Language of document : ECLI:EU:C:2018:951

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

της 22ας Νοεμβρίου 2018 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Διάταξη ασφαλιστικών μέτρων – Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις χορηγηθείσες από τις ισπανικές αρχές σε ορισμένους ποδοσφαιρικούς συλλόγους – Χορήγηση εγγυήσεως από δημόσιο φορέα για δάνεια τριών ποδοσφαιρικών συλλόγων της Αυτόνομης Κοινότητας της Βαλένθια – Απόφαση με την οποία οι ενισχύσεις κρίνονται ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά – Εντολή ανακτήσεως – Αναστολή εκτελέσεως – Επείγον – Αιτιολογία – Αποτελεσματική δικαστική προστασία»

Στην υπόθεση C‑315/18 P(R),

με αντικείμενο αναίρεση δυνάμει του άρθρου 57, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 8 Μαΐου 2018,

Valencia Club de Fútbol SAD, με έδρα τη Βαλένθια (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τους J. R. García‑Gallardo Gil‑Fournier και A. Guerrero Righetto, abogados,

αναιρεσείων,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Stromsky και G. Luengo, καθώς και από την P. Němečková,

αναιρεσίβλητη,

το Βασίλειο της Ισπανίας,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα G. Hogan,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, ο Valencia Club de Fútbol SAD (στο εξής: Valencia CF) ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Μαρτίου 2018, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T‑732/16 R, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2018:171), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του περί αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως (ΕΕ) 2017/365 της Επιτροπής, της 4ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36387 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (πρώην 2013/CP) που χορήγησε η Ισπανία στον Valencia Club de Fútbol [SAD], στον Hércules Club de Fútbol [SAD] και στον Elche Club de Fútbol [SAD] (ΕΕ 2017, L 55, σ. 12, στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το ιστορικό της διαφοράς

2        Ο αναιρεσείων, Valencia CF, είναι επαγγελματικός ποδοσφαιρικός σύλλογος που ιδρύθηκε το 1919 και αγωνίζεται στην πρώτη κατηγορία του ισπανικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου.

3        Το 2012 και το 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημερώθηκε για την ύπαρξη εικαζόμενων κρατικών ενισχύσεων χορηγηθεισών από την Generalitat Valenciana υπό μορφή εγγυήσεων για τραπεζικά δάνεια τριών ποδοσφαιρικών συλλόγων της Αυτόνομης Κοινότητας της Βαλένθια, μεταξύ των οποίων ο σύλλογος Valencia CF.

4        Στις 4 Ιουλίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση. Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 1, ότι το Βασίλειο της Ισπανίας χορήγησε παρανόμως κρατικές ενισχύσεις ασύμβατες με την εσωτερική αγορά, ιδίως στο Fundación Valencia Club de Fútbol (στο εξής: Fundacion Valencia), αφενός, ύψους 19 193 000 ευρώ, υπό μορφή κρατικής εγγυήσεως παρασχεθείσας από το Instituto Valenciano de Finanzas, ήτοι τον χρηματοπιστωτικό φορέα που ανήκει στην Generalitat Valenciana, για τραπεζικό δάνειο που είχε χορηγηθεί στο Fundación Valencia με σκοπό την απόκτηση μετοχών του Valencia CF, στο πλαίσιο της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου του τελευταίου και, αφετέρου, ύψους 1 188 000 ευρώ, για την πληρωμή οφειλόμενων κεφαλαίων, τόκων και δαπανών του εν λόγω εγγυημένου τραπεζικού δανείου. Με τα άρθρα 2 έως 4 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στο Βασίλειο της Ισπανίας την υποχρέωση να προβεί στην άμεση και πραγματική ανάκτηση των επίμαχων κρατικών ενισχύσεων από τον Valencia CF, πλέον τόκων από την ημερομηνία κατά την οποία οι ενισχύσεις τέθηκαν στη διάθεση αυτού του δικαιούχου, και να της υποβάλει τις πληροφορίες που αφορούν την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

5        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Οκτωβρίου 2016, ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή με την οποία ζητούσε, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

6        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Οκτωβρίου 2016, ο αναιρεσείων υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου, πρώτον, να ανασταλεί η εκτέλεση των άρθρων 3 και 4 της επίδικης αποφάσεως κατά το μέρος που η Επιτροπή διέτασσε την ανάκτηση των επίμαχων κρατικών ενισχύσεων που του είχαν χορηγηθεί, στη συνέχεια, επικουρικώς, η αναστολή εκτελέσεως να εξαρτηθεί από τη σύσταση εγγυήσεως υπέρ του Instituto Valenciano de Finanzas και, τέλος, επικουρικότερον, να ληφθεί οποιοδήποτε άλλο μέτρο αναστολής υπό τους όρους που θα κρίνει σκόπιμους το Γενικό Δικαστήριο.

7        Στις 4 Νοεμβρίου 2016, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου υπέβαλε ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση στον αναιρεσείοντα, ο οποίος απάντησε στις 7 Νοεμβρίου 2016.

8        Με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2016, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, συμφώνως προς το άρθρο 157, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δέχθηκε προσωρινά το αίτημα περί αναστολής εκτελέσεως έως ότου εκδοθεί η διάταξη η οποία θα περατώνει τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

9        Στις 5 Δεκεμβρίου 2016, το Fundación Valencia ζήτησε να παρέμβει στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων υπέρ του αναιρεσείοντος. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2017, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T‑732/16 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:272).

10      Στις 11 Δεκεμβρίου 2017, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ζήτησε από τον αναιρεσείοντα να «παράσχει ενημερωμένα στοιχεία σχετικά με τη οικονομική του κατάσταση, που να τεκμηριώνονται από κατάλληλα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένης της τελευταίας ελεγχθείσας οικονομικής καταστάσεως, καθώς και οποιοδήποτε άλλο είδος σχετικών πληροφοριών αναφορικά με τις μεταβολές που επήλθαν μετά την κατάθεση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων». Ο αναιρεσείων ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό στις 21 Δεκεμβρίου 2017. Στις 18 Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή τοποθετήθηκε επί των απαντήσεων που παρέσχε ο αναιρεσείων.

11      Στις 24 Ιανουαρίου 2018, ο αναιρεσείων ζήτησε να του επιτραπεί να υποβάλει τις ενδιάμεσες οικονομικές του καταστάσεις που κάλυπταν το χρονικό διάστημα έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 και να απαντήσει σε δύο επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την τοποθέτησή της της 18ης Ιανουαρίου 2018. Το σχετικό έγγραφο προστέθηκε στη δικογραφία και επετράπη στον αναιρεσείοντα να υποβάλει τις ενδιάμεσες οικονομικές του καταστάσεις, όπερ και έπραξε στις 5 Φεβρουαρίου 2018.

12      Στις 22 Μαρτίου 2018, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη με την οποία απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

13      Προς τούτο, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασε ευθύς εξαρχής αν συνέτρεχε η προϋπόθεση του επείγοντος. Υπενθύμισε συναφώς, στη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως ορισμένης πράξεως της Ένωσης, η χορήγηση του ζητηθέντος προσωρινού μέτρου δικαιολογείται μόνον αν η επίμαχη πράξη αποτελεί την κύρια αιτία της προβαλλόμενης σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας. Στη σκέψη 41 της εν λόγω διατάξεως, προσέθεσε ότι, όταν η προβαλλόμενη ζημία είναι οικονομικής φύσεως, τα ζητηθέντα προσωρινά μέτρα δικαιολογούνται αν προκύπτει ότι, ελλείψει των μέτρων αυτών, ο αιτών θα βρεθεί σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του βιωσιμότητα πριν από την έκδοση της αποφάσεως που περατώνει την επί της ουσίας διαδικασία ή ότι τα μερίδια αγοράς του θα τροποποιηθούν σημαντικά λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, του μεγέθους και του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεώς του καθώς και, κατά περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει.

14      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο αναιρεσείων, προκειμένου να αποδείξει το επείγον της ζητηθείσας αναστολής εκτελέσεως, υποστήριξε ότι η άμεση ανάκτηση των επίμαχων ποσών θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική του βιωσιμότητα και θα μετέβαλλε σημαντικά και ανεπανόρθωτα τη θέση του στην αγορά των ποδοσφαιρικών συλλόγων.

15      Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διαπίστωσε, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα ζημία ήταν χρηματικής φύσεως.

16      Κατόπιν εξετάσεως των στοιχείων που προσκόμισε ο αναιρεσείων, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε ότι ο διάδικος αυτός δεν τελούσε σε κατάσταση στην οποία η οικονομική του βιωσιμότητα βρισκόταν σε κίνδυνο ή ότι διέτρεχε τον κίνδυνο να τροποποιηθούν σημαντικά και ανεπανόρθωτα τα μερίδια αγοράς του.

17      Ως εκ τούτου, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε ο αναιρεσείων, με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2016.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

18      Με την αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

–        να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την ίδια ημέρα με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

20      Λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου και της προέδρου του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου, αποφασίστηκε στις 4 Ιουνίου 2018, δυνάμει του άρθρου 13 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ότι καθήκοντα δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων θα ασκήσει ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου.

21      Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 2018, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής [C‑315/18 P(R)‑R, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:443], η οποία εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη ακρόαση των λοιπών διαδίκων, συμφώνως προς το άρθρο 160, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ανεστάλη η εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως έως την έκδοση της διατάξεως που θα παρεμβληθεί το συντομότερο μεταξύ εκείνης με την οποία περατώνεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και εκείνης που αποφαίνεται επί της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

22      Με υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως το οποίο κατέθεσε στις 18 Ιουνίου 2018, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του παραδεκτού

23      Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως η οποία, κατά την άποψή της, στηρίζεται απλώς σε διαφωνίες μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου.

24      Επισημαίνεται ότι, με την αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δεν απάντησε σε ορισμένα επιχειρήματα που είχε διατυπώσει πρωτοδίκως και, αφετέρου, ότι αρνήθηκε να λάβει υπόψη ορισμένο αποδεικτικό στοιχείο το οποίο, ωστόσο, ανακοίνωσε ο αναιρεσείων και επρόκειτο να προσκομίσει σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Κατά τον τρόπο αυτόν, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ενήργησε κατά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

25      Αρκεί συναφώς η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο έλεγχος που ασκεί το Δικαστήριο έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, να εξακριβωθεί αν το Γενικό Δικαστήριο απάντησε επαρκώς κατά νόμον στο σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων ή ενάγων [διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 2016, Chemtura Netherlands κατά EFSA, C‑134/16 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:442, σκέψη 46· βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Rose Vision κατά Επιτροπής, C‑224/15 P, EU:C:2016:358, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία], καθώς και να ελεγχθεί αν έχουν τηρηθεί οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, C‑105/04 P, EU:C:2006:592, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

27      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει δύο λόγους.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

28      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου ότι παρέλειψε να εξετάσει το κριτήριο του επείγοντος σε σχέση με ζημίες μη χρηματικής ή μη οικονομικής φύσεως, μολονότι, με τα υπομνήματα και τα έγγραφα που κατέθεσε στις 24 Ιανουαρίου και στις 5 Φεβρουαρίου 2018, και τα οποία συμπεριλήφθηκαν στη δικογραφία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο αναιρεσείων έκανε λόγο για άλλου είδους ζημίες, όπως την προσβολή της δημόσιας εικόνας του, δεδομένου ότι πρόκειται για εκατονταετή ποδοσφαιρικό σύλλογο, καθώς και για άλλες ζημίες αθλητικής φύσεως. Κατά τον τρόπο αυτόν, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασε εν μέρει μόνο την προϋπόθεση του επείγοντος, παραβιάζοντας, ως εκ τούτου, την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

29      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του αναιρεσείοντος.

30      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι, με την αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που διατυπώνει προς στήριξη του λόγου αυτού αποσκοπούν κατ’ ουσίαν στο να αποδείξουν ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου παρέλειψε, παρά τα σχετικά επιχειρήματα που προέβαλε ο αναιρεσείων με τα υπομνήματά του της 24ης Ιανουαρίου και της 5ης Φεβρουαρίου 2018, να διατυπώσει κρίση επί του κριτηρίου του επείγοντος αναφορικά με ζημίες μη χρηματικής φύσεως.

31      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι λόγος αναιρέσεως ο οποίος αφορά παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να απαντήσει σε πρωτοδίκως προβληθέντα επιχειρήματα ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με επίκληση παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως η οποία απορρέει από το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, και από το άρθρο 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου [διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 2016, Chemtura Netherlands κατά EFSA, C‑134/16 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:442, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

32      Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού υπενθύμισε, στη σκέψη 34 της διατάξεως αυτής, ότι, αφενός, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον αποδεικνύεται ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών (fumus boni juris) και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί του κυρίου ενδίκου βοηθήματος και, αφετέρου, ότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, οπότε οι αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτονται αν δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασε ευθύς εξαρχής αν συνέτρεχε η προϋπόθεση του επείγοντος.

33      Στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, υπογράμμισε ότι ο αναιρεσείων, προκειμένου να αποδείξει το επείγον της ζητηθείσας αναστολής εκτελέσεως, υποστήριξε ότι η άμεση ανάκτηση των επίμαχων ποσών θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική του βιωσιμότητα και θα μετέβαλλε σημαντικά και ανεπανόρθωτα τη θέση του στην αγορά των ποδοσφαιρικών συλλόγων.

34      Συναφώς, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου επισήμανε, πρώτον, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, όσον αφορά το κεφάλαιο ύψους 20 381 000 ευρώ και τους τόκους ύψους 2 949 523,62 ευρώ που είχαν υπολογιστεί έως την 5η Νοεμβρίου 2016, ήτοι τα ποσά που αποτελούσαν αντικείμενο της εντολής ανακτήσεως, ότι η ζημία αυτή την οποία προέβαλλε ο αναιρεσείων ήταν χρηματικής φύσεως.

35      Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα του αν ο αναιρεσείων κατόρθωσε να αποδείξει ότι η προβαλλόμενη ζημία ήταν σοβαρή και ανεπανόρθωτη, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, με βάση τις προσκομισθείσες από τον αναιρεσείοντα ελεγχθείσες οικονομικές καταστάσεις για την οικονομική χρήση 2016/2017 που έληξε στις 30 Ιουνίου 2017, διαπίστωσε, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι από τις εν λόγω οικονομικές καταστάσεις προέκυπτε, κατά πρώτον, ότι ο αναιρεσείων είχε σχηματίσει λογιστική πρόβλεψη για τα ποσά που αντιστοιχούσαν στο χρηματικό ποσό το οποίο αποτελούσε αντικείμενο της εντολής ανακτήσεως, κατά δεύτερον, ότι ο αναιρεσείων διέθετε κατά τον χρόνο εκείνο δύο πιστώσεις από τον πλειοψηφικό του μέτοχο, που εξακολουθούσαν να είναι διαθέσιμες, εκ των οποίων η πρώτη ύψους 12 000 000 ευρώ και η δεύτερη ύψους 42 000 000 ευρώ, και, κατά τρίτον, ότι ο πλειοψηφικός μέτοχος είχε συμφωνήσει κατά τον χρόνο εκείνο να παράσχει οικονομική στήριξη ώστε να μπορέσει ο αναιρεσείων να συνεχίσει τις δραστηριότητές του. Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου προσέθεσε, κατά τέταρτον, ότι ο αναιρεσείων δεν υποστήριξε ότι οι πιστώσεις αυτές είχαν παύσει να ισχύουν ή ότι ο πλειοψηφικός μέτοχος ανακάλεσε τη δέσμευσή του να παράσχει την αναγκαία χρηματοδοτική στήριξη για την εξασφάλιση της συνεχίσεως των δραστηριοτήτων του αναιρεσείοντος.

36      Τρίτον, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, επισήμανε ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, ο αναιρεσείων όφειλε να αποδείξει τους λόγους για τους οποίους τελούσε σε κατάσταση που έθετε σε κίνδυνο την οικονομική του βιωσιμότητα ή ότι διέτρεχε τον κίνδυνο να τροποποιηθούν κατά τρόπο διαρκή και ανεπανόρθωτο τα μερίδια αγοράς του.

37      Εντούτοις, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου υπογράμμισε, τέταρτον, ότι ο αναιρεσείων παρέλειψε να μνημονεύσει, στο πλαίσιο της σχετικής με την οικονομική του κατάσταση επιχειρηματολογίας, τις διαθέσιμες πιστώσεις ύψους 54 000 000 ευρώ και τη χρηματοδοτική στήριξη που του παρέσχε ο πλειοψηφικός του μέτοχος και δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι, παρά τη στήριξη αυτή, η οικονομική του βιωσιμότητα βρισκόταν σε κίνδυνο.

38      Πέμπτον, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 54 και 55 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, επισήμανε, αναφορικά με τον προβαλλόμενο κίνδυνο να τροποποιηθούν σημαντικά και ανεπανόρθωτα τα μερίδια αγοράς του αναιρεσείοντος, ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηριζόταν ουσιαστικά στην παραδοχή ότι λόγω της κρίσιμης οικονομικής καταστάσεως του αναιρεσείοντος τα αναγραφόμενα στην εντολή ανακτήσεως ποσά δεν θα μπορούσαν να καταβληθούν χωρίς να υπάρξουν σοβαρότατες επιπτώσεις στην ικανότητά του να ολοκληρώσει τις μετεγγραφές παικτών και στη θέση του στην αγορά των κορυφαίων ποδοσφαιρικών συλλόγων. Εντούτοις, ο αναιρεσείων παρέλειψε να μνημονεύσει τις πιστώσεις και τη στήριξη που του παρείχε ο πλειοψηφικός του μέτοχος, περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 37 της παρούσας διατάξεως.

39      Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω εκτιμήσεις, και με την επιφύλαξη του επιχειρήματος του αναιρεσείοντος ότι θα περιερχόταν στην αδυναμία να ολοκληρώσει τις μετεγγραφές παικτών, στο οποίο ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απάντησε με τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, όπως το περιεχόμενό της υπενθυμίζεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δεν διατύπωσε ειδικώς κρίση, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων με την αίτηση αναιρέσεως, επί των ενδεχόμενων λοιπών ζημιών μη χρηματικής φύσεως που προβλήθηκαν με τα υπομνήματα της 24ης Ιανουαρίου και της 5ης Φεβρουαρίου 2018.

40      Πρέπει να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένες ώστε να είναι σε θέση το Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο. Συναφώς, αρκεί η συλλογιστική να είναι σαφής και κατανοητή και να μπορεί, περαιτέρω, να αιτιολογήσει το συμπέρασμα στη στήριξη του οποίου αποσκοπεί [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2002, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, C‑232/02 P(R), EU:C:2002:601, σκέψη 56, και διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑426/13 P(R), EU:C:2013:848, σκέψη 66].

41      Επιπλέον, από επίσης πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν επιβάλλει σε αυτό να παρέχει αιτιολογία που να καλύπτει αναλυτικώς και έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι, η δε αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν έκανε δεκτά τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή του στοιχεία επαρκή ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του [διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 2016, Chemtura Netherlands κατά EFSA, C‑134/16 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:442, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

42      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το σύνολο των ζημιών που προβάλλει ο αναιρεσείων με τα υπομνήματά του της 24ης Ιανουαρίου και της 5ης Φεβρουαρίου 2018 έχει ως βάση του, όπως κατ’ ουσίαν επισήμανε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 54 και 55 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, την παραδοχή ότι ο αναιρεσείων θα υποχρεωνόταν να ζητήσει την έναρξη διαδικασίας προληπτικής αναδιαρθρώσεως με σκοπό την καταβολή των αναγραφόμενων στην εντολή ανακτήσεως ποσών ή, τουλάχιστον, ότι θα αδυνατούσε να εξοφλήσει τις οφειλές του έναντι των παικτών και των τεχνικών του, των ρυθμιστικών φορέων ή ακόμη των συλλόγων που μετέχουν στο επαγγελματικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου.

43      Συγκεκριμένα, με το υπόμνημα της 24ης Ιανουαρίου 2018, ο αναιρεσείων υποστήριξε, καταρχάς, ότι το αίτημα για έναρξη διαδικασίας προληπτικής αναδιαρθρώσεως «θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποβιβασμό του στο πλαίσιο του εθνικού πρωταθλήματος» ή να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της ιδιότητας του μέλους μέσω του αποκλεισμού του οικείου αθλητικού φορέα, οπότε ο σύλλογος, λόγω μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του, θα υποχρεωνόταν να εγγραφεί σε «μη επαγγελματικό» πρωτάθλημα. Ο αναιρεσείων προσέθεσε ότι η υποβολή τέτοιου αιτήματος ήταν ικανή να εμποδίσει τη χορήγηση προς αυτόν άδειας από την Ένωση Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών (UEFA). Εν συνεχεία, ο αναιρεσείων διευκρίνισε ότι οι κύριες περιουσιακές συνέπειες που θα είχε για τον ίδιο μια τέτοια κατάσταση συνίσταντο στην απώλεια των εσόδων από εθνικές και διεθνείς διοργανώσεις, στην απώλεια των «παικτών της ομάδας Α» έναντι μηδενικού ή πολύ χαμηλού ανταλλάγματος ανά μετεγγραφή, στην απώλεια εσόδων από δικαιώματα τηλεοπτικής αναμεταδόσεως, από διαφημίσεις και από εμπορική εκμετάλλευση προϊόντων. Τέλος, ο αναιρεσείων υπογράμμισε ότι ο κίνδυνος μη συμμετοχής σε επαγγελματικές διοργανώσεις για μία, ακόμη και για δύο περιόδους θα είχε καταστροφικές συνέπειες, προκαλώντας ανεπανόρθωτη ζημία στην εικόνα του συλλόγου, με αποτέλεσμα τη μαζική αποχώρηση των «παικτών της ομάδας Α» καθώς και την απώλεια πολλών εκατομμυρίων ευρώ από τα τακτικά έσοδα του συλλόγου.

44      Με το υπόμνημα της 5ης Φεβρουαρίου 2018, ο αναιρεσείων υποστήριξε επίσης ότι, σύμφωνα με το καταστατικό της ενώσεως επαγγελματικού ποδοσφαίρου, η μη εξόφληση των οφειλών έναντι παικτών και τεχνικών, έναντι ρυθμιστικών φορέων ή έναντι μετεχόντων συλλόγων συνιστά πολύ σοβαρή παράβαση που μπορεί να οδηγήσει στην κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας και σε αυστηρές κυρώσεις, όπως ο υποβιβασμός, η απώλεια της ιδιότητας του μέλους ή η απώλεια της άδειας. Επομένως, απλώς και μόνο η υποβολή αιτήματος για έναρξη διαδικασίας προληπτικής αναδιαρθρώσεως θα ήταν ικανή να εμποδίσει τον αναιρεσείοντα από το να τηρήσει τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές του υποχρεώσεις και, ως εκ τούτου, από το να μετάσχει σε επαγγελματικές διοργανώσεις της επομένης περιόδου, πράγμα το οποίο θα είχε καταστροφικές περιουσιακές και οικονομικές συνέπειες και θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη βλάβη στην εικόνα του συλλόγου.

45      Όμως, ο αναιρεσείων δεν απέδειξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι ήταν αληθής η παραδοχή η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 42 της παρούσας διατάξεως. Πράγματι, όπως διαπίστωσε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου με τις σκέψεις 48 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, στο πλαίσιο της κυριαρχικής εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών των οποίων η αναλήθεια ή η παραμόρφωση ουδόλως προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, ο οποίος, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, είχε διαθέσιμες πιστώσεις ύψους 54 000 000 ευρώ και χρηματοδοτική στήριξη από τον πλειοψηφικό του μέτοχο, δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι, παρά τις εν λόγω πιστώσεις και την εν λόγω στήριξη, η οικονομική του βιωσιμότητα βρισκόταν σε κίνδυνο.

46      Ελλείψει τέτοιου κινδύνου και ελλείψει ενάρξεως ενδεχόμενης διαδικασίας προληπτικής αναδιαρθρώσεως, το γεγονός ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων χωρίς να διατυπώσει ειδικώς κρίση επί των επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος αναφορικά με εικαζόμενες ζημίες μη χρηματικής ή μη οικονομικής φύσεως που θα προέκυπταν από την έναρξη τέτοιας διαδικασίας δεν συνεπάγεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

47      Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

48      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, απαντώντας σε ερώτηση που του υπέβαλε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να λάβει ενημερωμένα στοιχεία σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τον ενημέρωσε για την επικείμενη ολοκλήρωση από ελεγκτική εταιρία εκθέσεως σχετικής με τις ενδιάμεσες οικονομικές του καταστάσεις έως την 31η Δεκεμβρίου 2017. Στα υπομνήματα της 21ης Δεκεμβρίου 2017, της 24ης Ιανουαρίου και της 5ης Φεβρουαρίου 2018, υπογράμμισε τη σημασία που είχε η υποβολή πλήρων ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων και της εν λόγω εκθέσεως πριν ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφανθεί επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Για να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όφειλε να αποφανθεί επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων μόνο μετά την προσκόμιση των εγγράφων αυτών.

49      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

50      Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, με το υπόμνημα της 21ης Δεκεμβρίου 2017, ο αναιρεσείων ενημέρωσε τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου ότι μπορούσε να του υποβάλει στις 7 Φεβρουαρίου 2018 σχέδιο ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 και, στην περίπτωση που ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου το έκρινε σκόπιμο, την περιορισμένη εξέταση των ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων καθώς και το παράρτημα των ενδιάμεσων καταστάσεων, μετά την παραλαβή, στις 31 Μαρτίου 2018, της εκθέσεως της ελεγκτικής εταιρίας, για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 48 της παρούσας διατάξεως.

51      Με το υπόμνημα της 24ης Ιανουαρίου 2018, ο αναιρεσείων ζήτησε επίσης να προσκομίσει τις καταρτισθείσες έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 ενδιάμεσες οικονομικές του καταστάσεις, προκειμένου, κατ’ αυτόν, να παράσχει στον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου τη δυνατότητα να αποκτήσει συνολική εικόνα της πλέον επικαιροποιημένης οικονομικής καταστάσεως του αναιρεσείοντος πριν από την έκδοση της διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων.

52      Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτό το ως άνω αίτημα και ο αναιρεσείων υπέβαλε τις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις αυτές στις 5 Φεβρουαρίου 2018. Στο συνοδευτικό των εν λόγω καταστάσεων υπόμνημα, ο αναιρεσείων πρότεινε στον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου να του προσκομίσει, «δεδομένης της σημασίας τους», τις πλήρεις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις καθώς και την έκθεση της ελεγκτικής εταιρίας που θα ολοκληρωνόταν στις 31 Μαρτίου 2018.

53      Δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο αυτό ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δεν ανταποκρίθηκε στην ως άνω πρόταση και εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη στις 22 Μαρτίου 2018.

54      Κατά τον τρόπο αυτόν, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

55      Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να παρέχει αφ’ εαυτής στον καθού τη δυνατότητα να ετοιμάσει τις παρατηρήσεις του και στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της αιτήσεως, εν ανάγκη χωρίς άλλα πληροφοριακά στοιχεία που τη στηρίζουν, τα δε ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων η αίτηση αυτή στηρίζεται πρέπει να απορρέουν από αυτό καθαυτό το κείμενο της εν λόγω αιτήσεως (διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής, C‑378/16 P-R, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:668, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56      Δεδομένης της ταχύτητας που χαρακτηρίζει εκ φύσεως τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από τον διάδικο που ζητεί τη λήψη προσωρινών μέτρων να προσκομίσει, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, ήδη από το στάδιο της υποβολής της αιτήσεως, όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία που την τεκμηριώνουν, προκειμένου ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να εκτιμήσει, βάσει αυτών, το βάσιμο της εν λόγω αιτήσεως (διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής, C‑378/16 P‑R, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:668, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ορισμένο αποδεικτικό στοιχείο μπορεί, όπως εν προκειμένω, να καταστεί διαθέσιμο μόνο μετά την υποβολή της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, από τη νομολογία προκύπτει ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει στις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 67, καθώς και διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2018, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά Apple Sales International κ.λπ., C‑12/18 P(I), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:330, σκέψη 22].

58      Εν προκειμένω, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, διέθετε όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

59      Επιπλέον, η αποδεικτική ισχύς των στοιχείων αυτών εμπίπτει στην εκ μέρους του κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμορφώσεως των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων ή αν η αναλήθεια των διαπιστώσεων του τελευταίου σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 163, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 58 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Εντούτοις, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ουδόλως προβάλλεται τέτοια αναλήθεια ή παραμόρφωση. Αντιθέτως, με την αίτησή του αυτή, ο αναιρεσείων υπογράμμισε ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου με αντικείμενο την περιορισμένη εξέταση των πλήρων ενδιάμεσων οικονομικών του καταστάσεων, την οποία κατήρτισε η ελεγκτική εταιρία και έθεσε εν τέλει στη διάθεσή του στις 23 Μαρτίου 2018, απλώς «επιβεβα[ίωνε] την οικονομική κατάσταση του συλλόγου, όπως προ[έκυπτε] από τις προσωρινές οικονομικές καταστάσεις του έως την 31η Δεκεμβρίου 2017».

61      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως καθώς και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

63      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του αναιρεσείοντος στα δικαστικά έξοδα και αυτός ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας καθώς και της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση C‑315/18 P(R)‑R.

Για τους λόγους αυτούς, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τον Valencia Club de Fútbol SAD στα δικαστικά έξοδα της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας, καθώς και σε εκείνα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση C315/18 P(R)R.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.