμές επίσης το 2010, οι πληρωμές αυτές συνεχίστηκαν μέχρι το 2013. Όσον αφορά τα έργα αυτά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα στο οποίο εντάσσονταν τα έργα που καλύπτονταν από τις πληρωμές αυτές ήταν το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης 2007-2013 καθώς και ότι καμία χρηματοδότηση της Ένωσης στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού δεν μπορούσε να καταβληθεί μετά το 2013. Ως εκ τούτου, στον βαθμό που στον ανωτέρω πίνακα οι τελευταίες πληρωμές αναγράφονται ως διενεργηθείσες το 2013 και ελλείψει στοιχείων τα οποία να αποδεικνύουν ότι αυτά τα έργα δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί και ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία τελική πληρωμή, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίζει, όπως το πράττει για πρώτη φορά με το υπόμνημα απάντησης, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να θεωρήσει ότι οι σχετικές δαπάνες δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005.

192    Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι κακώς η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι η συνεκτίμηση πληρωμών του οικονομικού έτους 2010 σχετικών με τα έργα του μέτρου 125 δεν μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005.

193    Η ανωτέρω εκτίμηση δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η εκτίμηση αυτή ισοδυναμεί με δυνατότητα της Επιτροπής να προβαίνει στο διηνεκές σε επιβολή χρηματοοικονομικών κυρώσεων για τις δαπάνες του μέτρου 125, κατά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Πράγματι, είναι εσφαλμένο να υποστηρίζεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005 επιτρέπει την επιβολή δημοσιονομικών κυρώσεων στο διηνεκές. Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 183 έως 185 ανωτέρω, η διάταξη αυτή επιτρέπει μόνο να ληφθούν υπόψη ενδιάμεσες πληρωμές πραγματοποιηθείσες πριν το διάστημα των 24 μηνών που προηγήθηκαν της ανακοίνωσης, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, των αποτελεσμάτων των ελέγχων από την Επιτροπή, υπό την προϋπόθεση ότι η εξόφληση του υπολοίπου από τον οργανισμό πληρωμών πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Εντούτοις, η εξόφληση του υπολοίπου καθορίζει οριστικά την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή δύναται να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση για τις σταδιακά πραγματοποιούμενες δαπάνες του μέτρου 125.

194    Επιπλέον, υπενθυμίζεται τέλος ότι, σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, η νομοθεσία της Ένωσης πρέπει να είναι σαφής και οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να προβλέψουν την εφαρμογή της. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η δεσμευτικότητα κάθε πράξης που προορίζεται να παράγει έννομα αποτελέσματα πρέπει να απορρέει από διάταξη του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να μνημονεύεται ρητά ως νόμιμη βάση της και η οποία προβλέπει τον νομικό τύπο τον οποίο πρέπει να περιβληθεί η πράξη αυτή (βλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑308/05, EU:T:2007:382, σκέψη 123 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑4/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:546, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

195    Εν προκειμένω η συνοπτική έκθεση προβλέπει ρητώς ότι η επίμαχη διόρθωση επιβλήθηκε βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005. Επιπλέον, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και της συνοπτικής έκθεσης, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία για την πρόθεσή της να στηρίξει την εν λόγω διόρθωση στην παράγραφο 4, στοιχείο γʹ, της διάταξης αυτής. Επομένως, στην παρούσα υπόθεση, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί λυσιτελώς να προβάλει παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Στο μέτρο που η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει επίσης παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας, οι σχετικές αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν, δεδομένου ότι δεν αναπτύχθηκαν επαρκώς.

196    Βάσει του συνόλου των ανωτέρω λόγων, πρέπει να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005.

2.      Επί των λόγων που αφορούν την εφάπαξ διόρθωση που επιβλήθηκε για τα οικονομικά έτη 2011, 2012 και 2013 λόγω αδυναμιών που διαπιστώθηκαν κατά την εφαρμογή της πολιτικής κυρώσεων όσον αφορά το μέτρο 121

197    Όσον αφορά την εφάπαξ διόρθωση ύψους 772 956,32 ευρώ λόγω αδυναμιών που διαπιστώθηκαν κατά την εφαρμογή της πολιτικής κυρώσεων όσον αφορά το μέτρο 121, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται στον παράνομο χαρακτήρα της απόφασης της Επιτροπής καθώς και της μεθόδου υπολογισμού με την οποία καθορίστηκε το ποσό της επίμαχης διόρθωσης, και ο δεύτερος, που προβάλλεται επικουρικώς, σε έλλειψη νόμιμης βάσης και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και σε παράβαση του εγγράφου VI/5330/97.

1)      Επί του έκτου λόγου, ο οποίος αφορά το παράνομο της μεθόδου υπολογισμού της διόρθωσης η οποία οδηγεί σε δυσανάλογα αποτελέσματα σε σχέση με τις διαπιστωθείσες αδυναμίες

198    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον έκρινε ότι πρέπει να της επιβάλει εφάπαξ διόρθωση ύψους 772 956,32 ευρώ, παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε την ύπαρξη εθνικού νομικού πλαισίου που προέβλεπε πολιτική κυρώσεων και το οποίο είχε όντως εφαρμοστεί. Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τον τρόπο υπολογισμού της επίμαχης διόρθωσης που χρησιμοποίησε η Επιτροπή.

199    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

200    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 73 του κανονισμού (ΕΚ) 817/2004 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) (ΕΕ 2004, L 153, σ. 30), «[τ]α κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή του[· οι] εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες των παραβάσεων και αποτρεπτικές».

201    Εν προκειμένω, η Επιτροπή αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι απλώς και μόνον η αφαίρεση ή η ανάκτηση των μη επιλέξιμων ποσών από τους δικαιούχους συνιστούσε κύρωση αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική.

202    Η Επιτροπή επικαλέστηκε τα ακόλουθα στοιχεία για να δικαιολογήσει την ύπαρξη σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας ως προς τη συμμόρφωση της πολιτικής κυρώσεων που θέσπισε η Ελληνική Δημοκρατία προς τις απαιτήσεις του άρθρου 73 του τότε ισχύοντος κανονισμού 817/2004. Πρώτον, σε πολλές περιπτώσεις διαφορών μεταξύ των δηλωθέντων ποσών και των επιλέξιμων ποσών δεν επιβλήθηκαν κυρώσεις, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία απλώς απέρριψε τις μη επιλέξιμες δαπάνες και προσάρμοσε τις δαπάνες εντός των ορίων της επιλεξιμότητας εκμηδενίζοντας τις υπερβάσεις, όπως προκύπτει από την πρακτική που περιγράφει η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία στο δικόγραφο της προσφυγής της. Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία, αντί να επιβάλει πραγματικές κυρώσεις, αρκέστηκε απλώς στην απένταξη ορισμένων έργων, προκειμένου να μη χρηματοδοτηθούν έργα μη πραγματοποιηθέντα ή μη παραγωγικά.

203    Συναφώς, επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι το ίδιο το όργανο συμβιβασμού διερωτήθηκε ως προς το κατά πόσον η απλή αφαίρεση ή η απλή ανάκτηση των ελεγχθέντων ποσών που είχαν κριθεί μη επιλέξιμα είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του κανονισμού 817/2004.

204    Διαπιστώνεται επίσης ότι η Ελληνική Δημοκρατία περιέγραψε τη δική της πρακτική υποστηρίζοντας ότι όλες οι αιτήσεις πληρωμής και όλες οι προτεινόμενες ως επιλέξιμες δαπάνες ελέγχονταν συστηματικά, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε δαπάνη απέκλινε από τον κανόνα της επιλεξιμότητας να εντοπίζεται και να απορρίπτεται, εν συνεχεία δε να αναπροσαρμόζεται η δαπάνη στο ορθό ποσό. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας παρείχε στην Ελληνική Δημοκρατία τη δυνατότητα να προσδιορίζει ορθώς το ποσό των δαπανών και το κράτος μέλος αυτό επιμένει ότι δεν ανέχθηκε καμία υπέρβαση επιλέξιμων δαπανών χωρίς να την εκμηδενίσει.

205    Όπως προκύπτει από τις εξηγήσεις που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία, η «πολιτική κυρώσεων» την οποία ισχυρίζεται ότι καθιέρωσε το κράτος μέλος αυτό χαρακτηρίζεται κατ’ ουσίαν από τη γενικευμένη εφαρμογή επιτόπιων επισκέψεων στις εγκαταστάσεις των επενδυτικών έργων, καθώς και από την ενδεχόμενη απένταξη του έργου, την ενδεχόμενη επιστροφή της δημόσιας συνδρομής και τον διετή αποκλεισμό από κάθε ενίσχυση από το ΕΓΤΑΑ σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών.

206    Όπως προκύπτει για παράδειγμα από το παράρτημα 1 του εγγράφου παρατηρήσεων της 9ης Ιανουαρίου 2013 της Επιτροπής σχετικά με την υπ’ αριθ. RD 1/2012/810/GR έρευνά της, στην περίπτωση έργου συνιστάμενου στην κατασκευή μιας στάνης και ενός σιλό για τις ζωοτροφές, οι επιθεωρητές διαπίστωσαν, κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επίσκεψης, ότι το οικείο έργο συνίστατο στην πραγματικότητα σε επέκταση ήδη υφιστάμενης στάνης. Το ποσό όμως της χορηγηθείσας ενίσχυσης κάλυπτε ολόκληρη την κατασκευή. Κατά συνέπεια, ο επιθεωρητής αποφάσισε να μειώσει το ποσό της ενίσχυσης προς τον συγκεκριμένο δικαιούχο, χωρίς ωστόσο να επιβάλει πρόσθετη κύρωση. Ομοίως, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης, όσον αφορά ένα από τα ελεγχθέντα σχέδια κατά τη διάρκεια της ίδιας αυτής έρευνας, ότι οι ελληνικές αρχές εντόπισαν μη επιλέξιμες δαπάνες που αντιπροσώπευαν ποσό ύψους 7,5 %. Κατά συνέπεια, οι ελληνικές αρχές μείωσαν απλώς την απαίτηση του δικαιούχου κατά το ποσό αυτό χωρίς ωστόσο να επιβάλουν άλλη κύρωση.

207    Επομένως, επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι ο συνδυασμός μέτρων τον οποίο η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί «πολιτική κυρώσεων» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια πολιτική. Πράγματι, οι ενέργειες για την εξακρίβωση της επιλεξιμότητας των αιτήσεων πληρωμών και των προτεινόμενων δαπανών, η μηδενική ανοχή της υπέρβασης των επιλέξιμων δαπανών ή ακόμη η απαίτηση επιστροφής των σχετικών ποσών σε περίπτωση διαπιστωθεισών παρατυπιών συνιστούν απλώς θεμιτές και αναγκαίες ενέργειες για τον έλεγχο της συμμόρφωσης των ισχυουσών πρακτικών προς το εφαρμοστέο δίκαιο καθώς και για την ενδεχόμενη ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβαλλόμενων ποσών. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κυρώσεις.

208    Ομοίως, όσον αφορά την ενδεχόμενη απένταξη των έργων ως προς τα οποία, κατόπιν των ελέγχων αυτών, ενδεχομένως αποκαλύπτεται ότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας, διευκρινίζεται ότι, στις περιπτώσεις όπου ο νομοθέτης της Ένωσης θέτει προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τη χορήγηση ενίσχυσης, ο αποκλεισμός τον οποίο συνεπάγεται η μη τήρηση μίας από τις προϋποθέσεις αυτές δεν συνιστά κύρωση, αλλά απλώς και μόνο συνέπεια της μη τήρησης των προβλεπομένων από τον νόμο προϋποθέσεων (βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, Hehenberger, C‑188/11, EU:C:2012:312, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

209    Επομένως, μόνον ο ενδεχόμενος διετής αποκλεισμός των ευθυνόμενων για παρατυπίες δικαιούχων από κάθε ενίσχυση εκ μέρους του ΕΓΤΑΑ προσομοιάζει, αυτός καθαυτόν, με πραγματική κύρωση. Η πρακτική αυτή δεν μπορεί πάντως αφ’ εαυτής να δικαιολογήσει την ύπαρξη μιας πραγματικής, αρκούντως αποτρεπτικής «πολιτικής κυρώσεων».

210    Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 του κανονισμού 817/2004, οι προβλεπόμενες κυρώσεις να είναι αποτελεσματικές, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι έθεσε σε εφαρμογή καθεστώς κυρώσεων επιβάλλοντας την επιστροφή ποσών σε περίπτωση διαπιστωθεισών παρατυπιών και τον ενδεχόμενο διετή αποκλεισμό από κάθε ενίσχυση εκ μέρους του ΕΓΤΑΑ. Πράγματι, η τελευταία αυτή κύρωση δεν είναι αρκούντως αποτρεπτική και, ως εκ τούτου, αποτελεσματική ώστε να συνιστά καθεστώς επιβολής κυρώσεων κατά την έννοια του άρθρου 73 του κανονισμού 817/2004.

211    Επομένως, ορθώς προβάλλεται από την Επιτροπή ότι ο αποκλεισμός των δικαιούχων ή η επιστροφή από αυτούς των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών είναι οι λογικές συνέπειες της παράβασης των υποχρεώσεών τους ή της εκ μέρους τους διάπραξης καταχρήσεων, δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι συνιστούν πραγματικά αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, διότι τέτοιου είδους κυρώσεις πρέπει, εξ ορισμού και εκ φύσεως, να έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα ικανό να πείσει τους δικαιούχους ότι δεν είναι προς το συμφέρον τους να υιοθετήσουν τέτοια συμπεριφορά.

212    Εξάλλου, και αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Ελληνική Δημοκρατία, με τη συνοπτική έκθεση η Επιτροπή απλώς αναγνώρισε ότι υπάρχει εθνικό νομικό πλαίσιο που προβλέπει πολιτική κυρώσεων η οποία εφαρμόζεται στην πράξη «σε κάποιο βαθμό». Η σημασία της διαβάθμισης αυτής δικαιολογείται υπό το πρίσμα των προεκτεθεισών εκτιμήσεων. Δεν μπορεί δε να αγνοηθεί, κατά μείζονα λόγο καθόσον το γράμμα του άρθρου 73 του κανονισμού 817/2004 δεν ενέχει, όπως επίσης υπομνήσθηκε ανωτέρω, καμία ασάφεια όσον αφορά τον αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα των κυρώσεων που πρέπει να προβλέπονται, και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να εφαρμόζονται.

213    Εξ αυτών προκύπτει ότι, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία ορθώς επικαλείται τη διακριτική ευχέρεια που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 73 του κανονισμού 817/2004 όσον αφορά την επιβολή των κυρώσεων, εντούτοις η ελευθερία αυτή επιλογής δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έλλειψη αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων.

214    Για το σύνολο των ανωτέρω λόγων, διαπιστώνεται ότι η διόρθωση την οποία επέβαλε η Επιτροπή λόγω αδυναμιών στην εφαρμογή της πολιτικής κυρώσεων στο πλαίσιο του μέτρου 121 είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί εν προκειμένω να επικαλεστεί τη θέσπιση και εφαρμογή, στο έδαφός της, αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων.

215    Κατά συνέπεια, πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα της μεθόδου υπολογισμού της διόρθωσης αυτής, όπως η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε από την Επιτροπή.

216    Συναφώς, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία με το υπόμνημα απάντησης, προκύπτει σαφώς από το παράρτημα 8 του εγγράφου VI/5330/97, που προσκομίζεται μαζί με τα παραρτήματα του υπομνήματος αντίκρουσης της Επιτροπής, ότι, όσον αφορά τον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης, «οι κυρώσεις αποτελούν σημαντικό στοιχείο του συστήματος ελέγχου, καθώς η μη εφαρμογή τους θίγει την αποτελεσματικότητα του συστήματος». Κατά λογική συνέπεια, «οι περιπτώσεις μη επιβολής κυρώσεων σε συνέχεια ενός ελέγχου (βασικού ή επικουρικού) πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης, όπως και η ανεπάρκεια του σχετικού ελέγχου». Επομένως, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, η μη επιβολή κύρωσης στον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης προσομοιάζει με ανεπάρκεια του ελέγχου αυτού, εφόσον αφορά βασικό έλεγχο.

217    Συναφώς, πρέπει να καθοριστεί η κατηγορία ελέγχου, βασικού ή επικουρικού, στην οποία υπάγεται η μη επιβολή κύρωσης εις βάρος των δικαιούχων που είχαν υποβάλει αίτηση πληρωμής περιλαμβάνουσα υπερτιμημένες επιλέξιμες δαπάνες, στο πλαίσιο του μέτρου 121. Συναφώς, προκύπτει ρητώς από το παράρτημα 8 του εγγράφου VI/5330/97 ότι η επαλήθευση της επιλεξιμότητας των ζητούμενων ποσών υπάγεται στην κατηγορία των βασικών ελέγχων.

218    Μολονότι, όμως, η Ελληνική Δημοκρατία ορθώς υπενθυμίζει ότι το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, για τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – Τομέας Εγγυήσεων, ορίζει ότι «[ε]πικουρικοί έλεγχοι είναι οι διοικητικές αυτές πράξεις που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των αιτημάτων, όπως η επαλήθευση της τήρησης των προθεσμιών για την υποβολή τους, τον εντοπισμό πολλαπλών αιτήσεων για το ίδιο υποκείμενο, ανάλυση κινδύνου, εφαρμογή των κυρώσεων και κατάλληλη επίβλεψη των διαδικασιών», εντούτοις, όπως προκύπτει από το παράρτημα 8, οι ίδιες αυτές κατευθυντήριες οδηγίες είχαν συγκεκριμένα ως σκοπό τη ρύθμιση του ζητήματος των ελέγχων στον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης. Δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη διόρθωση επιβλήθηκε κατόπιν της υπ’ αριθ. RD 1/2012/810/GR έρευνας, στον τομέα της Αγροτικής Ανάπτυξης ΕΓΤΑΑ.

219    Επομένως, στο μέτρο που αποδεικνύεται ότι ο έλεγχος της επιλεξιμότητας των αιτήσεων και, ως εκ τούτου, οι σχετικές κυρώσεις, εμπίπτουν στην κατηγορία των βασικών ελέγχων, στον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι, εν προκειμένω, η μη επιβολή κυρώσεων στο πλαίσιο του μέτρου 121 πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά τρόπο ανάλογο με ανεπάρκεια βασικού ελέγχου και ότι είναι δυνατόν, ως εκ τούτου, να επισύρει την επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης τουλάχιστον 5 %.

220    Ωστόσο, προς τούτο και προκειμένου να υπολογιστεί το ποσό της διόρθωσης, η Επιτροπή διατείνεται ότι έλαβε υπόψη τον υπολογισμό των ελληνικών αρχών που ακολούθησε τις συστάσεις του οργάνου συμβιβασμού και κατά τον οποίο οι δημοσιονομικές συνέπειες ήταν κατώτερες του 5 %, ανερχόμενες στην πραγματικότητα σε 998 845 ευρώ, γεγονός που αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζοντας ότι ο υπολογισμός του ποσού αυτού δεν πραγματοποιήθηκε από τις ελληνικές αρχές, αλλά από την ίδια την Επιτροπή.

221    Συναφώς, από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι ο υπολογισμός του ποσού των 998 845 ευρώ προκύπτει από μαθηματική πράξη της Επιτροπής συνιστάμενη στην αφαίρεση των επιλέξιμων δαπανών (5 873 786,36 ευρώ) από τις δηλωθείσες δαπάνες (6 872 632,09 ευρώ), των οποίων τα ποσά γνωστοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία.

222    Επιπλέον, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από πάγια πρακτική, νόμιμη βάση της επίμαχης δημοσιονομικής διόρθωσης συνιστά το άρθρο 52 του κανονισμού (EE) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 352/78, (ΕΚ) 165/94, (ΕΚ) 2799/98, (ΕΚ) 814/2000, (ΕΚ) 1290/2005 και (ΕΚ) 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549), το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005, ενώ για την εφαρμογή της διόρθωσης ισχύουν οι κατευθυντήριες οδηγίες που θέσπισε το θεσμικό αυτό όργανο με το έγγραφο VI/5330/97 και τα παραρτήματά του.

223    Εντούτοις, η Ελληνική Δημοκρατία υπενθυμίζει επίσης ότι το άρθρο 63 του κανονισμού 809/2014, που τέθηκε σε ισχύ μετά το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) 65/2011 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (ΕΕ 2011, L 25, σ.8), προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι πληρωμές υπολογίζονται βάσει των ποσών που διαπιστώνεται ότι είναι επιλέξιμα κατά τους διοικητικούς ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 48.

Η αρμόδια αρχή εξετάζει την αίτηση πληρωμής που υποβάλλεται από τον δικαιούχο και καθορίζει τα ποσά που είναι επιλέξιμα για παροχή στήριξης. Καθορίζονται τα εξής:

α)      το ποσό προς καταβολή στον δικαιούχο βάσει της αίτησης πληρωμής και της απόφασης χορήγησης·

β)      το ποσό προς καταβολή στον δικαιούχο κατόπιν εξέτασης της επιλεξιμότητας των δαπανών στην αίτηση πληρωμής.

Εάν το ποσό που καθορίζεται δυνάμει του δεύτερου εδαφίου, στοιχείο αʹ, υπερβαίνει το ποσό που καθορίζεται δυνάμει του στοιχείου βʹ του εν λόγω εδαφίου κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 10 %, επιβάλλεται διοικητική κύρωση στο ποσό που καθορίζεται δυνάμει του εν λόγω στοιχείου βʹ. Το ύψος της κύρωσης είναι η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών αλλά δεν υπερβαίνει την πλήρη ανάκτηση της στήριξης. […]»

224    Συναφώς, η εφαρμογή του πιο πρόσφατου άρθρου 63 του κανονισμού 809/2014 απέβη ευνοϊκότερη για την Ελληνική Δημοκρατία, καθόσον η κατ’ αυτό το άρθρο υπολογιζόμενη μείωση αφορούσε πλέον μόνον βάση επιβολής κυρώσεων εφαρμοζόμενη σε αποκλίσεις μεγαλύτερες του 10 % μεταξύ του ποσού της ενίσχυσης που ζητήθηκε από τους δικαιούχους και του επιλέξιμου ποσού το οποίο αυτοί όντως δικαιούνταν. Επομένως, η τελική δημοσιονομική διόρθωση που υπολογίστηκε από την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού, αντιστοιχούσε σε συνολικό ποσό 772 956,32 ευρώ αντί του ποσού των 998 845,13 ευρώ που αρχικά είχε υπολογισθεί μέσω αφαίρεσης των δηλωθεισών δαπανών από το ποσό των επιλέξιμων δαπανών.

225    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης ποινής απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και, επομένως, αποτελεί γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου της οποίας την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο και την οποία ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να τηρεί (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Μαΐου 2005, Berlusconi κ.λπ., C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψεις 67 έως 69).

226    Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, «[σ]ε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης των διατάξεων περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων που περιέχονται σε κοινοτικούς κανόνες, ισχύουν αναδρομικώς οι λιγότερο αυστηρές διατάξεις». Επομένως, δυνάμει της διάταξης αυτής, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν αναδρομικώς, επί συμπεριφοράς συνιστώσας παρατυπία κατά την έννοια της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου, τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις τις οποίες επέφεραν διατάξεις περιεχόμενες σε τομεακή κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης η οποία προβλέπει ηπιότερες διοικητικές κυρώσεις (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, National Farmers’ Union κ.λπ., C‑354/95, EU:C:1997:379, σκέψη 41).

227    Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, ως προς το ζήτημα των παρατυπιών που διαπράττονται στο ενωσιακό δίκαιο και των σχετικών κυρώσεων, ο νομοθέτης της Ένωσης έθεσε, με την έκδοση του κανονισμού 2988/95, ορισμένες γενικές αρχές και απαίτησε να εφαρμόζονται, κατά κανόνα, οι αρχές αυτές σε όλους τους κανονισμούς που διέπουν τους σχετικούς τομείς (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, Emsland-Stärke, C‑94/05, EU:C:2006:185, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

228    Παρά ταύτα, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τη δυνατότητα κατ’ αναλογίαν εφαρμογής του άρθρου 63 του κανονισμού 809/2014. Ισχυρίζεται δε ότι, αντιθέτως προς την ανωτέρω διάταξη, ο κανονισμός 817/2004 δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένη υποχρέωση σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για τις παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 73.

229    Επομένως, υπό το πρίσμα του επιχειρήματος αυτού, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί αυτή καθαυτήν τη μέθοδο υπολογισμού στον οποίο προέβη η Επιτροπή, αλλά την ίδια την αρχή της επιβληθείσας διόρθωσης. Συγκεκριμένα, το κράτος μέλος αυτό θεωρεί ότι συμμορφώθηκε προς τις απαιτήσεις του κανονισμού 817/2004, θεσπίζοντας μια πολιτική η οποία προβλέπει αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις. Συνεπώς, εφόσον δεν πρέπει, κατά την άποψή της, να της επιβληθεί διόρθωση στο πλαίσιο του κανονισμού 817/2004, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν τίθεται ούτε και ζήτημα κατ’ αναλογίαν εφαρμογής των ευνοϊκότερων μεταγενέστερων διατάξεων του άρθρου 63 του κανονισμού 809/2014.

230    Εντούτοις, διαπιστώνεται συναφώς ότι, όπως καταδείχθηκε στις σκέψεις 205 έως 214 ανωτέρω, η επιβολή διόρθωσης από την Επιτροπή λόγω αδυναμιών που διαπιστώθηκαν κατά την εφαρμογή της πολιτικής κυρώσεων στο πλαίσιο του μέτρου 121 ήταν εν προκειμένω δικαιολογημένη, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί τη θέσπιση και εφαρμογή, στο έδαφός της, αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων.

231    Δεδομένου επομένως ότι η εφαρμογή αυτής της πολιτικής στην ελληνική επικράτεια δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του κανονισμού 817/2004, ορθώς η Επιτροπή αποφάσισε εν συνεχεία την επιβολή διόρθωσης βάσει της εν λόγω διάταξης, αλλά και τη μείωση του ποσού της διόρθωσης αυτής από τις 998 845 ευρώ στις 772 956 ευρώ, κατ’ εφαρμογή των ευνοϊκότερων διατάξεων του πιο πρόσφατου άρθρου 63 του κανονισμού 809/2014.

232    Επομένως, υπό το πρίσμα της ανωτέρω ανάλυσης, ο έκτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του έβδομου λόγου, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και στηρίζεται σε έλλειψη νόμιμης βάσης και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και σε παράβαση του εγγράφου VI/5330/97

233    Κατ’ ουσίαν, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές δεν επέβαλαν, όσον αφορά τα διεπόμενα από τον κανονισμό 817/2004 έργα του μέτρου 121, καμία κύρωση εις βάρος των δικαιούχων που είχαν υποβάλει αίτηση πληρωμής περιλαμβάνουσα επιλέξιμες δαπάνες υπερτιμημένες κατά τελικό ποσοστό άνω του 10 % συνιστά αδυναμία βασικού ελέγχου. Συγκεκριμένα, κατά το κράτος μέλος αυτό, οι δαπάνες αυτές υπόκεινται σε επικουρικό έλεγχο και όχι σε βασικό έλεγχο υπό το πρίσμα των διατάξεων του εγγράφου VI/5330/97.

234    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

235    Από τις διευκρινίσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 216 έως 219 ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή επέβαλε στην Ελληνική Δημοκρατία διόρθωση της τάξης του 5 % και όχι του 2 %. Πράγματι, η μη επιβολή κύρωσης εις βάρος των δικαιούχων που είχαν υποβάλει αίτηση πληρωμής περιλαμβάνουσα υπερτιμημένες επιλέξιμες δαπάνες έπρεπε, στο πλαίσιο του μέτρου 121, και για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, να εξομοιωθεί με έλλειψη βασικού ελέγχου και όχι με έλλειψη επικουρικού ελέγχου δυνάμενη να δικαιολογήσει την επιβολή διόρθωσης 2 %.

236    Εξάλλου, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν εξηγεί τον λόγο για τον οποίο επιλέγει το ποσό των 772 956,32 ευρώ ως βάση υπολογισμού ενδεχόμενης διόρθωσης 2 %, μολονότι, στο πλαίσιο του προηγούμενου λόγου, αμφισβήτησε τον υπολογισμό της Επιτροπής που κατέληξε στο ίδιο αυτό ποσό. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το εν λόγω κράτος μέλος παρέλειψε να αποσαφηνίσει το επίμαχο αυτό ζήτημα, το οποίο είχε άλλωστε ήδη προβληθεί ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού.

237    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο έβδομος λόγος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

238    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,


ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Frimodt Nielsen

Kreuschitz

Półtorak

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Οκτωβρίου 2018.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       S. Frimodt Nielsen

Πίνακας περιεχομένων


I. Ιστορικό της διαφοράς

Α. Όσον αφορά τις αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις

Β. Όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη

Γ. Η προσβαλλόμενη απόφαση

1. Όσον αφορά τις αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις

2. Όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

III. Σκεπτικό

Α. Όσον αφορά τις αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις

1. Επί των λόγων ακύρωσης που αφορούν τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις 25 % και 10 % και την εφάπαξ διόρθωση, οι οποίες επιβλήθηκαν λόγω αδυναμιών στον καθορισμό και στον έλεγχο των επιλέξιμων μόνιμων βοσκοτόπων

α) Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, του κανονισμού 796/2004 και του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1120/2009

β) Επί του δεύτερου λόγου, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του εγγράφου VI/5330/97, όσον αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης 25 % για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012

1) Επί της αιτίασης που αφορά τα όρια της εξουσίας εκτίμησης της Επιτροπής και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

2) Επί της αιτίασης που αφορά τον εσφαλμένο υπολογισμό της δημοσιονομικής διόρθωσης για το έτος υποβολής αιτήσεων 2012

2. Επί του τρίτου λόγου, ο οποίος αφορά την κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % και την εφάπαξ διόρθωση που εφαρμόστηκαν λόγω των αδυναμιών και των σφαλμάτων κατά τον ορισμό και τον έλεγχο των επιλέξιμων μόνιμων βοσκοτόπων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013

Β. Όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη

1. Επί των λόγων που αφορούν την κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % που επιβλήθηκε λόγω αδυναμιών στην εφαρμογή των κριτηρίων επιλογής των έργων του μέτρου 125

α) Επί του τέταρτου λόγου, ο οποίος στηρίζεται σε έλλειψη νόμιμης βάσης και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και σε πλάνη περί τα πράγματα όσον αφορά την κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % που επιβλήθηκε για τα οικονομικά έτη 2010, 2011, 2012 και 2013

β) Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005

2. Επί των λόγων που αφορούν την εφάπαξ διόρθωση που επιβλήθηκε για τα οικονομικά έτη 2011, 2012 και 2013 λόγω αδυναμιών που διαπιστώθηκαν κατά την εφαρμογή της πολιτικής κυρώσεων όσον αφορά το μέτρο 121

α) Επί του έκτου λόγου, ο οποίος αφορά το παράνομο της μεθόδου υπολογισμού της διόρθωσης η οποία οδηγεί σε δυσανάλογα αποτελέσματα σε σχέση με τις διαπιστωθείσες αδυναμίες

β) Επί του έβδομου λόγου, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και στηρίζεται σε έλλειψη νόμιμης βάσης και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και σε παράβαση του εγγράφου VI/5330/97

Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.