Language of document : ECLI:EU:C:2024:308

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAEL ANTHONY COLLINS

της 11ης Απριλίου 2024 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-647/21 και C-648/21

D.K. (C-647/21)

M.C.,

M.F. (C-648/21)

παρισταμένων των:

Prokuratura Rejonowa w Bytowie,

Prokuratura Okręgowa w Łomży

[αιτήσεις του Sąd Okręgowy w Słupsku
(περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστικές παραπομπές – Κράτος δικαίου – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Αρχές της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών – Αρχή της “εσωτερικής” ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης – Πράξη του συμβουλίου διοίκησης εθνικού δικαστηρίου περί αφαίρεσης υποθέσεων από δικαστή χωρίς τη συγκατάθεσή του – Μετακίνηση δικαστή από τμήμα εφέσεων σε πρωτοβάθμιο τμήμα εθνικού δικαστηρίου χωρίς τη συγκατάθεσή του – Απουσία διαδικαστικών εγγυήσεων και δικαστικού ελέγχου κατά το εθνικό δίκαιο – Παράνομη εφαρμογή εθνικών κανόνων – Υπεροχή του δικαίου της Ένωσης»






 Εισαγωγή

1.        Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων, οι οποίες υποβλήθηκαν από τη δικαστή A. N-B. του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk, Πολωνία) στις 20 Οκτωβρίου 2021, αφορούν κυρίως το περιεχόμενο και την πρακτική εφαρμογή της έννοιας της «εσωτερικής» ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, δηλαδή της ελευθερίας των δικαστών από αθέμιτες επιρροές ή πιέσεις προερχόμενες από τους κόλπους του δικαστικού σώματος.

2.        Τον Οκτώβριο του 2021, ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) αποφάσισε τη μετακίνηση της δικαστή A. N-B. από το έκτο ποινικό τμήμα του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk), ήτοι από τμήμα εφέσεων, στο δεύτερο ποινικό τμήμα του ίδιου δικαστηρίου, το οποίο εκδικάζει υποθέσεις σε πρώτο βαθμό. Εβδομήντα (2) υποθέσεις οι οποίες της είχαν ανατεθεί, συμπεριλαμβανομένων αυτών στις οποίες στηρίζονται οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων [στο εξής: επίμαχες εν προκειμένω υποθέσεις], της αφαιρέθηκαν και ανατέθηκαν (3) σε άλλους δικαστές (4). Τα ως άνω μέτρα ελήφθησαν χωρίς τη συγκατάθεση της δικαστή A. N-B. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά αποσκοπούσαν στο να την αποτρέψουν από το να ελέγξει, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας της σε δεύτερο βαθμό, εάν στις υποθέσεις των οποίων είχε επιληφθεί ικανοποιούνταν η απαίτηση της ύπαρξης δικαστηρίου που να έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, η δικαστής A. N-B. εκτιμά ότι τα εν λόγω μέτρα παραβιάζουν τις αρχές της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών. Ως εκ τούτου, ζητεί να διευκρινιστεί εάν, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, ο τρόπος διορισμού των μελών του συμβουλίου διοίκησης, η έλλειψη συγκατάθεσής της και η απουσία οποιωνδήποτε κριτηρίων σχετικών με την αφαίρεση των υποθέσεων από την ίδια τής παρέχουν το δικαίωμα να εκδικάσει τις επίμαχες εν προκειμένω υποθέσεις.

 Νομικό πλαίσιο – Πολωνική νομοθεσία

 Ο νόμος περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων

3.        Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων) της 27ης Ιουλίου 2021 (Dziennik Ustaw αριθ. 98, θέση 1070), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών (στο εξής: νόμος περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων), τα όργανα του dyrektor sądu sąd okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου) είναι ο πρόεδρός του, το συμβούλιο διοίκησής του και ο διευθυντής του.

4.        Το άρθρο 22a του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων ορίζει τα εξής:

«1.      […] ο πρόεδρος του sąd okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου), κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης του περιφερειακού δικαστηρίου, καθορίζει τον τρόπο κατανομής των καθηκόντων· τούτο περιλαμβάνει ιδίως:

1)      την τοποθέτηση των δικαστών […] στα τμήματα του δικαστηρίου·

2)      την έκταση των καθηκόντων […] των δικαστών, καθώς και τον τρόπο συμμετοχής τους στην ανάθεση των υποθέσεων·

3)      το πρόγραμμα υπηρεσιών και το πρόγραμμα αντικαταστάσεων για τους δικαστές, […]

–        λαμβανομένης υπόψη της εξειδίκευσης των δικαστών […] για την εκδίκαση διαφόρων ειδών υποθέσεων, της ανάγκης να διασφαλιστεί ότι οι δικαστές […] έχουν κατανεμηθεί καταλλήλως μεταξύ των τμημάτων του δικαστηρίου και τα καθήκοντά τους έχουν κατανεμηθεί ομοιόμορφα καθώς και της ανάγκης διασφάλισης της ομαλής διεξαγωγής της δικαστικής διαδικασίας.

[…]

4.      Ο πρόεδρος του δικαστηρίου μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να καθορίσει, πλήρως ή εν μέρει, νέο τρόπο κατανομής των καθηκόντων, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τους λόγους στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 1 του παρόντος. […]

4a.      Για τη μετακίνηση δικαστή σε διαφορετικό τμήμα του δικαστηρίου απαιτείται η συγκατάθεσή του.

4b.      Η συγκατάθεση του δικαστή για τη μετακίνησή του σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου δεν απαιτείται εάν:

1)      ο δικαστής μετακινείται σε τμήμα το οποίο εκδικάζει υποθέσεις του ίδιου τομέα·

[…]

5.      Δικαστής ή πάρεδρος του οποίου τα καθήκοντα μεταβάλλονται κατά τρόπο που συνεπάγεται μεταβολή του εύρους των υποχρεώσεών τους, ιδίως λόγω της μετακίνησής του σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου, δύναται να προσφύγει ενώπιον του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (στο εξής: ΕΔΣ) εντός επτά ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης των νέων καθηκόντων του. Δεν προβλέπεται δικαίωμα προσφυγής σε περίπτωση:

1)      μετακίνησής του σε τμήμα το οποίο εξετάζει υποθέσεις του ίδιου τομέα·

[…]

6.      Η προσφυγή για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 5 ασκείται μέσω του προέδρου του δικαστηρίου ο οποίος έχει αναθέσει τα καθήκοντα που αποτελούν το αντικείμενο της προσφυγής. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου διαβιβάζει την προσφυγή στο [ΕΔΣ] εντός 14 ημερών από την παραλαβή της, συνοδευόμενη από τις παρατηρήσεις του επί του ζητήματος. Το [ΕΔΣ] εκδίδει απόφαση με την οποία κάνει δεκτή ή απορρίπτει την προσφυγή του δικαστή, λαμβάνοντας υπόψη του τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η απόφαση του [ΕΔΣ] επί της προσφυγής της παραγράφου 5 δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Κατά της αποφάσεως του [ΕΔΣ] δεν χωρεί έφεση. Μέχρι την έκδοση της ως άνω αποφάσεως, ο δικαστής ή ο πάρεδρος εξακολουθεί να ασκεί τα τρέχοντα καθήκοντά του».

5.        Το άρθρο 30, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Το συμβούλιο διοίκησης του sąd okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου) αποτελείται από:

1)      τον πρόεδρο του sąd okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου)·

2)      τους προέδρους των sądy rejonowe (τοπικών δικαστηρίων) της εδαφικής περιφέρειας του sąd okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου).»

6.        Το άρθρο 47a του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«1.      Οι υποθέσεις ανατίθενται στους δικαστές και στους παρέδρους κατόπιν κλήρωσης, βάσει κατηγοριοποίησης των διαφόρων υποθέσεων, πλην της περίπτωσης ανάθεσης υποθέσεως στον δικαστή υπηρεσίας.

2.      Οι υποθέσεις ανατίθενται ισομερώς ανάλογα με τις επιμέρους κατηγορίες υποθέσεων, εκτός εάν ο αριθμός των αναλογούντων υποθέσεων έχει μειωθεί λόγω της θέσης του δικαστή, της συμμετοχής του στην ανάθεση υποθέσεων άλλης κατηγορίας ή για άλλους εκ του νόμου προβλεπόμενους λόγους».

7.        Το άρθρο 47b του ίδιου νόμου έχει ως ακολούθως:

«1.      Η μεταβολή της σύνθεσης ενός δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση αδυναμίας του να εξετάσει την υπόθεση υπό την αρχική του σύνθεση ή σε περίπτωση μονίμου κωλύματος που εμποδίζει την εξέταση της υπόθεσης υπό την αρχική του σύνθεση. Οι διατάξεις του άρθρου 47a εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν

[…]

3.      Οι αποφάσεις στις υποθέσεις [της παραγράφου 1] λαμβάνονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή από τον δικαστή που ορίζεται από αυτόν.

4.      Η μεταβολή του τόπου στον οποίο υπηρετεί ο δικαστής ή η απόσπασή του σε άλλο δικαστήριο καθώς και η λήξη της απόσπασης δεν εμποδίζουν την άσκηση καθηκόντων σε υποθέσεις οι οποίες του ανατέθηκαν στον τόπο όπου υπηρετεί ή στον τόπο όπου ασκεί επί του παρόντος τα καθήκοντά του, έως την περάτωσή τους.

5.      Το συμβούλιο διοίκησης του δικαστηρίου στη δικαιοδοσία του οποίου εμπίπτει ο νέος τόπος στον οποίο υπηρετεί ο δικαστής ή ο τόπος απόσπασής του δύναται, είτε κατόπιν αιτήματος του δικαστή είτε αυτεπαγγέλτως, να τον απαλλάξει από τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την εκδίκαση υποθέσεων εν όλω ή εν μέρει, ιδίως λόγω της εξαιρετικά μεγάλης απόστασης μεταξύ του δικαστηρίου αυτού και του νέου τόπου στον οποίο υπηρετεί ο δικαστής ή του τόπου απόσπασής του, ανάλογα με το στάδιο της εξέλιξης της δίκης στις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί ή εκδικάζει. Πριν από την έκδοση της σχετικής πράξεώς του, το συμβούλιο διοίκησης διαβουλεύεται με τους προέδρους των αρμοδίων δικαστηρίων.

6.      Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 εφαρμόζονται αναλογικά σε περίπτωση μετακίνησης σε άλλο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8.        Στην υπόθεση C-647/21, το Sąd Rejonowy w B. (τοπικό δικαστήριο του B., Πολωνία) καταδίκασε τον D.K. στις 11 Δεκεμβρίου 2020 για την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 190, παράγραφος 1, του ustawa z dnia 6 czerwca 1997 r. – Kodeks karny (νόμου της 6ης Ιουνίου 1997 περί ποινικού κώδικα) και του επέβαλε στερητική της ελευθερίας ποινή (5). Τον Φεβρουάριο του 2021, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του D.K άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας να μειωθεί η ποινή. Στη δικαστή A. N-B. ανατέθηκε να εκδικάσει την έφεση ως εισηγήτρια δικαστής και πρόεδρος του μονομελούς δικαστικού σχηματισμού.

9.        Στην υπόθεση C-648/21, οι M.C. και M.F. κατηγορήθηκαν για «κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο αξιωματούχο» κατά την έννοια του άρθρου 231, παράγραφος 1, του ustawa z dnia 6 czerwca 1997 r. – Kodeks karny (νόμου της 6ης Ιουνίου 1997 περί ποινικού κώδικα) (6). Τον Μάρτιο του 2016, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον M.F. και του επέβαλε στερητική της ελευθερίας ποινή (7). Ο M.C. αθωώθηκε. Τον Νοέμβριο του 2016, το εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προς επανεξέταση. Τον Δεκέμβριο του 2017, το τελευταίο καταδίκασε τους M.C. και M.F για τα επίδικα αδικήματα. Κατόπιν άσκησης νέας εφέσεως, τον Απρίλιο του 2019, το εφετείο απάλλαξε τον M.C. και επικύρωσε την καταδικαστική απόφαση για τον M.F.. Ο γενικός εισαγγελέας (Prokurator Generalny) άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της εφετειακής αποφάσεως ενώπιον του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία). Τον Απρίλιο του 2020, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) αναίρεσε την απόφαση του εφετείου και ανέπεμψε σε αυτό την υπόθεση προς επανεξέταση κατ’ έφεση. Η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk), του οποίου το τμήμα εφέσεων επρόκειτο να εξετάσει την υπόθεση με σύνθεση αποτελούμενη από τον πρόεδρο του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk), την εισήγητρια δικαστή και πρόεδρο του δικαστικού σχηματισμού –δηλαδή τη δικαστή A. N-B.– και έναν τρίτο δικαστή.

10.      Σε μια μη συνδεδεμένη υπόθεση, τον Σεπτέμβριο του 2021 (8), η δικαστής A. N-B. εξέδωσε διάταξη, επικαλούμενη το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και ζητώντας από τον πρόεδρο του τμήματος εφέσεων του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) να αντικαταστήσει τον πρόεδρο του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) στον δικαστικό σχηματισμό που είχε επιληφθεί της συγκεκριμένης υποθέσεως. Στην ως άνω διάταξη επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) –ο οποίος είχε διοριστεί στο εν λόγω δικαστήριο βάσει πράξεως του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, Πολωνία, στο εξής: ΕΔΣ) υπό τη νέα του σύνθεση (9)– τοποθετήθηκε στον δικαστικό αυτό σχηματισμό συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών [στο εξής: ΕΣΔΑ], η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, του άρθρου 47 του Χάρτη, του άρθρου 45 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας και της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) Reczkowicz κατά Πολωνίας (10).

11.      Ο αντιπρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) ακύρωσε τη διάταξη βάσει του άρθρου 42a, παράγραφος 2, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο αντιπρόεδρος διορίστηκε κατόπιν πράξεως του ΕΔΣ (11). Εν συνεχεία, ο Πολωνός Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος ήταν παράλληλα και Γενικός Εισαγγελέας (Prokurator Generalny), τον τοποθέτησε ως αντιπρόεδρο του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk). Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ο αντιπρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) δύναται να ακυρώσει τη διάταξή του στο πλαίσιο διοικητικής δίκης, δεδομένου ότι η σύνθεση του εν λόγω δικαστηρίου αποτελεί δικαστικό ζήτημα στο οποίο δεν επιτρεπόταν να παρέμβει ο αντιπρόεδρος, Εν πάση περιπτώσει, η διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (12), περί αναστολής της εφαρμογής ορισμένων διατάξεων της πολωνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 42a, παράγραφος 1, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, στερεί από τον αντιπρόεδρο του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) κάθε εξουσία λήψης οποιουδήποτε μέτρου με βάση την ως άνω διάταξη.

12.      Στις αρχές Οκτωβρίου 2021, σε μια άλλη υπόθεση, η δικαστής A. N-B. εξαφάνισε απόφαση δικαστηρίου κατωτέρου βαθμού η οποία είχε εκδοθεί από δικαστή που διορίστηκε κατόπιν πράξεως (13) του ΕΔΣ (14).

13.      Στις 11 Οκτωβρίου 2021, εκδόθηκε η πράξη του συμβουλίου διοίκησης με την οποία αφαιρέθηκαν περίπου εβδομήντα υποθέσεις από τη δικαστή A. N-B., συμπεριλαμβανομένων των επίμαχων εν προκειμένω υποθέσεων. Η αφαίρεση πραγματοποιήθηκε χωρίς τη συγκατάθεση της δικαστή A. N-B. και «χωρίς ad hoc αίτημα όπως προβλέπεται από τον νόμο». Η πράξη του συμβουλίου διοίκησης δεν επιδόθηκε στη δικαστή A. N-B. και ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) την ενημέρωσε απλώς ότι της αφαιρέθηκαν οι συγκεκριμένες υποθέσεις. Η δικαστής A. N-B. αγνοεί τόσο την αιτιολογία όσο και τη νομική βάση της πράξεως. Παρότι υπέβαλε δύο σχετικές αιτήσεις, ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) αρνήθηκε να της επιτρέψει την πρόσβαση στο κείμενο της πράξεως.

14.      Στις 13 Οκτωβρίου 2021, ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) εξέδωσε διάταξη (15) για τη μετακίνηση της δικαστή A. N-B. από το τμήμα εφέσεων (16) του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) (17) στο πρωτοβάθμιο τμήμα του δικαστηρίου αυτού (στο εξής: διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021) (18). Η διάταξη αναφέρεται «λακωνικά» στην ανάγκη διασφάλισης της ορθής λειτουργίας των τμημάτων εφέσεων και των πρωτοβάθμιων τμημάτων του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk), καθώς και γενικόλογα σε κάποια αλληλογραφία μεταξύ του προέδρου του εν λόγω δικαστηρίου και του προέδρου ενός εκ των τμημάτων αυτών. Στις 18 Οκτωβρίου 2021, η διάταξη του προέδρου του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) τέθηκε σε ισχύ και επιδόθηκε στη δικαστή A. N-B. Η διάταξη δεν περιλαμβάνει καμία πληροφορία όσον αφορά τυχόν μέσα έννομης προστασίας που έχει στη διάθεσή της η δικαστής προκειμένου να την προσβάλει.

15.      Στις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή επισημαίνει ότι κατά της δικαστή A. N‑B. είχε επίσης κινηθεί πειθαρχική διαδικασία και ότι, από τις 29 Οκτωβρίου 2021, είχε τεθεί σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων της για έναν τουλάχιστον μήνα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 24 Ιανουαρίου 2024, η Πολωνική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε την ύπαρξη της προαναφερθείσας πειθαρχικής διαδικασίας, δεν ήταν όμως σε θέση να παράσχει οποιοδήποτε πληροφοριακό στοιχείο ως προς την έκβασή της.

16.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν, υπό το πρίσμα των ως άνω περιστάσεων και της αποφάσεως Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής (19), η αφαίρεση των επίμαχων εν προκειμένω υποθέσεων από τη δικαστή A. N-B. συνιστά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και του άρθρου 47 του Χάρτη. Σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι συντρέχει παράβαση των διατάξεων αυτών, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστη την πράξη του συμβουλίου διοίκησης, με συνέπεια η δικαστής A. N-B. να εξακολουθήσει να είναι πρόεδρος του μονομελούς δικαστικού σχηματισμού στην υπόθεση την οποία αφορά η προδικαστική παραπομπή C-647/21, καθώς και εισηγήτρια δικαστής και πρόεδρος του τριμελούς δικαστικού σχηματισμού στην υπόθεση την οποία αφορά η προδικαστική παραπομπή C-648/21. Κατόπιν τούτου, το Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Słupsk) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Έχει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του [Χάρτη], την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικές διατάξεις, όπως το άρθρο 47b, παράγραφοι 5 και 6, σε συνδυασμό με τα άρθρα 30, παράγραφος 1 και 24, παράγραφος 1, του ustawa z dnia 27 lipca 2001 r. – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου της 27ης Ιουλίου 2001, περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων), βάσει των οποίων όργανο εθνικού δικαστηρίου, όπως το συμβούλιο διοίκησής του, έχει την εξουσία να απαλλάξει δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου από την υποχρέωσή του να κρίνει ορισμένες ή όλες τις υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί, σε περίπτωση που:

α)      νόμος ορίζει ότι το συμβούλιο διοίκησης του δικαστηρίου αποτελείται από προέδρους δικαστηρίων οι οποίοι έχουν διοριστεί στη θέση τους αυτή από όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και Γενικός Εισαγγελέας·

β)      η απαλλαγή του δικαστή από την υποχρέωσή του να εκδικάσει τις υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί γίνεται χωρίς τη συγκατάθεσή του·

γ)      το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει κριτήρια τα οποία θα πρέπει να διέπουν την απόφαση του συμβουλίου διοίκησης δικαστηρίου περί απαλλαγής δικαστή από την υποχρέωσή του να κρίνει τις υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί, καθώς και την υποχρέωση αιτιολόγησης και τον δικαστικό έλεγχο μιας τέτοιας απαλλαγής·

δ)      ορισμένα μέλη του συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου διορίστηκαν σε θέση δικαστή υπό περιστάσεις ανάλογες με εκείνες της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C-791/19, EU:C:2021:596);

2.      Έχουν οι προαναφερθείσες στο πρώτο ερώτημα διατάξεις καθώς και η αρχή της υπεροχής την έννοια ότι τόσο το εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται ποινικής υποθέσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/343[ (20)], και του οποίου δικαστής απαλλάσσεται κατά τον τρόπο που περιγράφεται στο πρώτο ερώτημα από την υποχρέωση να κρίνει την υπόθεση, όσο και όλα τα όργανα του κράτους δικαιούνται (ή υποχρεούνται) να μη λάβουν υπόψη την πράξη του συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου και τυχόν άλλες μεταγενέστερες πράξεις, όπως οι αποφάσεις περί εκ νέου ανάθεσης των υποθέσεων, περιλαμβανομένης και της υποθέσεως της κύριας δίκης, με αποκλεισμό του δικαστή που απαλλάχθηκε, ώστε αυτός να μπορεί να συνεχίσει να μετέχει στον δικαστικό σχηματισμό που εκδικάζει τη συγκεκριμένη υπόθεση;

3.      Έχουν οι προαναφερθείσες στο πρώτο ερώτημα διατάξεις καθώς και η αρχή της υπεροχής την έννοια ότι επιβάλλουν να προβλέπει η εθνική έννομη τάξη, για τις ποινικές διαδικασίες οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/34, μέσα έννομης προστασίας που να εξασφαλίζουν στους μετέχοντες στη διαδικασία, όπως οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης[,] τη δυνατότητα να ζητήσουν έλεγχο και να προσβάλουν τις μνημονευόμενες [στο πρώτο ερώτημα] αποφάσεις, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή της σύνθεσης του δικαστικού σχηματισμού που εκδικάζει την υπόθεση και, κατά συνέπεια, την απαλλαγή του δικαστή στον οποίο έχει ανατεθεί ήδη η εξέταση της υποθέσεως από την υποχρέωσή του να την κρίνει, κατά τον τρόπο που περιγράφηκε στο πρώτο ερώτημα [;]»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

17.      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2021, οι υποθέσεις C‑647/21 και C‑648/21 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

18.      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την ταχεία εξέταση αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Με διάταξη της 29ης Νοεμβρίου 2021, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε τα σχετικά αιτήματα. Έκρινε ότι το αιτούν δικαστήριο προβάλλει επιχειρήματα γενικής φύσεως (21) χωρίς να επικαλείται συγκεκριμένους λόγους που να δικαιολογούν την ταχεία εξέταση των αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων. Το γεγονός ότι οι υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν ποινικές διαδικασίες δεν συνιστά τέτοιου είδους δικαιολογητικό λόγο.

19.      Στις 18 Οκτωβρίου 2022, το Δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-647/21 και C-648/21 μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί των συνεκδικαζομένων υποθέσεων C-615/20 και C-671/20. Στις 20 Ιουλίου 2023, το Δικαστήριο κοινοποίησε στο αιτούν δικαστήριο την απόφαση YP κ.λπ. (Άρση της ασυλίας και αναστολή της άσκησης των καθηκόντων δικαστή) (22) και του ζήτησε να απαντήσει εάν εμμένει στις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων. Κατ’ εντολή του προέδρου του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk), η δικαστής A. N-B. απάντησε στις 25 Σεπτεμβρίου 2023 (23), γνωστοποιώντας στο Δικαστήριο ότι το Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Słupsk) εμμένει στις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-647/21 και C-648/21.

20.      Λαμβάνοντας υπόψη του ορισμένες ασάφειες που διαπιστώθηκαν στην απάντηση της δικαστή A. N-B., το Δικαστήριο της απέστειλε αίτημα παροχής διευκρινίσεων (24), δυνάμει του άρθρου 101, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο ζήτησε να πληροφορηθεί, μεταξύ άλλων, εάν η δικαστής A. N-B. εξακολουθεί να μετέχει στους σχηματισμούς που επιλαμβάνονται των υποθέσεων στις οποίες έγιναν οι προδικαστικές παραπομπές C-647/21 και C-648/21, και, εάν ναι, υπό ποία ιδιότητα. Η δικαστής A. N-B. απάντησε στο ως άνω αίτημα στις 17 Οκτωβρίου 2023 (25). Επιβεβαίωσε ότι ήταν εισηγήτρια δικαστής και πρόεδρος του σχηματισμού στη δίκη ενώπιον του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) σε αμφότερες τις υποθέσεις κατά τον χρόνο υποβολής των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων, δηλαδή στις 20 Οκτωβρίου 2021. Η υπόθεση στην οποία έγινε η προδικαστική παραπομπή C-648/21 ανατέθηκε με διάταξη εκδοθείσα στις 21 Οκτωβρίου 2021 σε άλλον εισηγητή δικαστή, ο οποίος προηγουμένως μετείχε στον τριμελή δικαστικό σχηματισμό (26). Κατά την ίδια ημερομηνία, επήλθε επίσης μεταβολή της σύνθεσης του μονομελούς δικαστικού σχηματισμού στην υπόθεση στην οποία έγινε η προδικαστική παραπομπή C-647/21. Η δικαστής A. N‑B. επιβεβαίωσε ότι οι διαδικασίες ενώπιον του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) στις επίμαχες εν προκειμένω υποθέσεις ανεστάλησαν λόγω της υποβολής των αντίστοιχων αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως και εξακολουθούν να τελούν σε αναστολή όσο εκκρεμούν οι προδικαστικές παραπομπές. Η δικαστής A. N-B. ενημέρωσε επίσης το Δικαστήριο ότι το Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Słupsk) συνεδριάζει υπό πλήρη σύνθεση (27) όταν αποφαίνεται επί της ουσίας των υποθέσεων (Rozprawa). Στις λοιπές ακροαματικές διαδικασίες (Posiedzenie) –όπως αυτές στις επίμαχες εν προκειμένω υποθέσεις στις οποίες έγιναν οι προδικαστικές παραπομπής C-647/21 και C-648/21– το Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Słupsk) δικάζει με μονομελή δικαστικό σχηματισμό, στον οποίον προεδρεύει ο εισηγητής δικαστής.

21.      Η Prokuratura Rejonowa w Bytowie (τοπική εισαγγελία Bytów), η Prokuratura Okręgowa w Łomży (περιφερειακή εισαγγελία Łomża), η Δανική, η Ολλανδική, η Πολωνική και η Σουηδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Εκτός από την Prokuratura Rejonowa w Bytowie (τοπική εισαγγελία Bytów), την Prokuratura Okręgowa w Łomży (περιφερειακή εισαγγελία Łomża) και την Ολλανδική Κυβέρνηση, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 24 Ιανουαρίου 2024, άπαντες οι προαναφερθέντες μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

 Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

 Επιχειρήματα

22.      Η Δανική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το άρθρο 47 του Χάρτη δεν έχει εφαρμογή στις επίμαχες εν προκειμένω υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, μολονότι τα προδικαστικά ερωτήματα παραπέμπουν στην οδηγία 2016/343, δεν ζητείται ερμηνεία των διατάξεών της.

23.      Η Prokuratura Rejonowa w Bytowie (τοπική εισαγγελία Bytów) και η Prokuratura Okręgowa w Łomży (περιφερειακή εισαγγελία Łomża) ισχυρίζονται ότι τα προδικαστικά ερωτήματα συνδέονται με την αφαίρεση υποθέσεων από έναν δικαστή. Το ζήτημα αυτό αφορά την οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών, η οποία συνιστά αποκλειστική εθνική αρμοδιότητα και δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο της Ένωσης. Η Prokuratura Okręgowa w Łomży υποστηρίζει περαιτέρω ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε η δικαστής A. N-B. αφορούν την προσωπική της κατάσταση και, ως εκ τούτου, είναι ατομικής φύσεως, και όχι δικαστικής.

 Ανάλυση

24.      Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Οι εκκρεμείς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου υποθέσεις στις οποίες στηρίζονται οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-647/21 και C-648/21 έχουν ποινικό χαρακτήρα και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα παραπέμπει στην οδηγία 2016/343. Το αιτούν δικαστήριο ουδεμία αιτιολογία παρέχει προκειμένου να εξηγήσει με ποιον τρόπο η ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας θα μπορούσε να έχει σημασία για την έκβαση των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν του. Ούτε στις ίδιες τις διατάξεις περί παραπομπής εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με την ερμηνεία ή την εφαρμογή κανόνα του δικαίου της Ένωσης. Από κανένα σημείο των διατάξεων περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι κάποιο πρόσωπο επικαλείται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη ή ότι όποιος επικαλείται το δικαίωμα αυτό στηρίζεται σε δικαίωμα ή ελευθερία που διασφαλίζεται από το δίκαιο της Ένωσης (28).

25.      Κατά πάγια νομολογία, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της αφαίρεσης και της εκ νέου ανάθεσης υποθέσεων, εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (29). Δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα δικαστήρια που δύνανται να αποφαίνονται επί της ερμηνείας ή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (30) πληρούν τις απαιτήσεις αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (31). Η διάταξη αυτή αποκλείει εθνικές ρυθμίσεις για την οργάνωση της δικαιοσύνης οι οποίες αποδυναμώνουν την προστασία της αξίας του κράτους δικαίου (32). Συνεπώς, τα κράτη μέλη οφείλουν να σχεδιάζουν την οργάνωση της δικαιοσύνης κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση των απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται, ιδίως, η απαίτηση της ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων που καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή ή με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να κατοχυρώνεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης (33). Εξ αυτού συνάγεται ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης σε υποθέσεις σχετικές με την οργάνωση των δικαστικών συστημάτων των κρατών μελών.

26.      Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Prokuratura Okręgowa w Łomży (περιφερειακής εισαγγελίας Łomża) σχετικά με τον προσωπικό χαρακτήρα των προδικαστικών ερωτημάτων, αρκεί να υπομνησθεί ότι η απόφαση YP αφορούσε επίσης την αρμοδιότητα μεμονωμένων δικαστών που υπέβαλαν αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε εάν οι εν λόγω δικαστές μπορούσαν να συνεχίσουν, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να εξετάζουν και να εκδικάζουν τις ποινικές υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιόν τους. Το Δικαστήριο απάντησε στα προδικαστικά ερωτήματα με τέτοιον τρόπον ώστε να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να επιλύσει, in limine litis, διαδικαστικά ζητήματα που συνδέονταν με την αρμοδιότητα των μεμονωμένων εκείνων δικαστών να εκδικάζουν και να αποφαίνονται επί εκκρεμών ενώπιόν τους υποθέσεων (34).

27.      Για όλους αυτούς τους λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, εκτός από την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη, είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων.

 Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επιχειρήματα

28.      Η Prokuratura Rejonowa w Bytowie (τοπική εισαγγελία Bytów) και η Prokuratura Okręgowa w Łomży (περιφερειακή εισαγγελία Łomża) αμφισβητούν το παραδεκτό των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων. Οι υποθέσεις αφαιρέθηκαν από τη δικαστή A. N-B. στις 18 Οκτωβρίου 2021 και, εν συνεχεία, ανατέθηκαν εκ νέου σε άλλους δικαστές. Κατά την άποψή τους, στις 20 Οκτωβρίου 2021, η δικαστής A. N-B. ουδεμία αρμοδιότητα είχε να υποβάλει οποιαδήποτε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως καθόσον, κατά τη χρονική εκείνη στιγμή, οι διαφορές στις υποθέσεις στις οποίες έγιναν οι επίμαχες προδικαστικές παραπομπές δεν εκκρεμούσαν πλέον ενώπιόν της και η ίδια δεν μετείχε στους σχετικούς δικαστικούς σχηματισμούς του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk). Ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι υποθετικής φύσεως, εφόσον τυχόν απαντήσεις που θα δοθούν δεν θα είναι αναγκαίες προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της ποινικής υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του. Η ανεξαρτησία και η αμεροληψία των δικαστών στους οποίους ανατέθηκαν εκ νέου οι υποθέσεις δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η Prokuratura Rejonowa w Bytowie (τοπική εισαγγελία Bytów) και η Prokuratura Okręgowa w Łomży (περιφερειακή εισαγγελία Łomża) υποστηρίζουν επίσης ότι οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 94, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

29.      Η Επιτροπή θεωρεί ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά τα μέσα έννομης προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους οι διάδικοι στις κύριες δίκες που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο διότι είναι υποθετικό και δεν αφορά κανένα προκαταρκτικό ζήτημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί in limine litis (ως πρόκριμα). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πολωνική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι τα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου είναι παραδεκτά (35).

30.      Κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί πρώτα το παραδεκτό του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, σε σχέση με το οποίο εγείρει ζήτημα η Επιτροπή.

31.      Από κανένα σημείο των αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων δεν συνάγεται ότι οποιοσδήποτε από τους διαδίκους των κύριων δικών στις υποθέσεις στις οποίες έγιναν οι προδικαστικές παραπομπές C-647/21 και C-648/21 αμφισβήτησε ή επεδίωξε τον δικαστικό έλεγχο της πράξεως του συμβουλίου διοίκησης με την οποία διατάχθηκε η αφαίρεση των υποθέσεων αυτών από τη δικαστή A. N-B. Ούτε προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο ότι οι διάδικοι αυτοί αποτράπηκαν ή παρεμποδίστηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο από το να αμφισβητήσουν ή να επιδιώξουν τέτοιου είδους έλεγχο. Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι υποθετικό και, κατά συνέπεια, απορριπτέο ως απαράδεκτο.

32.      Όσον αφορά το παραδεκτό του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος, επισημαίνω ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων πρέπει να πληρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της σχετικής διαδικασίας (36). Κατά το άρθρο 100, παράγραφος 1, Κανονισμού Διαδικασίας, ενόσω το αιτούν δικαστήριο δεν έχει ανακαλέσει την υποβληθείσα στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί επ’ αυτής. Σύμφωνα με το άρθρο 100, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να διαπιστώσει ότι δεν συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις αρμοδιότητάς του.

33.      Κατά πάγια νομολογία, τεκμαίρονται λυσιτελή τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης και υποβάλλονται από τα εθνικά δικαστήρια δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από την ως άνω διάταξη συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί της υποθέσεως της κύριας δίκης και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί είναι αποκλειστικώς αρμόδιος να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο το αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το αν τα ερωτήματα τα οποία υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Ωστόσο, από το περιεχόμενο αλλά και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ο εθνικός δικαστής μπορεί να ζητήσει την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον εάν εκκρεμεί πράγματι ενώπιόν του διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας αυτός καλείται να εκδώσει απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την απάντηση του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο δεν διατυπώνει συμβουλευτική γνώμη επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων. Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να είναι αναγκαία για την πραγματική επίλυση μιας διαφοράς που έχει αχθεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ή για την επίλυση ενός προκαταρκτικού ζητήματος ενωσιακού ή εθνικού δικονομικού δικαίου, in limine litis (37).

34.      Από την εκτενή επικοινωνία μεταξύ του Δικαστηρίου και του αιτούντος δικαστηρίου (38) φαίνεται ότι, βάσει του πολωνικού δικαίου, η δικαστής A. N-B., κατά τον χρόνο που υπέβαλε τις υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως στις 20 Οκτωβρίου 2021, λόγω των οποίων ανεστάλη η διαδικασία, ήταν πράγματι αρμόδια για την εκδίκαση των διαφορών στο πλαίσιο των δικών που εκκρεμούσαν ενώπιον του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) για τις υποθέσεις στις οποίες έγιναν οι προδικαστικές παραπομπές C-647/21 και C-648/21 (39). Το δικαστήριο αυτό δεν ανακάλεσε τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, παρά την πράξη του συμβουλίου διοίκησης με την οποία διατάχθηκε η αφαίρεση των υποθέσεων από τη δικαστή A. N-B. και η ανάθεσή τους σε άλλους δικαστές. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι ήταν έγκυρη η προδικαστική παραπομπή από το Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Słupsk) στις 20 Οκτωβρίου 2021 και ότι το Δικαστήριο παραμένει αρμόδιο κατά τον χρόνο συγγραφής των προτάσεών μου, δυνάμει του άρθρου 100, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

35.      Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η απάντηση του Δικαστηρίου δεν είναι αναγκαία για την επίλυση των επίμαχων εν προκειμένω ποινικών υποθέσεων δεν είναι σαφές εάν οι ποινικές αυτές υποθέσεις έχουν οποιαδήποτε ουσιαστική σύνδεση με το δίκαιο της Ένωσης, με συνέπεια να οφείλει το αιτούν δικαστήριο να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης ώστε να αποφανθεί επί της ουσίας (40). Η προφανής απουσία συνδετικού στοιχείου μεταξύ των εν λόγω ποινικών υποθέσεων και του δικαίου της Ένωσης ενδέχεται να μην αποτελεί πάντοτε τη λύση στο συγκεκριμένο ζήτημα. Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι δεν αποκλείεται να χρειάζεται να απαντήσει σε ερωτήματα προκειμένου να παράσχει στα αιτούντα δικαστήρια μια ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης η οποία θα καθιστά δυνατή την εκ μέρους τους επίλυση διαδικαστικών ζητημάτων του εθνικού δικαίου προκειμένου να αποφανθούν επί της ουσίας των εκκρεμών ενώπιόν τους διαφορών (41). Επομένως, συμφωνώ με την παρατήρηση της Πολωνικής Κυβερνήσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η απάντηση του Δικαστηρίου είναι αντικειμενικώς επιβεβλημένη προκειμένου να παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να αποφασίσει in limine litis επί ενός διαδικαστικού ζητήματος πριν αποφανθεί επί της ουσίας των εκκρεμών ενώπιόν του υποθέσεων (42).

36.      Στη σκέψη 69 της αποφάσεως G το Δικαστήριο έκρινε ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, μόνον εάν το αιτούν δικαστήριο «έχει αυτοτελώς τη δυνατότητα να αντλήσει τις συνέπειες της ερμηνείας αυτής». Στην υπόθεση στην οποία στηρίχθηκε η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-269/21, ο εισηγητής δικαστής, ο οποίος μετείχε στη σύνθεση τριμελούς δικαστικού σχηματισμού, ζήτησε να διευκρινιστεί εάν άλλος δικαστής ο οποίος μετείχε στον ίδιο σχηματισμό πληρούσε τα εχέγγυα τα οποία είναι συμφυή με ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί προηγουμένως με νόμο, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ζητούμενη από το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν ήταν αναγκαία προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της αχθείσας ενώπιόν του διαφοράς και ότι, συνακόλουθα, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ήταν απαράδεκτη, δεδομένου ο μετέχων σε τριμελή δικαστικό σχηματισμό εισηγητής δικαστής, εάν εκδίκαζε μόνος του την υπόθεση, δεν θα μπορούσε να λάβει υπόψη του τις απαντήσεις του Δικαστηρίου. Κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο μεμονωμένος δικαστής ο οποίος υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-269/21 δεν είχε την αρμοδιότητα να εξαιρέσει άλλον δικαστή που μετείχε στον ίδιο σχηματισμό (43).

37.      Τα πραγματικά περιστατικά στην υπόθεση G είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα στις επίμαχες εν προκειμένω υποθέσεις. Η δικαστής A. N-B. δεν επιδιώκει την εξαίρεση κανενός από τα λοιπά μέλη του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk). Όπως επισημαίνεται στο σημείο 35 των παρουσών προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατευθύνσεις προκειμένου να επιλύσει in limine litis τις διαδικαστικές δυσχέρειες που προκύπτουν από την πράξη του συμβουλίου διοίκησης δυνάμει της οποίας η δικαστής A. N-B. δεν μπορεί να εκδικάσει τις υποθέσεις που της είχαν ανατεθεί και, στην πραγματικότητα, εκκρεμούσαν ενώπιόν της (44). Ο έλεγχος αυτός αποτελεί ουσιαστική διαδικαστική προϋπόθεση της οποίας τη συνδρομή το αιτούν δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (45).

38.      Παρατηρώ περαιτέρω ότι η απάντηση του Δικαστηρίου θα είναι δεσμευτική για το αιτούν δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένων των δικαστών ενώπιον των οποίων εκκρεμούν οι επίμαχες εν προκειμένω υποθέσεις και των οργάνων του αιτούντος δικαστηρίου που έχουν την εξουσία καθορισμού ή μεταβολής της σύνθεσης των σχηματισμών του (46). Ανάλογα με την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στο πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να υποχρεωθεί, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, να αφήσει ανεφάρμοστη την πράξη του συμβουλίου διοίκησης, όπερ θα σημαίνει ότι η δικαστής A. N-B. θα εκδικάσει τις εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις (47). Σε αντίθεση περίπτωση, θα πρέπει να τις εξετάσουν οι δικαστές στους οποίους έχουν πλέον ανατεθεί.

39.      Ουδείς από τους μετέχοντες στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-648/21 (48) για τον λόγο ότι μόνον η τριμελής σύνθεση του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk), και όχι η δικαστής A. N-B. ενεργώντας μεμονωμένα, είχε κατά το εθνικό δίκαιο αρμοδιότητα να υποβάλει τέτοια αίτηση (49). Χάριν πληρότητας, επισημαίνεται ότι στην από 17 Οκτωβρίου 2023 απάντησή της στο αίτημα παροχής διευκρινίσεων το οποίο υποβλήθηκε από το Δικαστήριο, η δικαστής A. N-B. επιβεβαίωσε ότι, υπό την ιδιότητά της ως εισηγήτρια δικαστής και πρόεδρος του τριμελούς δικαστικού σχηματισμού, ήταν, κατά την πολωνική νομοθεσία, αρμόδια να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-648/21 (50).

40.      Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τις διάφορες ενστάσεις απαραδέκτου όσον αφορά το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Αντιθέτως, για τους λόγους που εκτέθηκαν στα σημεία 30 και 31 των παρουσών προτάσεων, εκτιμώ ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

 Επί της ουσίας

41.      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία ενδείκνυται να εξεταστούν από κοινού, το Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Słupsk) ζητεί να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης απαγορεύουν στο συμβούλιο διοίκησης να αφαιρέσει από τη δικαστή A. N-B. τις επίμαχες εν προκειμένω υποθέσεις στις οποίες έγιναν οι προδικαστικές παραπομπές C-647/21 και C-648/21 και να τις αναθέσει εκ νέου σε άλλους δικαστές. Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα γίνεται λόγος για τον τρόπο με τον οποίο διορίστηκε το συμβούλιο διοίκησης, για την έλλειψη συγκατάθεσης εκ μέρους της δικαστή A. N-B. να της αφαιρεθούν οι υποθέσεις και για την απουσία, στο πολωνικό δίκαιο, οποιωνδήποτε κριτηρίων για μια τέτοια αφαίρεση. Τα προδικαστικά ερωτήματα δεν αναφέρονται ειδικώς στο ζήτημα της μετακίνησης της δικαστή A. N-B. από το έκτο (τμήμα εφέσεων) στο δεύτερο (πρωτοβάθμιο) τμήμα του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk).

42.      Τα πραγματικά περιστατικά και οι παρατηρήσεις που παρατίθενται στις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων καταδεικνύουν ότι η μετακίνηση της δικαστή A. N-B. (51) και η συνακόλουθη αφαίρεση εβδομήντα υποθέσεων που της είχαν ανατεθεί, ήταν μέτρα τα οποία ελήφθησαν ως απάντηση στις προσπάθειές της να ελέγξει εάν ο διορισμός ορισμένων δικαστών ήταν σύμφωνος με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (52). Η Πολωνική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και παρατηρήσεις καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Η Πολωνική Κυβέρνηση θεωρεί επίσης ότι τα μέτρα αυτά δεν ελήφθησαν χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης (53).

43.      Επιπλέον, σχεδόν ταυτόχρονα, κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία κατά της δικαστή A. N-B. Από τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, είναι αδύνατον να συναχθεί συμπέρασμα ως προς το κατά πόσον η μετακίνηση της δικαστή A. N-B. από το τμήμα εφέσεων στο πρωτοβάθμιο τμήμα και η αφαίρεση υποθέσεων από αυτήν εντάσσονταν στο πλαίσιο της επίσημης πειθαρχικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει εάν η μετακίνηση της δικαστή A. N-B. και η αφαίρεση των υποθέσεων από αυτήν συνιστούν συγκεκαλυμμένο, και άρα παράνομο, πειθαρχικό μέτρο.

44.      Λαμβανομένων υπόψη του ότι επήλθαν ταυτοχρόνως και του ότι φαίνεται να εξυπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό, εκτιμώ ότι η μετακίνηση της δικαστή A. N-B. και η αφαίρεση των υποθέσεων από αυτήν επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, προκειμένου να δοθεί μια χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο (54).

45.      Η απαίτηση ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την έννομη τάξη της Ένωσης (55). Προκειμένου να πληρούται η απαίτηση αυτή, το δικαστήριο πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του με αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση εξάρτησης έναντι οποιουδήποτε άλλου οργάνου και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προέλευσης, με συνέπεια να προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους (56). Η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών επιβάλλει την ύπαρξη κανόνων που να μην αφήνουν περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία των πολιτών ως προς τη θωράκιση των δικαστών απέναντι σε εξωτερικούς παράγοντες, και ιδίως απέναντι στην άσκηση, εκ μέρους της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, άμεσων ή έμμεσων επιρροών δυνάμενων να κατευθύνουν τις αποφάσεις τους (57). Ως εκ τούτου, το δίκαιο της Ένωσης αποδίδει ιδιαίτερη έμφαση στην αναγκαιότητα προάσπισης του δικαστικού βραχίονα του κράτους από πιέσεις προερχόμενες από τον εκτελεστικό ή τον νομοθετικό του βραχίονα. Προκειμένου να μην υφίσταται καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη θωράκιση των δικαστών έναντι άμεσων ή έμμεσων επιρροών δυνάμενων να κατευθύνουν τις αποφάσεις τους, ανάλογη έμφαση πρέπει να αποδίδεται και στην προστασία των μεμονωμένων δικαστών από αθέμιτες επιρροές ή πιέσεις από το εσωτερικό του δικαιοδοτικού συστήματος (58).

46.      Οι διαφόρων ειδών δηλώσεις ή οι όρκοι που δίνουν οι δικαστές ότι θα ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία ουδεμία αξία έχουν εάν, κατά την άσκησή τους, διατρέχουν τον κίνδυνο να δεχθούν πιέσεις από τους συναδέλφους τους, ιδίως αυτούς που βαρύνονται με την υποχρέωση να προεδρεύουν στους δικαστικούς σχηματισμούς και/ή να αναθέτουν υποθέσεις. Τέτοιες πιέσεις μπορούν να ποικίλουν από τις άτυπες πιέσεις έως τις μετακινήσεις δικαστών (όπως φαίνεται ότι συνέβη εν προκειμένω), την ανάθεση και την εκ νέου ανάθεση υποθέσεων (όπως επίσης φαίνεται ότι συνέβη εν προκειμένω) και την κίνηση πειθαρχικών διαδικασιών (όπως ενδέχεται να έχει συμβεί εν προκειμένω). Τέτοιου είδους συμπεριφορά εκ μέρους συναδέλφων δικαστών δεν είναι απλώς αντιδεοντολογική –είναι και για τους δικαστές εξίσου παράνομο να ασκούν πιέσεις στους συναδέλφους τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όπως ακριβώς ισχύει και για τα μέλη της εκτελεστικής ή της νομοθετικής εξουσίας. Οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν και για τις περιπτώσεις στις οποίες οι δικαστές τίθενται υπό πιέσεις από τους συναδέλφους τους συνεπεία της άσκησης της υποχρέωσής τους να ομιλούν δημοσίως για ζητήματα που άπτονται της οργάνωσης του δικαιοδοτικού συστήματος και της άσκησης της δικαστικής εξουσίας (59).

47.      Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί η νομολογία τόσο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και αυτή του Δικαστηρίου. Στην απόφαση Parlov-Tkalčić κατά Κροατίας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι «η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης επιτάσσει να μην υπόκεινται οι δικαστές σε αδικαιολόγητες επιρροές, όχι μόνον έξωθεν αλλά και από τους κόλπους του ίδιου του δικαστικού σώματος. Η εσωτερική αυτή ανεξαρτησία της δικαιοσύνης σημαίνει ότι οι δικαστές πρέπει να λειτουργούν ελεύθεροι από πιέσεις προερχόμενες από συναδέλφους τους δικαστές ή από εκείνους οι οποίοι έχουν διοικητικές αρμοδιότητες στο δικαστήριο, όπως ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο πρόεδρος τμήματος του δικαστηρίου […]. Η απουσία επαρκών εγγυήσεων που να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία των δικαστών εντός της δικαστικής εξουσίας και, ιδίως, έναντι των προϊσταμένων τους δικαστών, μπορεί να οδηγήσει το [ΕΔΔΑ] στο συμπέρασμα ότι οι αμφιβολίες που διατυπώνει προσφεύγων όσον αφορά (την ανεξαρτησία και) την αμεροληψία ενός δικαστηρίου μπορεί να υποστηριχθεί ότι δικαιολογούνται αντικειμενικά […]» (60).

48.      Στην απόφαση W.Ż. (61), το Δικαστήριο υπογράμμισε την ανάγκη ύπαρξης διαδικαστικών εγγυήσεων ή δικλείδων προς κατοχύρωση της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και του δικαιώματος προσβολής μέτρων που ενδέχεται να την θίγουν (62). Έκρινε ότι η μετακίνηση δικαστή, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σε άλλο δικαστήριο ή μεταξύ δύο τμημάτων του ίδιου δικαστηρίου είναι ικανή, όπως η επιβολή πειθαρχικού μέτρου, να θίξει τις αρχές της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών. Τέτοιες μετακινήσεις ενδέχεται να αποτελέσουν μέσο άσκησης ελέγχου επί του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων. Είναι ικανές όχι μόνο να επηρεάσουν την έκταση των καθηκόντων των οικείων δικαστών και τον χειρισμό των υποθέσεων που τους έχουν ανατεθεί, αλλά και να έχουν σημαντικές συνέπειες για τη ζωή και τη σταδιοδρομία τους και, συνακόλουθα, να έχουν αποτελέσματα ανάλογα με εκείνα της πειθαρχικής ποινής (63). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι κανόνες και οι αρχές που διέπουν το πειθαρχικό καθεστώς το οποίο εφαρμόζεται στους δικαστές πρέπει να ισχύουν και στις περιπτώσεις τέτοιων μετακινήσεων (64).

49.      Εξ αυτού συνάγεται ότι, προκειμένου να αποτραπεί η αυθαιρεσία και/ή ο κίνδυνος χειραγώγησης, οι κανόνες για τις μετακινήσεις των δικαστών χωρίς τη συγκατάθεσή τους πρέπει να είναι εκ των προτέρων γνωστοί κατά τρόπο σαφή και διαφανή (65). Τέτοιες μετακινήσεις μπορούν να διατάσσονται για νόμιμους μόνον λόγους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την κατανομή των διαθέσιμων πόρων για την προώθηση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Οι σχετικές αποφάσεις πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες και δεκτικές προσφυγής βάσει διαδικασίας η οποία θα εγγυάται πλήρως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, ιδίως το δικαίωμα άμυνας. Λαμβανομένου υπόψη ότι από τις μετακινήσεις δικαστών και την αφαίρεση υποθέσεων χωρίς τη συγκατάθεσή τους μπορούν να απορρέουν παρόμοιες «δυσμενείς» συνέπειες, οι κανόνες και οι αρχές που διέπουν τις μετακινήσεις και τα πειθαρχικά μέτρα πρέπει να εφαρμόζονται ομοίως (66) και στην αφαίρεση υποθέσεων από τους δικαστές χωρίς τη συγκατάθεσή τους (67).

50.      Από τις υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων και τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις των μετεχόντων στη διαδικασία συνάγεται ότι η πολωνική νομοθεσία σχετικά με τη μετακίνηση δικαστών χωρίς τη συγκατάθεσή τους και την αφαίρεση υποθέσεων μάλλον δεν συνάδει με τους προαναφερθέντες κανόνες και τις προαναφερθείσες αρχές (68). Ο δε τρόπος με τον οποίο το συμβούλιο διοίκησης και ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) εφάρμοσαν τις σχετικές διατάξεις της πολωνικής νομοθεσίας υπονομεύει έτι περαιτέρω τους κανόνες και τις αρχές που εκτέθηκαν ανωτέρω. Κατά συνέπεια, οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες φαίνεται να έχουν τόσο συστημικό όσο και ατομικό χαρακτήρα.

51.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πολωνική Κυβέρνηση, απαντώντας στις ερωτήσεις που της έθεσε το Δικαστήριο, επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 22a του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων ρυθμίζει τις περιπτώσεις μεταβολής των καθηκόντων των δικαστών, συμπεριλαμβανομένης της μετακίνησής τους σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου. Κατά το άρθρο 22a, παράγραφοι 1 και 4, του εν λόγω νόμου, οι μεταβολές αυτές προϋποθέτουν τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου δικαστή προκειμένου να τεθούν σε ισχύ. Προβλέπεται επίσης δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του ΕΔΣ κατά τέτοιων αποφάσεων (69).

52.      Το άρθρο 22a, παράγραφος 4, στοιχείο b, σημείο 1, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων ορίζει ότι, κατ’ εξαίρεση, δεν απαιτείται συγκατάθεση εάν η «μετακίνηση γίνεται σε τμήμα το οποίο εκδικάζει υποθέσεις του ίδιου τομέα». Το άρθρο 22a, παράγραφος 5, σημείο 1, του νόμου αυτού αποκλείει το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής εκ μέρους του δικαστή όταν η «μετακίνηση γίνεται σε τμήμα το οποίο εξετάζει υποθέσεις του ίδιου τομέα τομέα» (70). Οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν, υπό ορισμένες περιστάσεις, τις μετακινήσεις δικαστών χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Δεν προβλέπουν δικαίωμα άσκησης προσφυγής ή διαδικασία ελέγχου η οποία θα εγγυάται πλήρως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, ιδίως το δικαίωμα άμυνας (71). Στο μέτρο που διατάξεις όπως το άρθρο 22a, παράγραφος 4, στοιχείο b, σημείο 1, και το άρθρο 22a, παράγραφος 5, σημείο 1, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, ενδέχεται να εκθέσουν δικαστές σε αθέμιτες πιέσεις προερχόμενες από τους κόλπους του δικαστικού σώματος, οι διατάξεις αυτές αντιβαίνουν, κατά τη γνώμη μου, στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και στις αρχές της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών.

53.      Όσον αφορά τη μετακίνηση της δικαστή A. N-B. από το τμήμα εφέσεων στο πρωτοβάθμιο τμήμα του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk), η διαλαμβανόμενη στη διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021 μνεία στην ανάγκη διασφάλισης της ορθής λειτουργίας του τμήματος εφέσεων και του πρωτοβάθμιου τμήματος και σε κάποια αόριστη επικοινωνία μεταξύ του προέδρου του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) και του προέδρου ενός εκ των τμημάτων του, είναι σύντομη και ασαφής. Λαμβανομένου υπόψη του δυνητικού αρνητικού αντίκτυπου της μετακίνησης αυτής τόσο στην ανεξάρτητη άσκηση των δικαστικών καθηκόντων της δικαστή A. N-B. όσο και στη σταδιοδρομία της, η συνοπτική αυτή εξήγηση πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί ως έγκυρη αιτιολογία (72). Για να τεκμηριωθεί ότι η μετακίνηση ήταν αναγκαία χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης ήταν απαραίτητη η επίκληση αντικειμενικών και επαληθεύσιμων λόγων, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της ταυτόχρονης μετακίνησης ενός άλλου δικαστή από το πρωτοβάθμιο τμήμα στο τμήμα εφέσεων του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk).

54.      Ως προς την πράξη του συμβουλίου διοίκησης και την αφαίρεση των υποθέσεων από τη δικαστή A. N-B. χωρίς τη συγκατάθεσή της, η Πολωνική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, βάσει του άρθρου 47b του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, οι υποθέσεις δεν αφαιρούνται κατ’ αρχήν από τους δικαστές σε περίπτωση μετακίνησης, μετάθεσης ή απόσπασής τους. Ο κανόνας αυτός φαίνεται να είναι σύμφωνος με την αρχή της ισοβιότητας των δικαστών. Ωστόσο, κατά το άρθρο 47b, παράγραφοι 5 και 6, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, είναι δυνατή η αφαίρεση υποθέσεων από δικαστή σε περίπτωση μετακίνησης, μετάθεσης ή απόσπασής του, είτε κατόπιν αιτήματος του ίδιου του ενδιαφερόμενου δικαστή είτε κατόπιν πρωτοβουλίας του συμβουλίου διοίκησης του εν λόγω δικαστηρίου (73).

55.      Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και οι αρχές της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών αποκλείουν διατάξεις όπως το άρθρο 47b, παράγραφοι 5 και 6, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων. Οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν την αυθαίρετη και ανεμπόδιστη αφαίρεση υποθέσεων ex officio (74) από δικαστή χωρίς τη συγκατάθεσή του (75) και χωρίς τη δυνατότητα κίνησης διαδικασίας προσφυγής ή εξέτασης η οποία θα εγγυάται πλήρως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη (76). Πέραν των ζητημάτων ανασφάλειας δικαίου, αδιαφάνειας και παραβίασης των αρχών της ανεξαρτησίας και της ισοβιότητας των δικαστών, η Πολωνική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν υφίσταται, βάσει της πολωνικής νομοθεσίας, υποχρέωση αιτιολόγησης για την αφαίρεση υποθέσεων από δικαστές δυνάμει του άρθρου 47b, παράγραφοι 5 και 6, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων.

56.      Υπό την επιφύλαξη ελέγχου του ζητήματος από το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται ότι η πράξη του συμβουλίου διοίκησης με αντικείμενο την αφαίρεση των υποθέσεων από τη δικαστή A. N-B. εκδόθηκε πριν από τη μετακίνησή της από το τμήμα εφέσεων στο πρωτοβάθμιο τμήμα του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk). Εάν αποδειχθεί ότι αυτό ισχύει, η πράξη θα έχει εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 47b, παράγραφοι 5 και 6, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, το οποίο επιτρέπει την αφαίρεση υποθέσεων από τους δικαστές μετά, αλλά όχι πριν, από τη μετακίνησή τους. Οι λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της πράξεως του συμβουλίου διοίκησης παραμένουν επίσης άγνωστοι, τουλάχιστον τυπικώς (77). Εξάλλου, η δικαστής A. N-B. δεν μετατέθηκε ούτε αποσπάστηκε από το Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Słupsk), γεγονός το οποίο φαίνεται επίσης να αντίκειται στο πολωνικό δίκαιο. Εφόσον αποδειχθούν επαρκώς κατά νόμον ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι ως άνω παραβάσεις της πολωνικής νομοθεσίας συνεπάγονται παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, εφόσον το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι οι παραβάσεις αυτές ήταν τέτοιες ώστε να εκθέσουν τη δικαστή A. N-B. (78) σε αθέμιτες επιρροές ή πιέσεις από τους κόλπους του δικαστικού σώματος (79). Λαμβανομένων υπόψη των πλημμελειών των διατάξεων της πολωνικής νομοθεσίας (80) που περιγράφονται στα σημεία 50 έως 56 των παρουσών προτάσεων και της αυθαίρετης εφαρμογής τους στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζονται οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων, συμφωνώ με την άποψη που διατυπώνει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να εξετάσει τον τρόπο διορισμού του συμβουλίου διοίκησης.

57.      Υπό το πρίσμα του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (81) και προς διασφάλιση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι τα ενδιαφερόμενα δικαιοδοτικά όργανα δεν πρέπει να εφαρμόσουν τη διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2021 του προέδρου του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) για τη μετακίνηση της δικαστή A. N-B. από το τμήμα εφέσεων του εν λόγω δικαστηρίου στο πρωτοβάθμιο τμήμα και ότι αυτή πρέπει να επιστρέψει στο τμήμα εφέσεων (82). Το συμβούλιο διοίκησης του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) και όλα τα όργανα που έχουν την εξουσία ορισμού και μεταβολής των συνθέσεων των δικαστικών σχηματισμών του πρέπει να αφήσουν ανεφάρμοστη την πράξη του συμβουλίου διοίκησης στις επίμαχες εν προκειμένω υποθέσεις στις οποίες έγιναν οι προδικαστικές παραπομπές C-647/21 και C-648/21 (83) και να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου οι εν λόγω υποθέσεις να ανατεθούν εκ νέου στη δικαστή A. N‑B (84).

 Πρόταση

58.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Słupsk, Πολωνία) ως ακολούθως:

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και οι αρχές της ισοβιότητας, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχουν την έννοια ότι:

–        πρώτον, αποκλείουν διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες επιτρέπουν τη μετακίνηση δικαστών χωρίς τη συγκατάθεσή τους, ενώ δεν υφίσταται ούτε δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά της σχετικής αποφάσεως ούτε διαδικασία ελέγχου που να διασφαλίζουν πλήρως τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και δη τα δικαιώματα άμυνας·

–        δεύτερον, απαιτούν, υπό τις περιστάσεις αυτές, από τα αρμόδια όργανα εθνικού δικαστηρίου να αφήσουν ανεφάρμοστη τη διάταξη του προέδρου του δικαστηρίου αυτού σχετικά με τη μετακίνηση δικαστή από τμήμα εφέσεων σε πρωτοβάθμιο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου και να διατάξουν την επιστροφή της στο τμήμα εφέσεων·

–        τρίτον, αποκλείουν διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες επιτρέπουν την αυθαίρετη και ανεμπόδιστη αφαίρεση υποθέσεων ex officio από δικαστή χωρίς τη συγκατάθεσή της και χωρίς τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής ή την ύπαρξη διαδικασίας ελέγχου που να διασφαλίζει πλήρως τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, και δη τα δικαιώματα άμυνας·

–        τέταρτον, σε περίπτωση τέτοιας αφαίρεσης υποθέσεων, απαιτούν από τους σχηματισμούς του εθνικού δικαστηρίου στους οποίους ανατέθηκαν οι υποθέσεις να αγνοήσουν την ανάθεση και από τα όργανα που είναι αρμόδια για τους ορισμούς και τις μεταβολές της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εν λόγω εθνικού δικαστηρίου να αναθέσουν τις υποθέσεις στον σχηματισμό που είχε αρχικώς επιληφθεί των υποθέσεων αυτών.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Κατά προσέγγιση.


3      Το συμβούλιο διοίκησης του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk, στο εξής: ολομέλεια) αφαίρεσε εβδομήντα περίπου υποθέσεις από τη δικαστή A. N-B. με απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2021 (στο εξής: απόφαση της ολομέλειας). Το συμβούλιο διοίκησης αποτελείται από τον πρόεδρο του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) και τους προέδρους των επαρχιακών δικαστηρίων της εδαφικής περιφέρειάς του.


4      Από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει με σαφήνεια σε ποιους ανατέθηκαν εκ νέου οι εβδομήντα υποθέσεις και ποια κριτήρια εφαρμόστηκαν προς τούτο. Στις γραπτές τους παρατηρήσεις, τόσο η Prokuratura Rejonowa w Bytowie όσο και η Prokuratura Okręgowa w Łomży επισημαίνουν ότι οι επίμαχες εν προκειμένω υποθέσεις ανατέθηκαν εκ νέου σε άλλους δικαστές κατόπιν κληρώσεως.


5      Η απόφαση αυτή δεν έχει καταστεί τελεσίδικη.


6      Τα αδικήματα φέρονται να έχουν τελεστεί τον Ιούλιο του 2010.


7      Η ποινή είχε ανασταλτικό χαρακτήρα.


8      Ως παρεμπίπτον ζήτημα στην ίδια υπόθεση υποβλήθηκε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 11ης Φεβρουαρίου 2021, Raiffeisen Bank International (C‑329/20, EU:C:2021:111).


9      Άρθρο 9, στοιχείο a, του ustawa o Krajowej Radzie Sądownictwa (νόμου περί Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου) της 12ης Μαΐου 2011 (Dz. U. του 2011, θέση 714).


10      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουλίου 2021, CE:ECHR:2021:0722JUD004344719.


11      Υπό τη νέα του σύνθεση.


12      C-204/21 R, EU:C:2021:593.


13      Η δικαστής A. N-B. επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και το άρθρο 47 του Χάρτη.


14      Υπό τη νέα του σύνθεση.


15      Νομική βάση της είναι, κατά τα φαινόμενα, το άρθρο 22a, παράγραφος 4, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων.


16      Το έκτο ποινικό τμήμα.


17      Οι επίμαχες εν προκειμένω υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον του έκτου ποινικού τμήματος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk).


18      Στο δεύτερο ποινικό τμήμα. Ένας άλλος δικαστής, ο οποίος προηγουμένως μετείχε στις συνθέσεις τόσο των πρωτοβάθμιων τμημάτων όσο και του τμήματος εφέσεων του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) μετακινήθηκε στο τμήμα εφέσεων.


19      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, (C-542/18 RX-II και C-543/18 RX-II, EU:C:2020:232, σκέψη 57) (στο εξής: απόφαση Simpson). Βάσεις της αποφάσεως αυτής, τα δικαστήρια υπέχουν υποχρέωση να ελέγχουν εάν η σύνθεσή τους συνάδει με το δικαίωμα σε ανεξάρτητο, αμερόληπτο και προηγουμένως νομίμως συσταθέν δικαστήριο. Βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) (C-487/19, EU:C:2021:798, σκέψεις 114 και 115) (στο εξής: απόφαση W.Ż.).


20      Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1).


21      Όπως τη θεμελιώδη σημασία του επίμαχου ζητήματος και τη σπουδαιότητα της αρχής της ισοβιότητας των δικαστών.


22      Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023 (C-615/20 και C-671/20, EU:C:2023:562) (στο εξής: απόφαση YP).


23      Υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται ότι, στις 20 Σεπτεμβρίου 2023, ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) ζήτησε από τη δικαστή A. N-B. να απαντήσει στο αίτημα του Δικαστηρίου εντός 14 ημερών.


24      Το αίτημα της 9ης Οκτωβρίου 2023 απεστάλη στον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου e-curia της δικαστή A. N-B.


25      Μετά τη διαβίβαση των εθνικών δικογραφιών στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-647/21 και C-648/21 στη δικαστή A. N-B., στις 25 Σεπτεμβρίου 2023, ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) την κάλεσε να απαντήσει στο αίτημα του Δικαστηρίου για παροχή διευκρινίσεων.


26      Η δικαστής A. N-B. προσθέτει ότι η συγκεκριμένη διάταξη ουδέποτε υπογράφηκε και ότι τα λοιπά μέλη του τριμελούς δικαστικού σχηματισμού δεν έχουν διοριστεί. Επιπλέον, η διάταξη της 11ης Μαρτίου 2021, με την οποία είχε οριστεί η αρχική σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού ουδέποτε ανακλήθηκε.


27      Αποτελούμενη είτε από έναν είτε από τρεις δικαστές.


28      Βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 2ας Ιουλίου 2020, S.A.D. Maler und Anstreicher (C-256/19, EU:C:2020:523, σκέψεις 32 έως 34), και απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψεις 35 έως 44). Βλ., επίσης, διάταξη της 3ης Οκτωβρίου 2023, Centar za restrukturiranje i prodaju (C-327/22, EU:C:2023:757, σκέψεις 27 έως 29).


29      Αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C-558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια της Πολωνίας) (C‑181/21 και C-269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 57) (στο εξής: απόφαση G). Βλ., επίσης, διάταξη της 2ας Ιουλίου 2020, S.A.D. Maler und Anstreicher (C-256/19, EU:C:2020:523, σκέψεις 35 έως 40).


30      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, αναφέρεται σε «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», ανεξάρτητα εάν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.


31      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C-824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


32      Απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C-896/19, EU:C:2021:311, σκέψεις 63 έως 65).


33      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ. (C-83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C-355/19 και C-397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 230). Οι απαιτούμενες από το δίκαιο της Ένωσης εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας επιβάλλουν την ύπαρξη τέτοιων κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του δικαιοδοτικού οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους, καθώς και τους λόγους εξαίρεσης και παύσης των μελών του, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ανεπηρέαστο του οργάνου από εξωγενή στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των συμφερόντων που διακυβεύονται στις υποθέσεις ενώπιόν του. Βλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C-896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


34      Βλ. απόφαση YP (σκέψεις 46 και 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


35      Επικαλούμενη τη σκέψη 47 της αποφάσεως YP και την απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ. (C-748/19 έως C-754/19, EU:C:2021:931, σκέψη 48).


36      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Αιμιλίου στην υπόθεση Cilevičs κ.λπ. (C-391/20, EU:C:2022:166, σημείο 24).


37      Βλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2013, Di Donna (C-492/11, EU:C:2013:428, σκέψεις 24 έως 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Pohotovosť (C-470/12, EU:C:2014:101, σκέψεις 27 έως 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C-558/18 και C-563/18, EU:C:2020:234, σκέψεις 44 και 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministrerie (Πλαστογραφία εγγράφων) (C-510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής αποτελεί μέσο συνεργασίας του Δικαστηρίου με τα εθνικά δικαστήρια και συνίσταται στον μεταξύ τους διάλογο. Η έναρξη του διαλόγου αυτού εξαρτάται εξ ολοκλήρου από το κατά πόσον το αιτούν δικαστήριο θεωρεί την παραπομπή λυσιτελή και αναγκαία. Τα εθνικά δικαστήρια έχουν ευρύτατη ευχέρεια να απευθύνονται στο Δικαστήριο, όταν θεωρούν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους θέτει ζητήματα ερμηνείας ή εκτιμήσεως του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων πρέπει να αποφασίσουν. Πρβλ. διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2019, 2019, RH (C-8/19 PPU, EU:C:2019:110, σκέψεις 37 και 38).


38      Βλ. σημεία 19 και 20 των παρουσών προτάσεων.


39      Στην απάντησή της, στις 17 Οκτωβρίου 2023, προς το αίτημα του Δικαστηρίου για παροχή διευκρινίσεων, η δικαστής A. N-B. επιβεβαίωσε ότι η διαδικασία στις ποινικές δίκες ενώπιον του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) παραμένει σε αναστολή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.


40      Βλ. σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.


41      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C-558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 50).


42      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ. (C-748/19 έως C-754/19, EU:C:2021:931, σκέψεις 46 έως 50).


43      Βλ. σκέψεις 66 έως 73 της αποφάσεως G. Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2023, Mercedes-Benz Group (Ευθύνη κατασκευαστών οχημάτων εξοπλισμένων με συστήματα αναστολής) (C-100/21, EU:C:2023:229, σκέψη 54).


44      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση YP (σκέψεις 46 και 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C-558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


45      Πρβλ. απόφαση Simpson (σκέψη 57).


46      Βλ. σημεία 3 έως 7 των παρουσών προτάσεων.


47      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση YP (σκέψεις 70 έως 72 και 77 έως 79).


48      Στην υπόθεση στην οποία έγινε η προδικαστική παραπομπή C-647/21, η δικαστής A. N-B. αποτελεί το μοναδικό μέλος του δικαστικού σχηματισμού.


49      Βλ., κατ’ αντιδιαστολή, σκέψη 60 της αποφάσεως G, όπου το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Πολωνική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως η οποία υποβλήθηκε από έναν μόνο από τους δικαστές που μετείχαν στον τριμελή δικαστικό σχηματισμό.


50      Βλ. σημείο 20 των παρουσών προτάσεων.


51      Κατά τη δικαστή A. N-B., η μετακίνησή της από το τμήμα εφέσεων στο πρωτοβάθμιο τμήμα ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Ταυτόχρονα με τη δική της μετακίνηση, ένας δικαστής από το πρωτοβάθμιο τμήμα μετακινήθηκε στο τμήμα εφέσεων.


52      Από το ΕΔΣ υπό τη νέα του σύνθεση. Η Σουηδική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η αφαίρεση υποθέσεων από έναν δικαστή συνιστά εξαιρετικά παρεμβατικό μέτρο, το οποίο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ισοδυναμεί με απομάκρυνση από το λειτούργημά του. Ελλοχεύει ο κίνδυνος τέτοιου είδους μέτρα να χρησιμοποιηθούν για πειθαρχικούς σκοπούς και με καταχρηστικό τρόπο προκειμένου να αποτρέψουν έναν δικαστή από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων του. Ο κίνδυνος αυτός επιτείνεται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, όπου η αφαίρεση των υποθέσεων συνδυάστηκε με τη λήψη πειθαρχικού μέτρου, όπως η μετακίνηση σε άλλο τμήμα.


53      Βλ. απόφαση W.Ż. (σκέψη 118).


54      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τόσο η Πολωνική Κυβέρνηση όσο και η Επιτροπή ανέπτυξαν επιχειρήματα υπέρ αυτής της προσέγγισης.


55      Απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C-896/19, EU:C:2021:311, σκέψεις 48 έως 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


56      Τα δικαστήρια οφείλουν επίσης να τηρούν ίσες αποστάσεις ως προς τους διαδίκους και τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντά τους. Αυτή η πτυχή της ανεξαρτησίας επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε άλλου συμφέροντος στην επίλυση της διαφοράς, πέραν της αυστηρής εφαρμογής του νόμου. Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982, σκέψεις 120 έως 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


57      Απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ. (C‑83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C-355/19 και C-397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 212). Η απαίτηση αυτή αντικατοπτρίζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C-896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Νοεμβρίου 2021, Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2021:1108JUD004986819, § 274). Προς εξασφάλιση της ελευθερίας των δικαστών από κάθε είδους εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις, είναι απαραίτητο να προβλέπονται ορισμένες εγγυήσεις για την προστασία των ατόμων στα οποία ανατίθεται το δικαιοδοτικό έργο, όπως είναι η ισοβιότητα. Απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων) (C-192/18, EU:C:2019:924, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


58      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Financijska agencija και UDRUGA KHL MEDVEŠČAK ZAGREB (C-554/21, C-622/21 και C-727/21, EU:C:2023:816, σημεία 63 και 64).


59      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 23ης Ιουνίου 2016, Baka κατά Ουγγαρίας  (CE:ECHR:2016:0623JUD002026112, § 168).


60      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Δεκεμβρίου 2009 (CE:ECHR:2009:1222JUD002481006, § 86). Το ΕΔΔΑ εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν οι εξουσίες που απονέμονται στους ιεραρχικώς προϊσταμένους δικαστές και τους προέδρους δικαστηρίων «είναι ικανές να κάμψουν την εσωτερική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης» ή «είναι ικανές να προκαλέσουν εμμέσως πιέσεις που οδηγούν στην εξάρτηση των δικαστών από τους ιεραρχικώς προϊσταμένους τους ή, τουλάχιστον, στην απροθυμία τους να αντιταχθούν στη βούληση του προέδρου του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούν, ήτοι επιδρούν δυσμενώς επί της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης […]». Όπ.π., § 91.


61      Βλ. σκέψεις 113 έως 118.


62      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση εκείνη ανέκυψε στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας την οποία κίνησε ο δικαστής W.Ż. στρεφόμενος κατά πράξεως εκδοθείσα από το ΕΔΣ υπό τη νέα του σύνθεση. Με την πράξη εκείνη είχε κριθεί ότι παρήλκε η εξέταση της προσφυγής την οποία είχε ασκήσει ο δικαστής W.Ż. κατά της αποφάσεως του προέδρου του Sąd Okręgowy w K. (περιφερειακού δικαστηρίου του Κ., Πολωνία) περί μετακίνησης του δικαστή W.Ż., χωρίς τη συγκατάθεσή του, από ένα τμήμα του ως άνω δικαστηρίου σε ένα άλλο.


63      Βλ. απόφαση W.Ż. (σκέψη 113).


64      Βλ. απόφαση W.Ż. (σκέψη 115). Κατά το Δικαστήριο, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης επιβάλλει να περιβάλλεται το εθνικό πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών από τις αναγκαίες εγγυήσεις ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο χρήσης του ως συστήματος πολιτικού ελέγχου του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων. Στις εγγυήσεις αυτές περιλαμβάνονται κανόνες οι οποίοι, πρώτον, ορίζουν ποιες συμπεριφορές συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα και ποιες κυρώσεις επισύρουν, δεύτερον, προβλέπουν την παρέμβαση ανεξάρτητου οργάνου βάσει διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας διασφαλίζονται πλήρως τα κατοχυρωμένα στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη δικαιώματα, ιδίως δε τα δικαιώματα άμυνας, και, τρίτον, καθιερώνουν τη δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων: Απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ. (C-83/19, C-127/19, C-195/19, C‑291/19, C-355/19 και C-397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 198 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Μαΐου 2023, Inspecţia Judiciară (C-817/21, EU:C:2023:391, σκέψεις 55 έως 73), σχετικά με την ανάγκη ύπαρξης επαρκών εγγυήσεων προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση εξουσίας από τον διευθυντή οργάνου που είναι αρμόδιο για τη διεξαγωγή ερευνών και την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά των δικαστών.


65      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ. (C-748/19 έως C-754/19, EU:C:2021:931, σκέψη 79), στην οποία η απόσπαση δικαστή ανακλήθηκε δυνάμει αποφάσεως του Πολωνού Υπουργού Δικαιοσύνης και όχι μελών του δικαστικού σώματος.


66      Βλ. σκέψη 13 των γραπτών παρατηρήσεων της Ολλανδικής Κυβερνήσεως.


67      Βλ., επίσης, άρθρο 3.4 του Οικουμενικού Χάρτη του Δικαστή, ο οποίος εγκρίθηκε από το Κεντρικό Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών στην Ταϊβάν, στις 17 Νοεμβρίου 1999 και επικαιροποιήθηκε στο Σαντιάγκο της Χιλής, στις 14 Νοεμβρίου 2017, το οποίο επιγράφεται «Τρόπος κατανομής των υποθέσεων». Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι «[…] [κ]αμία υπόθεση δεν αφαιρείται από συγκεκριμένο δικαστή χωρίς νόμιμο λόγο. Η αξιολόγηση των λόγων αυτών πρέπει να πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία καθορίζονται εκ των προτέρων από τον νόμο και κατόπιν διαφανούς διαδικασίας που διενεργείται από αρχή εντός των κόλπων του δικαστικού σώματος». Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.unodc.org/res/ji/import/international_standards/the_universal_charter_of_the_judge/universal_charter_2017_english.pdf. Βλ., επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση του ΕΔΔΑ της 5ης Οκτωβρίου 2010, DMD GROUP, A.S. κατά Σλοβακίας (CE:ECHR:2010:1005JUD001933403, § 62 έως 72) σχετικά με την εκ νέου ανάθεση υποθέσεων. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, σε περιπτώσεις στις οποίες ο πρόεδρος του δικαστηρίου αναθέτει μια υπόθεση στον εαυτό του και ενεργεί ως δικαστής στην υπόθεση αυτή, η ύψιστη σημασία που έχουν για το κράτος δικαίου η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η ασφάλεια δικαίου επιβάλλουν την ύπαρξη σαφών εγγυήσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια και, πάνω απ’ όλα, να αποτραπεί το ενδεχόμενο οποιασδήποτε αυθαιρεσίας κατά την ανάθεση συγκεκριμένων υποθέσεων.


68      Υπό την επιφύλαξη ελέγχου του ζητήματος από το αιτούν δικαστήριο. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο ούτε αποφαίνεται επί της ερμηνείας και της εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας ούτε προβαίνει σε αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών. Το Δικαστήριο μπορεί, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που προβλέπεται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και βάσει του υλικού της δικογραφίας, να παράσχει στον εθνικό δικαστή μια ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης η οποία ενδέχεται να συνδράμει το τελευταίο στην εκτίμηση των εννόμων συνεπειών των ως άνω διατάξεων.


69      Δεδομένου ότι η δικαστής A. N-B. δεν στάθηκε δυνατόν να ασκήσει προσφυγή δυνάμει του άρθρου 22a, παράγραφος 5, σημείο 1, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, η εξέταση της αποτελεσματικότητας του συγκεκριμένου μηχανισμού μάλλον δεν εξυπηρετεί κανέναν πρακτικό σκοπό.


70      Στο ζήτημα αυτό αναφέρονται επίσης οι γραπτές παρατηρήσεις της Prokuratura Okręgowa w Łomży (εισαγγελίας της περιφέρειας Łomża) και της Prokuratura Rejonowa w Bytowie (εισαγγελίας της περιφέρειας Bytow).


71      Βλ. απόφαση W.Ż. (σκέψεις 113 έως 118).


72      Όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και υπό την επιφύλαξη ελέγχου του ζητήματος αυτού από το αιτούν δικαστήριο, η μετακίνηση αυτή ενδέχεται να συνιστά υποβάθμιση.


73      Νόμος περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, άρθρο 47b, παράγραφος 5.


74      Όπως υποστηρίζει η Σουηδική Κυβέρνηση, η εκ νέου ανάθεση των υποθέσεων πρέπει να στηρίζεται σε σαφείς και διαφανείς κανόνες ώστε να μην δημιουργείται η εντύπωση ότι γίνεται αυθαιρέτως.


75      Εντύπωση προκαλεί το ότι, κατά το άρθρο 47b, παράγραφος 5, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, ζητείται η άποψη των προέδρων των αρμοδίων δικαστηρίων αλλά όχι του ενδιαφερόμενου δικαστή. Το γεγονός ότι λαμβάνονται υπόψη ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια, όπως η κατάσταση προόδου των υποθέσεων, δεν αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να θεραπεύσει τις λοιπές διαπιστωθείσες ελλείψεις.


76      Βλ. απόφαση W.Ż. (σκέψεις 113 έως 118).


77      Η Πολωνική Κυβέρνηση επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, εφόσον η απόφαση της ολομέλειας δεν επιδόθηκε στη δικαστή A. N-B., δεν απαιτείται, κατά την πολωνική νομοθεσία, να περιέχει αιτιολογία.


78      Και τους λοιπούς δικαστές εμμέσως, καθόσον τα μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος της δικαστή A. N-B. ενδέχεται να αποτρέψουν άλλους δικαστές από την προσπάθειά τους να εξακριβώσουν τη συμμόρφωση προς το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και το άρθρο 47 του Χάρτη.


79      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση W.Ż. (σκέψη 130 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


80      Άρθρο 22a, παράγραφος 4, στοιχείο b, σημείο 1, άρθρο 22a, παράγραφος 5, σημείο 1, άρθρο 47b, παράγραφοι 5 και 6, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων.


81      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C-824/18, EU:C:2021:153, σκέψεις 145 και 146).


82      Η Δανική, η Πολωνική και η Σουηδική Κυβέρνηση τάχθηκαν υπέρ της συγκεκριμένης άποψης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.


83      Δεδομένου ότι οι υποθέσεις αυτές έχουν ανασταλεί ενώπιον του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) μετά την υποβολή των αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων, δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Βλ. απόφαση YP (σκέψη 78).


84      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση YP (σκέψεις 76 και 77). Βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C-573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 52 επ.).