Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 22 Φεβρουαρίου 2019 η Association européenne du charbon et du lignite (Euracoal) κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 13 Δεκεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-739/17, Association européenne du charbon et du lignite (Euracoal) κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C- 172/19 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Association européenne du charbon et du lignite (Euracoal) (εκπρόσωποι: W. Spieth και N. Hellermann, δικηγόροι)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Deutscher Braunkohlen-Industrie-Verein e.V., Lausitz Energie Kraftwerke AG, Mitteldeutsche Braunkohlengesellschaft mbH, eins energie in sachsen GmbH & Co. KG

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

α)     να αναιρέσει τη διάταξη που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 13 Δεκεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-739/17·

β)     να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή και,

στην περίπτωση που κρίνει ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση σύμφωνα με τα πλήρως διατηρούμενα αιτήματα της προσφυγής της 7ης Νοεμβρίου 2017,

να ακυρώσει την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2017/1442 της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2017, για τον καθορισμό των συμπερασμάτων για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ) βάσει της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά μεγάλες μονάδες καύσης1 , καθόσον εγκρίνονται και καθορίζονται δι’ αυτής επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις ΒΔΤ (BAT-AEL) για τις εκπομπές NOx (άρθρο 1, παράγραφος 2.1.3, πίνακας 3, του παραρτήματος) και υδραργύρου (άρθρο 1, παράγραφος 2.1.6, πίνακας 7, του παραρτήματος), που παράγονται από την καύση άνθρακα και λιγνίτη·

επικουρικώς, να ακυρώσει την εκτελεστική απόφαση 2017/1442 στο σύνολό της·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

γ)     στην περίπτωση που κρίνει ότι η υπόθεση δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση, να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς έκδοση αποφάσεως·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και ουσιώδη επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα προβάλλει τους ακόλουθους δύο λόγους αναιρέσεως.

Κατά πρώτον, η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει πλημμέλεια που θίγει τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας (άρθρο 58, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του Οργανισμού του Δικαστηρίου), καθώς και παραβίαση των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου. Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε στη διάταξή του τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας που ασκεί αποφασιστική επιρροή, σύμφωνα με τον οποίο η ενεργητική της νομιμοποίηση προκύπτει εκ της προσβολής της διαδικαστικής θέσεως την οποία κατείχε στο πλαίσιο της κρίσιμης ανταλλαγής πληροφοριών για την εκπόνηση των προσβαλλόμενων με την προσφυγή αποτελεσμάτων ΒΔΤ. Η αναιρεσείουσα δεν έλαβε μόνο εν τοις πράγμασι μέρος στη διαδικασία, αλλά η συμμετοχή της βασίστηκε σε ειδικά και ισχυρά δικαιώματα που της εξασφάλιζαν συγκεκριμένη διαδικαστική θέση. Εξ αυτών και μόνο των λόγων προκύπτει ήδη ένα δικαίωμα της αναιρεσείουσας για την άσκηση προσφυγής. Η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου δεν περιέχει οποιαδήποτε ουσιαστική εξέταση, εκτίμηση ή αιτιολογία ως προς τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας. Ως εκ τούτου υπάρχει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 36, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 53, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 81 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Τούτο στοιχειοθετεί πλημμέλεια καθώς και –συγχρόνως– παραβίαση των γενικών ενωσιακών αρχών της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του δικαιώματος ακροάσεως.

Κατά δεύτερον, η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου παραβιάζει και το ενωσιακό δίκαιο κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, του Οργανισμού. Με τη διάταξή του το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη. Το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε κατά τρόπο που παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο ότι στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την παραδεκτή άσκηση της προσφυγής, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα θίγεται άμεσα και ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Το γεγονός ότι θίγεται άμεσα και ατομικά και επομένως νομιμοποιείται ενεργητικά προκύπτει από την προσβολή της διαδικαστικής θέσεως που είχε στο πλαίσιο της διαδικασίας της εκπονήσεως των προσβαλλόμενων με την προσφυγή αποτελεσμάτων ΒΔΤ. Η αναιρεσείουσα δεν έλαβε μόνο εν τοις πράγμασι μέρος στη διαδικασία, αλλά η συμμετοχή της βασίστηκε σε ειδικά και ισχυρά δικαιώματα που της εξασφάλιζαν συγκεκριμένη διαδικαστική θέση. Έχει επομένως δικαίωμα για την άσκηση προσφυγής, καθώς πρόκειται για την εφαρμογή των δικονομικών δικαιωμάτων της. Αυτές οι προστατευτικές για την αναιρεσείουσα δικονομικές εγγυήσεις παραβιάστηκαν από την Επιτροπή κατά την εκπόνηση των αποτελεσμάτων ΒΔΤ, ιδιαίτερα διά της περιστολής των δικαιωμάτων της για ακρόαση και συμμετοχή, καθώς και διά της παραλείψεως εκ μέρους της Επιτροπής ασκήσεως των ελεγκτικών καθηκόντων της. Η απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης στοιχειοθετεί επομένως πλημμελή εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

____________

1 ΕΕ 2017, L 212, σ. 1.