Language of document : ECLI:EU:C:2024:305

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 11ης Απριλίου 2024 (1)

Υπόθεση C600/22 P

Carles Puigdemont i Casamajó,

Antoni Comín i Oliveres

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Αίτηση αναιρέσεως – Θεσμικό δίκαιο – Μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Αποφάσεις περί απαγόρευσης στους προσφεύγοντες, εκλεγμένα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να καταλάβουν τις βουλευτικές τους έδρες και περί στέρησης όλων των συναφών δικαιωμάτων – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως»






 Εισαγωγή

1.        Τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία ανέκυψε η υπό κρίση διαφορά ανάγονται στο δημοψήφισμα περί «αυτοδιάθεσης» που οργανώθηκε στην Καταλονία (Ισπανία) την 1η Οκτωβρίου 2017 και στις νομικές και πολιτικές συνέπειες του συγκεκριμένου γεγονότος. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει τις συνέπειες των εν λόγω πραγματικών περιστατικών από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, στο μέτρο που ορισμένα πρόσωπα εμπλεκόμενα στα επίμαχα γεγονότα μετείχαν και εξελέγησαν στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

2.        Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, με την απόφαση Junqueras Vies (2), επί του χρονικού σημείου κατά το οποίο εκλεγείς υποψήφιος αποκτά την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως αφορά σε μεγάλο βαθμό την ερμηνεία της εν λόγω απόφασης και των διδαγμάτων που απορρέουν από αυτήν.

3.        Κατά την υπόδειξη του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος έχει μεγαλύτερη σημασία στην υπό κρίση υπόθεση καθόσον εγείρει ζητήματα θεσμικού χαρακτήρα για το δίκαιο της Ένωσης –ζητήματα που αφορούν το καθεστώς των μελών του Κοινοβουλίου και την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών όσον αφορά την εκλογή των ευρωβουλευτών. Πρόκειται επίσης για τον λόγο αναιρέσεως στον οποίο επικεντρώθηκαν ως επί το πλείστον οι διάδικοι με τα υπομνήματά τους.

 Το νομικό πλαίσιο

4.        Το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3), που προσαρτάται στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ (στο εξής: πρωτόκολλο), προβλέπει τα εξής:

«Κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν:

α)      εντός της επικρατείας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας τους,

β)      εντός της επικρατείας άλλων κρατών μελών της εξαιρέσεως από κάθε μέτρο κρατήσεως και κάθε δικαστική δίωξη.

Η ασυλία τους καλύπτει επίσης όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν.

Επίκληση της ασυλίας δεν δύναται να γίνει στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήματος και ούτε δύναται να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία ενός από τα μέλη του.»

5.        Η πράξη περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία, που προσαρτάται στην απόφαση 76/787/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 (4), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2002/772/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002 και της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (5) (στο εξής: εκλογική πράξη), διέπει, στο επίπεδο του δικαίου της Ένωσης, τις εκλογές του Κοινοβουλίου. Το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, της εκλογικής πράξης ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας πράξης, η εκλογική διαδικασία διέπεται, σε κάθε κράτος μέλος, από τις εθνικές διατάξεις.»

6.        Το άρθρο 12 της εν λόγω πράξης έχει ως εξής:

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβαίνει στον έλεγχο της εντολής των μελών του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα που ανακοινώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη και αποφασίζει επί των ενστάσεων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προβληθούν βάσει των διατάξεων της παρούσας πράξης, εξαιρουμένων των εθνικών διατάξεων στις οποίες παραπέμπει η πράξη αυτή.»

7.        Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της ίδιας πράξης ορίζει τα εξής:

«Μια βουλευτική έδρα χηρεύει όταν η θητεία μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λήξει λόγω παραίτησης ή θανάτου του ή έκπτωσης από το αξίωμά του.»

8.        Η εσωτερική οργάνωση του Κοινοβουλίου διέπεται από τον εσωτερικό κανονισμό του. Το άρθρο 3 του κανονισμού που εφαρμόζεται στην ένατη κοινοβουλευτική περίοδο (2019-2024, στο εξής: εσωτερικός κανονισμός) ορίζει τα εξής:

«1.      Μετά τις γενικές εκλογές του […] Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος [του Κοινοβουλίου] καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανακοινώσουν στο Κοινοβούλιο χωρίς καθυστέρηση τα ονόματα των εκλεγέντων βουλευτών, προκειμένου όλοι οι βουλευτές να είναι σε θέση να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο με την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης μετά τις εκλογές.

Συγχρόνως, ο Πρόεδρος [του Κοινοβουλίου] εφιστά την προσοχή των αρχών αυτών στις σχετικές διατάξεις της [εκλογικής πράξης] και τις καλεί να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να αποφευχθεί κάθε ασυμβίβαστο με το αξίωμα του βουλευτή του […] Κοινοβουλίου.

2.      Οι βουλευτές, η εκλογή των οποίων έχει ανακοινωθεί στο Κοινοβούλιο, προβαίνουν σε γραπτή δήλωση, προτού καταλάβουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο, ότι δεν κατέχουν οιοδήποτε αξίωμα ασυμβίβαστο με την ιδιότητα του βουλευτή του […] Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 της [εκλογικής πράξης]. Κατόπιν γενικών εκλογών, η δήλωση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί, εφόσον είναι δυνατόν, το αργότερο έξι ημέρες πριν από την πρώτη σύνοδο του Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές. Έως ότου ελεγχθεί η εντολή των βουλευτών ή εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση διαφοράς, και υπό τον όρο ότι έχουν προηγουμένως υπογράψει την προαναφερθείσα έγγραφη δήλωση, οι βουλευτές καταλαμβάνουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο και συμμετέχουν στα όργανά του με πλήρη δικαιώματα.

Εφόσον έχει διαπιστωθεί με στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό ότι βουλευτής κατέχει αξίωμα ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του βουλευτή του […] Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 1 ή 2 της [εκλογικής πράξης], το Κοινοβούλιο, με βάση τις πληροφορίες που προσκομίζει ο Πρόεδρός του, διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας.

3.      Το Κοινοβούλιο προβαίνει αμέσως, με βάση την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, στον έλεγχο της εντολής και αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του, καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων, οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της [εκλογικής πράξης], πλην των αμφισβητήσεων που, σύμφωνα με την [π]ράξη αυτή, εμπίπτουν αποκλειστικά στις εθνικές διατάξεις στις οποίες παραπέμπει η εν λόγω [π]ράξη.

Η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής βασίζεται στην επίσημη κοινοποίηση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων, καθώς και των ενδεχομένων αντικαταστατών, με τη σειρά που προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών.

Ο έλεγχος της εντολής βουλευτή μπορεί να γίνει μόνον εφόσον ο τελευταίος έχει προβεί στις γραπτές δηλώσεις που απαιτούνται κατά το παρόν άρθρο, καθώς και κατά το παράρτημα I του παρόντος Κανονισμού.

[...]»

 Το ιστορικό της διαφοράς, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

9.        Με την αίτηση αναιρέσεως, ο Carles Puigdemont i Casamajó και ο Antoni Comín i Oliveres ζητούν την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Ιουλίου 2022, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (T‑388/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:421), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτες τις προσφυγές τους με αίτημα την ακύρωση της από 29 Μαΐου 2019 εντολής του Προέδρου του Κοινοβουλίου (6) να μην τύχουν της υπηρεσίας υποδοχής και συνδρομής που παρέχεται στους νέους ευρωβουλευτές (στο εξής: εντολή της 29ης Μαΐου 2019) και των αρνήσεων του Προέδρου του Κοινοβουλίου να τους αναγνωρίσει την ιδιότητα των μελών του Κοινοβουλίου και να αναλάβει επείγουσα πρωτοβουλία για την επιβεβαίωση των ασυλιών τους βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού, αρνήσεις οι οποίες περιέχονται σε έγγραφο που εστάλη στους νυν αναιρεσείοντες στις 27 Ιουνίου 2019 (στο εξής: πράξη της 27ης Ιουνίου 2019).

 Το ιστορικό της διαφοράς

10.      Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 13 έως 36 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Οι σκέψεις αυτές μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

11.      Ο C. Puigdemont i Casamajó και ο A. Comín i Oliveres ήταν, αντιστοίχως, πρόεδρος της Generalitat de Cataluña (Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας, Ισπανία) και μέλος της Gobierno autonómico de Cataluña (Κυβέρνησης της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας, Ισπανία) κατά τον χρόνο έκδοσης του Ley 19/2017 del Parlamento de Cataluña, reguladora del referéndum de autodeterminación (νόμου 19/2017 του Κοινοβουλίου της Καταλονίας, για τη ρύθμιση του δημοψηφίσματος περί αυτοδιαθέσεως), της 6ης Σεπτεμβρίου 2017 (7), και του Ley 20/2017 del Parlamento de Cataluña, de transitoriedad jurídica y fundacional de la República (νόμου 20/2017 του Κοινοβουλίου της Καταλονίας, περί νομικής μεταβάσεως και ιδρυτικού της Δημοκρατίας), της 8ης Σεπτεμβρίου 2017 (8), καθώς και κατά τον χρόνο διεξαγωγής, την 1η Οκτωβρίου 2017, του δημοψηφίσματος περί αυτοδιαθέσεως που προέβλεπε ο πρώτος από τους δύο ως άνω νόμους, η ισχύς των διατάξεων του οποίου είχε εν τω μεταξύ ανασταλεί με απόφαση του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία).

12.      Κατόπιν της εκδόσεως των ως άνω νόμων και της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, η Ministerio fiscal (εισαγγελική αρχή, Ισπανία), ο Abogado del Estado (νομικός σύμβουλος του κράτους, Ισπανία) και το Partido político VOX (πολιτικό κόμμα VOX, Ισπανία) κίνησαν ποινική διαδικασία, μεταξύ άλλων, κατά των αναιρεσειόντων, στους οποίους προσήφθη ότι τέλεσαν, μεταξύ άλλων, τα αδικήματα της «στάσης» και της «κατάχρησης δημόσιων πόρων». Με διάταξη της 9ης Ιουλίου 2018, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) διαπίστωσε τη μη παράσταση των αναιρεσειόντων, μετά την αναχώρησή τους από την Ισπανία, και ανέστειλε την ποινική διαδικασία έως ότου εντοπισθούν εκ νέου.

13.      Εν συνεχεία, οι αναιρεσείοντες έθεσαν υποψηφιότητα και εξελέγησαν στις εκλογές του Κοινοβουλίου οι οποίες διεξήχθησαν στην Ισπανία στις 26 Μαΐου 2019.

14.      Με την εντολή της 29ης Μαΐου 2019, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διέταξε τον Γενικό Γραμματέα του εν λόγω θεσμικού οργάνου, αφενός, να μην παρασχεθεί σε κανέναν από τους εκλεγμένους στην Ισπανία υποψηφίους πρόσβαση στο «Welcome village» και να μην τους χορηγηθεί η συνδρομή που παρέχεται στους νεοεκλεγέντες στο Κοινοβούλιο υποψηφίους (στο εξής: ειδική υπηρεσία υποδοχής) και, αφετέρου, να ανασταλεί η διαπίστευσή τους έως ότου το Κοινοβούλιο λάβει επισήμως την επιβεβαίωση της εκλογής τους βάσει του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης.

15.      Στις 13 Ιουνίου 2019 η Junta Electoral Central (κεντρική εκλογική επιτροπή, Ισπανία) εξέδωσε απόφαση περί «Ανακήρυξης της εκλογής των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019» (9) (στο εξής: ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019). Κατά την εν λόγω ανακοίνωση, η κεντρική εκλογική επιτροπή είχε προβεί σε νέα καταμέτρηση των ψήφων σε εθνικό επίπεδο, σε κατανομή των εδρών που αντιστοιχούσαν σε κάθε υποψήφιο και σε ονομαστική ανακήρυξη των εκλεγέντων υποψηφίων, στους οποίους καταλέγονταν οι αναιρεσείοντες. Στην ανακοίνωση αναφερόταν επίσης ότι οι εκλεγέντες υποψήφιοι επρόκειτο να δώσουν στις 17 Ιουνίου 2019 όρκο υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα, όπως απαιτείται από το άρθρο 224, παράγραφος 2, του Ley orgánica 5/1985 del Régimen Electoral General (οργανικού νόμου 5/1985 περί γενικού εκλογικού καθεστώτος), της 19ης Ιουνίου 1985 (10), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: εκλογικός νόμος).

16.      Με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2019 οι αναιρεσείοντες ζήτησαν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019, όπως περιλαμβάνονταν στην ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, να αποσύρει την εντολή της 29ης Μαΐου 2019, ώστε να μπορέσουν να έχουν πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του Κοινοβουλίου και στην ειδική υπηρεσία υποδοχής, και, τέλος, να τους επιτραπεί να καταλάβουν τις έδρες τους και να ασκήσουν τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ιδιότητά τους ως μελών του Κοινοβουλίου από τις 2 Ιουλίου 2019, ημερομηνία της πρώτης ολομέλειας μετά τις εκλογές.

17.      Στις 15 Ιουνίου 2019 ο ανακριτής του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) απέρριψε την αίτηση των αναιρεσειόντων περί ανακλήσεως των εθνικών ενταλμάτων σύλληψης που είχαν εκδώσει εις βάρος τους τα ισπανικά ποινικά δικαστήρια προκειμένου να δικασθούν στο πλαίσιο της μνημονευόμενης στο σημείο 12 των παρουσών προτάσεων ποινικής διαδικασίας. Στις 20 Ιουνίου 2019 η κεντρική εκλογική επιτροπή αρνήθηκε στους αναιρεσείοντες τη δυνατότητα να δώσουν τον όρκο που απαιτείται από το άρθρο 224, παράγραφος 2, του εκλογικού νόμου, μέσω γραπτής δήλωσης ενώπιον συμβολαιογράφου στο Βέλγιο ή μέσω πληρεξουσίων ορισμένων με συμβολαιογραφική πράξη καταρτισθείσα στο Βέλγιο, με την αιτιολογία ότι η ορκωμοσία πρέπει, κατά την ως άνω επιτροπή, να τελεστεί αυτοπροσώπως.

18.      Στις 17 Ιουνίου 2019 η κεντρική εκλογική επιτροπή κοινοποίησε στο Κοινοβούλιο τον κατάλογο των εκλεγέντων στην Ισπανία υποψηφίων (στο εξής: ανακοίνωση της 17ης Ιουνίου 2019), στον οποίο δεν περιλαμβάνονταν τα ονόματα των αναιρεσειόντων. Στις 20 Ιουνίου 2019 η κεντρική εκλογική επιτροπή ενημέρωσε το Κοινοβούλιο ότι οι αναιρεσείοντες δεν είχαν δώσει όρκο υπακοής στο ισπανικό Σύνταγμα και ότι, επομένως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 224, παράγραφος 2, του εκλογικού νόμου, η ίδια κήρυξε κενές τις απονεμηθείσες στους αναιρεσείοντες έδρες στο Κοινοβούλιο και ανέστειλε προσωρινά όλα τα προνόμια που άπτονται των καθηκόντων τους έως ότου δώσουν τον προμνησθέντα όρκο (στο εξής: ανακοίνωση της 20ής Ιουνίου 2019).

19.      Με έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019 (στο εξής: έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019), ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου απάντησε, μεταξύ άλλων, στο έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2019, επισημαίνοντας, κατ’ ουσίαν, στους αναιρεσείοντες ότι δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει ως μελλοντικά μέλη του Κοινοβουλίου, διότι τα ονόματά τους δεν περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των εκλεγμένων υποψηφίων που οι ισπανικές αρχές είχαν κοινοποιήσει επισήμως.

20.      Στις 28 Ιουνίου 2019 οι αναιρεσείοντες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο, με προσφυγή η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό T‑388/19, την ακύρωση, αφενός, της εντολής της 29ης Μαΐου 2019 και, αφετέρου, των επιμέρους πράξεων που περιέχονταν, κατ’ αυτούς, στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, ήτοι, πρώτον, της άρνησης του Προέδρου του Κοινοβουλίου να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου 2019· δεύτερον, της κήρυξης, από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, της χηρείας της έδρας που απονεμήθηκε αντιστοίχως σε κάθε αναιρεσείοντα· τρίτον, της άρνησης του Προέδρου του Κοινοβουλίου να τους επιτρέψει να αναλάβουν τα καθήκοντα, να ασκήσουν το αξίωμα του ευρωβουλευτή και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο από την πρώτη σύνοδο μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019 και, τέταρτον, της άρνησης του Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναλάβει επείγουσα πρωτοβουλία, βάσει του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισμού, για την επιβεβαίωση των προνομίων και ασυλιών τους.

21.      Την ίδια ημέρα οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν, παράλληλα με την προσφυγή τους, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την αναστολή εκτέλεσης των επιμέρους αποφάσεων του Κοινοβουλίου, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να μην τους αναγνωρίζεται η ιδιότητα των μελών του Κοινοβουλίου. Οι αναιρεσείοντες ζήτησαν επίσης να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της επιβεβαίωσης των προνομίων και των ασυλιών τους δυνάμει του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου, ώστε να μπορέσουν να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο από την πρώτη σύνοδο μετά τις εκλογές. Με διάταξη της 1ης Ιουλίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (11), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

22.      Με την απόφαση Junqueras Vies, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι πρόσωπο του οποίου η εκλογή στο Κοινοβούλιο ανακηρύχθηκε επισήμως, αλλά στο οποίο δεν επετράπη να εκπληρώσει ορισμένες απαιτήσεις που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο κατόπιν της ως άνω ανακηρύξεως καθώς και να μεταβεί στο Κοινοβούλιο προκειμένου να συμμετάσχει στην πρώτη σύνοδό του, πρέπει να θεωρηθεί ότι απολαύει ασυλίας δυνάμει του άρθρου 9, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου.

23.      Με διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2019, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (12), η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου αναίρεσε τη διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2019 περί απορρίψεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

24.      Κατά την ολομέλεια της 13ης Ιανουαρίου 2020, μετά την απόφαση Junqueras Vies, το Κοινοβούλιο αποφάσισε να λάβει υπόψη την εκλογή των αναιρεσειόντων στο Κοινοβούλιο με ισχύ από τις 2 Ιουλίου 2019 (στο εξής: απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2020).

25.      Με διάταξη της 19ης Μαρτίου 2020, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (13), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, αποφαινόμενος κατόπιν αναπομπής, έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης της 13ης Ιανουαρίου 2020, δεν συνέτρεχε πλέον λόγος να αποφανθεί επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

26.      Το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στις 6 Ιουλίου 2022.

27.      Στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι η προσφυγή των νυν αναιρεσειόντων αφορούσε, αφενός, την ακύρωση της εντολής της 29ης Μαΐου 2019 και, αφετέρου, την ακύρωση της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019, ήτοι της άρνησης του Προέδρου του Κοινοβουλίου, η οποία περιέχεται, κατ’ ουσίαν, στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, να αναγνωρίσει στους αναιρεσείοντες την ιδιότητά τους ως μελών του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

28.      Όσον αφορά την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η αδυναμία των αναιρεσειόντων να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να ασκήσουν το αξίωμά τους και να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο δεν απορρέει από την ως άνω πράξη, αλλά από την εφαρμογή του ισπανικού δικαίου, όπως αποτυπώνεται στις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019, σε σχέση με τις οποίες ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και το Κοινοβούλιο δεν διέθεταν καμία διακριτική ευχέρεια (σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Εξάλλου, όσον αφορά τη μη λήψη μέτρων για την επιβεβαίωση και την προάσπιση των προνομίων και των ασυλιών των αναιρεσειόντων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή απορρέει από την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019 (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις 157 και 166 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη όσον αφορά τη συγκεκριμένη πράξη, με το σκεπτικό ότι δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των αναιρεσειόντων και, επομένως, δεν υπόκειται σε προσφυγή (σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

29.      Όσον αφορά την εντολή της 29ης Μαΐου 2019, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε ως αποτέλεσμα να εμποδίσει τους αναιρεσείοντες να προβούν στις διοικητικές διατυπώσεις που ήταν αναγκαίες για την ανάληψη των καθηκόντων τους και, επομένως, δεν αποτέλεσε την αιτία της αδυναμίας των αναιρεσειόντων να ασκήσουν το αξίωμά τους από την πρώτη σύνοδο του Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές. Η εν λόγω εντολή τους αποστέρησε μόνον τη συνδρομή του Κοινοβουλίου κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους (σκέψεις 184 και 185 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή όσον αφορά την εντολή της 29ης Μαΐου 2019, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που έγιναν δεκτοί σε σχέση με την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019 (σκέψεις 186 και 187 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

30.      Στις 16 Σεπτεμβρίου 2022 οι αναιρεσείοντες άσκησαν αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Το Κοινοβούλιο και το Βασίλειο της Ισπανίας υπέβαλαν υπομνήματα επί της αιτήσεως αναιρέσεως στις 8 και 7 Δεκεμβρίου 2022, αντιστοίχως. Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, επετράπη στους μετέχοντες στη διαδικασία να υποβάλουν υπόμνημα απαντήσεως και υπόμνημα ανταπαντήσεως.

31.      Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο ή, επικουρικώς, να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις και

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα ή, επικουρικώς, να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

32.      Το Κοινοβούλιο και το Βασίλειο της Ισπανίας ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

33.      Το Δικαστήριο αποφάσισε να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Ανάλυση

34.      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Όπως προεκτέθηκε, καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου, οι προτάσεις μου θα επικεντρωθούν στον πρώτο λόγο αναιρέσεως. Εντούτοις, προτού ασχοληθώ με το βάσιμο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να εξετάσω τις αμφιβολίες που διατύπωσαν το Κοινοβούλιο και το Βασίλειο της Ισπανίας όσον αφορά το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

35.      Το Κοινοβούλιο και το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητούν το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της προβάλλοντας, κατ’ ουσίαν, ότι οι αναιρεσείοντες δεν προσδιόρισαν με ακρίβεια τις αμφισβητούμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και δεν τεκμηρίωσαν επαρκώς τους λόγους αναιρέσεως, ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν είναι σαφής και κατανοητή και ότι οι αναιρεσείοντες επιζητούν, στην πραγματικότητα, την επανεξέταση της υπόθεσης επί της οποίας αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο, επαναλαμβάνοντας απλώς και μόνον τα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο και το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητούν το παραδεκτό πλειόνων συγκεκριμένων λόγων και επιχειρημάτων.

36.      Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι αναιρεσείοντες αντικρούουν τις ως άνω αιτιάσεις και υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Κοινοβούλιο ερμήνευσε εσφαλμένα, ακόμη και παραμόρφωσε, την αίτηση αναιρέσεως.

37.      Από πλευράς μου, φρονώ ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, ως απαράδεκτη. Είναι, βεβαίως, αληθές ότι περιέχει ορισμένες ασάφειες και επαναλήψεις. Εντούτοις, εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζονται το Κοινοβούλιο και το Βασίλειο της Ισπανίας, οι αναιρεσείοντες προσδιορίζουν με ακρίβεια τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που αμφισβητούν, σύμφωνα με το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, και τις περιπτώσεις στις οποίες, κατ’ αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα προς στήριξη των θέσεών τους. Αντιθέτως, ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν απαιτεί οι λόγοι και τα επιχειρήματα της αιτήσεως αναιρέσεως να εκτίθενται με προκαθορισμένη σειρά ή λογική. Επομένως, μολονότι ορισμένοι λόγοι ή ορισμένα επιχειρήματα που προβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως μπορεί να είναι αλυσιτελείς, ή και απαράδεκτοι, φρονώ ότι τούτο δεν συμβαίνει με την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

38.      Συνεπώς, θα εξετάσω εν συνεχεία επί της ουσίας τον πρώτο λόγο αναιρέσεως.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

39.      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά την άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να αναγνωρίσει τον χαρακτήρα ως πράξης δεκτικής προσφυγής, αφενός, της εντολής της 29ης Μαΐου 2019 και, αφετέρου, της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019. Είμαι της γνώμης ότι το δεύτερο ως άνω σκέλος είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της υπό κρίση υπόθεσης. Θα ξεκινήσω, επομένως, την ανάλυσή μου από το εν λόγω δεύτερο σκέλος.

 Επί της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019

–       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

40.      Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η πράξη της 27ης Ιουνίου 2019 συνίσταται σε άρνηση του Προέδρου του Κοινοβουλίου, η οποία αποτυπώνεται στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, να αναγνωρίσει στους αναιρεσείοντες την ιδιότητά τους ως μελών του Κοινοβουλίου.

41.      Η ως άνω άρνηση απορρέει από το γεγονός ότι οι αναιρεσείοντες, μολονότι ανακηρύχθηκαν ως εκλεγέντες στο Κοινοβούλιο με την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, δεν είχαν περιληφθεί στην ανακοίνωση της 17ης Ιουνίου 2019, διότι δεν είχαν δώσει τον όρκο που προβλέπεται στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του εκλογικού νόμου. Όπως προεκτέθηκε στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αδυναμία των αναιρεσειόντων να ασκήσουν τα αξιώματά τους δεν προκύπτει από την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019, αλλά από την εφαρμογή της ισπανικής νομοθεσίας την οποία δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το Κοινοβούλιο (14), με αποτέλεσμα η εν λόγω πράξη να μην παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των αναιρεσειόντων και, επομένως, να μην συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής (15).

42.      Όπως και το Κοινοβούλιο με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, θα εξετάσω τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων όχι με τη σειρά που προβάλλονται στην αίτηση αναιρέσεως, αλλά με τη σειρά της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Στο μέτρο που η καλυπτόμενη και από την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019 άρνηση του Προέδρου του Κοινοβουλίου να αναλάβει την πρωτοβουλία επιβεβαίωσης της ασυλίας των αναιρεσειόντων αποτελεί αντικείμενο του τρίτου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, οι παρατηρήσεις που ακολουθούν και η πρότασή μου δεν αφορούν την εν λόγω άρνηση και δεν προδικάζουν το βάσιμο των προμνησθέντων λόγων αναιρέσεως.

–       Επί του περιεχομένου του εγγράφου της 27ης Ιουνίου 2019

43.      Οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο (16) ότι παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά ή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις σκέψεις 81 έως 84 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε το περιεχόμενο του εγγράφου του Προέδρου του Κοινοβουλίου προς τους αναιρεσείοντες, το οποίο αποτυπώνει την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019.

44.      Φρονώ ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί εν προκειμένω παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, καθότι τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά εκτίθενται συνοπτικά στο κείμενο του εγγράφου της 27ης Ιουνίου 2019. Εντούτοις, εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζεται το Κοινοβούλιο, φρονώ ότι ούτε οι ανωτέρω σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης μπορούν να εξεταστούν αποκλειστικά και μόνον ως πραγματική διαπίστωση σχετικά με το κείμενο του προμνησθέντος εγγράφου. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας, η ικανότητα πράξης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως απαιτεί εξέταση με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, «όπως το περιεχόμενο της ίδιας της πράξης». Επομένως, ερμηνευόμενες σε αυτό το πλαίσιο, οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 81 έως 84 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορούν απλώς τα πραγματικά περιστατικά, αλλά χαρακτηρίζουν από νομικής απόψεως την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019 με γνώμονα το περιεχόμενο του εγγράφου στο οποίο αποτυπώνεται η εν λόγω πράξη.

45.      Κατά τη γνώμη μου, πάντως, βασίμως οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι ο εν λόγω χαρακτηρισμός ενέχει πλάνη. Συγκεκριμένα, κρίνοντας ότι, με το έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου έλαβε απλώς και μόνον υπόψη την έννομη κατάσταση των αναιρεσειόντων «για την οποία είχε ενημερωθεί επισήμως από τις ισπανικές αρχές μέσω των ανακοινώσεων της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019», το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την πραγματική σημασία του εν λόγω εγγράφου, η οποία είναι καθοριστικής σημασίας για την εκτίμησή του ως πράξης δεκτικής προσφυγής, ήτοι ότι, μέσω αυτού, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διατύπωσε την απόφασή του να μη λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών που περιέχονταν στην ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, αλλά μόνον τις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 201. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώνεται με τη διατύπωση του εγγράφου της 27ης Ιουνίου 2019, κατά την οποία ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τους αναιρεσείοντες ως μελλοντικά μέλη του εν λόγω θεσμικού οργάνου «έως την παραλαβή νέας ανακοίνωσης από τις ισπανικές αρχές».

46.      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας, με γνώμονα το περιεχόμενό του, το έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019 ως στερούμενο παντελώς τον χαρακτήρα απόφασης και δη οριστικής, μολονότι από το εν λόγω έγγραφο προέκυπτε σαφώς η οριστική απόφαση του Προέδρου του Κοινοβουλίου να λάβει υπόψη μόνον τις ανακοινώσεις των ισπανικών αρχών σχετικά με τα πρόσωπα που εξελέγησαν στο Κοινοβούλιο και να μη λάβει υπόψη την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019. H συγκεκριμένη πλάνη συνιστά, κατ’ εμέ, το «προπατορικό αμάρτημα» της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και επηρεάζει τη λοιπή συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου που επικεντρώνεται στην εξέταση του χαρακτήρα της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019 ως πράξης δεκτικής προσφυγής. Συγκεκριμένα, οι περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο που επισημαίνονται κατωτέρω απλώς επιβεβαιώνουν την αρχική αυτή πλάνη.

–       Επί της ερμηνείας του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης

47.      Εν συνεχεία, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο, με τεκμηριωμένο τρόπο (17), ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης. Είμαι της γνώμης ότι η συγκεκριμένη αιτίαση είναι βάσιμη.

48.      Κατ’ αρχάς, στις σκέψεις 97 έως 114 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 12 της εκλογικής πράξης, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του εσωτερικού κανονισμού και υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, της απόφασης Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου (18). Κατόπιν τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «προκειμένου να προβεί στον έλεγχο της εντολής των μελών του, το Κοινοβούλιο πρέπει να βασίζεται στον κατάλογο των εκλεγμένων υποψηφίων που κοινοποιούν επισήμως οι εθνικές αρχές, ο οποίος θεωρείται ότι καταρτίζεται βάσει των επισήμως ανακηρυχθέντων αποτελεσμάτων και μετά τις αποφάσεις των εν λόγω αρχών επί των ενδεχόμενων ενστάσεων που στηρίζονται στην εφαρμογή του εθνικού δικαίου» (19).

49.      Εν συνεχεία, στις σκέψεις 116 έως 119 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε στην υπό κρίση υπόθεση την ως άνω ερμηνεία των προμνησθεισών διατάξεων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι στις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019 αποτυπώνονταν τα επίσημα αποτελέσματα των εκλογών «όπως καταγράφηκαν [...] μετά την εξέταση των ενδεχόμενων ενστάσεων που προβλήθηκαν βάσει του εθνικού δικαίου» (20), με αποτέλεσμα ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου να μην είναι αρμόδιος να ελέγξει το βάσιμο του αποκλεισμού ορισμένων υποψηφίων, περιλαμβανομένων των αναιρεσειόντων, από τον σχετικό κατάλογο και –συνεπώς– να πρέπει να τον λάβει υπόψη. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο εξομοίωσε τη μη εκπλήρωση, εκ μέρους των αναιρεσειόντων, της υποχρέωσης ορκωμοσίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του εκλογικού νόμου, με ένσταση, κατά την έννοια του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης. Η εξομοίωση αυτή συνάγεται σαφώς από τις σκέψεις 107 και 108 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, επιβεβαιώθηκε δε ρητώς στη σκέψη 129 αυτής (21). Κατά τη γνώμη μου, η εν λόγω εξομοίωση συνιστά πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης, ικανή να θέση υπό αμφισβήτηση το σύνολο της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019.

50.      Φρονώ ότι η πλάνη στη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου είναι απόρροια της εσφαλμένης ερμηνείας της απόφασης Junqueras Vies στις σκέψεις 85 και 86 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ της ιδιότητας του μέλους του Κοινοβουλίου και της άσκησης του συναφούς αξιώματος. Επομένως, μολονότι δέχθηκε, στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι αναιρεσείοντες απέκτησαν την ιδιότητα των μελών του Κοινοβουλίου από την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 107 και 108 της ίδιας απόφασης, ότι η μη εκπλήρωση υποχρέωσης όπως της προβλεπόμενης στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του εκλογικού νόμου μπορούσε να εμποδίσει ένα πρόσωπο που απέκτησε την εν λόγω ιδιότητα να αναλάβει όντως τα καθήκοντά του (22), με αποτέλεσμα να καταλήξει στο συμπέρασμα, στη σκέψη 118 της εν λόγω απόφασης, ότι ο αποκλεισμός ενός τέτοιου προσώπου από τον κατάλογο των εκλεγμένων βουλευτών μπορεί να δικαιολογείται ως «εξέταση των ενδεχόμενων ενστάσεων που προβλήθηκαν βάσει του εθνικού δικαίου».

51.      Εντούτοις, καίτοι, με την απόφαση Junqueras Vies, το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ της ιδιότητας του ευρωβουλευτή και του συναφούς αξιώματος, η διάκριση είχε χρονικό χαρακτήρα και αφορούσε αποκλειστικά και μόνον τη διαφοροποίηση των αντίστοιχων περιόδων εφαρμογής των βουλευτικών ασυλιών δυνάμει του άρθρου 9, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου, όπως προκύπτει σαφώς από τις σκέψεις 77 έως 81 της εν λόγω απόφασης. Αντιθέτως, κανένα στοιχείο στην εν λόγω απόφαση δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ένα πρόσωπο το οποίο απέκτησε την ιδιότητα μέλους του Κοινοβουλίου μπορεί να στερηθεί της δυνατότητας άσκησης του αξιώματός του χωρίς να απολέσει προηγουμένως την εν λόγω ιδιότητα. Τουναντίον, στη σκέψη 65 της απόφασης Junqueras Vies, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η «εντολή των μελών [του Κοινοβουλίου] συνιστά το κύριο γνώρισμα της ιδιότητας αυτής».

52.      Είναι αληθές ότι η απόφαση Junqueras Vies επικεντρώνεται στις βουλευτικές ασυλίες, καθότι αποτελούσαν το αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων που είχαν υποβληθεί στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση. Εντούτοις, ολόκληρη η συλλογιστική η οποία οδήγησε το Δικαστήριο στη λύση που προέκρινε με την εν λόγω απόφαση επικεντρώνεται στην έννοια του «μέλους του Κοινοβουλίου» (23). Τούτη ακριβώς είναι η ιδιότητα την οποία οι ισπανικές αρχές επιχείρησαν να αρνηθούν στον προσφεύγοντα της υπόθεσης της κύριας δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, ιδιότητα την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εν λόγω προσφεύγων απέκτησε κατά τον χρόνο και εκ του λόγου και μόνον της επίσημης ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων των εκλογών (24). Επιπλέον, στη σκέψη 70 της απόφασης Junqueras Vies, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ρητώς ότι «“λαμβάνοντας υπόψη” τα εκλογικά αποτελέσματα που ανακοινώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη, το [Κοινοβούλιο] θεωρεί οπωσδήποτε δεδομένο ότι τα πρόσωπα των οποίων η εκλογή ανακηρύχθηκε επισήμως κατέστησαν, εξ αυτού και μόνο του λόγου, μέλη του, κατά συνέπεια δε οφείλει να ασκήσει την αρμοδιότητά του ως προς τα πρόσωπα αυτά, ελέγχοντας την εντολή τους».

53.      Επομένως, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όχι μόνον στις προμνησθείσες σκέψεις, αλλά και στη σκέψη 144 της ίδιας απόφασης, ότι η ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου μπορεί να διακρίνεται από την άσκηση του συναφούς αξιώματος, με αποτέλεσμα ένα πρόσωπο να μπορεί να εμποδιστεί να ασκήσει το εν λόγω αξίωμα, μολονότι διατηρεί την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου, βρίσκεται σε σαφή αντίθεση τόσο με τη συλλογιστική όσο και με τη διατύπωση της απόφασης Junqueras Vies. Η αποδοχή μιας τέτοιας λύσης θα είχε ως συνέπεια να στερήσει από την εν λόγω απόφαση κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα, καθότι τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να αποφασίζουν ελεύθερα ποιοι από τους εκλεγμένους υποψηφίους μπορούν πράγματι να ασκήσουν το αξίωμα, αποτέλεσμα το οποίο επιδίωκε ακριβώς να εμποδίσει η απόφαση Junqueras Vies.

54.      Η εσφαλμένη ερμηνεία της απόφασης Junqueras Vies οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την ερμηνεία της εκλογικής πράξης, και ειδικότερα του άρθρου 12 αυτής.

55.      Από το εν λόγω άρθρο, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων με την απόφαση Donnici, προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο οφείλει να λάβει υπόψη την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από το οικείο κράτος μέλος και ότι τα νομικά προβλήματα που σχετίζεται με την εν λόγω ανακοίνωση, περιλαμβανομένων των ενδεχόμενων ενστάσεων, πλην εκείνων που προβάλλονται βάσει της ίδιας της εκλογικής πράξης, επιλύονται σε εθνικό επίπεδο (25).

56.      Όπως προκύπτει, όμως, σαφώς, από την απόφαση Junqueras Vies, η επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων από τα κράτη μέλη, κατά την έννοια του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης και της απόφασης Donnici, και η ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου συνδέονται στενά μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι τα πρόσωπα των οποίων η εκλογή ανακηρύχθηκε αποκτούν την εν λόγω ιδιότητα κατά τη στιγμή και αποκλειστικώς λόγω της ανακοίνωσης αυτής (26). Ως εκ τούτου τα «νομικά προβλήματα της [ανακοίνωσης] αυτής», που μνημονεύονται στη σκέψη 55 της απόφασης Donnici, καθώς και οι «ενστάσεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προβληθούν», κατά την έννοια του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης, είναι στην πραγματικότητα οι σχετιζόμενες με την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου ως μέλους του Κοινοβουλίου.

57.      Τα ως άνω νομικά προβλήματα και οι ενστάσεις μπορούν, μεταξύ άλλων, να αφορούν, πρώτον, την εκλογική διαδικασία που διέπεται σύμφωνα με το άρθρο 8 της εκλογικής πράξης από τις εθνικές διατάξεις των κρατών μελών (27), δεύτερον, τις περιπτώσεις λήξης της θητείας που απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της ίδιας πράξης και, τέλος, τρίτον, τις περιπτώσεις ασυμβιβάστου που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της εν λόγω πράξης. Πρόκειται ακριβώς για τα τρία σημεία στα οποία η εκλογική πράξη παραπέμπει στις εθνικές διατάξεις, τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 12 in fine της εν λόγω πράξης. Η επίλυση των νομικών προβλημάτων ή των ενστάσεων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μη απόκτηση ή την απώλεια της ιδιότητας του μέλους του Κοινοβουλίου από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, καθώς και, ενδεχομένως, τη χηρεία της έδρας.

58.      Αντιθέτως, η περίπτωση στην οποία ένα κράτος μέλος δεν κοινοποιεί στο Κοινοβούλιο το όνομα προσώπου του οποίου η εκλογή ανακηρύχθηκε, μολονότι το εν λόγω πρόσωπο δεν εξέπεσε από το αξίωμά του ούτε αμφισβητήθηκε με άλλον τρόπο η ανακήρυξη της εκλογής του, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τέτοιο νομικό πρόβλημα σχετιζόμενο με την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων ούτε με ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης. Επομένως, η εν λόγω διάταξη, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, δεν υποχρεώνει το Κοινοβούλιο να λάβει υπόψη τέτοια κοινοποίηση, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε εκτίμηση του βασίμου της, μεταξύ άλλων, όταν η κοινοποίηση δεν αντικατοπτρίζει επακριβώς την επίσημη ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων.

59.      Όπως διαπίστωσε, όμως, το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι διάδικοι συμφωνούν ότι οι αναιρεσείοντες απέκτησαν την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου από την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019 και, κατά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, στις αιτιολογικές σκέψεις 108 και 152 της ίδιας απόφασης, οι ισπανικές αρχές δεν αποφάσισαν την έκπτωση των αναιρεσειόντων από την ιδιότητα αυτή, αλλά μόνον την προσωρινή αναστολή των προνομίων τους.

60.      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν κλήθηκε να επιλύσει ένα ζήτημα κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, καθότι η εν λόγω κατανομή προκύπτει σαφώς από την εκλογική πράξη, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, αλλά να αντλήσει τις συνέπειες της εν λόγω κατανομής. Ορθώς, όμως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης εκτιμώντας, στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι στις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019 αποτυπώνονταν τα επίσημα αποτελέσματα των εκλογών, όπως καταγράφηκαν μετά την εξέταση των ενστάσεων που προβλήθηκαν βάσει του εθνικού δικαίου, με αποτέλεσμα ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου να μην είναι αρμόδιος να ελέγξει το βάσιμό τους. Η αντίκρουση της αιτίασης αυτής από το Κοινοβούλιο, το οποίο τάσσεται απλώς και μόνον υπέρ της εσφαλμένης ερμηνείας που προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο, δεν με πείθει (28).

61.      Η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι στις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019 αποτυπώνονταν τα αποτελέσματα των εκλογών κατά την έννοια του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης και, επομένως, το Κοινοβούλιο όφειλε να τα λάβει υπόψη συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, η πλάνη κατά την ερμηνεία του συγκεκριμένου άρθρου είναι καθοριστικής σημασίας για τη λύση που προκρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019. Η εν λόγω πλάνη καταλήγει, μεταξύ άλλων, ευθέως στα συμπεράσματα που εκτίθενται στις σκέψεις 146 και 153 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά τα οποία οι διαφορετικές συνέπειες, για τους αναιρεσείοντες, της άρνησης αναγνώρισης της ιδιότητάς τους ως μελών του Κοινοβουλίου δεν απέρρεαν από την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019, αλλά από την εφαρμογή του ισπανικού δικαίου, όπως αποτυπωνόταν στις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019. Επομένως, η προεκτεθείσα πλάνη περί το δίκαιο επαρκεί, αφ’ εαυτής, για την αναίρεση του συγκεκριμένου μέρους της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

–       Επί του αντικτύπου της απόφασης της 13ης Ιανουαρίου 2020

62.      Οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν επίσης τις σκέψεις 120 έως 123 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία τους με την οποία υποστήριξαν ότι, με την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2020, το Κοινοβούλιο επέτρεψε στους αναιρεσείοντες να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο, παρά την απουσία επίσημης ανακοίνωσης των ισπανικών αρχών για την εκλογή τους, στοιχείο που αποδεικνύει τον χαρακτήρα απόφασης της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019 (29).

63.      Είναι αληθές ότι, όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, η πράξη της 27ης Ιουνίου 2019 πρέπει να εκτιμηθεί αυτή καθεαυτήν και βάσει αντικειμενικών κριτηρίων.

64.      Είναι, εντούτοις, αντιφατικό να επισημαίνεται, αφενός, ότι ο Κοινοβούλιο δεσμευόταν, χωρίς να διαθέτει οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια, από τις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019 και, αφετέρου, ότι «αποφάσισε να επιτρέψει» (30) στους αναιρεσείοντες να αναλάβουν τα καθήκοντά τους με την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2020. Κατά λογική ακολουθία, εάν η απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2020 είχε χαρακτήρα απόφασης, η πράξη της 27ης Ιουνίου 2019 είχε επίσης τέτοιο χαρακτήρα, εκτός εάν θεωρηθεί ότι η πρώτη από τις πράξεις αυτές δεν ήταν σύννομη, ενδεχόμενο για το οποίο το Γενικό Δικαστήριο δεν διατύπωσε οποιαδήποτε υπόνοια. Επομένως, εν αντιθέσει προς την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η έκδοση από το Κοινοβούλιο της απόφασης της 13ης Ιανουαρίου 2020 θέτει υπό αμφισβήτηση ορισμένες εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι αυτές που εκτίθενται στις σκέψεις 82 έως 84, 108 και, ιδίως, 118 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Παραλείποντας να λάβει υπόψη τις συνέπειες που απορρέουν κατά λογική ακολουθία από την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2020 προκειμένου να εκτιμήσει τη νομική φύση της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο ακολούθησε, αν μη τι άλλο, εσφαλμένη συλλογιστική στην αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

65.      Εξάλλου, δεν αμφισβητείται –όπως εμμέσως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης– ότι η απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2020 εκδόθηκε ως αποτέλεσμα της απόφασης Junqueras Vies. Στο μέτρο, όμως, που με την απόφαση Junqueras Vies παρέχεται ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ex tunc, τα αποτελέσματά της έπρεπε να ληφθούν επίσης υπόψη για τον σκοπό της εκτίμησης του νομικού χαρακτήρα της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες. Συγκεκριμένα, η έννομη κατάστασή τους δεν είχε μεταβληθεί στο διάστημα από την έκδοση της εν λόγω πράξης έως την έκδοση της απόφασης της 13ης Ιανουαρίου 2020.

–       Επί των συνεπειών του άρθρου 224, παράγραφος 2, του εκλογικού νόμου

66.      Εσφαλμένη αιτιολογία προσάπτεται επίσης στο Γενικό Δικαστήριο (31) όσον αφορά τις σκέψεις 128 έως 131 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απάντησε στα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων που αφορούσαν την έλλειψη αρμοδιότητας του Βασιλείου της Ισπανίας να θεσπίσει διατάξεις όπως αυτήν του άρθρου 224, παράγραφος 2, του εκλογικού νόμου, ήτοι την έλλειψη νομιμότητας της συγκεκριμένης εθνικής διάταξης σε σχέση με το δίκαιο της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι ούτε το Κοινοβούλιο ούτε το ίδιο είχαν αρμοδιότητα στη συγκεκριμένη διαδικασία να θέσουν υπό αμφισβήτηση ή να ελέγξουν την εν λόγω εθνική διάταξη.

67.      Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες, ο έλεγχος δεν αφορούσε τη νομιμότητα, αυτή καθεαυτήν, της επίμαχης εθνικής διάταξης, αλλά τις συνέπειες τις οποίες το Βασίλειο της Ισπανίας και το Κοινοβούλιο προσδίδουν στη μη εκπλήρωση της υποχρέωσης που θεσπίζεται με την εν λόγω διάταξη. Όσον αφορά τις εν λόγω συνέπειες, όμως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε χωρίς να την εξετάσει, στην σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την εξήγηση του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η άσκηση των αξιωμάτων των αναιρεσειόντων είναι απλώς υπό «αναστολή» έως ότου αυτοί δώσουν τον όρκο που προβλέπεται στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του εκλογικού νόμου, σύμφωνα με την κοινοποίηση της 20ής Ιουνίου 2019.

68.      Εντούτοις, μολονότι στο άρθρο 13 της εκλογικής πράξης μνημονεύονται πλείονα γεγονότα που έχουν ως αποτέλεσμα τη λήξη της θητείας μέλους του Κοινοβουλίου, ορισμένα εκ των οποίων μπορεί να ανάγονται στην εφαρμογή του εθνικού δικαίου των κρατών μελών, καμία διάταξη της εν λόγω πράξης δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να αναστείλει προσωρινά την άσκηση τέτοιου αξιώματος, κάθε δε τέτοια απόπειρα είναι προδήλως αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν ήταν αρμόδιο να αναστείλει, με την ανακοίνωση της 20ής Ιουνίου 2019, την άσκηση των αξιωμάτων τους, οι αναιρεσείοντες μπορούν να υποστηρίξουν βασίμως ότι όντως ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου προσέδωσε έννομα αποτελέσματα στην εν λόγω ανακοίνωση με την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019.

–       Πρόταση σχετικά με την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019

69.      Στις σκέψεις 167 και 168 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πράξη της 27ης Ιουνίου 2019 δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των αναιρεσειόντων και ότι, επομένως, η προσφυγή για την ακύρωση της εν λόγω πράξης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

70.      Κατά τη γνώμη μου, ορθώς οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο ως άνω συμπέρασμα βάσει συλλογιστικής η οποία, όπως κατέδειξα, ενείχε σε πλείονες περιπτώσεις πλάνη, ήτοι τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό του περιεχομένου του εγγράφου της 27ης Ιουνίου 2019 στις σκέψεις 81 έως 84 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την εσφαλμένη εφαρμογή της απόφασης Junqueras Vies στις σκέψεις 85, 86 και 144 της ίδιας απόφασης, την πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης στη σκέψη 118 της εν λόγω απόφασης, την ανακολουθία της συλλογιστικής όσον αφορά τον αντίκτυπο της απόφασης της 13ης Ιανουαρίου 2020 στις σκέψεις 116 έως 123 της ίδιας απόφασης και, τέλος, τη μη συνεκτίμηση του παράνομου χαρακτήρα της αναστολής της άσκησης του αξιώματος των αναιρεσειόντων στις σκέψεις 128 έως 131 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

71.      Στην πραγματικότητα, με την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, έχοντας υπόψη, αφενός, την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, την οποία δεν μπορούσε να αγνοήσει, δεδομένου ότι ήταν δημόσια, και, αφετέρου, τις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019, αποφάσισε να ενεργήσει βάσει των δύο αυτών ανακοινώσεων μη λαμβάνοντας υπόψη την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019 και αρνούμενος να αναγνωρίσει στους αναιρεσείοντες την ιδιότητα των μελών του εν λόγω θεσμικού οργάνου, απόφαση την οποία τροποποίησε εν συνεχεία με την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2020.

72.      Επομένως, αρνούμενο να αναγνωρίσει τον χαρακτήρα της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019 ως δεκτικής προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος που αφορά την εν λόγω πράξη.

 Επί της εντολής της 29ης Μαΐου 2019

73.      Υπενθυμίζεται ότι στις 29 Μαΐου 2019 ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου έδωσε εντολή στις διοικητικές υπηρεσίες του Κοινοβουλίου να αρνηθούν να παράσχουν στα μέλη του Κοινοβουλίου που εξελέγησαν στην Ισπανία την ειδική υπηρεσία υποδοχής που αποσκοπεί στη διευκόλυνσή τους κατά τις αναγκαίες διοικητικές διατυπώσεις για την ανάληψη των καθηκόντων τους, έως την επίσημη ανακοίνωση της εκλογής τους από τις ισπανικές αρχές.

74.      Στις σκέψεις 169 έως 187 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων προς στήριξη της προσφυγής για την ακύρωση της εντολής της 29ης Μαΐου 2019. Στο πέρας της ανάλυσής του, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω εντολή δεν είχε παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των αναιρεσειόντων και ότι, επομένως, η προσφυγή για την ακύρωσή της ήταν απαράδεκτη.

75.      Οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν το ανωτέρω συμπέρασμα (32), υποστηρίζοντας κυρίως ότι η εντολή της 29ης Μαΐου 2019 συνδέεται άρρηκτα με την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019, ιδίως δεδομένου ότι, κατά την άποψή τους, στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2019 αποτυπωνόταν απλώς και μόνον μια απόφαση που είχε ληφθεί πολύ νωρίτερα.

76.      Κατά τη γνώμη μου, τα ανωτέρω επιχειρήματα δεν είναι πειστικά. Βεβαίως, είναι αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο, βάσει της ανάλυσής του για την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019, απέδωσε τις αρνητικές συνέπειες που απέρρεαν, για τους αναιρεσείοντες, από την άρνηση που περιεχόταν στην εντολή της 29ης Μαΐου 2019 όχι στην εν λόγω εντολή, αλλά στην εφαρμογή του ισπανικού δικαίου. Επομένως, στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν η εν λόγω εντολή είχε παραγάγει έννομα αποτελέσματα για τους αναιρεσείοντες, τούτο δεν συνέβαινε πλέον μετά την κοινοποίηση της 17ης Ιουνίου 2019. Όμως, είναι εσφαλμένο τόσο το συμπέρασμα αυτό όσο και το μέρος της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που περιέχει την ανάλυση της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019.

77.      Εντούτοις, πρώτον, τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων δεν είναι ικανά να αναιρέσουν την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η ειδική υπηρεσία υποδοχής την οποία αφορούσε η εντολή της 29ης Μαΐου 2019 δεν ήταν απαραίτητη για τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων που σχετίζονται με την ανάληψη των καθηκόντων των μελών του Κοινοβουλίου, αλλά συνιστούσε απλώς και μόνον ένα μέσο για να τους παρασχεθεί τεχνική συνδρομή. Η στέρηση, όμως, της εν λόγω συνδρομής δεν μπορεί να επηρεάσει με διαρκή τρόπο την έννομη κατάσταση των ενδιαφερομένων.

78.      Δεύτερον, φρονώ ότι η αδυναμία των αναιρεσειόντων να εκτελέσουν τις αναγκαίες διατυπώσεις για την ανάληψη των καθηκόντων τους απορρέει όχι από την εντολή της 29ης Μαΐου 2019, αλλά από την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019. Τούτο επιβεβαιώνουν, άλλωστε, εμμέσως οι ίδιοι οι αναιρεσείοντες, όταν ισχυρίζονται (33) ότι η συγκεκριμένη αδυναμία διήρκεσε έως την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2020, με την οποία ακυρώθηκαν, εν μέρει τουλάχιστον, τα έννομα αποτελέσματα της εν λόγω πράξης.

79.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, καθόσον αφορά τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την εντολή της 29ης Μαΐου 2019, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Πρόταση επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

80.      Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που προεκτέθηκαν, προτείνω ο πρώτος λόγος αναιρέσεως να γίνει δεκτός και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί κατά το μέρος που αφορά την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019, καθώς και να απορριφθεί κατά τα λοιπά ο ίδιος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.

 Επί της αποφάσεως κατόπιν της αναιρέσεως

81.      Κατά το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση. Οι αναιρεσείοντες προβάλλουν το αίτημα αυτό επικουρικώς.

82.      Επομένως, εάν το Δικαστήριο ακολουθήσει την πρότασή μου να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθ’ ο μέρος αφορά την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019, εκτιμώ ότι η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση όσον αφορά τη συγκεκριμένη πράξη. Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα σχετικά με τον χαρακτήρα της εν λόγω πράξης ως δεκτικής προσφυγής και εκείνα σχετικά με τη νομιμότητά της αλληλεπικαλύπτονται, όπως αποδεικνύεται από το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Βασιλείου της Ισπανίας, μεγάλο μέρος του οποίου επικεντρώνεται, στην πραγματικότητα, στην υποστήριξη του βασίμου της συγκεκριμένης πράξης. Εξάλλου, φρονώ ότι, για την επίλυση της διαφοράς, δεν απαιτείται καμία άλλη πραγματική διαπίστωση, πέραν εκείνων στις οποίες ήδη προέβη η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί το ίδιο επί του αιτήματος ακυρώσεως της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019, το οποίο υπέβαλαν πρωτοδίκως οι αναιρεσείοντες.

 Επί του εννόμου συμφέροντος των αναιρεσειόντων

83.      Πριν από την εξέταση του ως άνω αιτήματος, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι αναιρεσείοντες διατηρούν συναφώς έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι, με την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2020, το Κοινοβούλιο ανακάλεσε στην πραγματικότητα τη μη αναγνώριση της ιδιότητας των αναιρεσειόντων ως μελών του εν λόγω θεσμικού οργάνου, εξαλείφοντας τοιουτοτρόπως πολλά από τα έννομα αποτελέσματα της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Κάθε περίσταση, όμως, η οποία αφορά το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι ικανή να αποτελέσει λόγο δημόσιας τάξης τον οποίο το Δικαστήριο, επιληφθέν στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (34). Επομένως, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν οι αναιρεσείοντες διατηρούν συμφέρον για την ακύρωση της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019, παρά την έκδοση της απόφασης της 13ης Ιανουαρίου 2020.

84.      Φρονώ ότι οι αναιρεσείοντες έχουν έννομο συμφέρον. Συγκεκριμένα, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Κοινοβούλιο εξέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2020 είχε εκδοθεί «λαμβανομένης υπόψη της νομικής αβεβαιότητας που περιέβαλλε την ιδιότητα των [νυν αναιρεσειόντων] μετά την απόφαση [Junqueras Vies] και τη διάταξη [Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (35)]». Με την εν λόγω απόφαση επετράπη στους αναιρεσείοντες να ασκήσουν προσωρινά το αξίωμά τους, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο in fine, του εσωτερικού κανονισμού, χωρίς έλεγχο της εντολής τους, εν αναμονή της επίσημης ανακοίνωσης της εκλογής τους από τις εθνικές αρχές κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του εσωτερικού κανονισμού.

85.      Είναι αληθές ότι η απόφαση του Κοινοβουλίου να μην διενεργήσει έλεγχο της εντολής των αναιρεσειόντων καθώς και η ισχύς του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού, όπως ερμηνεύθηκε από το Κοινοβούλιο, σε σχέση με την εκλογική πράξη δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς. Εντούτοις, η ακύρωση της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019 θα παρείχε τη δυνατότητα να αποσαφηνιστεί η έννομη κατάσταση των αναιρεσειόντων και θα άνοιγε το δρόμο ώστε το Κοινοβούλιο να εκδώσει, σε σχέση με τους αναιρεσείοντες, όχι προσωρινή αλλά οριστική απόφαση, βασισμένη σε ορθή ερμηνεία των κρίσιμων κανόνων δικαίου. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, οι αναιρεσείοντες διατηρούν συμφέρον για την ακύρωση της ως άνω πράξης.

 Επί του κύρους της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019

86.      Με την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αρνήθηκε να αναγνωρίσει στους αναιρεσείοντες την ιδιότητά τους ως μελών του εν λόγω θεσμικού οργάνου, ενεργώντας, επομένως, βάσει των ανακοινώσεων της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019. Στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε ότι το νομικό ζήτημα επί του οποίου έπρεπε να αποφανθεί ήταν αν ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ήταν αρμόδιος να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανακοίνωση της 17ης Ιουνίου 2019, στην οποία δεν περιλαμβάνονταν τα ονόματα των αναιρεσειόντων, μολονότι τα ονόματά τους περιλαμβάνονταν στην ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019. Αντιθέτως, οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν (36) –ορθώς, κατά τη γνώμη μου– ότι το ζήτημα θα έπρεπε να είχε αντίστροφη διατύπωση και να αφορά το αν ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ήταν αρμόδιος να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, βασιζόμενος στις προμνησθείσες ανακοινώσεις.

87.      Κατά πρώτον, κατά το άρθρο 12 της εκλογικής πράξης, προκειμένου να ελέγξει τις εντολές των μελών του, το Κοινοβούλιο «λαμβάνει υπόψη τα [εκλογικά] αποτελέσματα που ανακοινώνονται επισήμως από τα κράτη μέλη». Η διάταξη αυτή προσθέτει στη συνέχεια ότι το Κοινοβούλιο αποφασίζει επί των ενστάσεων που προβάλλονται βάσει της εκλογικής πράξης, εξαιρουμένων των εθνικών διατάξεων. Λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας της από το Δικαστήριο με την απόφαση Donnici, η ως άνω διατύπωση υποδηλώνει την παντελή έλλειψη διακριτικής ευχέρειας του Κοινοβουλίου, με αποτέλεσμα η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων από ένα κράτος μέλος να αποτελεί για το Κοινοβούλιο προϋπάρχουσα έννομη κατάσταση (37).

88.      Πάντως, κατά την ανάλυσή μου στα σημεία 55 έως 61 των παρουσών προτάσεων, η μη εκπλήρωση της προβλεπόμενης στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του εκλογικού νόμου υποχρέωσης δεν μπορεί να εξομοιωθεί με ένσταση προβαλλόμενη βάσει των εθνικών διατάξεων, κατά την έννοια του άρθρου 12 της εκλογικής πράξης, ούτε με νομικό ζήτημα που σχετίζεται με την ανακοίνωση της εκλογής τους, κατά την έννοια της σκέψης 55 της απόφασης Donnici, καθότι δεν συνεπάγεται την απώλεια της ιδιότητας των αναιρεσειόντων ως μελών του Κοινοβουλίου.

89.      Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019 καταρτίστηκαν «βάσει των επισήμως ανακηρυχθέντων αποτελεσμάτων», όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στην αιτιολογική σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι τα εν λόγω αποτελέσματα δεν αποτυπώνονταν στις ανακοινώσεις με πιστότητα και πληρότητα. Η επίσημη ανακήρυξη των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, όπως αποφάνθηκε ρητώς το Δικαστήριο με την απόφαση Junqueras Vies (38), το δε Κοινοβούλιο δεσμευόταν από την ανακοίνωση αυτή, χωρίς να μπορεί να την αμφισβητήσει, όπως επίσης δεσμευόταν από την ανακοίνωση των ιταλικών αρχών της 29ης Μαρτίου 2007 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Donnici (39).

90.      Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το άρθρο 8 της εκλογικής πράξης, το οποίο προβλέπει ότι η εκλογική διαδικασία διέπεται, σε κάθε κράτος μέλος, από τις εθνικές διατάξεις.

91.      Τα μέλη του Κοινοβουλίου δεν είναι αντιπρόσωποι των κρατών μελών ούτε των λαών των κρατών μελών, αλλά, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, ΣΕΕ, αντιπρόσωποι των πολιτών της Ένωσης, οι οποίοι εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία. Ελλείψει ενιαίας εκλογικής διαδικασίας, η οποία προβλέπεται εντούτοις στο άρθρο 223 ΣΛΕΕ, η εκλογική διαδικασία διέπεται, επικουρικώς και με την επιφύλαξη της εναρμόνισης στην οποία προβαίνει η εκλογική πράξη, από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών που οργανώνουν τις εκλογές του Κοινοβουλίου στο έδαφός τους. Η εξουσιοδότηση αυτή παρέχει στα κράτη μέλη ευρείες εξουσίες, οι οποίες βαίνουν πέραν της καθαυτό εκλογικής διαδικασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι ή και τα ασυμβίβαστα.

92.      Η εκλογική διαδικασία, η οποία διέπεται από τις εθνικές διατάξεις, καταλήγει, κατά λογική ακολουθία, στην επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Τούτο διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Junqueras Vies (40), αποφαινόμενο ότι «στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη παραμένουν κατ’ αρχήν αρμόδια να ρυθμίζουν την εκλογική διαδικασία καθώς και να προβαίνουν, κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής, στην επίσημη ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων». Τα αποτελέσματα που ανακοινώνονται τοιουτοτρόπως μπορούν να τροποποιηθούν εκ των υστέρων μόνον κατόπιν ακύρωσης της εκλογής ενός ή περισσότερων προσώπων ή λόγω γεγονότων που συνεπάγονται την απώλεια της ιδιότητας του μέλους του Κοινοβουλίου, τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της εκλογικής πράξης.

93.      Αντιθέτως, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα της απόκτησης της ιδιότητας του μέλους του Κοινοβουλίου εκ του λόγου και μόνον της ανακοίνωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων, όπως προκύπτει από την απόφαση Junqueras Vies (41), μέσω της επέκτασης της έννοιας της «εκλογικής διαδικασίας» σε οποιονδήποτε κανόνα του εθνικού δικαίου του, με τον οποίο θα επιδίωκε να εμποδίσει ένα πρόσωπο, του οποίου ανακηρύχθηκε η εκλογή, να ασκήσει την εντολή του η οποία συνιστά, κατά την ίδια απόφαση (42), το κύριο γνώρισμα της εν λόγω ιδιότητας. Μια τέτοια δυνατότητα θα αντέβαινε όχι μόνον στα άρθρα 8, 12 και 13 της εκλογικής πράξης, όπως ερμηνεύθηκαν με τις αποφάσεις Donnici και Junqueras Vies, αλλά θα παραβίαζε επίσης την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 ΣΕΕ, δυνάμει της οποίας η σύνθεση του Κοινοβουλίου πρέπει να αντανακλά με πιστότητα και πληρότητα την ελεύθερη έκφραση των επιλογών στις οποίες προέβησαν οι πολίτες της Ένωσης όσον αφορά τα πρόσωπα από τα οποία επιθυμούν να εκπροσωπούνται (43).

94.      Εξάλλου, όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω στο παρελθόν, η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του εκλογικού νόμου δεν συνιστά στοιχείο της εκλογικής διαδικασίας κατά το ισπανικό δίκαιο καθεαυτό (44). Επομένως, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί το αντίστροφο όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8 της εκλογικής πράξης.

95.      Το συμπέρασμα που εκτέθηκε στο σημείο 89 των παρουσών προτάσεων δεν αναιρείται επίσης από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 3, του εσωτερικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι, μετά τις εκλογές, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανακοινώσουν τα ονόματα των εκλεγέντων βουλευτών και ότι το Κοινοβούλιο προβαίνει στον έλεγχο της εντολής και αποφασίζει για το κύρος της εντολής των μελών του βάσει της ανακοίνωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα κράτη μέλη.

96.      Συγκεκριμένα, ο εσωτερικός κανονισμός αποτελεί πράξη εσωτερικής οργάνωσης, η οποία είναι κατώτερης τυπικής ισχύος από τις νομοθετικές πράξεις, όπως η εκλογική πράξη, και δεν μπορεί να εισάγει παρέκκλιση από αυτές (45). Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3, του εσωτερικού κανονισμού δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι εμποδίζει το Κοινοβούλιο να λάβει υπόψη την επίσημη ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 12 της εκλογικής πράξης, με πρόσχημα τη μη κοινοποίηση των εν λόγω αποτελεσμάτων από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, τέτοια ερμηνεία θα έθετε υπό αμφισβήτηση το κύρος των ανωτέρω διατάξεων του εσωτερικού κανονισμού σε σχέση με την εκλογική πράξη.

97.      Κατά δεύτερον, ενεργώντας βάσει της ανακοίνωσης της 20ής Ιουνίου 2019 με την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου έθεσε σε εφαρμογή την αναστολή των προνομίων των αναιρεσειόντων που απορρέουν από την ιδιότητά τους ως μελών του Κοινοβουλίου, την οποία είχε αποφασίσει η κεντρική εκλογική επιτροπή λόγω της μη εκπλήρωσης, εκ μέρους των αναιρεσειόντων, της προβλεπόμενης στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του εκλογικού νόμου υποχρέωσης.

98.      Εντούτοις, ούτε το άρθρο 13 της εκλογικής πράξης ούτε οποιαδήποτε άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης επιτρέπει σε κράτος μέλος να αναστέλλει τα προνόμια των μελών του Κοινοβουλίου. Επομένως, η εν λόγω αναστολή ήταν παράνομη επιτείνοντας την έλλειψη νομιμότητας της πράξης της 27ης Ιουνίου 2019.

99.      Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη την πράξη της 27ης Ιουνίου 2019, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου έθεσε υπό αμφισβήτηση τα εκλογικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν επισήμως και έθεσε σε εφαρμογή την αναστολή των προνομίων των αναιρεσειόντων, κατά παράβαση των άρθρων 12 και 13 της εκλογικής πράξης. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η εν λόγω πράξη πρέπει να κριθεί παράνομη και να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

100. Δεδομένου ότι οι παρούσες προτάσεις αφορούν αποκλειστικά και μόνον την εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, δεν θα διατυπώσω πρόταση σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, στο μέτρο που η κρίση επί του ζητήματος αυτού θα εξαρτηθεί από την αποδοχή ή μη των λοιπών λόγων αναιρέσεως, κατά το άρθρο 138 του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Πρόταση

101. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Ιουλίου 2022, Puigdemont i Casamajó και Comín i Oliveres κατά Κοινοβουλίου (T‑388/19, EU:T:2022:421), κατά το μέρος που αφορά την άρνηση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει στον Carles Puigdemont i Casamajó και στον Antoni Comín i Oliveres την ιδιότητά τους ως μελών του Κοινοβουλίου, άρνηση που περιέχεται στο από 27 Ιουνίου 2019 έγγραφο προς αυτούς·

–        να ακυρώσει την επίδικη άρνηση και

–        να απορρίψει κατά τα λοιπά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019 (C‑502/19, στο εξής: απόφαση Junqueras Vies, EU:C:2019:1115).


3      ΕΕ 2012, C 326, σ. 266.


4      ΕΕ 1976, L 278, σ. 1.


5      ΕΕ 2002, L 283, σ. 1.


6      Ως «Πρόεδρος του Κοινοβουλίου» νοείται, βεβαίως, ο τότε εν ενεργεία Πρόεδρος του εν λόγω θεσμικού οργάνου, ο οποίος μνημονεύεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως «πρώην Πρόεδρος του Κοινοβουλίου».


7      DOGC αριθ. 7449A, της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, σ. 1.


8      DOGC αριθ. 7451A, της 8ης Σεπτεμβρίου 2017, σ. 1.


9      BOE αριθ. 142, της 14ης Ιουνίου 2019, σ. 62477.


10      BOE αριθ. 147, της 20ής Ιουνίου 1985, σ. 19110.


11      T‑388/19 R, EU:T:2019:467.


12      C‑646/19 P(R), EU:C:2019:1149


13      T‑388/19 R-RENV.


14      Σκέψεις 146 και 153 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


15      Σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


16      Σημεία 84 έως 89 της αιτήσεως αναιρέσεως.


17      Σημεία 21 έως 29 της αιτήσεως αναιρέσεως.


18      Απόφαση της 30ής Απριλίου 2009 (C‑393/07 και C‑9/08, στο εξής: απόφαση Donnici, EU:C:2009:275).


19      Σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (η υπογράμμιση δική μου).


20      Σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


21      Κατά τη συγκεκριμένη σκέψη, «[α]πό τις σκέψεις 97 έως 109 ανωτέρω προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των ενστάσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου σε σχέση με τις οποίες η εκλογική πράξη δεν περιέχει καμία παραπομπή, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 224, παράγραφος 2, του [εκλογικού νόμου]».


22      Παρεμπιπτόντως, παρατηρώ, όπως έπραξαν και οι αναιρεσείοντες, ότι τόσο στη σκέψη 107 όσο και, εν συνεχεία, στις σκέψεις 125 και 126 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία των προτάσεών μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:958). Εντούτοις, όπως ορθώς επισημαίνει το Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι οι προτάσεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και το Δικαστήριο δεν επανέλαβε τα συγκεκριμένα στοιχεία στην απόφασή του, η ορθότητα ή μη της ερμηνείας τους δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της υπό κρίση υπόθεσης.


23      Βλ. σκέψη 62 της απόφασης Junqueras Vies.


24      Πρόκειται για την ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019, η οποία αφορά επίσης τους αναιρεσείοντες στην υπό κρίση υπόθεση (βλ. απόφαση Junqueras Vies, σκέψεις 71 και 89).


25      Βλ. απόφαση Donnici (σκέψεις 51 έως 57) και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 100 έως 106).


26      Απόφαση Junqueras Vies (σκέψεις 68 έως 71).


27      Περιλαμβανομένης της εκλογιμότητας, βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Junqueras i Vies κατά Κοινοβουλίου (C‑115/21 P, EU:C:2022:1021, σκέψη 70).


28      Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να προβάλει βασίμως ότι η ερμηνεία που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες θα του είχε στερήσει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη την παραίτηση, από το αξίωμά του, του J. Borrell, τον οποίο αφορούσαν, όπως και τους αναιρεσείοντες, η ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου 2019 και οι ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019. Συγκεκριμένα, ο J. Borrell, παραιτούμενος από το αξίωμά του, απώλεσε την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου και αντικαταστάθηκε αμέσως. Επομένως, στην περίπτωσή του, στις ανακοινώσεις της 17ης και της 20ής Ιουνίου 2019, εν αντιθέσει προς τους αναιρεσείοντες, αποτυπωνόταν η πραγματική έννομη κατάστασή του. Το προεκτεθέν παράδειγμα αναδεικνύει σαφώς τη διαφορά μεταξύ της κατάστασης των αναιρεσειόντων και της κατάστασης των προσώπων που απώλεσαν την ιδιότητα του μέλους του Κοινοβουλίου, όπως ο J. Borrell ή ακόμη ο O. Junqueras i Vies (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Junqueras i Vies κατά Κοινοβουλίου, C‑115/21 P, EU:C:2022:1021) και ο A. Occhetto στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Donnici.


29      Σημεία 69 έως 71 της αιτήσεως αναιρέσεως.


30      Σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


31      Σημεία 40 έως 53 της αιτήσεως αναιρέσεως.


32      Σημεία 77 έως 83 της αιτήσεως αναιρέσεως.


33      Σημείο 81 της αιτήσεως αναιρέσεως.


34      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 6ης Ιουλίου 2023, Julien κατά Συμβουλίου (C‑285/22 P, EU:C:2023:551, σκέψεις 45 και 47, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


35      Διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2019, C‑646/19 P(R), EU:C:2019:1149.


36      Σημείο 28 της αιτήσεως αναιρέσεως.


37      Απόφαση Donnici (σκέψεις 55 έως 57).


38      Σκέψη 89. Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση αφορούσε τις ίδιες εκλογές και την ίδια ανακοίνωση των αποτελεσμάτων με την υπό κρίση υπόθεση.


39      Βλ. σκέψη 55 της απόφασης αυτής.


40      Σκέψη 69 (η υπογράμμιση δική μου).


41      Σκέψη 70.


42      Σκέψη 65.


43      Πρβλ. απόφαση Junqueras Vies (σκέψη 83).


44      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Junqueras Vies (C‑502/19, EU:C:2019:958, σημεία 55 έως 59).


45      Πρβλ. απόφαση Donnici (σκέψεις 47 και 48).