Language of document : ECLI:EU:T:2024:41

Προσωρινό κείμενο

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 25ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμία άσκησης προσφυγής – Εκπρόθεσμο – Προδήλως απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-280/23,

Oil company «Lukoil» PAO, με έδρα τη Μόσχα (Ρωσία), εκπροσωπούμενη από τους B. Lebrun και C. Alter, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους U. Rösslein και S. Toliušis,

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον M. Bauer και την L. Bratusca,

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον M. Burón Pérez και την A.‑C. Simon,

και

Registre de transparence,

καθών,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Schalin, πρόεδρο, P. Škvařilová-Pelzl και I. Nõmm (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την προσφυγή της δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Oil company «Lukoil» PAO, ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Γραμματείας του Registre de transparence [Μητρώου Διαφάνειας] Ares (2023) 1618717, της 6ης Μαρτίου 2023, με την οποία διατάχθηκε η διαγραφή της από το Μητρώο Διαφάνειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Σκεπτικό

2        Κατά το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

3        Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τις απαντήσεις της προσφεύγουσας και των καθών επί των από 11 Ιουλίου, 17 Αυγούστου και 5 Οκτωβρίου 2023 ερωτήσεων που τέθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, σχετικά με τον ενδεχομένως εκπρόθεσμο χαρακτήρα της προσφυγής. Ως εκ τούτου, αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία και χωρίς μάλιστα να απαιτείται επίδοση του δικογράφου της προσφυγής στους καθών, δεδομένου ότι, για τους λόγους που ακολουθούν, η προσφυγή πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη.

4        Σύμφωνα με το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως. Βάσει του άρθρου 60 του Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία αυτή πρέπει, επιπλέον, να παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπήν.

5        Όσον αφορά ειδικότερα τον υπολογισμό των προθεσμιών, το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει, αφενός, ότι, «όταν αφετηρία προθεσμίας προσδιοριζόμενης σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη αποτελεί ο χρόνος επελεύσεως ενός γεγονότος ή διενέργειας μιας πράξεως, η ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα το γεγονός ή διενεργείται η πράξη δεν υπολογίζεται στην προθεσμία» και, αφετέρου, ότι «οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγουν με την παρέλευση της αντίστοιχης ημέρας της τελευταίας εβδομάδας ή της αντίστοιχης ημερομηνίας του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους με την ημέρα ή την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός ή διενεργήθηκε η πράξη που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας».

6        Κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω προθεσμία για την άσκηση προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως, δεδομένου ότι τάσσεται για να εξασφαλίζεται η σαφήνεια και η βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων και να αποφεύγεται κάθε αυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης, εναπόκειται δε στον δικαστή της Ένωσης να εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, αν τηρήθηκε η προθεσμία αυτή (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 1997, Coen, C-246/95, EU:C:1997:33, σκέψη 21, και διάταξη της 19ης Ιανουαρίου 2018, Miasto Gliwice κατά Επιτροπής, T‑485/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:40, σκέψη 6).

7        Υπενθυμίζεται επίσης ότι απόκειται στον διάδικο που επικαλείται την εκπρόθεσμη άσκηση προσφυγής να αποδείξει την ημερομηνία κατά την οποία γνωστοποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, εν πάση περιπτώσει, την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της αποφάσεως αυτής, αν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2018, WL κατά ERCEA, T-493/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:852, σκέψη 59). Επομένως, εν προκειμένω, το βάρος της αποδείξεως αυτής φέρουν οι καθών.

8        Για να είναι έγκυρη η κοινοποίηση αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο ο αποδέκτης της να έχει πράγματι λάβει γνώση του περιεχομένου της, αλλά πρέπει να του έχει δοθεί η δυνατότητα να λάβει λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της. Συναφώς, η απόδειξη ότι ο αποδέκτης μιας αποφάσεως όχι μόνον την παρέλαβε, αλλά μπόρεσε και να λάβει λυσιτελώς γνώση αυτής, μπορεί να προκύπτει από διάφορες περιστάσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 31ης Ιουλίου 2020, TO κατά SEAE, T-272/19, EU:T:2020:361, σκέψη 42).

9        Σε αυτό το πλαίσιο, προκειμένου να αποδειχθεί ότι απόφαση κοινοποιηθείσα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κοινοποιήθηκε προσηκόντως στον αποδέκτη της σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ότι, κατά συνέπεια, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής άρχισε από την ημερομηνία αυτή, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αποδείξει, προσκομίζοντας τα απαιτούμενα προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία, όχι μόνον ότι η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον αποδέκτη της, υπό την έννοια ότι εστάλη στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ως άνω αποδέκτη και ότι την παρέλαβε ο ίδιος στη διεύθυνση αυτή, αλλά και ότι ο εν λόγω αποδέκτης ήταν σε θέση να λάβει λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, ήτοι ότι μπόρεσε να ανοίξει το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιείχε την επίμαχη απόφαση και, ως εκ τούτου, να λάβει προσηκόντως γνώση αυτής κατά την εν λόγω ημερομηνία (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Kerstens κατά Επιτροπής, C‑447/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:612, σκέψη 22).

10      Συναφώς, τεκμήριο κατά το οποίο ο αποδέκτης αποφάσεως κοινοποιηθείσας με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να έχει λάβει λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της παρά μόνον κατά την ημερομηνία κατά την οποία ήλεγξε τη θυρίδα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του, καθώς και τεκμήριο κατά το οποίο ο αποδέκτης μιας τέτοιας αποφάσεως είναι σε θέση να λάβει λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της, σε κάθε περίπτωση, μόλις την παραλάβει στη θυρίδα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του δεν θα ήταν σύμφωνα με τις διατάξεις που καθορίζουν την προθεσμία για την άσκηση προσφυγής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Kerstens κατά Επιτροπής, C‑447/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:612, σκέψη 25).

11      Εν προκειμένω, η Γραμματεία του Μητρώου Διαφάνειας κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την προσβαλλόμενη απόφαση με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Μαρτίου 2023. Η προσφεύγουσα ρητώς παραδέχθηκε ότι το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περιήλθε αυθημερόν στις θυρίδες ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των δύο εκπροσώπων που είχε ορίσει κατά την εγγραφή της στο Μητρώο Διαφάνειας (στο εξής: εκπρόσωποι). Κατά συνέπεια, η προβλεπόμενη στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ προθεσμία για να ζητηθεί η ακύρωση της πράξεως αυτής έληξε, κατ’ αρχήν, στις 16 Μαΐου 2023, ενώ η προσφυγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαΐου 2023. Ως εκ τούτου, προκύπτει εκ πρώτης όψεως ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

12      Η προσφεύγουσα, ωστόσο, στηρίζεται σε μια σειρά επιχειρημάτων για να αμφισβητήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής.

13      Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι έλαβε γνώση του από 6 Μαρτίου 2023 μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, διότι αυτό περιήλθε μεν αυθημερόν, πλην όμως εκτός εργασίμων ωρών στις θυρίδες ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των εκπροσώπων της. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να λάβει λυσιτελώς γνώση του περιεχόμενου του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος κατά την ημέρα κοινοποιήσεώς τους στους εκπροσώπους της.

14      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν οι καθών προσκόμισαν επαρκείς ενδείξεις με βάση τις οποίες θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας ήταν σε θέση να λάβουν λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Μαρτίου 2023 την ίδια ημέρα που αυτό περιήλθε στις θυρίδες ηλεκτρονικής αλληλογραφίας τους.

15      Συναφώς, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 31ης Μαρτίου 2023 προς τη Γραμματεία του Μητρώου Διαφάνειας, οι δικηγόροι της προσφεύγουσας υπέβαλαν, ως απάντηση στην προσβαλλόμενη απόφαση που επισυνάπτεται στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Μαρτίου 2023, αίτημα επανενάρξεως της έρευνας σύμφωνα με τα σημεία 7.3 και 7.4 του παραρτήματος III, της διοργανικής συμφωνίας, της 20ής Μαΐου 2021 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα υποχρεωτικό Μητρώο Διαφάνειας (ΕΕ 2021, L 207, σ. 1, στο εξής: διοργανική συμφωνία).

16      Διευκρινίζεται ότι το σημείο 7.3 του παραρτήματος III, της διοργανικής συμφωνίας προβλέπει ότι η Γραμματεία του Μητρώου Διαφάνειας μπορεί να εξετάσει αίτημα επανενάρξεως της έρευνας «εντός προθεσμίας [20] εργασίμων ημερών μετά την κοινοποίηση της απόφασής της στα ενδιαφερόμενα μέρη».

17      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά τους κανόνες υπολογισμού των προθεσμιών, το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 131), προβλέπει ότι, «[α]ν προθεσμία που προσδιορίζεται κατά ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη υπολογίζεται από τη στιγμή που συμβαίνει κάποιο γεγονός ή πραγματοποιείται κάποια ενέργεια, η ημέρα κατά την οποία συμβαίνει το γεγονός αυτό ή πραγματοποιείται η ενέργεια αυτή, δεν υπολογίζεται στην προθεσμία».

18      Τούτων δοθέντων, πρέπει να επισημανθεί ότι, προκειμένου να δικαιολογήσουν ότι το αίτημα επανενάρξεως της έρευνας ως προς την προσφεύγουσα υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας των 20 εργασίμων ημερών, οι νομικοί σύμβουλοι της προσφεύγουσας έκαναν ρητή μνεία, στην τελευταία παράγραφο του εγγράφου της 31ης Μαρτίου 2023, του γεγονότος ότι η προθεσμία των 20 εργασίμων ημερών άρχισε στις «7 Μαρτίου 2023» και ότι η προθεσμία αυτή των 20 εργασίμων ημερών έληξε στις «3 Απριλίου 2023».

19      Μια τόσο συγκεκριμένη πληροφορία, προερχόμενη από τους ίδιους τους νομικούς συμβούλους της προσφεύγουσας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά μόνον ως αναγνώριση εκ μέρους τους ότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιέχει την προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε πράγματι στους εκπροσώπους της στις 6 Μαρτίου 2023, ότι το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περιήλθε αυθημερόν στις θυρίδες ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των εν λόγω εκπροσώπων και ότι οι τελευταίοι έλαβαν γνώση του αυτού ή, τουλάχιστον, ήταν σε θέση να λάβουν λυσιτελώς γνώση αυτού κατά την ημέρα της ως άνω κοινοποιήσεως και της ως άνω παραλαβής. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιείχε την προσβαλλόμενη απόφαση «κοινοποιήθηκε προσηκόντως» στους εν λόγω εκπροσώπους στις 6 Μαρτίου 2023.

20      Πράγματι, εάν οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας δεν είχαν ανοίξει ή δεν ήταν σε θέση να ανοίξουν το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Μαρτίου 2023 παρά μόνον την επομένη της εν λόγω κοινοποιήσεως και παραλαβής του, ήτοι στις 7 Μαρτίου 2023, τότε το από 31 Μαρτίου 2023 έγγραφο, λογικά, θα ανέφερε την πληροφορία ότι η προθεσμία των 20 εργασίμων ημερών άρχισε στις 8 Μαρτίου 2023.

21      Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα που προβάλλει η προσφεύγουσα ότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κοινοποιήθηκε εκτός εργασίμων ωρών δεν αρκεί για να θέσει υπό αμφισβήτηση το σαφές γράμμα της τελευταίας παραγράφου του εγγράφου της 31ης Μαρτίου 2023.

22      Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιείχε την προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε, στις 6 Μαρτίου 2023, μόνο στους εκπροσώπους της βελγικής θυγατρικής της, ήτοι στην Lukoil Belgium NV, και όχι στην ίδια, και ότι, επομένως, δεν μπόρεσε να λάβει γνώση του εν λόγω μηνύματος την ημέρα εκείνη.

23      Η επιχειρηματολογία αυτή της προσφεύγουσας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

24      Πρώτον, υπογραμμίζεται, ότι, κατ’ αρχάς, το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της διοργανικής συμφωνίας προβλέπει ότι ως «εγγεγραμμένος» νοείται «κάθε εκπρόσωπος ομάδας συμφερόντων που έχει καταχωριστεί στο Μητρώο».

25      Εν συνεχεία, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της διοργανικής συμφωνίας ορίζει ότι απόκειται στους αιτούντες την εγγραφή να παράσχουν τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II της εν λόγω συμφωνίας. Μεταξύ των πληροφοριών που πρέπει να καταχωρίζονται στο Μητρώο Διαφάνειας, οι οποίες απαριθμούνται στο σημείο I του εν λόγω παραρτήματος, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το ονοματεπώνυμο του «προσώπου που είναι κατά νόμον υπεύθυνο για την οντότητα» καθώς και το ονοματεπώνυμο του «αρμοδίου για τις σχέσεις με την Ένωση προσώπου».

26      Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της διοργανικής συμφωνίας, η Γραμματεία του Μητρώου Διαφάνειας έχει καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικές με το εν λόγω Μητρώο για αιτούντες και εγγεγραμμένους, ώστε να διασφαλίζεται η συνεκτική εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές). Το σημείο 2 των κατευθυντήριων γραμμών, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχή της μοναδικής εγγραφής», προβλέπει ότι, για την αποφυγή πολλαπλών εγγραφών και την επιτάχυνση της διοικητικής διεκπεραιώσεως μιας αιτήσεως ή εγγραφής, οι εκπρόσωποι ομάδων συμφερόντων που δραστηριοποιούνται σε περισσότερες από μία χώρες (όπως, π.χ., πολυεθνικές) θα πρέπει να εγγράφουν τις δραστηριότητές τους στο Μητρώο μόνο μία φορά και, στο πλαίσιο αυτό, να καλύπτουν τις διάφορες άλλες οντότητες ενός δικτύου, ενός ομίλου επιχειρήσεων ή παρόμοιων φορέων. Οι κατευθυντήριες γραμμές διευκρινίζουν ότι, στην πράξη, η υποχρέωση εγγραφής βαρύνει κατά κανόνα το υποκατάστημα ή το γραφείο που εκπροσωπεί τα συμφέροντα της οντότητας έναντι των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

27      Στο σημείο 5 των κατευθυντήριων γραμμών, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πληροφορίες που πρέπει να καταχωρίζονται στο Μητρώο», περιλαμβάνεται η ενότητα 4 που αφορά το «νομικά υπεύθυνο πρόσωπο», το οποίο ορίζεται ως «πρόσωπο στο οποίο ο νόμος επιτρέπει να ενεργεί εξ ονόματος του εκπροσώπου συμφερόντων ή να τον εκπροσωπεί σε επαφές με δημόσιες αρχές».

28      Τέλος, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της διοργανικής συμφωνίας και κατά την έννοια του κώδικα δεοντολογίας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της εν λόγω συμφωνίας, οι εγγεγραμμένοι φέρουν την τελική ευθύνη για την ακρίβεια των πληροφοριών που έχουν παράσχει.

29      Δεύτερον, από το απόσπασμα του Μητρώου Διαφάνειας, το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή, προκύπτει ότι στο Μητρώο αυτό ήταν εγγεγραμμένη μόνον η προσφεύγουσα. Πράγματι, ουδόλως υπήρξε χωριστή εγγραφή της βελγικής θυγατρικής της η οποία μνημονεύεται απλώς ως «γραφείο αρμόδιο για τις σχέσεις με την Ένωση». Επομένως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της διοργανικής συμφωνίας και κατά την έννοια της αρχής της μοναδικής εγγραφής που προβλέπεται στο σημείο 2 των προμνησθεισών στη σκέψη 26 κατευθυντήριων γραμμών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μνεία της προσφεύγουσας ως μόνης οντότητας εγγεγραμμένης στο Μητρώο Διαφάνειας κάλυψε όλες τις επιχειρήσεις του ομίλου στον οποίο ανήκε η προσφεύγουσα σε όλες τις χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνταν ο όμιλος αυτός, συμπεριλαμβανομένης της βελγικής θυγατρικής, και ότι είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω θυγατρική ήταν επίσης εγγεγραμμένη στο Μητρώο.

30      Τρίτον, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το δηλωθέν από την προσφεύγουσα όνομα του «προσώπου που είναι κατά νόμον υπεύθυνο για την οντότητα» ήταν «κ. S.» και του «αρμοδίου για τις σχέσεις με την [Ένωση] προσώπου» ήταν «κ. Β.» Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, και του παραρτήματος II, σημείο I, της διοργανικής συμφωνίας, που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 25 ανωτέρω, και κατά την έννοια του προμνησθέντος στη σκέψη 27 σημείου 5 των κατευθυντηρίων γραμμών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ορίζοντας ένα πρόσωπο κατά νόμον υπεύθυνο και ένα πρόσωπο αρμόδιο για τις σχέσεις με την Ένωση, η προσφεύγουσα αποδέχθηκε τα πρόσωπα αυτά να ενεργούν εξ ονόματός της και ως εκπρόσωποι αρμόδιοι για τις σχέσεις της με τη Γραμματεία του Μητρώου Διαφάνειας. Επομένως, η μνεία των καθηκόντων που ασκούσαν οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας, ήτοι, αντιστοίχως, «εκτελεστικός διευθυντής» και «διευθυντής εμπορικών υποθέσεων» της βελγικής θυγατρικής της, ουδεμία επιρροή ασκεί στο γεγονός ότι ο ορισμός των προσώπων αυτών, από την προσφεύγουσα, ως κατά νόμον υπευθύνου, αφενός, και αρμοδίου για τις σχέσεις με την Ένωση, αφετέρου, υποδηλώνει ότι συμφωνεί να την εκπροσωπούν τα πρόσωπα αυτά κατά την επικοινωνία με τη Γραμματεία του Μητρώου Διαφάνειας.

31      Συναφώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι εκπρόσωποί της είχαν εντολή μόνο να παραλαμβάνουν κοινοποιούμενα έγγραφα και να εκπροσωπούν τη βελγική θυγατρική της δεν ευσταθεί. Αφενός, πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 28 ανωτέρω, τα εγγεγραμμένα πρόσωπα φέρουν την τελική ευθύνη για την ακρίβεια των πληροφοριών που έχουν παράσχει.

32      Αφετέρου, το συμπέρασμα ότι οι S. και Β. εκπροσωπούσαν την προσφεύγουσα και ενεργούσαν εξ ονόματός της ενισχύεται από το γεγονός ότι, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, η Γραμματεία του Μητρώου Διαφάνειας απηύθυνε, στις 14 Ιουλίου 2022, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την προσφεύγουσα μέσω της θυρίδας ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του S., εκπροσώπου της ορισθέντος ως «προσώπου κατά νόμον υπευθύνου», προκειμένου να την ενημερώσει για την απόφαση της Επιτροπής να διεξάγει έρευνα σε βάρος της και να αναστείλει προσωρινά την εγγραφή της. Στις 28 Ιουλίου 2022 ο S. ήταν το πρόσωπο που απέστειλε το απαντητικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τα μέλη της Γραμματείας του Μητρώου Διαφάνειας και τα παρέπεμψε στη συνημμένη «επίσημη απάντηση» της προσφεύγουσας επί του αιτήματός τους, στο πλαίσιο της κινηθείσας σε βάρος της έρευνας από την εν λόγω Γραμματεία. Πρέπει να προστεθεί ότι η εν λόγω επίσημη απάντηση υπογράφηκε συγκεκριμένα από τους S. και B.

33      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απευθύνεται στη «Lukoil, Boulevard Sretensky, 11, 101000 Μόσχα, Ρωσία», κοινοποιήθηκε πράγματι στους S. και B. μέσω των θυρίδων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας τους, οι οποίες μνημονεύονται στο απόσπασμα του Μητρώου.

34      Κατά τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, καθόσον περιέχει μόνο γενικές κρίσεις, και υπογραμμίζει ότι στις 31 Μαρτίου 2023 ζήτησε από τη Γραμματεία του Μητρώου Διαφάνειας την έκθεση έρευνας, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 2023. Θεωρεί, συνεπώς, ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής δεν μπορούσε να αρχίσει πριν από την παραλαβή της εν λόγω εκθέσεως.

35      Η ως άνω επιχειρηματολογία πρέπει να απορριφθεί.

36      Αφενός, στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Μαρτίου 2023 περιλαμβάνεται η προσβαλλόμενη απόφαση και όχι η έκθεση έρευνας της Γραμματείας του Μητρώου Διαφάνειας. Πράγματι, στο σημείο 7.1 του παραρτήματος ΙΙΙ της διοργανικής συμφωνίας ορίζεται ότι η εν λόγω Γραμματεία οφείλει να περατώσει την έρευνά της με «αιτιολογημένη απόφαση» και να κοινοποιήσει εγγράφως στα ενδιαφερόμενα μέρη την απόφαση αυτή. Το σημείο 4.11 του εν λόγω παραρτήματος προβλέπει ότι η Γραμματεία του Μητρώου Διαφάνειας παρέχει αντίγραφο της εκθέσεως έρευνάς της στους εγγεγραμμένους μόνον «κατόπιν αιτήσεώς του». Επομένως, το γεγονός ότι η διοργανική συμφωνία παρέχει στους εγγεγραμμένους τη δυνατότητα να ζητήσουν αντίγραφο της εκθέσεως έρευνας ουδόλως επηρεάζει την αφετηρία της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ήτοι την ημερομηνία επιδόσεως της αποφάσεως που κοινοποιήθηκε κατ’ εφαρμογήν του σημείου 7.1 του εν λόγω παραρτήματος. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλλει βασίμως ότι οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής έπρεπε να ανασταλούν ενόσω δεν είχε λάβει την έκθεση έρευνας.

37      Αφετέρου, η απάντηση στο ερώτημα του υπολογισμού της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής δεν εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα σχετικά με την επάρκεια της αιτιολογήσεως που περιλαμβάνεται στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Μαρτίου 2023.

38      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα ήταν απολύτως σε θέση να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ενδεχομένως, να προβάλλει ότι η απόφαση αυτή δεν ανταποκρινόταν πλήρως στην υποχρέωση αιτιολογήσεως, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των λόγων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση –οι οποίοι αφορούν, μεταξύ άλλων, τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας στο πλαίσιο εκπροσωπήσεως ομάδων συμφερόντων με σκοπό τον επηρεασμό της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Ένωσης, τόσο απευθείας, όσο και μέσω της βελγικής θυγατρικής της, καθώς και την κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως η οποία καταδείκνυε τη θέση της ως ισχυρής εκπροσώπου ομάδας συμφερόντων ασκούσας επιρροή στο όνομα της Ρωσικής Κυβερνήσεως– και, αφετέρου, του γνωστού στην προσφεύγουσα πλαισίου λόγω της ανταλλαγής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ αυτής και της Γραμματείας του Μητρώου Διαφάνειας, η οποία προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

39      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, χωρίς να απαιτείται να κριθεί το παραδεκτό της καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του Μητρώου Διαφάνειας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδόθηκε πριν από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής στους καθών, ορίζεται απλώς ότι η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 133 του Κανονισμού Διαδικασίας. Το γεγονός ότι οι καθών κλήθηκαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που μνημονεύονται στη σκέψη 3 ανωτέρω δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

εκδίδει την ακόλουθη διάταξη:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη.

2)      Η Oil company «Lukoil» PAO φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Λουξεμβούργο, 25 Ιανουαρίου 2024.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

V. Di Bucci

 

F. Schalin


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.