Language of document : ECLI:EU:C:2018:978

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 4ης Δεκεμβρίου 2018 (1)

Υπόθεση C-621/18

Andy Wightman,

Ross Greer,

Alyn Smith,

David Martin,

Catherine Stihler,

Jolyon Maugham,

Joanna Cherry

κατά

Secretary of State for Exiting the European Union,

παρουσίατων:

Chris Leslie,

Tom Brake

{αίτηση του Court of Session, Inner House, First Division (Scotland)
[ανώτερου δικαστηρίου (εφετείου), πρώτο τμήμα (Σκωτία), Ηνωμένο Βασίλειο)]
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως}

«Προδικαστική παραπομπή – Παραδεκτό – Άρθρο 50 ΣΕΕ – Δικαίωμα αποχωρήσεως από την Ένωση – Γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως – Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου (Brexit) – Δυνατότητα ανακλήσεως της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως – Μονομερής ανάκληση – Προϋποθέσεις της μονομερούς ανακλήσεως – Ανάκληση διά συναινέσεως»






1.        Στις 29 Μαρτίου 2017, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (στο εξής: Ηνωμένο Βασίλειο) γνωστοποίησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (στο εξής: γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως) (2).

2.        Η γνωστοποίηση αυτή ενεργοποίησε, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη διαδικασία του άρθρου 50 ΣΕΕ, το οποίο (παράγραφοι 2 και 3) προβλέπει διαπραγματεύσεις και σύναψη «συμφωνίας αποχωρήσεως» μεταξύ της Ένωσης και του αποχωρούντος κράτους μέλους. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση της προθέσεώς του να αποχωρήσει, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της εν λόγω προθεσμίας.

3.        Το Δικαστήριο, ως υπέρτατος ερμηνευτής του δικαίου της Ένωσης, έχει επιληφθεί της υποθέσεως κατόπιν προδικαστικής παραπομπής δικαστηρίου της Σκωτίας προς άρση αμφιβολιών που έχουν ανακύψει επί ζητήματος μη ρυθμιζόμενου στο άρθρο 50 ΣΕΕ. Πρέπει να αποσαφηνιστεί, ειδικότερα, εάν κράτος μέλος, μετά τη γνωστοποίηση της προθέσεώς του να αποχωρήσει από την Ένωση, μπορεί να ανακαλέσει (ενδεχομένως μονομερώς) τη γνωστοποίηση αυτή.

4.        Όπως θα εκθέσω στη συνέχεια, πέραν του ενδιαφέροντος που έχει το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα τόσο για τη θεωρία όσο και για τις μελλοντικές εξελίξεις, οι πρακτικές συνέπειές του είναι αναμφισβήτητες, όπως επίσης και η σημασία του για τη διαφορά της κύριας δίκης. Εάν το Δικαστήριο δεχθεί τη δυνατότητα μονομερούς ανακλήσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να ενημερώσει σχετικώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με αποτέλεσμα να παραμείνει μέλος της Ένωσης. Δεδομένου ότι το Βρετανικό Κοινοβούλιο θα κληθεί να αποφασίσει εν τέλει επί του ζητήματος, ανεξαρτήτως της επιτεύξεως ή μη συμφωνίας αποχωρήσεως, διάφορα μέλη του εν λόγω Κοινοβουλίου εκτιμούν ότι η δυνατότητα ανακλήσεως της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως ανοίγει μια τρίτη οδό, εκείνη της παραμονής στην Ένωση αντί ενός μη ικανοποιητικού Brexit. Το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να δέχεται την προσέγγιση αυτή και προσθέτει ότι η απάντηση του Δικαστηρίου θα επιτρέψει στους Βρετανούς βουλευτές να έχουν πλήρη εικόνα των διαθέσιμων επιλογών όταν κληθούν να ψηφίσουν.

I.      Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

5.        Κατά το άρθρο 50 ΣΕΕ:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.

2.      Το κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας αυτής γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμφωνία συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

3.      Οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής.

4.      Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, το μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το αποχωρούν κράτος μέλος δεν συμμετέχει ούτε στις συζητήσεις ούτε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που το αφορούν. Η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου 238, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.      Εάν το κράτος που αποχώρησε από την Ένωση ζητήσει την εκ νέου προσχώρησή του, η αίτηση αυτή υπόκειται στη διαδικασία του άρθρου 49.»

2.      Το διεθνές δίκαιο

6.        Η Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, η οποία υπογράφηκε στη Βιέννη στις 23 Μαΐου 1969 (3) (στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης) ρυθμίζει τη διαδικασία συνάψεως συνθηκών μεταξύ κρατών.

7.        Κατά το άρθρο 54:

«Η λήξις συνθήκης ή καταγγελίας ταύτη δύνανται να λάβουν χώραν:

α)      συμφώνως προς τας διατάξεις της συνθήκης, ή

β)      ανά πάσαν στιγμήν, διά της συναινέσεως όλων των μερών κατόπιν διαβουλεύσεων μετά των άλλων συμβαλλομένων κρατών.»

8.        Το άρθρο 65 («Διαδικασία εφαρμοστέα εν σχέσει προς την ακυρότητα, ή λήξιν συνθήκης αποχωρήσεως εκ ταύτης ή αναστολήν εφαρμογής της») ορίζει τα εξής:

«1.      Το συμβαλλόμενον εις την συνθήκην μέρος, το οποίον, βάσει των διατάξεων της παρούσης συμβάσεως, επικαλείται είτε ελάττωμα της συναινέσεώς του όπως δεσμευθή διά της συνθήκης, είτε καταγγέλλει την ισχύν ταύτης, τερματίζει ταύτην, αποχωρεί εκ ταύτης, ή αναστέλλει την εφαρμογήν της οφείλει όπως γνωστοποιήση τούτο εις τα έτερα μέρη. Η γνωστοποίησις αύτη δέον όπως αναφέρη τα προβλεφθησόμενα μέτρα ως προς την συνθήκην ως και τους λόγους λήψεως τούτων.

2.      Εάν, μετά την λήξιν της περιόδου, η οποία πλην της ιδιαιτέρως επειγούσης περιπτώσεως, δεν θα έδει να είναι μικροτέρα των τριών μηνών από της λήξεως της γνωστοποιήσεως, ουδέν συμβαλλόμενον εις την συνθήκην μέρος προβάλη αντίρρησιν, το γνωστοποιούν μέρος δύναται να λάβη τα προβλεφθέντα μέτρα συμφώνως τω άρθρω 67.

3.      Οπωσδήποτε, εάν ηγέρθη αντίρρησις υφ’ οιουδήποτε ετέρου μέρους της συνθήκης, τα μέρη θα επιζητήσουν την λύσιν της διαφοράς κατά την διαδικασίαν την προβλεπομένην υπό του άρθρου 33 του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών.

[…]»

9.        Το άρθρο 67 ορίζει τα εξής:

«1.      Η προβλεπομένη εν παραγράφω 1 του άρθρου 65 γνωστοποίησις δέον όπως διατυπούται εγγράφως.

2.      Οιαδήποτε πράξις διά της οποίας κηρύσσεται ακυρότης συνθήκης, η λήξις ταύτης, ή αποχώρησις εκ ταύτης ή η αναστολή εφαρμογής ταύτης, επί τη βάσει των διατάξεων ταύτης ή των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 65 δέον όπως διενεργήται δι’ εγγράφου κοινοποιουμένου εις τα έτερα συμβαλλόμενα μέρη. Εάν το έγγραφον τούτο δεν είναι υπογεγραμμένον υπό του Αρχηγού του Κράτους, του Πρωθυπουργού, ή του Υπουργού των Εξωτερικών, ο αντιπρόσωπος του Κράτους, ο οποίος κοινοποιεί τούτο δύναται να κληθή να προσαγάγη το πληρεξούσιον έγγραφόν του.»

10.      Κατά το άρθρο 68 («Ανάκλησις γνωστοποιήσεων και εγγράφων αναφερομένων εις τα άρθρα 65 και 67»):

«Γνωστοποίησις ή έγγραφον προβλεπόμενον υπό των άρθρων 65 και 67 δύναται ν’ ανακληθή ανά πάσαν στιγμήν πριν δημιουργήση αποτελέσματα.»

3.      Τοβρετανικόδίκαιο. European Union (Withdrawal) Act 2018 (4)

11.      Κατά το άρθρο 13:

«1.      Η συμφωνία αποχωρήσεως μπορεί να κυρωθεί μόνον εάν:

a)      υπουργός του Στέμματος καταθέσει σε έκαστο των σωμάτων του Κοινοβουλίου:

i)      δήλωση ότι έχει επιτευχθεί πολιτική συμφωνία·

ii)      αντίγραφο της συμφωνίας αποχωρήσεως που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις, και

iii)      αντίγραφο του πλαισίου για τις μελλοντικές σχέσεις·

b)      η συμφωνία αποχωρήσεως που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις και το πλαίσιο για τις μελλοντικές σχέσεις εγκριθούν με ψήφισμα της House of Commons (Βουλής των Κοινοτήτων) κατόπιν προτάσεως υπουργού του Στέμματος·

c)      υπουργός του Στέμματος καταθέσει πρόταση στη House of Lords (Βουλή των Λόρδων) ώστε να ληφθεί υπό σημείωση η συμφωνία αποχωρήσεως που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις και το πλαίσιο για τις μελλοντικές σχέσεις, και

i)      η Βουλή των Λόρδων συζητήσει επί της προτάσεως, ή

ii)      η Βουλή των Λόρδων δεν ολοκληρώσει τη συζήτηση επί της προτάσεως εντός πέντε ημερών συνεδριάσεως από της πρώτης ημέρας συνεδριάσεως της Βουλής των Λόρδων μετά την έκδοση του ψηφίσματος της Βουλής των Κοινοτήτων που αναφέρεται στην παράγραφο b,

και

d)      το Κοινοβούλιο εκδώσει νόμο για την εκτέλεση της συμφωνίας αποχωρήσεως.

(2)      Υπουργός του Στέμματος προβαίνει, κατά το μέτρο του δυνατού, στις αναγκαίες ενέργειες ώστε η πρόταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο b, να συζητηθεί και υποβληθεί σε ψηφοφορία στη Βουλή των Κοινοτήτων πριν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίσει εάν θα εγκρίνει τη συμφωνία αποχωρήσεως που συνάπτεται εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(3)      Εάν η Βουλή των Κοινοτήτων αποφασίσει να μην εκδώσει το ψήφισμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο b, εφαρμόζεται η παράγραφος 4.

(4)      Υπουργός του Στέμματος, εντός 21 ημερών από την ημέρα κατά την οποία η Βουλή των Κοινοτήτων αποφάσισε να μην εκδώσει το ψήφισμα, προβαίνει σε δήλωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας προτείνει να προχωρήσει όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

[…]

(6)      Υπουργός του Στέμματος προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες ώστε:

a)      υπουργός του Στέμματος να καταθέσει πρόταση υπό ουδέτερους όρους (motion in neutral terms) στη Βουλή των Κοινοτήτων, εντός επτά ημερών συνεδριάσεως από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η δήλωση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, ώστε να διαπιστωθεί ότι η Βουλή των Κοινοτήτων συζήτησε επί της δηλώσεως, και

b)      υπουργός του Στέμματος να καταθέσει πρόταση στη Βουλή των Λόρδων, εντός επτά ημερών συνεδριάσεως από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η δήλωση, ώστε να ληφθεί υπό σημείωση από τη Βουλή των Λόρδων η δήλωση.

(7)      Εφαρμόζεται η παράγραφος 8, εάν ο Πρωθυπουργός δηλώσει, πριν από την εκπνοή της 21ης Ιανουαρίου 2019, ότι δεν είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας επί της αρχής κατά τις διαπραγματεύσεις βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά:

a)      τις συνθήκες αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και

b)      το πλαίσιο για τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου μετά την αποχώρηση.

(8)      Εντός 14 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η δήλωση που αναφέρεται στην παράγραφο 7, υπουργός του Στέμματος πρέπει:

a)      να προβεί σε δήλωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας προτείνει να προχωρήσει, και

b)      να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες ώστε:

i)      υπουργός του Στέμματος να καταθέσει πρόταση υπό ουδέτερους όρους (motion in neutral terms) στη Βουλή των Κοινοτήτων, εντός επτά ημερών συνεδριάσεως από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η δήλωση που αναφέρεται στο στοιχείο a, ώστε να διαπιστωθεί ότι η Βουλή των Κοινοτήτων συζήτησε επί της δηλώσεως·

ii)      υπουργός του Στέμματος να καταθέσει πρόταση στη Βουλή των Λόρδων, εντός επτά ημερών συνεδριάσεως από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η δήλωση που αναφέρεται στο στοιχείο a, ώστε να ληφθεί υπό σημείωση από τη Βουλή των Λόρδων η δήλωση.

[…]

(10)      Η παράγραφος 11 εφαρμόζεται εάν, έως την εκπνοή της 21ης Ιανουαρίου 2019, δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία επί της αρχής κατά τις διαπραγματεύσεις βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με:

a)      τις συνθήκες για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και

b)      το πλαίσιο για τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου μετά την αποχώρηση.

(11)      Υπουργός του Στέμματος, εντός πέντε ημερών από την εκπνοή της 21ης Ιανουαρίου 2019:

a)      προβαίνει σε δήλωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας προτίθεται να προχωρήσει, και

b)      προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες ώστε:

i)      υπουργός του Στέμματος να καταθέσει πρόταση υπό ουδέτερους όρους στη Βουλή των Κοινοτήτων, εντός πέντε ημερών συνεδριάσεως από την εκπνοή της 21ης Ιανουαρίου 2019, ώστε να διαπιστωθεί ότι η Βουλή των Κοινοτήτων συζήτησε επί της δηλώσεως που αναφέρεται στο στοιχείο a, και

ii)      υπουργός του Στέμματος να καταθέσει πρόταση στη Βουλή των Λόρδων, εντός πέντε ημερών συνεδριάσεως από την εκπνοή της 21ης Ιανουαρίου 2019, ώστε να ληφθεί υπό σημείωση από τη Βουλή των Λόρδων η δήλωση που αναφέρεται στο στοιχείο a.

[…]»

II.    Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

12.      Στις 23 Ιουνίου 2016, οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισαν με δημοψήφισμα (51,9 % έναντι 48,1 %) υπέρ της αποχωρήσεως («exit») της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

13.      Το United Kingdom Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου) έκρινε με την απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2017, Miller (5), ότι η Βρετανική Κυβέρνηση έπρεπε να λάβει την προηγούμενη έγκριση του Κοινοβουλίου προκειμένου να γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεση αποχωρήσεως από την Ένωση. Η απόφαση δεν έταμε, ωστόσο, το ζήτημα της δυνατότητας ανακλήσεως της γνωστοποιήσεως, διότι κατά τον χρόνο εκείνο δεν υπήρχαν αμφιβολίες επ’ αυτού: οι διάδικοι της δίκης εκείνης συμφωνούσαν ότι δεν υπήρχε δυνατότητα ανακλήσεως της γνωστοποιήσεως (6).

14.      Στις 13 Μαρτίου 2017, το Βρετανικό Κοινοβούλιο ψήφισε τον European Union (Notification of Withdrawal) Act 2017 (7) [νόμο του 2017 για τη γνωστοποίηση της αποχωρήσεως από την Ευρωπαϊκή Ένωση], με τον οποίο εξουσιοδότησε την Πρωθυπουργό να γνωστοποιήσει την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου περί αποχωρήσεώς του από την Ένωση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

15.      Στις 29 Μαρτίου 2017, η Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου γνωστοποίησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεση αποχωρήσεως.

16.      Στις 29 Απριλίου 2017, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (άρθρο 50) ενέκρινε τις κατευθυντήριες γραμμές με τις οποίες καθορίζεται το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 50 ΣΕΕ καθώς και τις γενικές θέσεις και αρχές που οφείλει να τηρήσει η Ένωση κατά τις εν λόγω διαπραγματεύσεις (8). Βάσει συστάσεως της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2017, το Συμβούλιο ενέκρινε στις 22 Μαΐου 2017, σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ και το άρθρο 218, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, την απόφαση με την οποία εξουσιοδοτήθηκε η Επιτροπή να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία αποχωρήσεως από την Ένωση και την ΕΚΑΕ (9).

17.      Στις 14 Νοεμβρίου 2018, οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε σχέδιο συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (10). Στη συνέχεια, στις 22 Νοεμβρίου 2018, συμφωνήθηκε η πολιτική διακήρυξη για τον καθορισμό του πλαισίου της μελλοντικής σχέσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου (11). Η συμφωνία και η διακήρυξη εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 25 Νοεμβρίου 2018.

18.      Ενόσω δεν έχουν ολοκληρωθεί επιτυχώς οι διαδικασίες μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σύναψη της συμφωνίας αποχωρήσεως, εξακολουθούν να υφίστανται οι δύο εναλλακτικές που προβλέπει το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

19.      Στις 19 Δεκεμβρίου 2017, βουλευτές του Κοινοβουλίου της Σκωτίας, του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατέθεσαν ενώπιον του Court of Session, Outer House (ανώτερου δικαστηρίου, πρωτοδικείου, Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο) αίτηση δικαστικού ελέγχου (judicial review), προκειμένου να αποσαφηνιστεί αν η γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως μπορεί να ανακληθεί μονομερώς πριν από την εκπνοή της κατά το άρθρο 50 ΣΕΕ προθεσμίας των δύο ετών, ούτως ώστε, σε περίπτωση ανακλήσεως, να παραμείνει το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ένωση.

20.      Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από τον Lord Ordinary (δικάζοντα σε πρώτο βαθμό δικαστή) με απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018 (12), με το σκεπτικό ότι έθιγε την κυριαρχία του Βρετανικού Κοινοβουλίου και ότι ήγειρε ένα υποθετικό ερώτημα ελλείψει ενδείξεων ικανών να καταδείξουν τη βούληση της Βρετανικής Κυβερνήσεως ή του Βρετανικού Κοινοβουλίου να ανακαλέσουν τη γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως.

21.      Οι εκκαλούντες άσκησαν έφεση ενώπιον του Court of Session, Inner House [ανώτερου δικαστηρίου (εφετείου), πρώτο τμήμα], το οποίο επέτρεψε τη συνέχιση της διαδικασίας με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018 (13), αναπέμποντας την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας της υποθέσεως.

22.      Με απόφαση της 8ης Ιουνίου 2018 (14), ο Lord Ordinary (δικάζων σε πρώτο βαθμό δικαστής) του Court of Session (ανώτερου δικαστηρίου της Σκωτίας) απέρριψε το αίτημα περί υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και την αίτηση δικαστικού ελέγχου (15).

23.      Οι εκκαλούντες άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής, ενώπιον του Court of Session, Inner House, First Division [ανώτερου δικαστηρίου (εφετείου), πρώτο τμήμα] το οποίο, αφού τη δέχθηκε, με διάταξή του της 21ης Σεπτεμβρίου 2018 (16), δέχθηκε και το αίτημα για υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

24.      Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο:

–      θεωρεί ότι δεν είναι πρόωρο ή ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος το ερώτημα αν η γνωστοποίηση θα μπορούσε νομίμως να ανακληθεί μονομερώς, ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει στην Ένωση·

–      τονίζει την αβεβαιότητα ως προς το ζήτημα αυτό και θεωρεί ότι η απάντηση θα επιτρέψει στους βουλευτές του Ηνωμένου Βασιλείου να ενημερωθούν για τις διαθέσιμες επιλογές κατά την έκφραση της ψήφου τους. Κατά την κρίση του, ανεξάρτητα από το συμφέρον που μπορεί να έχουν οι βουλευτές του Κοινοβουλίου της Σκωτίας και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την απάντηση στο ζήτημα αυτό, τα μέλη του Βρετανικού Κοινοβουλίου έχουν οπωσδήποτε τέτοιο συμφέρον.

25.      Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το αιτούν δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι στις 26 Ιουνίου 2018 κυρώθηκε από τη Βασίλισσα ο European Union (Withdrawal) Act 2018, του οποίου το άρθρο 13 ρυθμίζει λεπτομερώς την έγκριση από το Κοινοβούλιο του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ. Συγκεκριμένα, η συμφωνία αποχωρήσεως μπορεί να κυρωθεί μόνον αφού εγκριθεί, μαζί με το πλαίσιο για τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ένωσης, με απόφαση της Βουλής των Κοινοτήτων και αν αμφότερα, η συμφωνία και το πλαίσιο, έχουν συζητηθεί στη Βουλή των Λόρδων. Αν δεν υπάρξει έγκριση, η Κυβέρνηση υποχρεούται να επεξηγήσει την πρότασή της όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις. Εάν, έως τις 21 Ιανουαρίου 2019, η Πρωθυπουργός δηλώσει ότι δεν είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας επί της αρχής, η Κυβέρνηση υποχρεούται, εκ νέου, να ανακοινώσει την πρότασή της ως προς το τι μέλλει γενέσθαι. Η πρόταση αυτή υποβάλλεται σε αμφότερα τα σώματα του Κοινοβουλίου.

26.      Το άρθρο 13 του European Union (Withdrawal) Act 2018 προβλέπει ότι, εάν η Βουλή των Κοινοτήτων απορρίψει τη συμφωνία αποχωρήσεως, οι Συνθήκες θα παύσουν να ισχύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο την 29η Μαρτίου 2019, εκτός εάν υπάρξουν άλλες εξελίξεις. Το ίδιο ισχύει εάν δεν υπάρξει συμφωνία αποχωρήσεως μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ένωσης πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

27.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Court of Session, Inner House, First Division [ανώτερου δικαστηρίου (εφετείου), πρώτο τμήμα] υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα (17):

«Σε περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα κράτος μέλος έχει γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επιτρέπει το δίκαιο της Ένωσης τη μονομερή ανάκληση της γνωστοποίησης αυτής από το εν λόγω κράτος μέλος; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποιες είναι οι προϋποθέσεις και ποιες οι συνέπειες όσον αφορά την παραμονή του κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση;»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

28.      Η διάταξη περί παραπομπής περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Οκτωβρίου 2018.

29.      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής στην ταχεία διαδικασία κατά το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της υποθέσεως, καθώς η συζήτηση και, στη συνέχεια, η ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο σχετικά με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση πρέπει να λάβουν χώρα αρκετό χρόνο πριν από τις 29 Μαρτίου 2019.

30.      Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση αυτή, όπως προκύπτει από τη διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 2018, με το σκεπτικό ότι δικαιολογείται η υπαγωγή στην ταχεία διαδικασία λόγω της ανάγκης να διευκρινιστεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 50 ΣΕΕ πριν οι βουλευτές των εθνικών κοινοβουλίων κληθούν να εκφράσουν την άποψή τους σχετικά με τη συμφωνία αποχωρήσεως και λόγω της θεμελιώδους σημασίας της διατάξεως αυτής, τόσο για το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και για τη συνταγματική τάξη της Ένωσης (18).

31.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι εκκαλούντες της κύριας δίκης (Witghman και λοιποί, καθώς και οι Tom Brake και Chris Leslie), η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή και το Συμβούλιο. Όλοι οι ανωτέρω ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου στις 27 Νοεμβρίου 2018.

IV.    Επί του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος

32.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αμφισβητεί το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος. Η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, αν και δεν προβάλλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου.

33.      Συνοπτικώς, κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου:

–      το ερώτημα είναι απαράδεκτο, λόγω του υποθετικού και θεωρητικού (ακαδημαϊκού) χαρακτήρα του, καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Βρετανική Κυβέρνηση ή το Βρετανικό Κοινοβούλιο πρόκειται να ανακαλέσουν τη γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως·

–      η αποδοχή του προδικαστικού ερωτήματος θα ήταν αντίθετη προς το σύστημα των ενδίκων μέσων που καθιερώνουν οι ιδρυτικές Συνθήκες, οι οποίες δεν προβλέπουν αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εκδίδει συμβουλευτικές γνώμες επί ζητημάτων συνταγματικής τάξεως, όπως είναι η αποχώρηση κράτους μέλους από την Ένωση.

34.      Κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει. Ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης είναι κατά τεκμήριο λυσιτελή.

35.      Κατά την ίδια πάγια νομολογία, η άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η αιτούμενη ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή, επίσης, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να είναι σε θέση να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (19).

36.      Φρονώ ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν πληροί κάποια από τις προϋποθέσεις αυτές, ώστε να απορριφθεί a limine η προδικαστική παραπομπή.

37.      Πρώτον, το Δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει δεδομένο ότι το αιτούν δικαστήριο εξέδωσε τη διάταξη περί παραπομπής σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες διαδικασίας, αρμοδιότητας και δικαστικής οργανώσεως κατά το εσωτερικό του δίκαιο (20). Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εν προκειμένω αν ο δικονομικός μηχανισμός του judicial review, όπως εφαρμόζεται στη Σκωτία (21), επιτρέπει στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως (όπως και στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων που έχουν αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου) (22) τόσο την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος όσο και την έκδοση της μεταγενέστερης αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου (23).

38.      Δεύτερον, η διαφορά είναι πραγματική και υπάρχει σαφής σύγκρουση αντίθετων νομικών θέσεων, οι οποίες προβάλλονται από τους διαδίκους. Επομένως, εκκρεμεί όντως μια πραγματική ένδικη διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας διατυπώνονται αντικρουόμενα επιχειρήματα και αιτήματα:

–      οι εκκαλούντες ζητούν από το αιτούν δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ επιτρέπει τη μονομερή ανάκληση της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, ζητώντας να υποβληθεί συναφώς προδικαστικό ερώτημα ενώπιον του Δικαστηρίου·

–      η Βρετανική Κυβέρνηση αντιτάσσεται στο αίτημα αυτό.

39.      Τρίτον, το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι το ερώτημα αυτό αποτελεί ακριβώς το ίδιο το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Η εξουσία ερμηνείας, κατά τρόπο οριστικό και ενιαίο, του άρθρου 50 ΣΕΕ εναπόκειται στο Δικαστήριο και πρέπει να καταβληθεί αξιοσημείωτη ερμηνευτική προσπάθεια προκειμένου να διαπιστωθεί αν το άρθρο αυτό επιτρέπει τη μονομερή ανάκληση της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως. Χωρίς την απορρέουσα από το κύρος του Δικαστηρίου στήριξη, το αιτούν δικαστήριο δεν θα μπορούσε να επιλύσει με ευχέρεια την αχθείσα ενώπιόν του διαφορά.

40.      Τέταρτον, το υποβληθέν ερώτημα δεν είναι απλώς ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος (24). Το Δικαστήριο καλείται να εκδώσει απόφαση προκειμένου να ερμηνεύσει διάταξη (το άρθρο 50 ΣΕΕ) η οποία έχει εκ των πραγμάτων τεθεί σε εφαρμογή, με έννομες συνέπειες που πρόκειται να επέλθουν αναπόδραστα στο εγγύς μέλλον. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σκοπεί ακριβώς να αποσαφηνίσει το πραγματικό πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής όσον αφορά πτυχή του που εγείρει πολλές αμφιβολίες (25).

41.      Η πρακτική, και όχι μόνο θεωρητική, σημασία της απαντήσεως του Δικαστηρίου είναι προφανής, δεδομένου του σοβαρού νομικού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού αντίκτυπου του Brexit, τόσο για το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και για την Ένωση και τα δικαιώματα των πολιτών της, Βρετανών και μη, που θα επηρεαστούν από την αποχώρηση. Επιμένω ότι δεν πρόκειται για αμιγώς θεωρητικό ερώτημα, το οποίο ενδιαφέρει λίγους ειδικούς του δικαίου της Ένωσης: το υποβληθέν στο Δικαστήριο ερώτημα μπορεί να είναι πραγματικά σημαντικό για το Ηνωμένο Βασίλειο και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

42.      Πέμπτο, συντάσσομαι με την εκτίμηση που διατυπώνεται στη διάταξη περί παραπομπής ότι το ερώτημα δεν είναι πρόωρο. Επιπλέον, όπως παρατηρεί και το αιτούν δικαστήριο (26), είμαι της γνώμης ότι ο κατάλληλος χρόνος για την άρση των αμφιβολιών όσον αφορά τη δυνατότητα ανακλήσεως της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως είναι πριν, και όχι μετά, την πραγματοποίηση του Brexit και την υπαγωγή του Ηνωμένου Βασιλείου στις αναπόφευκτες συνέπειές του.

43.      Έκτον, το ερώτημα αυτό δεν μπορεί περαιτέρω να θεωρηθεί άσκοπο ή περιττό, δεδομένου ότι η απάντηση θα επιτρέψει στα μέλη του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου να διαμορφώσουν άποψη ως προς τις υφιστάμενες επιλογές πριν κληθούν να ψηφίσουν (27).

44.      Κατά το άρθρο 13 του European Union (Withdrawal) Act 2018, το Βρετανικό Κοινοβούλιο καλείται, έως τις 21 Ιανουαρίου 2019, να εγκρίνει ή να απορρίψει τη συμφωνία αποχωρήσεως μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ένωσης και, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, να αποφασίσει επί της πορείας που πρέπει να ακολουθήσει η Βρετανική Κυβέρνηση. Σε περίπτωση απορρίψεως της συμφωνίας ή μη επιτεύξεως τέτοιας συμφωνίας, το Ηνωμένο Βασίλειο θα παύσει να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 29 Μαρτίου 2019, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας (άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ).

45.      Με την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα τα μέλη του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου θα είναι σε θέση να γνωρίζουν εάν διαθέτουν μία τρίτη επιλογή και όχι μόνον τις εναλλακτικές λύσεις που έχουν επί του παρόντος (απόρριψη ή έγκριση της συμφωνίας αποχωρήσεως και έκδοση αποφάσεως σχετικά με τις ενέργειες της Βρετανικής Κυβερνήσεως ελλείψει τέτοιας συμφωνίας). Αυτή η τρίτη επιλογή θα επιτρέψει στο κοινοβούλιο να ζητήσει από τη Βρετανική Κυβέρνηση την ανάκληση της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, ούτως ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει συμβαλλόμενο μέρος στις ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μέλος αυτής (28).

46.      Έβδομον, δεν ζητείται από το Δικαστήριο να διατυπώσει απλώς μία γνώμη, αμιγώς συμβουλευτικού χαρακτήρα, όπως φαίνεται να υποστηρίζει (με επιφυλάξεις) η Επιτροπή. Στις γραπτές παρατηρήσεις της αναγνωρίζει μεν ότι η απάντηση του Δικαστηρίου είναι αναγκαία ώστε το αιτούν δικαστήριο να είναι σε θέση να εκδώσει την «declarator» (29) που έχει ζητηθεί, πλην όμως θεωρεί ότι πρόκειται για απλώς συμβουλευτική γνώμη η οποία δεν αναπτύσσει άμεσα αποτελέσματα για τους διαδίκους.

47.      Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή, καθώς, όπως προανέφερα, η κρίση του αιτούντος δικαστηρίου μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα, υπό την έννοια ότι παρέχει στους εκκαλούντες, οι οποίοι είναι μέλη του Βρετανικού Κοινοβουλίου, τη δυνατότητα να αναλάβουν πρωτοβουλία, βάσει του δικαίου της Ένωσης, υπέρ της μονομερούς ανακλήσεως της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως.

48.      Η Βρετανική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι το Δικαστήριο καλείται να εκδώσει συμβουλευτική γνωμοδότηση επί υποθετικής ανακλήσεως, στην οποία η ίδια δεν προτίθεται να προβεί. Κατά την άποψή της, οι ιδρυτικές Συνθήκες δεν επιτρέπουν στη συγκεκριμένη περίπτωση την προσφυγή στη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, καθόσον το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν προβλέπει δυνατότητα υποβολής αιτήσεως προς το Δικαστήριο για την έκδοση γνωμοδοτήσεως, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ. Προσθέτει ότι η νομιμότητα αυτής της (ενδεχόμενης) ανακλήσεως μπορεί να προσβληθεί με ευθεία προσφυγή, λόγω παραβάσεως ή ακυρώσεως, αφής στιγμής λάβει χώρα η ανάκληση. Τυχόν συμβουλευτική γνωμοδότηση του Δικαστηρίου επί ενός τόσο ευαίσθητου από πολιτικής απόψεως ζητήματος όπως είναι το Brexit θα ισοδυναμούσε, κατά την άποψη της Βρετανικής Κυβερνήσεως, με υπονόμευση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων ως προς τις οποίες διεξάγονται διαπραγματεύσεις και οι οποίες πρέπει να ληφθούν από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία του Ηνωμένου Βασιλείου.

49.      Δεν συμμερίζομαι ούτε τα επιχειρήματα αυτά. Όπως έχω ήδη εκθέσει, το Δικαστήριο δεν καλείται να εκδώσει συμβουλευτική γνωμοδότηση, αλλά να συνεργαστεί με το αιτούν δικαστήριο ώστε να επιλυθεί μια πραγματική διαφορά μεταξύ δύο διαδίκων με σαφώς καθορισμένες νομικές θέσεις η οποία απαιτεί την ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ. Έχοντας αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η προβλεπόμενη στην λόγω διάταξη διαδικασία επιτρέπει τη δυνατότητα μονομερούς ανακλήσεως της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση, με σημαντικό αντίκτυπο, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από την αποσαφήνιση διατάξεως της ΣΕΕ.

50.      Στο πλαίσιο αυτό, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ είναι κατάλληλη ώστε να επιλυθούν εκ των προτέρων οι διατυπωθείσες αμφιβολίες, πριν λάβει χώρα η ανάκληση. Η απλή αναγνώριση αυτής της δυνατότητας ανακλήσεως, εάν γίνει δεκτή από το Δικαστήριο, μπορεί αυτή καθεαυτή, να έχει έννομες συνέπειες, καθόσον αφήνει περιθώριο στους εκκαλούντες βουλευτές να την επικαλεστούν ώστε να τοποθετηθούν αναλόγως.

51.      Απαντώντας στο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο δεν επιτελεί, επομένως, συμβουλευτική λειτουργία, αλλά παρέχει απάντηση δυνάμει της δικαιοδοτικής του λειτουργίας (ήτοι, της εξουσίας του να αποφαίνεται κατά νόμον), ώστε, βάσει αυτής, το εθνικό δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με πραγματικά έννομα αποτελέσματα όσον αφορά τα αναγνωριστικά αιτήματα των εκκαλούντων.

52.      Στο πλαίσιο αυτό, με την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο δεν υπερβαίνει την εξουσία που του ανατίθεται από τα άρθρα 19 ΣΕΕ και 267 ΣΛΕΕ. Η εκ του Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ δεν συνεπάγεται παρέμβαση στην πολιτική διαδικασία των διαπραγματεύσεων για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση. Περαιτέρω, χρησιμεύει για την αποσαφήνιση, από απόψεως του δικαίου της Ένωσης, του νομικού πλαισίου της αποχωρήσεως αυτής, εντός του οποίου η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία του Ηνωμένου Βασιλείου είναι έχουν πρωταρχικό ρόλο.

53.      Επιπλέον, όπως και σε άλλες περιπτώσεις ιδιαίτερης ευαισθησίας για τα κράτη μέλη, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποποιηθεί τις υποχρεώσεις του, αποφεύγοντας την απάντηση σε ερώτημα το οποίο του υποβλήθηκε εγκύρως (ήτοι, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ), απλώς και μόνον διότι η απάντηση αυτή μπορεί να εκληφθεί ως έχουσα πολιτική, και όχι αμιγώς δικαιοδοτική, χροιά.

54.      Τέλος, πρέπει να αναφερθώ στην απόφαση American Express (30) η οποία μνημονεύεται στη διάταξη περί παραπομπής, έστω και προκειμένου να αντικρούσω μία φερόμενη αντίφαση μεταξύ της παρούσας θέσεώς μου και της θέσεως που υποστήριξα στις προτάσεις μου στην ως άνω υπόθεση (31). Ενώ επιδοκίμαζα την ευελιξία των διαδικασιών του judicial review, διατύπωνα ορισμένες επιφυλάξεις και επέκρινα το υπερβολικά ευρύ πνεύμα που επιδείκνυε το Δικαστήριο δεχόμενο προδικαστικά ερωτήματα προερχόμενα από τέτοιου είδους διαδικασίες, «όταν επρόκειτο να εκτιμηθεί το κύρος κανόνων της Ένωσης».

55.      Στην υπόθεση εκείνη, υποστήριζα ότι δεν υπήρχε πραγματική σύγκρουση μεταξύ της American Express και της βρετανικής διοικήσεως: αμφότερες προσέφυγαν στο δικαιοδοτικό όργανο προκειμένου αυτό να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ερωτήματα που είχαν οι ίδιες συντάξει. Η απουσία αντικρουόμενων θέσεων των διαδίκων καθιστούσε πρόδηλη την ύπαρξη δικονομικού τεχνάσματος στο οποίο κατέφυγαν οι διάδικοι από κοινού, με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσουν την κρίση του Δικαστηρίου, χωρίς να υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ τους.

56.      Ωστόσο, κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν συντρέχει εν προκειμένω, όπως έχει ήδη επισημανθεί στις προηγούμενες εκτιμήσεις μου. Θα ήθελα να προσθέσω ότι, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο έκρινε ότι εκείνη η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ήταν παραδεκτή, ακόμη και υπό τις συνθήκες που μόλις εξέθεσα.

57.      Για όλους αυτούς τους λόγους, φρονώ ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

V.      Ανάλυση επί του προδικαστικού ερωτήματος

58.      Μπορεί ένα κράτος μέλος (στην προκειμένη περίπτωση, το Ηνωμένο Βασίλειο) να ανακαλέσει τη γνωστοποίηση της προθέσεώς του να αποχωρήσει από την Ένωση, μετά τη γνωστοποίηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο;

59.      Καθόσον το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν παρέχει ρητή απάντηση σε αυτό το φαινομενικά τόσο απλό ερώτημα, υπάρχουν τρεις λύσεις: α) όχι, σε καμία περίπτωση· β) ναι, ανεπιφύλακτα· ή γ) ναι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η συλλογιστική για τη δικαιολόγηση οποιασδήποτε από τις απαντήσεις αυτές είναι αναμφισβήτητα περίπλοκη, όπως καταδεικνύεται από τις συζητήσεις στα κράτη μέλη (ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο) και στη νομική θεωρία (32).

60.      Η διαφορά ανέκυψε στο πλαίσιο της προδικαστικής υποθέσεως, όπου:

–      οι εκκαλούντες (Wightman κ.λπ.) και οι παρεμβαίνοντες υπέρ αυτών (Tom Brake και Chirs Leslie) τάσσονται υπέρ της μονομερούς ανακλήσεως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις·

–      αντιθέτως, η Επιτροπή και το Συμβούλιο αντιτάσσονται μεν στη μονομερή ανάκληση, πλην όμως θεωρούν ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ επιτρέπει την ανάκληση (την οποία θα χαρακτηρίσω ως ανάκληση διά συναινέσεως) που εγκρίνεται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

61.      Στην πραγματικότητα, η συζήτηση απηχεί τις αντικρουόμενες θέσεις που ανάγονται στην απαρχή του δικαίου, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, σχετικά με τις συνέπειες των μονομερών δηλώσεων βουλήσεως που απευθύνονται σε τρίτους και σχετικά με την ενδεχόμενη ανάκλησή τους. Στο ρωμαϊκό δίκαιο συμβίωναν, στο πλαίσιο αυτό, άκαμπτες θέσεις (optione facta, jus eligendi consumitur (33)) με άλλες πιο ευέλικτες, οι οποίες δέχονταν την υπαναχώρηση ή την ανάκληση αυτών των δηλώσεων (mutatio consilii), υπό τον όρο πάντοτε ότι δεν επέφεραν βλάβη ή ζημία σε τρίτους.

62.      Κατά την εξέταση της ουσίας του ζητήματος, θα αναπτύξω τα επιχειρήματά μου ως εξής:

–      θα εξετάσω, πρώτον, τους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου σχετικά με την αποχώρηση των κρατών από διεθνείς συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν την ανάκληση της αποχωρήσεως. Από την εξέταση αυτή μπορεί να διαπιστωθεί εάν οι κανόνες αυτοί έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση·

–      θα προβώ, δεύτερον, σε ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ, ως lex specialis, ώστε να διαπιστωθεί εάν, βάσει της διατάξεως αυτής, αποκλείεται η μονομερής ανάκληση της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως. Εάν δεν αποκλείεται, θα αναλύσω τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα κράτη μέλη προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή αυτή η μονομερής ανάκληση·

–      τέλος, θα εξετάσω εάν υφίσταται δυνατότητα ανακλήσεως διά συναινέσεως, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο.

1.      Αποχώρηση από τις συνθήκες κατά το διεθνές δίκαιο

1.      Κανόνες της Συμβάσεως της Βιέννης, εθιμικοί κανόνες και πρακτική των κρατών σχετικά με το δικαίωμα αποχωρήσεως

63.      Καθόσον οι διεθνείς συνθήκες ρυθμίζονται με βάση την αρχή pacta sunt servanda, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 της Συμβάσεως της Βιέννης, τα κράτη έχουν επιδείξει απροθυμία να αποδεχθούν το δικαίωμα μονομερούς αποχωρήσεως κράτους που είναι συμβαλλόμενο μέρος σε διεθνή συνθήκη. Ως εκ τούτου, το άρθρο 42 της ίδιας Συμβάσεως ορίζει ότι «η λήξις συνθήκης, η καταγγελία ταύτης ή η αποχώρησις μέρους εξ αυτής, δύνανται να επέλθουν μόνον κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της συνθήκης ή της παρούσης συμβάσεως».

64.      Η δυνατότητα αποχωρήσεως από συνθήκη προβλέπεται ρητώς στη Σύμβαση της Βιέννης:

–      το άρθρο 54 επιτρέπει την αποχώρηση συμβαλλόμενου κράτους «συμφώνως προς τας διατάξεις της συνθήκης» (34) ή «ανά πάσαν στιγμήν, διά της συναινέσεως όλων των μερών κατόπιν διαβουλεύσεων μετά των άλλων συμβαλλομένων κρατών (35)»·

–      το άρθρο 56 προβλέπει ότι, εάν μια συνθήκη δεν περιέχει ρητές διατάξεις για την καταγγελία της ή την αποχώρηση από αυτήν, η αποχώρηση είναι εφικτή μόνον εάν αποδεικνύεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν την πρόθεση να δεχθούν τη δυνατότητα αποχωρήσεως ή εάν το δικαίωμα αποχωρήσεως συνάγεται εκ της φύσεως της συνθήκης (36).

65.      Η διεθνής πρακτική της μονομερούς αποχωρήσεως από πολυμερείς συνθήκες δεν είναι πολύ διαδεδομένη, αλλά έχουν υπάρξει τέτοια παραδείγματα. Κατά τα τελευταία έτη, η πρακτική αυτή έχει ενταθεί, λόγω των ενδοιασμών ορισμένων κυβερνήσεων, οι οποίες αντιτίθενται στις διεθνείς συνθήκες και στη συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς (37).

66.      Υπήρξαν επίσης περιπτώσεις αποχωρήσεως από συνθήκη για ορισμένο χρονικό διάστημα, έπειτα από το οποίο ακολούθησε προσχώρηση στην ίδια συνθήκη. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αφορούσε τις ευρωπαϊκές κομμουνιστικές χώρες, στις αρχές του ψυχρού πολέμου, όταν αποχώρησαν από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) και από τον Εκπαιδευτικό, Επιστημονικό και Πολιτιστικό Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO). Δεδομένου ότι οι ιδρυτικές συνθήκες διαφόρων διεθνών οργανισμών δεν περιείχαν ρήτρα αποχωρήσεως, τα κράτη της Δύσης υποστήριξαν ότι η αποχώρηση επιτρεπόταν υπό την προϋπόθεση της συναινέσεως των λοιπών συμβαλλομένων κρατών. Προς στήριξη της θέσεώς τους, οι κομμουνιστικές χώρες υποστήριξαν, ως γενική αρχή του διεθνούς δικαίου, ότι τα κράτη δεν μπορούν να υποχρεωθούν να παραμείνουν συμβαλλόμενα μέρη σε συνθήκη παρά τη θέλησή τους (38).

67.      Συνεπεία τούτων, η ιδρυτική Συνθήκη της UNESCO τροποποιήθηκε προκειμένου να περιλάβει διάταξη αφορώσα το δικαίωμα μονομερούς αποχωρήσεως (39). Χρήση της ρήτρας αυτής έκαναν το Ηνωμένο Βασίλειο (το οποίο αποχώρησε από την UNESCO στις 31 Δεκεμβρίου 1985 και προσχώρησε εκ νέου σε αυτήν την 1η Ιουλίου 1997) και οι Ηνωμένες Πολιτείες (οι οποίες αποχώρησαν στις 31 Δεκεμβρίου 1984 και επανήλθαν στις 3 Οκτωβρίου 2003). Το 2017, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχώρησαν και πάλι από τον εν λόγω διεθνή οργανισμό, όπως επίσης και το Ισραήλ (40).

68.      Όσον αφορά τις ανακλήσεις των γνωστοποιήσεων αποχωρήσεως από διεθνείς συνθήκες, πέραν ορισμένων ιστορικών προηγουμένων (41), υπάρχουν και πρόσφατες περιπτώσεις που θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν εν προκειμένω. Αναφέρομαι, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις του Παναμά, της Γκάμπια και της Νότιας Αφρικής (42).

69.      Στις 19 Αυγούστου 2009, η Κυβέρνηση του Παναμά γνωστοποίησε (43) την αποχώρηση του κράτους από την Ιδρυτική Συνθήκη του Κεντροαμερικανικού Κοινοβουλίου και άλλων πολιτικών οργάνων (στο εξής: Parlacen) (44), επικαλούμενη σχετικώς το άρθρο 54, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως της Βιέννης. Κατόπιν της μη εγκρίσεως της αποχωρήσεως από τα μέλη του Κεντροαμερικανικού Κοινοβουλίου, η Κυβέρνηση του Παναμά ζήτησε από την Asamblea Nacional (Εθνική Συνέλευση του Παναμά) την έκδοση του νόμου 78, της 11ης Δεκεμβρίου 2011, ο οποίος επαναλάμβανε τη διατύπωση της εν λόγω γνωστοποιήσεως και πρότεινε την ακύρωση των πράξεων με τις οποίες ο Παναμάς κύρωσε τη συνθήκη Parlacen. Ωστόσο, το Corte Suprema de Justicia de Panamá (Ανώτατο Δικαστήριο του Παναμά) κήρυξε αντισυνταγματικό τον νόμο αυτό, διότι είχε εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 4 του Συντάγματος του Παναμά («Η Δημοκρατία του Παναμά τηρεί τους νόμους του διεθνούς δικαίου»), δεδομένου ότι η συνθήκη Parlacen δεν περιλάμβανε ρητή διάταξη περί αποχωρήσεως και η αποχώρηση αυτή δεν ήταν εφικτή σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 56 της Συμβάσεως της Βιέννης (45). Συνεπεία της αποφάσεως αυτής, η γνωστοποίηση περί αποχωρήσεως του Παναμά ανακλήθηκε και η χώρα συνέχισε να συμμετέχει στη συνθήκη Parlacen (46).

70.      Οι άλλες δύο περιπτώσεις αφορούν την ιδρυτική συνθήκη του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ), ήτοι το Καταστατικό της Ρώμης του 1998 (47):

–      η Κυβέρνηση της Γκάμπια, τον Φεβρουάριο του 2017, μετά την έλευση στην εξουσία του νέου προέδρου, ανακάλεσε τη γνωστοποίηση αποχωρήσεως στην οποία είχε προβεί τον Νοέμβριο 2016 (48

–      η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής, η οποία, τον Οκτώβριο του 2016 είχε γνωστοποιήσει την αποχώρησή της από το Καταστατικό της Ρώμης (49), ανακοίνωσε τον Μάρτιο 2017 (50), την ανάκληση της γνωστοποιήσεως αυτής, μετά την ακύρωση της αποχωρήσεως από το νοτιοαφρικανικό High Court (Ανώτατο Δικαστήριο) (51).

71.      Υπό το πρίσμα αυτής της διεθνούς πρακτικής, ανακύπτει το ερώτημα εάν η δυνατότητα ανακλήσεως γνωστοποιήσεων αποχωρήσεως έχει αποκτήσει χαρακτήρα εθιμικού κανόνα του διεθνούς δικαίου. Εάν, δηλαδή, το άρθρο 68 της Συμβάσεως της Βιέννης, κατά το οποίο γνωστοποίηση ή έγγραφο προβλεπόμενο στα άρθρα 65 και 67 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή πριν αρχίσει να παράγει αποτελέσματα, αποτυπώνει εθιμικό κανόνα του διεθνούς δικαίου.

72.      Τα άρθρα 65 έως 68 απαρτίζουν το τέταρτο τμήμα του μέρους V της Συμβάσεως της Βιέννης, το οποίο περιλαμβάνει τους διαδικαστικούς κανόνες που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις επικλήσεως λόγων περί ακυρότητας, λήξεως, αποχωρήσεως και αναστολής των συνθηκών.

–      Το άρθρο 65 υποχρεώνει το κράτος που επιθυμεί να αποχωρήσει από συνθήκη να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του στα άλλα κράτη, αναφέροντας τα μέτρα που πρόκειται να λάβει ως προς τη συνθήκη και τους λόγους λήψεως αυτών. Τα εν λόγω άλλα κράτη διαθέτουν ελάχιστη προθεσμία τριών μηνών προκειμένου να αντιταχθούν στην αποχώρηση.

–      Εφόσον δεν υπάρχουν αντιρρήσεις, το άρθρο 67 προβλέπει ότι το κράτος που επιθυμεί να αποχωρήσει από τη συνθήκη διατυπώνει εγγράφως τη γνωστοποίηση την οποία κοινοποιεί στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη.

–      Κατά το άρθρο 68, «γνωστοποίησις ή έγγραφον προβλεπόμενον υπό των άρθρων 65 και 67 δύναται ν’ ανακληθή ανά πάσαν στιγμήν πριν δημιουργήση αποτελέσματα».

73.      Το άρθρο 68 της Συμβάσεως της Βιέννης εγκρίθηκε χωρίς αντίθετες ψήφους των συμμετεχόντων κρατών στη Διακυβερνητική Διάσκεψη που συνέταξε τη Σύμβαση αυτή, βάσει του σχεδίου άρθρων της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας επίσης δεν εκφράστηκαν διαφωνίες ως προς το άρθρο αυτό (52).

74.      Μπορεί να συναχθεί εκ των προεκτεθέντων ότι το άρθρο 68 της Συμβάσεως της Βιέννης κωδικοποιεί εθιμικό κανόνα (53). Ωστόσο, η διάταξη αυτή, η οποία φαίνεται ότι συνδέεται με τα άρθρα 65 και 67, αποτελεί μάλλον διαδικαστικό κανόνα που αποτυπώνει μια σταδιακή εξέλιξη και όχι κωδικοποίηση εθιμικού δικαίου (54). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε υπό την αυτή έννοια ως προς το άρθρο 65 της Συμβάσεως της Βιέννης στην απόφαση Racke (55) και φρονώ ότι η εν λόγω κρίση μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν και στην περίπτωση του άρθρου 68 της Συμβάσεως της Βιέννης (παρότι αναγνωρίζω ότι υπάρχουν συναφώς διαφορετικές απόψεις) (56).

75.      Στην παρούσα περίπτωση αβεβαιότητας, την οποία δεν αίρει η πρόσφατη πρακτική των κρατών όσον αφορά τις ανακλήσεις γνωστοποιήσεων αποχωρήσεως από διεθνείς συνθήκες, εκτιμώ ότι δύσκολα θα μπορούσε το Δικαστήριο να κρίνει ως εν ισχύι εθιμικό κανόνα το περιεχόμενο του άρθρου 68 της Συμβάσεως της Βιέννης, ήτοι τον κανόνα ότι μπορεί να ανακληθεί μονομερώς γνωστοποίηση αποχωρήσεως από συνθήκη, στην οποία προέβη συμβαλλόμενο στη συνθήκη αυτή κράτος, έως την ημερομηνία που η γνωστοποίηση αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της.

76.      Ωστόσο, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για εθιμικό κανόνα του διεθνούς δικαίου, το άρθρο 68 της Συμβάσεως της Βιέννης μπορεί να αποτελέσει πλούσια πηγή εμπνεύσεως από ερμηνευτικής απόψεως, όπως θα εκθέσω στη συνέχεια.

2.      Εφαρμογή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της των διατάξεων της Συμβάσεως της Βιέννης σχετικά με την αποχώρηση από τις συνθήκες

77.      Έχουν εφαρμογή οι κανόνες της Συμβάσεως της Βιέννης σχετικά με την αποχώρηση από τις διεθνείς συνθήκες σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Σε καταφατική περίπτωση, ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση της Συμβάσεως της Βιέννης με τις διατάξεις του άρθρου 50 ΣΕΕ;

78.      Η ΣΕΕ είναι διεθνής συνθήκη συναφθείσα μεταξύ κρατών και, ταυτόχρονα, συστατική πράξη διεθνούς οργανισμού (της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ως τέτοια, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της Βιέννης, σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτής (57). Παρά ταύτα, υπενθυμίζεται ότι ούτε η Ένωση αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Βιέννης ούτε και διάφορα κράτη μέλη της (Γαλλία, Ρουμανία). Ως εκ τούτου, οι διατάξεις της Συμβάσεως της Βιέννης περί αποχωρήσεως από συνθήκη και περί ενδεχόμενης ανακλήσεως της αποχωρήσεως, και δη το άρθρο 68 της Συμβάσεως της Βιέννης, δεν έχουν εφαρμογή στο δίκαιο της Ένωσης ως διεθνείς κανόνες συμβατικής φύσεως.

79.      Αντιθέτως, οι εθιμικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου δεσμεύουν τα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Ένωση και μπορούν να αποτελέσουν πηγή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο δίκαιο της Ένωσης (58).

80.      Έχοντας εκθέσει τις επιφυλάξεις μου ως προς το κατά πόσον ο κανόνας της ανακλήσεως των γνωστοποιήσεων αποχωρήσεως από συνθήκες, τον οποίο αποτυπώνει το άρθρο 68 της Συμβάσεως της Βιέννης, μπορεί να χαρακτηριστεί διεθνής εθιμικός κανόνας, δεν θεωρώ εφικτή την χρησιμοποίησή του ως νομικής βάσεως επί της οποίας μπορεί ένα κράτος μέλος να θεμελιώσει την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενεργώντας εκτός του πλαισίου της διαδικασίας που ορίζει το άρθρο 50 ΣΕΕ.

81.      Πράγματι, οι ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνουν ρητή ρήτρα αποχωρήσεως (το άρθρο 50 ΣΕΕ), η οποία αποτελεί lex specialis σε σχέση με τις διατάξεις συμβατικής φύσεως (άρθρα 54, 56 και 64 έως 68 της Συμβάσεως της Βιέννης) του διεθνούς δικαίου επί του ζητήματος αυτού. Ως εκ τούτου, η αποχώρηση κράτους μέλους από τις ιδρυτικές Συνθήκες της Ένωσης πρέπει να πραγματοποιηθεί κατ’ αρχήν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 ΣΕΕ.

82.      Ωστόσο, τίποτα δεν εμποδίζει τον ερμηνευτή να στηριχθεί στα άρθρα 54, 56, 65, 67 και ιδίως 68 της Συμβάσεως της Βιέννης ώστε να συναγάγει ορισμένες ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές για την άρση των αμφιβολιών σχετικά με ζητήματα που δεν προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 50 ΣΕΕ. Τούτο ισχύει όσον αφορά τη δυνατότητα ανακλήσεως της γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως, ως προς την οποία το άρθρο 50 ΣΕΕ σιωπά.

83.      Δεν είναι ασυνήθης η εν λόγω αλληλεπίδραση. Το Δικαστήριο έκανε χρήση των κανόνων της Συμβάσεως της Βιέννης σχετικά με την ερμηνεία των συνθηκών, και δη των άρθρων 31 και 32 αυτής (59), προκειμένου να αποσαφηνίσει την έννοια των διατάξεων των Συνθηκών για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (60), των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει η Ένωση με τρίτες χώρες, των κανόνων του παράγωγου δικαίου (61) και των διμερών συμβάσεων μεταξύ των κρατών μελών, όταν του υποβάλλεται διαφορά δυνάμει συμβάσεως διαιτησίας (άρθρο 273 ΣΛΕΕ) (62).

84.      Στην υπό κρίση υπόθεση, είναι αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ, το οποίο διέπει το δικαίωμα αποχωρήσεως. Η επιλογή αυτή, όπως επίσης και η αναθεώρηση (άρθρο 48 ΣΕΕ), η προσχώρηση (άρθρο 49 ΣΕΕ) και η επικύρωση (άρθρο 54 ΣΕΕ) των ιδρυτικών Συνθηκών της Ένωσης αποτελούν ζητήματα αναγόμενα στην προέλευση των Συνθηκών και συνιστούν κλασική περίπτωση προβληματισμού στο διεθνές δίκαιο.

85.      Το άρθρο 50 ΣΕΕ, του οποίου η διατύπωση εμπνέεται από τα άρθρα 65 έως 68 της Συμβάσεως της Βιέννης (63), αποτελεί, υπενθυμίζω, lex specialis σε σχέση με τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου σχετικά με την αποχώρηση από συνθήκες, πλην όμως δεν είναι μια αυτάρκης διάταξη η οποία ρυθμίζει κατά τρόπο εξαντλητικό όλες τις λεπτομέρειες της διαδικασίας αποχωρήσεως (64). Επομένως, για την πλήρωση των κενών του άρθρου 50 ΣΕΕ δεν αποκλείεται η προσφυγή στις διατάξεις του άρθρου 68 της Συμβάσεως της Βιέννης, παρά το γεγονός ότι δεν αποτυπώνει, stricto sensu, εθιμικό κανόνα διεθνούς δικαίου.

2.      Μονομερής ανάκληση της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 50 ΣΕΕ

86.      Η διαδικασία του άρθρου 50 ΣΕΕ, το οποίο προστέθηκε στη Συνθήκη αυτή με την αναθεώρηση από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, εκκινεί με την απόφαση αποχωρήσεως την οποία το κράτος μέλος οφείλει να λάβει «σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες».

87.      Τα επόμενα στάδια της διαδικασίας έχουν συνοψισθεί από το Δικαστήριο ως εξής: «περιλαμβάνει, πρώτον, τη γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δεύτερον, τις διαπραγματεύσεις και τη σύναψη συμφωνίας που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρηση λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων μεταξύ του κράτους αυτού και της Ένωσης και, τρίτον, την ίδια την αποχώρηση από την Ένωση, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αυτής ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που έγινε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής» (65).

88.      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν, δεδομένης της σιωπής της διατάξεως ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 50 ΣΕΕ επιτρέπει τη μονομερή ανάκληση της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, πρέπει να γίνει προσφυγή στις ερμηνευτικές μεθόδους που συνήθως χρησιμοποιεί το Δικαστήριο (66) και, επικουρικώς, στις μεθόδους που προβλέπουν τα άρθρα 31 και 32 της Συμβάσεως της Βιέννης.

89.      Επισημαίνω εξαρχής ότι, κατά την άποψή μου, το άρθρο 50 ΣΕΕ επιτρέπει τη μονομερή ανάκληση εκ μέρους του γνωστοποιούντος κράτους μέλους μέχρι τη σύναψη της συμβάσεως αποχωρήσεως από την Ένωση.

1.      Γραμματική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ

90.      Σε γενικές γραμμές, μπορεί να υποστηριχθεί τόσο η άποψη ότι ό,τι δεν απαγορεύεται από κανόνα δικαίου επιτρέπεται όσο και η άποψη ότι η σιωπή του νόμου σημαίνει απουσία δικαιώματος (67). Δεδομένου ότι δεν παρέχει άμεση απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν μπορεί στην πραγματικότητα να τύχει γραμματικής ερμηνείας και πρέπει να εξεταστεί βάσει συστηματικής ερμηνείας, πρέπει δηλαδή να διερευνηθεί η έννοιά του βάσει της ratioτου στο πλαίσιο του ευρύτερου κανονιστικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται.

91.      Το άρθρο 50, παράγραφος 1, ΣΕΕ ρυθμίζει το πρώτο στάδιο της διαδικασίας και ορίζει ότι «κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες». Ως εκ τούτου, το πρώτο αυτό (εθνικό) στάδιο απόκειται αποκλειστικά στο αποχωρούν κράτος μέλος, δεδομένου ότι η αποχώρηση αποτελεί δικαίωμα που αναγνωρίζεται σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη στις ιδρυτικές Συνθήκες της Ένωσης.

92.      Η απόφαση περί αποχωρήσεως, η οποία λαμβάνεται μονομερώς κατά την άσκηση της κυριαρχίας του αποχωρούντος κράτους μέλους (68), υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ, μόνον στην προϋπόθεση να έχει ληφθεί σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς κανόνες του κράτους αυτού. Η υποχρέωση γνωστοποιήσεως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της προθέσεως αποχωρήσεως και η διετής προθεσμία για τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας με την οποία η αποχώρηση θα λάβει την οριστική της μορφή αποτελούν απλώς τυπικά στοιχεία που δεν περιορίζουν τον μονομερή χαρακτήρα της αρχικής αποφάσεως περί αποχωρήσεως.

93.      Όπως προανέφερα, η πρόβλεψη του δικαιώματος αποχωρήσεως από το άρθρο 50 ΣΕΕ εμπνέεται από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου (ιδίως από τα άρθρα 54 και 56 της Συμβάσεως της Βιέννης). Θεωρώ το γεγονός αυτό λογικό, διότι η αποχώρηση από μια διεθνή σύμβαση αποτελεί εξ ορισμού μονομερή πράξη του συμβαλλόμενου κράτους. Όπως και η εξουσία συνάψεως της συμβάσεως (treaty making power), το δικαίωμα αποδεσμεύσεως (μέσω αποχωρήσεως ή καταγγελίας) από σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο ένα κράτος αποτελεί εκδήλωση της κυριαρχίας του. Δεδομένου ότι η απόφαση ενός κράτους να συνάψει μια σύμβαση λαμβάνεται μονομερώς, εξίσου μονομερώς λαμβάνεται και η απόφαση της αποχωρήσεώς του από αυτήν.

94.      Ο μονομερής χαρακτήρας της αποφάσεως περί αποχωρήσεως συνηγορεί υπέρ της δυνατότητας να ανακαλείται μονομερώς η γνωστοποίηση της αποφάσεως αυτής μέχρις ότου παραγάγει τα οριστικά της αποτελέσματα. Από την άποψη αυτή, η μονομερής ανάκληση θα μπορούσε να αποτελεί και εκδήλωση της κυριαρχίας του αποχωρούντος κράτους, το οποίο επιλέγει να ανακαλέσει την αρχική απόφασή του.

95.      Ως εκ τούτου, ο μονομερής χαρακτήρας του πρώτου σταδίου εκτείνεται, κατά τη γνώμη μου, και στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας του άρθρου 50 ΣΕΕ, δηλαδή στο στάδιο της διαπραγματεύσεως, το οποίο αρχίζει με τη γνωστοποίηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της προθέσεως αποχωρήσεως και ολοκληρώνεται δύο χρόνια αργότερα, εκτός εάν παραταθεί με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Είναι ωστόσο αληθές ότι, στο δεύτερο αυτό στάδιο, ο μονομερής χαρακτήρας μετριάζεται από τις ενέργειες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, στις οποίες θα αναφερθώ εκτενέστερα στη συνέχεια.

96.      Θεωρώ τους ακόλουθους λόγους υπέρ της αναγνωρίσεως της δυνατότητας να ανακαλούνται οι γνωστοποιήσεις αποχωρήσεως πειστικότερους από τους λόγους υπέρ της αντίθετης απόψεως (οι οποίοι, πάντως, αναγνωρίζω ότι δεν είναι εντελώς αβάσιμοι).

97.      Πρώτον, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται από το άρθρο 50 ΣΕΕ στο κράτος μέλος που επιλέγει να αποχωρήσει είναι πολύ περιορισμένες:

–      το κράτος μέλος υποχρεούται να γνωστοποιήσει (εννοείται γραπτώς, καίτοι δεν προσδιορίζεται) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του, αλλά δεν υποχρεούται να τη δικαιολογήσει ούτε να εκθέσει τους λόγους που το οδηγούν στην αποχώρηση από την Ένωση·

–      Το κράτος μέλος υποχρεούται να αναμείνει δύο έτη από τη γνωστοποίηση, μετά την παρέλευση των οποίων μπορεί να αποχωρήσει από την Ένωση άνευ ετέρου (69), καθώς η σύναψη συμφωνίας δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της αποχωρήσεως (70).

98.      Τα ως άνω χαρακτηριστικά του σταδίου της διαπραγματεύσεως αποτελούν μια πρώτη ένδειξη για το ότι το κράτος που γνωστοποίησε την πρόθεσή του αποχωρήσεως διατηρεί επί δύο έτη την εξουσία του, κατά κάποιον τρόπο, επί της βουλήσεως που εξέφρασε με την εν λόγω γνωστοποίηση. Όπως συμβαίνει και σε άλλους τομείς του δικαίου, ελλείψει ρητής απαγορεύσεως ή αντίθετου κανόνα δικαίου, όποιος διατυπώνει μονομερώς δήλωση βουλήσεως την οποίαν απευθύνει σε άλλον μπορεί να την ανακαλέσει μέχρις ότου αυτή αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της, με την αποδοχή του προς ον η δήλωση βουλήσεως, είτε με τη μετατροπή της σε πράξη είτε με τη σύναψη συμβάσεως.

99.      Δεύτερον, το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ ορίζει ότι «το κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωρίζει την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο», κινώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας. Η διάταξη κάνει λόγο για γνωστοποίηση της «προθέσεως» αποχωρήσεως και όχι της ίδιας της αποχωρήσεως, διότι αυτή μπορεί να λάβει χώρα μόνο μετά τη σύναψη συμφωνίας ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, μετά την παρέλευση διετίας.

100. Οι προθέσεις δεν είναι οριστικές και επιδέχονται μεταβολές. Όποιος γνωστοποιεί σε τρίτο την πρόθεσή του δημιουργεί ενδεχομένως σε αυτόν μια προσδοκία, αλλά δεν αναλαμβάνει την υποχρέωση να διατηρήσει την πρόθεσή του αμετάκλητη. Προκειμένου να προκύψει τέτοιο αποτέλεσμα, πρέπει στη γνωστοποίηση της προθέσεως αυτής να μνημονεύεται ρητώς ο αμετάκλητος χαρακτήρας της.

101. Είναι αληθές ότι το επιχείρημα αυτό, το οποίο εστιάζει στο γράμμα της διατάξεως, δεν είναι τόσο πειστικό όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως, καθώς το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ χρησιμοποιεί και τον όρο απόφαση (το «κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του»), όπως και η παράγραφος 1 («Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει»). Βεβαίως, στην παράγραφο 2 θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιηθεί η έκφραση «γνωστοποιεί την απόφαση αυτή» (ή άλλη παρόμοια), αντί της εκφράσεως «γνωστοποιεί την πρόθεσή του». Κάποια σημασία πρέπει να έχει η τελευταία αυτή έκφραση, η οποία είναι βέβαιον ότι δεν οφείλεται σε παραδρομή.

102. Μπορεί επομένως να θεωρηθεί ότι η χρησιμοποίηση της λέξεως «πρόθεση» και ο ενεστώς χρόνος του ρήματος («που αποφασίζει» και όχι «που έχει αποφασίσει») στο άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ επιτρέπει στο κράτος να «ανακαλέσει» κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και να μην υλοποιήσει την αρχική του απόφαση περί αποχωρήσεως, σύμφωνα πάντοτε με τους συνταγματικούς του κανόνες (71).

103. Τρίτον, μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου σταδίου της διαδικασίας υπάρχει σχέση εξαρτήσεως, η οποία καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίον η υπερίσχυση του μονομερούς χαρακτήρα στο αρχικό στάδιο επηρεάζει το επόμενο. Η διαπραγμάτευση μπορεί να αρχίσει μόνον μετά τη γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως και, για τον λόγο αυτόν, είναι απαραίτητο το κράτος μέλος να έχει ενεργήσει σύμφωνα με τους συνταγματικούς του κανόνες.

104. Βεβαίως, η απόφαση περί αποχωρήσεως μπορεί να ακυρωθεί αν το αρμόδιο συναφώς όργανο (συνήθως τα ανώτατα δικαστήρια κάθε κράτους μέλους) κρίνει ότι αυτή δεν ελήφθη σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες. Στην περίπτωση αυτή, δεν χωρεί, κατά τη γνώμη μου, αμφιβολία ότι το κράτος που γνωστοποίησε την πρόθεσή του υποχρεούται να γνωστοποιήσει και τη μονομερή ανάκληση της γνωστοποιήσεως για τον λόγο ότι δεν συνέτρεχε η απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη της αρχικής του αποφάσεως.

105. Εν προκειμένω δεν συντρέχει ακριβώς η κατάσταση που περιγράφηκε στο προηγούμενο σημείο, ωστόσο, εάν, συνεπεία μιας ενέργειας που πραγματοποιήθηκε κατ’ εφαρμογήν των συνταγματικών του κανόνων (παραδείγματος χάριν, ενός δημοψηφίσματος, μιας σημαντικής ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο, της διεξαγωγής γενικών εκλογών με αποτέλεσμα την ανάδειξη αντίθετης πλειοψηφίας, μεταξύ άλλων), η αρχική απόφαση του κράτους μέλους ανακληθεί και, συνακολούθως, η νομική και συνταγματική βάση στην οποία στηριζόταν εξαφανιστεί, θεωρώ επίσης λογικό, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το κράτος αυτό να μπορεί και να πρέπει να γνωστοποιήσει τη μεταβολή αυτή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

106. Και στις δύο περιπτώσεις, το πρώτο στάδιο της διαδικασίας χάνει το έρεισμά του, είτε επειδή η αρχική απόφαση ελήφθη παρανόμως είτε επειδή, με την εφαρμογή των εσωτερικών συνταγματικών μηχανισμών, κηρύχθηκε άκυρη ή ανίσχυρη (72). Λογικά, το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επηρεάζεται επίσης, καθώς έχει αναιρεθεί η παραδοχή στην οποία στηρίζεται. Δεδομένου ότι δεν υφίσταται πλέον συνταγματική βάση για την αποχώρηση, το κράτος υποχρεούται να γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ότι ανακαλεί την προηγηθείσα γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως (73).

107. Η προαναφερθείσα διεθνής πρακτική (74) συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος αυτού. Τα προηγούμενα που παρέθεσα καταδεικνύουν σαφώς ότι η γνωστοποίηση της αποχωρήσεως από διεθνή σύμβαση μπορεί να ανακληθεί σε περίπτωση που διαπιστωθεί παράβαση των συνταγματικών κανόνων του κράτους ή σε περίπτωση που σημειωθεί πολιτική μεταστροφή που τροποποιεί τη βούληση του αποχωρούντος κράτους και το τελευταίο επιλέξει να συνεχίσει να δεσμεύεται από την εν λόγω σύμβαση.

108. Τα προηγούμενα αυτά ακολουθούν τη γραμμή του άρθρου 68 της Συμβάσεως της Βιέννης, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, δέχεται το ανακλητό των γνωστοποιήσεων αποχωρήσεως μέχρις ότου η αποχώρηση παραγάγει τα αποτελέσματά της. Ανεξαρτήτως του αν το άρθρο αυτό αποτελεί την έκφραση εθιμικού κανόνα του διεθνούς δικαίου, είναι βέβαιον ότι την έμπνευση για το άρθρο 50 ΣΕΕ αποτέλεσε η Σύμβαση της Βιέννης και δεν βρίσκω κανένα λόγο να μην εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν ο ίδιος κανόνας στο πλαίσιο της διαδικασίας αποχωρήσεως από την Ένωση.

109. Επιπλέον, η εμμονή στη διαπραγμάτευση της συμφωνίας αποχωρήσεως από τις ιδρυτικές Συνθήκες της Ένωσης με κράτος μέλος το οποίο δεν προτίθεται πλέον να αποχωρήσει από αυτήν, αφού ενεργοποίησε τους συνταγματικούς μηχανισμούς του για να ανακαλέσει την αρχική απόφαση, θεωρώ ότι συνιστά αποτέλεσμα αντίθετο προς την κοινή λογική, στο οποίο δεν θα έπρεπε να οδηγεί η συστηματική ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ.

110. Από μια άλλη οπτική, εάν οι μηχανισμοί αυτοί περιλαμβάνουν την απόφαση του εθνικού κοινοβουλίου, το οποίο κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών της ίδιας της «εθνικής [του] ταυτότητας που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική [του] δομή», συνδέοντάς την με την ιδιότητα του μέλους της Ένωσης, οι αρχές στις οποίες στηρίζεται το άρθρο 4 ΣΕΕ θα έπρεπε να ευνοούν την αποδοχή της νέας αυτής αποφάσεως, ως ένδειξη του «σεβασμού» στον οποίον αναφέρεται η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου.

111. Τέταρτον, συμμερίζομαι τις παρατηρήσεις των Wigthman και λοιπών, υπό την έννοια ότι η άρνηση της δυνατότητας να ανακαλούνται οι γνωστοποιήσεις της προθέσεως αποχωρήσεως, όταν το κράτος μέλος έχει μεταβάλει τη βούλησή του σύμφωνα με τους συνταγματικούς του κανόνες και επιθυμεί να παραμείνει στην Ένωση, θα συνεπαγόταν de facto αναγκαστική αποχώρησή του από τον εν λόγω διεθνή οργανισμό.

112. Πράγματι, η σχετική άρνηση θα ισοδυναμούσε με έμμεση αποπομπή από την Ένωση, παρότι από κανένα στοιχείο του άρθρου 50 ΣΕΕ δεν προκύπτει ότι η διαδικασία αποχωρήσεως μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αποπομπής κράτους μέλους. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της Συνελεύσεως για το Μέλλον της Ευρώπης, απορρίφθηκε τροποποίηση η οποία πρότεινε τη συμπλήρωση του δικαιώματος εθελούσιας αποχωρήσεως των κρατών μελών με δικαίωμα της Ένωσης να αποπέμπει τα κράτη μέλη των οποίων οι ενέργειες έρχονται κατ’ επανάληψη σε αντίθεση με τις αρχές της Ένωσης (75).

113. Πέμπτον, το ανακλητό της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως δεν μπορεί να αποκλειστεί με το επιχείρημα ότι το κράτος μέλος που επιθυμεί να παραμείνει στην Ένωση έχει τη δυνατότητα (άρθρο 50, παράγραφος 5, ΣΕΕ) να ζητήσει εκ νέου την προσχώρησή του στην Ένωση με τη διαδικασία του άρθρου 49 ΣΕΕ.

114. Κατά την άποψή μου, το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να χαρακτηρίζει τη σχετική διαδικασία ως μονόδρομο χωρίς επιστροφή («one way street with no exits»), σύμφωνα με την οποία το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ένα κράτος μέλος μετά τη γνωστοποίηση της προθέσεώς του να αποχωρήσει, και αφού εν συνεχεία αναθεωρήσει την απόφασή του, θα ήταν να αναμείνει επί διετία την αποχώρησή του από την Ένωση προκειμένου να ζητήσει αμέσως την προσχώρησή του (76). Θα θεωρούσα επίσης αντίθετη προς τον σκοπό του άρθρου 50 ΣΕΕ τη διαπραγμάτευση της μελλοντικής προσχωρήσεως κατά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, με το όριο των δύο ετών, όταν το κράτος μέλος έχει τροποποιήσει τη βούλησή του και δεν επιθυμεί πλέον να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συστηματική ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ δεν μπορεί να οδηγεί σε καταστάσεις τόσο παράλογες (αν όχι ασυνάρτητες) όπως αυτές, απλώς και μόνον επειδή δεν θεωρείται δυνατόν να ανακληθεί μονομερώς η γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως.

115. Έκτον, το στάδιο της διαπραγματεύσεως που αρχίζει με τη γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως δεν επηρεάζει την ιδιότητα του γνωστοποιούντος κράτους ως καθ’ όλα κράτους μέλους της Ένωσης. Τούτο επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση RO, με την οποία κρίθηκε ότι η γνωστοποίηση «δεν έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο κράτος μέλος το οποίο γνωστοποιεί την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση και, ως εκ τούτου, το δίκαιο της Ένωσης […] εξακολουθ[εί] να ισχύ[ει] πλήρως στο εν λόγω κράτος μέλος μέχρι την πραγματική αποχώρησή του από την Ένωση» (77).

116. Ως εκ τούτου, το κράτος μέλος που έχει κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 50 ΣΕΕ προκειμένου να αποχωρήσει από την Ένωση μπορεί να την αναστείλει σε περίπτωση που μεταβάλει τη βούλησή του σύμφωνα με τους συνταγματικούς του κανόνες, δεδομένου ότι το άρθρο 50, παράγραφος 1, ΣΕΕ, ερμηνευόμενο πλέον sensu contrario, εξακολουθεί να εφαρμόζεται στην περίπτωσή του. Η γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως εγκαινιάζει μια διετία διαπραγματεύσεων, χωρίς όμως να στερεί το γνωστοποιούν κράτος από την ιδιότητα του κράτους μέλους, καθώς και από όλα τα σύμφυτα με την ιδιότητα αυτή δικαιώματα, με εξαίρεση την απαγόρευση της συμμετοχής του στις συζητήσεις και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που αφορούν την αποχώρησή του (άρθρο 50, παράγραφος 4, ΣΕΕ).

117. Φρονώ ότι τα επιχειρήματα που μόλις εξέθεσα μετά την ανάλυση αυτή του άρθρου 50 ΣΕΕ έχουν μεγαλύτερο βάρος από τα επιχειρήματα υπέρ του αντιθέτου που υποστηρίζουν με τις γραπτές παρατηρήσεις τους η Επιτροπή και το Συμβούλιο, καθώς και μέρος της θεωρίας (78).

118. Αν κατανόησα ορθώς τις κατά βάση ίδιες συλλογιστικές της Επιτροπής και του Συμβουλίου, αμφότερα τα θεσμικά όργανα υιοθετούν μια ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ που αποδίδει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά στο αρχικό στάδιο, αφενός, και στο μεσαίο και στο τελικό στάδιο της διαδικασίας αποχωρήσεως, αφετέρου.

119. Κατά την άποψή τους, το αρχικό στάδιο έχει απολύτως μονομερή χαρακτήρα και τελεί υπό τον έλεγχο του κράτους μέλους. Αντιθέτως, το μεσαίο στάδιο (διαπραγμάτευση) έχει διμερή ή πολυμερή χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να υπερισχύουν οι εξουσίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Από την έναρξη του δεύτερου σταδίου και έπειτα, το γνωστοποιούν κράτος μέλος παύει να έχει τον έλεγχο επί της διαδικασίας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανακαλέσει μονομερώς τη γνωστοποίησή του αποχωρήσεως. Η ανάκληση αυτή θα ήταν εφικτή μόνο διά συναινέσεως, με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

120. Δεν συμμερίζομαι την ερμηνεία αυτή.

121. Είναι αληθές ότι τα θεσμικά όργανα παρεμβαίνουν σε σημαντικό βαθμό στο δεύτερο στάδιο διαπραγματεύσεως της διαδικασίας αποχωρήσεως:

–      το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λαμβάνει τη γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως την οποία του κοινοποιεί το αποχωρούν κράτος μέλος·

–      τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είναι εξουσιοδοτημένα να διαπραγματεύονται με το αποχωρούν κράτος μέλος τη συμφωνία αποχωρήσεως, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεών τους με την Ένωση·

–      η διαδικασία περιλαμβάνει τη διαπραγμάτευση σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και την (ενδεχόμενη) σύναψη συμφωνίας από το Συμβούλιο εξ ονόματος της Ένωσης, με ειδική πλειοψηφία και μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η δυνατότητα παρατάσεως της διετούς περιόδου διαπραγματεύσεων απόκειται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε συμφωνία με το αποχωρούν κράτος μέλος.

122. Ωστόσο, οι εξουσίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, οι οποίες προσδίδουν πολυμερή χαρακτήρα στη διαδικασία αποχωρήσεως, δεν εξαλείφουν εντελώς τον μονομερή χαρακτήρα στο δεύτερο στάδιο, καθώς, αφενός, η προϋπόθεση στην οποία στηρίζεται το στάδιο αυτό είναι η γνωστοποίηση της αποφάσεως (ή μάλλον της προθέσεως) αποχωρήσεως, η οποία απόκειται στο κράτος μέλος και η οποία, εάν κηρυχθεί ανίσχυρη ή ανατραπεί μονομερώς, παύει να παρέχει το έρεισμα για τα επόμενα στάδια. Εξάλλου, το εν λόγω κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να επιτύχει συμφωνία προκειμένου να αποχωρήσει από την Ένωση και θα του αρκούσε να αναμείνει την παρέλευση της υποχρεωτικής διετούς περιόδου διαπραγματεύσεων για να ολοκληρώσει την αποχώρησή του, γεγονός που ενισχύει το μονομερές στοιχείο και σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας.

123. Η (ανώτατη, εκτός αν δοθεί παράταση) προθεσμία των δύο ετών για τη διαπραγμάτευση της αποχωρήσεως είναι συνήθης στις ρήτρες άλλων διεθνών συνθηκών (79). Από την ύπαρξη της περιόδου αυτής δεν μπορεί να συναχθεί ότι η γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως δεν μπορεί να ανακληθεί μονομερώς. Το χρονικό αυτό διάστημα μάλιστα χρησιμεύει όχι μόνον για την προετοιμασία της αποχωρήσεως, αλλά και ως «cooling off period», ώστε το αποχωρούν κράτος μέλος να έχει ενδεχομένως τη δυνατότητα να επανεξετάσει την αρχική του πρόθεση και να αλλάξει γνώμη (80).

124. Το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει την εξουσία να παρατείνει την ως άνω περίοδο επίσης δεν σημαίνει ότι η παράταση αυτή εκφεύγει του ελέγχου του γνωστοποιούντος κράτους και το οδηγεί αναπόδραστα στην αποχώρηση από την Ένωση, ακόμη και αν έχει αλλάξει γνώμη. Την παράταση της διετούς προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ, την αποφασίζει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ομόφωνη απόφαση, αλλά «σε συμφωνία με το κράτος μέλος». Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή, δεν μπορεί να επιβάλει την παράταση στο κράτος μέλος, το οποίο διαθέτει τόσο το δικαίωμα να πραγματοποιήσει την αποχώρησή του από την Ένωση μετά το πέρας της προθεσμίας, όσο και τη δυνατότητα να ανακαλέσει τη γνωστοποίησή του πριν από τη σύναψη της συμφωνίας αποχωρήσεως.

125. Το Συμβούλιο προβάλλει επίσης ως επιχείρημα κατά της δυνατότητας μονομερούς ανακλήσεως ότι η γνωστοποίηση της προθέσεως ανακλήσεως αρχίζει να παράγει έννομα αποτελέσματα από την έναρξη του δεύτερου σταδίου της διαδικασίας και κατά τη διάρκεια αυτού (81). Είμαι ωστόσο της γνώμης ότι οι νομικές πράξεις που εκδίδει η Ένωση κατά τη διάρκεια της διαπραγματεύσεως δεν αποτελούν καθεαυτές αποτελέσματα της γνωστοποιήσεως της αποχωρήσεως, αλλά μέτρα εγγενή της διαπραγματεύσεως (όπως η απουσία του Ηνωμένου Βασιλείου από τη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που συσκέπτονται επί της διαδικασίας διαπραγματεύσεων ή επί των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διεξαγωγή της διαδικασίας αυτής) ή συμφωνίες που συνάπτονται εν όψει της μελλοντικής αποχωρήσεως (όπως η μεταφορά της έδρας ορισμένων υπηρεσιών, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχιση της λειτουργίας τους) (82).

126. Επαναλαμβάνω ότι οι πράξεις αυτές της Ένωσης, ως επί το πλείστον τυπικής φύσεως, συνδέονται με τη διαδικασία διαπραγματεύσεως (83) και η ύπαρξή τους δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση της δυνατότητας να ανακαλείται η γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως. Οι συναφείς πράξεις, όπως οι σχετικές με τη μεταφορά της έδρας των υπηρεσιών της Ένωσης, δεν θίγονται από την ανάκληση αυτή και το μόνο που θα μπορούσε να εγείρει διαφορές είναι το οικονομικό κόστος τους.

127. Πράγματι, η κατάρτιση και η εφαρμογή των τυπικών πράξεων που συνδέονται με τις διαπραγματεύσεις αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και των συναφών πράξεων, όπως και η συγκρότηση διαπραγματευτικής ομάδας η οποία θα ασχοληθεί αποκλειστικά με το Brexit, είχαν οικονομικό κόστος για την Ένωση. Το Συμβούλιο διατείνεται ότι, σε περίπτωση μονομερούς ανακλήσεως, τα σχετικά έξοδα βαρύνουν την Ένωση, πράγμα που, κατά τη γνώμη του, αποτελεί επιχείρημα κατά ενός τέτοιου ενδεχομένου.

128. Δεν θεωρώ πειστική τη συλλογιστική αυτή. Το ζήτημα του ποιος αναλαμβάνει το κόστος (ως «παράπλευρη ζημία») δεν έχει ως μόνη λύση αυτή που φαίνεται να υποστηρίζει το Συμβούλιο. Η διαπραγμάτευση για τη σύναψη οποιασδήποτε διεθνούς συμβάσεως ή για την αποχώρηση από αυτήν συνεπάγεται κόστος το οποίο πρέπει να αναλάβουν τα κράτη μέλη, ο κανόνας δε αυτός ισχύει και για τη μονομερή ανάκληση της γνωστοποιήσεως της αποχωρήσεως. Σε τελική ανάλυση, δεν θα ήταν, νομίζω, λάθος μου να υποστηρίξω ότι το οικονομικό κόστος (για την Ένωση και τους πολίτες της) που θα συνεπαγόταν η αποχώρηση του κράτους μέλους θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από το (ελάχιστο) κόστος που προκαλεί η ανάκληση.

1.      Τελολογική ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ

129. Το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ορίζει ότι «η παρούσα Συνθήκη διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης […]».

130. Όπως προεκτέθηκε, η Ένωση είναι υποχρεωμένη, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, να σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών «που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή». Το προοίμιο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) ορίζει, στο τρίτο εδάφιο, ότι η Ένωση οφείλει να σέβεται κατά τη δράση της την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών.

131. Το άρθρο 50, παράγραφος 1, ΣΕΕ αποτελεί στην πραγματικότητα σημαντική ένδειξη σεβασμού της εθνικής ταυτότητας των κρατών, στα οποία αναγνωρίζει το δικαίωμα να αποχωρούν από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς τους κανόνες. Όπως ένα κράτος μέλος μπορεί, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, να θεωρήσει ότι η εθνική του ταυτότητα είναι ασύμβατη με την ιδιότητα του μέλους της Ένωσης, τίποτε δεν το εμποδίζει να συνδέσει την ίδια ταυτότητα (η οποία δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως αμετάβλητη και άκαμπτη έννοια) με την ένταξή του στην Ένωση.

132. Εξέθεσα ανωτέρω τον τρόπο με τον οποίον η αρχή του σεβασμού της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών συνηγορεί υπέρ της συστηματικής ερμηνείας του άρθρου 50 ΣΕΕ την οποία προτείνω. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η τελολογική ερμηνεία. Θεωρώ την ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ που δέχεται την ανάκληση της προθέσεως αποχωρήσεως περισσότερο σύμφωνη με τον εγγενή στην αρχή αυτή σκοπό, καθώς λαμβάνει υπόψη τη μεταβολή της κυρίαρχης βουλήσεως του κράτους μέλους, η οποία εκδηλώνεται σύμφωνα με τους συνταγματικούς του κανόνες (84), προκειμένου να αναστείλει μια διαδικασία αποχωρήσεως από την Ένωση επί της οποίας το κράτος αυτό αποφάσισε να αλλάξει γνώμη.

133. Ο σκοπός της επιτεύξεως μιας «διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης» επίσης συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας του άρθρου 50 ΣΕΕ που δέχεται ότι η γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως μπορεί να ανακληθεί. Ο σκοπός αυτός ευνοεί την ερμηνεία των κανόνων δικαίου της Ένωσης που σκοπεί στην ενίσχυση της ίδιας της Ένωσης, όχι στη διάλυσή της. Η μη παρεμπόδιση της παραμονής στην Ένωση ενός κράτους μέλους που επιλέγει να αποχωρήσει από αυτήν, αλλά στη συνέχεια αλλάζει γνώμη σύμφωνα με τους συνταγματικούς του κανόνες και επιθυμεί να παραμείνει μέλος αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, απολύτως ενδεδειγμένο ερμηνευτικό κριτήριο.

134. Αντιθέτως, η αποχώρηση ενός κράτους μέλους συνιστά πάντοτε μια αποτυχία του σκοπού της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως. Όποτε προβλήθηκαν ανάλογης βαρύτητας επιχειρήματα υπέρ της μίας και της άλλης πλευράς, η favor societatis θεωρήθηκε αποφασιστικό κριτήριο για την εξεύρεση μιας λύσεως που θα εξυπηρετούσε περισσότερο τη διατήρηση και όχι τη (μερική) διάλυση κάθε ένωσης εντός της οποίας έχουν δημιουργηθεί ισχυροί δεσμοί.

135. Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή είναι και η ευνοϊκότερη για την προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης, τα οποία θα περιορίσει κατ’ ανάγκην η αποχώρηση ενός κράτους μέλους από την Ένωση. Η ανάκληση της γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως, καθόσον αποτρέπει την αποχώρηση του γνωστοποιούντος κράτους μέλους από την Ένωση, διασφαλίζει ότι οι πολίτες αυτού και των λοιπών κρατών εξακολουθούν να απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιθαγένεια και ρυθμίζονται από τη ΣΛΕΕ και τον Χάρτη.

136. Αντιθέτως, το μη ανακλητό της γνωστοποιήσεως, όταν το κράτος μέλος έχει αποφασίσει να αλλάξει πορεία, θα κατέληγε στην αναγκαστική αποχώρηση του κράτους αυτού και, συνακολούθως, στον περιορισμό ή στην κατάργηση των δικαιωμάτων αυτών που συνεπάγεται η ιθαγένεια της Ένωσης για τους υπηκόους του αποχωρούντος κράτους που κατοικούν στην Ένωση και για τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών που κατοικούν στο αποχωρούν κράτος.

137. Εν ολίγοις, η ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ την οποία προτείνω (δυνατότητα να ανακαλείται μονομερώς η γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως) συμβιβάζει με τον καλύτερο τρόπο τον σεβασμό της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών μελών με τον σκοπό της εξελίξεως της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως (85), ευνοώντας συγχρόνως την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης.

2.      Ιστορική ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ

138. Το άρθρο 50 ΣΕΕ επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου I-60 της μηδέποτε κυρωθείσας Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, της οποίας οι προπαρασκευαστικές εργασίας (86) διεξήχθησαν κατά τη Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης.

139. Φρονώ ότι οι εν λόγω προπαρασκευαστικές εργασίες συνηγορούν υπέρ του μονομερούς χαρακτήρα του δικαιώματος αποχωρήσεως και οδηγούν στην ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ την οποία προτείνω. Ειδικότερα, ο σχολιασμός του Προεδρείου της Συνελεύσεως στο άρθρο 46 του σχεδίου (87) επιβεβαιώνει την υπερίσχυση του μονομερούς χαρακτήρα της διαδικασίας αποχωρήσεως, ακόμη και κατά το στάδιο της διαπραγματεύσεως, καθώς αναφέρει ότι η σύναψη συμφωνίας (η οποία αποκαλείται συνήθως συμφωνία διαζυγίου) δεν θα έπρεπε να αποτελεί προϋπόθεση για την αποχώρηση, διότι κάτι τέτοιο θα καθιστούσε κενή περιεχομένου την έννοια της εκούσιας αποχωρήσεως.

140. Ομοίως, στη Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης υποβλήθηκαν διάφορες τροποποιήσεις που είχαν ως σκοπό να εξαρτήσουν την απόφαση περί αποχωρήσεως από ουσιαστικές προϋποθέσεις ή από την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του αποχωρούντος κράτους και της Ένωσης (88). Όλες αυτές οι τροποποιήσεις απορρίφθηκαν, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία του μονομερούς χαρακτήρα της διαδικασίας του άρθρου 50 ΣΕΕ.

141. Η γραμματική, η τελολογική και η ιστορική ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ που προηγήθηκαν με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το άρθρο αυτό επιτρέπει να ανακαλείται μονομερώς η γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως ενός κράτους μέλους έως την τυπική σύναψη της συμφωνίας αποχωρήσεως.

3.      Προϋποθέσεις και περιορισμοί που εφαρμόζονται στη μονομερή ανάκληση της γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως

142. Αφού έγινε δεκτό ότι μπορεί να ανακληθεί μονομερώς η γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 50 ΣΕΕ, πρέπει ακόμη να διαπιστωθεί εάν η δυνατότητα αυτή υπόκειται σε προϋποθέσεις και περιορισμούς, όπως κατά τη γνώμη μου συμβαίνει.

143. Η πρώτη προϋπόθεση αφορά τον τύπο. Όπως και η γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως, η ανάκλησή της πρέπει να πραγματοποιείται με επίσημη πράξη του κράτους μέλους η οποία απευθύνεται προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ). Η ανάκληση, όπως και η γνωστοποίηση της αποχωρήσεως, είναι τυπική πράξη που αφορά την ύπαρξη μιας Συνθήκης και πρέπει να εφαρμόζονται αντίστοιχες διαδικασίες και στις δύο (89).

144. Η δεύτερη προϋπόθεση συνίσταται στην τήρηση των εθνικών συνταγματικών κανόνων. Οι απαιτήσεις του συνταγματικού δικαίου του κράτους μέλους που εφαρμόζονται για τη λήψη της αποφάσεως περί αποχωρήσεως, η οποία στη συνέχεια γνωστοποιείται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (άρθρο 50, παράγραφος 1, ΣΕΕ), θα πρέπει να τηρούνται και στην περίπτωση που το κράτος μέλος επιλέξει να ανακαλέσει τη γνωστοποίηση.

145. Μολονότι πρόκειται μάλλον για πρόβλημα του οποίου η λύση απόκειται στο εκάστοτε κράτος μέλος, εφόσον οι συνταγματικοί κανόνες απαιτούν, παραδείγματος χάριν, την έγκριση του κοινοβουλίου ως προαπαιτούμενο για τη γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως από την Ένωση (όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με την απόφαση Miller) (90), θεωρώ λογικό να απαιτείται η ίδια έγκριση του κοινοβουλίου και για την ανάκληση της γνωστοποιήσεως. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να γνωστοποιούν ανακλήσεις ψευδείς, αμφίσημες ή ασαφείς (91), από τις οποίες δεν μπορεί να συναχθεί με σαφήνεια η θέση τους.

146. Όσον αφορά τη δικαιολόγηση της γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως, εφόσον το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν τη θεωρεί αναγκαία για τη γνωστοποίηση της αρχικής προθέσεως, δεν είναι αναγκαία ούτε για την ανάκληση της γνωστοποιήσεως αυτής. Θα ήταν πάντως εύλογο να εκθέσει το εν λόγω κράτος στα λοιπά κράτη μέλη της Ένωσης τους λόγους για τους οποίους άλλαξε γνώμη, καθώς η μεταστροφή αυτή σε σχέση με τις προηγούμενες πράξεις του απαιτεί μια εξήγηση.

147. Από το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ συνάγεται ένα χρονικό όριο για την ανάκληση των γνωστοποιήσεων της προθέσεως αποχωρήσεως: είναι δυνατή μόνον εντός της διετούς προθεσμίας διαπραγματεύσεων που αρχίζει με τη γνωστοποίηση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της προθέσεως αποχωρήσεως. Λογικά, μετά τη σύναψη της συμφωνίας αποχωρήσεως, η οποία προϋποθέτει τη συναίνεση και των δύο πλευρών, καθίσταται αδύνατη η ανάκληση της γνωστοποιήσεως, καθώς η τελευταία, στην περίπτωση αυτή, έχει ήδη παραγάγει πλήρη αποτελέσματα.

148. Άλλος περιορισμός στην άσκηση του δικαιώματος μονομερούς ανακλήσεως είναι το όριο που θέτουν οι αρχές της καλής πίστεως και της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ) (92).

149. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο έχουν επισημάνει ότι το να γίνει δεκτή η μονομερής ανάκληση θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάχρηση της διαδικασίας του άρθρου 50 ΣΕΕ. Κατά την άποψή τους, η δυνατότητα ανακλήσεως θα παρείχε στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί τη συμφωνία αποχωρήσεώς του από πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα λοιπά κράτη μέλη, καθώς θα μπορούσε να ανακαλέσει τη γνωστοποίησή του και να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις αν αυτές δεν το ευνοούν.

150. Επιπλέον, σύμφωνα με την Επιτροπή και το Συμβούλιο, το κράτος μέλος θα μπορούσε να γνωστοποιήσει εκ νέου την πρόθεσή του να αποχωρήσει, εγκαινιάζοντας νέα διετή περίοδο διαπραγματεύσεων. Κατά το Συμβούλιο, το κράτος μέλος θα παρέτεινε κατ’ αυτόν τον τρόπο την περίοδο των διαπραγματεύσεων, καταστρατηγώντας το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το οποίο παρέχει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την εξουσία να αποφασίζει ομοφώνως την παράταση της προθεσμίας αυτής. Κατά την Επιτροπή, η δυνατότητα περισσότερων ανακλήσεων για λόγους τακτικής θα αντέβαινε στη λογική της διαδικασίας του άρθρου 50 ΣΕΕ.

151. Τα επιχειρήματα αυτά (ιδίως το δεύτερο) είναι στην πραγματικότητα και τα σοβαρότερα που προβάλλονται υπέρ της θέσεως ότι η μονομερής ανάκληση δεν είναι δυνατή. Δεν τα θεωρώ ωστόσο σε τέτοιον βαθμό καθοριστικά.

152. Πρώτον, η δυνατότητα καταχρήσεως ή αθέμιτης ασκήσεως ενός δικαιώματος δεν αποτελεί κατά κανόνα λόγο για την άρνηση της υπάρξεως του δικαιώματος αυτού. Το ζητούμενο είναι η θέση ορίων για την αποτροπή της καταχρήσεως με τη χρήση των κατάλληλων νομικών εργαλείων.

153. Δεύτερον, το αντίδοτο στην αθέμιτη άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως είναι η καθιερωμένη από το Δικαστήριο γενική αρχή της απαγορεύσεως των καταχρηστικών πρακτικών, σύμφωνα με την οποία οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης δολίως ή καταχρηστικώς και η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να εκτείνεται μέχρι τέτοιου σημείου ώστε να συγκαλύπτονται καταχρηστικές πρακτικές των οικονομικών φορέων (93). Η ίδια γενική αρχή θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στο πλαίσιο του άρθρου 50 ΣΕΕ, σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος μετέλθει καταχρηστική πρακτική, καταφεύγοντας σε διαδοχικές γνωστοποιήσεις και ανακλήσεις προκειμένου να επιτύχει καλύτερους όρους για την αποχώρησή του από την Ένωση.

154. Όσον αφορά τις ανακλήσεις για λόγους τακτικής, στις οποίες αναφέρονται η Επιτροπή και το Συμβούλιο, υπάρχουν δύο λόγοι που δεν μου επιτρέπουν να τους αναγνωρίσω το βάρος που τους αποδίδουν τα δύο αυτά θεσμικά όργανα.

155. Ο πρώτος είναι ότι από κανένα στοιχείο του υποβαλλόμενου εν προκειμένω προδικαστικού ερωτήματος, του μόνου στο οποίο καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο, δεν προκύπτει η κατάχρηση (υπό την έννοια της καταχρήσεως εξουσίας ως λόγου ακυρότητας πράξεως δημόσιας αρχής, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 263 ΣΛΕΕ) της δυνατότητας ανακλήσεως της αρχικής αποφάσεως. Επιπλέον, τυχόν κατάχρηση θα μπορούσε να σημειωθεί μόνον σε περίπτωση που υποβαλλόταν δεύτερη γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως, όχι με τη μονομερή ανάκληση της πρώτης.

156. Ο άλλος λόγος είναι ότι θεωρώ εξαιρετικά δύσκολη στην πράξη την υποβολή περισσότερων ανακλήσεων για λόγους τακτικής, η οποία θα απαξίωνε μια δυνατότητα με αναμφίβολα σοβαρές συνέπειες. Η ανάκληση είναι απόφαση την οποία το αποχωρούν κράτος μέλος χρειάστηκε να λάβει σύμφωνα με τους συνταγματικούς του κανόνες. Δεδομένου ότι συνεπάγεται την ανατροπή προηγούμενης αποφάσεως συνταγματικής φύσεως, η αλλαγή προϋποθέτει μεταβολή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, προκήρυξη δημοψηφίσματος, απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας που να ακυρώνει την απόφαση περί αποχωρήσεως ή κάποια άλλη ενέργεια της οποίας η εφαρμογή θα είναι δύσκολη και θα απαιτεί την κίνηση μακροχρόνιων και σύνθετων νομικών διαδικασιών. Επομένως, η υποχρέωση ανακλήσεως σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες αποτελεί φίλτρο που λειτουργεί αποτρεπτικά, εμποδίζοντας την κατάχρηση της διαδικασίας αποχωρήσεως του άρθρου 50 ΣΕΕ διά των εν λόγω ανακλήσεων για λόγους τακτικής.

3.      Ανάκληση διά συναινέσεως της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 50 ΣΕΕ

157. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο μόνον την ερμηνεία του άρθρου 50 ΣΕΕ, προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτό επιτρέπει τη μονομερή ανάκληση της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως. Δεν ζητεί επομένως απόφαση επί του συμβατού της διά συναινέσεως ανακλήσεως με το άρθρο αυτό (94).

158. Ωστόσο, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, αφού αρνήθηκαν με τις γραπτές τους παρατηρήσεις ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ επιτρέπει τη μονομερή ανάκληση, έθεσαν το ενδεχόμενο η διάταξη αυτή να επιτρέπει την ανάκληση με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

159. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί τη μονομερή ανάκληση, παρέλκει η απάντηση στους ισχυρισμούς της Επιτροπής και του Συμβουλίου. Θα τους εξετάσω, ωστόσο, για λόγους πληρότητας.

160. Κατά την Επιτροπή, αν ένα κράτος μέλος επιθυμεί να ανακαλέσει τη γνωστοποίηση της προθέσεώς του να αποχωρήσει από την Ένωση και επιθυμεί να παραμείνει σε αυτήν, πρέπει να αναζητήσει ένα μέσο για την ικανοποίηση του αιτήματός του, δεδομένου ότι η μονομερής ανάκληση δεν είναι δυνατή.

161. Επειδή το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν προβλέπει ρητώς κανένα τέτοιο μέσο, η Επιτροπή και το Συμβούλιο θεωρούν ότι για την ανάκληση απαιτείται ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 50 ΣΕΕ, παράγραφοι 3 και 4,το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει την εξουσία να αποφασίσει με ομοφωνία και χωρίς τη συμμετοχή του αποχωρούντος κράτους την παράταση του σταδίου των διαπραγματεύσεων, η ανάκληση της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως θα πρέπει επίσης να εγκριθεί ομοφώνως από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

162. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η αναγνώριση της εξουσίας αυτής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι επιβεβλημένη, επειδή δεν θα ήταν εφικτή η αποδοχή από όλα τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους συνταγματικούς τους κανόνες, δεδομένης της ανάγκης για ταχεία απόφαση ως προς την αποδοχή της ανακλήσεως. Σε περίπτωση, βεβαίως, που το κράτος θέλει να επιστρέψει στην Ένωση μετά την αποχώρησή του, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 5, ΣΕΕ, επαφίεται στα κράτη μέλη η επανένταξή του με τη διαδικασία προσχωρήσεως του άρθρου 49 ΣΕΕ.

163. Θεωρώ ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ επιτρέπει την ανάκληση με κοινή συμφωνία μεταξύ του αποχωρούντος κράτους και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που διαπραγματεύονται με αυτό την αποχώρησή του. Εφόσον γίνεται δεκτό το μείζον (μονομερής ανάκληση), πρέπει να γίνει δεκτό και το έλασσον (ανάκληση διά συναινέσεως). Επιπλέον, μια τέτοια ανάκληση διά συναινέσεως είναι σύμφωνη προς την αρχή που εμπνέει το άρθρο 54, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως της Βιέννης, κατά το οποίο η αποχώρηση από συνθήκη μπορεί να πραγματοποιηθεί «ανά πάσαν στιγμήν, διά της συναινέσεως όλων των μερών κατόπιν διαβουλεύσεων μετά των άλλων συμβαλλομένων κρατών».

164. Επομένως, η αποδοχή της δυνατότητας μιας τέτοιας διά συναινέσεως ανακλήσεως δεν θα λειτουργούσε εις βάρος της δυνατότητας να ανακαλείται μονομερώς η γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως, την οποία το αποχωρούν κράτος μέλος εξακολουθεί να διατηρεί δυνάμει του άρθρου 50 ΣΕΕ.

165. Δεν θεωρώ, ωστόσο, σύμφωνη προς το άρθρο 50 ΣΕΕ τη δυνατότητα ανακλήσεως της γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως μόνο με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (με τη «σύνθεση άρθρο 50 ΣΕΕ»), όπως φαίνεται να προτείνουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο, αποκλείοντας τη μονομερή ανάκληση.

166. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί διά συναινέσεως η ανάκληση με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, πρέπει να συμφωνεί και το αποχωρούν κράτος μέλος, άλλως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ακόμη και αν κατέληγε σε ομόφωνη απόφαση, δεν θα μπορούσε να του επιβάλει την ανάκληση.

167. Το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ δεν επιτρέπει την παράταση του δεύτερου σταδίου της διαπραγματεύσεως, «εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της συμφωνίας αυτής». Είμαι της γνώμης ότι, κατ’ αναλογία, η αίτηση του αποχωρούντος κράτους αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ώστε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να δεχθεί ομοφώνως την ανάκληση της γνωστοποιήσεώς του.

168. Η εγγύηση αυτή διασφαλίζει τον μονομερή χαρακτήρα της ανακλήσεως της αποφάσεως περί αποχωρήσεως. Αν η αποδοχή της ανακλήσεως της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως εξαρτιόταν μόνον από μια ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με τη σύνθεση άρθρο 50 ΣΕΕ και με ομοφωνία, το δικαίωμα αποχωρήσεως από την Ένωση (και αντιστρόφως το δικαίωμα παραμονής σε αυτήν) θα εξέφευγε του ελέγχου του κράτους μέλους, της κυριαρχίας του και των συνταγματικών του κανόνων, και θα εξαρτιόταν αποκλειστικά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

169. Η παραδοχή ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα έχει με ομοφωνία την τελευταία λέξη στην ανάκληση της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως ενέχει τον κίνδυνο να αποχωρήσει το κράτος μέλος από την Ένωση παρά τη θέλησή του. Θα αρκούσε να εμποδίσει ένα από τα λοιπά 27 κράτη μέλη τη λήψη ομόφωνης αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (με τη σύνθεση του άρθρου 50 ΣΕΕ) για να ματαιωθεί η βούληση του κράτους που γνωστοποίησε την επιθυμία του να παραμείνει στην Ένωση. Το κράτος αυτό θα εγκατέλειπε (εκδιωγμένο) την Ένωση εντός της διετούς προθεσμίας από τη γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως, παρά τη βούλησή του να παραμείνει σε αυτόν τον διεθνή οργανισμό.

II.    Πρόταση

170. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Court of Session, Inner House [ανώτερου δικαστηρίου (εφετείου), (Σκωτία) (Ηνωμένο Βασιλειο)] ως εξής:

«Όταν ένα κράτος μέλος έχει γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση επιτρέπει τη μονομερή ανάκληση της γνωστοποιήσεως αυτής μέχρι τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας αποχωρήσεως, εφόσον η ανάκληση αποφασίζεται σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες του κράτους αυτού, γνωστοποιείται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τον προσήκοντα τύπο και δεν συνιστά καταχρηστική πρακτική.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Prime Minister’s letter to Donald Tusk triggering Article 50, 29-3-2017. Το πλήρες κείμενο είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://data.consilium.europa.eu/doc/document/XT-20001-2017-INIT/en/pdf.


3      Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331.


4      Νόμος του 2018 για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.


5      R (Miller) v Secretary of State for Exiting the European Union [2017] UKSC 5.


6      R (Miller) v Secretary of State for Exiting the European Union [2017] UKSC 5, σημείο 26. Ο Λόρδος Neuberger δήλωσε τα εξής: «In these proceedings, it is common ground that notice under article 50(2) (which we shall call “Notice”) cannot be given in qualified or conditional terms and that, once given, it cannot be withdrawn. Especially as it is the Secretary of State’s case that, even if this common ground is mistaken, it would make no difference to the outcome of these proceedings, we are content to proceed on the basis that that is correct, without expressing any view of our own on either point […]».


7      European Union (Notification of Withdrawal) Act 2017, c. 9, section 1 (νόμος για τη γνωστοποίηση της αποχωρήσεως από την Ευρωπαϊκή Ένωση).


8      Έγγραφο EUCO XT 20004/17, της 29ης Απριλίου 2017, Κατευθυντήριες Γραμμές που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έπειτα από τη γνωστοποίηση στην οποία προέβη το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του άρθρου 50 ΣΕΕ (https://www.consilium.europa.eu/media/21747/29-euco-art50-guidelines-el.pdf).


9      Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) XT 21016/17 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 22ας Μαΐου 2017, που επιτρέπει την έναρξη των διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας για σύναψη συμφωνίας που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση (http://data.consilium.europa.eu/doc/document/XT-21016-2017-ADD-1-REV-2/el/pdf). Ομάδα Bρετανών πολιτών οι οποίοι κατοικούσαν σε διάφορες χώρες της Ένωσης άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής με αίτημα την ακύρωσή της, η οποία κρίθηκε απαράδεκτη από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2018, Shindler κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑458/17, EU:T:2018:838).


10      Agreement on the withdrawal of the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland from the European Union and the European Atomic Energy Community. Το κείμενο θα υποβληθεί σε νομική επεξεργασία και είναι διαθέσιμο μόνο στην απόδοσή του στην αγγλική γλώσσα στoν ιστότοπο https://www.consilium.europa.eu/media/37099/draft_withdrawal_agreement_incl_art132.pdf.


11      Political declaration setting out the framework for the future relationship between the European Union and the United Kingdom. Κείμενο στην αγγλική γλώσσα, στον ιστότοπο https://www.consilium.europa.eu/media/37100/20181121-cover-political-declaration.pdf.


12      [2018] CSOH 8, https://www.scotcourts.gov.uk/docs/default-source/cos-general-docs/pdf-docs-for-opinions/2018csoh8.pdf?sfvrsn=0.


13      [2018] CSIH18, https://www.scotcourts.gov.uk/docs/default-source/cos-general-docs/pdf-docs-for-opinions/2018csih18.pdf?sfvrsn=0.


14      https://www.scotcourts.gov.uk/docs/default-source/cos-general-docs/pdf-docs-for-opinions/2018csoh61.pdf?sfvrsn=0.


15      Βλ. την κριτική ανάλυση της αποφάσεως αυτής σε Taylor, R., και Wilson, A., «Brexit, the revocation of article 50, and the path not taken: Wightman and Others for Judicial Review against the Scretary of State for Exiting the European Union», Edinburgh Law Review, 2018, τόμος 22, σ. 417 έως 422.


16      Στην απόφαση προστίθενται οι γνωμοδοτήσεις των δικαστών της συνθέσεως του τμήματος [2018] CSIH 62 http://www.bailii.org/scot/cases/ScotCS/2018/[2018]_CSIH_62.html.


17      Στις 19 Οκτωβρίου 2018, ο αιτών (the Secretary of State for Exiting the European Union) κατέθεσε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αίτηση (permission to appeal) ώστε να του επιτραπεί να προσβάλει ενώπιον του United Kingdom Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου) την απόφαση περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. Η αίτηση απορρίφθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2018 από το Court of Session, Inner House, First Division [ανώτερο δικαστήριο (εφετείο), πρώτο τμήμα] και στις 20 Νοεμβρίου από το United Kingdom Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου).


18      Απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2018, Wigthman κ.λπ. (C‑621/18, EU:C:2018:851, σκέψεις 9 και 11).


19      Αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 24 και 25), της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38 (C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψεις 15 και 16), της 5ης Ιουλίου 2016, Ognyanov (C‑614/14, EU:C:2016:514, σκέψη 19), της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten (C‑268/15, EU:C:2016:874, σκέψη 54), της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft (C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψεις 50 και 155), και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express (C‑304/16, EU:C:2017:524, σκέψεις 31 και 32).


20      Ειδικότερα, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να υπεισέλθει στη συζήτηση επί του ζητήματος –το οποίο θίγεται στη διάταξη περί παραπομπής– των προϋποθέσεων υπό τις οποίες είναι δυνατός ο judicial review στο πλαίσιο της κύριας δίκης ή της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, από απόψεως εφαρμογής των κριτηρίων που θέτει το δίκαιο της Σκωτίας. Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 26), και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express (C‑304/16, EU:C:2018:66, σκέψη 34).


21      Γενική περιγραφή της διαδικασίας του «judicial review» στο Harvie-Clark, S., «Judicial Review», SPICe Briefing 16/62, Scottish Parliament, 2016.


22      Το Δικαστήριο έχει απαντήσει σε προδικαστικά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο του «judicial review» της Σκωτίας, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί το παραδεκτό, στην απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ. (C‑333/14, EU:C:2015:845). Ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot έχει επίσης ρητώς αναπτύξει τις απόψεις του υπ’ αυτήν την έννοια στις προτάσεις του (C‑333/14, EU:C:2015:527, σημεία 19 και 24).


23      Το Δικαστήριο έχει κρίνει παραδεκτές διάφορες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αναφορικά με την ερμηνεία ή το κύρος πράξεων του παράγωγου δικαίου, υποβληθείσες στο πλαίσιο δικών σχετικών με τον δικαστικό έλεγχο νομιμότητας («judicial review»), ιδίως, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2002, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (C‑491/01, EU:C:2002:741), της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ. (C‑308/06, EU:C:2008:312), της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical (C‑343/09, EU:C:2010:419), της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38 (C‑477/14, EU:C:2016:324), και Philip Morris Brands κ.λπ. (C‑547/14, EU:C:2016:325), και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express (C‑304/16, EU:C:2018:66).


24      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο λόγος για τον οποίο ζητείται η έκδοση μιας προδικαστικής αποφάσεως δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αδήριτη ανάγκη αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς που αφορά το δίκαιο της Ένωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 41, της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C.2013:105, σκέψη 42, της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Pohotovosť, C‑470/12, EU:C:2014:101, σκέψη 29, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C‑203/15 και C-698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 130).


25      Διάταξη της 14ης Μαρτίου 2013, Loreti κ.λπ. (C‑555/12, EU:C:2013:174, σκέψη 20), και αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 1981, Foglia (244/80, EU:C:1981:302, σκέψη 18), και της 12ης Ιουνίου 2008, Gourmet Classic (C‑458/06, EU:C:2008:338, σκέψη 26).


26      Γνώμη του Lord Drummond Young, παράρτημα της διατάξεως περί παραπομπής, σημείο 59: «[…] departure from the European Union using the mechanism in article 50 involves venturing into completely new territory. In these circumstances, ascertaining the legal principles that apply to the use of article 50 and its consequences are a matter of great practical importance; to suggest otherwise appears to me to be manifestly absurd. The present situation should be contrasted with the position before article 50 was invoked, when the consequences of that act and the possibility of revoking it were truly hypothetical. Furthermore, many of the consequences of the article 50 declaration will become material as soon as the two-year time limit specified in that declaration comes into effect, on 29 March 2019. After that, the possibility of revocation will plainly be hypothetical. If the rights and powers of interested parties cannot be determined before that date, the country, and its legislature and executive, will be, metaphorically, sleepwalking into the consequences. That is plainly an impractical and undesirable result.»


27      Διάταξη περί παραπομπής, σημείο 10.


28      Βλ. σημεία 7 και 27 της γνώμης του Lord Carloway, παράρτημα της διατάξεως περί παραπομπής.


29      Με τον όρο «declarator» νοείται η δικαστική κρίση η οποία εκδίδεται επί αιτήματος διαδίκου με το οποίο ζητείται η αναγνώριση δικαιώματος ή καταστάσεως.


30      Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018 (C-304/16, EU:C:2018:66).


31      Προτάσεις της 6ης Ιουλίου 2017, American Express (C-304/16, EU:C:2017:524, σημεία 42 έως 47).


32      Μεταξύ των συγγραφέων υπέρ της δυνατότητας ανακλήσεως της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, βλ. Craig, P., «Brexit: A Drama in Six Acts», European Law Review, 2016, τόμος 41, σ. 447 έως 468· Eeckhout, P., και Frantziou, E., «Brexit and Article 50 TEU: A constitutionalist reading», Common Market Law Review, 2017, τόμος 54 (3), σ. 695 έως 734· Edward, D., Jacobs, F., Lever, J., Mountfield, H., και Facenna, G., «In the matter of Article 50 of the Treaty on European Union (‘The Three Knights’ Opinion)», 2017· Sari, A., «Reversing a withdrawal notification under article 50 TEU: can a Member State change its mind?», European Law Review, 2017, τόμος 42, σ. 451 έως 473· Tridimas, T., «Article 50: An Endgame without an End?», King’s Law Journal, 2016, τόμος 27, σ. 297 έως 313.


      Μεταξύ των συγγραφέων υπέρ της αδυναμίας ανακλήσεως, βλ. Gatti, M., «The Article 50 Procedure for Withdrawal from the EU: A Well-Designed Secession Clause», Μελέτη που παρουσιάστηκε στο συνέδριο EU Studies Association (EUSA), Μαϊάμι, 4-6 Μαΐου 2017. Panel 3I – Brexit: Impact upon European Law and Integration, σ. 10 (https://www.eustudies.org/conference/papers/download/431)· Papageorgiou, I., «The (ir‑)revocability of the withdrawal notification under Article 50 TEU», Policy Department for Citizens’ Rights and Constitutional Affairs, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2018· Ostendorf, P., «The withdrawal cannot be withdrawn: the irrevocability of a withdrawal notification under art. 50(2) TEU», European Law Review, 2017, τόμος 42(5), σ. 767 έως 776.


33      «Δεν υφίσταται πλέον δικαίωμα επιλογής άπαξ αυτή εκφραστεί» (Πανδέκτης 33.5.2.2 έως 3).


34      Πρόκειται ειδικότερα για την περίπτωση του άρθρου 50 ΣΕΕ.


35      Τα άρθρα 64 έως 68 της Συμβάσεως της Βιέννης προβλέπουν τους κανόνες διαδικασίας που πρέπει να τηρούνται για την αποχώρηση από πολυμερή συνθήκη, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 54 και 56 της ίδιας Συμβάσεως.


36      Στην τελευταία περίπτωση, το συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να γνωστοποιήσει το αργότερο εντός δώδεκα μηνών την πρόθεσή του να αποχωρήσει από τη συνθήκη.


37      Βλ. έργο αναφοράς Helfer, R.L., «Exiting treaties», Virginia Law Review, τόμος 91, Νοέμβριος 2005, σ. 1579 έως 1648· επίσης, Brölmann, C., Collins, R., El Droubi, S., και Wessel, R., «Exiting International Organizations. A brief introduction», draft to be published in International Organizations Law Review, 2018, αριθ. 2· και Bradley, C., και Helfer, R.L., «Treaty Exit in the United States: Insights from the United Kingdom or South Africa?», AJIL, 2018, τόμος 111, σ. 428 έως 433. Η Αφρικανική Ένωση προειδοποίησε για μαζικές αποχωρήσεις από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο: Decision on the International Criminal Court, AU Doc Assembly/AU/Dec. 622, (XXVIII), της 31ης Ιανουαρίου 2017, και Annex-Withdrawal Strategy Document to the Decision on the International Criminal Court, AU Doc Assembly/AU/Dec.672 (XXX) (της 29ης Ιανουαρίου 2018).


38      Dock, M.C., «Le retrait des membres des organisations internationales de la famille des Nations Unies», Annuaire français de droit international, 1994, σ. 111.


39      Δυνάμει του άρθρου ΙΙ, παράγραφος 6 [παράγραφος που εγκρίθηκε κατά την 8η σύνοδο (1954) της Γενικής Διασκέψεως (8 C/Ψηφίσματα, σ. 12)] της ιδρυτικής πράξεως του Εκπαιδευτικού, Επιστημονικού και Πολιτιστικού Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, που εγκρίθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1945 στο Λονδίνο, «κάθε κράτος μέλος ή συνδεδεμένο μέλος του Οργανισμού μπορεί να αποχωρήσει από αυτή διά γνωστοποιήσεως στον Γενικό Διευθυντή. Η γνωστοποίηση αυτή αρχίζει να ισχύει από την 31η Δεκεμβρίου του έτους που έπεται εκείνου κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε. Η αποχώρηση δεν επηρεάζει τις οικονομικές υποχρεώσεις που έφερε το οικείο κράτος μέλος έναντι του Οργανισμού κατά την ημερομηνία της γνωστοποιήσεως. Η γνωστοποίηση της αποχωρήσεως συνδεδεμένου μέλους πραγματοποιείται στο όνομά του από το κράτος μέλος ή από την αρχή που είναι αρμόδια για τις διεθνείς σχέσεις».


40      http://www.unesco.org/new/en/member-states/member-states-information/.


41      Η Ισπανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών το 1926, αλλά ανακάλεσε την απόφασή της το 1928 και συμμετείχε ενεργά στην ένατη σύνοδό της.


42      Papageorgiou, I., όπ.π. στην υποσημείωση 32, σ. 9 και 10.


43      https://www.mire.gob.pa/index.php/es/noticias-mire/4755-.


44      Το κείμενο της Συνθήκης αυτής, το οποίο δεν περιέχει ρητή διάταξη περί αποχωρήσεως, είναι διαθέσιμο στη σελίδα http://www.parlacen.int/Informaci%C3%B3nGeneral/MarcoPol%C3%ADticoyJur%C3%ADdico/TratadoConstitutivo.aspx.


45      Απόφαση του Corte Suprema de Justicia (Pleno) (της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 2ας Φεβρουαρίου 2012, https://vlex.com.pa/vid/accion-inconstitucionalidad-sala-pleno-375091942?_ga=2.13901559.115975578.1539971406-1717765214.1539971406.


46      http://www.parlacen.int/Actualidad/Actualidad/tabid/146/EntryId/369/Reintegro-de-Panama-al-PARLACEN.aspx.


47      Το κείμενο του Καταστατικού της Ρώμης διανεμήθηκε ως έγγραφο A/CONF.183/9, της 17ης Ιουλίου 1998, και διορθώθηκε με τα πρακτικά της 10ης Νοεμβρίου 1998, της 12ης Ιουλίου 1999, της 30ής Νοεμβρίου 1999, της 8ης Μαΐου 2000, της 17ης Ιανουαρίου 2001 και της 16ης Ιανουαρίου 2002. Το Καταστατικό τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2002. Πιο πρόσφατα, η Αφρικανική Ένωση προειδοποίησε το ΔΠΔ για μαζικές αποχωρήσεις (Decision on the International Criminal Court, AU Doc Assembly/AU/Dec. 622 (XXVIII) (της 31ης Ιανουαρίου 2017), και Annex-Withdrawal Strategy Document to the Decision on the International Criminal Court, AU Doc Assembly/AU/Dec.672 (XXX) (της 29ης Ιανουαρίου 2018)).


48      Assembly of States Parties President welcomes Gambia’s decision not to withdraw from the Rome Statute, ICC [ανακοινωθέν Τύπου], της 17ης Φεβρουαρίου 2017, στη σελίδα https://www.icc-cpi.int/Pages/item.aspx?name=PR1274.


49      Δικαιολογητικός λόγος της αποχωρήσεως ήταν η άρνηση συλλήψεως και παραδόσεως στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο του προέδρου του Σουδάν Al Bashir κατά το διάστημα που αυτός συμμετείχε στη συνάντηση κορυφής της Αφρικανικής Ένωσης τον Ιούνιο 2015.


50      Assembly of States Parties President welcomes the revocation of South Africa’s withdrawal from the Rome Statute, [ανακοινωθέν Τύπου], της 11ης Μαρτίου 2017, στον ιστότοπο https://www.icc-cpi.int/Pages/item.aspx?name=pr1285.


51      Η κυβέρνηση είχε γνωστοποιήσει την αποχώρηση χωρίς προηγούμενη έγκριση του Νοτιοαφρικανικού Κοινοβουλίου, όπερ συνιστούσε, κατά το High Court (Ανώτατο Δικαστήριο της Νότιας Αφρικής), παράβαση του Νοτιοαφρικανικού Συντάγματος· για τον λόγο αυτό, το ως άνω δικαστήριο υποχρέωσε την κυβέρνηση να ανακαλέσει τη γνωστοποίηση. Απόφαση του High Court of South Africa (Gauteng Division, Pretoria) (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Νότιας Αφρικής, Gauteng Τμήμα, Πραιτόρια), υπόθεση αριθ. 83145/2016, της 22ας Φεβρουαρίου 2017, Democratic Alliance κατά Minister of International Relations and Cooperation, 2017 (3) SA 212 (GP).


52      Το σχέδιο εγκρίθηκε με 94 ψήφους υπέρ, καμία κατά και 8 αποχές. Βλ. 28th Plenary Meeting (της 16ης Μαΐου 1969), σε United Nations, Official Records of the United Nations Conference on the Law of Treaties, Second Session (New York: United Nations, 1970), σ. 157.


53      Αντίθετα, Tzanakopoulos, A., «Article 68 of the 1969 Vienna Convention on the Law of Treaties», σε Oliver Corten και Pierre Klein, επιμ., Oxford University Press, 2011, τόμος II, σ. 1565. Ο Krieger, H., «Article 68», σε Dörr, Oliver, Schmalenbach, Kirsten (επιμ.), Vienna Convention on the Law of Treaties – A Commentary, 2η έκδ., Springer, Βερολίνο, 2018, σ. 1259, υιοθετεί άποψη που τάσσεται περισσότερο υπέρ του εθιμικού χαρακτήρα του άρθρου 68.


54      Στην απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2006, Ένοπλες δραστηριότητες στο έδαφος του Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κατά Ρουάντα – νέα έρευνα 2002, I.C.J. Reports, 2006, σ. 6, σημείο 125, το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 66 της Συμβάσεως της Βιέννης δεν αποτύπωνε κανόνες του διεθνούς δικαίου. Παρά ταύτα, το ίδιο δικαστήριο, στην απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 1997, Έργο Gabčíkovo – Nagymaros (Ουγγαρία κατά Σλοβακίας), I.C.J. Reports 1997, σ. 7, σημείο 109, αποφάνθηκε ότι τα άρθρα 65 και 67 της Συμβάσεως της Βιέννης, παρόλο που δεν κωδικοποιούν εθιμικό δίκαιο, εντούτοις απηχούν διεθνές εθιμικό δίκαιο και περιλαμβάνουν ορισμένες διαδικαστικές αρχές οι οποίες στηρίζονται στην υποχρέωση καλής πίστεως.


55      Απόφαση της 16ης Ιουνίου 1998 (C‑162/96, EU:C:1998:293), σκέψη 59: «οι ειδικοί όροι διαδικαστικής φύσεως που προβλέπονται [στο άρθρο 65 της Συμβάσεως της Βιέννης] δεν αποτελούν μέρος του εθιμικού διεθνούς δικαίου». Ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs ήταν ακόμη σαφέστερος στις προτάσεις του στην υπόθεση εκείνη (EU:C:1997:582, σημείο 96): «Το άρθρο 65 της Συμβάσεως της Βιέννης προβλέπει τους συναφείς διαδικαστικούς κανόνες, οι οποίοι, όμως, δεν αντανακλούν προφανώς τις επιταγές του εθιμικού διεθνούς δικαίου. Έχω την εντύπωση ότι οι διατάξεις της Συμβάσεως της Βιέννης που αφορούν διαδικαστικές προϋποθέσεις είναι, όπως θα αναμενόταν εύλογα, περισσότερο εξειδικευμένες και συγκεκριμένες από τους κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου».


56      Ως προς το ζήτημα αυτό, βλ. τις αντίθετες απόψεις που διατυπώνονται σε Sari, A., όπ.π. στην υποσημείωση 32, αριθ. 3, σ. 466 έως 469, κατά τις οποίες το άρθρο 68 θεωρείται ότι αποτυπώνει εθιμικό κανόνα· και Papageorgiou, I., όπ.π. στην υποσημείωση 32, σ. 13 έως 16, κατά την άποψη του οποίου το άρθρο 68 αποτελεί κανόνα σταδιακής εξελίξεως.


57      Το άρθρο 5 της Συμβάσεως της Βιέννης, σχετικά με τις ιδρυτικές συνθήκες διεθνών οργανισμών και τις συνθήκες που υιοθετούνται στο πλαίσιο των οργανισμών αυτών, ορίζει ότι η εν λόγω Σύμβαση εφαρμόζεται «επί πάσης συνθήκης ιδρυτικής διεθνούς οργανισμού και επί πάσης τοιαύτης υιοθετηθείσης υπό αυτού, επιφυλασσομένων των σχετικών κανόνων του Οργανισμού».


58      Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK (C-266/16, EU:C:2018:118, σκέψη 47): «κατά πάγια νομολογία, η Ένωση υποχρεούται να ασκεί τις αρμοδιότητές της τηρώντας το διεθνές δίκαιο στο σύνολό του, περιλαμβανομένων όχι μόνον των κανόνων και των αρχών του γενικού και εθιμικού διεθνούς δικαίου, αλλά και των διατάξεων των διεθνών συμβάσεων που τη δεσμεύουν (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 1992, Poulsen και Diva Navigation, C-286/90, EU:C:1992:453, σκέψη 9, της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C-402/05 P και C-415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 291, καθώς και της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ., C-366/10, EU:C:2011:864, σκέψεις 101 και 123)».


59      Κατά το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βιέννης, «η συνθήκη δέον να ερμηνεύηται καλή τη πίστει, συμφώνως προς την συνήθη έννοιαν ήτις δίδεται εις τους όρους της συνθήκης, εν τω συνόλω αυτών και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της». Το άρθρο 32 της ίδιας Συμβάσεως προβλέπει ως συμπληρωματικά μέσα ερμηνείας ιδίως την προσφυγή στις προπαρασκευαστικές εργασίες της συνθήκης και στις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή συνάφθηκε.


60      Κατά την απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Σλοβακίας (C‑264/09, EU:C:2011:580, σκέψη 41), «κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 307, πρώτο εδάφιο, ΕΚ έχει ως αντικείμενο να διευκρινιστεί, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, όπως απορρέουν ειδικότερα από το άρθρο 30, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969, ότι η εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚ δεν επηρεάζει τη δέσμευση του οικείου κράτους μέλους να σέβεται τα απορρέοντα από προγενέστερη σύμβαση δικαιώματα τρίτων κρατών και να τηρεί τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του». Βλ., επίσης, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1980, Burgoa (812/79, EU:C:1980:231, σκέψη 8).


61      Αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Brita (C‑386/08, EU:C:2010:91, σκέψη 43), της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 291), της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C‑464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 94), της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Frente Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:973, σκέψη 86), και της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Western Sahara Campaign UK (C‑266/16, EU:C:2018:118, σκέψη 58). Κατά την απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018, Bosphorus Queen Shipping (C‑15/17, EU:C:2018:557, σκέψη 67): «Για την ερμηνεία των διατάξεων της Συμβάσεως του Montego Bay πρέπει να ληφθούν υπόψη οι κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου οι οποίοι αποτυπώνονται στις διατάξεις του άρθρου 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βιέννης και οι οποίοι δεσμεύουν τα όργανα της Ένωσης και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της τελευταίας […], από τους οποίους προκύπτει ότι μια συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται καλοπίστως, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που δίδεται στους όρους της, στο σύνολό τους και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της συνθήκης αυτής».


62      Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αυστρία κατά Γερμανίας (C‑648/15, EU:C:2017:664, σκέψη 39).


63      Έτσι στις προπαρασκευαστικές εργασίες της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως, από όπου πηγάζει η διατύπωση του άρθρου 50 ΣΕΕ. Βλ. έγγραφο CONV 648/03, τίτλος X: Η ιδιότητα μέλους της Ένωσης, 2 Απριλίου 2003, παράρτημα II, σ. 9, http://european-convention.europa.eu/pdf/reg/el/03/cv00/cv00648.el03.pdf, κατά το οποίο: «Η διάταξη αυτή, η οποία δεν περιλαμβάνεται στις ισχύουσες Συνθήκες, καθορίζει την ακολουθητέα διαδικασία σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διαδικασία που προβλέπεται στη διάταξη αυτή εμπνέεται εν μέρει από την αντίστοιχη διάταξη που προβλέπεται στη Σύμβαση της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών» (η υπογράμμιση δική μου).


64      Αντίθετη η άποψη του Odermatt, J., «Brexit and International law: disentangling legal orders», Emory International Law Review, τόμος 31, 2017, σ. 1065.


65      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, RO (C‑327/18 PPU, EU:C:2018:733, σκέψη 46).


66      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 30, και της 16ης Νοεμβρίου 2016, Hemming κ.λπ., C‑316/15, EU:C:2016:879, σκέψη 27).


67      «Ubi lex voluit dixit, ubi noluit tacuit» (όπου ο νόμος το θέλησε, το είπε, όπου δεν το θέλησε, σιώπησε).


68      Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι «το δικαίωμα αποχωρήσεως από την Ένωση αποτελεί δικαίωμα κάθε κράτους μέλους το οποίο ασκείται μονομερώς» (γραπτές παρατηρήσεις, σημείο 17).


69      Για τον λόγο αυτόν έχει γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα αποχωρήσεως του άρθρου 50 ΣΕΕ ασκείται μονομερώς και χωρίς αιρέσεις, αλλά όχι αμέσως. Βλ. Closa Montero, C., «Interpreting Article 50: exit and voice and what about loyalty?», EUI Working Paper RSCAS 2016/71, σ. 12 έως 16, και Mariani, P., Lasciare l’Unione Europea. Riflessioni giuridiche sul recesso nei giorni di Brexit, Egea, Μιλάνο, 2018, σ. 94 έως 101.


70      Εν ολίγοις, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, το αποχωρούν κράτος υποχρεούται να διαπραγματευθεί με την Ένωση προκειμένου να καθορίσει τους όρους της αποχωρήσεως, ωστόσο η υποχρέωση αυτή αφορά τη στάση του, όχι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.


71      Edward, D., Jacobs, F., Lever, J., Mountfield, H. και Facenna, G., όπ.π. στην υποσημείωση 32, σ. 18 και 19.


72      Υπό την έννοια αυτή, Craig, P., όπ.π. στην υποσημείωση 32, σ. 464, καθώς και Eeckhout, P. και Frantziou, E., όπ.π. στην υποσημείωση 32, σ. 712 και 713.


73      Δεν θεωρώ πειστικό το επιχείρημα ότι, μετά τη γνωστοποίηση της προθέσεως αποχωρήσεως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τίθεται σε κίνηση η διαδικασία και δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση επιστροφή και ότι, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε μεταβολή της αρχικής αποφάσεως του κράτους, σύμφωνα με τους συνταγματικούς του κανόνες, δεν ασκεί καμιά επιρροή και δεν μπορεί να σταματήσει την εξέλιξη της διαδικασίας αποχωρήσεως, επειδή είναι αδύνατη η ανάκληση της γνωστοποιήσεως (Gatti, M., όπ.π. στην υποσημείωση 32).


74      Σημεία 68 έως 70 των προτάσεων αυτών.


75      Έγινε δεκτή μόνον η δυνατότητα αναστολής ορισμένων δικαιωμάτων των κρατών μελών στις περιπτώσεις τις οποίες προβλέπει το νυν άρθρο 7 ΣΕΕ. Βλ. http://european-convention.europa.eu/docs/Treaty/pdf/46/global46.pdf, σ. 5.


76      Ο Derrick Wyatt, QC, χαρακτηρίζει παράλογο αυτό το ενδεχόμενο στο «The Process of Withdrawing from the European Union», House of Lords European Committee, 11th Report of Session 2015-16, Μάιος 2016, σημείο 10, διαθέσιμο στο http://www.publications.parliament.uk/pa/ld201516/ldselect/ldeucom/138/138.pdf.


77      Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, RO (C‑327/18 PPU, EU:C:2018:733, σκέψη 46).


78      Βλ., μεταξύ άλλων, τους μνημονευόμενους συγγραφείς στην υποσημείωση 32.


79      Για παράδειγμα, το άρθρο II, παράγραφος 6, του Καταστατικού Χάρτη του Παγκόσμιου Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό.


80      Closa Montero, C., όπ.π., υποσημείωση 69, σ. 15.


81      Το κράτος μέλος παύει να συμμετέχει στις συζητήσεις και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που αφορούν την αποχώρησή του (έχει δημιουργηθεί η λεγόμενη «σύνθεση Άρθρο 50» για τις συζητήσεις και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου, του COREPER και των ομάδων εργασίας που αφορούν το Brexit). Είναι επίσης αναγκαίες οι κατευθυντήριες γραμμές διαπραγματεύσεως, οι οποίες δίνονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και τις αποφάσεις του Συμβουλίου προκειμένου να διεξαχθούν οι διαπραγματεύσεις με το αποχωρούν κράτος μέλος.


82      Βλ. τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1718 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 όσον αφορά τον καθορισμό της τοποθεσίας της έδρας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΕ 2018, L 291, σ. 3), και τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1717 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 όσον αφορά τον καθορισμό της τοποθεσίας της έδρας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΕ 2018, L 291, σ. 1).


      Η απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2018/1083 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2018, που τροποποιεί την κοινή δράση 2008/851/ΚΕΠΠΑ για τη στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας (ΕΕ 2018, L 194, σ. 142), προέβλεψε και τη μεταφορά του Επιχειρησιακού Στρατηγείου της ΕΕ του Northwood (Ηνωμένο Βασίλειο) στη Rota (Ισπανία), με εξαίρεση το Κέντρο Ναυτικής Ασφάλειας του Κέρατος της Αφρικής, το οποίο θα εδρεύει στη Βρέστη (Γαλλία).


83      Το ίδιο μπορεί να υποστηριχθεί ότι ισχύει για την Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με την κατανομή των δασμολογικών ποσοστώσεων που περιλαμβάνονται στον πίνακα ΠΟΕ της Ένωσης μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 32/2000 του Συμβουλίου, η οποία περιέχεται στο έγγραφο COM/2018/312 τελικό, της 22ας Μαΐου 2018.


84      Στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξαν (μονομερείς) μεταβολές γνώμης των κρατών μελών ως προς τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως. Απόδειξη αποτελούν τα δημοψηφίσματα στη Δανία για την κύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ και τα δημοψηφίσματα στην Ιρλανδία για την κύρωση της Συνθήκης της Νίκαιας και της Συνθήκης της Λισσαβώνας.


85      Sari, A., όπ.π. στην υποσημείωση 32, σ. 472.


86      Οφείλω να υπενθυμίσω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 32 της Συμβάσεως της Βιέννης, οι προπαρασκευαστικές εργασίες της Συνθήκης και οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη αποτελούν συμπληρωματικό εργαλείο για την ερμηνεία των Συνθηκών.


87      Βλ. το έγγραφο CONV 648/03, τίτλος X: Η ιδιότητα μέλους της Ένωσης, 2 Απριλίου 2003, παράρτημα II, σ. 9, http://european-convention.europa.eu/pdf/reg/el/03/cv00/cv00648.el03.pdf, στο οποίο αναφέρεται: «Η διάταξη αυτή, η οποία δεν περιλαμβάνεται στις ισχύουσες Συνθήκες, καθορίζει την ακολουθητέα διαδικασία σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διαδικασία που προβλέπεται στη διάταξη αυτή εμπνέεται εν μέρει από την αντίστοιχη διάταξη που προβλέπεται στη Σύμβαση της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών.


      Εφιστάται η προσοχή της Συνέλευσης σε τρία σημεία:


      – μολονότι είναι επιθυμητό να συναφθεί συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και του αποχωρούντος κράτους σχετικά με τις λεπτομέρειες της αποχώρησης καθώς και σχετικά με τις μελλοντικές τους σχέσεις, θεωρήθηκε ότι μια τέτοια συμφωνία δεν πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την αποχώρηση, προκειμένου να μην καταστεί κενή περιεχομένου η έννοια της εκούσιας αποχώρησης […]».


88      Έγγραφο CONV 672/03, της 14ης Απριλίου 2003, Δελτίο ανάλυσης των τροπολογιών που αφορούν την ιδιότητα μέλους της Ένωσης: Σχέδιο άρθρων σχετικών με τον τίτλο X του Μέρους I (άρθρα 43 έως 46), http://european‑convention.europa.eu/pdf/reg/el/03/cv00/cv00672.el03.pdf.


89      Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, δεδομένου ότι η γνωστοποίηση της αποχωρήσεως πραγματοποιήθηκε με έγγραφο του Βρετανού πρωθυπουργού, θα αρκούσε ένα αντίστοιχο μέσο για να γνωστοποιηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η ανάκληση.


90      Βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων.


91      Benrath, D., «Bona fide and revocation of withdrawal: how Article 50 TEU handles the potential abuse of a unilateral revocation of withdrawal», European Law Review, 2018, τεύχος 2, σ. 243 έως 245.


92      Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας [αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin, C‑182/15, EU:C:2016:630, σκέψη 42, και της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Προϋποθέσεις κρατήσεως στην Ουγγαρία), C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 109]. Κατά το Δικαστήριο, «η αρχή αυτή δεν εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να παρακάμπτουν τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται από το δίκαιο της Ένωσης» (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2016, Νικηφορίδης, C‑135/15, EU:C:2016:774, σκέψη 54).


93      Βλ., αντί άλλων, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2017, Cussens κ.λπ. (C-251/16, EU:C:2017:881, σκέψη 27).


94      Σε γενικές γραμμές, η θεωρία διάκειται ευνοϊκά προς την ανάκληση διά συναινέσεως της γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, όταν υπάρχει συμφωνία μεταξύ του γνωστοποιούντος κράτους και των λοιπών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ., αντί άλλων, Edward, D., Jacobs, F., Lever, J., Mountfield, H., και Facenna, G., όπ.π. στην υποσημείωση 32, σ. 19.