Language of document : ECLI:EU:T:2018:708

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 2018 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Επαγγελματική ασθένεια – Επαγγελματική αιτία της ασθένειας – Άρθρο 78, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ – Επιτροπή αναπηρίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Ευθύνη – Ηθική βλάβη»

Στην υπόθεση T‑567/16,

Robert McCoy, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Περιφερειών, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον L. Levi, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Επιτροπής των Περιφερειών, εκπροσωπούμενης από τον J. C. Cañoto Argüelles και την S. Bachotet, επικουρούμενους από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή, δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής των Περιφερειών της 2ας Δεκεμβρίου 2014, η οποία επικύρωσε το πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 7ης Μαΐου 2014 με το οποίο αυτή απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος-ενάγοντος [στο εξής: προσφεύγων] να αναγνωριστεί η επαγγελματική αιτία της ασθένειας από την οποία πάσχει και, αφετέρου, την ανερχόμενη σε 25 000 ευρώ χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, F. Schalin (εισηγητή) και M. J. Costeira, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Παρατυπίες εντός της Επιτροπής των Περιφερειών και επαγγελματική κατάσταση του προσφεύγοντος

1        Ο προσφεύγων, Robert McCoy, εργάσθηκε στην Επιτροπή των Περιφερειών, αρχικώς, από 1ης Ιανουαρίου 2000 έως 31 Δεκεμβρίου 2002, ως δημοσιονομικός ελεγκτής και, εν συνεχεία, από 1ης Ιανουαρίου 2003, ως εσωτερικός ελεγκτής.

2        Στο πλαίσιο των καθηκόντων του ο προσφεύγων εντόπισε παρατυπίες στη δημοσιονομική διαχείριση της Επιτροπής των Περιφερειών. Ο προσφεύγων ενημέρωσε συναφώς, σε πρώτο χρόνο, τη Διοίκηση και τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής των Περιφερειών και, σε δεύτερο χρόνο, την επιτροπή ελέγχου του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: Cocobu), ενώπιον της οποίας παρουσιάσθηκε τη 19η Μαρτίου 2003.

3        Ειδοποιηθείσα από μέλος του Κοινοβουλίου και από μέλος της Cocobu, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) διερεύνησε τις καταγγελθείσες από τον προσφεύγοντα παρατυπίες και την 8η Οκτωβρίου 2003 εξέδωσε έκθεση έρευνας (στο εξής: έκθεση της OLAF). Στο πλαίσιο της έρευνάς της η OLAF προέβη σε ακρόαση του προσφεύγοντος.

4        Με την έκθεση της OLAF διαπιστώθηκαν διάφορες παρατυπίες στη δημοσιονομική διαχείριση της Επιτροπής των Περιφερειών και συνεστήθη, μεταξύ άλλων, η διερεύνηση του ενδεχομένου διενέργειας πειθαρχικής έρευνας εις βάρος ορισμένων μελών του προσωπικού και, συγκεκριμένα, του F. και της Y. Η OLAF επισήμανε επίσης ότι ο F. είχε προειδοποιήσει τον προσφεύγοντα ότι, εάν αυτός εξακολουθούσε να ενεργεί ως εάν ήταν ακόμη ο δημοσιονομικός ελεγκτής της Επιτροπής των Περιφερειών, θα ζητούσε την έναρξη διοικητικής έρευνας εις βάρος του, καθώς και ότι ο προσφεύγων είχε εισπράξει κλιμακούμενη εχθρότητα εκ μέρους των προϊσταμένων του.

5        Με τα συμπεράσματα της εκθέσεώς της η OLAF υπογραμμίζει ότι, εν γένει, η Επιτροπή των Περιφερειών είχε αποπειραθεί «να αποθαρρύνει ή να αποσταθεροποιήσει» τον προσφεύγοντα κατά την άσκηση των καθηκόντων του δημοσιονομικού ελεγκτή και, εν συνεχεία, του εσωτερικού ελεγκτή και ότι αυτή φαινόταν να αγνοεί το άρθρο 2, παράγραφος 3, της αποφάσεως 294/99 του Προεδρείου της Επιτροπής των Περιφερειών, της 17ης Νοεμβρίου 1999, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, κατά το οποίο «[ο]ι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Γενικής Γραμματείας δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να υφίστανται άδικη ή διακριτική εις βάρος τους μεταχείριση εξαιτίας γνωστοποίησης όπως αναφέρεται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο».

6        Την 22α Δεκεμβρίου 2003 η Cocobu παρουσίασε την έκθεσή της επί της απαλλαγής σχετικά με την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2001, της οποίας το τμήμα VII αφορά ακριβώς την Επιτροπή των Περιφερειών (στο εξής: έκθεση της Cocobu). Βασιζόμενη, μεταξύ άλλων, στην έκθεση της OLAF, η Cocobu όχι μόνον «κατήγγειλε την επίσημη παρακώλυση [την οποία] ο δημοσιονομικός ελεγκτής/εσωτερικός ελεγκτής και οι υφιστάμενοί του είχαν δεχθεί εκ μέρους της διοικήσεως της Επιτροπής των Περιφερειών», αλλά διευκρίνισε ότι «προσδοκ[ούσε] ότι τα μεταρρυθμιστικά μέτρα [των οποίων τη λήψη μελετούσε η Επιτροπή των Περιφερειών] θα [καθιστούσαν] δυνατή την καταγγελία των περιπτώσεων απάτης και των παρατυπιών άνευ του κινδύνου ατομικής ή θεσμικής ηθικής παρενοχλήσεως όπως συνέβη στο παρελθόν».

7        Δεδομένης της εκθέσεως της OLAF και της εκθέσεως της Cocobu, το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του απένεμαν τα άρθρα 275 και 276 ΕΚ για χορήγηση απαλλαγής ως προς την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης, εξέδωσε, την 29η Ιανουαρίου 2004, ψήφισμα «σχετικά με τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν την απόφαση σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2001 – Τμήμα VII – Επιτροπή των Περιφερειών». Ειδικότερα, με τα σημεία 14, 22 και 24 του εν λόγω ψηφίσματος, το Κοινοβούλιο «[καταδίκασε], με την επιφύλαξη της έκβασης των διαδικασιών που κινήθηκαν από τον εσωτερικό ελεγκτή δυνάμει του άρθρου 24 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων, τις επίσημες κωλυσιεργίες που αντιμετώπισαν [ο εν λόγω ελεγκτής] και οι συνεργάτες του», καθώς και την «ατομικ[ή] ή θεσμικ[ή] παρενόχληση» που ο προσφεύγων είχε δεχθεί και «[ζήτησε] να στείλει η Επιτροπή των Περιφερειών έγγραφη αίτηση συγγνώμης στον εσωτερικό ελεγκτή».

8        Ο προσφεύγων, ο οποίος έπασχε από άγχος και κατάθλιψη και παρουσίαζε συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού άγχους, ετέθη σε αναρρωτική άδεια από την 28η Απριλίου 2004. Η εν λόγω αναρρωτική άδεια παρετάθη έως την 31η Δεκεμβρίου 2006 και συνεχίσθηκε από την 22α Φεβρουαρίου 2007 έως την 30ή Ιουνίου 2007, ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως λόγω αναπηρίας.

9        Έχοντας διαπιστώσει ότι ο προσφεύγων είχε λάβει, κατά τα τρία τελευταία έτη, αναρρωτικές άδειες των οποίων η διάρκεια υπερέβαινε τους δώδεκα μήνες, την 22α Φεβρουαρίου 2006 ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής των Περιφερειών αποφάσισε να κινήσει, δυνάμει του άρθρου 59, παράγραφος 4, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), διαδικασία αναγνωρίσεως της αναπηρίας του προσφεύγοντος και ζήτησε από αυτόν να ορίσει ιατρό ενόψει της συγκροτήσεως της επιτροπής αναπηρίας.

 Πρώτη επιτροπή αναπηρίας και Γραφείο διαχείρισης και εκκαθάρισης των ατομικών δικαιωμάτων της Επιτροπής (PMO)

10      Η πρώτη επιτροπή αναπηρίας απαρτιζόταν από τον ιατρό T., ο οποίος ορίστηκε από την Επιτροπή των Περιφερειών, από τον ιατρό G., ο οποίος διορίστηκε αυτεπαγγέλτως από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως εκπρόσωπος του προσφεύγοντος στην επιτροπή αναπηρίας και από τον ιατρό O., ο οποίος ορίστηκε με κοινή συμφωνία του ιατρού T. και του ιατρού G.

11      Ο προσφεύγων επέστρεψε στην εργασία του την 1η Ιανουαρίου 2007. Εργάσθηκε έως την 21η Φεβρουαρίου 2007, ήτοι περί τις έξι εβδομάδες, οπότε και έλαβε εκ νέου αναρρωτική άδεια.

12      Την 27η Φεβρουαρίου 2007 ο προσφεύγων απηύθυνε στον γενικό γραμματέα της Επιτροπής των Περιφερειών αίτηση, βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ και του άρθρου 16 της ρυθμίσεως περί ασφαλιστικής καλύψεως, για την αναγνώριση της επαγγελματικής αιτίας της ασθένειάς του. Ο προσφεύγων επισήμανε επίσης στον γενικό γραμματέα της Επιτροπής των Περιφερειών ότι, δεδομένου ότι είχε ήδη συσταθεί επιτροπή αναπηρίας για να αποφανθεί επί της ανικανότητάς του προς εργασία κατά την έννοια του άρθρου 78 του ΚΥΚ, ο ίδιος είχε ζητήσει από την εν λόγω επιτροπή να μελετήσει το ενδεχόμενο να προβεί σε εξέταση όχι μόνον της ανικανότητάς του, αλλά και της σχέσεως που ενδεχομένως υφίστατο μεταξύ της εν λόγω ανικανότητας και της επαγγελματικής του δραστηριότητας.

13      Με έγγραφο της 10ης Απριλίου 2007 ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής των Περιφερειών ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η υποβληθείσα βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ αίτησή του είχε διαβιβασθεί στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) ad hoc για την εφαρμογή του άρθρου 73 του ΚΥΚ και ότι η αίτηση με την οποία αυτός ζητούσε να αποφανθεί η εν λόγω επιτροπή αναπηρίας και επί της επαγγελματικής αιτίας της ενδεχόμενης αναπηρίας του είχε διαβιβασθεί προσηκόντως στην εν λόγω επιτροπή.

14      Κατόπιν της συνεδριάσεώς της την 23η Μαΐου 2007, η πρώτη επιτροπή αναπηρίας αποφάνθηκε ότι η κατάσταση του προσφεύγοντος συνιστούσε μόνιμη αναπηρία η οποία κρινόταν ολική και η οποία τον περιήγε σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων του. Όσον αφορά, αντιθέτως, την αιτία της αναπηρίας, η πρώτη επιτροπή αναπηρίας δήλωσε ότι δεν διέθετε στοιχεία επαρκή για να αποφανθεί επί της επαγγελματικής αιτίας της αναπηρίας και ότι έπρεπε να αναμείνει να της παράσχει η Διοίκηση τα «αυθεντικά στοιχεία» τα οποία θα της παρείχαν τη δυνατότητα να αποφανθεί συναφώς.

15      Με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2007 το Προεδρείο της Επιτροπής των Περιφερειών προέβη αυτεπαγγέλτως σε συνταξιοδότηση του προσφεύγοντος λόγω αναπηρίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 53 του ΚΥΚ, από τις 30 Ιουνίου 2007.

16      Τον Ιανουάριο του 2008, στο πλαίσιο της κινηθείσας βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ διαδικασίας, το Γραφείο διαχείρισης και εκκαθάρισης των ατομικών δικαιωμάτων της Επιτροπής (PMO) έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος διοικητικής έρευνας, καθώς «τα έγγραφα του φακέλου περιείχαν διοικητικά στοιχεία επαρκή ώστε να παράσχουν στον ιατρό [του PMO] τη δυνατότητα να προβεί στον σχετικό έλεγχο».

17      Με απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2009 το PMO αναγνώρισε την επαγγελματική αιτία της ασθένειας του προσφεύγοντος κατά το άρθρο 73 του ΚΥΚ, βάσει των ιατρικών εκθέσεων που είχαν συνταχθεί ή ζητηθεί από τον ιατρό του PMO, τον J., ήτοι εκθέσεως της 8ης Μαΐου 2008 και πορίσματος της 20ής Νοεμβρίου 2008 του εν λόγω ιατρού, καθώς και βάσει εκθέσεως του ιατρού R. της 18ης Σεπτεμβρίου 2008. Η έκθεση του ιατρού του PMO της 8ης Μαΐου 2008 λάμβανε υπόψη άλλες έξι ιατρικές εκθέσεις που είχαν συνταχθεί από τον ιατρό V. A. και από άλλους νοσοκομειακούς ιατρούς και είχαν προσκομισθεί από τον προσφεύγοντα, καθώς και διάφορα μη ιατρικής φύσεως έγγραφα, όπως το προαναφερθέν στη σκέψη 7 ανωτέρω ψήφισμα του Κοινοβουλίου. Η έκθεση του ιατρού R. της 18ης Σεπτεμβρίου 2008 λάμβανε επίσης υπόψη μια ψυχολογική αξιολόγηση πραγματοποιηθείσα την 3η Σεπτεμβρίου 2008 από τον καθηγητή D. M.

18      Με την έκθεσή του της 8ης Μαΐου 2008 ο ιατρός του PMO δέχθηκε, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία του φακέλου, ότι η OLAF είχε διαπιστώσει, αφενός, την ύπαρξη ατασθαλιών εντός της Επιτροπής των Περιφερειών και απόπειρας περιθωριοποιήσεως του προσφεύγοντος, με αποτέλεσμα αυτός να εμποδίζεται στην προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων του δημοσιονομικού ελεγκτή και, αφετέρου, την ύπαρξη σοβαρών διαπροσωπικών διενέξεων μεταξύ του προσφεύγοντος και των προϊσταμένων του. Εν κατακλείδι, κατά τον ιατρό του PMO, υπό την επιφύλαξη της ψυχιατρικής γνωματεύσεως που είχε ζητηθεί από τον ιατρό Re., έπρεπε να γίνει δεκτό, μεταξύ άλλων, ότι «ο προσφεύγων είχε εμφανίσει σταδιακώς σύνδρομο […] συνδεόμενο με τις επιλήψιμες επαγγελματικές ενέργειες ορισμένων υπαλλήλων της Επιτροπής των Περιφερειών».

19      Με το πόρισμά του της 20ής Νοεμβρίου 2008 ο ιατρός του PMO αποφαίνεται ότι ο προσφεύγων «δεν είναι πλέον σε θέση να ασκήσει οιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα στην υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι η ψυχική κατάστασή του, όπως αυτή αποτυπώνεται στην κλινική εικόνα του, συνδέεται με την ηθική παρενόχληση που βίωσε στον χώρο εργασίας και με την επαγγελματική εξουθένωση ([“]burn-out[”]) στην οποία αυτή τον οδήγησε» και ότι «οι ψυχοσυναισθηματικές διαταραχές [που αυτός παρουσιάζει] τελούν σε άμεση και βέβαιη αιτιώδη σχέση με την επαγγελματική δραστηριότητά [του]».

20      Στις 2 Μαρτίου 2010 το PMO αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73 του ΚΥΚ, να καθορίσει σε 10 % το ποσοστό της αναπηρίας του προσφεύγοντος λόγω ασθενείας η οποία είχε αναγνωρισθεί ως επαγγελματική. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε επί τη βάσει διαφόρων συμπληρωματικών ιατρικών εκθέσεων τις οποίες είχε ζητήσει το PMO: μια έκθεση ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης την οποία συνέταξε στις 12 Αυγούστου 2009 ο ιατρός D., μια νευροψυχολογική αξιολόγηση πραγματοποιηθείσα τη 17η Οκτωβρίου 2009 από τον ιατρό M., μια «έκθεση ψυχιατρικής έρευνας» συνταχθείσα την 3η Νοεμβρίου 2009 από τον ιατρό Re. και πόρισμα του ιατρού του PMO της 11ης Φεβρουαρίου 2010, έγγραφα με τα οποία διαπιστωνόταν ομοίως η ύπαρξη διαταραχών αντιδραστικού τύπου συνεπεία προηγούμενης συγκρούσεως επαγγελματικής φύσεως. Σε συνέχεια της εκθέσεως που συνετάχθη από τον ιατρό Re. την 3η Νοεμβρίου 2009, ο ιατρός του PMO περιέγραψε την επαγγελματική ασθένεια του προσφεύγοντος ως «αγχώδεις καταθλιπτικές διαταραχές που εντάσσονται στο πλαίσιο σοβαρής συγκρούσεως διοικητικής φύσεως ισοδύναμης με ηθική παρενόχληση» και προσδιόρισε το ποσοστό της εξ αυτής απορρέουσας αναπηρίας σε 10 %. Τα εν λόγω πορίσματα και οι ιατρικές εκθέσεις κοινοποιήθηκαν στο σύνολό τους στην πρώτη επιτροπή αναπηρίας.

21      Κατόπιν της αποφάσεως του PMO και αφού απέκτησαν πρόσβαση στον ιατρικό και διοικητικό φάκελο, τα τρία μέλη της πρώτης επιτροπής αναπηρίας συνεδρίασαν τη 2α Ιουλίου 2010. Η εν λόγω πρώτη επιτροπή αναπηρίας εξέδωσε κατά πλειοψηφία το πόρισμα –το οποίο υπεγράφη μόνον από τους ιατρούς T. και O.– ότι η αναπηρία του προσφεύγοντος δεν ήταν απότοκος επαγγελματικής ασθένειας. Ο ιατρός G., ιατρός διορισθείς αυτεπαγγέλτως για λογαριασμό του προσφεύγοντος, υπέγραψε χωριστό πόρισμα, με ημερομηνία επίσης τη 2α Ιουλίου 2010, με το οποίο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αναπηρία του προσφεύγοντος οφειλόταν σε επαγγελματική ασθένεια.

22      Κατά τη συνεδρίαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2010 το Προεδρείο της Επιτροπής των Περιφερειών, ως ΑΔΑ, «επικύρωσε [το αναφερθέν στη σκέψη 21 ανωτέρω πόρισμα των ιατρών Τ. και Ο.] κατά [το οποίο η] αναπηρία [του προσφεύγοντος] δεν [ήταν] απότοκος επαγγελματικής ασθένειας κατά την έννοια του άρθρου 78, [πέμπτο εδάφιο], του ΚΥΚ».

23      Με έγγραφο της 21ης Ιανουαρίου 2011, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2010. Η ΑΔΑ απέρριψε την εν λόγω ένσταση με απόφαση της 20ής Μαΐου 2011.

24      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2011, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2010 και κατά της αποφάσεως της 20ής Μαΐου 2011 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως. Με απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56), η απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2010 ακυρώθηκε. Η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης έκανε δεκτή την προσφυγή του προσφεύγοντος με το σκεπτικό ότι η έκθεση της πρώτης επιτροπής αναπηρίας περιείχε ελλιπή αιτιολογία και ότι η εν λόγω επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Η έλλειψη αιτιολογίας οφειλόταν στην ανυπαρξία σαφούς αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεων της πρώτης επιτροπής αναπηρίας και του πορίσματος περί της αιτίας της αναπηρίας (απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑86/11, EU:F:2013:56, σκέψη 98). Η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διαπιστώθηκε δεδομένου ότι η πρώτη επιτροπή αναπηρίας είχε δεχθεί ότι η αναγνώριση της επαγγελματικής αιτίας της ασθένειας κατά το άρθρο 73 του ΚΥΚ βασιζόταν, στην πραγματικότητα, «αποκλειστικώς στα λεγόμενα του ασθενούς», μολονότι από τον φάκελο της υποθέσεως προέκυπτε ότι η αναγνώριση αυτή στηριζόταν, μεταξύ άλλων, σε πλείονες ιατρικές εκθέσεις και τα πραγματικά γεγονότα της υπό κρίση υποθέσεως δεν συνηγορούσαν υπέρ της απόψεως αυτής (απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑86/11, EU:F:2013:56, σκέψεις 106 έως 111).

25      Παράλληλα με την προαναφερθείσα προσφυγή, ο προσφεύγων άσκησε, την 20ή Δεκεμβρίου 2012, αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (υπόθεση F‑156/12, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών). Όπως εκτίθεται στη σκέψη 36 κατωτέρω, ο προσφεύγων, στο πλαίσιο της αγωγής αυτής, προσήψε στην Επιτροπή των Περιφερειών ότι επέδειξε υπαίτια συμπεριφορά απέναντί του κατά την περίοδο που ακολούθησε τη διαπίστωση παρατυπιών εντός της Επιτροπής των Περιφερειών.

 Δεύτερη επιτροπή αναπηρίας

26      Κατόπιν της αποφάσεως της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56), η Επιτροπή των Περιφερειών αποφάσισε, με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2013, να συγκροτήσει δεύτερη επιτροπή αναπηρίας η οποία απαρτιζόταν από τρεις ιατρούς.

27      Ο προσφεύγων όρισε ως εκπρόσωπο τον ίδιο ιατρό που τον είχε αρχικώς εκπροσωπήσει στην πρώτη επιτροπή αναπηρίας, ήτοι τον ιατρό G., και η Επιτροπή των Περιφερειών όρισε ως εκπρόσωπο τον ιατρό M.

28      Με έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 2013, η Επιτροπή των Περιφερειών ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι οι ιατροί M. και G. είχαν συμφωνήσει ως προς την επιλογή του τρίτου ιατρού, δηλαδή του ιατρού L., προκειμένου να συγκροτηθεί η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας. Η Επιτροπή των Περιφερειών άντλησε την πληροφορία αυτή από την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ των δύο ιατρών, κατά την οποία ο G. εξέφραζε την προτίμησή του για τον ιατρό L.

29      Την 8η Νοεμβρίου 2013, ο προσφεύγων ενημέρωσε την Επιτροπή των Περιφερειών ότι διαφωνεί με το συμπέρασμα αυτό. Παρά το ηλεκτρονικό μήνυμα του ιατρού G., ο προσφεύγων υποστήριξε ότι ο εν λόγω ιατρός δεν είχε συμφωνήσει ως προς το πρόσωπο του τρίτου ιατρού. Επιπροσθέτως, ζήτησε από την Επιτροπή των Περιφερειών να μην προτείνει όνομα για τον διορισμό του τρίτου ιατρού της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας και να υποβάλει σχετικό αίτημα στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

30      Στις 26 Νοεμβρίου 2013, η Επιτροπή των Περιφερειών απηύθυνε επιστολή στον προσφεύγοντα προκειμένου να τον ενημερώσει ότι συμφωνούσε με την υποβολή αιτήματος προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, επισήμανε ότι μια τέτοια ενέργεια θα συνεπαγόταν πρόσθετες διαδικασίες οι οποίες, εν τέλει, θα καθυστερούσαν την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

31      Κατόπιν της αλληλογραφίας αυτής, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο υπέβαλε σχετικό αίτημα η Επιτροπή των Περιφερειών, όρισε τρίτο ιατρό προκειμένου να συμμετάσχει στη δεύτερη επιτροπή αναπηρίας. Η Επιτροπή των Περιφερειών ενημερώθηκε συναφώς στα τέλη Φεβρουαρίου 2014.

32      Ο ορισθείς από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ιατρός ήταν ο ιατρός H. Ως εκ τούτου, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας απαρτίστηκε από τον ιατρό G., ορισθέντα από τον προσφεύγοντα, από τον ιατρό M., ορισθέντα από την Επιτροπή των Περιφερειών, και από τον ιατρό H., ορισθέντα από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

33      Η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας συνήλθε για πρώτη φορά τη 15η Απριλίου 2014. Κατόπιν της συνεδριάσεως αυτής, οι ιατροί συμφώνησαν να προβλέψουν δεύτερη συνεδρίαση, προκειμένου να συναντηθούν με τον προσφεύγοντα. Κατά τη δεύτερη συνεδρίαση, που έλαβε χώρα την 7η Μαΐου 2014, τέθηκαν ερωτήσεις στον προσφεύγοντα, και στη συνέχεια οι ιατροί M. και H. κατέληξαν, κατά πλειοψηφία, ότι η αιτία της αναπηρίας του προσφεύγοντος δεν ήταν επαγγελματική κατά την έννοια του άρθρου 78, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ (στο εξής: πόρισμα της 7ης Μαΐου 2014), ενώ ο ιατρός G. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτία της εν λόγω αναπηρίας ήταν επαγγελματική.

34      Στις 10 Νοεμβρίου 2014, η ιατρική υπηρεσία της Επιτροπής των Περιφερειών απέστειλε στον ιατρό G. ηλεκτρονικό μήνυμα με τα πρακτικά των δύο συνεδριάσεων της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, καθώς και τον κατάλογο των διαθέσιμων στον ιατρικό φάκελο του προσφεύγοντος εγγράφων και τον κατάλογο εγγράφων της εν λόγω υπηρεσίας. Τα εν λόγω πρακτικά ήταν υπογεγραμμένα μόνον από τους ιατρούς M. και H.

35      Την ίδια ημέρα, οι ιατροί M. και H. υπέγραψαν συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση αναλύοντας τους λόγους επί των οποίων στηρίχθηκε το πόρισμα της 7ης Μαΐου 2014. Η εν λόγω έκθεση κοινοποιήθηκε στον ιατρό G. την 23η Μαρτίου 2015. Την ίδια ημερομηνία, ο ιατρός M. προσκόμισε στην ΑΔΑ βεβαίωση η οποία είχε ως εξής:

«Με την παρούσα, βεβαιώνω ότι ελήφθη μέριμνα για την προσήκουσα διεξαγωγή των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας και ότι το εκδοθέν πόρισμα είναι δεόντως αιτιολογημένο.»

36      Στις 18 Νοεμβρίου 2014, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξέδωσε την απόφαση στην υπόθεση μεταξύ του προσφεύγοντος και της Επιτροπής των Περιφερειών (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2014, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑156/12, EU:F:2014:247), με την οποία έκρινε ότι η Επιτροπή των Περιφερειών δεν τήρησε το καθήκον μέριμνας που υπέχει έναντι του προσφεύγοντος. Συγκεκριμένα, κατά την απόφαση αυτή, η Επιτροπή των Περιφερειών δεν απέδειξε ότι έλαβε υπόψη, κατά το κρίσιμο για την υπόθεση εκείνη χρονικό διάστημα και κατ’ εφαρμογήν του καθήκοντος μέριμνας που υπέχει, τις δύσκολες στιγμές τις οποίες ο προσφεύγων βίωσε τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο καθώς και τις επιπτώσεις που ενδεχομένως είχε το γεγονός αυτό στην υγεία και στην προσωπική του κατάσταση. Από τη σκέψη 128 της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι «[κ]αθίσταται εμφανές, λαμβανομένων υπόψη της αποφάσεως του PMO της 2ας Μαρτίου 2010 και του πορίσματος του ιατρού του PMO της 11ης Φεβρουαρίου 2010, ότι, αφενός, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς της Επιτροπής των Περιφερειών και της προκληθείσας ζημίας είναι αδιαμφισβήτητη και, αφετέρου, η καταβληθείσα βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ αποζημίωση δεν καλύπτει την ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην αποσταθεροποίηση, έλλειψη σεβασμού, κατάσταση αναμονής και απογοήτευση, που υπέστη ο προσφεύγων λόγω του ότι η Επιτροπή των Περιφερειών παρέβη το καθήκον μέριμνας που υπείχε ως προς αυτόν». Προς τούτο, η Επιτροπή των Περιφερειών υποχρεώθηκε να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 20 000 ευρώ.

37      Στις 19 Νοεμβρίου 2014, ο ιατρός G. απέστειλε παρατηρήσεις επί των πρακτικών των συνεδριάσεων της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας και επέστησε την προσοχή των ιατρών M. και H. στην απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2014, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑156/12, EU:F:2014:247). Επίσης ζήτησε να συγκληθεί εκ νέου η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας. Οι ιατροί M. και H υποστήριξαν ότι δεν ήταν απαραίτητη νέα συνεδρίαση της εν λόγω επιτροπής.

38      Μέσω δύο ανακοινώσεων της 23ης και της 30ής Νοεμβρίου 2014 (με την τελευταία να έχει σταλεί στην πραγματικότητα στις 2 Δεκεμβρίου 2014, κατά τον προσφεύγοντα), ο ιατρός G. γνωστοποίησε τα σχόλιά του σχετικά με το πρακτικό της 7ης Μαΐου 2014, το οποίο περιελάμβανε το εκδοθέν κατά πλειοψηφία πόρισμα (των ιατρών M. και H.). Με τις ανακοινώσεις αυτές ο ιατρός G. εξέφρασε τη διαφωνία του. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επαγγελματικής κατάστασης του προσφεύγοντος και της αναπηρίας του. Ο εν λόγω ιατρός επισήμανε ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας δεν εκπλήρωσε τα καθήκοντά της. Ως εκ τούτου, την κάλεσε να αναλάβει εκ νέου τις εργασίες της.

39      Την 26η Νοεμβρίου 2014, ο προσφεύγων απέστειλε επιστολή στον γενικό γραμματέα της Επιτροπής των Περιφερειών με την οποία τον ενημέρωσε για το πόρισμα της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας ζητώντας του να καλέσει την εν λόγω επιτροπή «να αναλάβει εκ νέου τις εργασίες της σε τακτική βάση».

40      Με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, το Προεδρείο της Επιτροπής των Περιφερειών επικύρωσε το πόρισμα της 7ης Μαΐου 2014 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε με επιστολή της 22ας Δεκεμβρίου 2014, η οποία απεστάλη την 5η Ιανουαρίου 2015 και παρελήφθη στις 7 Ιανουαρίου 2015.

41      Την 3η Απριλίου 2015 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση, κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Η εν λόγω διοικητική ένσταση απορρίφθηκε με απόφαση της 24ης Ιουλίου 2015, κοινοποιηθείσα στον προσφεύγοντα την 27η Ιουλίου 2015 (στο εξής: απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση).

42      Η απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση στηρίχθηκε σε σημείωμα με το οποίο ο ιατρός M. απάντησε σε ερωτήσεις που του υπέβαλε η νομική υπηρεσία της Επιτροπής των Περιφερειών προκειμένου αυτή να απαντήσει στη διοικητική ένσταση (στο εξής: σημείωμα της 8ης Μαΐου 2015).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

43      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης την 3η Νοεμβρίου 2015, ο προσφεύγων άσκησε την προσφυγή-αγωγή στην υπόθεση F‑139/15.

44      Την 25η Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή των Περιφερειών απέστειλε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης το υπόμνημα αντικρούσεως.

45      Την 24η Φεβρουαρίου 2016, κρίθηκε ότι δεν απαιτείται δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων και η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε.

46      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ, Eυρατόμ) 2016/1192 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας εκδικάσεως σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της (ΕΕ 2016, L 200, σ. 137), η υπό κρίση υπόθεση μεταβιβάστηκε στο Γενικό Δικαστήριο στο στάδιο στο οποίο βρισκόταν την 31η Αυγούστου 2016. Πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑567/16 και ανατέθηκε στο δεύτερο τμήμα.

47      Δεδομένου ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάσισε την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας πριν από την 1η Σεπτεμβρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους, την 8η Νοεμβρίου 2016, να δηλώσουν εάν επιθυμούν τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Οι διάδικοι απάντησαν στην ερώτηση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, καθόσον ο προσφεύγων ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο την 29η Νοεμβρίου 2016 ότι επιθυμούσε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και η Επιτροπή των Περιφερειών, με την απάντηση της 7ης Δεκεμβρίου 2016, επισήμανε ότι δεν θεωρούσε αναγκαίο να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

48      Με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2017 η παρούσα υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή του δεύτερου τμήματος.

49      Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Δεκεμβρίου 2017.

50      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που αυτή, επικυρώνοντας το πόρισμα της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, αρνείται να αναγνωρίσει την επαγγελματική αιτία της αναπηρίας του κατά την έννοια του άρθρου 78, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ·

–        να ακυρώσει την απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή των Περιφερειών να καταβάλει ποσό 25 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή των Περιφερειών στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

51      Η Επιτροπή των Περιφερειών ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

52      Προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως και της απορριπτικής της διοικητικής ενστάσεως αποφάσεως, ο προσφεύγων προβάλλει οκτώ λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 78 του ΚΥΚ λόγω ελλείψεως ελέγχου των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας και σε παράβαση των διαδικαστικών εγγυήσεων, ο δεύτερος, σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας «επαγγελματική ασθένεια», ο τρίτος, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο τέταρτος, σε παράβαση, εκ μέρους της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, της ανατεθείσας σε αυτήν εντολής, ο πέμπτος, σε παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, ο έκτος, σε παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, ο έβδομος σε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας και, ο όγδοος, σε παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας. Επίσης, ο προσφεύγων ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή των Περιφερειών να του καταβάλει το ποσό των 25 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω των παρανομιών που διέπραξε η Επιτροπή των Περιφερειών.

53      Πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, ακυρωτικό αίτημα που βάλλει τυπικώς κατά αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχει ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω απόφαση στερείται αυτοτελούς περιεχομένου, τον εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχο της πράξεως κατά της οποίας υπεβλήθη η ένσταση (απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής Περιφερειών, F-86/11, EU:F:2013:56, σκέψη 55· πρβλ., επίσης, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1989, Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψη 8).

54      Εν προκειμένω, η απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση επικυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζοντας τους λόγους επί των οποίων αυτή ερείδεται. Σε μια τέτοια περίπτωση, αντικείμενο του ελέγχου πρέπει να είναι η νομιμότητα της αρχικής βλαπτικής πράξεως, την οποία ο δικαστής οφείλει να εξετάσει λαμβάνοντας υπόψη την αιτιολογία της απορριπτικής της διοικητικής ενστάσεως αποφάσεως, καθώς η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι ταυτίζεται με εκείνη της βλαπτικής πράξεως (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Απριλίου 2012, Buxton κατά Κοινοβουλίου, F‑50/11, EU:F:2012:51, σκέψη 21, και της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑86/11, EU:F:2013:56, σκέψη 56).

55      Συνεπώς, το ακυρωτικό αίτημα που βάλλει κατά της απορριπτικής της διοικητικής ενστάσεως αποφάσεως στερείται αυτοτελούς περιεχομένου και η προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ως βάλλουσα κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως της οποίας η αιτιολογία εξειδικεύεται με την απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2004, T‑258/01, Eveillard κατά Επιτροπής, EU:Τ:2004:177, σκέψεις 31 και 32, και της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑86/11, EU:F:2013:56, σκέψη 57).

56      Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι ο πρώτος, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως στηρίζονται κυρίως σε προβαλλόμενη έλλειψη ελέγχου των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, οι λόγοι αυτοί δεν δικαιολογούν, σε περίπτωση που κριθούν βάσιμοι, την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, οι προβαλλόμενες από τον προσφεύγοντα παραβάσεις, καθόσον έλαβαν χώρα μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν μπορούν να έχουν αντίκτυπο ούτε επί αυτού καθαυτού του περιεχομένου της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής αναπηρίας ούτε επί του περιεχομένου της εν λόγω αποφάσεως. Τέτοιες παραβάσεις δεν δύνανται, κατ’ αρχήν, να μεταβάλουν την εκτίμηση της επιτροπής αναπηρίας σχετικά με την επαγγελματική αιτία της αναπηρίας βάσει του άρθρου 78 του ΚΥΚ.

57      Ωστόσο, δεδομένου ότι ο προσφεύγων ζήτησε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη όχι μόνο λόγω των παρανομιών που αφορούν την προσβαλλόμενη απόφαση και τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή εκδόθηκε, αλλά και λόγω των παρατυπιών που συνεπάγεται η απουσία ελέγχου εκ μέρους της ΑΔΑ κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, οι προαναφερθέντες λόγοι ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν, στον βαθμό που μπορούν να επηρεάσουν την τύχη του αποζημιωτικού αιτήματος. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, πριν προβεί στην εξέταση των λόγων ακυρώσεως οι οποίοι μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνο στο πλαίσιο του αποζημιωτικού αιτήματος, να εξετάσει τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο, τον έβδομο και τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, οι οποίοι δύνανται να επιφέρουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

 Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως

58      Πρέπει να διευκρινισθεί ότι η προβαλλόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, αφενός, και η εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας «επαγγελματική ασθένεια», αφετέρου, δεν συνδέονται εμφανώς. Συγκεκριμένα, το ζήτημα αν, παρερμηνεύοντας την έννοια «επαγγελματική ασθένεια», η επιτροπή αναπηρίας έλαβε υπόψη το ιατρικό ιστορικό και την τρέχουσα κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος αφορά ενδεχόμενη πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και όχι παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει την εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας «επαγγελματική ασθένεια» στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, και όχι στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

59      Ο προσφεύγων εκτιμά ότι η Επιτροπή των Περιφερειών παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπείχε, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση και η απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, οι οποίες επικύρωσαν το πόρισμα της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, δεν καθιστούν σαφή τον λόγο για τον οποίο η επιτροπή αυτή διαφοροποίησε, κατά πλειοψηφία, τη θέση της σε σχέση με τις προγενέστερες ιατρικές εκθέσεις ούτε, κυρίως, τα στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίχθηκε προκειμένου να αποφανθεί, σε αντίθεση με τις ιατρικές εκθέσεις που είχε στη διάθεσή της, ότι η αιτία της αναπηρίας του προσφεύγοντος δεν ήταν επαγγελματική.

60      Συναφώς, ο προσφεύγων υποστηρίζει, πρώτον, ότι κακώς η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας αποφάνθηκε επί της ικανότητάς του προς εργασία μολονότι τούτο δεν ήταν κρίσιμο για την εκτίμηση της επαγγελματικής αιτίας της ασθένειάς του. Δεύτερον, η εν λόγω επιτροπή εσφαλμένως στηρίχθηκε στην κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος το 2014, μολονότι το στοιχείο αυτό δεν συνδέεται με το ζήτημα αν αυτός συνταξιοδοτήθηκε το 2007 για λόγους που άπτονται επαγγελματικής ασθένειας. Τρίτον, το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν λάμβανε αντικαταθλιπτικά ή αγχολυτικά φάρμακα το 2014 δεν έρχεται σε αντίφαση με υπολειμματική και ψυχολογικά καταστρεπτική συναισθηματική κατάσταση απορρέουσα από κακομεταχείριση που υπέστη στο πλαίσιο της προηγούμενης εργασίας του, γεγονός που επιβεβαιώνεται από όλα τα ιατρικά έγγραφα.

61      Περαιτέρω, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας δεν συνεκτίμησε τα διοικητικά και νομικά έγγραφα του φακέλου, δηλαδή τις εκθέσεις της Cocobu και της OLAF. Ομοίως, οι απαντήσεις του ιατρού M. στο σημείωμα της 8ης Μαΐου 2015 είναι αντιφατικές και δυσνόητες. Οι δύο ιατροί που πλειοψήφισαν στο πλαίσιο της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας δεν γνωστοποίησαν επίσης τους λόγους για τους οποίους απέκλεισαν το ενδεχόμενο η ασθένεια του προσφεύγοντος να οφείλεται –και– στην άσκηση των καθηκόντων του.

62      H Επιτροπή των Περιφερειών αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος. Αντιτείνει ότι δεν υφίσταται αντίφαση μεταξύ του πορίσματος της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας και των προγενέστερων ιατρικών πορισμάτων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο του άρθρου 73 του ΚΥΚ.

63      Η Επιτροπή των Περιφερειών υποστηρίζει ότι το πόρισμα της 7ης Μαΐου 2014, το οποίο η ΑΔΑ επικύρωσε με την προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρει διάφορους λόγους οι οποίοι εκφράζουν την άποψη της πλειοψηφίας της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, η οποία διαπίστωσε ότι δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μόνιμης ανικανότητας προς εργασία και της απασχόλησης του προσφεύγοντος.

64      Κατά την Επιτροπή των Περιφερειών, η απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση απηχεί τις διευκρινίσεις του ιατρού M., τόσο ως προς τη μέθοδο εργασίας της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας όσο και ως προς τους λόγους για τους οποίους αυτή κατέληξε στη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αναπηρίας του προσφεύγοντος και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του.

65      Όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας δεν αιτιολόγησε επαρκώς τη θέση της στο μέτρο που εξέδωσε πόρισμα αντίθετο με εκείνο που περιλαμβάνεται στις προγενέστερες ιατρικές και διοικητικές εκθέσεις, η Επιτροπή των Περιφερειών ισχυρίζεται ότι το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Συγκεκριμένα, στη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση γίνεται μνεία των γνωμοδοτήσεων και των πορισμάτων που περιλαμβάνονται στις προγενέστερες ιατρικές και διοικητικές εκθέσεις. Ειδικότερα, η Επιτροπή των Περιφερειών υπενθυμίζει ότι, στην εν λόγω έκθεση, επισημαίνεται ότι ορισμένες ιατρικές εκθέσεις ανέφεραν ότι ο προσφεύγων ήταν σε θέση να επιστρέψει στην υπηρεσία του. Ομοίως, στην εν λόγω έκθεση επισημάνθηκε ότι ο προσφεύγων υποβλήθηκε σε «ενδελεχή ιατρική εξέταση» από την οποία η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας άντλησε παρατηρήσεις βάσει των οποίων διαπίστωσε ότι η αναπηρία του δεν οφειλόταν σε επαγγελματική ασθένεια κατά την έννοια του άρθρου 78, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

66      Περαιτέρω, στη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας παραπέμπει ρητώς σε ορισμένες ιατρικές και διοικητικές εκθέσεις. Στην εν λόγω έκθεση εκτίθενται με σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους δεν υφίστατο αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της καταστάσεως στην εργασία και της καταστάσεως της υγείας του προσφεύγοντος καθώς και οι λόγοι για τους οποίους η εν λόγω επιτροπή δεν συμμερίζεται την άποψη που είχε υιοθετηθεί στις προγενέστερες ιατρικές εκθέσεις. Συναφώς, η Επιτροπή των Περιφερειών υπενθυμίζει ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας επισήμανε μακροχρόνιο ιστορικό ψυχικών προβλημάτων το οποίο απέτρεπε την επιστροφή του προσφεύγοντος στην εργασία του.

67      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι σκοπός των σχετικών με την επιτροπή αναπηρίας διατάξεων του ΚΥΚ είναι η ανάθεση σε εμπειρογνώμονες ιατρούς της οριστικής αξιολογήσεως όλων των ιατρικής φύσεως ζητημάτων, αξιολογήσεως την οποία δεν δύναται να πραγματοποιήσει καμία ΑΔΑ, λόγω της εσωτερικής διοικητικής συνθέσεώς της. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστικός έλεγχος δεν δύναται να εκτείνεται στις καθαυτό ιατρικές εκτιμήσεις, οι οποίες πρέπει να θεωρούνται απρόσβλητες εφόσον αποτελούν προϊόν νομότυπης διαδικασίας. Αντιθέτως, ο δικαστικός έλεγχος δύναται να καταλαμβάνει το νομότυπο της συστάσεως και της λειτουργίας της επιτροπής αναπηρίας, καθώς και το νομότυπο των γνωμοδοτήσεων που αυτή εκδίδει. Υπό το πρίσμα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάζει κατά πόσον η γνωμοδότηση περιέχει αιτιολογία η οποία καθιστά δυνατή την αξιολόγηση των εκτιμήσεων επί των οποίων ερείδεται το περιλαμβανόμενο σε αυτήν πόρισμα, καθώς και κατά πόσον η γνωμοδότηση αυτή θεμελιώνει σαφή αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεων που περιέχει και του πορίσματος στο οποίο η οικεία επιτροπή αναπηρίας καταλήγει (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑86/11, EU:F:2013:56, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Βάσει της νομολογίας αυτής, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι, εν προκειμένω, το πόρισμα της 7ης Μαΐου 2014, το οποίο επικύρωσε η ΑΔΑ με την προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

–        «δεν προβάλλεται επιχείρημα το οποίο να θεμελιώνει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ανικανότητας προς εργασία και των επαγγελματικών παραγόντων που προκαλούν άγχος, ο ασθενής επιβεβαίωσε επανειλημμένως ότι αισθανόταν πολύ καλά·

–        […] αντιθέτως, ο ασθενής πάσχει από μακροχρόνια ψυχικά προβλήματα για τα οποία ακολούθησε διάφορες επιτυχείς, κατά την άποψή του, θεραπείες.»

69      Ωστόσο, οι αναφορές αυτές δεν εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας κατέληξε στο εν λόγω συμπέρασμα παρά τις ιατρικές και διοικητικές εκθέσεις του φακέλου οι οποίες θεμελιώνουν αντίθετο συμπέρασμα.

70      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, οσάκις, με την απάντησή της επί της διοικητικής ενστάσεως, η Διοίκηση έχει παράσχει σαφή και σχετική με τη συγκεκριμένη περίπτωση αιτιολογία προς δικαιολόγηση της αποφάσεώς της, η αιτιολογία αυτή λογίζεται ότι ταυτίζεται με την απορριπτική απόφαση και πρέπει, επομένως, να θεωρείται ως πληροφοριακό στοιχείο λυσιτελές για τον έλεγχο της νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Birkhoff, T‑377/08 P, EU:T:2009:485, σκέψεις 55 και 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Πρώτον, με την απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, η ΑΔΑ υποστηρίζει ότι ζήτησε από τον ιατρό M. «να επιβεβαιώσει […] κατά πόσον η αδυναμία του R. McCoy να εκτελέσει τα εργασιακά καθήκοντά του, η οποία είχε ήδη αναγνωρισθεί την 23η Μαΐου 2007 (άρθρο 78), συνδεόταν πράγματι, έστω εν μέρει, με την επαγγελματική ασθένεια (“αγχώδεις καταθλιπτικές διαταραχές που εντάσσονται στο πλαίσιο σοβαρής συγκρούσεως διοικητικής φύσεως ισοδύναμης με ηθική παρενόχληση”) (βλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2014, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑156/12, EU:F:2014:247, σκέψη 64), από την οποία αναγνωρίστηκε, στις 9 Ιανουαρίου 2009, ότι έπασχε (άρθρο 73) [και εάν το εν λόγω] πόρισμα [ήταν] επαρκώς αιτιολογημένο με την [συγκεφαλαιωτική] ιατρική έκθεση η οποία εξηγούσε μεταξύ άλλων τους λόγους για τους οποίους η [δεύτερη] επιτροπή αναπηρίας [είχε] αποφασίσει να διαφοροποιήσει τη θέση της σε σχέση με τις προγενέστερες, ευνοϊκές για τον R. McCoy, εκθέσεις».

72      Ο ιατρός M., απαντώντας στην ερώτηση αυτή, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας κατέληξε στο πόρισμά της και επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, τα εξής:

–        «[…] η ύπαρξη συμπτωμάτων πριν από την ανάληψη καθηκόντων στην Επιτροπή των Περιφερειών προέκυπτε σαφώς [από τον] ιατρικό φάκελο [του R. McCoy]»·

–        «[…] δύο έγγραφα του φακέλου περιέχουν γνωμοδοτήσεις […] οι οποίες πιστοποιούν ότι ο R. McCoy ήταν σε θέση να επιστρέψει στην εργασία του κατά τη συγκεκριμένη περίοδο»·

–        [ο ιατρός H., αφού μελέτησε τον φάκελο,] «προέβη σε εκτενή ψυχιατρική εξέταση του R. McCoy υποβάλλοντας ερωτήσεις προκειμένου να διευκρινιστεί η κατάσταση στην οποία [αυτός] βρισκόταν […]»·

–        αποφασίστηκε ομόφωνα να μη γίνει εξωτερική πραγματογνωμοσύνη καθώς και να ζητηθούν πληροφορίες ιατρικής φύσεως από τους ιατρούς γενικής ιατρικής οι οποίοι ήταν θεράποντες ιατροί του R. McCoy μεταξύ των ετών 1996 και 2000.

73      Δεύτερον, η ΑΔΑ ζήτησε από τον ιατρό M. «να επιβεβαιώσει ότι το πόρισμα της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας κατά το οποίο η αναπηρία του R. McCoy, κατά το άρθρο 78 του ΚΥΚ, δεν οφειλόταν σε επαγγελματική ασθένεια έλαβε πράγματι υπόψη τα διοικητικά έγγραφα που αναφέρονται στην απόφαση της 7ης Μαΐου 2013». Συναφώς, ο ιατρός M. διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι, «έστω και αν δεν μνημονεύοντ[αν] ρητώς, όλα τα έγγραφα ήταν στη διάθεση της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας […]» και ότι τα εν λόγω έγγραφα τέθηκαν στη διάθεση των τριών μελών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας και εξετάστηκαν από αυτά.

74      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η ΑΔΑ, με την απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, υποστηρίζει ότι «βεβαιώθηκε ότι η επιτροπή αναπηρίας μερίμνησε ώστε να εξηγήσει με την έκθεσή της τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε, από ιατρικής απόψεως, ότι η αναγνώριση της επαγγελματικής αιτίας, έστω και μερικώς, της αναπηρίας του ενιστάμενου κατά το άρθρο 78, παράγραφος 5, του ΚΥΚ δεν ήταν δυνατή και ότι όλα τα ιατρικά και μη ιατρικά έγγραφα που είχε στη διάθεσή της είχαν πράγματι ληφθεί υπόψη προς τον σκοπό αυτόν, χωρίς ωστόσο να έχει γνώση των ιατρικής φύσεως στοιχείων αιτιολογίας και χωρίς, ως εκ τούτου, να είναι σε θέση να εκτιμήσει αν αυτά πληρούν τις επιταγές που έθεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με την απόφαση της 7ης Μαΐου 2013».

75      Εντούτοις, παρά τις απαντήσεις του ιατρού M., διαπιστώνεται, όπως προκύπτει από τη δικογραφία και διαπιστώθηκε με την απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56), ότι τόσο ο ιατρικός όσο και ο διοικητικός φάκελος τεκμηριώνουν, με το περιεχόμενό τους, το αντίθετο συμπέρασμα, ήτοι ότι η αιτία της ασθενείας στην οποία οφείλεται η αναπηρία του προσφεύγοντος είναι επαγγελματική.

76      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, από τη νομολογία προκύπτει ότι οσάκις επιλαμβάνεται σύνθετων ζητημάτων ιατρικής φύσεως που αφορούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παθήσεως του ενδιαφερομένου και της ασκήσεως των καθηκόντων του στην υπηρεσία θεσμικού οργάνου, η επιτροπή αναπηρίας οφείλει, μεταξύ άλλων, να επισημαίνει τα στοιχεία του φακέλου επί των οποίων στηρίχθηκε και να καθιστά σαφείς, σε περίπτωση σημαντικής αποκλίσεως, τους λόγους για τους οποίους διαφοροποιεί τη θέση της σε σχέση με προγενέστερες σημαντικές ιατρικές εκθέσεις, ευνοϊκότερες για τον ενδιαφερόμενο (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑86/11, EU:F:2013:56, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77      Εξάλλου, ακόμη και αν μια επιτροπή αναπηρίας, επιλαμβανόμενη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78 του ΚΥΚ, δύναται να καταλήξει σε πόρισμα διαφορετικό εκείνου που έχει εκδώσει η επιληφθείσα κατά το άρθρο 73 του ΚΥΚ ιατρική επιτροπή, οφείλει να εκθέσει κατά τρόπο σαφή και κατανοητό τους λόγους που την οδήγησαν να διαφοροποιήσει τη θέση της από τις εκτιμήσεις που περιέχονται στις ιατρικές εκθέσεις με τις οποίες αναγνωρίσθηκε η επαγγελματική αιτία της ασθένειας κατά το άρθρο 73 του ΚΥΚ (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F-86/11, EU:F:2013:56, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), τούτο δε είτε με το πόρισμα που κοινοποιεί στην ΑΔΑ είτε με τη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση που συντάσσει ενδεχομένως σε μεταγενέστερο χρόνο.

78      Υπενθυμίζεται ότι οι ιατρικές εκθέσεις που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της κινηθείσας βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ διαδικασίας και τις οποίες η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας είχε στη διάθεσή της όταν εξέδωσε το πόρισμα της 7ης Μαΐου 2014 ήταν τουλάχιστον δέκα (ήτοι οι νοσοκομειακές εκθέσεις της 16ης Ιανουαρίου 2006, η έκθεση του καθηγητή D. M. της 16ης Οκτωβρίου 2006, η έκθεση του ιατρού R. της 26ης Οκτωβρίου 2006, η έκθεση του ιατρού του PMO της 8ης Μαΐου 2008, η έκθεση του ιατρού R. της 18ης Σεπτεμβρίου 2008, το πόρισμα του ιατρού του PMO της 20ής Νοεμβρίου 2008, η έκθεση του ιατρού D. της 12ης Αυγούστου 2009, η έκθεση του καθηγητή M. της 17ης Οκτωβρίου 2009, η έκθεση του ιατρού Re. της 3ης Νοεμβρίου 2009 και το πόρισμα του ιατρού του PMO της 11ης Φεβρουαρίου 2010). Οι εκθέσεις επισήμαναν, ενδεικτικά, τα εξής:

–        «[ο ενδιαφερόμενος] εμφανίζει αγχοκαταθλιπτικό σύνδρομο αντιδραστικού τύπου […] συνδεόμενο με τις επιλήψιμες επαγγελματικές ενέργειες ορισμένων υπαλλήλων της Επιτροπής των Περιφερειών»·

–        «αγχοκαταθλιπτική κατάσταση», της οποίας «[η] αγχοκαταθλιπτική πτυχή είναι σημαντικότερη από την καταθλιπτική πτυχή, αντιδραστικού τύπου, η οποία εμφανίζεται ηπιότερη», η δε «[κ]ατάσταση αυτή οφείλεται σε αντίδραση στην παρενόχληση που βίωσε [ο ενδιαφερόμενος] στον χώρο εργασίας και στην επαγγελματική εξουθένωση (“burn-out”) στην οποία αυτή τον οδήγησε»·

–        «[…] σύνδρομο νευρικής εξαντλήσεως, καλούμενο “burn-out”, το οποίο συνδέεται με το βίωμα ηθικής παρενοχλήσεως στο πλαίσιο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του»·

–        «[α]γχώδεις καταθλιπτικές διαταραχές που εντάσσονται στο πλαίσιο σοβαρής συγκρούσεως διοικητικής φύσεως ισοδύναμης με ηθική παρενόχληση»·

–        «δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος αντιμετώπισε, επί ορισμένα έτη, σοβαρή σύγκρουση διοικητικής φύσεως, ισοδύναμη με ηθική παρενόχληση, δύναται να γίνει δεκτό ότι οι αγχώδεις καταθλιπτικές διαταραχές αντιδραστικού τύπου συνοδεύονται από διαταραχές της προσοχής και των γνωστικών λειτουργιών, οι οποίες προσβάλλουν την ψυχική ακεραιότητά του.»

79      Πάντως, όσον αφορά τις διαπιστώσεις που περιέχουν οι αναφερθείσες στη σκέψη 78 ανωτέρω ιατρικές εκθέσεις, επισημαίνεται ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας υποστήριξε, με τη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση, κατ’ αρχάς, ότι «“η μόνιμη αναπηρία η οποία κρίθηκε ολική και η οποία τον περιήγε σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων που αντιστοιχούν προς θέση του βαθμού του”, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 78, δεν οφειλ[όταν] σε “επαγγελματική ασθένεια”». Η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας επισημαίνει ότι κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό λαμβάνοντας υπόψη τον ιατρικό και διοικητικό φάκελο καθώς και τις ακόλουθες εκτιμήσεις:

–        ο προσφεύγων, ο οποίος υποβλήθηκε σε «ενδελεχή ιατρική εξέταση» από τη δεύτερη επιτροπή αναπηρίας, δεν παρουσιάζει συμπτώματα μετατραυματικού άγχους·

–        ορισμένες εκθέσεις του ιατρικού φακέλου συνέστησαν τη σταδιακή επιστροφή του προσφεύγοντος στην εργασία του·

–        ο ασθενής αντιμετωπίζει μακροχρόνια ψυχικά προβλήματα, προγενέστερα του 2000 και των γεγονότων που αποτελούν αντικείμενο της εκθέσεως της OLAF, τα οποία εμπόδισαν την επιστροφή στην εργασία του, η οποία σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν δυνατή.

80      Όσον αφορά, πρώτον, την «ενδελεχή ιατρική εξέταση», διαπιστώνεται ότι από την υποβληθείσα στο Γενικό Δικαστήριο δικογραφία δεν προκύπτει σε τι ακριβώς συνίστατο αυτή. Ο ιατρός M. αναφέρεται αορίστως στην εξέταση αυτή στο σημείωμα της 8ης Μαΐου 2015, μνημονεύοντας ότι ο ιατρός H. προετοίμασε ερωτήσεις βάσει του ιατρικού φακέλου του προσφεύγοντος ενόψει της συνεδριάσεως της 7ης Μαΐου 2014. Εντούτοις, από την έκθεση του ιατρού G. προκύπτει ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας εξέτασε τον προσφεύγοντα μόνο για 15 λεπτά. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συναχθεί από τη χρήση και μόνον της εκφράσεως «ενδελεχής ιατρική εξέταση» ότι η εξέταση αυτή παρέσχε στην δεύτερη επιτροπή αναπηρίας τη δυνατότητα να καταλήξει σε συμπέρασμα αντίθετο προς τις προγενέστερες ιατρικές εκθέσεις οι οποίες, εξάλλου, στηρίχθηκαν σε αναλυτικότερες εξετάσεις και ψυχολογικές δοκιμασίες. Περαιτέρω, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους «η ενδελεχής ιατρική εξέταση» του προσφεύγοντος το 2014 κατέστησε δυνατή την αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας του κατά τον χρόνο αναγνωρίσεως της αναπηρίας του, πριν από επτά έτη.

81      Όσον αφορά, δεύτερον, τη διαπίστωση ότι ο προσφεύγων μπορούσε να επιστρέψει στην εργασία του, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας παραθέτει δύο αποσπάσματα δύο διαφορετικών ιατρικών εκθέσεων. Το πρώτο απόσπασμα, κατά το οποίο «ο Robert McCoy μπορεί να επιστρέψει στην εργασία του εφόσον τοποθετηθεί σε κατάλληλη θέση», περιέχεται σε έκθεση του ιατρού V. A. της 13ης Νοεμβρίου 2006. Το δεύτερο απόσπασμα, κατά το οποίο «[η] επιστροφή σε παραγωγική εργασία το συντομότερο δυνατό είναι σημαντική», περιλαμβάνεται σε έκθεση του καθηγητή L. της 16ης Νοεμβρίου 2006. Εντούτοις, προκύπτει ότι τα αποσπάσματα αυτά δεν ασκούν καμία επιρροή. Κατά πρώτον, οι δυο εκθέσεις στις οποίες περιλαμβάνονται τα αποσπάσματα αυτά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων έπασχε από επαγγελματική ασθένεια. Κατά δεύτερον, τα παραθέματα αυτά χρησιμοποιούνται εκτός του νοηματικού τους πλαισίου. Συγκεκριμένα, μολονότι ο καθηγητής L. τον Νοέμβριο 2006 έκρινε «σημαντική» την επιστροφή στην εργασία, εντούτοις τούτο εντασσόταν σε συγκεκριμένο πλαίσιο, ήτοι «σε σχέση με την αυτοπεποίθηση και τη διαρκή βελτίωση της καταστάσεως του R. Mc Coy», και δεν αμφισβητούσε την επαγγελματική αιτία της ασθένειας του προσφεύγοντος. Πράγματι, στην ίδια έκθεση επισημαίνεται ότι «η αιτία της ασθένειας περιγράφεται στο έγγραφο του ιατρού A και οφείλεται σε γεγονότα που συνδέονται με τη θέση του ως δημοσιονομικού ελεγκτή της Επιτροπής των Περιφερειών». Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι από έγγραφο που συνέταξε ο ίδιος ιατρός την 16η Ιανουαρίου 2006 συνάγεται ότι «[ε]ίναι πιθανό τα συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού άγχους, άγχους και κατάθλιψης να επιδεινωθούν εάν στο άμεσο μέλλον, ο R. McCoy υποχρεωθεί να επιστρέψει στο εργασιακό περιβάλλον το οποίο προκάλεσε την τρέχουσα ιατρική κατάστασή του». Ομοίως, όσον αφορά το παράθεμα του ιατρού V. A., αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο θεραπείας, στο μέτρο που ο ιατρός V. A. δεν υπονοεί την επιστροφή του προσφεύγοντος στην παλαιά του θέση, αλλά το ενδεχόμενο αυτός να επιστρέψει στην εργασία του υπό την προϋπόθεση ότι η εργασία αυτή θα είναι κατάλληλη.

82      Κατά τρίτον, διαπιστώνεται ότι τα δύο επίμαχα αποσπάσματα χρονολογούνται από τον Νοέμβριο 2006, ενώ ο ιατρός V. A. έθεσε τον προσφεύγοντα σε αναρρωτική άδεια, έξι μόλις εβδομάδες μετά από την επιστροφή του τελευταίου στην εργασία του, τον Φεβρουάριο 2007. Ως εκ τούτου, τα πραγματικά περιστατικά καταδεικνύουν ότι, μολονότι οι δύο ιατροί εξέφρασαν την άποψη ότι ο προσφεύγων ήταν σε θέση να επιστρέψει στην εργασία του τον Νοέμβριο 2006, ένας τουλάχιστον από τους εν λόγω ιατρούς άλλαξε γνώμη τον Φεβρουάριο 2007. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η πρώτη επιτροπή αναπηρίας αποφάνθηκε, με το πόρισμα της 23ης Μαΐου 2007 περί της υπάρξεως αναπηρίας, ότι η κατάσταση του προσφεύγοντος συνιστούσε μόνιμη αναπηρία η οποία κρινόταν ολική και η οποία τον περιήγε σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων του.

83      Όσον αφορά, τρίτον, τα μακροχρόνια ψυχικά προβλήματα του προσφεύγοντος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκτίμηση αυτή διατυπώθηκε χωρίς να επαληθευθεί από κάποια ανάλυση ή πόρισμα και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν αρκεί για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι πολυάριθμες ιατρικές εξετάσεις και τα στοιχεία, όπως περιλαμβάνονται στις ιατρικές και διοικητικές εκθέσεις δεν ήταν ικανά να τεκμηριώσουν, εν όλω ή εν μέρει, την επαγγελματική αιτία της αναπηρίας του προσφεύγοντος. Στη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση, γίνεται μνεία της μακροχρόνιας υπερβολικής καταναλώσεως ψυχοτρόπων ουσιών και οινοπνευματωδών ποτών, καθώς και διαφόρων μη επαγγελματικών παραγόντων, μεταξύ άλλων της υπάρξεως έντονων οικογενειακών πιέσεων με ιστορικό καταθλίψεως και διαταραχών της προσωπικότητας. Ωστόσο, τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά προηγήθηκαν των γεγονότων που αφορούσαν τις πιέσεις και την παρενόχληση που υπέστη ο προσφεύγων στο πλαίσιο των καθηκόντων του και δεν απέτρεψαν τους ιατρούς, οι οποίοι συνέταξαν τις εκθέσεις του ιατρικού φακέλου, να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η αγχοκαταθλιπτική κατάσταση και η επαγγελματική εξουθένωση («burn-out») του προσφεύγοντος προκλήθηκαν από την επαγγελματική κατάστασή του.

84      Εξάλλου, ακόμη και αν το νόημα της διαπιστώσεως των προβλημάτων αυτών ήταν ότι ο προσφεύγων ήταν ήδη ασθενής πριν αναλάβει τα καθήκοντα του εσωτερικού ελεγκτή, η ανωτέρω διαπίστωση και μόνον δεν θα αρκούσε για να μη ληφθεί υπόψη, κατά την εξέταση της αιτίας της αναπηρίας του προσφεύγοντος, η επαγγελματική αιτία της ασθένειας κατά την έννοια του άρθρου 78 του ΚΥΚ, καθώς μια επαγγελματική ασθένεια δύναται να συνίσταται σε επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας διαφορετικής αιτίας.

85      Βεβαίως, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας παραθέτει αποσπάσματα του φακέλου, αλλά δεν διευκρινίζει, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, τους λόγους για τους οποίους διαφοροποιεί τη θέση της σε σχέση με προγενέστερες σημαντικές ιατρικές εκθέσεις, ευνοϊκότερες για τον ενδιαφερόμενο (βλ. μνημονευόμενη στις σκέψεις 76 και 77 ανωτέρω νομολογία). Η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας απλώς επισημαίνει στη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση ότι, κατά την άποψή της, «“οι αγχώδεις καταθλιπτικές διαταραχές που εντάσσονται στο πλαίσιο σοβαρής συγκρούσεως διοικητικής φύσεως ισοδύναμης με ηθική παρενόχληση”, όπως μνημονεύονται στην […] έκθεση του ιατρού J. της 11ης [Φεβρουαρίου] 2010 και ως προς τις οποίες αναγνωρίστηκε “μόνιμη αναπηρία ποσοστού 10 %” δεδομένου ότι, “βάσει της ρυθμίσεως, εξακολουθούν να υφίστανται αγχώδεις καταθλιπτικές διαταραχές αντιδραστικού τύπου, οι οποίες συνοδεύονται από συναισθηματικές και γνωστικές διαταραχές”, δεν μπορεί να ήταν τέτοιας φύσεως, ώστε να συνετέλεσαν στην μόνιμη αναπηρία του ασθενούς που κρίθηκε ολική, και τούτο χωρίς να παράσχει περαιτέρω διευκρινίσεις.

86      Ομοίως, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας επισημαίνει ότι «δεν αγνοεί ότι η προπαρατεθείσα έκθεση του ιατρού J. αναφέρει ότι “ο R. McCoy δεν είναι πλέον σε θέση να ασκήσει οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα[, αλλά ότι, α]ντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενδιαφερόμενος παραμένει απολύτως ικανός, παρά την ηλικία του, να ασκεί ακόμη επαγγελματικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της ιδιωτικής ζωής του […]”». Ωστόσο, η εν λόγω επιτροπή ανέφερε μόνον ότι «δεν συμμεριζ[όταν] τη διαπίστωση αυτή βάσει της ενδελεχούς ιατρικής εξετάσεως στην οποία αυτή προέβη», χωρίς να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η εν λόγω ενδελεχής εξέταση κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα.

87      Είναι αληθές ότι, μολονότι η επιτροπή αναπηρίας υπέχει αυξημένη υποχρέωση αιτιολογήσεως προκειμένου να διαφοροποιήσει τη θέση της σε σχέση με τις προγενέστερες ιατρικές εκθέσεις, δεν μπορεί να της επιβάλλεται η υποχρέωση εμπεριστατωμένης και ιδιαίτερης για κάθε έκθεση αιτιολογήσεως. Ωστόσο, η εν λόγω επιτροπή οφείλει να εξηγήσει κατά τρόπο σαφή και κατανοητό τους λόγους για τους οποίους διαφοροποιεί τη θέση της σε σχέση με τις γνωμοδοτήσεις αυτές. Εντούτοις, εν προκειμένω, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας επεδίωξε να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν να διαφοροποιήσει τη θέση της σε σχέση με τις προγενέστερες ιατρικές εκθέσεις μόνο με αόριστους και ασαφείς όρους. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι δεν αρκεί απλώς να επισημαίνεται, όπως έπραξε ο ιατρός M. με το σημείωμα της 8ης Μαΐου 2015, ότι, «έστω και αν δεν μνημονεύοντ[αν] ρητώς, όλα τα έγγραφα ήταν στη διάθεση της επιτροπής αναπηρίας». Η διατύπωση αυτή δεν αποτελεί τρόπο σαφή και κατανοητό προκειμένου να εξηγηθούν οι λόγοι για τους οποίους η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας διαφοροποίησε τη θέση της σε σχέση με τις ευνοϊκές για τον προσφεύγοντα ιατρικές και διοικητικές εκθέσεις. Εξάλλου, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας σχολίασε μόνο δύο φράσεις που περιλαμβάνονται στον ιατρικό φάκελο, μολονότι αυτός περιέχει τουλάχιστον δέκα ιατρικές εκθέσεις.

88      Εν κατακλείδι, εκ των προεκτεθέντων προκύπτει, αφενός, ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας δεν παρέσχε επαρκείς κατά νόμον εξηγήσεις για τους λόγους που την οδήγησαν να διαφοροποιήσει τη θέση της σε σχέση με τις προγενέστερες ιατρικές εκθέσεις οι οποίες πιστοποιούσαν με σαφήνεια την επαγγελματική αιτία της ασθένειας του προσφεύγοντος και, αφετέρου, ότι αυτή, ομοίως, δεν εξήγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους η αιτία της αναπηρίας του προσφεύγοντος δεν μπορούσε να είναι επαγγελματική. Συναφώς, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας δεν παρέσχε, ειδικότερα, επαρκείς εξηγήσεις για το γεγονός ότι δεν εξέτασε τις τυχόν επιπτώσεις των πραγματικών περιστατικών που προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο στην κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος, μολονότι ο εν λόγω φάκελος αναφέρεται σαφώς σε σοβαρή επαγγελματική σύγκρουση και «παρενόχληση» του προσφεύγοντος. Η εν λόγω ανεπαρκής αιτιολογία πλήττει τόσο το πόρισμα που διαβιβάστηκε στην ΑΔΑ όσο και την προσβαλλόμενη απόφαση, οπότε πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως.

89      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 58 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει τα επιχειρήματα που στηρίζονται σε προβαλλόμενη εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας «επαγγελματική ασθένεια», στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας «επαγγελματική ασθένεια»

90      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας ασχολήθηκε μόνο με την τρέχουσα κατάσταση της υγείας του χωρίς να διερευνήσει την αιτία της ασθένειάς του. Τούτο προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις ερωτήσεις που του έθεσαν κατά τη συνεδρίαση της 7ης Μαΐου 2014 οι ιατροί M. και H. Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα ότι δεν υφίστανται επιχειρήματα τα οποία να θεμελιώνουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ανικανότητας προς εργασία και του παράγοντα επαγγελματικού άγχους στηρίχθηκε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Προς στήριξη των επιχειρημάτων του, ο προσφεύγων παραθέτει αποσπάσματα από διάφορες ιατρικές εκθέσεις με τις οποίες διαπιστώνεται ότι η αιτία της ανικανότητάς του προς εργασία οφείλεται στην πίεση που υπέστη στην εργασία του.

91      Περαιτέρω, ο προσφεύγων εκτιμά ότι, εάν η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας έκρινε ότι η αναπηρία του οφειλόταν σε υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, αυτή θα έπρεπε να διαθέτει ιατρικά στοιχεία που να το αποδεικνύουν. Εντούτοις, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι στον φάκελο δεν γίνεται καμία αναφορά επ’ αυτού. Ειδικότερα, ο φάκελος δεν περιέχει κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει οποιαδήποτε κατανάλωση –ακόμη δε λιγότερο υπερβολική κατανάλωση– οινοπνευματωδών ποτών. Κατά τον προσφεύγοντα, θα αρκούσε η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας να ζητήσει τα αποτελέσματα αιματολογικών εξετάσεων στις οποίες αυτός είχε υποβληθεί πριν από το 2000, οπότε θα αποδεικνυόταν, εξάλλου, ότι δεν κατανάλωνε οινοπνευματώδη ποτά.

92      Επομένως, στον βαθμό που η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας αποδίδει, στην πλειοψηφία της, την αιτία της αναπηρίας σε εξωεπαγγελματικούς παράγοντες, το ζήτημα αν η ύπαρξη των εν λόγω εξωεπαγγελματικών παραγόντων μπορεί να χαρακτηριστεί ως αιτία, και μάλιστα μοναδική, της αναπηρίας δεν αποτελεί ιατρική εκτίμηση, αντίθετα προς όσα υποστήριξε η ΑΔΑ στην απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση.

93      Ο προσφεύγων ισχυρίζεται επίσης ότι, εξετάζοντας μόνον την τρέχουσα κατάσταση της υγείας του καθώς και την προγενέστερη των γεγονότων που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας της OLAF κατάστασή του, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια «επαγγελματική ασθένεια», δεδομένου ότι δεν εξέφερε άποψη ως προς την επιδείνωση της υγείας του η οποία οφείλεται στην επαγγελματική κατάστασή του.

94      Η Επιτροπή των Περιφερειών αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος. Κατά την άποψή της, η ΑΔΑ όντως άσκησε τον έλεγχό της εξετάζοντας και αξιολογώντας εάν η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας είχε βεβαιωθεί ότι διέθετε όλα τα αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής της στοιχεία και είχε δεόντως ενημερωθεί ως προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από την εκτέλεση της αποφάσεως της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56).

95      Περαιτέρω, ο προσφεύγων υποστηρίζει εσφαλμένα ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας στηρίχθηκε αποκλειστικά στην τρέχουσα κατάσταση της υγείας του. Συγκεκριμένα, η εν λόγω επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση ότι η αιτία της αναπηρίας του δεν ήταν επαγγελματική αφού εξέτασε τον ιατρικό και διοικητικό φάκελο του προσφεύγοντος και παραπέμποντας στο ιατρικό και ψυχιατρικό ιστορικό του, καθώς και στην τρέχουσα κατάσταση της υγείας και στις διευκρινίσεις του προσφεύγοντος.

96      Τέλος, η Επιτροπή των Περιφερειών υπογραμμίζει ότι η συνεκτίμηση της τρέχουσας καταστάσεως του προσφεύγοντος προκειμένου να αξιολογηθεί η τυχόν επαγγελματική αιτία της αναπηρίας του συνιστά καθαυτό ιατρική εκτίμηση η οποία, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τους εξωεπαγγελματικούς παράγοντες της αναπηρίας.

97      Υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου χαρακτήρα του έλεγχου που το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ασκεί επί των καθαυτό ιατρικών εκτιμήσεων, αιτίαση η οποία αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους της επιτροπής αναπηρίας, αποτυπούμενη στη γνωμοδότησή της, δεν δύναται να ευδοκιμήσει (πρβλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑86/11, EU:F:2013:56, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

98      Ωστόσο, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, ειδικότερα, όπως στην περίπτωση του ελέγχου που διενεργεί σε τομείς για τους οποίους απαιτούνται πολύπλοκες εκτιμήσεις, ιδίως σε υποθέσεις όπου είναι διαθέσιμα πλείονα στοιχεία, όπως εκθέσεις εμπειρογνωμόνων, γνωμοδοτήσεις ή γνωματεύσεις, όταν ελέγχει απόφαση εκδοθείσα από επιτροπή αναπηρίας ή από ΑΔΑ που στηρίζεται και η ίδια σε τέτοια απόφαση, όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση καθώς και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C‑386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 54).

99      Στον δικαστή της Ένωσης απόκειται, μεταξύ άλλων, να προβαίνει στον έλεγχο της νομιμότητας που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του εξετάζοντας τα στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων προς στήριξη των λόγων που προβάλλει, χωρίς ο έλεγχος αυτός να περιορίζεται από το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η επιτροπή αναπηρίας ή η ΑΔΑ, ως προς την επιλογή των συνεκτιμώμενων ή εξαιρούμενων στοιχείων, για να στηρίξει την απόφασή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο περιορισμένος χαρακτήρας του δικαστικού έλεγχου, όσον αφορά τις καθαυτό ιατρικές εκτιμήσεις, δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να εξετάσει εάν η επιτροπή αναπηρίας έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που παρίστανται προδήλως κρίσιμα με γνώμονα την αποστολή που της έχει ανατεθεί.

100    Εν προκειμένω, από τη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση προκύπτει, όπως επισημαίνει η Επιτροπή των Περιφερειών, ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας εξέτασε τον ιατρικό και διοικητικό φάκελο του προσφεύγοντος και αναφέρθηκε στο εξωεπαγγελματικό και ψυχιατρικό ιστορικό του, καθώς και στην τρέχουσα κατάσταση της υγείας και στις διευκρινίσεις του προσφεύγοντος, προκειμένου να διαπιστώσει ότι η αιτία της ασθένειάς του δεν ήταν επαγγελματική. Τούτο επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, στηρίχθηκε μόνο στο εξωεπαγγελματικό και ψυχιατρικό ιστορικό του και στην κατάσταση της υγείας του το 2014. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας επικαλείται ρητώς το ψυχιατρικό ιστορικό και άλλους εξωεπαγγελματικούς παράγοντες, όπως η υπερβολική κατανάλωση ψυχοτρόπων ουσιών και οινοπνευματωδών ποτών, οι οποίοι προκύπτουν από τον ιατρικό φάκελο, ενώ η δυσχερής επαγγελματική κατάσταση του προσφεύγοντος επίσης εμπίπτει στον ιατρικό και διοικητικό φάκελο, αλλά αναφέρεται μόνον αορίστως και απορρίπτεται χωρίς διευκρινίσεις (βλ. σκέψεις 79 έως 81 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, εάν η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας είχε εξετάσει την ύπαρξη τυχόν αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επαγγελματικής καταστάσεως και της υγείας του προσφεύγοντος, τούτο θα αποτελούσε, στη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση, αντικείμενο αναλύσεως τουλάχιστον τόσο διεξοδικής όσο και εκείνη που αφορά το ψυχιατρικό ιστορικό και την κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος το 2014. Εντούτοις, εν προκειμένω, γίνεται απλώς μνεία του ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας έλαβε υπόψη τον ιατρικό και τον διοικητικό φάκελο χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.

101    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι από την υποβληθείσα στο Γενικό Δικαστήριο δικογραφία συνάγεται ότι, μολονότι ο προσφεύγων αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας κατά το παρελθόν, δεν υπέφερε από τα προβλήματα αυτά κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στην Επιτροπή των Περιφερειών. Εντούτοις, κατά το διάστημα που ασκούσε τα καθήκοντά του στην Επιτροπή των Περιφερειών, δέχθηκε στο πλαίσιο των καθηκόντων αυτών ηθική παρενόχληση και πιέσεις και εμφάνισε κατά την περίοδο αυτή και λίγο αργότερα προβλήματα υγείας. Ωστόσο, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας προφανώς παρέλειψε να εξετάσει τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά, τα οποία εντούτοις είναι εξαιρετικά σημαντικά στη συγκεκριμένη περίπτωση.

102    Συνεπώς, στον βαθμό που το αντικείμενο των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας συνίστατο στο να θεμελιώσει ή να αποκλείσει την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ της επαγγελματικής καταστάσεως και της αναπηρίας του προσφεύγοντος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επιτροπή αυτή δεν μπορούσε, χωρίς να ερμηνεύσει εσφαλμένα την έννοια «επαγγελματική ασθένεια» και, ως εκ τούτου, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεσή της, να επιτρέψει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι στηρίχθηκε μόνο στο ψυχιατρικό και εξωεπαγγελματικό ιστορικό, καθώς και στην κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος το 2014. Τούτο ισχύει κυρίως στο μέτρο που διαπιστώθηκε από στοιχεία του διοικητικού φακέλου ότι ο προσφεύγων είχε υποστεί παρενόχληση και πιέσεις στο πλαίσιο των καθηκόντων του. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σε περίπλοκες καταστάσεις στις οποίες η ασθένεια του υπαλλήλου οφείλεται σε πλείονα αίτια, επαγγελματικά και μη, παθολογικά ή ψυχικά, έκαστο των οποίων συνετέλεσε στην εμφάνισή της, εναπόκειται στην ιατρική επιτροπή να καθορίσει αν η άσκηση των καθηκόντων στην υπηρεσία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης εμφανίζει άμεση σχέση με την ασθένεια του υπαλλήλου, π.χ. αν ο παράγοντας αυτός υπήρξε η αφορμή της εκδηλώσεως της ασθένειας. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, δεν απαιτείται για την αναγνώριση της επαγγελματικής αιτίας της ασθένειας, το μοναδικό, βασικό, προεξέχον ή κυρίαρχο αίτιο να εντοπίζεται στην άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, AE κατά Επιτροπής, F‑79/09, EU:F:2010:99, σκέψη 83).

103    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας «επαγγελματική ασθένεια», πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση εκ μέρους της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας της ανατεθείσας σε αυτήν εντολής

104    Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας, εξετάζοντας την κατάσταση της υγείας του το 2014, παρέβη την ανατεθείσα σε αυτή εντολή, η οποία έγκειται στην εκτίμηση εάν, κατά τον χρόνο της αναγνωρίσεως της αναπηρίας του το 2007, ο προσφεύγων έπασχε από ασθένεια οφειλόμενη σε επαγγελματική αιτία.

105    Η Επιτροπή των Περιφερειών εκτιμά ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας εκπλήρωσε την εντολή που της είχε ανατεθεί. Κατά την Επιτροπή των Περιφερειών, η εν λόγω επιτροπή εξήγαγε ιατρικής φύσεως συμπεράσματα από τις εργασίες της, ενώ το γεγονός ότι στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, σε «ενδελεχή ιατρική εξέταση» στην οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων την 7η Μαΐου 2014 και στο ιστορικό του δεν συνιστά παράβαση της εντολής της. Κατά την Επιτροπή των Περιφερειών, πρέπει, συναφώς, να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας «όφειλε να εκδώσει πόρισμα με αναδρομική ισχύ για το 2007», διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με μη αναγνώριση, στην εν λόγω επιτροπή, του δικαιώματος να πραγματοποιήσει το 2014 οποιαδήποτε «ενδελεχή ιατρική εξέταση» και να προβεί σε ιατρική εκτίμηση επί του συνόλου του φακέλου.

106    Επισημαίνεται ότι η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας ήταν αρμόδια, στο πλαίσιο της ανατεθείσας σε αυτή εντολής, να προβεί σε ιατρικές εκτιμήσεις επί του ζητήματος της επαγγελματικής αιτίας της αναπηρίας του προσφεύγοντος. Η εν λόγω επιτροπή αναπηρίας ήταν, επομένως, αρμόδια να διερευνήσει αν, από ιατρικής απόψεως, η αναπηρία του προσφεύγοντος ήταν ή όχι απότοκος επαγγελματικής ασθένειας οφειλόμενης στις συνθήκες εργασίας του κατά την άσκηση των καθηκόντων του στην Επιτροπή των Περιφερειών (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1987, Rienzi κατά Επιτροπής, 76/84, EU:C:1987:17, σκέψεις 9 και 12).

107    Καθόσον ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να νοηθεί ως αντλούμενος από μη τήρηση, εκ μέρους της επιτροπής αναπηρίας, των όρων της ανατεθείσας σε αυτήν εντολής για την εξέταση της αιτίας της αναπηρίας του προσφεύγοντος, υπενθυμίζεται ότι η επιτροπή αναπηρίας ήταν αρμόδια, στο πλαίσιο της ως άνω εντολής, να προβεί σε ιατρικές εκτιμήσεις και όχι σε εκτιμήσεις νομικής φύσεως επί του ζητήματος της επαγγελματικής αιτίας της αναπηρίας. Επομένως, η επιτροπή αναπηρίας όφειλε να διερευνήσει αν, από ιατρικής απόψεως, η αναπηρία του προσφεύγοντος ήταν ή όχι απότοκος επαγγελματικής ασθένειας οφειλόμενης στις συνθήκες εργασίας του (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1987, Rienzi κατά Επιτροπής, 76/84, EU:C:1987:17, σκέψεις 9 και 12).

108    Υπό το πρίσμα αυτό, διαπιστώνεται ότι η επιτροπή αναπηρίας έφερε εις πέρας, υπό τη στενή του όρου έννοια, την αποστολή που της είχε ανατεθεί, αφού με το πόρισμα της 7ης Μαΐου 2014 αποφάνθηκε ότι, από ιατρικής απόψεως, η αναπηρία του προσφεύγοντος «δεν [ήταν] απότοκος επαγγελματικής ασθένειας».

109    Βάσει των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας

110    Ο προσφεύγων επισημαίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας του χρονικού διαστήματος των 19 μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της εκδόσεως της αποφάσεως της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56), και του τέλους των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, την 10η Νοεμβρίου 2014, διαπιστώνεται υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας. Ο προσφεύγων προσάπτει στην Επιτροπή των Περιφερειών ότι συγκρότησε τη δεύτερη επιτροπή αναπηρίας μόλις την 14η Φεβρουαρίου 2014. Στη συνέχεια, προβάλλει ότι η επιτροπή αυτή συνήλθε το πρώτον την 15η Απριλίου και την 7η Μαΐου 2014. Ομοίως, ο προσφεύγων προσάπτει στον ιατρό H. ότι ανέμεινε έως τη 10η Νοεμβρίου 2014 για να αποστείλει στον εκπρόσωπό του, τον ιατρό G., τα υπογραφέντα πρακτικά των συνεδριάσεων. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται επίσης ότι, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε την 2α Δεκεμβρίου 2014, του κοινοποιήθηκε το πρώτον με επιστολή της 22ας Δεκεμβρίου 2014, αποσταλείσα την 5η Ιανουαρίου 2015.

111    Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, οι εξηγήσεις τις οποίες παραθέτει η ΑΔΑ στην απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, κατά τις οποίες ένα από τα έγγραφα είχε καταστραφεί, δεν δικαιολογούν την καθυστέρηση της αποστολής των πρακτικών.

112    Η Επιτροπή των Περιφερειών αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος.

113    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση ολοκληρώσεως των διοικητικών διαδικασιών εντός ευλόγου χρόνου συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας την τήρηση εξασφαλίζει ο δικαστής και η οποία κατοχυρώνεται ως συνιστώσα του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑86/11, EU:F:2013:56, σκέψη 135 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)

114    Εντούτοις, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία θεωρείτο αποδεδειγμένη, η παραβίαση της αρχής της μη υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας δεν θα δικαιολογούσε την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως για διαδικαστικές παρατυπίες. Συγκεκριμένα, ενδεχόμενη υπέρβαση του εύλογου χρόνου για την εξέταση της υποβληθείσας από τον προσφεύγοντα αιτήσεως περί αναγνωρίσεως της επαγγελματικής αιτίας της ασθένειας κατά το άρθρο 78 του ΚΥΚ δεν θα μπορούσε κατ’ αρχήν να έχει αντίκτυπο σ’ αυτό καθαυτό το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής αναπηρίας ούτε στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Πράγματι, μια τέτοια χρονική καθυστέρηση δεν δύναται, πλην της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων, να μεταβάλει την εκτίμηση της επιτροπής αναπηρίας περί της επαγγελματικής αιτίας της αναπηρίας κατά το άρθρο 78 του ΚΥΚ (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2009, V κατά Επιτροπής, F‑33/08, EU:F:2009:141, σκέψη 210· πρβλ., επίσης, απόφαση της 11ης Απριλίου 2006, Angeletti κατά Επιτροπής, T‑394/03, EU:T:2006:111, σκέψη 163). Μολονότι είναι ακριβές ότι η διάρκεια διαδικασίας ιατρικής φύσεως δύναται να έχει αντίκτυπο στην αξιολόγηση της σοβαρότητας και των επιπτώσεων παθήσεως και να καταστήσει δυσχερέστερη την εξέταση των αιτίων της (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, AE κατά Επιτροπής, F‑79/09, EU:F:2010:99, σκέψη 102), εν προκειμένω όχι μόνο δεν αποδεικνύεται, αλλά ούτε καν υποστηρίζεται ότι η υπέρμετρη διάρκεια της διαδικασίας επηρέασε τα στοιχεία ουσίας επί των οποίων η επιτροπή αναπηρίας θεμελίωσε το πόρισμά της. Συνεπώς, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, η υπέρμετρη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε δεν δύναται να επηρεάσει τη νομιμότητα του πορίσματος της επιτροπής αναπηρίας ούτε, κατ’ επέκταση, τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

115    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι κακώς ο προσφεύγων επιρρίπτει τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος 19 μηνών και τη συνακόλουθη ευθύνη λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας στην Επιτροπή των Περιφερειών. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, η Επιτροπή των Περιφερειών ζήτησε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ορίσει τρίτο ιατρό κατόπιν αιτήσεως του προσφεύγοντος. Πάντως, η Επιτροπή των Περιφερειών ενημερώθηκε για τον διορισμό του ιατρού H. μόλις τον Φεβρουάριο 2014. Περαιτέρω, από την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ του ιατρού M. και του ιατρού G. προκύπτει ότι αυτός εξέφρασε, τη 19η Σεπτεμβρίου 2013, την προτίμησή του για τον ιατρό L., τον οποίο είχε προτείνει ο ιατρός M. Μόλις την 8η Νοεμβρίου 2013 ο προσφεύγων ενημέρωσε την Επιτροπή των Περιφερειών ότι ούτε ο ίδιος ούτε ο ιατρός G. είχαν συμφωνήσει με τον διορισμό του ιατρού L. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ο ίδιος ο προσφεύγων συνετέλεσε στην καθυστέρηση που προκλήθηκε λόγω του διορισμού ιατρού από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

116    Κατά συνέπεια, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας

117    Ο προσφεύγων προβάλλει ότι το γεγονός ότι η ΑΔΑ ζήτησε τη γνώμη μόνον του ιατρού M., ο οποίος συζήτησε αποκλειστικά με τον ιατρό H., χωρίς να ενημερώσει τον ιατρό G., συνιστά παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας.

118    Η Επιτροπή των Περιφερειών εκτιμά, παραπέμποντας στις συνεδριάσεις της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας της 15ης Απριλίου και της 7ης Μαΐου 2014 καθώς και στα έγγραφα που αντηλλάγησαν στη συνέχεια, ότι κάθε μέλος της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας είχε τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή του και, ως εκ τούτου, η εν λόγω αρχή δεν παραβιάστηκε. Η Επιτροπή των Περιφερειών υπενθυμίζει επίσης ότι τα πραγματικά περιστατικά της κρινόμενης υποθέσεως είναι παρόμοια με εκείνα της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56), με την οποία κρίθηκε ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της συλλογικότητας.

119    Κατά πάγια νομολογία, η επιτροπή αναπηρίας οφείλει να εκτελεί τις εργασίες της κατά τρόπο συλλογικό, ενώ έκαστο των μελών της πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκφράζει ελεύθερα την άποψή του (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 1990, V. κατά Κοινοβουλίου, T‑54/89, EU:T:1990:71, σκέψη 34, και της 27ης Φεβρουαρίου 2003, Camacho-Fernandes κατά Επιτροπής, T‑20/00, EU:T:2003:47, σκέψεις 45 επ.).

120    Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν παραβιάστηκε η προβαλλόμενη από τον προσφεύγοντα αρχή. Πράγματι, η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας συνεδρίασε δύο φορές, την 15η Απριλίου και την 7η Μαΐου 2014. Κατά τις συνεδριάσεις αυτές, κάθε ιατρός, αφού έλαβε γνώση του συνόλου του ιατρικού και διοικητικού φακέλου του προσφεύγοντος, είχε τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του, τόσο προφορικώς όσο και εγγράφως. Οι ιατροί M. και H. εξέδωσαν υπογεγραμμένο πόρισμα και ο ιατρός G. είχε τη δυνατότητα να εκδώσει το αντίθετο πόρισμά του. Επιπροσθέτως, οι εν λόγω τρεις ιατροί είχαν τη δυνατότητα να συντάξουν την έκθεσή τους η οποία, στη συνέχεια, περιελήφθη στον ιατρικό φάκελο. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας από τη δεύτερη επιτροπή αναπηρίας.

121    Συνεπώς, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

122    Συνεπώς, ο τέταρτος, ο έβδομος και ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Αντιθέτως, δεδομένου ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας, και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας «επαγγελματική ασθένεια», έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί βάσει των λόγων αυτών.

 Επί των λόγων ακυρώσεως που στηρίζονται σε περιστάσεις μεταγενέστερες της εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως και επί του αποζημιωτικού αιτήματος

123    Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 56 και 57 ανωτέρω, ο πρώτος, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ωστόσο, οι παρανομίες που προβάλλονται με τους λόγους αυτούς πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο του αποζημιωτικού αιτήματος.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 78 του ΚΥΚ λόγω ελλείψεως ελέγχου των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας

124    Ο προσφεύγων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις αιτιάσεις προκειμένου να αποδείξει ότι η ΑΔΑ δεν τήρησε την υποχρέωσή της να ελέγχει τις εργασίες της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας. Πρώτον, η ΑΔΑ έσφαλε δεδομένου ότι αρνήθηκε να εξετάσει τον ιατρικό φάκελο του προσφεύγοντος μολονότι κλήθηκε να το πράξει. Δεύτερον, η ΑΔΑ έσφαλε δεδομένου ότι περιορίστηκε να υποβάλει ερωτήσεις στον ιατρό M. (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω) σχετικά με τη νομιμότητα των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας προκειμένου να βεβαιωθεί ότι οι εν λόγω εργασίες διεξήχθησαν κατά τρόπο σύννομο. Κατά τον προσφεύγοντα, η προσέγγιση αυτή καταλήγει να απαλλάξει την ΑΔΑ από την υποχρέωση ελέγχου την οποία υπέχει και καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τον έλεγχο αυτό. Τρίτον, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η ΑΔΑ παρέβη τις διαδικαστικές εγγυήσεις λόγω του ότι υπέβαλε μόνον στον ορισθέντα από την Επιτροπή των Περιφερειών ιατρό ερωτήσεις προκειμένου να απαντήσει στα ζητήματα σχετικά με τον έλεγχο της νομιμότητας των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, γεγονός που συνιστά μεταξύ άλλων παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας.

125    Η Επιτροπή των Περιφερειών αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος.

126    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, η Επιτροπή των Περιφερειών υποστηρίζει ότι ο έλεγχος της ΑΔΑ έχει περιορισμένο χαρακτήρα και ότι πράγματι διενεργήθηκε από αυτήν, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες.

127    Η Επιτροπή των Περιφερειών παραπέμπει στο έγγραφο με τίτλο «Εγχειρίδιο διαδικασίας σχετικά με την επιτροπή αναπηρίας» και υπενθυμίζει ότι το έγγραφο αυτό κατοχυρώνει, με τον τίτλο IV «Λειτουργία της επιτροπής αναπηρίας», την ανεξαρτησία και το απόρρητο των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας. Ως εκ τούτου, η ΑΔΑ δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που συμπεριελήφθησαν στις εργασίες αυτές και είχε στη διάθεσή της, για να εκδώσει την απόφασή της, μόνον το πόρισμα της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, το οποίο δεν περιέχει πληροφορίες ιατρικής φύσεως.

128    Η Επιτροπή των Περιφερειών ισχυρίζεται επίσης ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, η ΑΔΑ δεν όφειλε να εξετάσει τον ιατρικό φάκελο. Στον προσφεύγοντα εναπόκειται να γνωστοποιήσει, αν είναι αναγκαίο, ρητώς στην ΑΔΑ τα στοιχεία του ιατρικού φακέλου ενόψει της εξετάσεως της διοικητικής ενστάσεώς του, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τη συνάφεια που αυτός εντοπίζει με τις προβαλλόμενες με τη διοικητική ένσταση αιτιάσεις.

129    Εξάλλου, ο προσφεύγων κάλεσε την ΑΔΑ να εξετάσει τον ιατρικό φάκελο μετά την υποβολή της διοικητικής ενστάσεως.

130    Περαιτέρω, η Επιτροπή των Περιφερειών υπενθύμισε ότι οι καθαυτό ιατρικές εκτιμήσεις δεν μπορούν να προσβληθούν στο πλαίσιο διαδικασιών προσφυγής. Λόγω του περιορισμένου χαρακτήρα του ελέγχου της ΑΔΑ στο πλαίσιο αυτό, αυτή οφείλει απλώς να εκτιμήσει σωστά τα πραγματικά περιστατικά και να μεριμνήσει για την ορθή εφαρμογή των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων στο πλαίσιο των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας.

131    Συνακόλουθα, η Επιτροπή των Περιφερειών επισημαίνει ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΑΔΑ ότι δεν εκτίμησε σωστά τα πραγματικά περιστατικά ή ότι παρέβη τις εφαρμοστέες νομοθετικές διατάξεις.

132    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή των Περιφερειών εκτιμά ότι τήρησε τους εφαρμοστέους κανόνες υποβάλλοντας ερωτήσεις στον ιατρό M. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή των Περιφερειών υποστηρίζει ότι, επιλέγοντας να συλλέξει τις απαιτούμενες για την εξέταση της διοικητικής ενστάσεως πληροφορίες μέσω ενός ερωτηματολογίου, η ΑΔΑ επέλεξε τον λιγότερο παρεμβατικό τρόπο ώστε να μη θιγεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, το ιατρικό απόρρητο και η προστασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.

133    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση κατά την οποία η ΑΔΑ έσφαλε υποβάλλοντας ερωτήσεις μόνον στον ορισθέντα από το θεσμικό όργανο ιατρό, η Επιτροπή των Περιφερειών ισχυρίζεται ότι οι ερωτήσεις που έθεσε η ΑΔΑ ήταν αρκούντως ουδέτερες και ακριβείς προκειμένου να λάβει αντικειμενικές απαντήσεις από τον ιατρό αυτό. Πέραν αυτού, η Επιτροπή των Περιφερειών απλώς υπενθυμίζει, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν το επάγγελμα του ιατρού M., ότι δεν φαίνεται πιθανό αυτός να παρέβη το καθήκον ανεξαρτησίας που υπέχει. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ζητήθηκε από τον ιατρό M. να απαντήσει στις ερωτήσεις ελέγχου δεν παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας. Μια τέτοια εκτίμηση θα ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση της αμεροληψίας της ΑΔΑ όταν αποφαίνεται επί διοικητικής ενστάσεως.

134    Περαιτέρω, η Επιτροπή των Περιφερειών υποστηρίζει ότι οι τρεις ιατροί από τους οποίους απαρτίστηκε η δεύτερη επιτροπή αναπηρίας ορίσθηκαν σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες και είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους κατά τις συνεδριάσεις της 15ης Απριλίου και της 7ης Μαΐου 2014, πράγμα που όντως έπραξαν. Κατά την Επιτροπή των Περιφερειών, μόνο μετά το πέρας των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας και την υποβολή της διοικητικής ενστάσεως –με την οποία ο προσφεύγων, με τη βοήθεια ενδεχομένως του ιατρού του, είχε τη δυνατότητα να προβάλει τις αιτιάσεις του– υποβλήθηκαν ερωτήσεις στον ιατρό M.

135    Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση κατά την οποία η ΑΔΑ δεν προέβη σε επαρκή έλεγχο των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας αρνούμενη να εξετάσει τον ιατρικό φάκελο, πρέπει καταρχάς να γίνει δεκτό, όπως επισημαίνει η Επιτροπή των Περιφερειών, ότι, μολονότι ο προσφεύγων ήρε το απόρρητο των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας, όφειλε να γνωστοποιήσει ρητώς στην ΑΔΑ τα στοιχεία του ιατρικού φακέλου ενόψει της εξετάσεως της διοικητικής ενστάσεώς του, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τη συνάφεια που αυτός εντοπίζει με τις προβαλλόμενες με τη διοικητική ένσταση αιτιάσεις.

136    Υπογραμμίζεται ότι, εν προκειμένω, η ΑΔΑ επέστησε την προσοχή του ιατρού M. ως προς τα κύρια σημεία που οδήγησαν στην ακύρωση της αποφάσεως της πρώτης επιτροπής αναπηρίας με την απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56). Συγκεκριμένα, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 2ας Απριλίου 2014, η ΑΔΑ, υπό το πρίσμα της αποφάσεως αυτής, υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, πόσο σημαντικό είναι για την επιτροπή αναπηρίας να έχει εκ των προτέρων στην κατοχή της όλα τα δεδομένα, να τηρήσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως (γενικής και ειδικής), να διενεργήσει ιατρική εξέταση και να προβεί σε πρόσθετες εξετάσεις εάν τούτο είναι αναγκαίο, να διαβιβάσει το πόρισμά της στη Διοίκηση και να συμπληρώσει τον ιατρικό φάκελο με μία τουλάχιστον συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση.

137    Ωστόσο, με βάση τα προεκτεθέντα και το γεγονός ότι ο προσφεύγων προέβαλε, με τη διοικητική ένστασή του, πλείονα επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι όχι μόνον το πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας, αλλά και η συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση, πάσχουν έλλειψη νομιμότητας, ιδίως υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56), η Επιτροπή των Περιφερειών όφειλε, τουλάχιστον, να εξετάσει την εν λόγω έκθεση. Συναφώς, όταν ο προσφεύγων ζήτησε από την Επιτροπή των Περιφερειών να εξετάσει τον ιατρικό φάκελό του, αυτή απάντησε με ηλεκτρονικό μήνυμα της 8ης Ιουνίου 2015 ως εξής: «[Δ]εν επιθυμούμε να ζητήσουμε πρόσβαση στη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση στο πλαίσιο της διαδικασίας απαντήσεως επί της διοικητικής ενστάσεως».

138    Επιβάλλεται η εκτίμηση ότι η παράλειψη εξετάσεως του εν λόγω εγγράφου, μολονότι ο προσφεύγων κάλεσε την ΑΔΑ να το εξετάσει ως σημαντικό στοιχείο για την εξέταση της διοικητικής ενστάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ως παράλειψη ελέγχου των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας. Είναι βεβαίως ορθό ότι ο ιατρικός φάκελος είναι απόρρητος και ότι η Επιτροπή των Περιφερειών δεν μπορούσε να τον εξετάσει πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά τουλάχιστον μπορούσε να δεχθεί να ανατρέξει στη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση κατά τον χρόνο εξετάσεως της διοικητικής ενστάσεως και αφότου ο προσφεύγων την κάλεσε να το πράξει. Τούτο θα είχε πράγματι παράσχει στην Επιτροπή των Περιφερειών τη δυνατότητα να διακριβώσει εάν η επιτροπή αναπηρίας είχε τηρήσει τις νόμιμες και διαδικαστικές υποχρεώσεις που υπείχε χωρίς ωστόσο να αποφανθεί επί των ιατρικών εκτιμήσεων.

139    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, η ΑΔΑ απευθύνθηκε στον ορισθέντα από την Επιτροπή των Περιφερειών ιατρό για να του θέσει σειρά ερωτήσεων προκειμένου αυτή να απαντήσει στη διοικητική ένσταση.

140    Ωστόσο, περιοριζόμενη στην υποβολή των ερωτήσεων αυτών στον ορισθέντα από το θεσμικό όργανο ιατρό και ερειδόμενη αποκλειστικά στις περιεχόμενες στο σημείωμα της 8ης Μαΐου 2015 απαντήσεις του, η ΑΔΑ δεν βεβαιώθηκε ότι είχε ελέγξει, επαρκώς, τη νομιμότητα των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας. Συγκεκριμένα, παραλείποντας να ζητήσει πληροφορίες από τους άλλους δύο ιατρούς και αρνούμενη να εξετάσει τη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση, η ΑΔΑ σχημάτισε μερική μόνον αντίληψη ως προς τις εργασίες της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας. Ωστόσο, εν προκειμένω, ήταν ιδιαίτερα σημαντικό η ΑΔΑ να βεβαιωθεί ότι είχε ολοκληρωμένη αντίληψη των εν λόγω εργασιών ώστε να ελέγξει τη νομιμότητά τους, κυρίως λαμβανομένων υπόψη των μακροχρόνιων διαδικασιών μεταξύ του προσφεύγοντος και της Επιτροπής των Περιφερειών.

141    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, «[κ]ατά το άρθρο 41 του Χάρτη, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, μεταξύ άλλων, στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης [και ότι η] επιταγή αυτή της αμεροληψίας καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας υπάλληλος της οικείας αρχής δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς» (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 155).

142    Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ελλείψει ενημερώσεως από τους άλλους ιατρούς μέλη της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, η ΑΔΑ δεν μπόρεσε να διασφαλίσει ότι προέβη στην εξέταση της νομιμότητας των εργασιών της επιτροπής αυτής κατά τρόπον αποκλείοντα κάθε αμφιβολία ως προς την αμεροληψία της. Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι, σε περιπτώσεις όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, η ΑΔΑ όφειλε να βεβαιωθεί όχι μόνον ότι η Επιτροπή των Περιφερειών ενήργησε κατά τρόπο αμερόληπτο, αλλά και ότι οι ενέργειές της έγιναν αντιληπτές ως αμερόληπτες όσον αφορά τον προσφεύγοντα και τους τρίτους. Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων, με τη διοικητική ένστασή του, είχε ήδη αμφισβητήσει την αμεροληψία του ιατρού M. Οι αμφιβολίες του στηρίχθηκαν στο γεγονός ότι ο ιατρός αυτός είχε εκφράσει δυσμενή ως προς τον προσφεύγοντα άποψη κατά την πρώτη συνεδρίαση της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας μολονότι δεν είχε διενεργηθεί καμία ιατρική εξέταση, πολύ δε περισσότερο η «ενδελεχής» ιατρική εξέταση της οποίας γίνεται μνεία στο πρακτικό της δεύτερης συνεδριάσεως της 7ης Μαΐου 2015.

143    Επομένως, η Επιτροπή των Περιφερειών δεν διενήργησε πλήρη έλεγχο των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας και δεν διασφάλισε επαρκώς την αρχή της αμεροληψίας.

144    Κατά συνέπεια οι τρεις αιτιάσεις που προβάλλονται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι βάσιμες και θα ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση του αποζημιωτικού αιτήματος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του καθήκοντος μέριμνας

145    Ο προσφεύγων προβάλλει ότι η έλλειψη ελέγχου και η παράβαση των διαδικαστικών εγγυήσεων, όπως επισημαίνονται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, είχαν περιέλθει σε γνώση της Επιτροπής των Περιφερειών, η οποία όφειλε, συνεπώς, να αντιδράσει, πράγμα που ωστόσο δεν συνέβη. Επομένως, τούτο συνιστά παράβαση του καθήκοντος μέριμνας.

146    Η Επιτροπή των Περιφερειών ισχυρίζεται ότι η ΑΔΑ οφείλει να μην παρεμβαίνει στις εργασίες της επιτροπής αναπηρίας η οποία οφείλει να ενεργεί ανεξάρτητα. Εκτιμά επίσης ότι η ΑΔΑ ορθώς βεβαιώθηκε σχετικά με τη νομιμότητα των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας θέτοντας ερωτήσεις στον ιατρό M. Επίσης, η Επιτροπή των Περιφερειών υπενθυμίζει ότι αντηλλάγησαν πλείονα ηλεκτρονικά μηνύματα και πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις μεταξύ του προσφεύγοντος και των υψηλότερα ισταμένων της Επιτροπής των Περιφερειών. Επομένως, η Επιτροπή των Περιφερειών δεν παρέβη το καθήκον μέριμνας που υπέχει.

147    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, το καθήκον μέριμνας της Διοικήσεως και η αρχή της χρηστής διοικήσεως που αυτή οφείλει να τηρεί επιβάλλουν στην ΑΔΑ, όταν αποφασίζει σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να έχουν επιρροή στην απόφασή της και να ενεργεί με βάση όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και εκείνο του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου (διάταξη της 7ης Ιουνίου 1991, Weyrich κατά Επιτροπής, T‑14/91, EU:T:1991:28, σκέψη 50).

148    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της αρχής αυτής και όσων προεκτέθηκαν, όσον αφορά τον διενεργηθέντα εν προκειμένω από την ΑΔΑ έλεγχο, ήταν προς το συμφέρον της υπηρεσίας και του προσφεύγοντος να λάβει υπόψη η ΑΔΑ όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να έχουν επιρροή στην απόφασή της. Προς τούτο, η ΑΔΑ όφειλε να εξετάσει, εκτός από το πόρισμα της 7ης Μαΐου 2014, και τη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση και τις γνωματεύσεις των τριών ιατρών που ήταν μέλη της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας προκειμένου να σχηματίσει πληρέστερη άποψη επί του φακέλου. Στο μέτρο που αυτό δεν συνέβη, η ΑΔΑ παρέβη επίσης το καθήκον μέριμνας το οποίο υπέχει. Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης διάρκειας του συνόλου των διάφορων διαδικασιών μεταξύ του προσφεύγοντος και της Επιτροπής των Περιφερειών και του γεγονότος ότι ο προσφεύγων ήταν δυνατόν να διατηρεί αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του ορισθέντος από το θεσμικό όργανο ιατρού, η Επιτροπή των Περιφερειών όφειλε να βεβαιωθεί ότι τέτοιες αμφιβολίες δεν είχαν λόγο υπάρξεως. Εντούτοις, παραλείποντας να λάβει σχετικά μέτρα, η Επιτροπή των Περιφερειών δεν τήρησε το καθήκον μέριμνας το οποίο υπέχει.

149    Επομένως ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να κριθεί βάσιμος και να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση του αποζημιωτικού αιτήματος.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ

150    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η Επιτροπή των Περιφερειών δεν εκτέλεσε την απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56). Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, περιοριζόμενη στην υποβολή ερωτήσεων στον ορισθέντα από το θεσμικό όργανο ιατρό, η ΑΔΑ δεν άσκησε αποτελεσματικό έλεγχο των εργασιών της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας.

151    Η Επιτροπή των Περιφερειών αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος και υποστηρίζει ότι εκτέλεσε αποτελεσματικά την απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56).

152    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως, από τον δικαστή, πράξεως θεσμικού οργάνου, απόκειται στο όργανο αυτό, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα που επάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως. Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να συμμορφωθεί με την ακυρωτική δικαστική απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχεται η ακυρωθείσα πράξη υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνον το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο συνιστά το αναγκαίο του έρεισμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια των όσων κρίθηκαν με το διατακτικό. Ειδικότερα, στο σκεπτικό αυτό, αφενός, προσδιορίζεται η διάταξη που θεωρείται παράνομη και, αφετέρου, παρατίθενται οι λόγοι της ελλείψεως νομιμότητας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και τους οποίους το οικείο όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως (βλ. διάταξη της 29ης Ιουνίου 2005, Παππάς κατά Επιτροπής των Περιφερειών, T‑254/04, EU:T:2005:260, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

153    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ επιβάλλει στο οικείο θεσμικό όργανο την υποχρέωση να φροντίσει ώστε η πράξη που θα αντικαταστήσει την ακυρωθείσα να μην εμφανίζει τις ίδιες παρατυπίες με αυτές που προσδιόρισε η ακυρωτική απόφαση (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2010, ΓΕΕΑ κατά Simões Dos Santos, T‑260/09 P, EU:T:2010:461, σκέψεις 70 έως 72).

154    Όσον αφορά τα αποτελέσματα της ακυρώσεως πράξεως από τον δικαστή, αυτή ενεργεί ex tunc και επομένως εξαφανίζει αναδρομικά την ακυρωθείσα πράξη από την έννομη τάξη. Το καθού θεσμικό όργανο υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εξουδετερώσει τα αποτελέσματα των διαπιστωθεισών παρανομιών, πράγμα που συνεπάγεται, στην περίπτωση ήδη εκτελεσθείσας πράξης, την επαναφορά του προσφεύγοντος στη νομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ακριβώς πριν από την έκδοση της εν λόγω πράξεως (διάταξη της 29ης Ιουνίου 2005, Παππάς κατά Επιτροπής των Περιφερειών, T‑254/04, EU:T:2005:260, σκέψη 37, και απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Αγγελίδης κατά Κοινοβουλίου, F‑104/08, EU:F:2010:23, σκέψη 36).

155    Με γνώμονα τις αρχές αυτές πρέπει να εξεταστεί εάν, εν προκειμένω, η Επιτροπή των Περιφερειών εκτέλεσε ορθώς την απόφαση της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56).

156    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι ο προσφεύγων απέδειξε, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή των Περιφερειών δεν έλεγξε, επαρκώς, τις εργασίες της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας. Ωστόσο, η εν λόγω έλλειψη ελέγχου δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή των Περιφερειών παρέβη το άρθρο 266 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, απόκειται επίσης στον προσφεύγοντα να διευκρινίσει, υπό το πρίσμα της μνημονευόμενης στις σκέψεις 152 έως 154 ανωτέρω νομολογίας, με ποιον τρόπο η εν λόγω έλλειψη ελέγχου συνέβαλε σε παράβαση της υποχρεώσεως εκτελέσεως της αποφάσεως της 7ης Μαΐου 2013, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών (F‑86/11, EU:F:2013:56), πράγμα που δεν έπραξε εν προκειμένω.

157    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός δεν θα ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του αποζημιωτικού αιτήματος.

 Επί του αποζημιωτικού αιτήματος

158    Ο προσφεύγων ζητεί αποζημίωση ύψους 5 000 ευρώ λόγω των παρανομιών που συνετέλεσαν στην κατάσταση αναμονής και αβεβαιότητας στην οποία βρίσκεται και αποζημίωση ύψους 20 000 ευρώ λόγω της παραβάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής των Περιφερειών, του άρθρου 266 ΣΛΕΕ.

159    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είχε ως συνέπεια να τεθεί εκ νέου σε κατάσταση αναμονής ως προς την οριστική περάτωση της διαδικασίας που κινήθηκε βάσει του άρθρου 78 του ΚΥΚ, κατόπιν της αναγνωρίσεως της αναπηρίας του η οποία ανάγεται στον Ιούνιο του 2007. Κατά τον προσφεύγοντα, σε μια τέτοια παράταση της καταστάσεως αναμονής και αβεβαιότητας που προκλήθηκε λόγω του παράνομου χαρακτήρα τόσο της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2010 όσο και της προσβαλλόμενης αποφάσεως οφείλεται η ηθική βλάβη την οποία προβάλλει ότι υπέστη.

160    Περαιτέρω, ο προσφεύγων προβάλλει τη βαρύτητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τη φύση της διαπραχθείσας παρανομίας και τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε η παράβαση. Επισημαίνει επίσης ότι η ίδια η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία συνέβαλε στη διαπίστωση άλλων παρανομιών, καταδεικνύοντας ότι η Επιτροπή των Περιφερειών αρνήθηκε να ασκήσει την αρμοδιότητα που της έχει απονεμηθεί και ζήτησε, μεταξύ άλλων, δύο φορές, τη μονομερή άποψη του ορισθέντος από το θεσμικό όργανο ιατρού.

161    Κατά τον προσφεύγοντα, η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε, καθόσον η βλάβη οφείλεται στη σοβαρή κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας την οποία δημιούργησε ο παράνομος χαρακτήρας της αποφάσεως αυτής.

162    Η Επιτροπή των Περιφερειών αντικρούει το αίτημα αποζημιώσεως του προσφεύγοντος. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε την ηθική βλάβη που υπέστη, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως ενέχει παράνομο χαρακτήρα και ότι δεν συντρέχει παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ.

163    Όσον αφορά το βάσιμο του αποζημιωτικού αιτήματος του προσφεύγοντος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ευθύνη της Ένωσης προϋποθέτει τη συνδρομή συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Lucaccioni κατά Επιτροπής, T‑551/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:751, σκέψη 122).

164    Υπενθυμίζεται ότι έχει κριθεί ότι οι αγωγές για την αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από θεσμικό όργανο σε μόνιμο υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού, οι οποίες ασκούνται βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, διέπονται από ιδιαίτερους και ειδικούς κανόνες σε σχέση με τους κανόνες που απορρέουν από τις γενικές αρχές που διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 268 και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, από τον ΚΥΚ προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τους άλλους ιδιώτες, ο μόνιμος υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης συνδέεται με το θεσμικό όργανο στο οποίο εργάζεται με σχέση εργασίας που περιλαμβάνει ισορροπία συγκεκριμένων αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, την οποία αντανακλά το καθήκον μέριμνας του θεσμικού οργάνου έναντι του ενδιαφερομένου. Κατά συνέπεια, όταν ενεργεί ως εργοδότρια, η Ένωση υπέχει αυξημένη ευθύνη, που εκδηλώνεται με την υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών που προκαλεί στο προσωπικό της κάθε παρανομία της ως εργοδότριας, χωρίς να απαιτείται, για να αποδειχθεί η εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικού οργάνου στο πλαίσιο των ενδίκων διαφορών μεταξύ υπαλλήλων και θεσμικών οργάνων, να αποδειχθεί η ύπαρξη «κατάφωρης παραβιάσεως» ή «πρόδηλης και σοβαρής υπερβάσεως» εκ μέρους του θεσμικού οργάνου των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει (βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2013, Goetz κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑89/11, EU:F:2013:83, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

165    Κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση παράνομης πράξεως μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτήν, πρόσφορη και, καταρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η πράξη αυτή, εκτός αν ο προσφεύγων-ενάγων αποδεικνύει ότι έχει υποστεί ηθική βλάβη η οποία μπορεί να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2011, F‑98/07, Petrilli κατά Επιτροπής, EU:F:2011:119, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

166    Ακριβώς υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστεί το αποζημιωτικό αίτημα του προσφεύγοντος.

167    Όσον αφορά την παρανομία ή το πταίσμα που μπορεί να καταλογιστεί στην Επιτροπή των Περιφερειών, επισημαίνεται, πρώτον, ότι δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω ότι η Επιτροπή των Περιφερειών παρέβη το άρθρο 266 ΣΛΕΕ.

168    Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, έγινε δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση η οποία επικύρωσε το πόρισμα της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας βαρύνεται με έλλειψη αιτιολογίας και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Είναι επίσης σημαντική η επισήμανση, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, ότι διαπράχθηκαν άλλες παρανομίες κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Συναφώς, διαπιστώθηκε ότι η Επιτροπή των Περιφερειών άσκησε ανεπαρκή έλεγχο στις εργασίες της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, παραβίασε την αρχή της αμεροληψίας και παρέβη το καθήκον μέριμνας. Σκόπιμο είναι να ληφθεί υπόψη συναφώς ότι, όπως ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ο προσφεύγων στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής του, οι παρανομίες τις οποίες ενέχει η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Συγκεκριμένα, εάν η ΑΔΑ δεν στηριζόταν αποκλειστικά στο σημείωμα της 8ης Μαΐου 2015, αλλά είχε κινητοποιηθεί για να ασκήσει επαρκή έλεγχο στις εργασίες της επιτροπής αναπηρίας, μεταξύ άλλων ανταποκρινόμενη στην πρόσκληση του προσφεύγοντος να εξετάσει τη συγκεφαλαιωτική ιατρική έκθεση και θέτοντας ερωτήσεις στους λοιπούς ιατρούς της δεύτερης επιτροπής αναπηρίας, θα ήταν δυνατό να άρει τις παρανομίες που ενέχει η προσβαλλόμενη απόφαση. Παραλείποντας να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή των Περιφερειών συνέβαλε στην παρατεταμένη κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας του προσφεύγοντος.

169    Τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι, εν προκειμένω, η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο προσφεύγων. Συγκεκριμένα, λόγω του παράνομου χαρακτήρα της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των παρανομιών που διαπράχθησαν κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, ο προσφεύγων βρίσκεται εκ νέου στην ίδια κατάσταση αναμονής και αβεβαιότητας με εκείνη που προκλήθηκε λόγω του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2010. Μια τέτοια παράταση της καταστάσεως αναμονής και αβεβαιότητας που προκαλείται λόγω του παράνομου χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστά ηθική βλάβη, η οποία δύναται ήδη στο στάδιο αυτό να ικανοποιηθεί, με την ικανοποίηση δε αυτής βαρύνεται η Επιτροπή των Περιφερειών, η οποία πρέπει να καταβάλει πρόσφορη χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας θα προσδιορισθεί ex aequo et bono (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Lucaccioni κατά Επιτροπής, T‑551/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:751, σκέψη 144).

170    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω περιστάσεων, διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων υπέστη βέβαιη και ευθέως καταλογιστέα στη συμπεριφορά της Επιτροπής των Περιφερειών ηθική βλάβη. Κατά συνέπεια, το ύψος του ποσού που πρέπει να καταβληθεί στον προσφεύγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, λόγω των παρανομιών που διέπραξε η Επιτροπή των Περιφερειών, πρέπει να καθοριστεί, ex æquo et bono, σε 5 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

171    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή των Περιφερειών ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του Προεδρείου της Επιτροπής των Περιφερειών της 2ας Δεκεμβρίου 2014, περί μη αναγνωρίσεως της επαγγελματικής αιτίας της ασθένειας στην οποία οφείλεται η αναπηρία του Robert McCoy κατά την έννοια του άρθρου 78, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

2)      Υποχρεώνει την Επιτροπή των Περιφερειών να καταβάλει στον Robert McCoy το ποσό των 5 000 ευρώ.

3)      Καταδικάζει την Επιτροπή των Περιφερειών στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Schalin

Costeira

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Οκτωβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.