Language of document : ECLI:EU:C:2024:330

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

LAILA MEDINA

της 18ης Απριλίου 2024(1)

Υπόθεση C394/22

Oilchart International NV

κατά

O.W. Bunker (Netherlands) BV,

ING Bank NV

[αίτηση του Hof van beroep te Antwerpen (εφετείου Αμβέρσας, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Άρθρα 1, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ– Έννοια των “αστικών και εμπορικών υποθέσεων” – Εξαιρούμενες υποθέσεις – Πτωχεύσεις και διαδικασίες λύσης και εκκαθάρισης αφερέγγυων εταιριών ή άλλων νομικών προσώπων – Κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Αγωγές που απορρέουν άμεσα από διαδικασία αφερεγγυότητας και συνδέονται στενά με αυτήν»






1.        Η Oilchart International NV (στο εξής: Oilchart) είναι βελγική εταιρία η οποία επιδιώκει την είσπραξη ανεξόφλητου τιμολογίου για τον ανεφοδιασμό με καύσιμα ποντοπόρου πλοίου στον λιμένα του Sluiskil (Κάτω Χώρες). Το εν λόγω τιμολόγιο ήταν ανεξόφλητο κατά τον χρόνο που η οφειλέτιδα ολλανδική εταιρία O.W. Bunker BV NL (στο εξής: OWB NL) κατέστη αφερέγγυα. Η αγωγή της κύριας δίκης ασκήθηκε στο Βέλγιο μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας στις Κάτω Χώρες.

2.        Στην υπό κρίση υπόθεση, τίθεται το ζήτημα αν μπορεί να θεωρηθεί ότι το hof van beroep te Antwerpen (εφετείο Αμβέρσας, Βέλγιο), το οποίο δεν είναι το επιληφθέν της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικαστήριο, έχει διεθνή δικαιοδοσία επί της αγωγής με την οποία η Oilchart ζητεί την είσπραξη του εν λόγω τιμολογίου.

3.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο εκ νέου την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τη νομολογία του σχετικά με την οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2) (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ια) (3), αφενός, και του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (4) (στο εξής: κανονισμός περί αφερεγγυότητας) (5), αφετέρου.

4.        Προκειμένου να αποφανθεί επί του ζητήματος της διεθνούς δικαιοδοσίας, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η αγωγή που άσκησε ο πιστωτής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου –διαφορετικού από εκείνο που έχει επιληφθεί της διαδικασίας αφερεγγυότητας–, όσον αφορά τιμολόγιο που έχει υποβληθεί προς επαλήθευση στον σύνδικο αφερεγγυότητας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί αφερεγγυότητας ή σε εκείνο του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.      Ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια

5.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια προβλέπουν τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. […]

2.      Εξαιρούνται από την εφαρμογή του:

[…]

β)      οι πτωχεύσεις, οι διαδικασίες λύσης και εκκαθάρισης αφερέγγυων επιχειρήσεων ή άλλων νομικών προσώπων, οι δικαστικοί συμβιβασμοί, οι πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες·

[…]».

2.      Ο κανονισμός περί αφερεγγυότητας

6.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας έχει ως ακολούθως:

«Αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη. Για τις εταιρίες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι κέντρο των κυρίων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.»

Β.      Το ολλανδικό δίκαιο

7.        Το άρθρο 25 του Wet van 30 September 1893 op het faillissement en de surséance van betaling [νόμου της 30ής Σεπτεμβρίου 1893 περί αφερεγγυότητας και αναστολής πληρωμών, στο εξής: Nederlandse Faillissementswet (NFW)], έχει ως εξής:

«1.      Τα ένδικα βοηθήματα που αφορούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία ασκούνται τόσο κατά του συνδίκου όσο και από αυτόν.

2.      Αν τα εν λόγω ένδικα βοηθήματα ασκούνται ή συνεχίζονται από τον πτωχεύσαντα οφειλέτη ή κατά του πτωχεύσαντος οφειλέτη και καταλήγουν σε έκδοση απόφασης κατά του πτωχεύσαντος οφειλέτη, η εν λόγω απόφαση δεν έχει νομική ισχύ έναντι της πτωχευτικής περιουσίας.»

8.        Το άρθρο 26 του NFW ορίζει τα εξής:

«Τα ένδικα βοηθήματα με τα οποία ζητείται η εκπλήρωση υποχρέωσης από την πτωχευτική περιουσία δεν μπορούν να ασκηθούν κατά του πτωχεύσαντος με κανέναν άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται στο άρθρο 110.»

9.        Κατά το άρθρο 110, παράγραφος 1, του NFW, «οι απαιτήσεις αναγγέλλονται στον σύνδικο υπό τη μορφή τιμολογίου ή άλλου παραστατικού, στο οποίο αναγράφεται το είδος και το ποσό της απαίτησης, από κοινού με τα σχετικά έγγραφα ή αντίγραφό τους, καθώς και από κοινού με δήλωση σχετικά με το αν προβάλλεται ή όχι δικαίωμα προτίμησης, ενέχυρο, υποθήκη ή δικαίωμα κατάσχεσης».

II.    Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

10.      Στις 21 Οκτωβρίου 2014 η Oilchart ανεφοδίασε με καύσιμα, στον λιμένα του Sluiskil (Κάτω Χώρες), το ποντοπόρο πλοίο MS Evita K, ιδιοκτησίας της Sharsburg Navigation SA. Η ιδιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου είχε παραγγείλει τα καύσιμα, μέσω της αντιπροσώπου της Orient Shipping Rotterdam, από τη δανική εταιρία OW Bunker & Trading A/S (στο εξής: OWB A/S), η οποία στη συνέχεια διαβίβασε την παραγγελία αυτή στην OWB NL, επιχείρηση που ανήκε στον ίδιο όμιλο. Η δε OWB NL αγόρασε τα καύσιμα από την Oilchart.

11.      Στις 21 Οκτωβρίου 2014 η OWB A/S εξέδωσε τιμολόγιο με αποδέκτρια την Orient Shipping Rotterdam για ποσό 117 179 δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών (USD).

12.      Στις 22 Οκτωβρίου 2014 η Oilchart εξέδωσε τιμολόγιο με αποδέκτρια την OWB NL, όσον αφορά τον ανεφοδιασμό με καύσιμα, για ποσό 116 471,45 δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών (USD) (στο εξής: επίμαχο τιμολόγιο). Στις 21 Νοεμβρίου 2014, το rechtbank te Rotterdam (περιφερειακό δικαστήριο του Ρότερνταμ, Κάτω Χώρες) κήρυξε την OWB NL σε πτώχευση. Για τον λόγο αυτόν, το επίμαχο τιμολόγιο παρέμεινε ανεξόφλητο. Η Oilchart ανήγγειλε την απαίτησή της όσον αφορά το εν λόγω τιμολόγιο στους συνδίκους της OWB NL προς επαλήθευση.

13.      Μετά την πτώχευση της OWB NL, η Oilchart βρέθηκε να έχει στην κατοχή της διάφορα ανεξόφλητα τιμολόγια που είχαν εκδοθεί με αποδέκτρια την OWB NL (μεταξύ των οποίων και το επίμαχο τιμολόγιο) και, ως συντηρητικό μέτρο, προέβη στην κατάσχεση ορισμένων ποντοπόρων πλοίων τα οποία είχε ανεφοδιάσει με καύσιμα. Προκειμένου να αποδεσμεύσουν τα πλοία, οι πλοιοκτήτες ή οι αλληλασφαλιστικές ενώσεις (στο εξής: P&I clubs) εξέδωσαν εγγυητικές επιστολές, με δικαιούχο την Oilchart, για το ποσό των τιμολογίων που είχε εκδώσει με αποδέκτρια την OWB NL. Στις εν λόγω εγγυητικές επιστολές προβλεπόταν ότι η κατάπτωσή τους θα μπορούσε να επέλθει δυνάμει δικαστικής ή διαιτητικής απόφασης που θα εκδιδόταν στο Βέλγιο είτε σε βάρος της OWB NL είτε σε βάρος του πλοιοκτήτη.

14.      Στις 11 Μαρτίου 2015 η Oilchart άσκησε αγωγή κατά της OWB NL ενώπιον του rechtbank van koophandel te Antwerpen (δικαστηρίου εμπορικών διαφορών Αμβέρσας, Βέλγιο). Η ING Bank NV (στο εξής: ING), ως πιστώτρια της OWB NL (6), άσκησε εκούσια παρέμβαση στη δίκη αυτή. Στο δικόγραφο της αγωγής της, η Oilchart προέβαλε την απαίτησή της ως εμπορική απαίτηση με την οποία αποσκοπούσε στην είσπραξη ανεξόφλητου τιμολογίου. Επίσης, προέβαλε παρεμπίπτουσα απαίτηση κατά της ING, η οποία απάντησε με ανταπαίτηση. Με απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, το rechtbank van koophandel (δικαστήριο εμπορικών διαφορών) έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της αγωγής της Oilchart, αλλά κήρυξε απαράδεκτο το αίτημα εξόφλησης της οφειλής με το σκεπτικό ότι, βάσει του NFW, η Oilchart μπορούσε αποκλειστικά και μόνο να αναγγείλει απαίτηση σχετική με οφειλές στον σύνδικο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

15.      Στις 16 Μαΐου 2017 η Oilchart άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του hof van beroep te Antwerpen (εφετείου Αμβέρσας). Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι όφειλε να εξετάσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (7).

16.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο, μνημονεύοντας τη νομολογία του Δικαστηρίου, εκφράζει τις αμφιβολίες του ως προς το κατά πόσον πρέπει να κριθεί αν η αγωγή την οποία άσκησε η Oilchart κατά της OWB NL ερείδεται στους γενικούς κανόνες του αστικού και εμπορικού δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια ή αν υπόκειται στους ειδικούς κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν αντιβαίνει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία επιτρέπει σε πιστωτή να ασκήσει, σε κράτος μέλος, ένδικο βοήθημα με το οποίο ζητεί την εξόφληση απαίτησης την οποία έχει ήδη αναγγείλει σε πτωχευτική διαδικασία που διεξάγεται σε άλλο κράτος μέλος.

17.      Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει την άποψη ότι η ακριβής φύση του ένδικου βοηθήματος και η δυνατότητα άσκησης τέτοιου ένδικου βοηθήματος κατά της αφερέγγυας εταιρίας μπορεί να εκτιμηθεί μόνον κατ’ εφαρμογήν των κανόνων με τους οποίους εισάγονται παρεκκλίσεις που ισχύουν ειδικώς στην περίπτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι ο προσδιορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να προηγηθεί της εφαρμογής των ειδικών κανόνων του ολλανδικού δικαίου περί αφερεγγυότητας με τους οποίους εισάγονται παρεκκλίσεις και όχι να πραγματοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν των κανόνων αυτών.

18.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το hof van beroep te Antwerpen (εφετείο Αμβέρσας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«(α)      Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του [κανονισμού Βρυξέλλες Ια], σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του [κανονισμού περί αφερεγγυότητας], την έννοια ότι “οι πτωχεύσεις, οι διαδικασίες λύσης και εκκαθάρισης αφερέγγυων επιχειρήσεων ή άλλων νομικών προσώπων, οι δικαστικοί συμβιβασμοί, οι πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες” που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του [κανονισμού Βρυξέλλες Ια] καταλαμβάνουν επίσης διαδικασία κατά την οποίαν η αξίωση που περιλαμβάνεται στο αγωγικό δικόγραφο περιγράφεται ως απλή εμπορική απαίτηση, χωρίς να γίνεται αναφορά στην ήδη κηρυχθείσα πτώχευση του εναγομένου μέρους, λαμβανομένου υπόψη ότι τη νομική βάση της αξίωσης αποτελούν κατ’ ουσίαν οι ειδικές αποκλίνουσες διατάξεις του [NFW], καθώς και ότι:

–        πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον μια τέτοια αξίωση θεωρείται ως επαληθεύσιμη [άρθρο 26, σε συνδυασμό με το άρθρο 110 του (NFW)] ή μη επαληθεύσιμη απαίτηση [άρθρο 25, παράγραφος 2, του (NFW)],

–        το δε ερώτημα κατά πόσον μπορεί να επιδιωχθεί ταυτόχρονα η ικανοποίηση αμφοτέρων των απαιτήσεων και κατά πόσον η μία δεν αποκλείει την άλλη, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων έννομων συνεπειών εκάστης εξ αυτών (συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να ζητηθεί η κατάπτωση της αναληφθείσας τραπεζικής εγγυήσεως μετά την επέλευση της πτώχευσης), φαίνεται ότι μπορεί να απαντηθεί βάσει των ειδικών διατάξεων του ολλανδικού πτωχευτικού δικαίου;

Καθώς και

β) Συνάδει το άρθρο 25, παράγραφος 2, του [NFW] με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του [κανονισμού περί αφερεγγυότητας], στον βαθμό που η εν λόγω διάταξη επιτρέπει η ικανοποίηση απαιτήσεων αυτού του είδους [δυνάμει του άρθρου 25, παράγραφος 2, του (NFW)] να αξιώνεται ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους αντί του πτωχευτικού δικαστηρίου του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου επήλθε η πτώχευση;»

19.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Oilchart, η ING, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις 31 Μαρτίου 2023 το Δικαστήριο απέστειλε στο αιτούν δικαστήριο αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με το νομικό πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης, στην οποία το αιτούν δικαστήριο απάντησε στις 28 Απριλίου 2023. Η ING και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους ενώπιον του Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου 2024.

III. Εκτίμηση

20.      Στο πλαίσιο της εξακρίβωσης της διεθνούς δικαιοδοσίας του επί της αγωγής που άσκησε η Oilchart, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον, στην υπό κρίση υπόθεση, η επίμαχη αγωγή θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως ένδικο βοήθημα αφερεγγυότητας, με αποτέλεσμα να εμπίπτει στην εξαίρεση της πτώχευσης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (στο εξής: εξαίρεση της αφερεγγυότητας) (8). Καθώς οι ως άνω αμφιβολίες του φαίνεται να απορρέουν από το πραγματικό πλαίσιο και από τη φύση της αγωγής που άσκησε η Oilchart, θα εξετάσω τα εν λόγω ζητήματα στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις μου (τμήμα Α), πριν αναλύσω τα δύο προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου (τμήματα Β και Γ).

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τις πραγματικές διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου

21.      Επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Oilchart, μολονότι δεν μνημόνευσε τη νομική βάση της αγωγής της στο δικόγραφο της αγωγής, στηρίζει εξαρχής την απαίτησή της στο άρθρο 25, παράγραφος 2, του NFW. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει επίσης ότι η ίδια απαίτηση έχει αναγγελθεί από την Oilchart στον σύνδικο στις Κάτω Χώρες, σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 110 του NFW (ως επαληθεύσιμη απαίτηση εντός της πτωχευτικής περιουσίας), αφενός, και έχει προβληθεί ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 2, του NFW, κατά της πτωχεύσασας οφειλέτριας (9) OWB NL (ως μη επαληθεύσιμη απαίτηση εκτός της πτωχευτικής περιουσίας), αφετέρου (10). Συνεπώς, είναι εξαιρετικά σημαντικό να επισημανθεί ότι η Oilchart έχει προβάλει την ίδια απαίτηση δύο φορές: μία ενώπιον του συνδίκου στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας και μία ενώπιον του βελγικού δικαστηρίου ως αστική απαίτηση. Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, η ίδια απαίτηση δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα επαληθεύσιμη και μη επαληθεύσιμη απαίτηση.

22.      Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι τόσο η ING όσο και η Ολλανδική Κυβέρνηση αμφισβητούν τη νομική βάση (άρθρο 25, παράγραφος 2, του NFW) στην οποία η Oilchart έχει στηρίξει την αγωγή της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

23.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 25, παράγραφος 2, του NFW προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι, όταν ασκούνται ένδικα βοηθήματα κατά του πτωχεύσαντος οφειλέτη (και όχι κατά του συνδίκου), η απόφαση σχετικά με την απαίτηση αυτή δεν έχει νομική ισχύ έναντι της πτωχευτικής περιουσίας. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι, βάσει της εν λόγω διάταξης, εάν ο πιστωτής ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά του οφειλέτη εκτός της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η απόφαση μπορεί να έχει αποτελέσματα μόνον «εκτός της πτωχευτικής περιουσίας» και δεν μπορεί να εκτελεστεί κατά του συνδίκου ή της πτωχευτικής περιουσίας. Η ING και η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζονται, με αρκετή αξιοπιστία, ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει νομική βάση για ένδικο βοήθημα που αφορά την πτωχευτική περιουσία.

24.      Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος της ορθής νομικής βάσης της αγωγής της οποίας έχει επιληφθεί, είναι αδύνατον να κριθεί αν το εν λόγω δικαστήριο μπορεί να έχει διεθνή δικαιοδοσία. Συνεπώς, στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο βρίσκεται αντιμέτωπο με έναν γρίφο. Αφενός, όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, η τυπική νομική βάση της απαίτησης είναι το άρθρο 25, παράγραφος 2, του NFW, βάσει του οποίου ένδικο βοήθημα που ασκείται εκτός της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μπορεί να έχει αποτελέσματα επί της πτωχευτικής περιουσίας. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα αποτελέσματα του επίμαχου ένδικου βοηθήματος έχουν επιπτώσεις στην πτωχευτική περιουσία και στη διαδικασία αφερεγγυότητας.

25.      Κατά την άποψή μου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να χαρακτηρίσει την επίμαχη απαίτηση, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο των διαδικασιών βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας διατάξεων του εθνικού δικαίου ή να κρίνει αν η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεία είναι ορθή (11). Συνεπώς, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του έχει ανατεθεί, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εκφράσει γνώμη σχετικά με την ορθή νομική βάση του ένδικου βοηθήματος βάσει του εθνικού δικαίου, ούτε να αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού του εν λόγω ένδικου βοηθήματος που ασκήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

26.      Δεδομένου ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να χαρακτηρίσει προσηκόντως το επίμαχο ένδικο βοήθημα, προκειμένου να αποφανθεί επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του, στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται επίσης, στο πλαίσιο της δικονομικής του αυτονομίας, να προσδιορίσει την πραγματική φύση της απαίτησης.

27.      Στην ανάλυση που ακολουθεί, θα στηριχτώ στην παραδοχή ότι η απαίτηση έχει προβληθεί (και έχει χαρακτηριστεί συναφώς από το αιτούν δικαστήριο) δυνάμει μιας διάταξης του NFW, ο οποίος αποτελεί τον lex concursus, και ότι έχει επιπτώσεις στην πτωχευτική περιουσία, ενώ η ακριβής νομική βάση πρέπει να εξακριβωθεί από το αιτούν δικαστήριο.

Β.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

28.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν αγωγή στηριζόμενη σε απαίτηση σχετική με συμβατική υποχρέωση πληρωμής για την παράδοση αγαθών, η οποία υφίσταται κατά αφερέγγυας εταιρίας, εμπίπτει στην έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια και αν, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού ή αν η εν λόγω αγωγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι η σχετική απαίτηση αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας σε άλλο κράτος μέλος.

29.      Ειδικότερα, από τα προδικαστικά ερωτήματα προκύπτει σαφώς ότι το εν λόγω δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του επί της επίμαχης αγωγής, την οποία θα έχει μόνον εφόσον η σχετική απαίτηση δεν συνδέεται με την κινηθείσα διαδικασία αφερεγγυότητας που διεξάγεται στις Κάτω Χώρες. Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας απονέμει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για την κίνηση της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του οφειλέτη, τα οποία είναι αρμόδια να εκδικάζουν και να αποφαίνονται επί των αγωγών πτωχευτικής ανάκλησης που βασίζονται στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη (12).

30.      Προκειμένου να προτείνω την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει μια παράλληλη αγωγή η οποία αφορά την ίδια συμβατική απαίτηση, εστιάζοντας στον σκοπό που επιδιώκεται με την εξαίρεση της αφερεγγυότητας (τμήμα 1). Στη συνέχεια, θα αναλύσω το περιεχόμενο των δύο κριτηρίων που θέτει η νομολογία (τμήμα 2).

1.      Ο αντίκτυπος μιας παράλληλης αγωγής

31.      Κατά τη διατύπωση που έχει χρησιμοποιήσει ένας μελετητής, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας αποτελούν νομολογιακά και νομικά κατασκευάσματα. Στην πραγματικότητα, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν έχουν συγκεκριμένη «φύση», που να καθιστά δυνατή τη συναγωγή ορισμένων χαρακτηριστικών τους. Αυτό που έχει σημασία, στο πλαίσιο του ορισμού ή του χαρακτηρισμού των ένδικων βοηθημάτων, είναι οι έννομες (και οικονομικές) συνέπειες που απορρέουν από έναν τέτοιο ορισμό ή χαρακτηρισμό και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι συνέπειες αυτές μπορούν να δικαιολογηθούν (13). Συγκεκριμένα, η διαδικασία αφερεγγυότητας αποτελεί μια διαδικασία που επιχειρεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ύπαρξης ενός κοινού συνόλου περιουσιακών στοιχείων για τους πιστωτές (14) (στο εξής: πρόβλημα του κοινού συνόλου) μέσω της καθιέρωσης μιας συλλογικής διαδικασίας (15). Η συλλογική διαδικασία, η οποία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της καταστροφικής αρπαγής περιουσιακών στοιχείων και δικαιολογεί την ύπαρξη προτιμήσεων μεταξύ των πιστωτών, αποτελεί τη raison d’être της εξαίρεσης της αφερεγγυότητας. Στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων, θα χρησιμοποιώ τον όρο «προσέγγιση που αποβλέπει στην επίτευξη αποτελέσματος».

32.      Στην υπό κρίση υπόθεση, όσον αφορά τις οικονομικές και έννομες συνέπειες της επίμαχης αγωγής, το αιτούν δικαστήριο έχει επισημάνει με σαφήνεια ότι η αγωγή αυτή έχει επιπτώσεις στην πτωχευτική περιουσία (16). Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι η Oilchart, με την άσκηση της επίμαχης αγωγής ενώπιον βελγικού δικαστηρίου μετά την πτώχευση της OWB NL, επιδιώκει την έκδοση απόφασης υπέρ της, προκειμένου να ζητήσει στη συνέχεια την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, επιδιώκοντας την ατομική εκτέλεση της απαίτησης, η Oilchart αποβλέπει, στην πραγματικότητα, στην εκτός ανταγωνισμού είσπραξη των εσόδων από την απαίτηση που έχει η OWB NL έναντι της δανικής εταιρίας OW Bunker. Η παράλληλη εκκρεμοδικία ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην κατάταξη των πιστωτών και, ενδεχομένως, στο περιεχόμενο της πτωχευτικής περιουσίας (17). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι συλλογικές διαδικασίες των πιστωτών, που προβλέπονται στην ολλανδική νομοθεσία περί αφερεγγυότητας, θα μπορούσαν να καταλυθούν με μια απόφαση βελγικού δικαστηρίου υπέρ της Oilchart, η οποία, ως μη προνομιούχος πιστωτής, θα εισέπραττε την απαίτησή της εκτός του «κοινού συνόλου». Συνεπώς, η επίμαχη αγωγή θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά καταστρατήγηση του μηχανισμού συλλογικής είσπραξης των απαιτήσεων, την οποία ακριβώς επιχειρεί να αποτρέψει η καθιέρωση της εξαίρεσης της αφερεγγυότητας.

33.      Όσον αφορά τις παράλληλες αγωγές, στα αμιγώς εσωτερικά εθνικά συστήματα, επιβάλλεται κατά κανόνα αναστολή στους πιστωτές, προκειμένου να αποτραπεί η ατομική εκτέλεση ή είσπραξη απαιτήσεων εκτός της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Στις διασυνοριακές υποθέσεις, όταν κινείται διαδικασία αφερεγγυότητας, τα άλλα κράτη μέλη πρέπει να αναγνωρίζουν τη διαδικασία αυτή (18). Τούτο σημαίνει ότι, όταν επιβάλλεται τέτοια αναστολή στους πιστωτές (19), η αναστολή αυτή πρέπει να αναγνωρίζεται και από τα εν λόγω κράτη μέλη. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο δεν έχει ενδείξεις σχετικά με την ύπαρξη τέτοιου μηχανισμού και σχετικά με πρόθεση του αιτούντος δικαστηρίου να βασιστεί σε τέτοιον μηχανισμό. Κατά συνέπεια, εφόσον έχει διαπιστωθεί ότι η επίμαχη απαίτηση έχει αναγγελθεί στον σύνδικο στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας στις Κάτω Χώρες, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει αν η Oilchart υπόκειται σε τέτοια αναστολή ή σε οποιονδήποτε άλλον περιορισμό για την άσκηση παράλληλης διαδικασίας. Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί ότι η επίμαχη απαίτηση αποτελεί μέρος της διαδικασίας αφερεγγυότητας τόσο επί της ουσίας όσο και από διαδικαστικής απόψεως και ότι, ως εκ τούτου, εμπίπτει στον κανονισμό περί αφερεγγυότητας. Επομένως, σε περίπτωση επιβολής αναστολής ή περιορισμού στους πιστωτές, πρέπει να θεωρείται ότι αλλοδαπό δικαστήριο δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της αγωγής.

34.      Η ανωτέρω προσέγγιση συνάδει, αφενός, με την απαίτηση προστασίας των συμφερόντων των πιστωτών και με τις αρχές της ενότητας και της καθολικότητας των διαδικασιών αφερεγγυότητας (20), που διαπνέουν τον κανονισμό περί αφερεγγυότητας (21). Δεδομένου ότι οι διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι συλλογικές διαδικασίες (22), το δικαστήριο στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη θα επιλαμβάνεται της πλειονότητας των υποθέσεων του οφειλέτη (23). Η προσέγγιση αυτή αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων και της κατάταξης των πιστωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας, καθώς και στην εξασφάλιση ενός πιο αποτελεσματικού και αποδοτικού τρόπου πληρωμής των πιστωτών (24).

35.      Συναφώς, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας που κινούνται σε ένα κράτος μέλος πρέπει να παράγουν πλήρη αποτελέσματα στα άλλα κράτη μέλη. Επισημαίνω ότι ένας από τους κύριους σκοπούς του κανονισμού περί αφερεγγυότητας, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 4 του εν λόγω κανονισμού, συνίσταται στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών αφερεγγυότητας, με παράλληλη αποφυγή του forum shopping. Συναφώς, το Δικαστήριο εξέθεσε, συγκεκριμένα, στην απόφαση Seagon (25), ότι η εκδίκαση του συνόλου των αγωγών που συνδέονται άμεσα με την αφερεγγυότητα μιας επιχείρησης από τα δικαστήρια του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο για την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας εξυπηρετεί, επίσης, τον σκοπό της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν διασυνοριακά αποτελέσματα (26). Αντί ο κάθε πιστωτής να επιδίδεται σε έρευνες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη για να εξακριβώσει τη γνησιότητα των ισχυρισμών του πιστωτή περί αδυναμίας πληρωμής των οφειλών, κατά τη διάρκεια της αφερεγγυότητας, τούτο το πράττει ο σύνδικος προς όφελος όλων των πιστωτών, λύση που όχι μόνο εξοικονομεί κόστος, αλλά και προάγει τη λειτουργική αποτελεσματικότητα (27).

36.      Επομένως, όταν μια απαίτηση αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του επαγγελματία που χειρίζεται τη διαδικασία αφερεγγυότητας, ο οποίος ασκεί τις δραστηριότητές του υπό την εποπτεία του δικαστηρίου αφερεγγυότητας. Συνεπώς, κατ’ αρχήν, η εν λόγω απαίτηση δεν πρέπει να αποσπάται τεχνητά από τη συλλογική διαδικασία.

37.      Αφετέρου, πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της προτεραιότητας. Το γεγονός ότι κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας σημαίνει ότι το καθεστώς ενός εκ των μερών έχει μεταβληθεί. Η σημαντικότερη συνέπεια της κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι ότι εφαρμοστέο δίκαιο στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, βάσει του εν λόγω κανονισμού, είναι το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κινήθηκε η εν λόγω διαδικασία και ότι η διαδικασία που κινήθηκε θα αναγνωριστεί αυτομάτως σε όλα τα άλλα κράτη μέλη (28). Η αναγνώριση αυτή συνεπάγεται ότι το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους δεν έχει την εξουσία να ελέγξει την απόφαση του δικαστηρίου αφερεγγυότητας (29). Τούτο έχει ως αποτέλεσμα ότι περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην περιουσία του αφερέγγυου δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ατομικής δίωξης από πιστωτή, καθώς τούτο θα καταστρατηγούσε τη διαδικασία αφερεγγυότητας. Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών, κάθε δικαστήριο (εκτός του πρώτου επιληφθέντος) πρέπει να αποφύγει την έκδοση απόφασης που είναι ασυμβίβαστη με τη διαδικασία αφερεγγυότητας (30).

38.      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σε πρόσφατη απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 44/2001 –ο οποίος προηγήθηκε του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, που περιέχει την ίδια εξαίρεση– η διαιτησία εξαιρείται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, ο κανόνας της εκκρεμοδικίας εφαρμόζεται, ειδικότερα, στην απόφαση που εκδίδεται από διαιτητή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, [και] κατόπιν, όταν διαπιστωθεί η εν λόγω διεθνής δικαιοδοσία, οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου» (31). Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει (ακόμη και για έναν τομέα που σαφώς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ια) τη σημασία της προτεραιότητας του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται πρώτο. Αν τούτο εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν στην υπό κρίση υπόθεση, θα είναι σημαντικό να τηρηθεί η προτεραιότητα του δικαστηρίου αφερεγγυότητας στις Κάτω Χώρες.

39.      Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν έχει συνέπειες όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ασκήθηκε παράλληλη αγωγή, αλλά μόνον όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο επί της αγωγής αυτής. Κατά την Επιτροπή, ο lex concursus καθορίζει το παραδεκτό ή το βάσιμο της εν λόγω παράλληλης αγωγής, επιχείρημα το οποίο πρέπει να απορριφθεί. Κατά την άποψή μου, πρώτον, η εν λόγω προσέγγιση καθιστά τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στον κανονισμό περί αφερεγγυότητας, και, ειδικότερα, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, κενούς περιεχομένου. Δεύτερον, υποστηρίζοντας ότι εναπόκειται στο δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους να απορρίψει την παράλληλη αγωγή, η Επιτροπή ουσιαστικά παραδέχεται ότι, κατ’ αρχήν, η παράλληλη αγωγή είναι προβληματική. Ωστόσο, η κρίση αυτή καταλείπεται σε εθνικό δικαστήριο, το οποίο, βάσει αλλοδαπού lex concursus, θα πρέπει να δώσει λύση όσον αφορά (ήτοι να απορρίψει επί της ουσίας) την παράλληλη αγωγή. Κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να διασφαλιστεί η επίτευξη των προμνησθέντων σκοπών (32), το εθνικό δικαστήριο, χωρίς να απαιτείται να εξετάσει τις διατάξεις του αλλοδαπού lex concursus, θα πρέπει να μπορεί να κηρύξει εαυτόν αναρμόδιο με το σκεπτικό ότι η επίμαχη αγωγή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου αφερεγγυότητας που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος. Η προσέγγιση αυτή προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου στους μετέχοντες στη διαδικασία αφερεγγυότητας και συνεπάγεται περισσότερη συνεκτικότητα κατά την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας σε διαφορετικά κράτη μέλη μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας σε ένα κράτος μέλος (33).

40.      Εν κατακλείδι, από τα στοιχεία που έχει παράσχει το αιτούν δικαστήριο προκύπτει σαφώς ότι η απαίτηση που έχει προβληθεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είναι πανομοιότυπη με την απαίτηση που έχει αναγγελθεί στη διαδικασία αφερεγγυότητας στις Κάτω Χώρες. Δεδομένου ότι έχει κηρυχθεί η πτώχευση του οφειλέτη και ότι το ζήτημα εμπίπτει στους ολλανδικούς κανόνες περί αφερεγγυότητας, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει κατά πόσον υφίσταται αναστολή που εμποδίζει τα άλλα δικαστήρια να εκδικάσουν την υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή, θα υποστήριζα ότι αγωγή που βασίζεται σε συμβατική υποχρέωση –η οποία αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας αφερεγγυότητας στις Κάτω Χώρες και η οποία θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε αναστολή των επιμέρους διωκτικών μέτρων των πιστωτών– εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί αφερεγγυότητας και υπάγεται στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου στο οποίο κινήθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας. Ωστόσο, η νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία ενίοτε συνηγορεί υπέρ της αντίθετης λύσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ενιαία.

2.      Το διπλό κριτήριο που προβλέπεται στη νομολογία

41.      Μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας αναφέρεται σε «διαδικασία αφερεγγυότητας», βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή περιλαμβάνει επίσης τις «αγωγές που σχετίζονται με την αφερεγγυότητα». Στις θεμελιώδεις αποφάσεις του στις υποθέσεις Gourdain (34) και Seagon (35), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αγωγές που σχετίζονται με την αφερεγγυότητα δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της νομικής πράξης που προηγήθηκε του κανονισμού Βρυξέλλες Ια και ότι ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί αφερεγγυότητας. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο εφάρμοσε το διπλό κριτήριο που καθιερώθηκε με την απόφαση Gourdain (στο εξής: κριτήρια Gourdain).

42.      Ειδικότερα, με βάση τον κανόνα που καθιερώθηκε από την εν λόγω νομολογία, μια αγωγή που απορρέει άμεσα από διαδικασία αφερεγγυότητας (πρώτο κριτήριο) και συνδέεται στενά με αυτήν (δεύτερο κριτήριο) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί αφερεγγυότητας (36) και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (37). Σε συνδυασμό με την απαίτηση ευρείας ερμηνείας της έννοιας των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια (38), η εξαίρεση της αφερεγγυότητας, που περιλαμβάνεται στον κανονισμό Βρυξέλλες Ια, εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που πληρούν τα κριτήρια Gourdain (39). Μολονότι το Δικαστήριο μνημονεύει παγίως τα κριτήρια Gourdain, τα κριτήρια αυτά έχουν εφαρμοστεί ανομοιόμορφα στην πράξη (40).

43.      Ειδικότερα, δεδομένου ότι το Δικαστήριο τείνει να εξετάζει τα δύο κριτήρια από κοινού (41), είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί το πεδίο εφαρμογής και το ακριβές περιεχόμενό τους. Για παράδειγμα, η νομολογία δεν συνάδει πάντοτε με τον προαναφερθέντα κανόνα και υπάρχει αβεβαιότητα όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των δύο κριτηρίων και όσον αφορά το περιεχόμενο του κάθε κριτηρίου (42). Ενίοτε, το Δικαστήριο αναλύει μόνον το ένα κριτήριο (43). Άλλοτε θεωρεί το ένα κριτήριο καθοριστικό, κρίνοντας ότι υπερισχύει έναντι του έτερου (44), με αποτέλεσμα να τίθεται το ζήτημα του σωρευτικού χαρακτήρα των κριτηρίων αυτών. Επομένως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν απορρέουν πάντοτε συνεκτικοί κανόνες. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, θα εξετάσω το περιεχόμενο και την εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων διαδοχικά.

α)      Το πρώτο κριτήριο: η αγωγή απορρέει άμεσα από διαδικασία αφερεγγυότητας

44.      Προκειμένου να κριθεί αν μια αγωγή απορρέει άμεσα από διαδικασία αφερεγγυότητας, το Δικαστήριο εξετάζει τη νομική βάση της αγωγής (45). Συναφώς το Δικαστήριο απαιτεί να εξετάζεται αν το επίδικο δικαίωμα ή η επίδικη παροχή στηρίζεται στους κοινούς κανόνες του αστικού και εμπορικού δικαίου ή σε κανόνες με τους οποίους εισάγονται παρεκκλίσεις που ισχύουν ειδικώς στην περίπτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας (46). Το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι πρέπει να εξετάζεται αν η επίμαχη αγωγή στηρίζεται στο δίκαιο περί διαδικασιών αφερεγγυότητας ή σε άλλους κανόνες (47).

45.      Κατ’ αρχάς, πριν αναλύσω τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το κριτήριο αυτό, θα παραθέσω μια προκαταρκτική παρατήρηση όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μετά την πτώχευση της OWB NL, η Oilchart ζήτησε και εξασφάλισε τη δέσμευση –ήτοι τη συντηρητική κατάσχεση– ορισμένων ποντοπόρων πλοίων στο Βέλγιο. Προκειμένου να αποδεσμεύσουν τα πλοία, οι πλοιοκτήτες ή τα P&I clubs εξέδωσαν εγγυητικές επιστολές, με δικαιούχο την Oilchart, για το ποσό των τιμολογίων τα οποία είχε εκδώσει με αποδέκτρια την OWB NL. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διατύπωση των εν λόγω εγγυητικών επιστολών επιτρέπει στην Oilchart, μεταξύ άλλων, να ζητήσει την κατάπτωση των επιστολών αυτών δυνάμει απόφασης εις βάρος της OWB NL.

46.      Συναφώς, επισημαίνω ότι, σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η υπόθεση εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, τούτο δεν αρκεί για τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας του βελγικού δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο ανεφοδιασμός με καύσιμα πραγματοποιήθηκε στις Κάτω Χώρες καθώς και ότι η διαδικασία αφερεγγυότητας κινήθηκε στο κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη στο εν λόγω κράτος μέλος. Επιπλέον, επισημαίνω ότι, στην παρούσα διαδικασία, είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ νομικής βάσης της υποχρέωσης και μηχανισμού επιβολής της υποχρέωσης αυτής. Μολονότι η νομική βάση της αγωγής συνίσταται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμβατική σχέση μεταξύ του δανειστή και του οφειλέτη, η εκτέλεση των υποχρεώσεων αυτών πραγματοποιήθηκε με την κατάσχεση πλοίων και την έκδοση εγγυητικών επιστολών. Φρονώ, επομένως, ότι οι εν λόγω εγγυητικές επιστολές συνιστούν επιβολή του σεβασμού των δικαιωμάτων της Oilchart, αλλά δεν αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της υποχρέωσης αυτήν καθεαυτήν.

47.      Τούτου λεχθέντος, θα εξετάσω στη συνέχεια τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το πρώτο κριτήριο, η οποία παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με την προσέγγιση που ακολουθείται.

48.      Ενίοτε, το Δικαστήριο φαίνεται να επιλέγει μια τυπολατρική προσέγγιση. Στην απόφαση Riel, για παράδειγμα, το Δικαστήριο επισήμανε ρητώς ότι η διάταξη βάσει της οποίας ασκήθηκε η αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης απαιτήσεων «αποτελ[ούσε] στοιχείο της αυστριακής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας», συμπληρώνοντας ότι «από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η εν λόγω αγωγή ασκείται στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, από πιστωτές μετέχοντες σε αυτήν, σε περίπτωση αμφισβήτησης της ακρίβειας ή της κατάταξης απαιτήσεων αναγγελθεισών από τους εν λόγω πιστωτές» (48).  Πιο πρόσφατα, στην απόφαση Tiger, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή συνδίκου ο οποίος είχε οριστεί από δικαστήριο του κράτους μέλους όπου κινήθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας είχε ως νομική βάση τους κανόνες δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου που αφορούσαν ειδικώς την αφερεγγυότητα (49).

49.      Ωστόσο, το Δικαστήριο φαίνεται να εξετάζει επίσης το κατά πόσον η επίμαχη αγωγή μπορεί να ασκηθεί από τους πιστωτές ατομικά πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη διεξαγωγή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Στην απόφαση Nickel & Goeldner Spedition, το Δικαστήριο επισήμανε ότι αγωγή με αίτημα την εξόφληση οφειλής η οποία απέρρεε από την παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση σύμβασης μεταφοράς θα μπορούσε να έχει ασκηθεί από τον ίδιο τον πιστωτή, πριν αυτός απολέσει το σχετικό δικαίωμα λόγω της κίνησης εναντίον του διαδικασίας αφερεγγυότητας και ότι, σε τέτοια περίπτωση, θα διεπόταν από τους εφαρμοστέους επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας (50).  Ομοίως, στην υπόθεση NK, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη αγωγή, η οποία αφενός μπορούσε να ασκηθεί από τον ίδιο τον πιστωτή, κατά τρόπον ώστε δεν ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα του συνδίκου, και αφετέρου ήταν ανεξάρτητη από την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως άμεση συνέπεια μιας τέτοιας διαδικασίας, άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή (51).

50.      Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, αν εφαρμοστεί κατά γράμμα ο κανόνας που καθιερώθηκε με τις αποφάσεις Riel και Tiger, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο έχει κρίνει ότι η νομική βάση της αγωγής είναι το άρθρο 25, παράγραφος 2, του NFW –και ελλείψει οποιουδήποτε χαρακτηρισμού της απαίτησης στο παρόν στάδιο–, η απαίτηση την οποία προέβαλε η Oilchart θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του NWF και, ως εκ τούτου, θα αποτελεί στοιχείο της ολλανδικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας. Ωστόσο, αν εφαρμοστεί το σκεπτικό των αποφάσεων Nickel & Goeldner Spedition και NK, η επίμαχη αγωγή θα μπορεί να ασκηθεί από τους πιστωτές ατομικά και, ως εκ τούτου, μπορεί να μην έχει άμεση σχέση με τη διαδικασία αφερεγγυότητας.

51.      Εντούτοις, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι έννομες και οικονομικές συνέπειες της εξαίρεσης της αφερεγγυότητας και, ιδίως, του προβλήματος του κοινού συνόλου, το Δικαστήριο πρέπει να εφαρμόζει το πρώτο κριτήριο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διαφυλάσσονται η αποκλειστική δικαιοδοσία του δικαστηρίου αφερεγγυότητας (52) και τα συμφέροντα των λοιπών πιστωτών, και να αποφεύγεται το forum shopping (53). Επομένως, όταν η επίμαχη απαίτηση στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι πανομοιότυπη με την απαίτηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, το Δικαστήριο πρέπει να μεριμνά να εξετάζει κατά πόσον η εν λόγω απαίτηση εμπίπτει στη διαδικασία αφερεγγυότητας.

52.      Συναφώς, στο μέτρο που το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση Riel ότι προβλεπόμενη στην εθνική νομοθεσία αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης απαιτήσεων προορίζεται να ασκηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, συνδέεται στενά με αυτήν και στηρίζεται στο δίκαιο περί διαδικασιών αφερεγγυότητας (54), η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος πιστωτή για είσπραξη, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

53.      Περαιτέρω, μπορεί να υπομνησθεί ότι, στην απόφαση H (55), το Δικαστήριο έκρινε ότι ακόμη και αν επιτρέπεται «καταρχήν [η] άσκηση αγωγής ακόμα και στην περίπτωση που δεν θα εκινείτο καμία διαδικασία αφερεγγυότητας σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία της οφειλέτριας εταιρίας, […] τούτο δεν μπορεί, καθεαυτό, να εμποδίσει τον χαρακτηρισμό παρόμοιας αγωγής ως αγωγής απορρέουσας από διαδικασία αφερεγγυότητας και συνδεόμενης στενώς προς αυτήν, εάν υποτεθεί ότι η αγωγή αυτή πράγματι ασκείται στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας». Οι απαιτήσεις αυτού του είδους «παρεκκλίνουν» από τους κανόνες του αστικού δικαίου και του εμπορικού δικαίου ακριβώς λόγω της κατάστασης αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Συνεπώς, το διακριτικό γνώρισμα έγκειται στην κήρυξη της πτώχευσης του οφειλέτη (56). Όταν ο οφειλέτης κηρύσσεται αφερέγγυος και η αγωγή αποσκοπεί στην είσπραξη απαίτησης που εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, νομική βάση της εν λόγω απαίτησης καθίσταται διάταξη της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας του lex concursus και η εν λόγω αγωγή πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αγωγή που απορρέει άμεσα από τη διαδικασία αφερεγγυότητας.  

54.      Θα συμπλήρωνα ότι είναι απολύτως λογικό οι περισσότερες απαιτήσεις που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία να έχουν την πηγή τους στους συνήθεις κανόνες του αστικού και εμπορικού δικαίου, ιδίως όταν, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, αφορούν την εκτελεστότητα συμβατικής υποχρέωσης πληρωμής για την προμήθεια αγαθών. Με άλλα λόγια, όταν μια απαίτηση εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία λόγω της κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας και της αναγγελίας απαίτησης στον σύνδικο, διέπεται πλέον από τους κανόνες με τους οποίους εισάγονται παρεκκλίσεις για την εν λόγω διαδικασία. Ειδάλλως, θα ήταν δυνατή η προβολή όλων των απαιτήσεων αστικής και εμπορικής φύσης που έχουν αναγγελθεί σε σύνδικο ενώπιον άλλου δικαστηρίου, σε άλλο κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να καταστούν κενές περιεχομένου οι αρχές της συγκέντρωσης των απαιτήσεων και της vis attractiva concursus (57).

55.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, εάν το Δικαστήριο ακολουθήσει, για το πρώτο κριτήριο (το κριτήριο της νομικής βάσης), μια προσέγγιση που αποβλέπει στην επίτευξη αποτελέσματος, θα επιβάλει την εφαρμογή του κανόνα της αποκλειστικής δικαιοδοσίας, που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας (58), ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών αφερεγγυότητας και συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού της αποφυγής του forum shopping (59). Φρονώ, ως εκ τούτου, ότι το κριτήριο της «νομικής βάσης» αποτελεί κριτήριο με το οποίο το Δικαστήριο διαπιστώνει το αν η γενεσιουργός αιτία της υποχρέωσης εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία.

56.      Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το αντικείμενο των υποχρεώσεων της OWB NL, σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα δικαιώματα της Oilchart, συναπαρτίζουν τη νομική βάση της απαίτησης. Η εκτέλεση της εν λόγω απαίτησης εξαρτάται από την εφαρμογή διατάξεων της ολλανδικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας που διέπουν τα αποτελέσματα της αφερεγγυότητας που έχει κηρυχθεί στις Κάτω Χώρες (60). Ως εκ τούτου, θα πρότεινα στο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση της Oilchart απορρέει άμεσα από τη διαδικασία αφερεγγυότητας και ότι έχει τη νομική της βάση σε απαίτηση που εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία.

β)      Το δεύτερο κριτήριο: η στενή σχέση μεταξύ της επίμαχης αγωγής και της διαδικασίας αφερεγγυότητας

57.      Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, για να κριθεί αν μια αγωγή συνδέεται στενά με διαδικασία αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τον κανόνα που καθιέρωσε το Δικαστήριο, καθοριστικό στοιχείο είναι το πόσο στενή είναι η σχέση μεταξύ της εν λόγω αγωγής και της διαδικασίας αφερεγγυότητας (61).  Επομένως, το κριτήριο αυτό παρέχει τη δυνατότητα συνεκτίμησης και άλλων στοιχείων του γενικότερου πλαισίου, πέραν αυτών που αφορούν τη νομική βάση.

58.      Με το δεύτερο κριτήριο επιδιώκεται, κατ’ αρχήν, να διευκρινιστεί το ζήτημα αν μια αγωγή παρόμοια με την επίμαχη μπορεί να ασκηθεί ταυτόχρονα με τη διαδικασία αφερεγγυότητας ή ανεξάρτητα από αυτήν. Για παράδειγμα, στην απόφαση German Graphics Graphische Maschinen, το Δικαστήριο έκρινε ότι αγωγή που ασκήθηκε βάσει ρήτρας επιφύλαξης κυριότητας κατά συνδίκου αφερεγγυότητας δεν είχε αρκούντως στενή σχέση με τη διαδικασία αφερεγγυότητας, με το σκεπτικό, κατ’ ουσίαν, ότι το νομικό ζήτημα που τέθηκε με την εν λόγω αγωγή ήταν ανεξάρτητο από την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας (62). Πιο πρόσφατα, στην απόφαση Feniks, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια παυλιανή αγωγή, με την οποία ο δανειστής ζητούσε τη διάρρηξη, υπέρ αυτού, καταδολιευτικής μεταβίβασης ακινήτου από τον οφειλέτη σε τρίτον, δεν συνδεόταν με διαδικασία αφερεγγυότητας (63). Στην υπό κρίση υπόθεση, αν το Δικαστήριο εφαρμόσει το εν λόγω «κριτήριο της δυνατότητας», θα πρέπει να αποφανθεί ότι η επίμαχη αγωγή είναι ανεξάρτητη από τη διαδικασία αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι μπορεί να ασκηθεί ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διαδικασία αφερεγγυότητας, εφόσον η νομοθεσία που διέπει τις διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν προβλέπει αναστολή της.

59.      Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο ενίοτε διερευνά το διαδικαστικό πλαίσιο εξετάζοντας αν ο πιστωτής επιδιώκει συλλογικό ή ατομικό συμφέρον. Για παράδειγμα, στην απόφαση F‑Tex, οι διάδικοι υποστήριξαν ότι η γενεσιουργός αιτία και το περιεχόμενο της αγωγής του εκδοχέα είναι κατ’ ουσίαν τα ίδια όπως στην αγωγή πτωχευτικής ανάκλησης την οποία ασκεί ο σύνδικος (64). Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η άσκηση του δικαιώματος που απέκτησε ο εκδοχέας διέπεται από κανόνες διαφορετικούς από εκείνους που ισχύουν στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας» (65). Πρώτον, σε αντίθεση προς τον σύνδικο, ο οποίος υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να ενεργεί προς το συμφέρον των πιστωτών, ο εκδοχέας είναι ελεύθερος να αποφασίσει αν θα ασκήσει το ενοχικό δικαίωμα που απέκτησε. Δεύτερον, ο εκδοχέας, εφόσον αποφασίσει να ασκήσει το ενοχικό του δικαίωμα, ενεργεί ατομικώς και προς ίδιον συμφέρον. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή της κύριας δίκης δεν συνδεόταν στενά με τη διαδικασία αφερεγγυότητας (66). Εάν το Δικαστήριο εφαρμόσει τις σκέψεις αυτές στην υπόθεση της κύριας δίκης, θα πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η άσκηση του δικαιώματος που απέκτησε η Oilchart υπόκειται σε κανόνες διαφορετικούς από εκείνους που εφαρμόζονται στις διαδικασίες αφερεγγυότητας· η Oilchart –σε αντίθεση προς τον σύνδικο– παραμένει ελεύθερη να αποφασίσει αν θα ασκήσει το δικαίωμα αυτό και ενεργεί προς ίδιον συμφέρον. Ως εκ τούτου, η αγωγή της δεν συνδέεται στενά με τη διαδικασία αφερεγγυότητας.

60.      Μια περισσότερο αποβλέπουσα στην επίτευξη αποτελέσματος προσέγγιση εφαρμόστηκε στην υπόθεση Valach, στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε το εύρος των υποχρεώσεων της επιτροπής πιστωτών, η οποία απέρριψε ένα σχέδιο εξυγίανσης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η ευθύνη των μελών της επιτροπής πιστωτών είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί εξαιτίας της απόρριψης του προγράμματος εξυγίανσης, θα πρέπει να αναλυθούν, ιδίως, το εύρος των υποχρεώσεων που υπέχει η επιτροπή αυτή στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας και η συμβατότητα της εν λόγω απόρριψης με τις υποχρεώσεις αυτές. Η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη αγωγή κρίθηκε ότι συνδεόταν αρκούντως στενά με τη διαδικασία αφερεγγυότητας (67). Μολονότι η εν λόγω απόφαση δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο κατέληξε στο ανωτέρω συμπέρασμα, η προσέγγιση την οποία ακολούθησε το Δικαστήριο μπορεί, κατά τη γνώμη μου να εξηγηθεί από την ανάγκη να ληφθούν υπόψη ο αντίκτυπος της αγωγής στην πτωχευτική περιουσία και, ιδίως, η υποκείμενη υποχρέωση διατήρησης των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας. Βάσει του κριτηρίου αυτού, θα πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η Oilchart εμποδίζεται να εισπράξει τα έσοδά της. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η επίμαχη αγωγή συνδέεται αρκούντως στενά με τη διαδικασία αφερεγγυότητας.

61.      Τέλος, στην απόφαση SCT Industri, το Δικαστήριο εξέτασε κατ’ ουσίαν τη συνάφεια μεταξύ των αγωγών των διαδίκων και της πτωχευτικής περιουσίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αγωγή εταιρίας, που αποτελούσε αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας, για τη διεκδίκηση της κυριότητας εταιρικών μεριδίων που είχαν πωληθεί σε άλλη εταιρία συνδεόταν στενά με τη διαδικασία αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι η πώληση πραγματοποιήθηκε βάσει διατάξεων περί αφερεγγυότητας. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα στοιχεία του ενεργητικού της επιχείρησης που αποτελούσε αντικείμενο της διαδικασίας αφερεγγυότητας αυξήθηκαν κατόπιν της πώλησης των επίμαχων εταιρικών μεριδίων από τον σύνδικο (68). Στην υπό κρίση υπόθεση, οι αγωγές της Oilchart ομοίως επηρεάζουν σαφώς την πτωχευτική περιουσία. Συνεπώς, βάσει το κριτηρίου αυτού, η επίμαχη αγωγή συνδέεται αρκούντως στενά με τη διαδικασία αφερεγγυότητας.

62.      Από τα προεκτεθέντα συνάγω το συμπέρασμα ότι τα κριτήρια Gourdain πρέπει να ερμηνεύονται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη ο σκοπός και η raison d’être της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ήτοι το πρόβλημα του κοινού συνόλου και η αποτελεσματική διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων. Η στενή ερμηνεία των κριτηρίων αυτών καθιστά δυνατή την καταστρατήγηση των κανόνων της διαδικασίας αφερεγγυότητας από τον πιστωτή, την αρπαγή περιουσιακών στοιχείων και την αποστέρηση των δικαιωμάτων των άλλων πιστωτών. Η καταστρατήγηση αυτή θα μπορούσε να επέλθει λόγω της ύπαρξης πολλαπλών δικαιοδοσιών και λόγω του χαρακτηρισμού της παράλληλης αγωγής ως «αστικής και εμπορικής» αγωγής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες Ια δεν μπορεί να συνεπάγεται την υπονόμευση της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αφερεγγυότητας (69), της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας αφερεγγυότητας (70) και της απαίτησης προστασίας των συμφερόντων των πιστωτών (71). Συγκεκριμένα, η αποδοχή της αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου δυνάμει του κανονισμού Βρυξέλλες Ια θα συνεπαγόταν την καταστρατήγηση της αποτελεσματικής και αποδοτικής λειτουργίας των διαδικασιών αφερεγγυότητας, θίγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την «καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς» (72). Στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η επίμαχη απαίτηση είναι πανομοιότυπη με εκείνη που αναγγέλθηκε στον σύνδικο αφερεγγυότητας στις Κάτω Χώρες, θα πρότεινα στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι αγωγή όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη απορρέει άμεσα από τη διαδικασία αφερεγγυότητας και συνδέεται στενά με αυτή, με αποτέλεσμα να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί αφερεγγυότητας.

63.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας, έχουν την έννοια ότι όταν δικαστήριο κράτους μέλους επιλαμβάνεται διαδικασίας αφερεγγυότητας για απαίτηση που αφορά συμβατική υποχρέωση πληρωμής για την παράδοση αγαθών και η ίδια απαίτηση αποτελεί αντικείμενο αγωγής κατά αφερέγγυας εταιρίας η οποία υπόκειται στην εν λόγω διαδικασία αφερεγγυότητας, η αγωγή αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί αφερεγγυότητας.

Γ.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

64.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα τίθεται σε περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι η επίμαχη αγωγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περί αφερεγγυότητας.

65.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 25, παράγραφος 2, του NFW συνάδει με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας, κατά το μέτρο που η διάταξη αυτή επιτρέπει την άσκηση αγωγής κατά της αφερέγγυας εταιρίας, όπως την επίμαχη στην κύρια δίκη αγωγή, ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο κηρύχθηκε η αφερεγγυότητα.

66.      Πρέπει να υπενθυμίσω, κατ’ αρχάς, ότι δεν είναι αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο των διαδικασιών προδικαστικής παραπομπής, να αποφαίνεται επί της συμβατότητας διατάξεων του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης. Η ανάλυση του Δικαστηρίου εστιάζει αποκλειστικά και μόνον στην ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης κατά τρόπο χρήσιμο για το εθνικό δικαστήριο, στο δε δικαστήριο αυτό εναπόκειται να εκτιμήσει εν τέλει τη συμβατότητα των διατάξεων του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς της κύριας δίκης (73).

67.      Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς το αν το άρθρο 25, παράγραφος 2, του NFW αποτελεί την πραγματική βάση της αγωγής, καθώς και ως προς την ορθή ερμηνεία της εν λόγω διάταξης. Συνεπώς, όπως προανέφερα, το αιτούν δικαστήριο, πριν αποφανθεί σχετικά με τη συμβατότητα της εν λόγω διάταξης με το δίκαιο της Ένωσης, θα πρέπει να χαρακτηρίσει την απαίτηση και να κρίνει αν η διάταξη αυτή μπορεί να αποτελεί πράγματι τη νομική βάση της επίμαχης αγωγής (74).

68.      Όσον αφορά τη συμβατότητα της εν λόγω διάταξης με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας, όπως προανέφερα (75), η τελευταία ως άνω διάταξη αποσκοπεί στον προσδιορισμό του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Επομένως, η εν λόγω διάταξη προβλέπει έναν κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας (76). Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή υπό την έννοια ότι παρέχει αποκλειστική δικαιοδοσία στο δικαστήριο αφερεγγυότητας (77).

69.      Στην υπό κρίση υπόθεση, το άρθρο 25, παράγραφος 2, του NFW φαίνεται να ορίζει ότι οι αποφάσεις σε βάρος πτωχεύσαντος οφειλέτη δεν μπορούν να έχει νομική ισχύ έναντι της πτωχευτικής περιουσίας. Ουσιαστικά, φαίνεται να επιτρέπει τη λήψη μέτρων εκτός της πτωχευτικής περιουσίας, ορίζοντας ότι τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να εκτελούνται σε βάρος της πτωχευτικής περιουσίας.

70.      Επομένως, από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της διατύπωσης και μόνον του άρθρου 25, παράγραφος 2, του NFW, η διάταξη αυτή δεν φαίνεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι δεν αφορά την «έναρξη» «διαδικασίας αφερεγγυότητας», αλλά απλώς επιτρέπει τη λήψη μη επαληθεύσιμων μέτρων εκτός της διαδικασίας αυτής. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 25, παράγραφος 2, του NFW, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να συνάδει με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι δεν έχει επιπτώσεις στην πτωχευτική περιουσία.

71.      Εντούτοις, εάν η εφαρμογή του άρθρου 25, παράγραφος 2, του NFW συνεπάγεται μια πρακτική που καθιστά δυνατή την καταστρατήγηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας και της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αφερεγγυότητας, όπερ εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, μπορεί να θεωρηθεί στην περίπτωση αυτή ότι το εθνικό μέτρο έχει ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας και ότι ως εκ τούτου αντιβαίνει στη διάταξη αυτή.

72.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει αν η εφαρμογή του άρθρου 25, παράγραφος 2, του NFW συνεπάγεται νομική ή οικονομική μεταβολή της κατάστασης των πιστωτών σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία ή τη διαδικασία αφερεγγυότητας (για παράδειγμα, σε σχέση με το καθεστώς ή την κατάταξη των πιστωτών ή το περιεχόμενο της πτωχευτικής περιουσίας). Συναφώς, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η ING υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι αγωγές της Oilchart μπορούν να έχουν αποτελέσματα σε σχέση με την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών που εξέδωσαν οι πλοιοκτήτες ή τα P&I clubs, ήτοι έναντι τρίτων. Εάν, αντιθέτως, η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν έχει τέτοιο αποτέλεσμα, η αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου θα είναι «ουδέτερη» όσον αφορά τη διαδικασία αυτή.

73.      Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας και η αρχή της αποκλειστικής δικαιοδοσίας έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική ρύθμιση ή εθνική πρακτική που έχει ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση της αποκλειστικής δικαιοδοσίας δικαστηρίου κράτους μέλους, το οποίο έχει επιληφθεί πρώτο διαδικασίας αφερεγγυότητας, για την εκδίκαση απαίτησης η οποία αφορά συμβατική υποχρέωση πληρωμής για την παράδοση αγαθών και η οποία εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία.

IV.    Πρόταση

74.      Βάσει της παραπάνω ανάλυσής μου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του hof van beroep te Antwerpen (εφετείου Αμβέρσας, Βέλγιο) ως εξής:

1)      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας,

έχουν την έννοια ότι όταν δικαστήριο κράτους μέλους επιλαμβάνεται διαδικασίας αφερεγγυότητας για απαίτηση που αφορά συμβατική υποχρέωση πληρωμής για την παράδοση αγαθών και η ίδια απαίτηση αποτελεί αντικείμενο αγωγής κατά αφερέγγυας εταιρίας η οποία υπόκειται στην εν λόγω διαδικασία αφερεγγυότητας, η αγωγή αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000.

2)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 και η αρχή της αποκλειστικής δικαιοδοσίας

έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική ρύθμιση ή εθνική πρακτική που έχει ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση της αποκλειστικής δικαιοδοσίας δικαστηρίου κράτους μέλους, το οποίο έχει επιληφθεί πρώτο διαδικασίας αφερεγγυότητας, για την εκδίκαση απαίτησης η οποία αφορά συμβατική υποχρέωση πληρωμής για την παράδοση αγαθών και η οποία εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      ΕΕ 2012, L 351, σ. 1.


3      Ο εν λόγω κανονισμός αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), ο οποίος είχε αντικαταστήσει τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη σύμβαση αυτή (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).


4      ΕΕ 2000, L 160, σ. 1.


5      Ο κανονισμός περί αφερεγγυότητας αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2015, L 141, σ. 19), ο οποίος δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση.


6      Η ING υποστηρίζει ότι, πριν από την εν λόγω κήρυξη της πτώχευσης, είχε χορηγήσει δάνειο στην OWB NL, η οποία, από κοινού με άλλες οντότητες του ομίλου, εκχώρησε στην ING τρέχουσες και μελλοντικές απαιτήσεις έναντι τελικών πελατών.


7      Το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια προβλέπει ότι, όταν ένα πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους και δεν εμφανισθεί, το δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας, εκτός εάν η δικαιοδοσία του απορρέει από τον εν λόγω κανονισμό.


8      Μολονότι η διάταξη αυτή περιέχει τον όρο «πτώχευση», ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη του κανονισμού περί αφερεγγυότητας και του κανονισμού 2015/848, είναι σαφές ότι ο όρος «αφερεγγυότητα» είναι στο παρόν πλαίσιο καταλληλότερος και, ως εκ τούτου, θα χρησιμοποιώ τον εν λόγω όρο στις παρούσες προτάσεις. Βλ. επίσης οδηγία (ΕΕ) 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (Οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα) (ΕΕ 2019, L 172, σ. 18).


9      Η δικογραφία του Δικαστηρίου περιέχει τον όρο «πτώχευση». Ως εκ τούτου, στις παρούσες προτάσεις θα χρησιμοποιώ τον εν λόγω όρο όταν περιγράφω τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης ή το ολλανδικό δίκαιο. Ωστόσο, θα χρησιμοποιώ τον όρο «αφερεγγυότητα» στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι ο κανονισμός περί αφερεγγυότητας και ο κανονισμός 2015/848 αναφέρονται αμφότεροι σε διαδικασίες αφερεγγυότητας.


10      Το γεγονός ότι επρόκειτο για πανομοιότυπη απαίτηση –δεδομένου ότι το τιμολόγιο και το ποσό ήταν τα ίδια– επιβεβαιώθηκε από την ING, πιστώτρια της OWB NL, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.


11      Αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Etablissements Fr. Colruyt (C‑221/15, EU:C:2016:704, σκέψη 15), και της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility (C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 32).


12      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2018, Wiemer & Trachte (C‑296/17, EU:C:2018:902, σκέψη 23).


13      Eidenmuller, H., «What is an insolvency proceeding?», American Bankruptcy Law Journal, 92(1), 2018, σ. 53 έως 72.


14      Κατά την πλέον επιδραστική πτωχευτική θεωρία, τη θεωρία της διαπραγμάτευσης των πιστωτών, η αφερεγγυότητα αποτελεί πρόβλημα κοινού συνόλου και, αντίστοιχα, το δίκαιο της αφερεγγυότητας συνιστά μια δέσμη ειδικών κανόνων για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. Το πρόβλημα του κοινού συνόλου που δημιουργεί η αφερεγγυότητα είναι ότι όλοι οι πιστωτές έχουν απαιτήσεις κατά της εταιρίας, της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων. Συνεπώς, η αφερεγγυότητα στηρίζεται στην ιδέα ότι θα ήταν καλύτερη μια διαδικασία η οποία εμποδίζει την ατομική αναγκαστική εκτέλεση και η οποία προβλέπει τη δίκαιη κατανομή των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη μεταξύ των πιστωτών. Προτιμότερη είναι μια συλλογική διαδικασία (βλ. Jackson, T., The Logic and Limits of Bankruptcy Law, Beard Books, 2001, σ. 11 επ.).


15      Βλ., κατ’ αναλογίαν, UNCITRAL, Legislative Guide on Insolvency Law, Ηνωμένα Έθνη, 2005, σ. 83, σημείο 26, όπου αναφέρεται ότι «μία από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της αφερεγγυότητας είναι ότι οι διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι συλλογικές διαδικασίες, οι οποίες επιτάσσουν την προστασία των συμφερόντων όλων των πιστωτών από την ατομική δράση ενός εξ αυτών».


16      Συναφώς, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη αγωγή έχει «επιπτώσεις στην πτωχευτική περιουσία», δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται για αγωγή που αποσκοπεί στην παράκαμψη της διανομής του συνόλου της περιουσίας ή στη μείωση του ποσού της.


17      Όπως εξήγησε η ING στις γραπτές παρατηρήσεις της, καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εάν η απαίτηση της Oilchart γινόταν δεκτή από τα βελγικά δικαστήρια, θα μπορούσε να λάβει πληρωμή από την ING, με αποτέλεσμα την απόσπαση, από την ολλανδική πτωχευτική περιουσία, της απαίτησης που αποτελούσε αντικείμενο της ολλανδικής διαδικασίας αφερεγγυότητας.


18      Βλ. άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο κανόνας προτεραιότητας που θεσπίζει η εν λόγω διάταξη βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, αυτή ακριβώς η αρχή κατέστησε δυνατή όχι μόνον τη δημιουργία ενός δεσμευτικού συστήματος διεθνούς δικαιοδοσίας, προς το οποίο οφείλουν να συμμορφώνονται όλα τα δικαστήρια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, αλλά και τη συνακόλουθη παραίτηση των κρατών μελών από τους κανόνες της εσωτερικής νομοθεσίας τους σχετικά με την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων υπέρ ενός απλουστευμένου μηχανισμού αναγνώρισης και εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας (βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2012, ERSTE Bank Hungary, C‑527/10, EU:C:2012:417, σκέψη 34).


19      Βλ., κατ’ αναλογίαν, άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Βλ. επίσης, για παράδειγμα, οδηγία 2019/1023, η οποία ορίζει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 4, την «αναστολή ατομικών διώξεων» ως την «προσωρινή αναστολή, χορηγούμενη από δικαστική ή διοικητική αρχή ή από τον νόμο, του δικαιώματος λήψης διωκτικών μέτρων για την ικανοποίηση απαίτησης πιστωτή κατά οφειλέτη και, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, κατά τρίτου παρόχου ασφάλειας, στο πλαίσιο δικαστικής, διοικητικής ή άλλης διαδικασίας, ή εξωδικαστική αναστολή του δικαιώματος κατάσχεσης ή ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων ή της επιχείρησης του οφειλέτη».


20      Η «αρχή της ενότητας» σημαίνει ότι υφίσταται ένα και μόνο σύνολο διαδικασιών αφερεγγυότητας. Η «αρχή της καθολικότητας» σημαίνει ότι οι διαδικασίες αυτές εκτείνονται σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, όπου κι αν αυτά βρίσκονται. Συναφώς, πρέπει να σημειώσω ότι ο κανονισμός περί αφερεγγυότητας βασίζεται στη διάκριση, που προβλέπεται στο άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, μεταξύ της κύριας (καθολικής) διαδικασίας και της δευτερεύουσας (εδαφικής) διαδικασίας (βλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC, C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψη 28). Βλ. επίσης απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2018, Wiemer & Trachte (C‑296/17, EU:C:2018:902, σκέψη 40).


21      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κανονισμός περί αφερεγγυότητας «προβλέπει ότι η κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να αρχίζει στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη» και διευκρινίζει ότι «[η] διαδικασία αυτή είναι γενικής εφαρμογής και αποσκοπεί στο να συμπεριλάβει όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη». Βλ. αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού περί αφερεγγυότητας. Κατά τον γενικό εισαγγελέα M. Szpunar (προτάσεις του στην υπόθεση Senior Home, C‑195/15, EU:C:2016:369, σημείο 21), ο κανονισμός περί αφερεγγυότητας δεν ακολουθεί πρότυπο βασισμένο στην αρχή της καθολικότητας των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αλλά πρότυπο σχετικής καθολικότητας (λεγόμενη επίσης «τροποποιημένη καθολικότητα»), δεδομένου ότι ο εν λόγω κανονισμός βασίζεται μεν σε καθολικό πρότυπο, αλλά προβλέπει διάφορους ειδικούς κανόνες οι οποίοι λειτουργούν ως εξαιρέσεις και διορθώνουν ή μετριάζουν την καθολικότητά του.


22      Βλ. σημείο 31 των παρουσών προτάσεων.


23      Για παράδειγμα, στην απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2014, Schmid (C‑328/12, EU:C:2014:6, σκέψη 39), το Δικαστήριο έκρινε ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους εντός του οποίου κινήθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγής πτωχευτικής ανάκλησης στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας. Βλ., επίσης, επεξηγηματική έκθεση των M. Virgós και Ε. Schmit σχετικά με τη σύμβαση περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, της 3ης Μαΐου 1996, έγγραφο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 6500/96, DRS 8 (CFC), σημείο 3.


24      Από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 8 του κανονισμού 1346/2000 προκύπτει ότι σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας, να τις βελτιώσει και να τις επιταχύνει.


25      Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009 (C‑339/07, EU:C:2009:83, σκέψη 22).


26      Βλ. επίσης αιτιολογικές σκέψεις 8 και 16 του κανονισμού περί αφερεγγυότητας.


27      Βλ., κατ’ αναλογίαν, σχετικά με τους σκοπούς της διασφάλισης αποτελεσματικών και αποδοτικών διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, Bank Handlowy και Adamiak (C‑116/11, EU:C:2012:739, σκέψη 62).


28      Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 1, και άρθρο 16 του κανονισμού περί αφερεγγυότητας.


29      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει τονίσει την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία απαιτεί από τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών να αναγνωρίζουν την απόφαση περί κίνησης κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, χωρίς να δύνανται να ελέγχουν την εκ μέρους του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου εκτίμηση ως προς την αρμοδιότητά του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Eurofood IFSC, C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψη 42).


30      Απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, Riel (C‑47/18, EU:C:2019:754, σκέψη 42).


31      Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2022, London Steam-Ship Owners’ Mutual Insurance Association (C‑700/20, EU:C:2022:488, σκέψεις 43 και 69). Θα συμπλήρωνα ότι, εφόσον το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο κανόνας της εκκρεμοδικίας εφαρμόζεται στην εξαίρεση που περιέχεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 44/2001, το ίδιο συμπέρασμα θα πρέπει, τηρουμένων των αναλογιών, να συναχθεί για την εξαίρεση που περιέχεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια.


32      Βλ. σημεία 34 έως 37 των παρουσών προτάσεων.


33      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2005, Owusu (C‑281/02, EU:C:2005:120, σκέψεις 31 έως 42), στην οποία το Δικαστήριο τόνισε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας των εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσώπων και της ομοιόμορφης εφαρμογής των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας, υπενθυμίζοντας ότι «η Σύμβαση των Βρυξελλών έχει ακριβώς ως σκοπό να προβλέψει ενιαίους κανόνες, κατ’ αποκλεισμόν των υπέρμετρων εθνικών κανόνων». Σχετικά με την ομοιόμορφη εφαρμογή του κανονισμού περί αφερεγγυότητας, βλ. απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Lutz (C‑557/13, EU:C:2015:227, σκέψη 48).


34      Απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 1979 (133/78, EU:C:1979:49).


35      Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009 (C‑339/07, EU:C:2009:83, σκέψη 20).


36      Πρβλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, Riel (C‑47/18, EU:C:2019:754, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


37      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε κατά την κωδικοποίηση των εν λόγω κριτηρίων με το άρθρο 6 του κανονισμού 2015/848, κατά το οποίο τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει αρχίσει η διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν δικαιοδοσία για κάθε αγωγή που απορρέει άμεσα από τη διαδικασία και έχει στενή σχέση με αυτήν.


38      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, German Graphics Graphische Maschinen (C‑292/08, EU:C:2009:544, σκέψη 23).


39      Garcimartin, F., «Insolvency-Related Judgments and Vis Attractiva Concursus: The EU Approach», Insolvency Intelligence 1 (2018). Βλ. μνημονευθείσα στην υποσημείωση 23 έκθεση των Virgós, M. και Schmit, E., σημείο 77.


40      Βλ. τις κριτικές παρατηρήσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek σχετικά με την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, στις προτάσεις του στην υπόθεση NK (C‑535/17, EU:C:2018:850, σημεία 44 έως 53).


41      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Tiger (C‑493/18, EU:C:2019:1046), και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Valach κ.λπ. (C‑649/16, EU:C:2017:986).


42      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση NK (C‑535/17, EU:C:2018:850, σημεία 44 έως 46).


43      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, Riel (C‑47/18, EU:C:2019:754, σκέψη 37).


44      Πρβλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2019, CeDe Group (C‑198/18, EU:C:2019:1001, σκέψεις 31 και 32).


45      Πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Tünkers France και Tünkers Maschinenbau (C‑641/16, EU:C:2017:847, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


46      Όπ.π. Βλ. επίσης αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2019, NK (C‑535/17, EU:C:2019:96, σκέψη 28), και της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, Riel (C‑47/18, EU:C:2019:754, σκέψη 36).


47      Βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Nickel & Goeldner Spedition (C‑157/13, EU:C:2014:2145, σκέψη 26).


48      Βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019 (C‑47/18, EU:C:2019:754, σκέψη 37).


49      Πρβλ. απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2019 (C‑493/18, EU:C:2019:1046, σκέψεις 30 και 31).


50      Βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 (C‑157/13, EU:C:2014:2145, σκέψη 28). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συμπλήρωσε ότι «[τ]ο γεγονός ότι, κατόπιν της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του παρέχοντος υπηρεσίες, η αγωγή με αίτημα την εξόφληση απαιτήσεως ασκείται από τον σύνδικο ο οποίος διορίσθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής και ότι ο σύνδικος αυτός ενεργεί προς το συμφέρον των πιστωτών δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τη φύση της προβαλλομένης απαιτήσεως, η οποία εξακολουθεί να διέπεται, επί της ουσίας, από τους ίδιους κανόνες δικαίου».


51      Βλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2019, NK (C‑535/17, EU:C:2019:96, σκέψεις 35 και 36). Βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, German Graphics Graphische Maschinen (C‑292/08, EU:C:2009:544, σκέψη 31). Στην τελευταία αυτή απόφαση, ωστόσο, δεν διευκρινίστηκε αν το κριτήριο της «ανεξαρτησίας» αφορούσε το πρώτο ή το δεύτερο κριτήριο.


52      Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


53      Βλ. σημείο 35 των παρουσών προτάσεων.


54      Απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019 (C‑47/18, EU:C:2019:754, σκέψεις 33 έως 40).


55      Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2014 (C‑295/13, EU:C:2014:2410).


56      Αντιθέτως, στην απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2019, NK (C‑535/17, EU:C:2019:96), το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η απαίτηση μπορεί επίσης να προβληθεί ατομικώς από τους πιστωτές, πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη διαδικασία αφερεγγυότητας συνεπάγεται ότι η εν λόγω απαίτηση εμπίπτει στον κανονισμό Βρυξέλλες Ια. Δεν είναι σαφείς οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε ότι τούτο ήταν κρίσιμο στην απόφαση NK, αλλά όχι στην απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2014, H (C‑295/13, EU:C:2014:2410. Πρβλ. Bork, R., και van Zwieten, K., «Jurisdiction for actions which derive directly from the insolvency proceedings and are closely linked with them», σε Bork, R., και van Zwieten, K. (επιμ.), Commentary on the European Insolvency Regulation, 2η έκδοση, Oxford University Press, Oxford, 2022, σ. 221 έως 243, διαδικτυακή πρόσβαση Oxford Academic 19 Μαΐου 2022).


57      Διαφωνώ, ως εκ τούτου, με το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η επίμαχη αγωγή πρέπει να διακριθεί από τη διαδικασία αφερεγγυότητας διότι υπόκειται επί της ουσίας σε κανόνες του κοινού δικαίου.


58      Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


59      Βλ. σημείο 35 των παρουσών προτάσεων.


60      Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού περί αφερεγγυότητας, τα αποτελέσματα των διαδικασιών αφερεγγυότητας καθορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Στην υπό κρίση υπόθεση, τα αποτελέσματα της αφερεγγυότητας διέπονται από το ολλανδικό δίκαιο.


61      Βλ. αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 2009, SCT Industri (C‑111/08, EU:C:2009:419, σκέψεις 22 έως 25), της 9ης Νοεμβρίου 2017, Tünkers France και Tünkers Maschinenbau (C‑641/16, EU:C:2017:847, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 6ης Φεβρουαρίου 2019, NK (C‑535/17, EU:C:2019:96, σκέψη 30).


62      Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009 (EU:C:2009:544, σκέψεις 30 και 31).


63      Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018 (C‑337/17, EU:C:2018:805, σκέψη 32).


64      Απόφαση της 19ης Απριλίου 2012 (C‑213/10, EU:C:2012:215). Το Δικαστήριο παραδέχθηκε μάλιστα ότι «[α]ναμφίβολα, το δικαίωμα στο οποίο στηρίζεται η αγωγή στην υπόθεση της κύριας δίκης έχει σχέση με την πτώχευση του οφειλέτη, καθόσον [έχει τη γενεσιουργό του αιτία («ανάγεται»)] στο δικαίωμα ασκήσεως της αγωγής πτωχευτικής ανακλήσεως, το οποίο απονέμεται στον σύνδικο από το εφαρμοστέο επί της διαδικασίας αφερεγγυότητας εθνικό δίκαιο».


65      Βλ. σκέψη 42 της εν λόγω απόφασης.


66      Βλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, F-Tex (C‑213/10, EU:C:2012:215, σκέψεις 41 έως 47).


67      Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Valach κ.λπ. (C‑649/16, EU:C:2017:986, σκέψη 38).


68      Απόφαση της 2ας Ιουλίου 2009 (C‑111/08, EU:C:2009:419, σκέψεις 26 έως 29).


69      Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


70      Βλ. σημείο 35 των παρουσών προτάσεων.


71      Βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.


72      Βλ. αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού περί αφερεγγυότητας.


73      Πρβλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing (C‑652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


74      Βλ. σημεία 25 και 26 των παρουσών προτάσεων.


75      Βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.


76      Απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2014, Schmid (C‑328/12, EU:C:2014:6, σκέψη 27).


77      Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.