Language of document : ECLI:EU:C:2020:170

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 5ης Μαρτίου 2020 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Ανακοπή – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Κίνδυνος συγχύσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως – Δυνατότητα εφαρμογής στην περίπτωση προγενέστερου συλλογικού σήματος – Αλληλεξάρτηση μεταξύ της ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημάτων και της ομοιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών που προσδιορίζονται από τα εν λόγω σήματα»

Στην υπόθεση C‑766/18 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2018,

Foundation for the Protection of the Traditional Cheese of Cyprus named Halloumi (Ίδρυμα για την Προστασία του Παραδοσιακού Τυριού της Κύπρου ονομαζόμενου «Χαλλούμι»), με έδρα τη Λευκωσία (Κύπρος), εκπροσωπούμενο από τους S. Malynicz, QC, S. Baran, barrister, τη V. Marsland, solicitor, και την K. K. Κλεάνθους,

αναιρεσείον,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από τον D. Gája,

καθού πρωτοδίκως,

η M. J. Dairies EOOD, με έδρα τη Σόφια (Βουλγαρία), εκπροσωπούμενη από τις D. Dimitrova και I. Pakidanska, advokati,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούσα καθήκοντα δικαστή του πέμπτου τμήματος, I. Jarukaitis, E. Juhász και M. Ilešič (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Σεπτεμβρίου 2019,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 17ης Οκτωβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή του αναιρέσεως, το Foundation for the Protection of the Traditional Cheese of Cyprus named Halloumi (Ίδρυμα για την Προστασία του Παραδοσιακού Τυριού της Κύπρου ονομαζόμενου «Χαλλούμι») ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Σεπτεμβρίου 2018, Foundation for the Protection of the Traditional Cheese of Cyprus named Halloumi – M. J. Dairies (BBQLOUMI) (T‑328/17, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:594), με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του εν λόγω ιδρύματος κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας (EUIPO) της 16ης Μαρτίου 2017 (υπόθεση R 497/2016-4), εκδοθείσας επί διαδικασίας ανακοπής (στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Ο κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το [σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), ο οποίος είχε καταργήσει και αντικαταστήσει τον κανονισμό (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21), ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 23 Μαρτίου 2016. Εν συνεχεία, ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από 1ης Οκτωβρίου 2017, από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1). Εντούτοις, δεδομένου του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του κανονισμού 207/2009 όπως ίσχυε αρχικώς.

3        Το άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009, με τίτλο «Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου», προέβλεπε τα εξής:

«1.      Δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

[…]

β)      τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

γ)      τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

δ)      τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου·

[…]

3.      Η παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ), δεν εφαρμόζεται αν το σήμα έχει αποκτήσει για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης που του έχει γίνει.»

4        Κατά το άρθρο 8 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου»:

«1.      Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:

[…]

β)      εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα· ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.

[…]

5.      Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος […], το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται επίσης δεκτό για καταχώριση αν ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και πρόκειται να καταχωρισθεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτές για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον, στην περίπτωση προγενέστερου [σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης], το σήμα αυτό χαίρει φήμης στην [Ευρωπαϊκή Ένωση] και, στην περίπτωση προγενέστερου εθνικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η δε χρησιμοποίηση, χωρίς νόμιμη αιτία του αιτούμενου σήματος, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.»

5        Το άρθρο 65 του εν λόγω κανονισμού προέβλεπε τα εξής:

«1.      Οι αποφάσεις που εκδίδουν επί προσφυγής τα τμήματα προσφυγών υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].

2.      Προσφυγή επιτρέπεται για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της Συνθήκης, του παρόντος κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή τους ή για κατάχρηση εξουσίας.

3.      Το Δικαστήριο μπορεί όχι μόνο να ακυρώσει, αλλά και να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

[…]»

6        Το άρθρο 66 του κανονισμού 207/2009, το οποίο υπαγόταν, όπως και τα άρθρα 67 έως 74 του κανονισμού αυτού, στον τίτλο VIII αυτού, με τίτλο «Συλλογικά [σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης]», προέβλεπε τα εξής:

«1.      Συλλογικά [σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] δύνανται να αποτελέσουν τα [σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] που προσδιορίζονται ως συλλογικά κατά την κατάθεση και είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των μελών της δικαιούχου οργάνωσης του σήματος από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. Δύνανται να καταθέτουν συλλογικά [σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] οι οργανώσεις κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες ή εμπόρων, οι οποίες, σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία υπάγονται, έχουν την ικανότητα να είναι, ιδίω ονόματι, υποκείμενα πάσης φύσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να συμβάλλονται ή να ενεργούν άλλες δικαιοπραξίες και να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίου, καθώς επίσης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

2.      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ), συλλογικά [σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] κατά την έννοια της παραγράφου 1 μπορούν να αποτελέσουν σημεία ή ενδείξεις που δύνανται να χρησιμεύσουν στο εμπόριο για δήλωση της γεωγραφικής προέλευσης των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Το συλλογικό σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο να απαγορεύει στους τρίτους τη χρήση στις συναλλαγές τέτοιων σημείων ή ενδείξεων, εφόσον αυτή η χρήση γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή το εμπόριο· ειδικότερα, αυτό το σήμα δεν μπορεί να αντιταχθεί σε τρίτο που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία.

3.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα συλλογικά [σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης], εκτός αν τα άρθρα 67 έως 74 προβλέπουν άλλως.»

7        Το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, του άρθρου 7, παράγραφος 3, του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 5, καθώς και των άρθρων 65 και 66 του κανονισμού 207/2009 αντιστοιχούσε στο γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, του άρθρου 7, παράγραφος 3, του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 5, καθώς και των άρθρων 63 και 64 του κανονισμού 40/94 αντιστοίχως, και επαναλήφθηκε χωρίς ουσιώδεις τροποποιήσεις στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, στο άρθρο 7, παράγραφος 3, και στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, καθώς και στα άρθρα 72 και 74 του κανονισμού 2017/1001 αντιστοίχως.

 Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

8        Στις 9 Ιουλίου 2014 η M. J. Dairies EOOD, εταιρία εδρεύουσα στη Βουλγαρία, ζήτησε από το EUIPO να καταχωρίσει το ακόλουθο λεκτικό και εικονιστικό σημείο ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: σήμα BBQLOUMI):

Image not found

9        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 29, 30 και 43 του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί (στο εξής: Διακανονισμός της Νίκαιας) και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

–      κλάση 29: «Γαλακτοκομικά προϊόντα και υποκατάστατα γαλακτομικών προϊόντων· τυριά· […] έτοιμα γεύματα, εξ ολοκλήρου ή κυρίως με βάση το κρέας ή τα γαλακτοκομικά προϊόντα»·

–      κλάση 30: «Σάντουιτς· αλμυρά κρακεράκια […] με γεύση τυριού· […]», και

–      κλάση 43: «Υπηρεσίες εστιάσεως· […]».

10      Η αίτηση καταχωρίσεως σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Αυγούστου 2014.

11      Στις 12 Νοεμβρίου 2014 το αναιρεσείον άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος BBQLOUMI για το σύνολο των προϊόντων και των υπηρεσιών που μνημονεύονται στη σκέψη 9 της παρούσας αποφάσεως.

12      Το αναιρεσείον βάσισε την ανακοπή του στο συλλογικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης HALLOUMI, το οποίο είχε καταχωρισθεί στις 14 Ιουλίου 2000 για προϊόντα της κλάσεως 29 που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Τυριά».

13      Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκαν οι λόγοι του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.

14      Με απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2016, το τμήμα ανακοπών του EUIPO απέρριψε την ανακοπή.

15      Η προσφυγή που άσκησε το αναιρεσείον κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε με την επίδικη απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO (στο εξής: τμήματος προσφυγών).

16      Προς αιτιολόγηση της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών εξέθεσε, καταρχάς, ότι τα προγενέστερα συλλογικά σήματα πρέπει, στο πλαίσιο των διαδικασιών ανακοπής, να αντιμετωπίζονται όπως και τα προγενέστερα ατομικά σήματα. Ωστόσο, ο διακριτικός χαρακτήρας του επίμαχου προγενέστερου σήματος κρίθηκε ασθενής από το τμήμα προσφυγών, δεδομένου ότι ο όρος «χαλλούμι» προσδιορίζει απλώς και μόνον ένα είδος τυριού. Κατά το τμήμα προσφυγών, ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται μόνον ως γενική ονομασία για ορισμένο τύπο προϊόντος. Ακόμη και όσον αφορά την Κύπρο και την Ελλάδα, το αναιρεσείον δεν προσκόμισε στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι το ευρύ κοινό αντιλαμβάνεται το σήμα HALLOUMI ως κάτι διαφορετικό από την περιγραφή ενός τύπου τυριού.

17      Στη συνέχεια, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν υφίστατο κανένας κίνδυνος συγχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του σήματος BBQLOUMI.

18      Έκανε, βεβαίως, δεκτό ότι, όσον αφορά την κλάση 29 του Διακανονισμού της Νίκαιας, τα προϊόντα που προσδιορίζονται από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι στην πλειονότητά τους πανομοιότυπα ή παρόμοια. Έκρινε, όμως, ότι υφίσταται μικρή μόνο οπτική ομοιότητα μεταξύ των σημάτων αυτών. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, από φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως, δεν υφίσταται ομοιότητα.

19      Τέλος, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι το αναιρεσείον είχε παραιτηθεί από τον λόγο ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Μαΐου 2017, το αναιρεσείον ζήτησε την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

21      Προς στήριξη της προσφυγής του, το αναιρεσείον προέβαλε έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, και είχε τέσσερα σκέλη.

22      Πρώτον, το αναιρεσείον προέβαλε ότι το τμήμα προσφυγών προσδιόρισε εσφαλμένως την ισχύ και τα αποτελέσματα των συλλογικών σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επαναλαμβάνοντας την επίσης εσφαλμένη συλλογιστική της αποφάσεως της 13ης Ιουνίου 2012, Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας κατά ΓΕΕΑ (HELLIM) (T‑534/10, EU:T:2012:292).

23      Δεύτερον, προέβαλε ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη τα άρθρα 66 επ. του κανονισμού 207/2009, παραλείποντας να λάβει υπόψη το γεγονός ότι τα συλλογικά σήματα δεν αποτελούν ένδειξη ενιαίας εμπορικής προελεύσεως και δύνανται να δηλώνουν γεωγραφική προέλευση.

24      Τρίτον, το αναιρεσείον προέβαλε ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως χαρακτήρισε το προγενέστερο σήμα ως όρο γένους και, ως εκ τούτου, δεν δέχθηκε ότι το εν λόγω σήμα είχε διακριτικό χαρακτήρα.

25      Τέταρτον, προέβαλε ότι το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε ότι, λόγω των διαφορών μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων αποφεύγεται κάθε κίνδυνος συγχύσεως.

26      Δεδομένου ότι κανένα από τα σκέλη του μοναδικού λόγου ακυρώσεως δεν έγινε δεκτό, η προσφυγή απορρίφθηκε.

27      Με διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο διόρθωσε τη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπως αυτή είχε διατυπωθεί στη γλώσσα διαδικασίας. Βάσει της διορθωμένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, παρά το γεγονός ότι τα προϊόντα που προσδιορίζονται από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι εν μέρει πανομοιότυπα και εν μέρει παρόμοια σε κάποιο βαθμό, ότι δεν μπορεί να υπάρξει κίνδυνος συγχύσεως για το ενδιαφερόμενο κοινό δεδομένου ότι η ύπαρξη μικρού βαθμού ομοιότητας από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως δεν αρκεί για να συναχθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως στην περίπτωση προγενέστερου σήματος με περιγραφική έννοια, το οποίο, ως εκ τούτου, έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα.

28      Στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στη γλώσσα διαδικασίας, όπως αυτή είχε αρχικώς κοινοποιηθεί τους διαδίκους και δημοσιευθεί, το Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι, παρά το γεγονός ότι τα προϊόντα που προσδιορίζονται από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι εν μέρει πανομοιότυπα και εν μέρει παρόμοια σε κάποιο βαθμό, δεν μπορεί να υπάρξει κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερόμενου κοινού, δεδομένου ότι η ύπαρξη ομοιότητας από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως δεν αρκεί για να τεκμαίρεται κίνδυνος συγχύσεως στην περίπτωση προγενέστερου περιγραφικού σήματος το οποίο έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα.

 Τα αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική διαδικασία

29      Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

–      να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–      να κάνει δεκτή την προσφυγή ακυρώσεως και

–      να κρίνει ότι το EUIPO και η M. J. Dairies φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος.

30      Το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο:

–      να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–      να καταδικάσει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα.

31      Η M. J. Dairies ζητεί από το Δικαστήριο:

–      να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–      να καταδικάσει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδά της.

 Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

32      Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα, το αναιρεσείον ζήτησε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Οκτωβρίου 2019, να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

33      Βάσει της διατάξεως αυτής, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας ή την επανάληψή της, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς, ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου, ή ακόμη όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων.

34      Προς στήριξη του αιτήματός του, το αναιρεσείον προβάλλει ότι οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέα στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των λόγων και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως. Τέτοια εσφαλμένη ερμηνεία συνιστά, κατά το αναιρεσείον, νέο πραγματικό περιστατικό και, επιπροσθέτως, ενέχει τον κίνδυνο να επιλυθεί η υπόθεση βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων.

35      Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσία, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από τη συλλογιστική βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις προτάσεις του (αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2017, Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ., C‑126/16, EU:C:2017:489, σκέψη 31, καθώς και της 13ης Νοεμβρίου 2019, College Pension Plan of British Columbia, C‑641/17, EU:C:2019:960, σκέψη 39).

36      Επίσης, υπενθυμίζεται ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας του δεν προβλέπουν τη δυνατότητα των ενδιαφερόμενων μερών να απαντούν στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα. Η διαφωνία με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν συνιστά, συνεπώς, αυτή καθεαυτήν λόγο για την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2017, Polbud – Wykonawstwo, C‑106/16, EU:C:2017:804, σκέψεις 23 και 24, καθώς και της 13ης Νοεμβρίου 2019, College Pension Plan of British Columbia, C‑641/17, EU:C:2019:960, σκέψη 40).

37      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι λόγοι αναιρέσεως και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως συζητήθηκαν κατά την έγγραφη και την προφορική διαδικασία, και λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την περιγραφή των ως άνω λόγων και επιχειρημάτων που παρατίθεται στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα, δεν υφίσταται κίνδυνος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το αναιρεσείον, να στηριχθεί η εκδίκαση της υποθέσεως σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων.

38      Εξάλλου, οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις προτάσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το περιεχόμενο των λόγων και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, ουδόλως συνιστούν νέο πραγματικό περιστατικό προβληθέν από διάδικο μετά την περάτωση της προφορικής διαδικασίας, υπό την έννοια του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας.

39      Το Δικαστήριο, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, κρίνει ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

40      Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

41      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, το αναιρεσείον προβάλλει τέσσερις λόγους.

42      Προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 66 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 74 του κανονισμού 2017/1001), το αναιρεσείον προβάλλει ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα συλλογικά σήματα δεν μπορούν, όσον αφορά τον διακριτικό τους χαρακτήρα, να εκτιμώνται όπως και τα ατομικά σήματα. Συναφώς, το αναιρεσείον υπογραμμίζει ότι από την παράγραφο 1 της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι η βασική λειτουργία των συλλογικών σημάτων ως δηλωτικών της προελεύσεως είναι να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προέρχονται από ένα ή περισσότερα μέλη μιας ενώσεως από τα αντίστοιχα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων, και ότι από την παράγραφο 2 της ίδιας διατάξεως προκύπτει ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού, επιτρέπεται τέτοια σήματα να προσδιορίζουν τη γεωγραφική προέλευση των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών.

43      Ωστόσο, κατά το αναιρεσείον, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την προσέγγιση του τμήματος προσφυγών, το οποίο υποτίμησε τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος HALLOUMI με το σκεπτικό ότι ο όρος «χαλλούμι» προσδιορίζει τύπο τυριού που παράγεται από κυπριακό γάλα σύμφωνα με ειδική συνταγή, δεν έλαβε υπόψη τα χαρακτηριστικά του συλλογικού σήματος που προβλέπονται στο άρθρο 66, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 207/2009.

44      Εξάλλου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο απαίτησε ο δικαιούχος συλλογικού σήματος να αποδείξει, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, τον βαθμό διακριτικού χαρακτήρα του συλλογικού σήματος, επέβαλε σε αυτόν βάρος αποδείξεως που δεν του αναλογούσε. Κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο βασίστηκε στην παραδοχή ότι ο διακριτικός χαρακτήρας είναι ασθενής και απαίτησε από το αναιρεσείον να ανατρέψει την παραδοχή αυτή.

45      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 66 του κανονισμού αυτού, το αναιρεσείον επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τα ίδια επιχειρήματα με εκείνα που προβάλλει στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως και συνάγει, εξ αυτών, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη, κατά την εκτίμηση του κριτηρίου του «κινδύνου συγχύσεως του κοινού», το οποίο μνημονεύεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, τα χαρακτηριστικά του συλλογικού σήματος που προβλέπονται στο άρθρο 66.

46      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, το αναιρεσείον προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, παρερμήνευσε τη σχετική με τη διάταξη αυτή νομολογία του Δικαστηρίου.

47      Πρώτον, το αναιρεσείον υπογραμμίζει ότι η απόφαση της 13ης Ιουνίου 2012, Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας κατά ΓΕΕΑ – Garmo (HELLIM) (T‑534/10, EU:T:2012:292), την οποία μνημόνευσε το Γενικό Δικαστήριο, δεν έχει επικυρωθεί από το Δικαστήριο. Είναι, βεβαίως, γεγονός ότι η αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως εκείνης απορρίφθηκε με τη διάταξη της 21ης Μαρτίου 2013, Foundation for the Protection of the Traditional Cheese of Cyprus named Halloumi κατά ΓΕΕΑ (C‑393/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:207). Ωστόσο, με τη διάταξη εκείνη, το Δικαστήριο περιορίστηκε, κατά το αναιρεσείον, στη διαπίστωση ότι το αναιρεσείον είχε ερμηνεύσει εσφαλμένα την εν λόγω απόφαση, χωρίς να κρίνει αν το Γενικό Δικαστήριο είχε εφαρμόσει ορθώς τις σχετικές αρχές.

48      Όσον αφορά την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, The Tea Board κατά EUIPO (C‑673/15 P έως C‑676/15 P, EU:C:2017:702), την οποία επίσης μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το αναιρεσείον σημειώνει ότι με την απόφαση εκείνη το Δικαστήριο απλώς διευκρίνισε ότι ο κίνδυνος συγχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη ότι η ουσιώδης λειτουργία ενός συλλογικού σήματος συνίσταται, όπως και αυτή των ατομικών σημάτων, στη δήλωση της εμπορικής προελεύσεως των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών.

49      Όσον αφορά την απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, Formula One Licensing κατά ΓΕΕΑ (C‑196/11 P, EU:C:2012:314), την οποία επίσης μνημόνευσε το Γενικό Δικαστήριο, το αναιρεσείον προβάλλει ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συνήγαγε από την εν λόγω απόφαση ότι είναι δυνατόν να αναγνωριστεί ορισμένος βαθμός διακριτικού χαρακτήρα σε συλλογικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνον όταν ο δικαιούχος του σήματος αυτού προσκομίζει σχετικές αποδείξεις.

50      Εξάλλου, κατά το αναιρεσείον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τους θεμελιώδεις κανόνες που έχει διατυπώσει η νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 όσον αφορά τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως. Συναφώς, το αναιρεσείον παραπέμπει στην απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, BSH κατά EUIPO (C‑43/15 P, EU:C:2016:837), ιδίως στις σκέψεις 61 έως 64 αυτής, όπου το Δικαστήριο επανέλαβε τους κανόνες αυτούς, υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι, ακόμη και στην περίπτωση προγενέστερου σήματος με ασθενή διακριτικό χαρακτήρα, ενδέχεται να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως λόγω ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημάτων και των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών.

51      Το αναιρεσείον προβάλλει ότι η σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προδήλως δεν συνάδει με τη νομολογία αυτή, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο απέκλεισε την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως χωρίς να προβεί, ως όφειλε, σε σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου αυτού, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων παραγόντων και τη μεταξύ τους αλληλεξάρτηση.

52      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 65, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το αναιρεσείον προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν ανέπεμψε την υπόθεση στο EUIPO, παρά το γεγονός ότι διαπίστωσε ότι το τμήμα προσφυγών είχε υποπέσει σε σφάλματα.

53      Κατά το EUIPO και την M. J. Dairies, το τμήμα προσφυγών και το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσαν σε νομικό σφάλμα καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως του κινδύνου συγχύσεως κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, ο διακριτικός χαρακτήρας του σήματος HALLOUMI έπρεπε να χαρακτηριστεί ασθενής.

54      Υπενθυμίζουν ότι, όπως ακριβώς και η ουσιώδης λειτουργία ενός ατομικού σήματος, η λειτουργία ενός συλλογικού σήματος είναι να δηλώνει την εμπορική προέλευση των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσδιορίζει. Επομένως, ο διακριτικός χαρακτήρας τέτοιου συλλογικού σήματος δεν πρέπει να εκτιμάται βάσει κριτηρίων διαφορετικών από εκείνα που εφαρμόζονται όταν το προγενέστερο σήμα είναι ατομικό.

55      Κατά συνέπεια, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει, κατά την άποψή τους, να απορριφθούν.

56      Εκτιμούν δε ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης αβάσιμος. Συναφώς, το EUIPO και η M. J. Dairies επισημαίνουν ότι το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως, βασιζόμενο όχι μόνο στον ασθενή διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, αλλά και σε άλλους κρίσιμους παράγοντες, ιδίως στον μικρό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της σκέψεως 71 της αποφάσεως αυτής, συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

57      Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, το EUIPO και η M. J. Dairies θεωρούν ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως, παρά τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το τμήμα προσφυγών στο πλαίσιο της φωνητικής και εννοιολογικής σύγκρισης των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

58      Μολονότι η ανακοπή που άσκησε το αναιρεσείον κατά του σήματος BBQLOUMI στηρίχθηκε τόσο στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, όσο και στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, δεν αμφισβητείται ότι η ανακοπή αυτή μπορούσε, λαμβανομένων υπόψη των λόγων και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν μεταγενέστερα, να εξεταστεί από το τμήμα προσφυγών και από το Γενικό Δικαστήριο μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ.

59      Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία, εκτός εάν τα άρθρα 67 έως 74 του κανονισμού 207/2009 προβλέπουν άλλως, εφαρμόζεται στα συλλογικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει του άρθρου 66, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, The Tea Board κατά EUIPO, C‑673/15 P έως C‑676/15 P, EU:C:2017:702, σκέψη 46), το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση όταν, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με το προγενέστερο σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προσδιορίζει, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού το οποίο βρίσκεται στην εδαφική περιοχή όπου προστατεύεται το προγενέστερο σήμα.

60      Εν προκειμένω, το προγενέστερο σήμα είναι το συλλογικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης HALLOUMI, το οποίο έχει καταχωρισθεί από το αναιρεσείον για τυριά. Δεν αμφισβητείται η ορθότητα της εκτίμησης του τμήματος προσφυγών, την οποία επικύρωσε το Γενικό Δικαστήριο και κατά την οποία το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από το ευρύ κοινό της Ένωσης, λόγω του ότι τα οικεία προϊόντα είναι ευρείας καταναλώσεως.

61      Εντούτοις, το αναιρεσείον προβάλλει, με τους τρεις πρώτους λόγους αναιρέσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να εκτιμηθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Επομένως, οι λόγοι αυτοί αφορούν τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται κατά την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, όπερ αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, BSH κατά EUIPO, C‑43/15 P, EU:C:2016:837, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Οι τρεις αυτοί λόγοι αναιρέσεως πρέπει να εξεταστούν από κοινού, προκειμένου να κριθεί, πρώτον, ποια κριτήρια εφαρμόζονται και, δεύτερον, εάν το Γενικό Δικαστήριο τήρησε τα κριτήρια αυτά.

63      Το Δικαστήριο, σε υποθέσεις σχετικές με ανακοπές οι οποίες στηρίζονταν σε προγενέστερα ατομικά σήματα, έχει επανειλημμένως κρίνει ότι κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που αφορά το προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις (αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Shaker, C‑334/05 P, EU:C:2007:333, σκέψη 33, της 8ης Μαΐου 2014, Bimbo κατά ΓΕΕΑ, C‑591/12 P, EU:C:2014:305, σκέψη 19, και της 12ης Ιουνίου 2019, Hansson, C‑705/17, EU:C:2019:481, σκέψη 40).

64      Εντούτοις, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, κατά την οποία το προγενέστερο σήμα είναι συλλογικό σήμα του οποίου η ουσιώδης λειτουργία συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, στη διάκριση των προϊόντων ή των υπηρεσιών των μελών της ενώσεως που είναι δικαιούχος του σήματος από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, The Tea Board κατά EUIPO, C‑673/15 P έως C‑676/15 P, EU:C:2017:702, σκέψη 63, και της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Der Grüne Punkt κατά EUIPO, C‑143/19 P, EU:C:2019:1076, σκέψη 52), ως κίνδυνος συγχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να νοηθεί το ενδεχόμενο να σχηματίσει το κοινό την πεποίθηση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα και εκείνα που προσδιορίζει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προέρχονται στο σύνολό τους από μέλη της ενώσεως η οποία είναι δικαιούχος του προγενέστερου σήματος ή, ενδεχομένως, από επιχειρήσεις συνδεόμενες οικονομικώς με τα εν λόγω μέλη ή με την ένωση αυτή.

65      Επομένως, μολονότι στην περίπτωση ανακοπής ασκηθείσας από τον δικαιούχο συλλογικού σήματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ουσιώδης λειτουργία αυτού του είδους σήματος, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, έννοια του «κινδύνου συγχύσεως» του κανονισμού αυτού, γεγονός παραμένει ότι τα νομολογιακά κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να εκτιμάται συγκεκριμένα αν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος μπορούν να εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που αφορούν προγενέστερο συλλογικό σήμα.

66      Πράγματι, κανένα από τα χαρακτηριστικά των συλλογικών σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δικαιολογεί παρέκκλιση, σε περίπτωση ανακοπής στηριζόμενης σε τέτοιο σήμα, από τα κριτήρια εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως που προκύπτουν από την ανωτέρω νομολογία.

67      Κατά την εν λόγω νομολογία, η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων παραγόντων της υπό κρίση περιπτώσεως (αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Shaker, C‑334/05 P, EU:C:2007:333, σκέψη 34· της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Calvin Klein Trademark Trust κατά ΓΕΕΑ, C‑254/09 P, EU:C:2010:488, σκέψη 44, και της 8ης Μαΐου 2014, Bimbo κατά ΓΕΕΑ, C‑591/12 P, EU:C:2014:305, σκέψη 20).

68      Όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, η εκτίμηση αυτή πρέπει να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που αυτά προκαλούν στο ενδιαφερόμενο κοινό (αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Shaker, C‑334/05 P, EU:C:2007:333, σκέψη 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Calvin Klein Trademark Trust κατά ΓΕΕΑ, C‑254/09 P, EU:C:2010:488, σκέψη 45, και της 8ης Μαΐου 2014, Bimbo κατά ΓΕΕΑ, C‑591/12 P, EU:C:2014:305, σκέψη 21).

69      Η συνολική αυτή εκτίμηση συνεπάγεται, εξάλλου, ορισμένη αλληλεξάρτηση των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη και, ιδίως, την αλληλεξάρτηση μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Έτσι, τυχόν μικρός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών δύναται να αντισταθμιστεί από τον μεγάλο βαθμό ομοιότητας μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως (αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Les Éditions Albert René κατά ΓΕΕΑ, C‑16/06 P, EU:C:2008:739, σκέψη 46, και της 12ης Ιουνίου 2019, Hansson, C‑705/17, EU:C:2019:481, σκέψη 43).

70      Επίσης κατά πάγια νομολογία, ο βαθμός του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, ο οποίος καθορίζει την έκταση της προστασίας που παρέχει το σήμα αυτό, περιλαμβάνεται μεταξύ των κρίσιμων παραγόντων σε κάθε υπό κρίση περίπτωση. Όταν ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος είναι έντονος, το γεγονός αυτό είναι ικανό να αυξήσει τον κίνδυνο συγχύσεως. Τούτου δοθέντος, η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως δεν αποκλείεται όταν ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος είναι ασθενής (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2016, BSH κατά EUIPO, C‑43/15 P, EU:C:2016:837, σκέψεις 61 και 62, καθώς και της 12ης Ιουνίου 2019, Hansson, C‑705/17, EU:C:2019:481, σκέψεις 42 και 44).

71      Η άποψη του αναιρεσείοντος ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος πρέπει, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, να εκτιμάται διαφορετικά όταν το προγενέστερο σήμα είναι συλλογικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

72      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εκτός εάν τα άρθρα 67 έως 74 του κανονισμού 207/2009 προβλέπουν άλλως, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού εφαρμόζονται και στα συλλογικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, τα ως άνω σήματα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, είτε εγγενώς είτε λόγω της χρήσεως, να έχουν διακριτικό χαρακτήρα.

73      Το άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 δεν αποτελεί εξαίρεση από την εν λόγω επιταγή περί διακριτικού χαρακτήρα. Μολονότι η διάταξη αυτή επιτρέπει, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού, την καταχώριση ως συλλογικών σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημείων που μπορούν να χρησιμεύσουν προς δήλωση της γεωγραφικής προελεύσεως προϊόντων ή υπηρεσιών, δεν επιτρέπει, αντιθέτως, τα εν λόγω καταχωρισμένα σημεία να στερούνται διακριτικού χαρακτήρα. Επομένως, όταν μια ένωση ζητεί την καταχώριση, ως συλλογικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημείου δυνάμενου να δηλώνει γεωγραφική προέλευση, οφείλει να βεβαιωθεί ότι το σημείο αυτό διαθέτει στοιχεία που παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των μελών της από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων.

74      Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το συλλογικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης HALLOUMI παραπέμπει εμμέσως, όπως υποστηρίζει το αναιρεσείον, στην κυπριακή γεωγραφική προέλευση των οικείων προϊόντων, το σήμα αυτό πρέπει, ταυτοχρόνως, να επιτελεί τη βασική του λειτουργία, δηλαδή να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των μελών της ενώσεως που είναι δικαιούχος του σήματος αυτού από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων, και ο βαθμός διακριτικού χαρακτήρα του εν λόγω σήματος, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την εκτίμηση του εάν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του σήματος αυτού υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 με το σήμα BBQLOUMI.

75      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον προέβη σε εκτίμηση του βαθμού του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος HALLOUMI και συμπεριέλαβε τον παράγοντα αυτόν στην εκτίμηση περί υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως.

76      Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το αναιρεσείον, δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εν λόγω εκτιμήσεως, «υποτίμησε» τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος HALLOUMI ή στηρίχθηκε σε παραδοχή περί ασθενούς διακριτικού χαρακτήρα την οποία όφειλε να ανατρέψει το αναιρεσείον. Αντιθέτως, από τις σκέψεις 42 και 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε αντικειμενικώς, όπως ακριβώς και το τμήμα προσφυγών, κατόπιν αναλύσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε το αναιρεσείον, ότι ο όρος «χαλλούμι», μοναδικό στοιχείο από το οποίο αποτελείται το προγενέστερο αυτό σήμα, προσδιορίζει έναν ιδιαίτερο τύπο τυριού παραγόμενου σύμφωνα με ειδική συνταγή και ότι ο διακριτικός χαρακτήρας τέτοιου σήματος, το οποίο περιορίζεται στον προσδιορισμό ενός είδους προϊόντος, είναι ασθενής. Η εκτίμηση αυτή του βαθμού διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος δεν μπορεί, ελλείψει συγκεκριμένης αιτιάσεως περί πρόδηλης παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, The Tea Board κατά EUIPO, C‑673/15 P έως C‑676/15 P, EU:C:2017:702, σκέψη 41).

77      Το Γενικό Δικαστήριο δεν παρερμήνευσε ούτε το περιεχόμενο της αποφάσεως της 24ης Μαΐου 2012, Formula One Licensing κατά ΓΕΕΑ (C‑196/11 P, EU:C:2012:314). Στις σκέψεις 41 έως 47 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, κατά την εξέταση ανακοπής στηριζόμενης σε εθνικό σήμα, πρέπει να αναγνωρίζεται στο σήμα αυτό «ένας βαθμός διακριτικού χαρακτήρα». Ανεξαρτήτως του αν η διαπίστωση αυτή μπορεί να ισχύσει στην υπό κρίση υπόθεση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, εν πάση περιπτώσει, ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον διαπίστωσε ότι το σήμα HALLOUMI έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα, αναγνώρισε «έναν βαθμό διακριτικού χαρακτήρα» στο σήμα αυτό και, επομένως, δεν παρερμήνευσε την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου.

78      Μολονότι από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και ότι τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τα οποία προβάλλεται ότι παρερμηνεύθηκε το περιεχόμενο των αποφάσεων της 24ης Μαΐου 2012, Formula One Licensing κατά ΓΕΕΑ (C‑196/11 P, EU:C:2012:314), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, The Tea Board κατά EUIPO (C‑673/15 P έως C‑676/15 P, EU:C:2017:702), πρέπει επίσης να απορριφθούν, παραμένει προς εξέταση το επιχείρημα που προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, η οποία να λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το σύνολο των κρίσιμων παραγόντων και τη μεταξύ τους αλληλεξάρτηση.

79      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στις σκέψεις 62 έως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστατο, από φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως, ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα σήματα αυτά είναι, σε μικρό βέβαια βαθμό, παρόμοια τόσο από οπτικής όσο και από φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως.

80      Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το προγενέστερο σήμα HALLOUMI έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα και, στη σκέψη 71 της εν λόγω αποφάσεως, ότι τα προϊόντα που προσδιορίζονται από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι εν μέρει πανομοιότυπα και εν μέρει παρόμοια σε ορισμένο βαθμό.

81      Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο αξιολόγησε κατά τα άνω τους διάφορους αυτούς παράγοντες, όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 67 έως 70 της παρούσας αποφάσεως, να τους συμπεριλάβει σε μια σφαιρική εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη την αλληλεξάρτηση που υφίσταται μεταξύ των εν λόγω παραγόντων, ιδίως μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, δεδομένου ότι ο μικρός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών δύναται να αντισταθμιστεί από έναν μεγάλο βαθμό ομοιότητας μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως.

82      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει, τουλάχιστον, αν το γεγονός ότι το σήμα HALLOUMI και το σήμα BBQLOUMI παρουσιάζουν, κατά την εκτίμησή του, μικρή ομοιότητα από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως αντισταθμίζεται, μεταξύ άλλων, από την ταυτότητα των προϊόντων που προσδιορίζει καθένα από τα σήματα αυτά, ήτοι των τυριών. Σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στην εν λόγω νομολογία, κατά την οποία πρέπει να γίνεται εκτίμηση η οποία να λαμβάνει υπόψη την αλληλεξάρτηση των κρίσιμων παραγόντων, η εξέταση αυτή ήταν αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται ή όχι κίνδυνος να σχηματίσει το ευρύ κοινό την εσφαλμένη πεποίθηση ότι τα προϊόντα που πωλούνται ή οι υπηρεσίες που παρέχονται υπό το σήμα BBQLOUMI προέρχονται από επιχείρηση που είναι μέλος της ενώσεως η οποία είναι δικαιούχος του σήματος HALLOUMI.

83      Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, μολονότι υπενθύμισε τις εν λόγω αρχές στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και εξήγγειλε, στη σκέψη 69 αυτής ότι θα προέβαινε, στο εναπομένον τμήμα της εν λόγω αποφάσεως αποφάσεως, σε σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, περιορίστηκε, στις σκέψεις 70 και 71 της ίδιας αποφάσεως, στο να διατυπώσει τις διαπιστώσεις του ως προς τον βαθμό διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος και ως προς τον βαθμό ομοιότητας τόσο των αντιπαρατιθέμενων σημάτων όσο και των προσδιοριζόμενων από αυτά προϊόντων, και να αποφανθεί, κατά τρόπο αόριστο, ότι δεν μπορεί να υπάρξει κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερόμενου κοινού, δεδομένου ότι η ύπαρξη ενός –μικρού εν προκειμένω– βαθμού ομοιότητας, μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως δεν αρκεί για να συναχθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως στην περίπτωση προγενέστερου σήματος, το οποίο έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα. Επ’ αυτής και μόνον της βάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών, μολονότι υπέπεσε στα σφάλματα που διαπιστώθηκαν στις σκέψεις 62 έως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως.

84      Επομένως, από κανένα σημείο του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε δεόντως την αλληλεξάρτηση των κρίσιμων παραγόντων. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι διερεύνησε αν ο μικρός βαθμός ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημάτων μπορούσε να αντισταθμιστεί από τον σαφώς μεγαλύτερο βαθμό ομοιότητας των προϊόντων που προσδιορίζονται από τα σήματα αυτά, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέθεσε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε εν προκειμένω.

85      Από τη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, αντιθέτως, ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι, σε περίπτωση ασθενούς διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως πρέπει να αποκλείεται αφ’ ης στιγμής αποδεικνύεται ότι η ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων δεν αρκεί αυτή και μόνη για να αποδειχθεί τέτοιος κίνδυνος.

86      Όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 69 και 70 της παρούσας αποφάσεως, η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι το γεγονός ότι ο διακριτικός χαρακτήρας προγενέστερου σήματος είναι ασθενής δεν αποκλείει την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως. Προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται ή όχι τέτοιος κίνδυνος, ήταν αναγκαίο, υπό το πρίσμα του κριτηρίου της αλληλεξαρτήσεως που έχει διατυπώσει η ανωτέρω νομολογία, να εξεταστεί αν ο μικρός βαθμός ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημάτων αντισταθμίζεται από τον μεγαλύτερο βαθμό ομοιότητας, και μάλιστα από την ταυτότητα, των προϊόντων που προσδιορίζονται από τα σήματα αυτά. Η εκτίμηση, όμως, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως περιλαμβάνει συγκεκριμένη εξέταση αυτού του ζητήματος.

87      Η ερμηνεία αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι επιβεβλημένη, είτε ληφθεί υπόψη η απόφαση αυτή όπως δημοσιεύθηκε αρχικώς είτε όπως διορθώθηκε με τη διορθωτική διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 2019. Επομένως, δεδομένου ότι η διόρθωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος το οποίο συζητήθηκε μεταξύ των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι το αν η διόρθωση αυτή, την οποία ανακοίνωσε το Γενικό Δικαστήριο στους διαδίκους λίγο πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν συμβατή με τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες.

88      Δεδομένου ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου δεν πληροί, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 82 έως 87 της παρούσας αποφάσεως, την απαίτηση περί σφαιρικής εκτιμήσεως η οποία να λαμβάνει υπόψη την αλληλεξάρτηση των κρίσιμων παραγόντων, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να εκτιμάται η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, και, ως εκ τούτου, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

89      Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, παρέλκει δε η εξέταση του τετάρτου λόγου αναιρέσεως.

 Επί της αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο

90      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

91      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον παρέλειψε να προβεί σε σφαιρική εκτίμηση σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει διατυπώσει η νομολογία που αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να προβεί σε σφαιρική εκτίμηση και, ως εκ τούτου, να εξετάσει εκ νέου την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

93      Δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Σεπτεμβρίου 2018, Foundation for the Protection of the Traditional Cheese of Cyprus named Halloumi κατά EUIPO — M. J. Dairies (BBQLOUMI) (T328/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:594).

2)      Αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.