Language of document : ECLI:EU:C:2023:1011

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 21ης Δεκεμβρίου 2023 (*)

Περιεχόμενα


I. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το καταστατικό της FIFA

Β. Ο κανονισμός διεθνών αγώνων της FIFA

Γ. Το καταστατικό της UEFA

II. Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

Α. Το σχέδιο της Superleague

Β. Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

IV. Επί του παραδεκτού

Α. Επί των δικονομικών προϋποθέσεων εκδόσεως της αποφάσεως περί παραπομπής

Β. Επί του περιεχομένου της αποφάσεως περί παραπομπής

Γ. Επί του υποστατού της διαφοράς και επί της λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

V. Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1. Επί του αντικειμένου της υποθέσεως της κύριας δίκης

2. Επί της δυνατότητας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στον αθλητισμό και στη δραστηριότητα των αθλητικών ενώσεων και ομοσπονδιών

3. Επί του άρθρου 165 ΣΛΕΕ

Β. Επί των πρώτων πέντε προδικαστικών ερωτημάτων, τα οποία αφορούν τους κανόνες περί ανταγωνισμού

1. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 102 ΣΛΕΕ στην περίπτωση κανόνων σχετικών με τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, καθώς και με τη συμμετοχή των συλλόγων και των αθλητών στις διοργανώσεις αυτές

α) Επί της έννοιας της «καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως»

β) Επί της υπάρξεως καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως

γ) Επί του αν συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως οι κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, καθώς και περί συμμετοχής των συλλόγων και των αθλητών στις διοργανώσεις αυτές

2. Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε περίπτωση κανόνων σχετικών με τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, καθώς και με τη συμμετοχή των συλλόγων και των αθλητών στις διοργανώσεις αυτές

α) Επί της έννοιας της συμπεριφοράς που έχει ως «αντικείμενο» ή ως «αποτέλεσμα» να θίγει τον ανταγωνισμό και επί του χαρακτηρισμού περί υπάρξεως τέτοιας συμπεριφοράς

1) Επί της υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού

2) Επί της υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού

β) Επί του αν οι κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για τις διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις και περί συμμετοχής των συλλόγων και των αθλητών στις διοργανώσεις αυτές συνιστούν απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων έχουσα ως «αντικείμενο» τον περιορισμό του ανταγωνισμού

3. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ σε περίπτωση συμπεριφορών που συνίστανται σε απειλή επιβολής κυρώσεων στους συλλόγους και στους αθλητές που θα μετέχουν σε μη εγκεκριμένες διοργανώσεις

4. Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά τη δυνατότητα δικαιολογήσεως κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για τις διοργανώσεις και περί συμμετοχής των συλλόγων και των αθλητών στις διοργανώσεις αυτές

α) Επί της δυνατότητας να θεωρηθεί ότι ορισμένες συμπεριφορές ειδικώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ

β) Επί της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

γ) Επί της αντικειμενικής δικαιολογήσεως με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ

5. Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την ερμηνεία των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ στην περίπτωση κανόνων σχετικών με τα δικαιώματα που συνδέονται με τις αθλητικές διοργανώσεις

α) Επί της κατοχής των δικαιωμάτων που συνδέονται με τις αθλητικές διοργανώσεις

β) Επί της εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων που συνδέονται με τις αθλητικές διοργανώσεις

γ) Επί της υπάρξεως ενδεχόμενης δικαιολογήσεως

Γ. Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά τις ελευθερίες κυκλοφορίας

1. Επί του προσδιορισμού της κρίσιμης ελευθερίας κυκλοφορίας

2. Επί της υπάρξεως εμποδίου στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

3. Επί της υπάρξεως ενδεχόμενης δικαιολογήσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Εσωτερική αγορά – Ρυθμίσεις που έχουν θεσπισθεί από διεθνείς αθλητικές ομοσπονδίες – Επαγγελματικό ποδόσφαιρο – Φορείς ιδιωτικού δικαίου στους οποίους έχουν ανατεθεί ρυθμιστικές και ελεγκτικές εξουσίες, καθώς και εξουσίες λήψεως αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων – Κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για διοργανώσεις, περί συμμετοχή των ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις διοργανώσεις αυτές, καθώς και περί εκμεταλλεύσεως των εμπορικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων μεταδόσεως και επικοινωνίας για τις εν λόγω διοργανώσεις – Παράλληλη άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων – Διεξαγωγή και εμπορική εκμετάλλευση διοργανώσεων – Εκμετάλλευση των σχετικών εμπορικών δικαιωμάτων και δικαιωμάτων μεταδόσεως και επικοινωνίας – Άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων θίγουσα τον ανταγωνισμό – Έννοιες του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό “αντικειμένου” και “αποτελέσματος” – Εξαίρεση βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Προϋποθέσεις – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Δικαιολόγηση – Προϋποθέσεις – Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Δικαιολόγηση – Προϋποθέσεις – Βάρος αποδείξεως»

Στην υπόθεση C‑333/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Mercantil de Madrid (εμποροδικείο Μαδρίτης, Ισπανία) με απόφαση της 11ης Μαΐου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Μαΐου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

European Superleague Company SL

κατά

Fédération internationale de football association (FIFA),

Union des associations européennes de football (UEFA),

παρισταμένων των:

A22 Sports Management SL,

Real Federación Española de Fútbol (RFEF),

Liga Nacional de Fútbol Profesional (LNFP),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, K. Jürimäe και O. Spineanu‑Matei, προέδρους τμήματος, J.‑C. Bonichot, M. Safjan, L. S. Rossi, I. Jarukaitis, A. Kumin, N. Jääskinen, N. Wahl, J. Passer (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης και της 12ης Ιουλίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η European Superleague Company SL, εκπροσωπούμενη από τον J.‑L. Dupont, avocat, την B. Irissarry Robina και τον M. Odriozola Alén, abogados,

–        η Fédération internationale de football association (FIFA), εκπροσωπούμενη από τους J. M. Baño Fos, abogado, M. Hoskins, barrister, και A. Pascual Morcillo, abogado,

–        η Union des associations européennes de football (UEFA), εκπροσωπούμενη από τους H. Brokelmann, abogado, και B. Keane, avocat, από τη S. Love, barrister, καθώς και από τους D. Slater και D. Waelbroeck, avocats,

–        η A22 Sports Management SL, εκπροσωπούμενη από τους L. A. Alonso Díez, F. Giménez‑Alvear Gutiérrez‑Maturana, F. Irurzun Montoro, abogados, και M. Sánchez-Puelles González‑Carvajal, procurador,

–        η Real Federación Española de Fútbol (RFEF), εκπροσωπούμενη από τον P. Callol García, abogado, την B. González Rivero, procuradora, τον T. González Cueto και τον J. Manzarbeitia Pérez, abogados,

–        η Liga Nacional de Fútbol Profesional (LNFP), εκπροσωπούμενη από τον D. Crespo Lasso de la Vega, τη Y. Martínez Mata, τον M. Pajares Villarroya, τον J. Ramos Rubio και τον S. Rating, abogados,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz και την A. Gavela Llopis,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Farver Kronborg, V. Pasternak Jørgensen, M. Søndahl Wolff και Y. Thyregod Kollberg,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη N. Grünberg,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τη M. Browne, Chief State Solicitor, καθώς και από τους A. Joyce και M. Tierney, επικουρούμενους από τον S. Brittain, barrister,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Κ. Μπόσκοβιτς,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A.‑L. Desjonquères, τους P. Dodeller και T. Stehelin, καθώς και από τη N. Vincent,

–        η Κροατική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Vidović Mesarek,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους D. Del Gaizo και S. L. Vitale, avvocati dello Stato,

–        η Κυπριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Ειρ. Νεοφύτου,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Davidoviča, K. Pommere και I. Romanovska,

–        η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Germeaux και T. Uri,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér, καθώς και από τις E. Gyarmati και K. Szíjjártó,

–        η Μαλτέζικη Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Buhagiar,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον F. Koppensteiner,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και M. Wiącek,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την P. Barros da Costa, τον R. Capaz Coelho και την C. Chambel Alves, επικουρούμενους από τον J. L. da Cruz Vilaça, advogado,

–        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Gane, L. Liţu και A. Rotăreanu,

–        η Σλοβενική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Dežman Mušič και N. Pintar Gosenca,

–        η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. V. Drugda και B. Ricziová,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον O. Simonsson, καθώς και από τις M. Salborn Hodgson και H. Shev,

–        η Ισλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. B. Bjarnadóttir, επικουρούμενη από τον G. Bergsteinsson, avocat,

–        η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον F. Bersgø και τη L.‑M. Moen Jünge, καθώς και από τους O. S. Rathore και P. Wennerås,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. Baches Opi, M. Mataija, G. Meessen, C. Urraca Caviedes και H. van Vliet,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, αφενός, και των άρθρων 45, 49, 56 και 63 ΣΛΕΕ, αφετέρου.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της European Superleague Company SL (στο εξής: ESLC) και, αφετέρου, της Fédération internationale de football association (Διεθνούς Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, στο εξής: FIFA) και της Union des associations européennes de football (Ένωσης Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών, στο εξής: UEFA), με αντικείμενο αίτημα να διαπιστωθεί ότι οι FIFA και UEFA παρέβησαν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, να διαταχθεί η παύση των παραβάσεων αυτών και να εκδοθούν διάφορες διατάξεις ασφαλιστικών μέτρων κατά των εν λόγω φορέων.

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το καταστατικό της FIFA

3        Η FIFA είναι ένωση ιδιωτικού δικαίου η οποία εδρεύει στην Ελβετία. Κατά το άρθρο 2 του καταστατικού της, όπως το κείμενο αυτό ίσχυε τον Σεπτέμβριο του 2020 και μνημονεύεται στην απόφαση περί παραπομπής (στο εξής: καταστατικό της FIFA), η FIFA έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, «την οργάνωση της διεξαγωγής των διεθνών διοργανώσεών της», «τη θέσπιση κανόνων και διατάξεων που διέπουν το ποδόσφαιρο και τα συναφή ζητήματα και τη μέριμνα για την τήρησή τους», καθώς και «τον έλεγχο του ποδοσφαίρου σε όλες τις μορφές του διά της λήψεως όλων των αναγκαίων ή προσηκόντων μέτρων για την αποτροπή παραβιάσεως του [κ]αταστατικού, των κανονισμών, των αποφάσεων της FIFA και των [κ]κανόνων του [π]αιχνιδιού», σε παγκόσμιο επίπεδο.

4        Κατά τα άρθρα 11 και 14 του καταστατικού της FIFA, κάθε «ομοσπονδία υπεύθυνη για την οργάνωση και τον έλεγχο του ποδοσφαίρου» σε συγκεκριμένη χώρα μπορεί να γίνει μέλος της FIFA, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι είναι ήδη μέλος μίας από τις έξι συνομοσπονδίες ηπείρων οι οποίες αναγνωρίζονται από τη FIFA και μνημονεύονται στο άρθρο 22 του εν λόγω καταστατικού και μεταξύ των οποίων καταλέγεται η UEFA, καθώς και υπό την προϋπόθεση ότι δεσμεύεται προηγουμένως να συμμορφωθεί, μεταξύ άλλων, προς το καταστατικό, τους κανονισμούς, τις οδηγίες και τις αποφάσεις τόσο της FIFA όσο και της συνομοσπονδίας ηπείρου της οποίας είναι ήδη μέλος η συγκεκριμένη ομοσπονδία. Στην πράξη, περισσότερες από 200 εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες είναι επί του παρόντος μέλη της FIFA. Υπό την ιδιότητα αυτή, υπέχουν, δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του καταστατικού της FIFA, την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να επιβάλλουν την τήρηση του καταστατικού, των κανονισμών των οδηγιών και των αποφάσεων της της FIFA τόσο στα μέλη τους ή στα συνδεδεμένα μέλη τους όσο και στο σύνολο όσων δραστηριοποιούνται στον χώρο του ποδοσφαίρου, ιδίως δε στις ενώσεις επαγγελματικών συλλόγων, τους συλλόγους και τους ποδοσφαιριστές.

5        Το άρθρο 20 του ως άνω καταστατικού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθεστώς των συλλόγων, ενώσεων επαγγελματικών συλλόγων και των λοιπών συλλογικών φορέων σωματείων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι σύλλογοι, οι ενώσεις επαγγελματικών συλλόγων ή άλλοι συλλογικοί φορείς σωματείων που συνδέονται με ομοσπονδία μέλος υπόκεινται στη συγκεκριμένη ομοσπονδία και πρέπει να έχουν αναγνωρισθεί από αυτήν. Οι αρμοδιότητες, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ως άνω συλλογικών φορέων καθορίζονται στο καταστατικό της ομοσπονδίας μέλους, τα δε καταστατικά και κανονισμοί τους πρέπει να εγκρίνονται από αυτήν.»

6        Το άρθρο 22 του εν λόγω καταστατικού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνομοσπονδίες», ορίζει στις παραγράφους 1 και 3 τα ακόλουθα:

«1.      Οι ομοσπονδίες μέλη που ανήκουν στην ίδια ήπειρο εντάσσονται στις εξής αναγνωριζόμενες από τη FIFA συνομοσπονδίες:

[...]

c)      Union des Associations Européennes de Football (Ένωση Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών – UEFA)

[...]

Η εκ μέρους της FIFA αναγνώριση κάθε συνομοσπονδίας συνεπάγεται τον πλήρη αμοιβαίο σεβασμό της μίας και της άλλης αρχής στον αντίστοιχο θεσμικό τομέα αρμοδιοτήτων τους, όπως ορίζεται στο παρόν Καταστατικό.

[...]

3.      Κάθε συνομοσπονδία έχει τα εξής δικαιώματα και υποχρεώσεις:

a)      να τηρεί και να επιβάλλει την τήρηση του καταστατικού, των κανονισμών και των αποφάσεων της FIFA·

b)      να συνεργάζεται στενά με τη FIFA σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με την επίτευξη του μνημονευόμενου στο άρθρο 2 σκοπού και την οργάνωση της διεξαγωγής διεθνών διοργανώσεων·

c)      να οργανώνει τη διεξαγωγή των διασυλλογικών διοργανώσεών της, σύμφωνα με το διεθνές χρονοδιάγραμμα·

d)      να οργανώνει τη διεξαγωγή όλων των διεθνών διοργανώσεών της σύμφωνα με το διεθνές χρονοδιάγραμμα·

e)      να διασφαλίζει ότι καμία διεθνής διοργάνωση ή αντίστοιχη ένωση συλλόγων ή πρωταθλημάτων δεν θα δημιουργείται χωρίς τη δική της συγκατάθεση και χωρίς τη συγκατάθεση της FIFA·

[...]».

7        Κατά το άρθρο 24 του καταστατικού της FIFA, τα όργανα της FIFA περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ένα «νομοθετικό όργανο», με την ονομασία «Συνέδριο», το οποίο αποτελεί το «ανώτατο όργανο», ένα «στρατηγικό και εποπτικό όργανο», το οποίο καλείται «Συμβούλιο», καθώς και ένα «εκτελεστικό, επιχειρησιακό και διοικητικό όργανο», το οποίο ονομάζεται «Γενική Γραμματεία».

8        Το άρθρο 67 του εν λόγω καταστατικού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιώματα επί διοργανώσεων και εκδηλώσεων», ορίζει τα εξής:

«1.      Η FIFA, οι ομοσπονδίες μέλη της και οι συνομοσπονδίες είναι οι πρωταρχικοί κάτοχοι –χωρίς περιορισμό περιεχομένου, χρόνου, τόπου ή νομικής φύσεως– του συνόλου των δικαιωμάτων τα οποία μπορεί να απορρέουν από διοργανώσεις και άλλες εκδηλώσεις που εμπίπτουν στην αντίστοιχη δικαιοδοσία τους. Στα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα περιουσιακά δικαιώματα κάθε είδους, τα δικαιώματα οπτικοακουστικής εγγραφής, αναπαραγωγής και μεταδόσεων, τα δικαιώματα πολυμέσων, τα δικαιώματα μάρκετινγκ και προωθήσεως, καθώς και τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως τα δικαιώματα επί διακριτικών σημείων και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.

2.      Το Συμβούλιο καθορίζει το είδος εκμεταλλεύσεως και το εύρος της χρήσεως των εν λόγω δικαιωμάτων, θεσπίζει δε προς τούτο ειδικές διατάξεις. Το Συμβούλιο είναι ελεύθερο να αποφασίζει αν προτίθεται να εκμεταλλευθεί τα δικαιώματα αυτά μόνο του ή με τρίτους ή ακόμη και να αναθέσει την εκμετάλλευσή τους σε τρίτους.»

9        Το άρθρο 68 του ως άνω καταστατικού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άδεια μεταδόσεως», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Η FIFA, οι ομοσπονδίες μέλη και οι συνομοσπονδίες είναι αποκλειστικώς αρμόδιες να επιτρέπουν τη μετάδοση, ιδίως με οπτικοακουστικά μέσα, των αγώνων και των εκδηλώσεων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους, τούτο δε χωρίς περιορισμό τόπου, περιεχομένου, ημερομηνίας, τεχνικής ή νομικής φύσεως.»

10      Κατά το άρθρο 71 του καταστατικού της FIFA, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνείς διοργανώσεις και αγώνες»:

«1.      Το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να θεσπίζει κάθε κανονισμό σχετικό με την οργάνωση της διεξαγωγής διεθνών διοργανώσεων και αγώνων, στους οποίους συμμετέχουν αντιπροσωπευτικές ομάδες, πρωταθλήματα, σύλλογοι και/ή αυτοσχέδιες ομάδες. Ουδείς αγώνας ή διοργάνωση μπορεί να διεξαχθεί χωρίς προηγούμενη άδεια της FIFA, των συνομοσπονδιών και/ή της οικείας ομοσπονδίας μέλους. Οι λεπτομερείς όροι ρυθμίζονται από τον κανονισμό διεθνών αγώνων.

2.      Το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει διατάξεις σχετικές με τους ως άνω αγώνες και διοργανώσεις.

3.      Το Συμβούλιο καθορίζει τα κριτήρια σχετικά με τη χορήγηση άδειας σε ειδικές περιπτώσεις που δεν προβλέπονται στον κανονισμό διεθνών αγώνων.

4.      Εξαιρουμένης της χορηγήσεως αδείας σε σχέση με αρμοδιότητες που προβλέπονται στον κανονισμό διεθνών αγώνων, η FIFA δύναται να λάβει τελική απόφαση για τη χορήγηση άδειας διεξαγωγής οποιουδήποτε διεθνούς αγώνα ή διοργανώσεως.»

11      Το άρθρο 72 του συγκεκριμένου κανονισμού, με τίτλο «Σχέσεις», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ποδοσφαιριστής ή σύλλογος εγγεγραμμένος σε ομοσπονδία μέλος ή σε προσωρινό μέλος συνομοσπονδίας δεν μπορεί να αγωνιστεί ούτε να έχει σχέσεις αθλητικού χαρακτήρα με άλλον ποδοσφαιριστή ή σύλλογο μη εγγεγραμμένο σε ομοσπονδία μέλος ή σε προσωρινό μέλος συνομοσπονδίας χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της FIFA.»

12      Το άρθρο 73 του εν λόγω καταστατικού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έγκριση», προβλέπει τα εξής:

«Κάθε ομοσπονδία, ένωση επαγγελματικών συλλόγων ή σύλλογος που ανήκει σε ομοσπονδία μέλος δύναται να προσχωρήσει σε άλλη ομοσπονδία μέλος ή να συμμετέχει σε διοργανώσεις εντός της περιφέρειας δικαιοδοσίας της μόνον κατ’ εξαίρεση. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται η έγκριση των δύο ομοσπονδιών μελών, της οικείας συνομοσπονδίας ή των οικείων συνομοσπονδιών και της FIFA.»

2.      Ο κανονισμός διεθνών αγώνων της FIFA

13      Το άρθρο 1 του κανονισμού διεθνών αγώνων της FIFA, όπως ισχύει από την 1η Μαΐου 2014, ορίζει ότι σκοπός του κανονισμού αυτού είναι να προβλέψει τις άδειες, τις γνωστοποιήσεις και τις λοιπές απαιτήσεις που ισχύουν για την οργάνωση της διεξαγωγής αγώνων ή διοργανώσεων μεταξύ ομάδων που ανήκουν σε διαφορετικές εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες οι οποίες είναι μέλη της FIFA, για την οργάνωση της διεξαγωγής αγώνων ή διοργανώσεων μεταξύ ομάδων που ανήκουν στην ίδια εθνική ομοσπονδία, όταν αυτοί διοργανώνονται σε τρίτη χώρα, καθώς και για την οργάνωση της διεξαγωγής αγώνων ή διοργανώσεων όπου μετέχουν ποδοσφαιριστές ή ομάδες που δεν ανήκουν σε εθνική ομοσπονδία.

14      Κατά το άρθρο 2 του ως άνω κανονισμού, στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν όλοι οι διεθνείς αγώνες και διοργανώσεις, εξαιρουμένων των αγώνων που διεξάγονται στο πλαίσιο διοργανώσεων της FIFA ή κάποιας από τις αναγνωρισμένες από αυτή συνομοσπονδίες ηπείρου.

15      Κατά το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού, όλοι οι διεθνείς αγώνες πρέπει να εγκρίνονται, κατά περίπτωση, από τη FIFA, από την οικεία συνομοσπονδία ηπείρου και/ή από τις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες οι οποίες είναι μέλη της FIFA και στις οποίες ανήκουν οι συμμετέχουσες ομάδες ή εντός της περιφέρειας δικαιοδοσίας των οποίων πρόκειται να διεξαχθούν οι αγώνες αυτοί.

16      Σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 10 του ίδιου κανονισμού, κάθε «διεθνής αγώνας πρώτης κατηγορίας», ο οποίος ορίζεται ως κάθε αγώνας μεταξύ της πρώτης αντιπροσωπευτικής ομάδας δύο εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών μελών της FIFA, πρέπει να εγκρίνεται τόσο από τη FIFA όσο και από τη συνομοσπονδία ηπείρου και τις οικείες εθνικές ομοσπονδίες. Αντιθέτως, δυνάμει των άρθρων 8 και 11 του κανονισμού διεθνών αγώνων της FIFA, κάθε «διεθνής αγώνας δεύτερης κατηγορίας», ο οποίος ορίζεται ως κάθε αγώνας στον οποίο μετέχει η πρώτη αντιπροσωπευτική ομάδα μίας μόνον εθνικής ομοσπονδίας, μια άλλη αντιπροσωπευτική ομάδα τέτοιας εθνικής ομοσπονδίας, μια ομάδα αποτελούμενη από παίκτες εγγεγραμμένους σε πλείονες συλλόγους της ίδιας εθνικής ομοσπονδίας ή ακόμη η πρώτη ομάδα συλλόγου που αγωνίζεται στην ανώτατη κατηγορία μιας εθνικής ομοσπονδίας, πρέπει να εγκρίνεται μόνον από τις οικείες συνομοσπονδίες ηπείρου και τις οικείες εθνικές ομοσπονδίες.

Γ.      Το καταστατικό της UEFA

17      Η UEFA είναι επίσης ένωση ιδιωτικού δικαίου εδρεύουσα στην Ελβετία.

18      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του καταστατικού της UEFA ορίζει ότι η UEFA έχει ως σκοπούς:

«a)      την αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων που αφορούν το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο·

b)      την προώθηση του ποδοσφαίρου στην Ευρώπη με πνεύμα ειρήνης, κατανόησης και ευ αγωνίζεσθαι, χωρίς καμία διάκριση λόγω πολιτικής, φύλου, θρησκείας, φυλής ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο·

c)      την εποπτεία και τον έλεγχο της αναπτύξεως του ποδοσφαίρου στην Ευρώπη σε όλες τις μορφές του·

d)      την προετοιμασία και διεξαγωγή διεθνών διοργανώσεων και διεθνών τουρνουά ποδοσφαίρου σε όλες τις μορφές του σε ευρωπαϊκό επίπεδο [...]·

e)      την αποτροπή μεθόδων ή πρακτικών που υπονομεύουν το αδιάβλητο των αγώνων ή των διοργανώσεων ή έχουν ως αποτέλεσμα καταχρήσεις στον χώρο του ποδοσφαίρου·

f)      την προώθηση και την προστασία των προτύπων δεοντολογίας και της χρηστής διακυβερνήσεως στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο·

g)      να διασφαλίζει ότι οι αθλητικές αξίες κατισχύουν πάντοτε των εμπορικών συμφερόντων·

h)      την αναδιανομή των εσόδων από το ποδόσφαιρο σύμφωνα με την αρχή της αλληλεγγύης και την υποστήριξη της επανεπενδύσεως προς όφελος όλων των επιπέδων και τομέων του ποδοσφαίρου, ιδίως δε του ποδοσφαίρου ως λαϊκού αθλήματος·

i)      την προώθηση της ενότητας μεταξύ των ομοσπονδιών μελών της σε θέματα που αφορούν το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ποδόσφαιρο·

j)      την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων των ομοσπονδιών οι οποίες είναι μέλη της·

k)      να διασφαλίσει ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των διαφόρων ενδιαφερόμενων μερών του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου (ενώσεων, συλλόγων, ποδοσφαιριστών, οπαδών)·

l)      να ενεργεί ως αντιπροσωπευτική φωνή της οικογένειας του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου στο σύνολό της·

m)      τη διατήρηση καλών σχέσεων και τη συνεργασία με τη FIFA και τις λοιπές συνομοσπονδίες που είναι αναγνωρισμένες από τη FIFA·

n)      να μεριμνά ώστε οι εκπρόσωποί της στη FIFA να ενεργούν καλόπιστα και με πνεύμα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης·

o)      να συμβιβάζει τα συμφέροντα των ομοσπονδιών μελών της, να επιλύει τις διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ τους και να τις επικουρεί σε συγκεκριμένες υποθέσεις όταν της το ζητούν.»

19      Σύμφωνα με το άρθρο 5 του συγκεκριμένου καταστατικού, μπορεί να καταστεί μέλος της UEFA οποιαδήποτε ομοσπονδία η οποία εδρεύει σε ευρωπαϊκή χώρα αναγνωρισμένη ως ανεξάρτητο κράτος από την πλειοψηφία των μελών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και η οποία είναι υπεύθυνη για την οργάνωση του ποδοσφαίρου στη χώρα αυτή. Δυνάμει του άρθρου 7α του εν λόγω καταστατικού, η ιδιότητα του μέλους συνεπάγεται την υποχρέωση των οικείων ομοσπονδιών να τηρούν το καταστατικό, τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της UEFA και να επιβάλλουν την τήρησή τους, εντός της χώρας τους, στις υποκείμενες σ’ αυτές ενώσεις επαγγελματικών συλλόγων, καθώς και στους συλλόγους και στους ποδοσφαιριστές. Στην πράξη, περισσότερες από 50 εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες είναι επί του παρόντος μέλη της UEFA.

20      Κατά τα άρθρα 11 και 12 του ίδιου καταστατικού, τα όργανα της UEFA περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ένα «ανώτατο όργανο», καλούμενο «Συνέδριο», και μια «Εκτελεστική Επιτροπή».

21      Το άρθρο 49 του καταστατικού της UEFA, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διοργανώσεις», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η UEFA είναι αποκλειστικώς αρμόδια να αποφασίζει για τη σύσταση και την κατάργηση διεθνών διοργανώσεων στην Ευρώπη στις οποίες συμμετέχουν ομοσπονδίες και/ή σύλλογοι που ανήκουν σε αυτές. Η διάταξη αυτή δεν αφορά τις διοργανώσεις της FIFA.

[...]

3.      Για τους διεθνείς αγώνες, διοργανώσεις και τουρνουά που δεν διοργανώνονται από την UEFA αλλά διεξάγονται στην περιφέρεια δικαιοδοσίας της UEFA απαιτείται προηγούμενη άδεια της FIFA και/ή της UEFA και/ή των αρμόδιων ομοσπονδιών μελών, σύμφωνα με τον κανονισμό διεθνών αγώνων της FIFA και τις συμπληρωματικές εκτελεστικές διατάξεις που θεσπίζονται από την Εκτελεστική Επιτροπή της UEFA.»

22      Το άρθρο 51 του καταστατικού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαγορευόμενες σχέσεις», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Ενώσεις ή συνασπισμοί μεταξύ ομοσπονδιών μελών της UEFA, είτε μεταξύ διοργανωτριών αρχών πρωταθλημάτων ή συλλόγων που είναι άμεσα ή έμμεσα μέλη διαφορετικών ομοσπονδιών μελών της UEFA, δεν μπορούν να συσταθούν χωρίς την άδεια της UEFA.

2.      Τα μέλη της UEFA ή οι διοργανώτριες αρχές πρωταθλημάτων και οι σύλλογοι που είναι μέλη τους δεν μπορούν να συμμετέχουν ή να διοργανώνουν αγώνες εκτός της δικής τους περιφέρειας δικαιοδοσίας χωρίς την άδεια των ομοσπονδιών μελών.»

II.    Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

Α.      Το σχέδιο της Superleague

23      Η ESLC είναι εταιρία ιδιωτικού δικαίου εγκατεστημένη στην Ισπανία. Συστάθηκε με πρωτοβουλία ενός συνόλου επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων οι οποίοι εδρεύουν στην Ισπανία (Club Atlético de Madrid, Fútbol Club Barcelona και Real Madrid Club de Fútbol), στην Ιταλία (Associazione Calcio Milan, Football Club Internazionale Milano και Juventus Football Club) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (Arsenal Football Club, Chelsea Football Club, Liverpool Football Club, Manchester City Football Club, Manchester United Football Club και Tottenham Hotspur Football Club). Κατά την απόφαση περί παραπομπής, η εν λόγω εταιρία έχει ως σκοπό την υλοποίηση ενός σχεδίου νέας διεθνούς διοργανώσεως επαγγελματικού ποδοσφαίρου με την ονομασία «Superleague». Προς τούτο, συνέστησε ή σχεδίαζε να συστήσει τρεις άλλες εταιρίες, η πρώτη εκ των οποίων θα είχε ως αντικείμενο την οικονομική, αθλητική και πειθαρχική διαχείριση της Superleague μετά τη σύστασή της, η δεύτερη την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων μεταδόσεως και επικοινωνίας που συνδέονται με την εν λόγω διοργάνωση και η τρίτη την εκμετάλλευση των λοιπών εμπορικών περιουσιακών στοιχείων που συνδέονται με τη συγκεκριμένη διοργάνωση.

24      Η A22 Sports Management SL είναι επίσης εταιρία ιδιωτικού δικαίου εγκατεστημένη στην Ισπανία. Εμφανίζεται ως έχουσα ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών συνδεομένων με τη σύσταση και τη διαχείριση επαγγελματικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, και ειδικότερα της Superleague.

25      Όσον αφορά τη θέση σε εφαρμογή του ως άνω σχεδίου, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι που συνέστησαν την ESLC είχαν την πρόθεση να δημιουργήσουν μια νέα διεθνή ποδοσφαιρική διοργάνωση, στην οποία θα συμμετέχουν, αφενός, δώδεκα έως δεκαπέντε επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι ως «μόνιμα μέλη» και, αφετέρου, ένας υπό καθορισμό αριθμός επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων ως «προκριθέντες σύλλογοι» οι οποίοι θα επιλέγονται με συγκεκριμένη διαδικασία.

26      Εν συνεχεία, το εν λόγω σχέδιο στηριζόταν σε σύμφωνο μετόχων και επενδύσεως το οποίο προέβλεπε, αφενός, τη σύναψη ενός συνόλου συμβάσεων μεταξύ καθενός από τους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους που θα μετέχουν ή ενδέχεται να μετέχουν στη Superleague και των τριών εταιριών που έχει συστήσει ή πρόκειται να συστήσει η ESLC, με το οποίο θα διευκρινίζονταν, μεταξύ άλλων, οι λεπτομερείς όροι υπό τους οποίους οι σύλλογοι αυτοί θα έπρεπε να εκχωρήσουν στην ESLC τα δικαιώματά τους μεταδόσεως και επικοινωνίας ή τα εμπορικά δικαιώματά τους επί της συγκεκριμένης διοργανώσεως, καθώς και την αμοιβή για τη συγκεκριμένη μεταβίβαση δικαιωμάτων. Αφετέρου, σχεδιαζόταν η σύναψη ενός συνόλου συμβάσεων μεταξύ των τριών αυτών εταιριών, με σκοπό τον συντονισμό της παροχής των αναγκαίων υπηρεσιών για τη διαχείριση της Superleague, την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων που θα εκχωρούνταν στην ESLC και τη διάθεση στους μετέχοντες συλλόγους κεφαλαίων ευρισκόμενων στη διάθεση της ESLC. Η διάθεση των κεφαλαίων αυτών προβλεπόταν σε έγγραφο με το οποίο η JP Morgan AG δεσμευόταν να χορηγήσει στην ESLC, μέσω ενδιάμεσης πιστώσεως ανώτατου ύψους περίπου 4 δισεκατομμυρίων ευρώ, χρηματοδοτική στήριξη και επιδότηση υποδομών, με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη δημιουργία της Superleague και την προσωρινή χρηματοδότησή της, εν αναμονή της εκδόσεως ομολόγων στις κεφαλαιαγορές.

27      Τέλος, το εν λόγω σύμφωνο μετόχων και επενδύσεως εξαρτούσε τη δημιουργία της Superleague και τη διάθεση των αναγκαίων προς τούτο κεφαλαίων από αναβλητική αίρεση η οποία συνίστατο είτε στην αναγνώριση, από τη FIFA ή την UEFA, της διεθνούς αυτής διοργανώσεως και του σύμφωνου χαρακτήρα της με τους κανόνες που έχουν θεσπίσει οι δύο αυτοί φορείς είτε στην εκ μέρους των αρμόδιων διοικητικών ή δικαστικών αρχών παροχή έννομης προστασίας προκειμένου οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι με ιδιότητα μόνιμου μέλους της εν λόγω διοργανώσεως να έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής σ’ αυτή, χωρίς τούτο να θίγει την υπαγωγή ή τη συμμετοχή τους στις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, στα πρωταθλήματα που διοργανώνουν ενώσεις επαγγελματικών συλλόγων ή στις διεθνείς διοργανώσεις στις οποίες συμμετείχαν μέχρι τούδε. Προς τούτο, το εν λόγω σύμφωνο προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι το σχέδιο της Superleague θα γνωστοποιούνταν στη FIFA και στην UEFA.

Β.      Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

28      Η κύρια δίκη αφορά αγωγή επί εμπορικής υποθέσεως, συνοδευόμενη από αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων χωρίς κατ’ αντιμωλίαν συζήτηση (inaudita parte), την οποία άσκησε η ESLC ενώπιον του Juzgado de lo Mercantil de Madrid (εμποροδικείου Μαδρίτης, Ισπανία) κατά των FIFA και UEFA.

29      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η συγκεκριμένη αγωγή ασκήθηκε κατόπιν της ανακοινώσεως περί θέσεως σε εφαρμογή του σχεδίου της Superleague από την ESLC, καθώς και της εναντιώσεως της FIFA και της UEFA στο συγκεκριμένο σχέδιο.

30      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, στις 21 Ιανουαρίου 2021, η FIFA και οι έξι αναγνωρισμένες από αυτήν ηπειρωτικές συνομοσπονδίες, μεταξύ των οποίων και η UEFA, δημοσίευσαν ανακοίνωση με την οποία, πρώτον, εξέφρασαν την άρνησή τους να αναγνωρίσουν τη Superleague, δεύτερον, προειδοποίησαν ότι οποιοσδήποτε επαγγελματικός ποδοσφαιρικός σύλλογος και οποιοσδήποτε ποδοσφαιριστής συμμετάσχει στην εν λόγω διεθνή διοργάνωση θα αποβληθεί από τις διοργανώσεις της FIFA και της UEFA και, τρίτον, επισήμαναν ότι όλες οι διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις πρέπει να οργανώνονται ή να εγκρίνονται από τους αρμόδιους φορείς, όπως μνημονεύεται στο καταστατικό της FIFA και στα καταστατικά των συνομοσπονδιών των διαφόρων ηπείρων. Η ανακοίνωση αυτή περιείχε ιδίως το ακόλουθο απόσπασμα:

«Κατόπιν των πρόσφατων εικασιών τις οποίες αναμεταδίδουν τα μέσα ενημερώσεως όσον αφορά τη δημιουργία από ορισμένους ευρωπαϊκούς συλλόγους μιας κλειστής ευρωπαϊκής “Super League”, η FIFA και οι έξι συνομοσπονδίες [...] επιθυμούν να επαναλάβουν και να τονίσουν άνευ αμφισημίας ότι μια τέτοια διοργάνωση δεν πρόκειται να αναγνωρισθεί ούτε από τη FIFA ούτε από την οικεία συνομοσπονδία. Ως εκ τούτου, όποιος σύλλογος ή ποδοσφαιριστής αγωνίζεται σε τέτοια διοργάνωση θα στερείται το δικαίωμα συμμετοχής σε οποιαδήποτε διοργάνωση της FIFA ή της συνομοσπονδίας του.

Σύμφωνα με το καταστατικό της FIFA και τα καταστατικά των συνομοσπονδιών, όλες οι διοργανώσεις πρέπει να οργανώνονται ή να αναγνωρίζονται από το αρμόδιο για το αντίστοιχο επίπεδό τους όργανο, ήτοι από τη FIFA σε διεθνές επίπεδο και από την οικεία συνομοσπονδία σε επίπεδο ηπείρου.»

31      Εξάλλου, στις 18 Απριλίου 2021, η UEFA, η αγγλική, η ισπανική και η ιταλική ομοσπονδία ποδοσφαίρου, καθώς και ορισμένες επαγγελματικές ενώσεις που υπάγονται στις εν λόγω ομοσπονδίες, δημοσίευσαν ανακοινωθέν στο οποίο μνημονευόταν, μεταξύ άλλων, ότι «οι εν λόγω σύλλογοι θα αποκλεισθούν από κάθε άλλη διοργάνωση σε εθνικό, ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο, οι δε ποδοσφαιριστές τους ενδέχεται να στερηθούν τη δυνατότητα συμμετοχής στην εθνική ομάδα τους».

32      Στις 19 και 20 Απριλίου 2021, το αιτούν δικαστήριο έκρινε διαδοχικώς ότι η αγωγή της ESLC ήταν παραδεκτή και διέταξε, ως συντηρητικό μέτρο και χωρίς κατ’ αντιμωλίαν συζήτηση, τη λήψη σειράς μέτρων με σκοπό, κατ’ ουσίαν, να υποχρεωθούν η FIFA, η UEFA και, μέσω αυτών, οι εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες που είναι μέλη τους να απέχουν, καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, από κάθε συμπεριφορά δυνάμενη να παρεμποδίσει ή να παρακωλύσει την προετοιμασία και υλοποίηση της Superleague, καθώς και τη συμμετοχή σε αυτήν των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών, ιδίως δε από κάθε πειθαρχικό μέτρο, κύρωση και απειλή λήψεως τέτοιων μέτρων ή κυρώσεων εις βάρος των συλλόγων ή των ποδοσφαιριστών.

33      Προς στήριξη της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, κατά πρώτον, ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αθλητική δραστηριότητα δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με τις ελευθερίες κυκλοφορίας (αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, και της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi, C‑22/18, EU:C:2019:497) και τους κανόνες περί ανταγωνισμού (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C‑49/07, EU:C:2008:376, και της 26ης Ιανουαρίου 2005, Piau κατά Επιτροπής, T‑193/02, EU:T:2005:22).

34      Κατά δεύτερον, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι οι δύο διακριτές πλην όμως συμπληρωματικές οικονομικές δραστηριότητες που αποτελούν την επίμαχη εν προκειμένω αγορά, από ουσιαστικής και γεωγραφικής απόψεως, είναι, αφενός, η οργάνωση της διεξαγωγής και η εμπορική εκμετάλλευση των διεθνών διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων εντός της Ένωσης και, αφετέρου, η εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις εν λόγω διοργανώσεις, ήτοι περιουσιακά δικαιώματα, δικαιώματα οπτικοακουστικής εγγραφής, αναπαραγωγής και μεταδόσεως, άλλα δικαιώματα μεταδόσεως και επικοινωνίας, δικαιώματα εμπορικής φύσεως ή, ακόμη, δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας.

35      Κατά τρίτον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η FIFA και η UEFA κατέχουν επί μακρόν στην οικεία αγορά θέση οικονομικού και εμπορικού μονοπωλίου, ήτοι δεσπόζουσα θέση, η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να συμπεριφέρονται κατά τρόπο ανεξάρτητο από κάθε δυνητικό ανταγωνισμό, γεγονός που τις καθιστά υποχρεωτικούς εταίρους για κάθε οντότητα που δραστηριοποιείται ήδη ή επιθυμεί να εισέλθει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στη συγκεκριμένη αγορά και τους επιβάλλει ιδιαίτερη ευθύνη όσον αφορά τη διασφάλιση του ανταγωνισμού.

36      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, κατ’ αρχάς, ότι η δεσπόζουσα θέση την οποία κατέχουν η FIFA και η UEFA δεν επηρεάζει αρνητικά μόνον τις επιχειρήσεις που θα επιθυμούσαν ενδεχομένως να τις ανταγωνισθούν οργανώνοντας άλλες διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, αλλά, μέσω των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών που είναι μέλη τους, και το σύνολο των λοιπών δραστηριοποιουμένων στον χώρο του ποδοσφαίρου, όπως είναι οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι ή οι ποδοσφαιριστές, κατάσταση την οποία το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη λάβει υπόψη (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2005, Piau κατά Επιτροπής, T‑193/02, EU:T:2005:22). Εν συνεχεία, διευκρινίζει ότι η δεσπόζουσα θέση της FIFA και της UEFA στην επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης αγορά δεν στηρίζεται απλώς σε ένα οικονομικό και εμπορικό μονοπώλιο, αλλά, εν τέλει, κυρίως στην ύπαρξη εξουσιών ρυθμίσεως, ελέγχου, λήψεως αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων, οι οποίες παρέχουν στη FIFA και την UEFA τη δυνατότητα να καθορίζουν δεσμευτικώς και πλήρως τους όρους υπό τους οποίους μπορούν οι λοιπές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη αγορά να ασκούν οικονομική δραστηριότητα εντός αυτής. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι ο συνδυασμός του συνόλου των ανωτέρω στοιχείων δημιουργεί, στην πράξη, σχεδόν αδιαπέραστο φραγμό για την είσοδο των δυνητικών ανταγωνιστών της FIFA και της UEFA. Ειδικότερα, οι εν λόγω ανταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με τους κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας που ισχύουν για τη διεξαγωγή των διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και τη συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε αυτές, καθώς και με τους κανόνες περί οικειοποιήσεως και αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες διοργανώσεις.

37      Κατά τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η συμπεριφορά της FIFA και της UEFA συνιστά, διττώς, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως η οποία απαγορεύεται βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

38      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψεις 51 και 52, και της 16ης Δεκεμβρίου 2020, International Skating Union κατά Επιτροπής, T‑93/18, EU:T:2020:610, σκέψη 70) προκύπτει ότι η διά της νομοθετικής ή της κανονιστικής οδού ανάθεση σε αθλητική ένωση, η οποία ασκεί οικονομική δραστηριότητα διοργανώσεως και εμπορικής εκμεταλλεύσεως αθλητικών αγώνων, της εξουσίας να επιλέγει παράλληλα, de jure ή de facto, τις άλλες επιχειρήσεις στις οποίες επιτρέπεται να διοργανώνουν τέτοιους αγώνες, χωρίς η συγκεκριμένη εξουσία να υπόκειται στους προσήκοντες περιορισμούς, υποχρεώσεις και έλεγχο, παρέχει στην εν λόγω αθλητική ένωση προφανές πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, το οποίο της επιτρέπει συγχρόνως να παρεμποδίζει την πρόσβασή τους στην αγορά και να ευνοεί τη δική της οικονομική δραστηριότητα.

39      Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω νομολογίας, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι μπορεί να γίνει δεκτό, εν προκειμένω, ότι η FIFA και η UEFA υποπίπτουν σε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεώς τους στην επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης αγορά. Συγκεκριμένα, οι κανόνες που έχουν θεσπίσει οι δύο αυτοί φορείς, υπό την ιδιότητά τους ως ενώσεων και δυνάμει των ρυθμιστικών και ελεγκτικών εξουσιών τις οποίες έχουν οι ίδιες αναλάβει, όσον αφορά τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, τους παρέχουν τη δυνατότητα να παρεμποδίζουν την είσοδο δυνητικώς ανταγωνιστριών επιχειρήσεων στη συγκεκριμένη αγορά, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον οι εξουσίες αυτές συνδυάζονται με εξουσίες λήψεως αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων οι οποίες τους παρέχουν τη δυνατότητα να υποχρεώνουν τόσο τις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες που είναι μέλη τους όσο και τους λοιπούς δραστηριοποιούμενους στον χώρο του ποδοσφαίρου, ιδίως δε τους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους και τους ποδοσφαιριστές, να σέβονται το μονοπώλιό τους στην εν λόγω αγορά. Επιπλέον, τα καταστατικά της FIFA και της UEFA δεν περιέχουν διατάξεις διασφαλίζουσες ότι η εφαρμογή των εν λόγω κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και, εν γένει, η άσκηση των εξουσιών λήψεως αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων με τις οποίες συνδυάζονται οι κανόνες αυτοί υπαγορεύεται αποκλειστικώς από σκοπούς γενικού συμφέροντος και όχι από εμπορικά ή οικονομικά συμφέροντα συνδεόμενα με την οικονομική δραστηριότητα την οποία ασκούν παράλληλα οι δύο αυτοί φορείς. Τέλος, οι εν λόγω κανόνες και εξουσίες δεν οριοθετούνται από ουσιαστικά κριτήρια και από διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους, ούτως ώστε να περιορίζεται η διακριτική ευχέρεια της FIFA και της UEFA. Τα μέτρα που ανακοίνωσαν εν προκειμένω οι δύο αυτοί φορείς, κατόπιν της ανακοινώσεως περί θέσεως σε εφαρμογή του σχεδίου της Superleague, καταδεικνύουν την κατάσταση αυτή.

40      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως η FIFA και η UEFA παραβαίνουν και τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ οικειοποιούμενες, διά του καταστατικού τους, το σύνολο των εννόμων και οικονομικών δικαιωμάτων που συνδέονται με τις διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις οι οποίες διεξάγονται εντός της Ένωσης και διατηρώντας την αποκλειστική εκμετάλλευση των εν λόγω δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, οι κανόνες που έχει θεσπίσει συναφώς η FIFA προσδίδουν στη FIFA, στην UEFA και στις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες οι οποίες είναι μέλη τους την ιδιότητα του «αρχικού κατόχου» των εν λόγω δικαιωμάτων, στερώντας κατά συνέπεια από τους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους που μετέχουν σε τέτοιες διοργανώσεις την κυριότητα των δικαιωμάτων ή υποχρεώνοντάς τους να τα μεταβιβάσουν στους δύο αυτούς φορείς. Επιπλέον, οι επίμαχοι κανόνες, συνδυαζόμενοι με τους κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και, εν γένει, με τις εξουσίες ρυθμίσεως, ελέγχου, λήψεως αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων που διαθέτουν άλλωστε η FIFA και η UEFA, έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από τη σχετική αγορά όλων των δυνητικώς ανταγωνιστριών επιχειρήσεων ή, τουλάχιστον, την αποτροπή της εισόδου τους στη συγκεκριμένη αγορά, καθώς περιορίζουν τη δυνατότητά τους να εκμεταλλεύονται τα διάφορα δικαιώματα που συνδέονται με τις εν λόγω διοργανώσεις.

41      Κατά πέμπτον, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η συμπεριφορά της FIFA και της UEFA μπορεί επίσης να παραβιάζει την απαγόρευση των συμπράξεων κατά το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

42      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, πρώτον, ότι τα άρθρα 20, 22, 67, 68 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA, τα άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της UEFA και τα σχετικά άρθρα του κανονισμού διεθνών αγώνων της FIFA αποτελούν έκφανση της αποφάσεως, την οποία έλαβε καθεμία από τις δύο συγκεκριμένες ενώσεις επιχειρήσεων και η οποία έχει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στο έδαφος της Ένωσης, να συντονίζουν, υποβάλλοντάς τες σε συγκεκριμένους κοινούς κανόνες και κοινές προϋποθέσεις, τη συμπεριφορά τους και τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που είναι άμεσα ή έμμεσα μέλη τους εντός της αγοράς οργανώσεως της διεξαγωγής διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων που συνδέονται με τις διοργανώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως των κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, λήψεως αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων οι οποίοι περιέχονται στα ως άνω άρθρα, αυτά περιέχουν διάφορες διατάξεις με σκοπό τη διασφάλιση της τηρήσεώς τους τόσο από τις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες που είναι μέλη της FIFA και της UEFA όσο και από τους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους που είναι μέλη των εν λόγω εθνικών ομοσπονδιών ή υπάγονται σε αυτές.

43      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από την εξέταση του περιεχομένου των επίμαχων κανόνων, του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, των σκοπών που επιδιώκουν και, εν προκειμένω, των μέτρων εφαρμογής που ανακοίνωσαν η FIFA και η UEFA στις 21 Ιανουαρίου και στις 18 Απριλίου 2021 προκύπτει ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες μπορούν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό εντός της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης αγοράς. Παραθέτοντας συναφώς εκ νέου το σύνολο των στοιχείων που μνημονεύθηκαν στο πλαίσιο της αναλύσεώς του σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο προσθέτει, γενικότερα, ότι το ζήτημα ανταγωνισμού που εγείρεται ενώπιόν του οφείλεται, εν τέλει, στο ότι η FIFA και η UEFA είναι συγχρόνως τόσο επιχειρήσεις που μονοπωλούν την αγορά της διεξαγωγής και της εμπορικής εκμεταλλεύσεως διεθνών διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, μεταξύ άλλων εντός της Ένωσης, καθώς και της εκμεταλλεύσεως των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες διοργανώσεις, όσο και ενώσεις ιδιωτικού δικαίου που διαθέτουν, δυνάμει των καταστατικών τους, ρυθμιστικές εξουσίες, καθώς και εξουσίες ελέγχου, λήψεως αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων που ισχύουν για το σύνολο των λοιπών δραστηριοποιουμένων στον χώρο του ποδοσφαίρου, είτε πρόκειται για οικονομικούς φορείς είτε για αθλητές. Συγκεκριμένα, καθόσον διαθέτουν συγχρόνως την ιδιότητα του «νομοθέτη και του ενδιαφερόμενου μέρους», η FIFA και η UEFA τελούν προδήλως σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων δυνάμενη να τις παρακινήσει να κάνουν χρήση των εξουσιών τους χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και επιβολής κυρώσεων, προκειμένου να εμποδίσουν τη διεξαγωγή διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων που δεν αποτελούν μέρος του συστήματός τους και, επομένως, να παρεμποδίσουν κάθε δυνητικό ανταγωνισμό στην αγορά.

44      Τέλος, κατά έκτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και περί επιβολής κυρώσεων που έχουν θεσπίσει η FIFA και η UEFA, καθώς και τα μέτρα που ανακοίνωσαν εν προκειμένω οι δύο αυτοί φορείς στις 21 Ιανουαρίου και στις 18 Απριλίου 2021 θίγουν, συγχρόνως, την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων της οποίας απολαύουν οι ποδοσφαιριστές οι οποίοι απασχολούνται ή θα μπορούσαν να απασχοληθούν από τους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους που προτίθενται να συμμετάσχουν σε διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις όπως η Superleague, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελευθερία εγκαταστάσεως της οποίας απολαύουν τόσο οι σύλλογοι αυτοί όσο και οι επιχειρήσεις που παρέχουν άλλες υπηρεσίες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή και την εμπορική εκμετάλλευση τέτοιων διοργανώσεων, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή των διοργανώσεων αυτών.

45      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, ειδικότερα, ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κανονιστική ρύθμιση δημόσιας ή ιδιωτικής προελεύσεως η οποία καθιερώνει σύστημα προηγούμενης εγκρίσεως δεν πρέπει απλώς να δικαιολογείται από σκοπό γενικού συμφέροντος, αλλά και να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, στοιχείο που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει ο αρμόδιος για τη χορήγηση της εγκρίσεως αυτής φορέας πρέπει να οριοθετείται από διαφανή, αντικειμενικά και μη ενέχοντα διακρίσεις κριτήρια (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002, Canal Satélite Digital, C‑390/99, EU:C:2002:34, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Εν προκειμένω, όμως, δεν πληρούνται οι ως άνω απαιτήσεις, όπως προκύπτει από τα διάφορα στοιχεία που εκτέθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως η οποία διενεργήθηκε υπό το πρίσμα των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Mercantil de Madrid (εμποροδικείο Μαδρίτης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ την έννοια ότι απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης η οποία συνίσταται στην πρόβλεψη από τη FIFA και την UEFA, στο καταστατικό τους (ειδικότερα, άρθρα 22 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA, άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της UEFA, καθώς και κάθε άλλο παρεμφερές άρθρο το οποίο περιέχεται στο καταστατικό των συλλόγων μελών και των εθνικών πρωταθλημάτων), της απαίτησης να παράσχουν οι οντότητες αυτές, οι οποίες έχουν αναλάβει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διοργάνωση ή την αδειοδότηση διεθνών αγώνων συλλόγων στην Ευρώπη, προηγούμενη άδεια σε τρίτη οντότητα προκειμένου αυτή να μπορεί να συστήσει νέα πανευρωπαϊκή διοργάνωση συλλόγων, όπως η Superleague, ειδικότερα όταν δεν υφίσταται διαδικασία διεπόμενη από αντικειμενικά, διαφανή και μη εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια και λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο της FIFA και της UEFA;

2)      Έχει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ την έννοια ότι απαγορεύει στη FIFA και στην UEFA να προβλέπουν στο καταστατικό τους (ειδικότερα, άρθρα 22 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA, άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της UEFA, καθώς και κάθε άλλο παρεμφερές άρθρο το οποίο περιέχεται στο καταστατικό των συλλόγων μελών και των εθνικών πρωταθλημάτων) την απαίτηση να παράσχουν οι οντότητες αυτές, οι οποίες έχουν αναλάβει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διοργάνωση ή την αδειοδότηση διεθνών αγώνων συλλόγων στην Ευρώπη, προηγούμενη άδεια σε τρίτη οντότητα προκειμένου αυτή να μπορέσει να συστήσει νέα πανευρωπαϊκή διοργάνωση συλλόγων, όπως η Superleague, ειδικότερα όταν δεν υφίσταται διαδικασία διεπόμενη από αντικειμενικά, διαφανή και μη εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια και λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο της FIFA και της UEFA;

3)      Έχουν το άρθρο 101 και το άρθρο 102 ΣΛΕΕ την έννοια ότι απαγορεύουν στη FIFA, στην UEFA, στις ομοσπονδίες μέλη τους και/ή στις διοργανώτριες αρχές εθνικών πρωταθλημάτων να απευθύνουν απειλές επιβολής κυρώσεων εις βάρος των συλλόγων που μετέχουν στη Superleague και/ή των ποδοσφαιριστών τους, λόγω του αποτρεπτικού αποτελέσματος που μπορεί να έχουν οι απειλές αυτές; Εάν επιβληθούν κυρώσεις αποκλεισμού από διοργανώσεις ή απαγόρευσης συμμετοχής σε αγώνες εθνικών ομάδων, συνιστούν οι κυρώσεις αυτές, οι οποίες δεν βασίζονται σε αντικειμενικά, διαφανή και μη εισάγοντα διακρίσεις κριτήρια, παράβαση του άρθρου 101 και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ;

4)      Έχουν το άρθρο 101 και το άρθρο 102 ΣΛΕΕ την έννοια ότι αντιβαίνουν σε αυτά οι διατάξεις των άρθρων 67 και 68 του καταστατικού της FIFA στο μέτρο που προσδιορίζουν την UEFA και τις εθνικές ομοσπονδίες μέλη της FIFA ως “αρχικούς δικαιούχους όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από τους αγώνες [που εμπίπτουν] στην αντίστοιχη δικαιοδοσία τους”, μη αναγνωρίζοντας τους συλλόγους που μετέχουν σε εναλλακτική διοργάνωση καθώς και οποιοδήποτε διοργανωτή τέτοιας διοργάνωσης ως αρχικούς δικαιούχους των δικαιωμάτων αυτών και επιφυλάσσοντας για τις ίδιες την αποκλειστική αρμοδιότητα εμπορικής εκμετάλλευσής τους;

5)      Εάν η FIFA και η UEFA, ως οντότητες που έχουν αναλάβει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διοργάνωση και την αδειοδότηση διεθνών αγώνων ποδοσφαιρικών συλλόγων στην Ευρώπη, απαγορεύσουν ή αντιταχθούν στη διεξαγωγή της Superleague, βάσει των προμνησθεισών διατάξεων των καταστατικών τους, έχει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ την έννοια ότι οι εν λόγω περιορισμοί του ανταγωνισμού θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, λαμβανομένου υπόψη ότι περιορίζεται σημαντικά η παραγωγή, εμποδίζεται η διάθεση στην αγορά προϊόντων εναλλακτικών των προσφερόμενων από τη FIFA και την UEFA και περιορίζεται η καινοτομία, παρεμποδίζοντας άλλες μορφές και τρόπους διεξαγωγής διοργανώσεων, εξαλείφοντας τον δυνητικό ανταγωνισμό στην αγορά και περιορίζοντας τις επιλογές των καταναλωτών; Δικαιολογείται αντικειμενικά ο περιορισμός αυτός ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν υφίσταται κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ;

6)      Έχουν τα άρθρα 45, 49, 56 ή/και 63 ΣΛΕΕ την έννοια ότι διάταξη όπως η προβλεπόμενη στο καταστατικό της FIFA και της UEFA (ειδικότερα, άρθρα 22 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA, άρθρα 49 και 51 του καταστατικού της UEFA, καθώς και κάθε άλλο παρεμφερές άρθρο το οποίο περιέχεται στο καταστατικό των συλλόγων μελών και των εθνικών πρωταθλημάτων), η οποία απαιτεί την προηγούμενη άδεια των οντοτήτων αυτών για τη σύσταση εκ μέρους οικονομικού φορέα κράτους μέλους μιας πανευρωπαϊκής διοργάνωσης συλλόγων όπως η Superleague, συνιστά περιορισμό αντιβαίνοντα σε κάποια από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με τις ανωτέρω διατάξεις;»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

48      Με την απόφαση περί παραπομπής, το Juzgado de lo Mercantil de Madrid (εμποροδικείο Μαδρίτης) ζήτησε από το Δικαστήριο την υπαγωγή της υπό κρίση υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη του συγκεκριμένου αιτήματος, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε, αφενός, τον σημαντικό και ευαίσθητο χαρακτήρα, από οικονομικής και κοινωνικής απόψεως, της διαφοράς της κύριας δίκης και των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, καθόσον η διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την οργάνωση της διεξαγωγής ποδοσφαιρικών διοργανώσεων εντός της Ένωσης και την εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις διοργανώσεις αυτές. Αφετέρου, εξέθεσε ότι τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα υποβάλλονται στο πλαίσιο εθνικής ένδικης διαδικασίας η οποία είχε ήδη ως αποτέλεσμα τη λήψη συντηρητικών μέτρων και η οποία ενέχει ορισμένο χαρακτήρα επείγοντος, λαμβανομένων υπόψη των ζημιών των οποίων την ύπαρξη προβάλλουν οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι που συνέστησαν την ESLC και, κατ’ επέκταση, των πρακτικών και οικονομικών συνεπειών που επέφερε η πανδημία της COVID‑19 στον τομέα του ποδοσφαίρου, ιδίως εντός της Ένωσης.

49      Με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2021, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε το ως άνω αίτημα, για τον λόγο ότι οι περιστάσεις που προβλήθηκαν προς στήριξή του δεν δικαιολογούσαν, αφ’ εαυτών, την υπαγωγή της υπό κρίση υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία.

50      Πράγματι, η συγκεκριμένη διαδικασία αποτελεί δικονομικό μέσο για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας περιπτώσεως, της οποίας η ύπαρξη πρέπει να αποδεικνύεται σε σχέση με εξαιρετικές περιστάσεις που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση ως προς την οποία υποβάλλεται αίτημα υπαγωγής στην ταχεία διαδικασία (διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Δεκεμβρίου 2017, M. A. κ.λπ., C‑661/17, EU:C:2017:1024, σκέψη 17, και της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Sea Watch, C‑14/21 και C‑15/21, EU:C:2021:149, σκέψη 22).

51      Πλην όμως, ο σημαντικός και ευαίσθητος χαρακτήρας, από οικονομικής και κοινωνικής απόψεως, μιας διαφοράς και των σχετικών με αυτήν προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλονται στο Δικαστήριο, σε συγκεκριμένο τομέα του δικαίου της Ένωσης, δεν είναι ικανός να καταδείξει την ύπαρξη εξαιρετικά επείγουσας καταστάσεως και, κατά συνέπεια, την ανάγκη υπαγωγής στην ταχεία διαδικασία (πρβλ. διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2019, M.V. κ.λπ., C‑760/18, EU:C:2019:170, σκέψη 18, και της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Sea Watch, C‑14/21 και C‑15/21, EU:C:2021:149, σκέψη 24).

52      Επιπλέον, το γεγονός ότι μια διαφορά έχει επείγοντα χαρακτήρα και ότι το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίσει την ταχεία επίλυσή της δεν δικαιολογεί, αυτό καθεαυτό, την εκ μέρους του Δικαστηρίου υπαγωγή της αντίστοιχης αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην εν λόγω διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού και των προϋποθέσεων εφαρμογής της διαδικασίας αυτής (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Sea Watch, C‑14/21 και C‑15/21, EU:C:2021:149, σκέψεις 26 έως 29). Πράγματι, εναπόκειται πρωτίστως στο εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της συγκεκριμένης διαφοράς και το οποίο μπορεί να εκτιμήσει καλύτερα τις συγκεκριμένες συνέπειές της για τους διαδίκους, εκτιμά δε ότι είναι αναγκαίο να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, να λάβει, εν αναμονή της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου, όλα τα προσωρινά μέτρα που είναι κατάλληλα για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της αποφάσεως την οποία το ίδιο καλείται να εκδώσει (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Sea Watch, C‑14/21 και C‑15/21, EU:C:2021:149, σκέψη 33), όπως άλλωστε έπραξε εν προκειμένω το αιτούν δικαστήριο.

IV.    Επί του παραδεκτού

53      Οι εναγόμενες της κύριας δίκης, μία από τις δύο παρεμβαίνουσες της κύριας δίκης προς στήριξη των αιτημάτων των εναγομένων, η Ιρλανδία, καθώς και η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση αμφισβήτησαν το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο σύνολό της.

54      Τα επιχειρήματα που προβάλλουν συναφώς είναι, κατ’ ουσίαν, τριών ειδών. Περιλαμβάνουν, πρώτον, επιχειρήματα δικονομικής φύσεως με τα οποία προβάλλεται ότι η απόφαση περί παραπομπής εκδόθηκε, αφενός, κατόπιν της λήψεως συντηρητικών μέτρων η οποία αποφασίσθηκε χωρίς κατ’ αντιμωλίαν συζήτηση, επομένως χωρίς προηγούμενη ακρόαση των διαδίκων της κύριας δίκης, αντιθέτως προς ό,τι απαιτείται βάσει των εφαρμοστέων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, και, αφετέρου, χωρίς το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί του αιτήματος των εναγομένων της κύριας δίκης να αποποιηθεί τη διεθνή δικαιοδοσία του υπέρ των ελβετικών δικαστηρίων. Δεύτερον, προβάλλονται επιχειρήματα τυπικής φύσεως, κατά τα οποία το περιεχόμενο της αποφάσεως περί παραπομπής δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 94, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, καθόσον δεν εκθέτει κατά τρόπο αρκούντως ακριβή και λεπτομερή το νομικό και πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου υποβάλλονται στο Δικαστήριο τα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου. Η κατάσταση αυτή υποστηρίζεται ότι είναι ιδιαιτέρως προβληματική στο πλαίσιο μιας περίπλοκης υποθέσεως που αφορά κατ’ ουσίαν την ερμηνεία και την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Επιπλέον, είναι ικανή να εμποδίσει τους ενδιαφερομένους να λάβουν λυσιτελώς θέση επί των ζητημάτων που πρέπει να επιλυθούν. Τρίτον, προβάλλονται επιχειρήματα ουσιαστικής φύσεως σχετικά με τον υποθετικό χαρακτήρα της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, καθόσον δεν υφίσταται πραγματική διαφορά της οποίας η εξέταση θα μπορούσε να καταστήσει αναγκαία την έκδοση ερμηνευτικής αποφάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου. Η κατάσταση αυτή οφείλεται, ειδικότερα, στο ότι καμία αίτηση εγκρίσεως του σχεδίου της Superleague δεν έχει ακόμη υποβληθεί προσηκόντως στη FIFA και στην UEFA, και στο ότι το σχέδιο αυτό εξακολουθούσε να είναι αόριστο και ελάχιστα προχωρημένο τόσο κατά την ημερομηνία ανακοινώσεώς του όσο και κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής με την οποία κινήθηκε η διαδικασία σχετικά με τη διαφορά της κύριας δίκης.

55      Επιπλέον, η Γαλλική, η Ουγγρική και η Ρουμανική Κυβέρνηση αμφισβήτησαν το παραδεκτό του τρίτου, του τετάρτου, του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, για λόγους οι οποίοι είναι, κατ’ ουσίαν, ανάλογοι με εκείνους που προβάλλονται προς αμφισβήτηση του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο σύνολό της, ήτοι για τον ανεπαρκώς τεκμηριωμένο ή υποθετικό χαρακτήρα τους. Τα κύρια στοιχεία που προβάλλονται στο ως άνω πλαίσιο αφορούν την έλλειψη ουσιαστικής ή αρκούντως τεκμηριωμένης πραγματικής ή νομικής σχέσεως, όσον αφορά την απόφαση περί παραπομπής, μεταξύ, αφενός, της διαφοράς της κύριας δίκης και, αφετέρου, των κανόνων της FIFA σχετικά με την οικειοποίηση και εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις (τέταρτο ερώτημα), καθώς και των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με τις ελευθερίες κυκλοφορίας (έκτο ερώτημα).

Α.      Επί των δικονομικών προϋποθέσεων εκδόσεως της αποφάσεως περί παραπομπής

56      Στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας, δεν απόκειται στο Δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτού και των εθνικών δικαστηρίων, να διακριβώσει αν η απόφαση περί παραπομπής εκδόθηκε σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί οργανώσεως των δικαστηρίων και με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεσμεύεται από την απόφαση περί παραπομπής εφόσον η απόφαση αυτή δεν έχει εξαφανιστεί διά της ασκήσεως μέσου ένδικης προστασίας που ενδεχομένως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο (αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 1982, Reina, 65/81, EU:C:1982:6, σκέψη 7, και της 29ης Μαρτίου 2022, Getin Noble Bank, C‑132/20, EU:C:2022:235, σκέψη 70).

57      Επομένως, εν προκειμένω, δεν απόκειται στο Δικαστήριο ούτε να καθορίσει σε ποιους δικονομικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου υπόκειται η έκδοση αποφάσεως όπως η απόφαση περί παραπομπής σε περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, ελήφθησαν προηγουμένως ασφαλιστικά μέτρα χωρίς κατ’ αντιμωλίαν συζήτηση ούτε να διακριβώσει αν η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες.

58      Εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλαν ορισμένες από τις εναγόμενες της κύριας δίκης, πρέπει να επισημανθεί ότι το εθνικό δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως τόσο στο πλαίσιο διαδικασίας έχουσας χαρακτήρα επείγοντος, όπως είναι η διαδικασία με αντικείμενο τη λήψη συντηρητικών ή άλλων ασφαλιστικών μέτρων (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 1977, F. Hoffmann‑La Roche, 107/76, EU:C:1977:89, σκέψεις 1 και 4, και της 13ης Απριλίου 2000, Lehtonen και Castors Braine, C‑176/96, EU:C:2000:201, σκέψη 20), όσο και στην περίπτωση διαδικασίας που δεν διεξάγεται κατ’ αντιμωλίαν (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1971, Politi, 43/71, EU:C:1971:122, σκέψεις 4 και 5, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Finanzamt für Steuerstrafsachen und Steuerfahndung Münster, C‑66/20, EU:C:2021:670, σκέψη 37), εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και εφόσον η αίτηση αυτή πληροί το σύνολο των απαιτήσεων που ισχύουν για τη μορφή και το περιεχόμενό της (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998, Corsica Ferries France, C‑266/96, EU:C:1998:306, σκέψεις 23 και 24).

Β.      Επί του περιεχομένου της αποφάσεως περί παραπομπής

59      Η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν. Κατά πάγια νομολογία, την οποία πλέον απηχεί το άρθρο 94, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η ανάγκη να δοθεί χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει να ορίζει το εν λόγω δικαστήριο το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγεί τις πραγματικές περιστάσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Περαιτέρω, όπως ορίζει το άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, είναι απολύτως αναγκαίο η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως να εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος συγκεκριμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη σχέση την οποία το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας. Οι απαιτήσεις αυτές ισχύουν μετ’ επιτάσεως στους τομείς που χαρακτηρίζονται από περίπλοκες πραγματικές και νομικές καταστάσεις, όπως είναι ο τομέας του ανταγωνισμού (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 83, και της 29ης Ιουνίου 2023, Super Bock Bebidas, C‑211/22, EU:C:2023:529, σκέψεις 23 και 24).

60      Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες που παρέχονται με την απόφαση περί παραπομπής δεν πρέπει μόνο να καθιστούν δυνατό στο Δικαστήριο να δίδει χρήσιμες απαντήσεις, αλλά και να παρέχουν στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, καθώς και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη, τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1982, Holdijk κ.λπ., 141/81 έως 143/81, EU:C:1982:122, σκέψη 7, και της 11ης Απριλίου 1982, Deliège, C‑51/96 και C‑191/97, EU:C:2000:199, σκέψη 31).

61      Εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πληροί τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στις δύο προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, στην υπό κρίση απόφαση περί παραπομπής εκτίθεται λεπτομερώς το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα υποβληθέντα στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα. Εν συνεχεία, εκτίθενται εμπεριστατωμένα οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο έκρινε αναγκαία την υποβολή των προδικαστικών ερωτημάτων, καθώς και τη σχέση που συνδέει, κατ’ αυτό, τα άρθρα 45, 49, 56, 63, 101 και 102 ΣΛΕΕ με τη διαφορά της κύριας δίκης, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, με σαφήνεια και ακρίβεια, τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε για να διατυπώσει το ίδιο ορισμένες εκτιμήσεις πραγματικού και νομικού χαρακτήρα.

62      Ειδικότερα, οι εκτιμήσεις του αιτούντος δικαστηρίου που αφορούν, αφενός, την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης αγορά, η οποία ορίζεται ως εκείνη της οργανώσεως της διεξαγωγής και της εμπορικής εκμεταλλεύσεως των διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων εντός της Ένωσης, καθώς και της εκμεταλλεύσεως των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις εν λόγω διοργανώσεις, και, αφετέρου, τη δεσπόζουσα θέση που κατέχουν στην αγορά αυτήν η FIFA και η UEFA, παρέχουν τη δυνατότητα να γίνει αντιληπτό ότι υφίσταται πράγματι σχέση, στο ως άνω ορισθέν πλαίσιο, μεταξύ της διαφοράς της κύριας δίκης και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος το οποίο υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και με το οποίο το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία του άρθρου 102 ΣΛΕΕ με σκοπό την ενδεχόμενη εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου στους κανόνες της FIFA που αφορούν την οικειοποίηση και την εκμετάλλευση των επίμαχων δικαιωμάτων.

63      Εξάλλου, από το περιεχόμενο των γραπτών παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο καθίσταται σαφές ότι οι συντάκτες τους δεν είχαν καμία δυσχέρεια να αντιληφθούν το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να κατανοήσουν την έννοια και το περιεχόμενο των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζονται τα προδικαστικά ερωτήματα και προκειμένου να αντιληφθούν τους λόγους για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο έκρινε αναγκαία την υποβολή τους, καθώς και, εν τέλει, να λάβουν θέση πλήρως και λυσιτελώς επί του ζητήματος αυτού.

Γ.      Επί του υποστατού της διαφοράς και επί της λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

64      Απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο το ζήτημα αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το αν τα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλονται από τα εθνικά δικαστήρια θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή, το δε Δικαστήριο δύναται να μην αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα [πρβλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1981, Foglia, 244/80, EU:C:1981:302, σκέψεις 15 και 18, και της 7ης Φεβρουαρίου 2023, Confédération paysanne κ.λπ. (Τυχαία in vitro μεταλλαξιογένεση), C‑688/21, EU:C:2023:75, σκέψεις 32 και 33].

65      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, συμπληρωματικώς προς τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως, ότι τα στοιχεία τα οποία εκθέτει το αιτούν δικαστήριο και τα οποία συνοψίζονται στις σκέψεις 28 έως 32 της αποφάσεως αυτής καταδεικνύουν το υποστατό της διαφοράς της κύριας δίκης. Επιπλέον, από τα ίδια αυτά στοιχεία, καθώς και από όσα εκτίθενται στις σκέψεις 33 έως 46 της εν λόγω αποφάσεως, προκύπτει ότι η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου υποβολή στο Δικαστήριο, εντός του εν λόγω πλαισίου, προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 45 και 101 ΣΛΕΕ δεν είναι προδήλως άσχετη με το υποστατό και το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

66      Ειδικότερα, μολονότι είναι αληθές ότι υφίσταται διαφωνία μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης ως προς τη δυνατότητα του αιτούντος δικαστηρίου να εφαρμόσει, παράλληλα με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με τους κανόνες της Ένωσης περί ανταγωνισμού, τα άρθρα που αφορούν τις ελευθερίες κυκλοφορίας, λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως των αιτημάτων που του υπέβαλε η ενάγουσα της κύριας δίκης, εντούτοις, όπως υπενθύμισε η Ισπανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το εν λόγω δικαστήριο φαίνεται, στο στάδιο αυτό, να θεωρεί εαυτό αρμόδιο προς τούτο, δεδομένου ότι ο έλεγχος του βασίμου της θέσεως αυτής δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

67      Κατά συνέπεια, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή στο σύνολό της.

V.      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

68      Με τα πέντε πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, σχετικά με την απαγόρευση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπράξεων και της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, προκειμένου να αποφανθεί αν ορισμένοι κανόνες που έχουν θεσπιστεί από τη FIFA και την UEFA είναι συμβατοί με τα δύο αυτά άρθρα.

69      Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τα άρθρα 45, 49, 56 και 63 ΣΛΕΕ, τα οποία αφορούν τις ελευθερίες κυκλοφορίας τις οποίες εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να αποφανθεί, συγχρόνως, αν οι ως άνω κανόνες είναι σύμφωνοι με τα τέσσερα αυτά άρθρα.

70      Η διαφορά στο πλαίσιο της οποίας υποβάλλονται στο Δικαστήριο τα ως άνω προδικαστικά ερωτήματα ανέκυψε κατόπιν αγωγής ασκηθείσας από επιχείρηση η οποία διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι οι κανόνες που έχουν θεσπίσει η FIFA και η UEFA, λαμβανομένων υπόψη της φύσεώς τους, του περιεχομένου τους, των σκοπών τους, του συγκεκριμένου πλαισίου στο οποίο εντάσσονται και της εφαρμογής της οποίας μπορούν να τύχουν, παρακωλύουν, περιορίζουν ή νοθεύουν τον ανταγωνισμό στην αγορά οργανώσεως και εμπορικής εκμεταλλεύσεως των διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων εντός της Ένωσης, καθώς και την εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις εν λόγω διοργανώσεις. Ειδικότερα, η επιχείρηση αυτή υποστηρίζει ότι, κατόπιν της ανακοινώσεως του σχεδίου νέας διεθνούς ποδοσφαιρικής διοργανώσεως που προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή, η FIFA και η UEFA παρέβησαν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, ανακοινώνοντας ότι σχεδίαζαν να εφαρμόσουν τους εν λόγω κανόνες και υπογραμμίζοντας τις συγκεκριμένες συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η εφαρμογή των κανόνων αυτών για την οικεία διοργάνωση, καθώς και για τους συλλόγους και τους ποδοσφαιριστές που θα συμμετείχαν σε αυτήν.

71      Λαμβανομένων υπόψη τόσο του περιεχομένου των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο όσο και της φύσεως της διαφοράς στο πλαίσιο της οποίας αυτά εγείρονται, πρέπει, πριν εξετασθούν τα ως άνω ερωτήματα, να διατυπωθούν προκαταρκτικές παρατηρήσεις τριών κατηγοριών.

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.      Επί του αντικειμένου της υποθέσεως της κύριας δίκης

72      Τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα αφορούν αποκλειστικώς μια σειρά κανόνων με τους οποίους η FIFA και η UEFA επιδιώκουν να ρυθμίσουν, αφενός, τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή ορισμένων διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, καθώς και τη συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε αυτές και, αφετέρου, την εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες διοργανώσεις.

73      Συναφώς, κατ’ αρχάς, από τη διατύπωση των ως άνω προδικαστικών ερωτημάτων προκύπτει ότι οι σχετικοί κανόνες περιλαμβάνονται στα άρθρα 22, 67, 68 και 71 έως 73 του καταστατικού της FIFA, καθώς και στα άρθρα 49 έως 51 του καταστατικού της UEFA. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, οι συγκεκριμένοι κανόνες τίθενται υπό αμφισβήτηση, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, μόνον καθόσον τυγχάνουν εφαρμογής στις διεθνείς διοργανώσεις στις οποίες «συμμετέχουν» σύλλογοι, σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιείται στο άρθρο 71, παράγραφος 1, του καταστατικού της FIFA και στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του καταστατικού της UEFA. Οι διοργανώσεις αυτές, οι οποίες χαρακτηρίζονται επίσης ως «διασυλλογικές διοργανώσεις» στο άρθρο 22, παράγραφος 3, στοιχείο c, του καταστατικού της FIFA, συγκαταλέγονται στην ευρύτερη κατηγορία των διεθνών ποδοσφαιρικών αγώνων «δεύτερης κατηγορίας», τις οποίες αφορούν τα άρθρα 8 και 11 του κανονισμού των διεθνών αγώνων της FIFA και οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του μηχανισμού προηγούμενης αδείας στον οποίο παραπέμπουν τα άρθρα αυτά.

74      Κατά συνέπεια, δεν αμφισβητούνται, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και, επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, οι κανόνες που έχουν θεσπίσει οι FIFA και UEFA όσον αφορά, πρώτον, την προηγούμενη άδεια για άλλες διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, όπως αυτές στις οποίες μετέχουν αποκλειστικώς αντιπροσωπευτικές ομάδες εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών μελών της FIFA και της UEFA, δεύτερον, τη συμμετοχή ομάδων ή ποδοσφαιριστών στις διοργανώσεις αυτές και, τρίτον, την εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις εν λόγω διοργανώσεις.

75      Κατά μείζονα λόγο, δεν αμφισβητούνται, εν προκειμένω, ούτε οι κανόνες που ενδεχομένως έχουν θεσπίσει οι FIFA και UEFA σε σχέση με άλλες δραστηριότητες ούτε οι διατάξεις του καταστατικού της FIFA και του καταστατικού της UEFA που αφορούν τη λειτουργία, την οργάνωση, τους σκοπούς ή ακόμη την ίδια την ύπαρξη των δύο αυτών ενώσεων, επισημαινομένου, συναφώς, ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τέτοιες ενώσεις, μολονότι διαθέτουν νομική αυτονομία που τους παρέχει τη δυνατότητα να θεσπίζουν κανόνες σχετικούς, μεταξύ άλλων, με τις διοργανώσεις στον χώρο του αθλήματός τους, την ομαλή διεξαγωγή τους και τη συμμετοχή των αθλητών σε αυτές (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2000, Deliège, C‑51/96 και C‑191/97, EU:C:2000:199, σκέψεις 67 και 68, και της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi, C‑22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 60), δεν μπορούν, ασκώντας την ως άνω αυτονομία, να περιορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης στους ιδιώτες (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψεις 81 και 83, και της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi, C‑22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 52).

76      Τούτου δοθέντος, η διαπίστωση που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη ουδόλως αποκλείει τη δυνατότητα του αιτούντος δικαστηρίου να λάβει υπόψη διατάξεις όπως αυτές που αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία της FIFA και της UEFA στο πλαίσιο της εξετάσεως στην οποία θα κληθεί να προβεί προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς της κύριας δίκης, στο μέτρο που η συνεκτίμηση αυτή δικαιολογείται για την εφαρμογή των άρθρων της Συνθήκης ΛΕΕ ως προς τα οποία το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, υπό το πρίσμα της ερμηνείας που περιλαμβάνεται στην παρούσα απόφαση.

77      Εν συνεχεία, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε κατόπιν της ασκήσεως αγωγής από εταιρία η οποία ανακοίνωσε σχέδιο νέας διεθνούς ποδοσφαιρικής διοργανώσεως με την ονομασία «Superleague» και μολονότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορά ειδικώς τις συγκεκριμένες συμπεριφορές με τις οποίες η FIFA και η UEFA αντέδρασαν στην ανακοίνωση αυτή, τα πέντε άλλα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν τους κανόνες της FIFA και της UEFA στους οποίους στηρίχθηκαν οι συγκεκριμένες συμπεριφορές (ήτοι τους κανόνες περί προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή διοργανώσεων τέτοιου είδους και τη συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων ή των ποδοσφαιριστών στις συγκεκριμένες διοργανώσεις) καθώς και άλλους κανόνες που έχουν σχέση, κατά το αιτούν δικαστήριο, με την οικεία αγορά, όπως αυτή ορίζεται από το εν λόγω δικαστήριο (ήτοι τους κανόνες που αφορούν την οικειοποίηση και την εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις εν λόγω διοργανώσεις).

78      Επομένως, τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα, εξεταζόμενα από κοινού, έχουν ως σκοπό να παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να καθορίσει αν οι διάφοροι αυτοί κανόνες, καθόσον μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε κάθε νέα διασυλλογική ποδοσφαιρική διοργάνωση που διεξάγεται ή σχεδιάζεται να διεξαχθεί εντός της Ένωσης, όπως αυτή της οποίας η αναγγελία προκάλεσε τη διαφορά της κύριας δίκης, συνιστούν, λαμβανομένων υπόψη της φύσεώς τους, του περιεχομένου τους, των σκοπών τους και του συγκεκριμένου πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, παράβαση των άρθρων 45, 49, 56, 63, 101 και 102 ΣΛΕΕ.

79      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη, στο πλαίσιο των απαντήσεών του στο σύνολο των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων, όλα τα κρίσιμα χαρακτηριστικά των επίμαχων στη διαφορά της κύριας δίκης κανόνων της FIFA και της UEFA, όπως παρατίθενται στην απόφαση περί παραπομπής και όπως υπομνήσθηκαν από όλους τους διαδίκους της κύριας δίκης.

80      Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τα άρθρα 45, 49, 56, 63, 101 και 102 ΣΛΕΕ προκειμένου να αποφανθεί, καταφατικά ή αποφατικά, επί του αν το ίδιο το σχέδιο της Superleague είναι σύμφωνο με τα διάφορα αυτά άρθρα της Συνθήκης ΛΕΕ.

81      Κατά τα λοιπά, τα χαρακτηριστικά του εν λόγω σχεδίου δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις απαντήσεις που πρέπει να δοθούν στο πρώτο, στο δεύτερο, στο τέταρτο, στο πέμπτο και στο έκτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου των ερωτημάτων αυτών. Εξάλλου, στο μέτρο που τα εν λόγω χαρακτηριστικά αποτελούν αντικείμενο οξείας αντιπαραθέσεως μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης, το Δικαστήριο θα περιορισθεί συναφώς στο να διευκρινίσει, καθόσον παρίσταται ανάγκη, το μέτρο στο οποίο αυτά ενδέχεται να έχουν σημασία, υπό την επιφύλαξη διακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο.

2.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στον αθλητισμό και στη δραστηριότητα των αθλητικών ενώσεων και ομοσπονδιών

82      Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 45, 49, 56, 63, 101 και 102 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο διαφοράς όπου επίμαχοι είναι κανόνες οι οποίοι θεσπίσθηκαν από δύο φορείς που, σύμφωνα με τα αντίστοιχα καταστατικά τους, έχουν την ιδιότητα ενώσεων ιδιωτικού δικαίου υπεύθυνων για την οργάνωση και τον έλεγχο του ποδοσφαίρου σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και οι οποίοι αφορούν τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή διεθνών διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, καθώς και την εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις διοργανώσεις αυτές.

83      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο μέτρο που η άσκηση αθλητικών δραστηριοτήτων συνιστά οικονομική δραστηριότητα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τέτοια δραστηριότητα (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1974, Walrave και Koch, 36/74, EU:C:1974:140, σκέψη 4, και της 16ης Μαρτίου 2010, Olympique Lyonnais, C‑325/08, EU:C:2010:143, σκέψη 27).

84      Μόνον ορισμένοι ειδικοί κανόνες οι οποίοι, αφενός, θεσπίσθηκαν αποκλειστικώς για λόγους μη οικονομικής φύσεως και, αφετέρου, αφορούν ζητήματα σχετικά αποκλειστικώς με το άθλημα αυτό καθεαυτό πρέπει να θεωρούνται ξένοι προς οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση κανόνων που αφορούν τον αποκλεισμό των αλλοδαπών αθλητών από τη σύνθεση των ομάδων που συμμετέχουν στους αγώνες μεταξύ αντιπροσωπευτικών ομάδων της χώρας τους ή τον καθορισμό των κριτηρίων κατατάξεως που χρησιμοποιούνται για την επιλογή των αθλητών που μετέχουν σε διοργανώσεις ατομικώς (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1974, Walrave και Koch, 36/74, EU:C:1974:140, σκέψη 8, της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψεις 76 και 127, και της 11ης Απριλίου 2000, Deliège, C‑51/96 και C‑191/97, EU:C:2000:199, σκέψεις 43, 44, 63, 64 και 69).

85      Με εξαίρεση τους ως άνω ειδικούς κανόνες, οι κανόνες τους οποίους θεσπίζουν οι αθλητικές ενώσεις και ομοσπονδίες με σκοπό τη ρύθμιση της μισθωτής εργασίας ή της παροχής υπηρεσιών εκ μέρους επαγγελματιών ή ημιεπαγγελματιών αθλητών και, ευρύτερα, οι κανόνες οι οποίοι, μολονότι δεν ρυθμίζουν τυπικώς την εν λόγω εργασία ή παροχή υπηρεσιών, έχουν άμεσο αντίκτυπο στην εν λόγω εργασία ή στην εν λόγω παροχή υπηρεσιών μπορούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 45 και 56 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1974, Walrave και Koch, 36/74, EU:C:1974:140, σκέψεις 5, 17 έως 19 και 25, της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψεις 75, 82 έως 84 και 87, της 12ης Απριλίου 2005, Simutenkov, C‑265/03, EU:C:2005:213, σκέψη 32, και της 16ης Μαρτίου 2010, Olympique Lyonnais, C‑325/08, EU:C:2010:143, σκέψεις 28 και 30).

86      Ομοίως, οι κανόνες τους οποίους θεσπίζουν τέτοιες ενώσεις μπορούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψη 28), ενδεχομένως δε και του άρθρου 63 ΣΛΕΕ.

87      Τέλος, οι κανόνες αυτοί και, γενικότερα, η συμπεριφορά των ενώσεων που τους έχουν θεσπίσει εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με το δίκαιο του ανταγωνισμού, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων αυτών (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψεις 30 έως 33), όπερ συνεπάγεται ότι οι συγκεκριμένες ενώσεις μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «επιχειρήσεις» κατά την έννοια των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ ή ότι οι επίμαχοι κανόνες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

88      Εν γένει, δεδομένου ότι οι κανόνες αυτοί εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ, πρέπει, σε περίπτωση που περιέχουν διατάξεις οι οποίες ισχύουν έναντι των ιδιωτών, να διατυπώνονται και να εφαρμόζονται τηρουμένων των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi, C‑22/18, EU:C:2019:497, σκέψεις 60, 65 και 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89      Πάντως, οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες, ανεξαρτήτως αν προέρχονται από τη FIFA ή την UEFA, δεν καταλέγονται μεταξύ εκείνων επί των οποίων θα μπορούσε να εφαρμοσθεί η μνημονευόμενη στη σκέψη 84 της παρούσας αποφάσεως εξαίρεση, ως προς την οποία το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει ότι δεν πρέπει να υπερβαίνει τον σκοπό για τον οποίο έχει προβλεφθεί και ότι δεν χωρεί επίκλησή της προκειμένου να αποκλεισθεί μια ολόκληρη αθλητική δραστηριότητα από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με το οικονομικό δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1976, Donà, 13/76, EU:C:1976:115, σκέψεις 14 και 15, και της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψη 26).

90      Αντιθέτως, πρώτον, οι κανόνες σχετικά με την εκ μέρους αθλητικής ενώσεως ή ομοσπονδίας άσκηση εξουσιών όσον αφορά τη χορήγηση προηγούμενης άδειας για τη διεξαγωγή αθλητικών διοργανώσεων, των οποίων η οργάνωση και η εμπορική εκμετάλλευση συνιστούν, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, οικονομική δραστηριότητα για τις επιχειρήσεις που την ασκούν ή προτίθενται να την ασκήσουν, εμπίπτουν, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με το δίκαιο του ανταγωνισμού (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, С-49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 28). Για τον ίδιο λόγο, εμπίπτουν και στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας.

91      Δεύτερον, και οι κανόνες που έχουν θεσπίσει οι FIFA και UEFA προκειμένου να ρυθμίσουν τη συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις διεθνείς διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω διατάξεων. Πράγματι, μολονότι δεν ρυθμίζουν τυπικώς ούτε τις συνθήκες εργασίας ή τους όρους παροχής υπηρεσιών εκ μέρους των ποδοσφαιριστών ούτε τους όρους παροχής υπηρεσιών ή, γενικότερα, ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητας των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες επηρεάζουν άμεσα, κατά περίπτωση, τη συγκεκριμένη εργασία και παροχή υπηρεσιών ή την άσκηση της εν λόγω οικονομικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι επηρεάζουν κατ’ ανάγκην τη δυνατότητα των ποδοσφαιριστών και των συλλόγων να συμμετέχουν στις επίμαχες διοργανώσεις.

92      Τρίτον, οι κανόνες που έχει θεσπίσει η FIFA προκειμένου να ρυθμίσει την εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις έχουν ως σκοπό να οριοθετήσουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που είναι δικαιούχοι των συγκεκριμένων δικαιωμάτων μπορούν να τα εκμεταλλεύονται ή να αναθέτουν την εκμετάλλευσή τους σε τρίτες επιχειρήσεις, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες αυτές έχουν οικονομικό χαρακτήρα. Επιπλέον, έχουν άμεσο αντίκτυπο στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω τρίτες ή άλλες επιχειρήσεις μπορούν να προσδοκούν ότι θα εκμεταλλευθούν τα οικεία δικαιώματα ή ότι αυτά θα τους μεταβιβασθούν ή παραχωρηθούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, προκειμένου να ασκήσουν δραστηριότητες διαμεσολαβήσεως (όπως είναι η μεταπώληση των οικείων δικαιωμάτων σε ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς και σε άλλους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων) ή τελικές δραστηριότητες (όπως είναι η μετάδοση ή η αναμετάδοση ορισμένων αγώνων στην τηλεόραση ή μέσω Διαδικτύου) που έχουν επίσης οικονομικό χαρακτήρα.

93      Οι διάφορες αυτές οικονομικές δραστηριότητες διοργανώσεως αθλητικών αγώνων, εμπορικής εκμεταλλεύσεως του αθλητικού θεάματος, μεταδόσεώς του και διαφημίσεως είναι, κατά τα λοιπά, συμπληρωματικές, ενδεχομένως δε και άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2000, Deliège, C‑51/96 και C‑191/97, EU:C:2000:199, σκέψεις 56 και 57, και της 11ης Απριλίου 2000, ΜΟΤΟΕ, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 33).

94      Ως εκ τούτου, το σύνολο των κανόνων της FIFA και της UEFA υπό το πρίσμα των οποίων το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 45, 49, 56, 63, 101 και 102 ΣΛΕΕ.

3.      Επί του άρθρου 165 ΣΛΕΕ

95      Όλοι οι διάδικοι της κύριας δίκης και πολλές κυβερνήσεις από αυτές που συμμετείχαν στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία διατύπωσαν διαφορετικές απόψεις ως προς τις συνέπειες που μπορεί να έχει το άρθρο 165 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο των απαντήσεων οι οποίες πρέπει να δοθούν στα διάφορα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

96      Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το άρθρο 165 ΣΛΕΕ πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του άρθρου 6, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι η Ένωση έχει αρμοδιότητα να αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στους τομείς της παιδείας, της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, της νεολαίας και του αθλητισμού. Πράγματι, το άρθρο 165 ΣΛΕΕ εξειδικεύει την εν λόγω διάταξη διευκρινίζοντας τόσο τους σκοπούς της δράσεως της Ένωσης στους οικείους τομείς όσο και τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμβολή στην επίτευξη των σκοπών αυτών.

97      Ως εκ τούτου, όσον αφορά τους σκοπούς της δράσεως της Ένωσης στον τομέα του αθλητισμού, το άρθρο 165 ΣΛΕΕ ορίζει, στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, ότι η Ένωση συμβάλλει στην προώθηση των ευρωπαϊκών επιδιώξεων στον χώρο του αθλητισμού, λαμβάνοντας υπόψη παράλληλα τις ιδιαιτερότητές του, τις δομές του που βασίζονται στον εθελοντισμό καθώς και τον κοινωνικό και εκπαιδευτικό του ρόλο, και, στην παράγραφο 2, τελευταία περίπτωση, ότι η δράση της Ένωσης στον συγκεκριμένο τομέα έχει ως στόχο να αναπτύσσει την ευρωπαϊκή διάσταση του αθλητισμού, προάγοντας τη δικαιότητα και τον ανοιχτό χαρακτήρα των αθλητικών αναμετρήσεων και τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων για τον αθλητισμό φορέων, καθώς και προστατεύοντας τη σωματική και ηθική ακεραιότητα των αθλητών, ιδίως των νεότερων μεταξύ τους.

98      Όσον αφορά τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με σκοπό τη συμβολή στην επίτευξη των σκοπών αυτών, το άρθρο 165 ΣΛΕΕ προβλέπει, στην παράγραφο 3, ότι η Ένωση προάγει τη συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς σε θέματα αθλητισμού και, στην παράγραφο 4, ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, ή το Συμβούλιο, αποφαινόμενο μόνο του κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μπορούν να θεσπίζουν δράσεις ενθάρρυνσης ή να διατυπώνουν συστάσεις, αντιστοίχως.

99      Δεύτερον, όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα του άρθρου 165 ΣΛΕΕ όσο και από το γράμμα του άρθρου 6, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ, οι συντάκτες των Συνθηκών είχαν την πρόθεση να απονείμουν στην Ένωση, με τις διατάξεις αυτές, υποστηρικτική αρμοδιότητα, παρέχουσα στην Ένωση τη δυνατότητα να ασκεί όχι «πολιτική», όπως προβλέπεται από άλλες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, αλλά «δράση» σε πλείονες ειδικούς τομείς, μεταξύ των οποίων καταλέγεται ο αθλητισμός. Επομένως, οι εν λόγω διατάξεις αποτελούν νομική βάση παρέχουσα στην Ένωση τη δυνατότητα να ασκεί την εν λόγω υποστηρικτική αρμοδιότητα, υπό τις προϋποθέσεις και εντός των ορίων που αυτές καθορίζουν, στα οποία συγκαταλέγεται, κατά το άρθρο 165, παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, ο αποκλεισμός οποιασδήποτε εναρμονίσεως των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που θεσπίζονται σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, η εν λόγω υποστηρικτική αρμοδιότητα παρέχει στην Ένωση τη δυνατότητα να εκδίδει νομικές πράξεις με αποκλειστικό σκοπό να στηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΛΕΕ.

100    Συνακόλουθα, και όπως προκύπτει και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 165 ΣΛΕΕ, ειδικότερα δε από το γεγονός ότι περιέχεται στο τρίτο μέρος της Συνθήκης ΛΕΕ, το οποίο αφορά τις «εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ένωσης», και όχι στο πρώτο μέρος της εν λόγω Συνθήκης, το οποίο περιέχει διατάξεις επί της αρχής μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, υπό τον τίτλο II, «[δ]ιατάξεις γενικής εφαρμογής» που αφορούν, μεταξύ άλλων, την προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχολήσεως, τη διασφάλιση της κατάλληλης κοινωνικής προστασίας, την καταπολέμηση κάθε μορφής δυσμενούς διακρίσεως, την προστασία του περιβάλλοντος ή ακόμη την προστασία των καταναλωτών, το συγκεκριμένο άρθρο δεν συνιστά οριζόντια διάταξη γενικής εφαρμογής.

101    Ως εκ τούτου, μολονότι τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα διάφορα στοιχεία και τους σκοπούς που απαριθμούνται στο άρθρο 165 ΣΛΕΕ όταν, βάσει του συγκεκριμένου άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις που αυτό καθορίζει, θεσπίζουν δράσεις ενθαρρύνσεως ή διατυπώνουν συστάσεις στον τομέα του αθλητισμού, τα διάφορα αυτά στοιχεία και σκοποί, καθώς και οι δράσεις ενθαρρύνσεως και οι συστάσεις, δεν απαιτείται να ενσωματώνονται ή να λαμβάνονται κατά τρόπο δεσμευτικό υπόψη κατά την εφαρμογή των κανόνων των οποίων την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο από το Δικαστήριο, είτε αυτοί αφορούν τις ελευθερίες κυκλοφορίας των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων (άρθρα 45, 49, 56 και 63 ΣΛΕΕ) είτε τους κανόνες περί ανταγωνισμού (άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ). Γενικότερα, το άρθρο 165 ΣΛΕΕ δεν μπορεί ούτε να θεωρηθεί ειδικός κανόνας ο οποίος εξαιρεί τον αθλητισμό από το σύνολο ή από μέρος των λοιπών διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης οι οποίες μπορούν να εφαρμοσθούν στον αθλητισμό ή ο οποίος επιβάλλει να του επιφυλάσσεται ειδική μεταχείριση στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτής.

102    Εντούτοις, τρίτον, όπως επανειλημμένως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η αθλητική δραστηριότητα έχει μεγάλη κοινωνική και εκπαιδευτική σημασία, η οποία αντικατοπτρίζεται πλέον στο άρθρο 165 ΣΛΕΕ, για την Ένωση και για τους πολίτες της (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 106, και της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi, C‑22/18, EU:C:2019:497, σκέψεις 33 και 34).

103    Επιπλέον, η εν λόγω δραστηριότητα παρουσιάζει αδιαμφισβήτητες ιδιαιτερότητες οι οποίες, μολονότι αφορούν όλως ειδικώς τον ερασιτεχνικό αθλητισμό, μπορούν να αφορούν και την άσκηση του αθλητισμού ως οικονομικής δραστηριότητας (πρβλ. απόφαση της 13ης Απριλίου 2000, Lehtonen και Castors Braine, C‑176/96, EU:C:2000:201, σκέψη 33).

104    Τέλος, τέτοιες ιδιαιτερότητες μπορούν ενδεχομένως να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων και εφόσον αποδεικνύονται κρίσιμες, κατά την εφαρμογή των άρθρων 45 και 101 ΣΛΕΕ, επισημαινομένου, πάντως, ότι τέτοια συνεκτίμηση χωρεί μόνο στο πλαίσιο και τηρουμένων των προϋποθέσεων και των κριτηρίων εφαρμογής που προβλέπονται σε καθένα από τα άρθρα αυτά. Η ίδια εκτίμηση ισχύει και για τα άρθρα 49, 56, 63 και 102 ΣΛΕΕ.

105    Ειδικότερα, σε περίπτωση κατά την οποία υποστηρίζεται ότι κανόνας θεσπισθείς από αθλητική ένωση ή ομοσπονδία συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων ή σύμπραξη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, ο χαρακτηρισμός του συγκεκριμένου κανόνα ως εμποδίου ή ως αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπράξεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να στηρίζεται σε συγκεκριμένη εξέταση του περιεχομένου του κανόνα εντός του πραγματικού πλαισίου στο οποίο πρόκειται να εφαρμοστεί (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψεις 98 έως 103, της 11ης Απριλίου 2000, Deliège, C‑51/96 και C‑191/97, EU:C:2000:199, σκέψεις 61 έως 64, και της 13ης Απριλίου 2000, Lehtonen και Castors Braine, C‑176/96, EU:C:2000:201, σκέψεις 48 έως 50). Μια τέτοια εξέταση μπορεί να συνεπάγεται τη συνεκτίμηση, για παράδειγμα, της φύσεως, της οργανώσεως ή ακόμη της λειτουργίας του οικείου αθλήματος και, ειδικότερα, του βαθμού στον οποίο αυτό είναι επαγγελματικό, του τρόπου ασκήσεώς του, του τρόπου με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι διάφοροι συμμετέχοντες, καθώς και του ρόλου που διαδραματίζουν οι φορείς ή οι οργανισμοί οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για το συγκεκριμένο άθλημα σε όλα τα επίπεδα και τη συνεργασία με τους οποίους προωθεί η Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 165, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

106    Εξάλλου, όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, η ένωση που θέσπισε τον επίμαχο κανόνα έχει τη δυνατότητα να αποδείξει τον δικαιολογημένο, αναγκαίο και αναλογικό χαρακτήρα του σε σχέση με ορισμένους σκοπούς οι οποίοι μπορούν να θεωρηθούν θεμιτοί (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 104) και οι οποίοι εξαρτώνται με τη σειρά τους από τις ιδιαιτερότητες του οικείου αθλήματος.

107    Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο σχετικά με τους κανόνες περί ανταγωνισμού και, εν συνεχεία, με τις ελευθερίες κυκλοφορίες πρέπει να εξετασθούν διαδοχικώς, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων.

Β.      Επί των πρώτων πέντε προδικαστικών ερωτημάτων, τα οποία αφορούν τους κανόνες περί ανταγωνισμού

108    Τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, τον τρόπο με τον οποίο κανόνες όπως αυτοί της FIFA και της UEFA, οι οποίοι αφορούν τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή διεθνών διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και τη συμμετοχή σε αυτές των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των αθλητών, πρέπει να εξετασθούν με γνώμονα, αφενός, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

109    Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τον τρόπο με τον οποίο η εξαγγελθείσα εφαρμογή των κανόνων αυτών, υπό τη μορφή της δηλώσεως και του ανακοινωθέντος που μνημονεύονται στις σκέψεις 30 και 31 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα τα ίδια άρθρα.

110    Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξετασθούν, με γνώμονα τα ως άνω άρθρα, κανόνες όπως αυτοί που θέσπισε η FIFA σχετικά με τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως των εν λόγω διοργανώσεων.

111    Το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο υποβάλλεται για την περίπτωση κατά την οποία πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι κανόνες που μνημονεύθηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ ή αντίθετη προς τον ανταγωνισμό σύμπραξη απαγορευόμενη από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έχει ως σκοπό να παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να κρίνει αν οι συγκεκριμένοι κανόνες μπορούν παρά ταύτα να γίνουν δεκτοί υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ ή υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

112    Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των διαφόρων αυτών προδικαστικών ερωτημάτων, πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί, κατά πρώτον, ότι τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ έχουν εφαρμογή στην περίπτωση κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα και πρέπει, ως τέτοιος, να χαρακτηρίζεται ως επιχείρηση, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1991, Höfner και Elser, C‑41/90, EU:C:1991:161, σκέψη 21, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, ETI κ.λπ., C‑280/06, EU:C:2007:775, σκέψη 38, και της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψεις 20 και 21).

113    Κατά συνέπεια, τα άρθρα αυτά έχουν εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση φορέων που έχουν συσταθεί ως ενώσεις με σκοπό, σύμφωνα με τα καταστατικά τους, την οργάνωση και τον έλεγχο συγκεκριμένου αθλήματος, στο μέτρο που οι συγκεκριμένοι φορείς ασκούν οικονομική δραστηριότητα σε σχέση με το άθλημα αυτό, προσφέροντας αγαθά ή παρέχοντας υπηρεσίες, και στον βαθμό που πρέπει, ως εκ τούτου, να χαρακτηρισθούν ως «επιχειρήσεις» (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψεις 22, 34 και 26).

114    Εξάλλου, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει επίσης εφαρμογή στην περίπτωση φορέων οι οποίοι, μολονότι δεν αποτελούν κατ’ ανάγκην οι ίδιοι επιχειρήσεις, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «ενώσεις επιχειρήσεων».

115    Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου της υποθέσεως της κύριας δίκης και των επισημάνσεων του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των FIFA και UEFA καθόσον οι δύο αυτές ενώσεις ασκούν διττή οικονομική δραστηριότητα, η οποία, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 34, 90 και 92 της παρούσας αποφάσεως, συνίσταται στην οργάνωση της διεξαγωγής και στην εμπορική εκμετάλλευση διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων εντός της Ένωσης, καθώς και στην εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις εν λόγω διοργανώσεις, και καθόσον πρέπει, ως εκ τούτου, να χαρακτηρισθούν ως «επιχειρήσεις». Επιπροσθέτως, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή στην περίπτωση των FIFA και UEFA, δεδομένου ότι οι εν λόγω ενώσεις έχουν ως μέλη εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, οι οποίες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «επιχειρήσεις» καθόσον ασκούν οικονομική δραστηριότητα συνδεόμενη με τη διεξαγωγή και την εμπορική εκμετάλλευση διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων σε εθνικό επίπεδο, καθώς και με την εκμετάλλευση των συνδεομένων με τις διοργανώσεις αυτές δικαιωμάτων, ή οι οποίες έχουν οι ίδιες ως μέλη ή ως συνδεδεμένα μέλη οντότητες που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επιχειρήσεις, όπως είναι οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι.

116    Κατά δεύτερον, αντιθέτως προς το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά αποκλειστικώς τις μονομερείς συμπεριφορές επιχειρήσεων οι οποίες κατέχουν, ατομικώς ή, κατά περίπτωση, συλλογικώς, δεσπόζουσα θέση, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει ως σκοπό την εξέταση διαφόρων μορφών συμπεριφοράς, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι το ότι οφείλονται σε συνέργεια πλειόνων επιχειρήσεων, ήτοι τις «συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων», τις «εναρμονισμένες πρακτικές» και τις «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων», χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η θέση τους στην αγορά (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑395/96 P και C‑396/96 P, EU:C:2000:132, σκέψεις 34 έως 36).

117    Στην υπό κρίση υπόθεση, η εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ στην περίπτωση φορέα όπως η FIFA ή η UEFA προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι ο φορέας αυτός κατέχει δεσπόζουσα θέση σε συγκεκριμένη αγορά. Εν προκειμένω, όμως, από τα στοιχεία που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, κατά την εκτίμησή του, καθένας από τους δύο αυτούς φορείς κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά διεξαγωγής και εμπορικής εκμεταλλεύσεως διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων εντός της Ένωσης, καθώς και εκμεταλλεύσεως των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες διοργανώσεις. Ως εκ τούτου, στα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 102 ΣΛΕΕ προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί απάντηση ακριβώς βάσει αυτής της πραγματικής και νομικής παραδοχής, η οποία κατά τα λοιπά δεν αμφισβητείται, λαμβανομένου υπόψη, ιδίως, του ότι οι FIFA και UEFA είναι οι μόνες ενώσεις που οργανώνουν και εκμεταλλεύονται εμπορικώς τέτοιες διοργανώσεις σε παγκόσμια και ευρωπαϊκή κλίμακα, αντιθέτως προς την κατάσταση που επικρατεί όσον αφορά άλλα αθλήματα.

118    Όσον αφορά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η εφαρμογή του στην περίπτωση φορέων όπως η FIFA ή η UEFA προϋποθέτει την απόδειξη της υπάρξεως «συμφωνίας», «εναρμονισμένης πρακτικής» ή «αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων», οι οποίες ενδέχεται να είναι διαφορετικής φύσεως και να έχουν διάφορες μορφές. Ειδικότερα, η απόφαση ενώσεως που συνίσταται στη θέσπιση ή την εφαρμογή ρυθμίσεως η οποία έχει άμεσο αντίκτυπο στους όρους ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων που είναι άμεσα ή έμμεσα μέλη της μπορεί να συνιστά «απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 64, και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψεις 42 έως 45). Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ως προς αποφάσεις αυτού του είδους, δηλαδή ως προς εκείνες με τις οποίες η FIFA και η UEFA θεσπίζουν κανόνες σχετικούς με τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή διεθνών διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, με τον έλεγχο της συμμετοχής των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις διοργανώσεις αυτές, καθώς και με τις κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν σε περίπτωση παραβάσεως των εν λόγω κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και περί συμμετοχής.

119    Τέλος, κατά τρίτον, στο μέτρο που τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν τόσο το άρθρο 101 ΣΛΕΕ όσο και το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι η ίδια συμπεριφορά είναι δυνατό να συνιστά παράβαση τόσο του πρώτου όσο και του δευτέρου από τα δύο αυτά άρθρα, μολονότι αυτά επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής. Επομένως, τα εν λόγω άρθρα μπορούν να τύχουν ταυτοχρόνως εφαρμογής σε περίπτωση κατά την οποία πληρούνται οι αντίστοιχες προϋποθέσεις εφαρμογής τους [πρβλ. αποφάσεις της 11ης Απριλίου 1989, Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro, 66/86, EU:C:1989:140, σκέψη 37, της 16ης Μαρτίου 2000, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑395/96 P και C‑396/96 P, EU:C:2000:132, σκέψη 33, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 146]. Ως εκ τούτου, τα άρθρα αυτά πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο συνεπή, τηρουμένων, πάντως, των ιδιαιτεροτήτων εκάστου.

1.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 102 ΣΛΕΕ στην περίπτωση κανόνων σχετικών με τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, καθώς και με τη συμμετοχή των συλλόγων και των αθλητών στις διοργανώσεις αυτές

120    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης το γεγονός ότι ενώσεις οι οποίες είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και οι οποίες ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων έχουν θεσπίσει και θέσει σε εφαρμογή κανόνες κατά τους οποίους, για τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως από τρίτη επιχείρηση, απαιτείται προηγούμενη άδεια των εν λόγω ενώσεων, χωρίς η εξουσία αυτή να οριοθετείται από ουσιαστικά κριτήρια και από διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό και μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα της.

121    Τούτου δοθέντος, όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα των κανόνων στους οποίους παραπέμπει το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα όσο και από τα στοιχεία τα οποία εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής και επί των οποίων στηρίζεται το προδικαστικό ερώτημα, οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες αφορούν όχι μόνον τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή διασυλλογικών διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, αλλά και τη δυνατότητα των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών να μετέχουν σε τέτοιες διοργανώσεις. Όπως προκύπτει επίσης από τα ως άνω εκτιθέμενα στοιχεία, η μη τήρηση των εν λόγω κανόνων επιφέρει, εξάλλου, κυρώσεις οι οποίες επιβάλλονται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διαπράττουν την παράβαση και οι οποίες περιλαμβάνουν, όπως μνημονεύεται στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο και όπως υπενθύμισαν όλοι οι διάδικοι της κύριας δίκης, τον αποκλεισμό των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων από όλες τις διοργανώσεις της FIFA και της UEFA, την απαγόρευση συμμετοχής των ποδοσφαιριστών σε διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις ή, ακόμη, την απαγόρευση συμμετοχής των ποδοσφαιριστών σε αγώνες μεταξύ αντιπροσωπευτικών ομάδων εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών.

122    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως το γεγονός ότι ενώσεις οι οποίες είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και οι οποίες ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων έχουν θεσπίσει και θέσει σε εφαρμογή κανόνες κατά τους οποίους για τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως από τρίτη επιχείρηση απαιτείται προηγούμενη άδεια των εν λόγω ενώσεων και κατά τους οποίους η συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοια διοργάνωση ελέγχεται από τις ενώσεις αυτές επ’ απειλή κυρώσεων, χωρίς οι διάφορες αυτές εξουσίες να οριοθετούνται από ουσιαστικά κριτήρια και από διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

α)      Επί της έννοιας της «καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως»

123    Κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της.

124    Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σκοπός του ως άνω άρθρου είναι να αποτραπεί η νόθευση του ανταγωνισμού εις βάρος του γενικού συμφέροντος, των επιμέρους επιχειρήσεων και των καταναλωτών, διά της επιβολής κυρώσεων για τις συμπεριφορές επιχειρήσεων οι οποίες κατέχουν δεσπόζουσα θέση και οι οποίες περιορίζουν τον υγιή ανταγωνισμό, δύνανται δε, ως εκ τούτου, να προκαλέσουν άμεση ζημία στους καταναλωτές, ή οι οποίες παρεμποδίζουν ή νοθεύουν τον ανταγωνισμό αυτόν και, επομένως, ενδέχεται να προκαλέσουν έμμεση ζημία στους καταναλωτές (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige, C‑52/09, EU:C:2011:83, σκέψεις 22 και 24, της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark, C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 20, και της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ., C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψεις 41 και 44).

125    Συνιστούν τέτοιες συμπεριφορές εκείνες οι οποίες, σε μια αγορά όπου, ακριβώς λόγω της παρουσίας μίας ή πλειόνων επιχειρήσεων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος, έχουν ως αποτέλεσμα να κωλύεται η διατήρηση του υφισταμένου στην αγορά ανταγωνισμού ή η ανάπτυξή του, λόγω της χρήσεως διαφορετικών μέσων από εκείνα που διέπουν τον κανονικό ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψεις 174 και 177, της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark, C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 24, και της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ., C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψη 68).

126    Το άρθρο 102 ΣΛΕΕ δεν αποσκοπεί, αντιθέτως, στο να εμποδίσει τις επιχειρήσεις να κατακτήσουν, με την αξία τους, δεσπόζουσα θέση εντός μίας ή πλειόνων αγορών ούτε στο να διασφαλίσει ότι οι λιγότερο αποτελεσματικές ανταγωνίστριες των επιχειρήσεων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση θα παραμείνουν στην αγορά (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark, C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 21, της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 133, και της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ., C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψη 73).

127    Αντιθέτως, ο υγιής ανταγωνισμός δύναται εξ ορισμού να έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση από την επίμαχη αγορά ή την περιθωριοποίηση ανταγωνιστριών επιχειρήσεων λιγότερο αποτελεσματικών και, ως εκ τούτου, λιγότερο ελκυστικών για τους καταναλωτές ιδίως από απόψεως τιμών, παραγωγής, επιλογών, ποιότητας ή καινοτομίας (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark, C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 22, της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 134, και της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ., C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψη 45).

128    Κατά μείζονα λόγο, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, μολονότι επιβάλλει στις κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις ειδική υποχρέωση να μη θίγουν, με τη συμπεριφορά τους, τον ουσιαστικό και ανόθευτο ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, δεν βάλλει κατά της ίδιας της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως, αλλά αποκλειστικώς κατά της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεώς της (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark, C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 23, και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής, C‑457/10 P, EU:C:2012:770, σκέψη 188).

β)      Επί της υπάρξεως καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως

129    Προκειμένου να γίνει δεκτό, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι μια συμπεριφορά πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως», απαιτείται, κατά κανόνα, να αποδειχθεί ότι, με τη χρήση μέσων διαφορετικών από εκείνα που διέπουν τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, η συμπεριφορά αυτή έχει ως πραγματικό ή δυνητικό αποτέλεσμα να περιορίζει τον υγιή ανταγωνισμό αποκλείοντας εξίσου αποτελεσματικές ανταγωνίστριες επιχειρήσεις από τη σχετική αγορά ή από τις σχετικές αγορές (πρβλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark, C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 25), ή εμποδίζοντας την ανάπτυξή τους στις αγορές αυτές, επισημαινομένου ότι οι συγκεκριμένες αγορές μπορεί να είναι τόσο αυτές στις οποίες κατέχεται δεσπόζουσα θέση όσο και εκείνες, συναφείς ή συγγενείς, όπου η εν λόγω συμπεριφορά προορίζεται να παραγάγει τα πραγματικά ή δυνητικά αποτελέσματά της (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1996, Tetra Pak κατά Επιτροπής, C‑333/94 P, EU:C:1996:436, σκέψεις 25 έως 27, της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige, C‑52/09, EU:C:2011:83, σκέψεις 84 έως 86, και της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ., C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψη 76).

130    Η απόδειξη αυτή, η οποία μπορεί να προϋποθέτει τη χρήση διαφορετικών μεθόδων αναλύσεως αναλόγως του είδους της επίμαχης σε συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, πρέπει πάντως να πραγματοποιείται, σε κάθε περίπτωση, με εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2012, Tomra Systems κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψη 18, και της 19ης Ιανουαρίου 2023, Unilever Italia Mkt. Operations, C‑680/20, EU:C:2023:33, σκέψη 40), είτε αυτά αφορούν την ίδια την εν λόγω συμπεριφορά ή την οικεία ή τις οικείες αγορές είτε τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά ή τις αγορές αυτές. Επιπλέον, η εν λόγω απόδειξη πρέπει να έχει ως σκοπό να διαπιστωθεί, βάσει επακριβών και συγκεκριμένων στοιχείων αναλύσεως και αποδεικτικών στοιχείων, ότι η επίμαχη συμπεριφορά έχει, τουλάχιστον, την ικανότητα να παράγει αποτελέσματα αποκλεισμού (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2023, Unilever Italia Mkt. Operations, C‑680/20, EU:C:2023:33, σκέψεις 42, 51 και 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

131    Πέραν των συμπεριφορών οι οποίες έχουν ως πραγματικό ή δυνητικό αποτέλεσμα τον περιορισμό του υγιούς ανταγωνισμού διά του αποκλεισμού των εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστριών επιχειρήσεων από τη σχετική αγορά ή από τις σχετικές αγορές, μπορούν επίσης να χαρακτηρισθούν ως «καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως» συμπεριφορές οι οποίες αποδεδειγμένα έχουν είτε ως πραγματικό ή δυνητικό αποτέλεσμα είτε ως αντικείμενο να εμποδίζουν, σε προηγούμενο στάδιο, διά της επιβολής φραγμών όσον αφορά την είσοδο στην αγορά ή διά της χρήσεως άλλων μέτρων στεγανοποιήσεως ή άλλων μέσων διαφορετικών από εκείνα που διέπουν τον υγιή ανταγωνισμό, δυνητικώς ανταγωνίστριες επιχειρήσεις ακόμη και από το να αποκτήσουν πρόσβαση στη σχετική αγορά ή στις σχετικές αγορές και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να εμποδίζουν την εντός των εν λόγω αγορών ανάπτυξη του ανταγωνισμού εις βάρος των καταναλωτών, περιορίζοντας σε αυτές την παραγωγή, την ανάπτυξη εναλλακτικών προϊόντων ή υπηρεσιών ή, ακόμη, την καινοτομία [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 154 έως 157].

132    Επομένως, μολονότι δεν απαγορεύεται, αυτή καθεαυτήν, η εκ μέρους κράτους μέλους παροχή σε επιχείρηση, διά της νομοθετικής ή της κανονιστικής οδού, αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων σε μια αγορά, εντούτοις η κατάσταση αυτή δεν πρέπει να καθιστά δυνατή στην εν λόγω επιχείρηση την καταχρηστική εκμετάλλευση της απορρέουσας εκ της ως άνω καταστάσεως δεσπόζουσας θέσεως, ασκώντας, για παράδειγμα, τα επίμαχα δικαιώματα κατά τρόπο που εμποδίζει τις δυνητικώς ανταγωνίστριες επιχειρήσεις να εισέλθουν στη σχετική αγορά ή σε συναφείς ή συγγενείς αγορές (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1991, Merci convenzionali porto di Genova, C‑179/90, EU:C:1991:464, σκέψη 14, και της 13ης Δεκεμβρίου 1991, GB-Inno-BM, C‑18/88, EU:C:1991:474, σκέψεις 17 έως 19 και 24). Η απαίτηση αυτή ισχύει, κατά μείζονα λόγο, οσάκις τέτοια δικαιώματα παρέχουν στην εν λόγω επιχείρηση την εξουσία να καθορίζει αν και, ενδεχομένως, υπό ποίες προϋποθέσεις επιτρέπεται σε άλλες επιχειρήσεις να ασκούν την οικονομική δραστηριότητά τους (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψεις 38 και 51).

133    Πράγματι, η διατήρηση ή η ανόθευτη ανάπτυξη του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς μπορεί να επιτευχθεί μόνον εφόσον εξασφαλίζεται η ισότητα ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων. Η ανάθεση, όμως, σε μια επιχείρηση που ασκεί συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα της εξουσίας να καθορίζει, de jure ή και de facto, ποιες άλλες επιχειρήσεις επιτρέπεται να ασκούν και εκείνες τη δραστηριότητα αυτή, καθώς και να καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκείται η οικεία δραστηριότητα, περιάγει την ως άνω επιχείρηση σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων και της παρέχει προφανές πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να τις εμποδίζει να αποκτήσουν πρόσβαση στην οικεία αγορά ή να ευνοεί τη δική της δραστηριότητα (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1991, GB-Inno-BM, C‑18/88, EU:C:1991:474, σκέψη 25, της 12ης Φεβρουαρίου 1998, Raso κ.λπ., C‑163/96, EU:C:1998:54, σκέψεις 28 και 29, και της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψεις 51 και 52), καθώς και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να εμποδίζει την ανάπτυξη του υγιούς ανταγωνισμού εις βάρος των καταναλωτών, περιορίζοντας στη συγκεκριμένη αγορά την παραγωγή, την ανάπτυξη εναλλακτικών προϊόντων ή υπηρεσιών ή, ακόμη, την καινοτομία.

134    Κατά συνέπεια, η απονομή αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων που παρέχουν τέτοια εξουσία στην οικεία επιχείρηση, ή η ύπαρξη ανάλογης καταστάσεως στις σχετικές αγορές, πρέπει να συνοδεύεται από κατάλληλους περιορισμούς, υποχρεώσεις και έλεγχο ώστε να αποκλειστεί ο κίνδυνος της εκ μέρους της εν λόγω επιχειρήσεως καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως της δεσπόζουσας θέσεώς της, προκειμένου να μην παραβιάζει, εξ αυτής, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 106 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, С-49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 53).

135    Ειδικότερα, οσάκις η οικεία επιχείρηση έχει την εξουσία να καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι δυνητικώς ανταγωνίστριες επιχειρήσεις μπορούν να έχουν πρόσβαση στην αγορά ή να αποφασίζει σχετικώς κατά περίπτωση, διά αποφάσεως με την οποία παρέχεται προηγούμενη έγκριση τέτοιας προσβάσεως ή απορρίπτεται το σχετικό αίτημα, η συγκεκριμένη εξουσία πρέπει, προκειμένου να μην παραβιάζει, ως εκ της ίδιας της υπάρξεώς της, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 106 ΣΛΕΕ, να οριοθετείται από διαφανή, σαφή και συγκεκριμένα ουσιαστικά κριτήρια (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψεις 84 έως 86, 90, 91 και 99), ώστε να αποτρέπεται η αυθαίρετη χρήση της. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να είναι κατάλληλα να διασφαλίζουν την άσκηση της συγκεκριμένης εξουσίας κατά τρόπο μη ενέχοντα διακρίσεις, ο οποίος καθιστά δυνατό τον αποτελεσματικό έλεγχο (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 99).

136    Εξάλλου, η επίμαχη εξουσία πρέπει να οριοθετείται από διαφανείς και μη εισάγοντες διακρίσεις διαδικαστικούς όρους όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις προθεσμίες για την υποβολή αιτήσεως προηγούμενης εγκρίσεως και για την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως αυτής. Συναφώς, οι τασσόμενες προθεσμίες δεν πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο επιζήμιο για τις δυνητικώς ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, εμποδίζοντάς τες να αποκτήσουν ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψεις 86 και 92) και, εν τέλει, περιορίζοντας την παραγωγή, την ανάπτυξη εναλλακτικών προϊόντων ή υπηρεσιών και την καινοτομία.

137    Απαιτήσεις πανομοιότυπες με εκείνες που υπομνήσθηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση περιάγει τον εαυτό της σε θέση η οποία της παρέχει τη δυνατότητα να εμποδίζει την πρόσβαση των δυνητικώς ανταγωνιστριών επιχειρήσεων σε συγκεκριμένη αγορά λόγω της αυτόνομης συμπεριφοράς της και όχι λόγω της παροχής αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων από κράτος μέλος (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1991, GB‑Inno‑BM, C‑18/88, EU:C:1991:474, σκέψη 20). Τούτο μπορεί να συμβαίνει όταν η επιχείρηση αυτή διαθέτει ρυθμιστική εξουσία, καθώς και εξουσία ελέγχου και επιβολής κυρώσεων, η οποία της παρέχει τη δυνατότητα ρύθμισης ή ελέγχου της εν λόγω προσβάσεως και, επομένως, της παρέχει ένα μέσο διαφορετικό από εκείνα τα οποία κανονικά μπορούν να χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις και τα οποία προσήκουν στον μεταξύ τους υγιή ανταγωνισμό.

138    Κατά συνέπεια, και η εν λόγω εξουσία πρέπει να υπόκειται σε περιορισμούς, υποχρεώσεις και έλεγχο κατάλληλα να αποκλείσουν τον κίνδυνο καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως, προκειμένου να μην παραβιάζεται το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

γ)      Επί του αν συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως οι κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, καθώς και περί συμμετοχής των συλλόγων και των αθλητών στις διοργανώσεις αυτές

139    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι τόσο η FIFA όσο και η UEFA ασκούν οικονομική δραστηριότητα οργανώσεως και εμπορικής εκμεταλλεύσεως διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, καθώς και εκμεταλλεύσεως των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις διοργανώσεις αυτές. Επομένως, αμφότερες αποτελούν, κατά το μέτρο αυτό, επιχειρήσεις. Εξάλλου, αμφότερες κατέχουν δεσπόζουσα θέση ή ακόμη και μονοπώλιο στην αντίστοιχη αγορά.

140    Εν συνεχεία, από τα εκτιθέμενα στην απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι κανόνες ως προς τους οποίους το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο περιλαμβάνονται στα καταστατικά που έχουν καταρτίσει η FIFA και η UEFA, υπό την ιδιότητά τους ως ενώσεων και βάσει της ρυθμιστικής εξουσίας και της εξουσίας ελέγχου που ανέθεσαν στις ίδιες, καθώς και ότι απονέμουν στους δύο αυτούς φορείς όχι μόνον την εξουσία να επιτρέπουν την εκ μέρους τρίτης επιχειρήσεως δημιουργία και διεξαγωγή νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως εντός της Ένωσης, αλλά και την εξουσία να ρυθμίζουν τους όρους συμμετοχής των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε μια τέτοια διοργάνωση, επ’ απειλή κυρώσεων.

141    Τέλος, κατά τα εκτιθέμενα από το αιτούν δικαστήριο, οι διάφορες αυτές εξουσίες δεν οριοθετούνται ούτε από ουσιαστικά κριτήρια ούτε από διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό και μη ενέχοντα διακρίσεις χαρακτήρα τους.

142    Συναφώς, από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι είναι θεμιτό οι ενώσεις που είναι υπεύθυνες για ένα άθλημα, όπως η FIFA και η UEFA, να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να επιβάλλουν την τήρηση κανόνων που αφορούν όχι μόνον, εν γένει, την οργάνωση και τη διεξαγωγή των διεθνών διοργανώσεων στο άθλημα αυτό, εν προκειμένω στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, αλλά και, ειδικότερα, την εκ μέρους τους χορήγηση προηγούμενης αδείας, καθώς και τη συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις εν λόγω διοργανώσεις.

143    Πράγματι, το συγκεκριμένο άθλημα, το οποίο έχει εντός της Ένωσης ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνον κοινωνική και πολιτιστική (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 106, και της 16ης Μαρτίου 2010, Olympique Lyonnais, C‑325/08, EU:C:2010:143, σκέψη 40), αλλά και επικοινωνιακή, χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων ιδιαιτεροτήτων, από τη διεξαγωγή πολυάριθμων διοργανώσεων τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, στις οποίες μετέχει πολύ μεγάλος αριθμός συλλόγων και ποδοσφαιριστών. Επιπλέον, όπως και ορισμένα άλλα αθλήματα, έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα το γεγονός ότι δικαίωμα συμμετοχής στις διοργανώσεις αυτές έχουν μόνον ομάδες οι οποίες έχουν επιτύχει ορισμένες αθλητικές επιδόσεις (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 132), δεδομένου ότι η διεξαγωγή των εν λόγω διοργανώσεων στηρίζεται στην αναμέτρηση και τον σταδιακό αποκλεισμό των ομάδων αυτών. Κατά συνέπεια, στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην αθλητική αξία, η οποία μπορεί να διασφαλισθεί μόνον εφόσον όλες οι μετέχουσες ομάδες αναμετρώνται μεταξύ τους υπό ομοιογενείς ρυθμιστικούς και τεχνικούς όρους, οι οποίοι εξασφαλίζουν σε ορισμένο βαθμό την ισότητα ευκαιριών.

144    Από τις διάφορες ως άνω ιδιαιτερότητες μπορεί να συναχθεί ότι είναι θεμιτό να υπόκεινται η οργάνωση και η διεξαγωγή των διεθνών διοργανώσεων επαγγελματικού ποδοσφαίρου σε κοινούς κανόνες, με σκοπό τη διασφάλιση της ομοιογένειας και του συντονισμού των συγκεκριμένων διοργανώσεων στο πλαίσιο ενός συνολικού χρονοδιαγράμματος, καθώς και, γενικότερα, την προώθηση, με κατάλληλο και ουσιαστικό τρόπο, της διεξαγωγής αθλητικών διοργανώσεων βασιζομένων στην ισότητα ευκαιριών και στην αξία. Επιπλέον, είναι θεμιτό να διασφαλίζεται η τήρηση των κοινών αυτών κανόνων μέσω κανόνων όπως αυτοί που έχουν θεσπίσει οι FIFA και UEFA όσον αφορά τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή των εν λόγω διοργανώσεων, καθώς και τη συμμετοχή των συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε αυτές.

145    Στο μέτρο που τέτοιοι κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και περί συμμετοχής είναι, ως εκ τούτου, θεμιτοί στο ειδικό πλαίσιο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και των οικονομικών δραστηριοτήτων τις οποίες συνεπάγεται η άσκηση του εν λόγω αθλήματος, ούτε η θέσπιση ούτε η εφαρμογή των κανόνων αυτών μπορούν να χαρακτηρισθούν, επί της αρχής και εν γένει, ως «καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως» (βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, απόφαση της 11ης Απριλίου 2000, Deliège, C‑51/96 και C‑191/97, EU:C:2000:199, σκέψη 64).

146    Το ίδιο ισχύει και για τις κυρώσεις που προβλέπονται μαζί με τους κανόνες αυτούς, στο μέτρο που αυτές είναι κατ’ αρχήν θεμιτές για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω κανόνων (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψη 44).

147    Αντιθέτως, καμία από τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν επιτρέπει να θεωρηθεί θεμιτή η θέσπιση και, κατά μείζονα λόγο, η εφαρμογή κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και περί συμμετοχής οι οποίοι, εν γένει, δεν υπόκεινται σε περιορισμούς, υποχρεώσεις και έλεγχο που να αποκλείουν τον κίνδυνο καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως και οι οποίοι, ειδικότερα, δεν διέπονται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο και μη εισάγοντα διακρίσεις χαρακτήρα τους, ενώ παρέχουν στην οντότητα που καλείται να τους εφαρμόζει την εξουσία να εμποδίζει την πρόσβαση οποιασδήποτε ανταγωνίστριας επιχειρήσεως στην αγορά. Οι κανόνες αυτοί πρέπει να θεωρούνται αντίθετοι προς το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 134 έως 138 της παρούσας αποφάσεως.

148    Ομοίως, ελλείψει ουσιαστικών κριτηρίων και διαδικαστικών κανόνων που να διασφαλίζουν ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται μαζί με τους κανόνες αυτούς έχουν διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο, μη ενέχοντα διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα, οι επίμαχες κυρώσεις, καθόσον επιβάλλονται κατά διακριτική ευχέρεια, πρέπει να θεωρούνται, ως εκ της φύσεώς τους, αντίθετες προς το άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Πράγματι, σε μια τέτοια κατάσταση, καθίσταται αδύνατο να εξακριβωθεί, κατά τρόπο διαφανή και αντικειμενικό, αν η εφαρμογή τους κατά περίπτωση είναι δικαιολογημένη και αναλογική, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του οικείου σχεδίου διασυλλογικής διεθνούς διοργανώσεως.

149    Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η FIFA και η UEFA δεν διαθέτουν μονοπώλιο εκ του νόμου και ότι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις μπορούν, θεωρητικώς, να δημιουργήσουν νέες διοργανώσεις οι οποίες δεν θα υπόκεινται στους κανόνες που έχουν θεσπίσει και εφαρμόζουν οι δύο αυτές ενώσεις. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, η δεσπόζουσα θέση που κατέχουν οι FIFA και UEFA στην αγορά οργανώσεως της διεξαγωγής και εμπορικής εκμεταλλεύσεως διασυλλογικών διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων είναι τέτοια ώστε, στην πράξη, να είναι αδύνατη, στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων, η δημιουργία μιας βιώσιμης διοργανώσεως εκτός του οικοσυστήματός τους, λαμβανομένου υπόψη του ελέγχου που ασκούν, άμεσα ή μέσω των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών που είναι μέλη τους, επί των συλλόγων, επί των ποδοσφαιριστών καθώς και επί άλλων ειδών διοργανώσεων, όπως αυτές που διεξάγονται σε εθνικό επίπεδο.

150    Ωστόσο, εν προκειμένω, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να χαρακτηρίσει τους επίμαχους στην κύρια δίκη κανόνες με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, αφού προβεί στους συμπληρωματικούς ελέγχους που ενδέχεται να κρίνει αναγκαίους.

151    Υπό το ως άνω πρίσμα, διευκρινίζεται ότι, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για αθλητικές διοργανώσεις και περί συμμετοχής στις διοργανώσεις αυτές, όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, διέπονται από διαφανή, αντικειμενικά και συγκεκριμένα ουσιαστικά κριτήρια, καθώς και από διαφανείς και μη εισάγοντες διακρίσεις διαδικαστικούς κανόνες οι οποίοι δεν εμποδίζουν την ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά, πρέπει, ειδικότερα, τα εν λόγω κριτήρια και διαδικαστικοί κανόνες να έχουν θεσπισθεί, υπό μορφή προσβάσιμη, πριν από οποιαδήποτε εφαρμογή των κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και περί συμμετοχής. Επιπλέον, για να γίνει δεκτό ότι τα ως άνω κριτήρια και διαδικαστικοί κανόνες δεν εισάγουν διακρίσεις, απαιτείται, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι φορείς όπως οι FIFA και UEFA ασκούν οι ίδιοι διάφορες οικονομικές δραστηριότητες εντός της σχετικής αγοράς μέσω των κανόνων τους περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και περί συμμετοχής, τα εν λόγω κριτήρια και διαδικαστικοί κανόνες να μην εξαρτούν την οργάνωση της διεξαγωγής και την εμπορική εκμετάλλευση διοργανώσεων τρίτων, καθώς και τη συμμετοχή των συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε αυτές, από απαιτήσεις οι οποίες θα είναι είτε διαφορετικές από τις ισχύουσες για τις διοργανώσεις που οργανώνει και εκμεταλλεύεται εμπορικώς ο φορέας που λαμβάνει τις αποφάσεις είτε απαιτήσεις πανομοιότυπες ή παρόμοιες, πλην όμως τις οποίες θα είναι αδύνατο ή υπέρμετρα δυσχερές να πληροί στην πράξη επιχείρηση που δεν έχει και αυτή την ιδιότητα ενώσεως ή δεν διαθέτει τις ίδιες εξουσίες με τον συγκεκριμένο φορέα και, ως εκ τούτου, τελεί σε κατάσταση διαφορετική από αυτόν. Τέλος, προκειμένου να μη χαρακτηρίζονται ως επιβαλλόμενες κατά διακριτική ευχέρεια οι κυρώσεις που έχουν προβλεφθεί μαζί με κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και περί συμμετοχής, όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, απαιτείται να διέπονται οι κυρώσεις αυτές από κριτήρια τα οποία δεν πρέπει μόνον να είναι, και αυτά, διαφανή, αντικειμενικά, συγκεκριμένα και μη ενέχοντα διακρίσεις, αλλά και να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω κυρώσεις καθορίζονται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη της φύσεως, της διάρκειας και της σοβαρότητας της διαπιστωθείσας παραβάσεως.

152    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης το γεγονός ότι ενώσεις οι οποίες είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και οι οποίες ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων έχουν θεσπίσει και θέσει σε εφαρμογή κανόνες κατά τους οποίους, για τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως από τρίτη επιχείρηση απαιτείται προηγούμενη άδεια των εν λόγω ενώσεων και κατά τους οποίους η συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοια διοργάνωση ελέγχεται από τις εν ενώσεις αυτές επ’ απειλή κυρώσεων, χωρίς οι διάφορες αυτές εξουσίες να οριοθετούνται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

2.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε περίπτωση κανόνων σχετικών με τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, καθώς και με τη συμμετοχή των συλλόγων και των αθλητών στις διοργανώσεις αυτές

153    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συνιστά απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων η οποία έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού το γεγονός ότι ενώσεις, οι οποίες είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και οι οποίες ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων, έχουν θεσπίσει και θέσει σε εφαρμογή, άμεσα ή μέσω των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών που είναι μέλη τους, κανόνες κατά τους οποίους, για τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως από τρίτη επιχείρηση απαιτείται προηγούμενη άδεια των εν λόγω ενώσεων και κατά τους οποίους η συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοια διοργάνωση ελέγχεται από τις ενώσεις αυτές επ’ απειλή κυρώσεων, χωρίς η συγκεκριμένη εξουσία να οριοθετείται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό και μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα τους.

154    Πάντως, λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής σχετικά με το ως άνω προδικαστικό ερώτημα και για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στη σκέψη 121 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συνιστά απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων η οποία έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού το γεγονός ότι ενώσεις, οι οποίες είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και οι οποίες ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων, έχουν θεσπίσει και θέσει σε εφαρμογή, άμεσα ή μέσω των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών που είναι μέλη τους, κανόνες κατά τους οποίους για τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως από τρίτη επιχείρηση απαιτείται προηγούμενη άδεια των εν λόγω ενώσεων και κατά τους οποίους η συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοια διοργάνωση ελέγχεται από τις ενώσεις αυτές επ’ απειλή κυρώσεων, χωρίς οι διάφορες αυτές εξουσίες να οριοθετούνται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

α)      Επί της έννοιας της συμπεριφοράς που έχει ως «αντικείμενο» ή ως «αποτέλεσμα» να θίγει τον ανταγωνισμό και επί του χαρακτηρισμού περί υπάρξεως τέτοιας συμπεριφοράς

155    Κατά πρώτον, βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

156    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αποκλειστικώς επί του ζητήματος αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων όπως αυτές που υλοποιούνται βάσει των κανόνων της FIFA και της UEFA τους οποίους μνημονεύει έχουν «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα» την «παρεμπόδιση» του ανταγωνισμού.

157    Εντούτοις, η απόφαση περί παραπομπής καθιστά επίσης σαφείς τους λόγους για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι ως άνω αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων δύνανται, επιπλέον, να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

158    Κατά δεύτερον, για να γίνει δεκτό, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται, σύμφωνα με το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, να αποδειχθεί είτε ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού είτε ότι η επίμαχη συμπεριφορά έχει τέτοιο αποτέλεσμα (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM, 56/65, EU:C:1966:38, σ. 359, και της 29ης Ιουνίου 2023, Super Bock Bebidas, C‑211/22, EU:C:2023:529, σκέψη 31).

159    Προς τούτο, πρέπει να εξετασθεί, σε πρώτο στάδιο, το αντικείμενο της επίμαχης συμπεριφοράς. Σε περίπτωση κατά την οποία, κατά το πέρας της συγκεκριμένης εξετάσεως, αποδεικνύεται ότι η συμπεριφορά έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, παρέλκει η εξέταση του αποτελέσματός της επί του ανταγωνισμού. Επομένως, μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω συμπεριφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο απαιτείται να εξετασθεί, σε δεύτερο στάδιο, το αποτέλεσμα αυτό (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM, 56/65, EU:C:1966:38, σ. 359, και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija, C‑345/14, EU:C:2015:784, σκέψεις 16 και 17).

160    Η εξέταση που πρέπει να πραγματοποιηθεί διαφέρει αναλόγως αν αφορά το ζήτημα αν η επίμαχη συμπεριφορά έχει ως «αντικείμενο» ή ως «αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι καθεμία από τις δύο αυτές έννοιες υπόκειται σε διαφορετικό νομικό καθεστώς και σε διαφορετικούς κανόνες περί αποδείξεως [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 63].

1)      Επί της υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού

161    Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή συνοψίζεται, ιδίως, στις αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 78), και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 67), η έννοια του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό «αντικειμένου», μολονότι δεν αποτελεί, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 158 και 159 της παρούσας αποφάσεως, εξαίρεση από την έννοια του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό «αποτελέσματος», πρέπει εντούτοις να ερμηνεύεται στενά.

162    Επομένως, η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως παραπέμπουσα αποκλειστικώς σε ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων τα οποία αποδεικνύονται αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων τους. Πράγματι, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων παραβλάπτουν, ως εκ της φύσεώς τους, την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού [πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM, 56/65, EU:C:1966:38, σ. 359, της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ., C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 78, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 67].

163    Μεταξύ των συμπεριφορών που πρέπει χαρακτηρίζονται ως τέτοιες καταλέγονται, πρωτίστως, ορισμένες μορφές συμπαιγνίας ιδιαιτέρως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό, όπως οι οριζόντιες συμπράξεις που έχουν ως αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών, τον περιορισμό της παραγωγικής ικανότητας ή την κατανομή της πελατείας. Πράγματι, τα εν λόγω είδη συμπεριφοράς δύνανται να επιφέρουν αύξηση των τιμών ή μείωση της παραγωγής και, επομένως, της προσφοράς, η οποία καταλήγει σε κακή χρήση των πόρων, εις βάρος των επιχειρήσεων-χρηστών και των καταναλωτών (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, C‑209/07, EU:C:2008:643, σκέψεις 17 και 33, της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 51, και της 16ης Ιουλίου 2015, ING Pensii, C‑172/14, EU:C:2015:484, σκέψη 32).

164    Χωρίς να είναι οπωσδήποτε εξίσου επιζήμια για τον ανταγωνισμό, άλλα είδη συμπεριφοράς μπορούν επίσης να θεωρηθούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για ορισμένα είδη οριζόντιων συμφωνιών πλην των συμπράξεων, για παράδειγμα αυτές που έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων από την αγορά [πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 76, 77, 83 έως 87 και 101, και της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής, C‑591/16 P, EU:C:2021:243, σκέψεις 113 και 114], ή ακόμη ορισμένα είδη αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων (πρβλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 1987, Verband der Sachversicherer κατά Επιτροπής, 45/85, EU:C:1987:34, σκέψη 41).

165    Προκειμένου να διαπιστωθεί, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αν μια συμφωνία, μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή μια εναρμονισμένη πρακτική είναι, ως εκ της φύσεώς της, αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, απαιτείται να εξετασθεί, πρώτον, το περιεχόμενο της επίμαχης συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής, δεύτερον, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και, τρίτον, οι σκοποί των οποίων επιδιώκεται η επίτευξη με την εν λόγω συμφωνία, απόφαση ή πρακτική (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 53, και της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ., C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 79).

166    Συναφώς, κατ’ αρχάς, όσον αφορά το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη συμπεριφορά, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία και τη διάρθρωση του οικείου τομέα ή των οικείων τομέων ή των σχετικών αγορών (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 53, και της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ., C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 80). Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 158 και 159 της παρούσας αποφάσεως, ουδόλως απαιτείται να εξετάζονται και, κατά μείζονα λόγο, να αποδεικνύονται τα πραγματικά ή δυνητικά, αρνητικά ή θετικά αποτελέσματα της εν λόγω συμπεριφοράς ως προς τον ανταγωνισμό.

167    Εν συνεχεία, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με την επίμαχη συμπεριφορά, πρέπει να προσδιορισθούν οι αντικειμενικοί σκοποί των οποίων η επίτευξη επιδιώκεται με τη συμπεριφορά αυτήν όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενήργησαν χωρίς να έχουν την υποκειμενική πρόθεση να παρεμποδίσουν, να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το γεγονός ότι επιδίωξαν ορισμένους θεμιτούς σκοπούς δεν έχουν καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, General Motors κατά Επιτροπής, C‑551/03 P, EU:C:2006:229, σκέψεις 64 και 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, C‑209/07, EU:C:2008:643, σκέψη 21).

168    Τέλος, από τη συνεκτίμηση όλων των στοιχείων που μνημονεύθηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να προκύπτουν οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους η επίμαχη συμπεριφορά είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευσή του (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 69).

2)      Επί της υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού

169    Η έννοια της συμπεριφοράς που έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό «αποτέλεσμα» καταλαμβάνει κάθε συμπεριφορά η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει «αντικείμενο» αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ότι η συμπεριφορά αυτή έχει ως πραγματικό ή δυνητικό αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, τούτο δε κατά τρόπο αισθητό [πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1998, Deere κατά Επιτροπής, C‑7/95 P, EU:C:1998:256, σκέψη 77, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 117].

170    Προς τούτο, απαιτείται να εξετασθεί η λειτουργία του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου όπου θα διεξαγόταν εάν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική [αποφάσεις της 30 Ιουνίου 1966, LTM, 56/65, EU:C:1966:38, σ. 360, και της 30 Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 118], προσδιοριζομένης της αγοράς ή των αγορών στις οποίες η συμπεριφορά αυτή προορίζεται να παράγει τα αποτελέσματά της και, εν συνεχεία, διά του χαρακτηρισμού των αποτελεσμάτων, είτε είναι πραγματικά είτε δυνητικά. Η εξέταση αυτή προϋποθέτει αφ’ εαυτής ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων.

β)      Επί του αν οι κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για τις διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις και περί συμμετοχής των συλλόγων και των αθλητών στις διοργανώσεις αυτές συνιστούν απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων έχουσα ως «αντικείμενο» τον περιορισμό του ανταγωνισμού

171    Εν προκειμένω, από τα εκτιθέμενα στην απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι οι κανόνες της FIFA και της UEFA ως προς τους οποίους το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο παρέχουν στους δύο αυτούς φορείς όχι μόνον την εξουσία να επιτρέπουν τη δημιουργία και τη διεξαγωγή οποιασδήποτε ποδοσφαιρικής διοργανώσεως εντός της Ένωσης, ιδίως δε οποιασδήποτε νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως εκ μέρους τρίτης επιχειρήσεως, αλλά και να ελέγχουν τη συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε μια τέτοια διοργάνωση, επ’ απειλή κυρώσεων.

172    Όσον αφορά, ειδικότερα, το περιεχόμενο των κανόνων της FIFA, από τα εκτιθέμενα στην απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι εν λόγω κανόνες προβλέπουν, πρώτον, ότι καμία διεθνής επαγγελματική ένωση ή άλλος ανάλογος φορέας συλλόγων ή επαγγελματικών ενώσεων δεν μπορεί να συσταθεί χωρίς τη συγκατάθεση της FIFA και της εθνικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας ή των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών των οποίων είναι μέλη οι εν λόγω σύλλογοι ή επαγγελματικές ενώσεις. Δεύτερον, κανένας αγώνας ή διοργάνωση δεν μπορεί να διεξαχθεί χωρίς προηγούμενη άδεια της FIFA, της UEFA και της εν λόγω εθνικής ομοσπονδίας ή των εν λόγω εθνικών ομοσπονδιών. Τρίτον, κανένας ποδοσφαιριστής και καμία ομάδα που υπάγεται σε εθνική ποδοσφαιρική ομοσπονδία μέλος της FIFA ή της UEFA δεν μπορεί να λάβει μέρος σε αγώνα ή να έχει σχέσεις αθλητικού χαρακτήρα με άλλον ποδοσφαιριστή ή άλλη ομάδα που δεν έχει την ιδιότητα του μέλους, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της FIFA. Τέταρτον, οι ενώσεις, οι ενώσεις επαγγελματικών συλλόγων ή οι σύλλογοι που υπάγονται σε εθνική ποδοσφαιρική ομοσπονδία μέλος της FIFA μπορούν να προσχωρήσουν σε άλλη ομοσπονδία μέλος ή να συμμετάσχουν σε αγώνες εντός της περιφέρειας δικαιοδοσίας της μόνον κατ’ εξαίρεση και κατόπιν αδείας της FIFA, της UEFA και των δύο οικείων ομοσπονδιών.

173    Όσον αφορά τους κανόνες της UEFA, αυτοί προβλέπουν, κατά την απόφαση περί παραπομπής, πρώτον, ότι ο εν λόγω φορέας έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει για την οργάνωση και την κατάργηση, εντός της περιφέρειας δικαιοδοσίας του, διεθνών διοργανώσεων στις οποίες μετέχουν εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες που είναι μέλη της ή σύλλογοι που είναι μέλη των ομοσπονδιών αυτών, εξαιρουμένων των διοργανώσεων της FIFA. Δεύτερον, για τους διεθνείς αγώνες, διοργανώσεις ή τουρνουά που δεν οργανώνονται από την UEFA αλλά διεξάγονται εντός της περιφέρειας δικαιοδοσίας της απαιτείται προηγούμενη άδεια της FIFA, της UEFA και/ή των οικείων ομοσπονδιών μελών, σύμφωνα με τον κανονισμό διεθνών αγώνων της FIFA. Τρίτον, κανένας συλλογικός φορέας ή συνασπισμός επαγγελματικών ενώσεων ή συλλόγων που υπάγονται άμεσα ή έμμεσα σε διαφορετικές εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες μέλη της UEFA δεν μπορεί να συσταθεί χωρίς την άδεια της UEFA.

174    Εξάλλου, καμία από τις εξουσίες που διαθέτουν κατ’ αυτόν τον τρόπο η FIFA και η UEFA δεν οριοθετείται, κατά το αιτούν δικαστήριο, από ουσιαστικά κριτήρια και από διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό και μη ενέχοντα διακρίσεις χαρακτήρα τους, όπως τα κριτήρια και οι κανόνες που μνημονεύονται στη σκέψη 151 της παρούσας αποφάσεως.

175    Εν συνεχεία, από τις σκέψεις 142 έως 149 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, μολονότι η ειδική φύση των διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και οι πραγματικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία και τη διάρθρωση της αγοράς της διεξαγωγής και της εμπορικής εκμεταλλεύσεως των εν λόγω διοργανώσεων εντός της Ένωσης καθιστούν δυνατό να θεωρηθούν, κατ’ αρχήν, θεμιτοί κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας όπως αυτοί που μόλις υπομνήσθηκαν, αντιθέτως, τα εν λόγω στοιχεία του γενικότερου πλαισίου δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν την έλλειψη ουσιαστικών κριτηρίων και διαδικαστικών κανόνων δυνάμενων να διασφαλίσουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο και μη ενέχοντα διακρίσεις χαρακτήρα τέτοιων κανόνων.

176    Τέλος, ακόμη και αν η θέσπιση αυτών των κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας μπορεί να αιτιολογείται βάσει της επιδιώξεως ορισμένων θεμιτών σκοπών, όπως είναι ο αυτός της τηρήσεως των αρχών, των αξιών και των κανόνων του παιχνιδιού που διέπουν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, εντούτοις η διεξαγωγή και η εμπορική εκμετάλλευση κάθε διεθνούς ποδοσφαιρικής διοργανώσεως, πλην εκείνων που διοργανώνουν παράλληλα, στο πλαίσιο της ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, οι φορείς που θέσπισαν τους κανόνες περί προηγούμενης άδειας, υπόκεινται, βάσει των εν λόγω κανόνων, στις εξουσίες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και περί επιβολής κυρώσεων τις οποίες διαθέτουν οι δύο φορείς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, οι εν λόγω κανόνες παρέχουν στους φορείς αυτούς την εξουσία να επιτρέπουν, να ελέγχουν ή να εξαρτούν από προϋποθέσεις την πρόσβαση κάθε δυνητικώς ανταγωνίστριας επιχειρήσεως στη σχετική αγορά και να καθορίζουν τόσο τον βαθμό ανταγωνισμού που μπορεί να υφίσταται στην αγορά αυτή όσο και τους όρους ασκήσεως του εν λόγω ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω κανόνες καθιστούν δυνατό, αν όχι τον αποκλεισμό κάθε ανταγωνίστριας επιχειρήσεως, ακόμη και εξίσου αποτελεσματικής από τη συγκεκριμένη αγορά, τουλάχιστον τον περιορισμό του σχεδιασμού και της εμπορικής εκμεταλλεύσεως εναλλακτικών ή καινοτόμων, λόγω της μορφής διεξαγωγής ή του περιεχομένου τους, διοργανώσεων. Με τον τρόπο αυτόν, μπορούν, επιπλέον, να στερήσουν από τους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους και από τους ποδοσφαιριστές κάθε δυνατότητα συμμετοχής στις εν λόγω διοργανώσεις, μολονότι με αυτές θα μπορούσε, για παράδειγμα, να προτείνεται μια καινοτόμος μορφή διεξαγωγής, τηρουμένου ταυτοχρόνων του συνόλου των αρχών, των αξιών και των κανόνων του παιχνιδιού που διέπουν το συγκεκριμένο άθλημα. Εν τέλει, μπορούν να στερήσουν από τους θεατές και τους τηλεθεατές κάθε δυνατότητα να παρακολουθήσουν τις εν λόγω διοργανώσεις είτε στα γήπεδα είτε μέσω της μεταδόσεώς τους.

177    Εξάλλου, στο μέτρο που οι κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για τις διασυλλογικές διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις συνοδεύονται από κανόνες σχετικούς με τη συμμετοχή σε αυτές των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών, καθώς και με τις κυρώσεις που ενδέχεται να επισύρει η συμμετοχή αυτή, επισημαίνεται επίσης ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες δύνανται, προφανώς, να ενισχύσουν το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, το οποίο είναι συμφυές με κάθε μηχανισμό προηγούμενης εγκρίσεως μη υποκείμενο σε περιορισμούς, υποχρεώσεις και έλεγχο που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο και μη ενέχοντα διακρίσεις χαρακτήρα του. Πράγματι, ενισχύουν τον απορρέοντα από έναν τέτοιο μηχανισμό φραγμό για την είσοδο στην αγορά, εμποδίζοντας κάθε επιχείρηση που οργανώνει μια δυνητικώς ανταγωνιστική διοργάνωση να χρησιμοποιεί λυσιτελώς τους διαθέσιμους στην αγορά πόρους, ήτοι τους συλλόγους και τους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι, σε περίπτωση συμμετοχής σε διοργάνωση που δεν έχει λάβει προηγούμενη άδεια της FIFA και της UEFA, υπόκεινται σε κυρώσεις οι οποίες, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 148 της παρούσας αποφάσεως, δεν οριοθετούνται από κανένα ουσιαστικό κριτήριο ή διαδικαστικό κανόνα που να διασφαλίζει τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο, μη ενέχοντα διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

178    Για όλους τους ανωτέρω λόγους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση που δεν διέπονται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που μπορούν να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο, μη ενέχοντα διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους, όπως μνημονεύεται στη σκέψη 151 της παρούσας αποφάσεως, κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων, όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι, ως εκ της φύσεώς τους, αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό και έχουν, επομένως, ως αντικείμενο την παρεμπόδισή του. Ως εκ τούτου, εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν τα πραγματικά ή δυνητικά αποτελέσματά τους.

179    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συνιστά απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων η οποία έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού το γεγονός ότι ενώσεις, οι οποίες είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και οι οποίες ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων, έχουν θεσπίσει και θέσει σε εφαρμογή, άμεσα ή μέσω των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών που είναι μέλη τους, κανόνες κατά τους οποίους, για τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως από τρίτη επιχείρηση, απαιτείται προηγούμενη άδεια των εν λόγω ενώσεων και κατά τους οποίους η συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοια διοργάνωση ελέγχεται από τις ενώσεις αυτές επ’ απειλή κυρώσεων, χωρίς οι διάφορες αυτές εξουσίες να οριοθετούνται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

3.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ σε περίπτωση συμπεριφορών που συνίστανται σε απειλή επιβολής κυρώσεων στους συλλόγους και στους αθλητές που θα μετέχουν σε μη εγκεκριμένες διοργανώσεις

180    Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, και το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι συνιστά απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων αντίθετη προς τον ανταγωνισμό ή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως το γεγονός ότι φορείς όπως η FIFA και η UEFA ανακοίνωσαν δημοσίως ότι θα επιβληθούν κυρώσεις σε κάθε επαγγελματικό ποδοσφαιρικό σύλλογο και σε κάθε ποδοσφαιριστή που θα συμμετάσχει σε διασυλλογική ποδοσφαιρική διοργάνωση ποδοσφαιρικού αγώνα για την οποία δεν έχει χορηγηθεί άδειά τους, σε περίπτωση κατά την οποία οι κυρώσεις αυτές δεν οριοθετούνται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

181    Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που δόθηκαν στα δύο προηγούμενα προδικαστικά ερωτήματα, και ειδικότερα των όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 148 και 177 της παρούσας αποφάσεως, από τις οποίες προκύπτει ότι μια τέτοια δημόσια ανακοίνωση συνιστά εφαρμογή κανόνων που αντιβαίνουν τόσο στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ όσο και στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ότι, επομένως, εμπίπτει και αυτή στις απαγορεύσεις που επιβάλλουν οι δύο αυτές διατάξεις, παρέλκει η αυτοτελής απάντηση στο υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα.

4.      Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά τη δυνατότητα δικαιολογήσεως κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για τις διοργανώσεις και περί συμμετοχής των συλλόγων και των αθλητών στις διοργανώσεις αυτές

182    Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξετασθεί πριν από το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, στο μέτρο που αφορά τους ίδιους κανόνες της FIFA και της UEFA με εκείνους τους οποίους αφορούν τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και η σχετική με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ νομολογία του Δικαστηρίου έχουν την έννοια ότι δύνανται να τύχουν εξαιρέσεως ή να θεωρηθούν δικαιολογημένοι κανόνες βάσει των οποίων, για τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως από τρίτη επιχείρηση, απαιτείται προηγούμενη άδεια των ενώσεων που είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων και κατά τους οποίους η συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοια διοργάνωση ελέγχεται από τις ενώσεις αυτές επ’ απειλή κυρώσεων.

α)      Επί της δυνατότητας να θεωρηθεί ότι ορισμένες συμπεριφορές ειδικώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ

183    Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν εμπίπτουν οπωσδήποτε στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όλες οι συμφωνίες επιχειρήσεων ή οι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των μερών της συμφωνίας ή των υπόχρεων σε συμμόρφωση προς τις αποφάσεις αυτές. Συγκεκριμένα, η εξέταση του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται ορισμένες από τις εν λόγω συμφωνίες και αποφάσεις μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση, πρώτον, ότι οι συμφωνίες αυτές δικαιολογούνται από την επιδίωξη ενός ή πλειόνων θεμιτών σκοπών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν, αφ’ εαυτών, αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα, δεύτερον, ότι τα συγκεκριμένα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επιδίωξη των σκοπών αυτών είναι πράγματι αναγκαία προς τούτο και, τρίτον, ότι, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι τα μέσα αυτά έχουν ως εγγενές αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τη νόθευση, τουλάχιστον δυνητικώς, του ανταγωνισμού, το εγγενές αποτέλεσμα δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, ιδίως με την εξάλειψη οποιουδήποτε ανταγωνισμού. Η νομολογία αυτή δύναται να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση, ιδίως, συμφωνιών ή αποφάσεων που λαμβάνουν τη μορφή κανόνων οι οποίοι θεσπίζονται από μια ένωση, όπως μια επαγγελματική ή μια αθλητική ένωση, με σκοπό την επιδίωξη ορισμένων σκοπών ηθικού ή δεοντολογικού χαρακτήρα και, γενικότερα, τη ρύθμιση της ασκήσεως μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, εφόσον η οικεία ένωση αποδεικνύει ότι πληρούνται οι προμνημονευθείσες προϋποθέσεις (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 97, της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψεις 42 έως 48, και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψεις 93, 96 και 97).

184    Ειδικότερα, στον τομέα του αθλητισμού, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, ότι η ρύθμιση για την καταπολέμηση της φαρμακοδιεγέρσεως που είχε θεσπίσει η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύσεως, μολονότι περιορίζει την ελευθερία δράσεως των αθλητών και έχει ως εγγενές αποτέλεσμα τον περιορισμό του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ τους, καθορίζοντας όριο πέραν του οποίου η παρουσία νανδρολόνης συνιστά φαρμακοδιέγερση, με σκοπό να προασπίσει την έντιμη, αδιάβλητη και αντικειμενική διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων, να διασφαλίσει την ισότητα ευκαιριών μεταξύ των αθλητών, την προστασία της υγείας τους και τον σεβασμό των ηθικών αξιών στις οποίες βασίζεται ο αθλητισμός και μεταξύ των οποίων καταλέγεται η επιβράβευση της αθλητικής αξίας (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψεις 43 έως 55).

185    Αντιθέτως, η νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 183 της παρούσας αποφάσεως δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση συμπεριφορών οι οποίες, ανεξαρτήτως αν προέρχονται ή όχι από τέτοια ένωση και ανεξαρτήτως των θεμιτών σκοπών γενικού συμφέροντος που θα μπορούσαν να προβληθούν προς εξήγηση των επίμαχων συμπεριφορών, αντιβαίνουν ως εκ της φύσεώς τους στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ, όπως άλλωστε προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, С‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 53).

186    Δεδομένου, αφενός, ότι ούτε η απουσία υποκειμενικής προθέσεως παρεμποδίσεως, περιορισμού ή νοθεύσεως του ανταγωνισμού ούτε η επιδίωξη ενδεχομένως θεμιτών σκοπών έχουν καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, αφετέρου, ότι τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο συνεπή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 183 της παρούσας αποφάσεως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ούτε στην περίπτωση συμπεριφορών οι οποίες δεν έχουν απλώς ως εγγενές «αποτέλεσμα» τον περιορισμό, τουλάχιστον δυνητικώς, του ανταγωνισμού, περιορίζοντας την ελευθερία δράσεως ορισμένων επιχειρήσεων, αλλά είναι σε τέτοιο βαθμό επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν ακριβώς ως «αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, μόνον αν, κατόπιν της εξετάσεως της επίμαχης σε συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, προκύπτει ότι η εν λόγω συμπεριφορά δεν έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, καθίσταται, εν συνεχεία, αναγκαίο να κριθεί αν η συμπεριφορά εμπίπτει ενδεχομένως στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω νομολογίας (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 69, της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, API κ.λπ., C‑184/13 έως C‑187/13, C‑194/13, C‑195/13 και C‑208/13, EU:C:2014:2147, σκέψη 49, και της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International, C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890, σκέψεις 51, 53, 56 και 57).

187    Επομένως, συμπεριφορές οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού μπορούν να εξαιρεθούν από την απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μόνον κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101, παράγραφος 3, και εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη (πρβλ. απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, C‑209/07, EU:C:2008:643, σκέψη 21).

188    Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των όσων επισημαίνονται στην απόφαση περί παραπομπής και των απαντήσεων που έδωσε το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω επισημάνσεις, στα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 183 της παρούσας αποφάσεως δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση κανόνων όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης.

β)      Επί της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

189    Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι κάθε συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική που αποδεικνύεται αντίθετη προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λόγω του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό είτε αντικειμένου είτε αποτελέσματός της, μπορεί να τύχει εξαιρέσεως αν πληροί το σύνολο των προβλεπομένων προς τούτο προϋποθέσεων (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, 42/84, EU:C:1985:327, σκέψη 38, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 230), επισημαινομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι αυστηρότερες από εκείνες που μνημονεύονται στη σκέψη 183 της παρούσας αποφάσεως.

190    Κατά το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το ευεργέτημα της εφαρμογής της ως άνω εξαιρέσεως σε συγκεκριμένη περίπτωση εξαρτάται από τέσσερις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς. Πρώτον, πρέπει να πιθανολογείται επαρκώς (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 95) ότι η επίμαχη συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική πρέπει να καθιστά δυνατή τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, συμβάλλοντας είτε στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών είτε στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου. Δεύτερον, πρέπει να πιθανολογείται, στον ίδιο βαθμό, ότι εξασφαλίζεται στους χρήστες δίκαιο μέρος από το όφελος που προκύπτει από την εν λόγω βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Τρίτον, η επίμαχη συμφωνία, απόφαση ή πρακτική δεν πρέπει να επιβάλλει στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις περιορισμούς που δεν είναι απαραίτητοι για την επίτευξη τέτοιας βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας. Τέταρτον, η εν λόγω συμφωνία, απόφαση ή πρακτική δεν πρέπει να παρέχει στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να εξαλείψουν πλήρως τον ουσιαστικό ανταγωνισμό όσον αφορά σημαντικό μέρος των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών.

191    Εναπόκειται στον διάδικο που επικαλείται την ως άνω εξαίρεση να αποδείξει, με πειστικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία, ότι πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να τύχει της συγκεκριμένης εξαιρέσεως (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, 42/84, EU:C:1985:327, σκέψη 45, και της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 82). Σε περίπτωση κατά την οποία τα εν λόγω επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία είναι ικανά να υποχρεώσουν τον αντίδικο να τα αντικρούσει κατά τρόπο πειστικό, μπορεί, ελλείψει τέτοιας αντικρούσεως, να συναχθεί ότι ο διάδικος που επικαλείται το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ εκπλήρωσε το βάρος αποδείξεως που έφερε (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 79, και της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 83).

192    Ειδικότερα, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση που υπομνήσθηκε στη σκέψη 190 της παρούσας αποφάσεως, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας την οποία καθιστά δυνατή η εν λόγω συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική δεν αντιστοιχεί σε οποιοδήποτε πλεονέκτημα αποκομίζουν οι μετέχουσες επιχειρήσεις από την επίμαχη συμφωνία, απόφαση ή πρακτική στο πλαίσιο της οικονομικής δραστηριότητάς τους, αλλά αποκλειστικώς στα αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα, των οποίων την επίτευξη καθιστά δυνατή η εν λόγω συμφωνία, απόφαση ή πρακτική, εξεταζόμενη ειδικώς, στους διάφορους οικείους τομείς ή αγορές. Επιπλέον, για να γίνει δεκτό ότι πληρούται η πρώτη αυτή προϋπόθεση, δεν πρέπει μόνον να αποδειχθεί η ύπαρξη και η έκταση της εν λόγω βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας, αλλά και να καταδειχθεί ότι η συγκεκριμένη βελτίωση δύναται να αντισταθμίσει τα προβλήματα που προκαλούνται από την επίμαχη συμφωνία, απόφαση ή πρακτική ως προς τον ανταγωνισμό (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1966, Consten και Grundig κατά Επιτροπής, 56/64 και 58/64, EU:C:1966:41, σ. 502, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψεις 232, 234 και 236, καθώς και, κατ’ αναλογίαν, της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark, C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 43).

193    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση που υπομνήσθηκε στη σκέψη 190 της παρούσας αποφάσεως, αυτή συνεπάγεται ότι πρέπει να αποδειχθεί ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας την οποία πρέπει να καθιστά δυνατή η επίμαχη συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική έχει ευνοϊκά αποτελέσματα για το σύνολο των χρηστών, είτε πρόκειται για επαγγελματίες είτε για ενδιάμεσους ή τελικούς καταναλωτές, στους οικείους τομείς ή αγορές (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 2006, Asnef-Equifax και Administración del Estado, C‑238/05, EU:C:2006:734, σκέψη 70, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψεις 236 και 242).

194    Ως εκ τούτου, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία η αντιβαίνουσα στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ συμπεριφορά είναι αντίθετη προς τον ανταγωνισμό ως εκ του αντικειμένου, ήτοι είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό, και είναι, εξάλλου, ικανή να επηρεάσει διάφορες κατηγορίες χρηστών ή καταναλωτών, πρέπει να εξετασθεί αν και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό η επίμαχη συμπεριφορά, παρά τον επιβλαβή για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της, έχει ευνοϊκά αποτελέσματα για καθεμία από τις κατηγορίες αυτές.

195    Επομένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι επίμαχοι εν προκειμένω κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων είναι ικανοί να επηρεάσουν ευνοϊκά τις διάφορες κατηγορίες «χρηστών» στις οποίες καταλέγονται, μεταξύ άλλων, οι εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, οι επαγγελματικοί ή ερασιτεχνικοί σύλλογοι, οι επαγγελματίες ή ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές, οι νέοι σε ηλικία ποδοσφαιριστές καθώς και, κατ’ επέκταση, οι καταναλωτές, είτε είναι θεατές εντός του γηπέδου είτε τηλεθεατές.

196    Εντούτοις, υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, μολονότι μπορεί να προκύπτει ότι τέτοιοι κανόνες είναι, επί της αρχής, θεμιτοί, καθόσον συμβάλλουν στη διασφάλιση του σεβασμού των αρχών, των αξιών και των κανόνων του παιχνιδιού που διέπουν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, ιδίως δε του ανοικτού και αξιοκρατικού χαρακτήρα των οικείων διοργανώσεων, καθώς και στη διασφάλιση ορισμένης μορφής αλληλέγγυας αναδιανομής εντός του χώρου του ποδοσφαίρου, η ύπαρξη τέτοιων σκοπών, όσο αξιέπαινοι και αν είναι, δεν απαλλάσσει τις ενώσεις που θέσπισαν τους συγκεκριμένους κανόνες από την υποχρέωση να αποδείξουν, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ότι η επιδίωξη των εν λόγω σκοπών συνεπάγεται πραγματική και ποσοτικώς μετρήσιμη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, αφενός, και ότι η εν λόγω βελτίωση αντισταθμίζει τα προβλήματα που προκαλούνται από τους επίμαχους στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες όσον αφορά τον ανταγωνισμό, αφετέρου.

197    Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση που υπομνήσθηκε στη σκέψη 190 της παρούσας αποφάσεως, σχετικά με τον απαραίτητο ή αναγκαίο χαρακτήρα της επίμαχης συμπεριφοράς, η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται εκτίμηση και σύγκριση των συνεπειών της συμπεριφοράς και των εναλλακτικών μέτρων των οποίων η λήψη μπορεί πράγματι να εξετασθεί, προκειμένου να καθορισθεί αν η εκ της συμπεριφοράς αυτής προσδοκώμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα λιγότερο περιοριστικά για τον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, η συγκεκριμένη προϋπόθεση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα κατά το δοκούν επιλογής μεταξύ συμπεριφοράς και εναλλακτικών μέτρων σε περίπτωση κατά την οποία δεν προκύπτει ότι τα δεύτερα περιορίζουν σε μικρότερο βαθμό τον ανταγωνισμό.

198    Όσον αφορά την τέταρτη προϋπόθεση που υπομνήσθηκε στη σκέψη 190 της παρούσας αποφάσεως, ο έλεγχος της τηρήσεώς της, σε συγκεκριμένη περίπτωση, προϋποθέτει εξέταση των στοιχείων ποσοτικής και ποιοτικής φύσεως που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού στους οικείους τομείς ή αγορές, προκειμένου να καθορισθεί αν η επίμαχη συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική παρέχει στις μετέχουσες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να εξαλείψουν πλήρως τον ανταγωνισμό ως προς σημαντικό μέρος των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών. Ειδικότερα, στην περίπτωση αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ή συμφωνίας στην οποία προσχώρησαν συλλογικώς επιχειρήσεις, το πολύ σημαντικό μερίδιο αγοράς που κατέχουν οι εν λόγω επιχειρήσεις μπορεί να συνιστά, μεταξύ άλλων κρίσιμων περιστάσεων και στο πλαίσιο συνολικής αναλύσεώς τους, ένδειξη της δυνατότητας που παρέχει στις μετέχουσες επιχειρήσεις η απόφαση ή η συμφωνία, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου και του αντικειμένου ή του αποτελέσματός της, να εξαλείψουν πλήρως τον ουσιαστικό ανταγωνισμό, λόγος ο οποίος αποκλείει αφ’ εαυτού το ευεργέτημα της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Μια άλλη περίσταση μπορεί να άπτεται του ζητήματος αν τέτοια απόφαση ή συμφωνία, ενώ εξαλείφει μία μορφή ουσιαστικού ανταγωνισμού ή ένα δίαυλο προσβάσεως στην αγορά, επιτρέπει ή όχι να εξακολουθούν να υφίστανται άλλες (πρβλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1986, Metro κατά Επιτροπής, 75/84, EU:C:1986:399, σκέψεις 64, 65 και 88).

199    Προκειμένου να κρίνει αν πληρούται εν προκειμένω η ως άνω τέταρτη προϋπόθεση, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη, κατά πρώτον, το γεγονός ότι, όπως επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 174 έως 179 της παρούσας αποφάσεως, οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων δεν διέπονται από ουσιαστικά κριτήρια και από διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο και μη ενέχοντα διακρίσεις χαρακτήρα τους. Πρέπει, όμως, να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια κατάσταση είναι ικανή να παράσχει στους φορείς που θέσπισαν τους επίμαχους κανόνες τη δυνατότητα πλήρους παρεμποδίσεως του ανταγωνισμού στην αγορά διεξαγωγής και εμπορικής εκμεταλλεύσεως διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων εντός της Ένωσης.

200    Εν γένει, η εξέταση των διαφόρων προϋποθέσεων που μνημονεύονται στη σκέψη 190 της παρούσας αποφάσεως μπορεί να επιτάσσει να ληφθούν υπόψη τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και οι ιδιαιτερότητες του τομέα ή των τομέων ή των αγορών που αφορά η επίμαχη συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική, εάν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες έχουν καθοριστική σημασία για την έκβαση της συγκεκριμένης εξετάσεως (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 103, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 236).

γ)      Επί της αντικειμενικής δικαιολογήσεως με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ

201    Κατά τρόπο συνεπή προς όσα προβλέπει το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση μπορεί να δικαιολογήσει συμπεριφορές οι οποίες ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως του συγκεκριμένου άρθρου (αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark, C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 40, και της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ., C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψη 46).

202    Ειδικότερα, προς τούτο, μια τέτοια επιχείρηση δύναται να καταδείξει είτε ότι η συμπεριφορά της είναι αντικειμενικώς αναγκαία είτε ότι το αποτέλεσμα αποκλεισμού που συνεπάγεται μπορεί να αντισταθμισθεί ή ακόμη και να υπερκερασθεί με πλεονεκτήματα ως προς την αποτελεσματικότητα τα οποία ωφελούν και τους καταναλωτές (αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark, C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 41, και της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ., C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψεις 46 και 86).

203    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος της εναλλακτικής αυτής δυνατότητας, από τη σκέψη 147 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η εκ μέρους των FIFA και UEFA θέσπιση και εφαρμογή κανόνων οι οποίοι παρέχουν σε αυτές διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τις διασυλλογικές διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, τον έλεγχο της συμμετοχής των συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις διοργανώσεις αυτές, καθώς και την επιβολή κυρώσεων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί, λαμβανομένης υπόψη ακριβώς της παρεχόμενης διακριτικής ευχέρειας, ως αντικειμενικώς δικαιολογούμενη από ανάγκες τεχνικής ή εμπορικής φύσεως, αντιθέτως προς ό,τι θα μπορούσε να συμβεί αν οι συγκεκριμένοι κανόνες διέπονταν από ουσιαστικά κριτήρια και από διαδικαστικούς κανόνες που πληρούν τις απαιτήσεις διαφάνειας, σαφήνειας, ακρίβειας, ουδετερότητας και αναλογικότητας που επιβάλλονται στον τομέα αυτόν. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω κανόνες, έλεγχοι και κυρώσεις έχουν, από αντικειμενικής απόψεως, ως σκοπό να αναθέσουν αποκλειστικώς στους συγκεκριμένους φορείς την οργάνωση της διεξαγωγής οποιασδήποτε διοργανώσεως αυτού του είδους, με κίνδυνο πλήρους εξαλείψεως του ανταγωνισμού εκ μέρους τρίτης επιχειρήσεως, όπερ συνεπάγεται ότι μια τέτοια συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως απαγορευόμενη από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και μη δικαιολογούμενη από αντικειμενική αναγκαιότητα.

204    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της εν λόγω εναλλακτικής δυνατότητας, απόκειται στην κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση να καταδείξει, πρώτον, ότι η συμπεριφορά της καθιστά δυνατή τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, αποδεικνύοντας την ύπαρξη και την έκταση της βελτιώσεως αυτής, δεύτερον, ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας εξουδετερώνει τις πιθανές επιζήμιες συνέπειες της συγκεκριμένης συμπεριφοράς για τον ανταγωνισμό και για τα συμφέροντα των καταναλωτών στην οικεία αγορά ή στις οικείες αγορές, τρίτον, ότι η εν λόγω συμπεριφορά είναι απαραίτητη για την επίτευξη της συγκεκριμένης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας και, τέταρτον, ότι δεν εξαλείφει τον ουσιαστικό ανταγωνισμό καταργώντας το σύνολο ή την πλειονότητα των υφιστάμενων πηγών πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού (πρβλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark, C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 42).

205    Όπως και για την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, για τη δικαιολόγηση αυτήν απαιτείται η επιχείρηση που την επικαλείται να αποδείξει, με πειστικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία, ότι πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να γίνει δεκτή.

206    Εν προκειμένω, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων βάσει των οποίων μπορούν να θεωρηθούν δικαιολογημένοι υπό το πρίσμα του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, αφού δοθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να ανταποκριθούν στο βάρος αποδείξεως που φέρουν, όπως αυτό υπομνήσθηκε στη σκέψη 191 της παρούσας αποφάσεως.

207    Επισημαίνεται, πάντως, όσον αφορά την τέταρτη από τις ως άνω προϋποθέσεις, οι οποίες έχουν εφαρμογή τόσο στο πλαίσιο του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ όσο και σε εκείνο του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των κανόνων αυτών –οι οποίοι εξαρτούν τη διεξαγωγή και την εμπορική εκμετάλλευση οποιασδήποτε διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως εντός της Ένωσης από τη χορήγηση προηγούμενης αδείας της FIFA και της UEFA, χωρίς η εξουσία αυτή να συνοδεύεται από κατάλληλα ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες– και της δεσπόζουσας, ακόμη και μονοπωλιακής, θέσεως, την οποία, όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, κατέχουν οι δύο αυτοί φορείς στην οικεία αγορά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω κανόνες παρέχουν στους συγκεκριμένους φορείς τη δυνατότητα να παρεμποδίζουν πλήρως τον ανταγωνισμό στη συγκεκριμένη αγορά, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 199 της παρούσας αποφάσεως.

208    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η μη τήρηση μίας εκ των τεσσάρων σωρευτικών προϋποθέσεων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 190 και 204 της παρούσας αποφάσεως αρκεί για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να μπορούν κανόνες όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης να τύχουν της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ή να θεωρηθούν δικαιολογημένοι με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

209    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 101, παράγραφος 3, και το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι κανόνες βάσει των οποίων για τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως από τρίτη επιχείρηση απαιτείται προηγούμενη άδεια των ενώσεων που είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων και κατά τους οποίους η συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοια διοργάνωση ελέγχεται από τις εν ενώσεις αυτές επ’ απειλή κυρώσεων δύνανται να εξαιρεθούν από την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ή να θεωρηθούν δικαιολογημένοι με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ μόνον εφόσον αποδεικνύεται, με πειστικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία, ότι πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προς τούτο προϋποθέσεις.

5.      Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την ερμηνεία των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ στην περίπτωση κανόνων σχετικών με τα δικαιώματα που συνδέονται με τις αθλητικές διοργανώσεις

210    Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανόνες θεσπισθέντες από ενώσεις, που είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων, οι οποίοι, αφενός, ορίζουν τις ενώσεις αυτές ως αρχικούς κατόχους όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από διοργανώσεις υπαγόμενες στη «δικαιοδοσία» τους, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων που συνδέονται με διοργάνωση τρίτης επιχειρήσεως, και οι οποίοι, αφετέρου, απονέμουν στις εν λόγω ενώσεις αποκλειστική εξουσία όσον αφορά την εμπορική εκμετάλλευση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων.

211    Επισημαίνεται συναφώς ότι, με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου, η FIFA και η UEFA υποστήριξαν επιμόνως ότι οι κανόνες του ελβετικού ιδιωτικού δικαίου τους οποίους μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο –ειδικότερα δε το άρθρο 67, παράγραφος 1, και το άρθρο 68, παράγραφος 1, του καταστατικού της FIFA–, καθόσον αφορούν τα δικαιώματα που απορρέουν από διοργανώσεις, αγώνες και άλλες εκδηλώσεις που υπάγονται στη «δικαιοδοσία» της FIFA και της UEFA, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι δεν έχουν εφαρμογή στο σύνολο των διοργανώσεων που εμπίπτουν στην εδαφική δικαιοδοσία και στις αντίστοιχες εξουσίες των δύο αυτών φορέων, αλλά μόνο στην περίπτωση των διοργανώσεων οι οποίες, μεταξύ των ανωτέρω, οργανώνονται από τους εν λόγω φορείς, αποκλειομένων εκείνων που θα μπορούσαν να οργανωθούν από τρίτους φορείς ή τρίτες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την εκ μέρους τους ερμηνεία των ως άνω κανόνων, η FIFA και η UEFA δεν μπορούν, επομένως, σε καμία περίπτωση να ισχυρισθούν ότι είναι δικαιούχοι των δικαιωμάτων που απορρέουν από διοργανώσεις τρίτων φορέων ή επιχειρήσεων.

212    Υπό τις συνθήκες αυτές και με την επισήμανση ότι, όπως παρατήρησε και η ενάγουσα της κύριας δίκης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου, οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες θα μπορούσαν να ερμηνευθούν με άλλον τρόπο, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών σημασιών που μπορεί να έχει ο όρος «δικαιοδοσία», και ότι, ως εκ τούτου, οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να τροποποιηθούν προς άρση κάθε αμφιβολίας ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο θα δώσει απάντηση στο υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα θεωρώντας δεδομένη την ερμηνεία που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη και λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση συμπληρωματικότητας που συνδέει τους επίμαχους κανόνες με τους κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων οι οποίοι αποτελούν το αντικείμενο των προηγούμενων προδικαστικών ερωτημάτων. Κατά συνέπεια, η απάντηση αυτή δεν θίγει την απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί στο διακριτό ζήτημα αν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ αντιτίθενται σε κανόνες με τους οποίους φορέας όπως η FIFA θα όριζε την ίδια ή έναν φορέα όπως η UEFA ως αρχικό κάτοχο όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από διοργανώσεις οι οποίες, μολονότι εμπίπτουν στην εδαφική δικαιοδοσία και υπόκεινται στις αντίστοιχες εξουσίες τους, θα οργανώνονταν από τρίτους φορείς ή τρίτες επιχειρήσεις.

α)      Επί της κατοχής των δικαιωμάτων που συνδέονται με τις αθλητικές διοργανώσεις

213    Κατά το άρθρο 345 ΣΛΕΕ, οι Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ δεν προδικάζουν με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη.

214    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ αντιτίθενται, επί της αρχής, σε κανόνες όπως αυτοί των άρθρων 67 και 68 του καταστατικού της FIFA, καθόσον οι συγκεκριμένοι κανόνες ορίζουν τον εν λόγω φορέα και την UEFA ως αρχικούς κατόχους όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διασυλλογικές επαγγελματικές ποδοσφαιρικές που οργανώνουν εντός της Ένωσης, με την απαραίτητη συνδρομή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών που μετέχουν στις διοργανώσεις αυτές.

215    Αντιθέτως, η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου εφαρμογή των συγκεκριμένων άρθρων πρέπει να έχουν ως αφετηρία το γεγονός ότι το καθεστώς ιδιοκτησίας των δικαιωμάτων επί των οποίων τυγχάνουν εφαρμογής τέτοιοι κανόνες μπορεί να διαφέρει αναλόγως κράτους μέλους και ότι, επομένως, το ζήτημα της σημασίας της έννοιας της «αρχικής κατοχής» στην οποία παραπέμπουν οι κανόνες αυτοί πρέπει να εξετασθεί πρωτίστως με γνώμονα το εφαρμοστέο δίκαιο στον τομέα της ιδιοκτησίας και της διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως επισήμαναν, κατ’ ουσίαν, πολλές από τις κυβερνήσεις που παρενέβησαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, ορισμένες εξ αυτών εξέθεσαν ότι η εν λόγω έννοια πρέπει να ερμηνευθεί, κατά το μέρος που τις αφορά και προκειμένου να είναι συμβατή με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου τους που έχει εφαρμογή στον τομέα της ιδιοκτησίας και της διανοητικής ιδιοκτησίας, ως «εκούσια εκχώρηση» ή ως «αναγκαστική εκχώρηση» δικαιωμάτων εκ μέρους των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων στις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, κατά τον χρόνο προσχωρήσεώς τους στις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, η οποία συμπληρώνεται με μεταγενέστερη εκχώρηση των ίδιων αυτών δικαιωμάτων στη FIFA και στην UEFA, κατά τον χρόνο της προσχωρήσεως των εθνικών ομοσπονδιών στη FIFA και στην UEFA.

216    Εντούτοις, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά το ως άνω ζήτημα, η εξέταση του οποίου θα συνεπαγόταν ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη και το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο αποτελεί κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες κατοχυρώνοντας το δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, χωρίς πάντως να προσδίδει στα δικαιώματα αυτά απόλυτο ή απαραβίαστο χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Spiegel Online, C‑516/17, EU:C:2019:625, σκέψη 56), όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο όσον αφορά ειδικώς τα επίμαχα εν προκειμένω δικαιώματα (αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, FIFA κατά Επιτροπής, C‑204/11 P, EU:C:2013:477, σκέψη 110, και της 18ης Ιουλίου 2013, UEFA κατά Επιτροπής, C‑201/11 P, EU:C:2013:519, σκέψη 102).

β)      Επί της εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων που συνδέονται με τις αθλητικές διοργανώσεις

217    Όσον αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, και το άρθρο 102 ΣΛΕΕ αντιτίθενται στους κανόνες τους οποίους μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, καθόσον αυτοί δεν αφορούν πλέον την αρχική κατοχή των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διασυλλογικές επαγγελματικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις της FIFA και της UEFA, αλλά την εμπορική εκμετάλλευση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων, από τις σκέψεις 115, 117, 118, 139 και 140 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι οι επίμαχοι κανόνες μπορούν να θεωρηθούν ταυτόχρονα, αφενός, ως «απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, αφετέρου, ως συμπεριφορά προερχόμενη από «επιχείρηση» η οποία κατέχει «δεσπόζουσα θέση» και η οποία απορρέει από την άσκηση ρυθμιστικής εξουσίας, ήτοι από μέσο διαφορετικό από εκείνα που διέπουν τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων.

218    Εν συνεχεία, το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 102, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ απαγορεύουν ρητώς τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και τις καταχρηστικές πρακτικές που συνίστανται στην παρεμπόδιση ή στον περιορισμό του ανταγωνισμού διά του περιορισμού ή του ελέγχου, μεταξύ άλλων παραμέτρων του ανταγωνισμού, της παραγωγής και της διαθέσεως επί ζημία των καταναλωτών.

219    Όπως, όμως, παρατήρησαν, μεταξύ άλλων, ορισμένες από τις κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και η Επιτροπή, ο ίδιος ο σκοπός των επίμαχων στην κύρια δίκη κανόνων είναι, όπως προκύπτει από την εξέταση του περιεχομένου τους, να αντικαταστήσει, κατά τρόπο δεσμευτικό και πλήρη, με ένα σύστημα αποκλειστικής και συλλογικής εκμεταλλεύσεως του συνόλου των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διασυλλογικές επαγγελματικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις της FIFA και της UEFA, υπό οποιαδήποτε μορφή, κάθε άλλον τρόπο εκμεταλλεύσεως ο οποίος θα μπορούσε να επιλεγεί ελεύθερα, ελλείψει τέτοιων κανόνων, από τους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους που συμμετέχουν στους αγώνες που διεξάγονται στο πλαίσιο των διοργανώσεων αυτών, ανεξαρτήτως αν ο εν λόγω τρόπος εκμεταλλεύσεως είναι ατομικός, διμερής ή ακόμη και πολυμερής.

220    Πράγματι, κανόνες όπως αυτοί των άρθρων 67 και 68 του καταστατικού της FIFA απονέμουν στην ένωση αυτή, με σαφή και συγκεκριμένη διατύπωση, την αποκλειστική εξουσία να καθορίζει, με πράξη κανονιστικού χαρακτήρα, τους όρους εκμεταλλεύσεως και χρήσεως, από την ίδια ή από τρίτον, των συγκεκριμένων δικαιωμάτων. Επιπλέον, απονέμουν στη FIFA και στην UEFA την αποκλειστική εξουσία να επιτρέπουν τη μετάδοση αγώνων ή εκδηλώσεων, περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, με οπτικοακουστικά ή άλλα μέσα, χωρίς περιορισμό τόπου, περιεχομένου, χρόνου ή τεχνικών μέσων.

221    Εξάλλου, οι ως άνω κανόνες ορίζουν, με εξίσου σαφή διατύπωση, ότι στις εξουσίες αυτές υπόκειται το σύνολο των εν λόγω δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για περιουσιακά δικαιώματα, δικαιώματα οπτικοακουστικής εγγραφής, αναπαραγωγής και μεταδόσεως, δικαιώματα πολυμέσων, δικαιώματα μάρκετινγκ και προώθησης ή ακόμη για δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας.

222    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ως άνω κανόνες παρέχουν στη FIFA και στην UEFA τη δυνατότητα να ελέγχουν στο σύνολό της την προσφορά δικαιωμάτων που συνδέονται με τις διασυλλογικές διοργανώσεις τους και, κατά συνέπεια, να παρεμποδίζουν πλήρως τον ανταγωνισμό μεταξύ επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων, όσον αφορά τα δικαιώματα που συνδέονται με τους αγώνες στους οποίους μετέχουν οι εν λόγω σύλλογοι. Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι αυτός ο τρόπος ανταγωνιστικής λειτουργίας της αγοράς δεν είναι καθόλου θεωρητικός αλλά αντιθέτως πραγματικός και συγκεκριμένος και ότι, για παράδειγμα, με τον τρόπο αυτόν λειτουργούσε μέχρι το 2015 η αγορά στην Ισπανία όσον αφορά τα οπτικοακουστικά δικαιώματα που συνδέονται με τις διοργανώσεις της οικείας εθνικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας.

223    Όσον αφορά, τέλος, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι τα διάφορα δικαιώματα που απορρέουν από τις διασυλλογικές επαγγελματικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις αποτελούν την κύρια πηγή εσόδων που μπορούν να αποκομίζουν από τις εν λόγω διοργανώσεις, μεταξύ άλλων, η FIFA και η UEFA ως διοργανώτριές τους, καθώς και οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, χωρίς τη συμμετοχή των οποίων οι εν λόγω διοργανώσεις δεν θα μπορούσαν να διεξάγονται. Επομένως, τα δικαιώματα αυτά βρίσκονται στο επίκεντρο της οικονομικής δραστηριότητας την οποία προκαλούν οι συγκεκριμένες διοργανώσεις και, ως εκ τούτου, η διάθεσή τους συνδέεται άρρηκτα με τη διεξαγωγή τους.

224    Στο ως άνω μέτρο, το μονοπώλιο το οποίο οι επίμαχοι στην κύρια δίκη κανόνες παρέχουν στον φορέα που τους θέσπισε, ήτοι στη FIFA ή στην UEFA, όσον αφορά την εκμετάλλευση και την εμπορία των δικαιωμάτων, συνδυάζεται με τον απόλυτο έλεγχο που διαθέτουν οι συγκεκριμένοι φορείς επί της διοργανώσεως και της εμπορικής εκμεταλλεύσεως των διοργανώσεων, χάρη στους κανόνες που αποτελούν το αντικείμενο των τριών πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, και ενισχύει τη νομική, οικονομική και πρακτική εμβέλεια των κανόνων αυτών.

225    Δεύτερον, ανεξαρτήτως της συνδεόμενης με αυτά οικονομικής δραστηριότητας, τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης δικαιώματα, εξεταζόμενα αυτοτελώς, συνιστούν ουσιώδες στοιχείο του συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού το οποίο οι Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ σκοπούν να εγκαθιδρύσουν και να διατηρούν, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο σε σχέση με τα δικαιώματα επί εμπορικού σήματος των οποίων είναι δικαιούχοι οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι (πρβλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2002, Arsenal Football Club, C‑206/01, EU:C:2002:651, σκέψεις 47 και 48). Πράγματι, συνιστούν νομικώς προστατευόμενα και με ιδία οικονομική αξία δικαιώματα με αντικείμενο την εμπορική εκμετάλλευση υπό διάφορες μορφές προϋφισταμένου προϊόντος ή υπηρεσίας, εν προκειμένω ενός αγώνα ή σειράς αγώνων όπου μια συγκεκριμένη ομάδα αναμετράται με μία ή περισσότερες άλλες.

226    Επομένως, πρόκειται για παράμετρο ανταγωνισμού την οποία οι επίμαχοι στην κύρια δίκη κανόνες αποσπούν από τον έλεγχο των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων που μετέχουν στις διασυλλογικές διοργανώσεις της FIFA και της UEFA.

227    Τρίτον, αντιθέτως προς την ίδια τη διεξαγωγή διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, η οποία αποτελεί οικονομική δραστηριότητα «οριζόντιας» φύσεως και στην οποία εμπλέκονται μόνον οι φορείς ή οι επιχειρήσεις που είναι πραγματικοί ή δυνητικοί διοργανωτές τους, η εμπορική εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις διοργανώσεις αυτές είναι «κάθετης» φύσεως, στο μέτρο που αφορά, από απόψεως προσφοράς, τους ίδιους αυτούς φορείς ή επιχειρήσεις και, από απόψεως ζητήσεως, επιχειρήσεις που επιθυμούν να αγοράσουν τα δικαιώματα, είτε με σκοπό να τα μεταπωλήσουν σε ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς και άλλους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (εμπόριο) είτε να μεταδώσουν οι ίδιοι ή οι ίδιες αγώνες μέσω διαφόρων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και διαφόρων μέσων, όπως η γραμμική ή η κατά παραγγελία τηλεόραση, η ραδιοφωνία, το Διαδίκτυο, ο εξοπλισμός κινητής τηλεφωνίας και άλλα καινοτόμα μέσα που εμφανίζονται στην αγορά. Επιπλέον, οι διάφοροι αυτοί φορείς μεταδόσεως μπορούν οι ίδιοι να πωλούν χώρο ή χρόνο σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε άλλους οικονομικούς τομείς, με σκοπό τη διαφήμιση ή τη χορηγία, προκειμένου οι δεύτερες να έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους κατά τη μετάδοση των αγώνων.

228    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου τους, των σκοπών τους οποίους επιδιώκουν αντικειμενικώς να επιτύχουν όσον αφορά τον ανταγωνισμό, καθώς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, κανόνες όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι ικανοί όχι μόνο να παρεμποδίσουν πλήρως τον ανταγωνισμό μεταξύ των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων που είναι μέλη των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών μελών της FIFA και της UEFA, στο πλαίσιο της εμπορικής εκμεταλλεύσεως των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τους αγώνες στους οποίους οι σύλλογοι αυτοί μετέχουν, αλλά και να επηρεάσουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού εις βάρος τρίτων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε ένα σύνολο αγορών μέσων ενημερώσεως ευρισκόμενων σε επόμενη βαθμίδα της εν λόγω εμπορικής εκμεταλλεύσεως, εις βάρος των καταναλωτών και των τηλεθεατών.

229    Ειδικότερα, τέτοιοι κανόνες καθιστούν δυνατό στους δύο φορείς στους οποίους παρέχουν μονοπώλιο στον συγκεκριμένο τομέα, υπό τη μορφή πλήρους ελέγχου της προσφοράς, να χρεώνουν υπερβολικές και, επομένως, καταχρηστικές τιμές πωλήσεως (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1978, United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής, 27/76, EU:C:1978:22, σκέψη 250, και της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Kanal 5 και TV 4, C‑52/07, EU:C:2008:703, σκέψεις 28 και 29), ως προς τις οποίες οι υφιστάμενοι ή δυνητικοί αγοραστές δικαιωμάτων έχουν κατ’ αρχήν περιορισμένη μόνον διαπραγματευτική ισχύ, λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους και αδιαμφισβήτητης θέσεως που κατέχουν στο πακέτο προγραμμάτων και εκπομπών που οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς μπορούν να προσφέρουν στους πελάτες τους και, γενικότερα, στους τηλεθεατές οι διασυλλογικές επαγγελματικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις και αγώνες, ως προϊόντα που μπορούν να προσελκύσουν και να καταστήσουν πιστό πελάτη ένα ευρύτατο κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Επιπλέον, υποχρεώνοντας το σύνολο των υφιστάμενων ή δυνητικών αγοραστών δικαιωμάτων να προμηθεύονται από δύο πωλητές, καθένας από τους οποίους προσφέρει ένα φάσμα προϊόντων που αποκλείουν οποιαδήποτε εναλλακτική προσφορά και χαίρουν ιδιαιτέρως ισχυρής εικόνας και φήμης, μπορούν να υποχρεώσουν τους εν λόγω υφιστάμενους ή δυνητικούς αγοραστές να καταστήσουν ομοιόμορφη τη συμπεριφορά τους στην αγορά και την προσφορά προς τους δικούς τους πελάτες, με αποτέλεσμα τη μείωση των δυνατοτήτων επιλογής και τον περιορισμό της καινοτομίας εις βάρος των καταναλωτών και των τηλεθεατών.

230    Για όλους τους ανωτέρω λόγους, μπορεί να γίνει δεκτό ότι κανόνες όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθόσον αντικαθιστούν, κατά τρόπο δεσμευτικό και πλήρη, κάθε άλλον τρόπο εκμεταλλεύσεως που θα μπορούσε να επιλεγεί ελεύθερα αν δεν υπήρχαν οι κανόνες αυτοί με έναν μηχανισμό αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως του συνόλου των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διασυλλογικές επαγγελματικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις της FIFA και της UEFA, έχουν «ως αντικείμενο» να εμποδίσουν ή να περιορίσουν τον ανταγωνισμό στις διάφορες οικείες αγορές, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και ότι συνιστούν «καταχρηστική εκμετάλλευση» δεσπόζουσας θέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, εκτός αν αποδειχθεί ότι είναι δικαιολογημένοι. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο οσάκις τέτοιοι κανόνες συνδυάζονται με κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων, όπως αυτοί που αποτελούν το αντικείμενο των προηγουμένων προδικαστικών ερωτημάτων.

γ)      Επί της υπάρξεως ενδεχόμενης δικαιολογήσεως

231    Όσον αφορά το ζήτημα αν τέτοιοι κανόνες δύνανται να πληρούν όλες τις υπομνησθείσες στις σκέψεις 190 και 204 της παρούσας αποφάσεως προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται για να μπορούν να τύχουν εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και να θεωρηθούν δικαιολογημένοι με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, αφού παράσχει στους διαδίκους της κύριας δίκης τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στο βάρος αποδείξεως που φέρουν αντιστοίχως.

232    Πάντως, πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι, ενώπιον του Δικαστηρίου, οι εναγόμενες της κύριας δίκης, πλείονες κυβερνήσεις και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι οι επίμαχοι κανόνες καθιστούν δυνατή τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, συμβάλλοντας στη βελτίωση τόσο της παραγωγής όσο και της διανομής. Συγκεκριμένα, υποστηρίχθηκε ότι, παρέχοντας στους υφιστάμενους ή δυνητικούς αγοραστές τη δυνατότητα να διαπραγματεύονται την αγορά δικαιωμάτων με δύο αποκλειστικούς πωλητές, πριν από κάθε διεθνή ή ευρωπαϊκή διοργάνωση των εν λόγω πωλητών, οι επίμαχοι κανόνες μειώνουν σημαντικά το κόστος των συναλλαγών τους καθώς και την αβεβαιότητα που θα αντιμετώπιζαν οι αγοραστές αν έπρεπε να διαπραγματευθούν κατά περίπτωση με τους μετέχοντες συλλόγους, των οποίων η θέση και τα συμφέροντα μπορούν να διαφέρουν ως προς την εμπορική εκμετάλλευση των δικαιωμάτων αυτών. Επιπλέον και κυρίως, παρέχουν στους εν λόγω υφιστάμενους ή δυνητικούς αγοραστές πρόσβαση, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις εφαρμοζόμενες κατά τρόπο συνεπή σε διεθνή ή ευρωπαϊκή κλίμακα, σε ασυγκρίτως ελκυστικότερα δικαιώματα από εκείνα που θα μπορούσαν να τους προτείνουν από κοινού οι σύλλογοι που μετέχουν σε κάποια συγκεκριμένη αναμέτρηση, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα δικαιώματα αυτά χαίρουν της φήμης της FIFA ή της UEFA και αφορούν, αν όχι το σύνολο μιας από τις διοργανώσεις τους, τουλάχιστον μια σημαντική ομάδα αγώνων προγραμματισμένων στις διάφορες φάσεις της διοργανώσεως (προκριματικοί αγώνες, αγώνες της φάσης των ομίλων και της τελικής φάσης).

233    Ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να προσκομίσουν οι διάδικοι της κύριας δίκης, να προσδιορίσει την έκταση της εν λόγω βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας και, σε περίπτωση που αποδειχθούν η ύπαρξη και το εύρος της βελτιώσεως αυτής, να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η συγκεκριμένη βελτίωση της αποτελεσματικότητας είναι ικανή να αντισταθμίσει τα προβλήματα που προκαλούν οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες στο πεδίο του ανταγωνισμού.

234    Δεύτερον, οι εναγόμενες της κύριας δίκης, πλείονες κυβερνήσεις και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι ένα δίκαιο μέρος του οφέλους που φαίνεται να προκύπτει από τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας την οποία συνεπάγονται οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες παρέχεται στους χρήστες. Ως εκ τούτου, το όφελος από τη συγκεντρωτική πώληση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις της FIFA και της UEFA διατίθεται, σε σημαντικό βαθμό, για χρηματοδοτήσεις ή έργα προοριζόμενα να διασφαλίσουν ορισμένη μορφή αλληλέγγυας αναδιανομής εντός του ποδοσφαίρου, προς όφελος όχι μόνον των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων που μετέχουν στις διοργανώσεις αυτές, αλλά και εκείνων που δεν μετέχουν, των ερασιτεχνικών συλλόγων, των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών, του γυναικείου ποδοσφαίρου, των νέων ποδοσφαιριστών, καθώς και των λοιπών κατηγοριών δραστηριοποιουμένων στον χώρο του ποδοσφαίρου. Ομοίως, η βελτίωση της παραγωγής και της διανομής που συνεπάγεται η εν λόγω συγκεντρωτική πώληση και η αλληλέγγυα αναδιανομή του κέρδους την οποία καθιστά δυνατή η πώληση αυτή ωφελούν, εν τέλει, τους οπαδούς, τους καταναλωτές, ήτοι τους τηλεθεατές, και, κατ’ επέκταση, όλους τους πολίτες της Ένωσης που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο.

235    Τα επιχειρήματα αυτά φαίνονται εκ πρώτης όψεως πειστικά, λαμβανομένων υπόψη των ουσιωδών χαρακτηριστικών των διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων που διεξάγονται σε παγκόσμια ή ευρωπαϊκή κλίμακα. Πράγματι, η εύρυθμη λειτουργία, η βιωσιμότητα και η επιτυχία τους στηρίζονται στη διατήρηση ισορροπίας και στη διασφάλιση σε ορισμένο βαθμό ίσων ευκαιριών μεταξύ των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων που μετέχουν σε αυτές, λαμβανομένης υπόψη της σχέσεως αλληλεξαρτήσεως που τους συνδέει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 143 της παρούσας αποφάσεως. Επιπλέον, οι εν λόγω διοργανώσεις εξαρτώνται από τους μικρότερους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους και ερασιτεχνικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους, οι οποίοι, μολονότι δεν συμμετέχουν στις διοργανώσεις αυτές, επενδύουν σε τοπικό επίπεδο στην πρόσληψη και κατάρτιση ταλαντούχων νέων ποδοσφαιριστών, ορισμένοι από τους οποίους θα ακολουθήσουν επαγγελματική σταδιοδρομία και θα μπορούν να ελπίζουν ότι θα μεταγραφούν σε σύλλογο που συμμετέχει στις συγκεκριμένες διοργανώσεις (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2010, Olympique Lyonnais, C‑325/08, EU:C:2010:143, σκέψεις 41 έως 45). Τέλος, η αλληλέγγυα λειτουργία του ποδοσφαίρου, υπό την προϋπόθεση ότι είναι πραγματική, μπορεί να ενισχύσει την εκπαιδευτική και κοινωνική λειτουργία που επιτελεί το ποδόσφαιρο εντός της Ένωσης.

236    Τούτου δοθέντος, το όφελος που συνεπάγεται η συγκεντρωτική πώληση των δικαιωμάτων σχετικά με τις διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις για κάθε κατηγορία χρηστών –περιλαμβανομένων όχι μόνον των επαγγελματικών και ερασιτεχνικών συλλόγων καθώς και των λοιπών δραστηριοποιούμενων στον χώρο του ποδοσφαίρου, αλλά και των θεατών και των τηλεθεατών– πρέπει να αποδειχθεί κατά τρόπο ουσιαστικό και συγκεκριμένο.

237    Επομένως, απόκειται, εν τέλει, στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως λογιστικής και οικονομικής φύσεως, τα οποία πρέπει να προσκομίσουν οι διάδικοι της κύριας δίκης, σε ποιο βαθμό τα εν λόγω επιχειρήματα, είτε αφορούν την «οριζόντια» αλληλεγγύη μεταξύ συλλόγων που μετέχουν στις εν λόγω διοργανώσεις είτε την «κάθετη» αλληλεγγύη προς τους διάφορους άλλους δραστηριοποιούμενους στον χώρο του ποδοσφαίρου, ισχύουν πράγματι στην περίπτωση των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνων.

238    Τρίτον, απόκειται, ομοίως, στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να προσκομίσουν οι διάδικοι της κύριας δίκης, αν οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες είναι απαραίτητοι για να επιτευχθεί η προμνημονευθείσα βελτίωση της αποτελεσματικότητας και για να διασφαλισθεί η αλληλέγγυα αναδιανομή δίκαιου μέρους του οφέλους που οφείλεται στη βελτίωση αυτή για το σύνολο των χρηστών, είτε πρόκειται για τους δραστηριοποιούμενους στον χώρο του επαγγελματικού ή ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου είτε για θεατές ή τηλεθεατές.

239    Όσον αφορά, τέταρτον, το ζήτημα αν οι επίμαχοι κανόνες επιτρέπουν να εξακολουθεί να υφίσταται ουσιαστικός ανταγωνισμός επί σημαντικού μέρους των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών, παρατηρείται ότι, ενώ εξαλείφουν πλήρως τον ανταγωνισμό ως προς την προσφορά, οι κανόνες αυτοί δεν φαίνεται, αντιθέτως, να εξαλείφουν, αφ’ εαυτών, τον ανταγωνισμό ως προς τη ζήτηση. Πράγματι, μολονότι μπορούν να επιβάλουν στους υφιστάμενους ή δυνητικούς αγοραστές την καταβολή υψηλότερου τιμήματος για την απόκτηση δικαιωμάτων και, επομένως, να μειώσουν τον αριθμό των αγοραστών που έχουν τέτοια δυνατότητα ή ακόμη και να παρακινήσουν τους αγοραστές να συνασπισθούν, παρέχουν, ως αντιστάθμισμα, στους αγοραστές τη δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα ελκυστικότερο προϊόν τόσο από απόψεως περιεχομένου όσο και εικόνας, για το οποίο ο ανταγωνισμός είναι έντονος, λαμβανομένης υπόψη της επίλεκτης θέσεως που το προϊόν αυτό κατέχει στο πακέτο προγραμμάτων ή εκπομπών που μπορεί να προσφερθεί στους πελάτες και, γενικότερα, στους τηλεθεατές.

240    Εντούτοις, η ύπαρξη και σημασία του ανταγωνισμού αυτού μπορούν να εκτιμηθούν από το αιτούν δικαστήριο μόνον λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών νομικών και οικονομικών συνθηκών υπό τις οποίες η FIFA ρυθμίζει την εκμετάλλευση και προβαίνει στην εμπορία των διαφόρων δικαιωμάτων (οπτικοακουστικών, πολυμέσων, μάρκετινγκ ή άλλων) που συνδέονται με τις διοργανώσεις, βάσει των άρθρων 67 και 68 του καταστατικού της. Ελλείψει ανταγωνισμού μεταξύ πωλητών και, επομένως, «μέσω των προϊόντων», ο εν λόγω ανταγωνισμός μπορεί να διασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, με την προσφυγή σε διαδικασία πλειοδοσίας, επιλογής ή σε ανοικτή διαφανή και αμερόληπτη διαδικασία προσκλήσεως υποβολής προσφορών, η οποία καταλήγει σε αμερόληπτη λήψη αποφάσεων και επιτρέπει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στους υφιστάμενους ή δυνητικούς αγοραστές να επιδίδονται σε ουσιαστικό και ανόθευτο ανταγωνισμό «για τα προϊόντα». Μπορεί επίσης να εξαρτάται από τη χρονική διάρκεια της προσφοράς των συγκεκριμένων δικαιωμάτων, τον αποκλειστικό ή μη χαρακτήρα τους, τη γεωγραφική τους εμβέλεια, τον αριθμό των αγώνων (παρτίδες) και το είδος των αγώνων (προκριματικοί αγώνες, αγώνες φάσεως ομίλων ή αγώνες που συνεπάγονται αποκλεισμό του ηττημένου) που μπορούν να μεταδοθούν, καθώς και από το σύνολο των λοιπών νομικών, τεχνικών και οικονομικών όρων υπό τους οποίους μπορούν να αποκτηθούν τα εν λόγω δικαιώματα. Πέραν αυτών των νομικών παραμέτρων, ο ανταγωνισμός μπορεί επίσης να εξαρτάται από τον αριθμό των υφιστάμενων ή δυνητικών αγοραστών, από την αντίστοιχη θέση τους στην αγορά και από τους δεσμούς που ενδεχομένως υφίστανται τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλους δραστηριοποιούμενους στον χώρο του ποδοσφαίρου, όπως είναι οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, άλλες επιχειρήσεις ή ακόμη και η ίδια η FIFA και η UEFA.

241    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι:

–        δεν αντιτίθενται σε κανόνες θεσπισθέντες από ενώσεις που είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων, καθόσον οι εν λόγω κανόνες ορίζουν τις ενώσεις αυτές ως αρχικούς κατόχους όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από διοργανώσεις υπαγόμενες στη «δικαιοδοσία» τους, σε περίπτωση κατά την οποία οι συγκεκριμένοι κανόνες έχουν εφαρμογή αποκλειστικώς στις διοργανώσεις των εν λόγω ενώσεων, εξαιρουμένων εκείνων που θα μπορούσαν να οργανώνονται από τρίτους φορείς ή τρίτες επιχειρήσεις·

–        αντιτίθενται σε τέτοιους κανόνες καθόσον αυτοί απονέμουν στις ως άνω ενώσεις αποκλειστική εξουσία στον τομέα της εμπορικής εκμεταλλεύσεως των επίμαχων δικαιωμάτων, εκτός αν αποδεικνύεται, με πειστικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία, ότι πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ώστε οι κανόνες αυτοί να εξαιρούνται, δυνάμει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, από το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και να θεωρούνται δικαιολογημένοι με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

Γ.      Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά τις ελευθερίες κυκλοφορίας

242    Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 45, 49, 56 και 63 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανόνες με τους οποίους ενώσεις που είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων εξαρτούν από την εκ μέρους τους χορήγηση προηγούμενης αδείας τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων από τρίτη επιχείρηση και ελέγχουν τη συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοιες διοργανώσεις, επ’ απειλή κυρώσεων, σε περίπτωση κατά την οποία οι κανόνες αυτοί δεν διέπονται από ουσιαστικά κριτήρια και από διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

1.      Επί του προσδιορισμού της κρίσιμης ελευθερίας κυκλοφορίας

243    Σε περίπτωση κατά την οποία εθνικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο την ερμηνεία διαφόρων διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με τις ελευθερίες κυκλοφορίας, προκειμένου να αποφανθεί επί μέτρου το οποίο αφορά ταυτοχρόνως πλείονες από τις ελευθερίες αυτές, και αποδεικνύεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου του, το συγκεκριμένο μέτρο αφορά πρωτίστως μία από τις εν λόγω ελευθερίες και δευτερευόντως τις άλλες, το Δικαστήριο περιορίζει, κατ’ αρχήν, την εξέτασή του στην ελευθερία την οποία αφορά κυρίως το μέτρο (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Liga Portuguesa de Futebol Profissional και Bwin International, C‑42/07, EU:C:2009:519, σκέψη 47, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Cilevičs κ.λπ., C‑391/20, EU:C:2022:638, σκέψεις 50 και 51).

244    Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, την ελευθερία εγκαταστάσεως, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Εντούτοις, οι κανόνες επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης έχουν πρωτίστως ως σκοπό να αποτελεί η χορήγηση προηγούμενης αδείας εκ μέρους της FIFA και της UEFA προϋπόθεση για τη διεξαγωγή και την εμπορική εκμετάλλευση κάθε νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως εντός της Ένωσης και, επομένως, να εξαρτάται από τη χορήγηση τέτοιας αδείας κάθε επιχείρηση που επιθυμεί να ασκήσει τέτοια οικονομική δραστηριότητα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος. Μολονότι είναι αληθές ότι οι εν λόγω κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας συνοδεύονται από κανόνες περί ελέγχου της συμμετοχής των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις εν λόγω διοργανώσεις, οι κανόνες της δεύτερης κατηγορίας μπορούν να θεωρηθούν, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα, δευτερεύοντες σε σχέση με τους πρώτους, υπό την έννοια ότι αποτελούν παρεπόμενο στοιχείο τους.

245    Επομένως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες της FIFA και της UEFA αφορούν, πρωτίστως, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, στην οποία εμπίπτουν όλες οι περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών που δεν προσφέρονται, κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική εγκατάσταση εντός του κράτους μέλους προορισμού (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Cilevičs κ.λπ., C‑391/20, EU:C:2022:638, σκέψη 53).

246    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο θα περιορισθεί στην εξέταση του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

2.      Επί της υπάρξεως εμποδίου στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

247    Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία παροχής υπηρεσιών τόσο υπέρ των παρόχων όσο και υπέρ των αποδεκτών των υπηρεσιών, αντιτίθεται σε κάθε μέτρο, ακόμη και να εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις, το οποίο δύναται να παρεμποδίσει την άσκηση της ελευθερίας αυτής απαγορεύοντας, παρακωλύοντας ή καθιστώντας λιγότερο ελκυστική τη δραστηριότητα των εν λόγω παρόχων υπηρεσιών εντός κρατών μελών διαφορετικών από εκείνα στα οποία είναι εγκατεστημένοι (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Liga Portuguesa de Futebol Profissional και Bwin International, C‑42/07, EU:C:2009:519, σκέψη 51, και της 3ης Μαρτίου 2020, Google Ireland, C‑482/18, EU:C:2020:141, σκέψεις 25 και 26).

248    Εν προκειμένω, τούτο συμβαίνει στην περίπτωση των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνων. Πράγματι, στο μέτρο που, κατά τα εκτιθέμενα από το αιτούν δικαστήριο, οι κανόνες αυτοί δεν διέπονται από ουσιαστικά κριτήρια και από διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους, επιτρέπουν στις FIFA και UEFA να ελέγχουν, κατά διακριτική ευχέρεια, τη δυνατότητα κάθε τρίτης επιχειρήσεως να οργανώνει και να εκμεταλλεύεται εμπορικώς διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις εντός της Ένωσης, τη δυνατότητα κάθε επαγγελματικού ποδοσφαιρικού συλλόγου να συμμετέχει σε τέτοιες διοργανώσεις, καθώς και, κατ’ επέκταση, τη δυνατότητα κάθε άλλης επιχειρήσεως να παρέχει υπηρεσίες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή ή την εμπορική εκμετάλλευση των εν λόγω διοργανώσεων, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 175 και 176 των προτάσεών του.

249    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ως άνω κανόνες δεν δύνανται απλώς να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστικές, αλλά και να εμποδίσουν τις διάφορες σχετικές οικονομικές δραστηριότητες, περιορίζοντας την πρόσβαση σε αυτές κάθε νεοεισερχομένου (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2009, Hartlauer, C‑169/07, EU:C:2009:141, σκέψη 34, και της 8ης Ιουνίου 2023, Prestige and Limousine, C‑50/21, EU:C:2023:448, σκέψη 62).

250    Ως εκ τούτου, οι εν λόγω κανόνες συνιστούν εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

3.      Επί της υπάρξεως ενδεχόμενης δικαιολογήσεως

251    Μέτρα μη κρατικής προελεύσεως μπορούν να γίνουν δεκτά, μολονότι παρακωλύουν την ελεύθερη κυκλοφορία την οποία κατοχυρώνει η Συνθήκη ΛΕΕ, εφόσον αποδεικνύεται, πρώτον, ότι η λήψη τους δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος, μη αμιγώς οικονομικής φύσεως, και, δεύτερον, ότι τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, στοιχείο που συνεπάγεται ότι πρέπει να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού και να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού μέτρου (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 104, και της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi, C‑22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 48). Όσον αφορά ειδικότερα την προϋπόθεση περί καταλληλότητας των εν λόγω μέτρων, υπενθυμίζεται ότι αυτά μπορούν να θεωρηθούν κατάλληλα για την επίτευξη του προβαλλόμενου σκοπού μόνον εφόσον υπαγορεύονται πράγματι από μέριμνα για την επίτευξή του κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό [πρβλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Liga Portuguesa de Futebol Profissional και Bwin International, C‑42/07, EU:C:2009:519, σκέψη 61, και της 6ης Οκτωβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Τριτοβάθμια εκπαίδευση), C‑66/18, EU:C:2020:792, σκέψη 178].

252    Όπως και στην περίπτωση μέτρων κρατικής προελεύσεως, απόκειται σε αυτόν που έλαβε τα επίμαχα μη κρατικά μέτρα να αποδείξει ότι πληρούνται σωρευτικώς οι δύο ως άνω προϋποθέσεις [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Κύπρου, C‑515/14, EU:C:2016:30, σκέψη 54, και της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Διαφάνεια των οργανώσεων), C‑78/18, EU:C:2020:476, σκέψη 77].

253    Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 142 έως 144 και 196 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η θέσπιση κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και περί συμμετοχής των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις διοργανώσεις αυτές μπορεί να δικαιολογηθεί, ακόμη και επί της αρχής, από σκοπούς γενικού συμφέροντος οι οποίοι θα διασφαλίζουν, πριν από τη διεξαγωγή τέτοιων διοργανώσεων, την τήρηση των αρχών, των αξιών και των κανόνων του παιχνιδιού που διέπουν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, ιδίως δε των αξιών του ανοικτού χαρακτήρα του αθλήματος, της επιβραβεύσεως της αθλητικής αξίας και της αλληλεγγύης, αλλά και την ένταξη των εν λόγω διοργανώσεων, κατά τρόπο ουσιαστικά ομοιογενή και χρονικώς συντονισμένο, στο «οργανωμένο σύστημα» εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών διοργανώσεων το οποίο χαρακτηρίζει το άθλημα του ποδοσφαίρου.

254    Εντούτοις, οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη θέσπιση τέτοιων κανόνων σε περίπτωση κατά την οποία οι κανόνες δεν συνοδεύονται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο και μη ενέχοντα διακρίσεις χαρακτήρα τους, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 147, 175, 176 και 199 της παρούσας αποφάσεως.

255    Πράγματι, προκειμένου ένα σύστημα χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, όπως αυτό που καθιερώνεται με τους συγκεκριμένους κανόνες, να μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένο, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να στηρίζεται σε αντικειμενικά, μη ενέχοντα διακρίσεις και εκ των προτέρων γνωστά κριτήρια, ώστε να οριοθετείται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία παρέχει στο αρμόδιο για τη χορήγηση ή μη της προηγούμενης αδείας όργανο και να αποτρέπεται η αυθαίρετη χρήση της εξουσίας αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2002, Canal Satélite Digital, C‑390/99, EU:C:2002:34, σκέψη 35, και της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi, C‑22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 65).

256    Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των επισημάνσεων του αιτούντος δικαστηρίου που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 248 της παρούσας αποφάσεως, οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνες δεν φαίνεται να μπορούν να θεωρηθούν δικαιολογημένοι από θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος.

257    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνες με τους οποίους ενώσεις που είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων εξαρτούν από την εκ μέρους τους χορήγηση προηγούμενης αδείας τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων από τρίτη επιχείρηση και ελέγχουν τη συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοιες διοργανώσεις, επ’ απειλή κυρώσεων, σε περίπτωση κατά την οποία οι κανόνες αυτοί δεν διέπονται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

258    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης το γεγονός ότι ενώσεις οι οποίες είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και οι οποίες ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων έχουν θεσπίσει και θέσει σε εφαρμογή κανόνες κατά τους οποίους, για τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως από τρίτη επιχείρηση, απαιτείται προηγούμενη άδεια των εν λόγω ενώσεων και κατά τους οποίους η συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοια διοργάνωση ελέγχεται από τις εν ενώσεις αυτές επ’ απειλή κυρώσεων, χωρίς οι διάφορες αυτές εξουσίες να οριοθετούνται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

2)      Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι συνιστά απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων η οποία έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού το γεγονός ότι ενώσεις, οι οποίες είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και οι οποίες ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων, έχουν θεσπίσει και θέσει σε εφαρμογή, άμεσα ή μέσω των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών που είναι μέλη τους, κανόνες κατά τους οποίους, για τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως από τρίτη επιχείρηση, απαιτείται προηγούμενη άδεια των εν λόγω ενώσεων και κατά τους οποίους η συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοια διοργάνωση ελέγχεται από τις ενώσεις αυτές επ’ απειλή κυρώσεων, χωρίς οι διάφορες αυτές εξουσίες να οριοθετούνται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

3)      Το άρθρο 101, παράγραφος 3, και το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι κανόνες βάσει των οποίων, για τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, νέας διασυλλογικής ποδοσφαιρικής διοργανώσεως από τρίτη επιχείρηση, απαιτείται προηγούμενη άδεια των ενώσεων που είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων και κατά τους οποίους η συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοια διοργάνωση ελέγχεται από τις εν ενώσεις αυτές επ’ απειλή κυρώσεων δύνανται να εξαιρεθούν από την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ή να θεωρηθούν δικαιολογημένοι με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ μόνον εφόσον αποδεικνύεται, με πειστικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία, ότι πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προς τούτο προϋποθέσεις.

4)      Τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι:

–        δεν αντιτίθενται σε κανόνες θεσπισθέντες από ενώσεις που είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων, καθόσον οι εν λόγω κανόνες ορίζουν τις ενώσεις αυτές ως αρχικούς κατόχους όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από διοργανώσεις υπαγόμενες στη «δικαιοδοσία» τους, σε περίπτωση κατά την οποία οι συγκεκριμένοι κανόνες έχουν εφαρμογή αποκλειστικώς στις διοργανώσεις των εν λόγω ενώσεων, εξαιρουμένων εκείνων που θα μπορούσαν να οργανώνονται από τρίτους φορείς ή τρίτες επιχειρήσεις·

–        αντιτίθενται σε τέτοιους κανόνες καθόσον αυτοί απονέμουν στις ως άνω ενώσεις αποκλειστική εξουσία στον τομέα της εμπορικής εκμεταλλεύσεως των επίμαχων δικαιωμάτων, εκτός αν αποδεικνύεται, με πειστικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία, ότι πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ώστε οι κανόνες αυτοί να εξαιρούνται, δυνάμει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, από το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και να θεωρούνται δικαιολογημένοι με γνώμονα το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

5)      Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνες με τους οποίους ενώσεις που είναι υπεύθυνες για το ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και ασκούν παράλληλα διάφορες οικονομικές δραστηριότητες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή διοργανώσεων εξαρτούν από την εκ μέρους τους χορήγηση προηγούμενης αδείας τη δημιουργία, εντός της Ένωσης, διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων από τρίτη επιχείρηση και ελέγχουν τη συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε τέτοιες διοργανώσεις, επ’ απειλή κυρώσεων, σε περίπτωση κατά την οποία οι κανόνες αυτοί δεν διέπονται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη ενέχοντα διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.