Language of document : ECLI:EU:F:2007:86

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Μαΐου 2007

Υπόθεση F‑97/06

Adelaida López Teruel

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Υπάλληλοι – Αναπηρία – Απόρριψη της αιτήσεως περί συστάσεως επιτροπής αναπηρίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η A. López Teruel ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του ΓΕΕΑ της 6ης Οκτωβρίου 2005, περί απορρίψεως της αιτήσεώς της για τη σύγκληση επιτροπής αναπηρίας, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ΚΥΚ.

Απόφαση: Η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2005 με την οποία το ΓΕΕΑ απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας περί συγκλήσεως επιτροπής αναπηρίας ακυρώνεται. Το ΓΕΕΑ καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Αναπηρία – Κίνηση της διαδικασίας αναγνωρίσεως αναπηρίας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 59 § 4 και 78, εδ. 1· παράρτημα VIII, άρθρο 13)

2.      Υπάλληλοι – Αναπηρία – Κίνηση της διαδικασίας αναγνωρίσεως αναπηρίας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 59 § 1 και 78, εδ. 1· παράρτημα VIII, άρθρο 13)

1.      Το δικαίωμα του υπαλλήλου σε επίδομα αναπηρίας, το οποίο εγγυώνται οι διατάξεις των άρθρων 78, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) και 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, το οποίο μπορεί να αναγνωρίζεται μόνον κατόπιν της περατώσεως της διαδικασίας αναγνωρίσεως αναπηρίας, εμπεριέχει, εμμέσως πλην σαφώς, το δικαίωμά του να επιτύχει την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι προπαρατεθείσες διατάξεις. Οι διατάξεις αυτές δεν παρέχουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διακριτική ευχέρεια ούτε, κατά μείζονα λόγο, απλή δυνατότητα προκειμένου να αποφασίσει αν θα κινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως αναπηρίας, αλλά της απονέμουν δεσμία αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να κινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως αναπηρίας εφόσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των ως άνω διατάξεων. Το να γίνεται δεκτό ότι η σύγκληση της επιτροπής αναπηρίας συνιστά, εν πάση περιπτώσει, απλή ευχέρεια της διοικήσεως αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 78 του ΚΥΚ, δεδομένου ότι τέτοιοι όροι συγκλήσεως της εν λόγω επιτροπής θα είχαν ως συνέπεια να στερούν το δικαίωμα που αναγνωρίζεται στον υπάλληλο από την αποτελεσματικότητά του. Συνεπώς, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αρνείται βασίμως να κινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως αναπηρίας μόνον σε περίπτωση μη συνδρομής κάποιας από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Έτσι, ο υπάλληλος του οποίου η αναπηρία δεν επιβάλλει την αναστολή της ασκήσεως των καθηκόντων του, διότι προηγουμένως είτε έχει λάβει σύνταξη αρχαιότητας είτε έχει παραιτηθεί, δεν δικαιούται να ζητήσει την έναρξη διαδικασίας αναγνωρίσεως αναπηρίας.

Το άρθρο 59, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, κατά το οποίο η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να προσφύγει στην επιτροπή αναπηρίας για την περίπτωση υπαλλήλου του οποίου το σύνολο αναρρωτικών αδειών υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες κατά τη διάρκεια περιόδου τριών ετών, πλαίσιο στο οποίο η σύγκληση της επιτροπής αναπηρίας συνιστά απλή ευχέρεια, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος ζητεί από τη διοίκηση να συγκαλέσει την επιτροπή αναπηρίας. Η διάταξη αυτή αφορά ειδικώς την περίπτωση κατά την οποία η διοίκηση αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να κινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως αναπηρίας. Για τον λόγο αυτόν εξάλλου επιτρέπει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να κινήσει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία αναγνωρίσεως αναπηρίας μόνον όταν το σύνολο των απουσιών του υπαλλήλου με αναρρωτική άδεια υπερβαίνει ορισμένη διάρκεια: μια τέτοια χρονική προϋπόθεση εξασφαλίζει στον υπάλληλο ότι, πριν τεθεί σε καθεστώς αναπηρίας, διαθέτει εύλογη προθεσμία για να αναρρώσει και να επανέλθει στα καθήκοντά του. Κατά συνέπεια, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν μπορεί να αρνηθεί να κινήσει, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, τη διαδικασία αναγνωρίσεως αναπηρίας με την αιτιολογία ότι το σύνολο των αναρρωτικών αδειών του υπολείπεται των δώδεκα μηνών που απαιτούνται και ότι συνεπώς δεν πληροί τη χρονική προϋπόθεση του άρθρου 59, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, καθόσον η χρονική αυτή προϋπόθεση δεν μπορεί να αντιταχθεί σε αίτηση η οποία υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 78 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 48 έως 53 και 56)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 17 Μαΐου 1984, 12/83, Bähr κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 2155, σκέψεις 12 και 13· 13 Ιανουαρίου 2005, C‑181/03 P, Nardone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑199, σκέψη 39

ΠΕΚ: 16 Ιουνίου 2000, T‑84/98, C κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑113 και II‑497, σκέψη 68· 21 Οκτωβρίου 2003, T‑302/01, Birkhoff κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑245 και II‑1185, σκέψη 38

ΔΔΔ: 16 Ιανουαρίου 2007, F‑119/05, Gesner κατά ΓΕΕΑ, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 33

2.      Οι διατάξεις των άρθρων 59, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, σχετικά με την αναρρωτική άδεια, και 78, πρώτο εδάφιο, σχετικά με το επίδομα αναπηρίας, προβλέπουν ανεξάρτητες διαδικασίες με διαφορετικούς σκοπούς. Πάντως, από το σαφές γράμμα του άρθρου 13 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, το οποίο καθορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ΚΥΚ, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο υπάλληλος δικαιούται σύνταξη αναπηρίας, προκύπτει ότι μόνον ο υπάλληλος ο οποίος υποχρεώνεται να αναστείλει την άσκηση των καθηκόντων του λόγω της αδυναμίας του να συνεχίσει να τα ασκεί εξαιτίας της αναπηρίας του μπορεί να υποβληθεί στη διαδικασία αναγνωρίσεως αναπηρίας. Επομένως, είναι πρόδηλον ότι ο υπάλληλος ο οποίος δεν κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω της καταστάσεως της υγείας του δεν μπορεί να τύχει συντάξεως αναπηρίας.

Για τον λόγο αυτόν, παρά το γεγονός ότι οι διαδικασίες των άρθρων 59, παράγραφος 1, και 78, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, η διοίκηση μπορεί να στηριχθεί στη γνωμάτευση ανεξάρτητου ιατρού, με την οποία κρίνεται ότι ο υπάλληλος είναι ικανός να ασκεί τα καθήκοντά του, για να απορρίψει την αίτηση του εν λόγω υπαλλήλου να εξετασθεί από επιτροπή αναπηρίας, αν η παθολογική κατάσταση για την οποία ο υπάλληλος σκοπεύει να εξετασθεί από την εν λόγω επιτροπή είναι η ίδια με εκείνη που εξέτασε ο ανεξάρτητος ιατρός. Ομοίως, η διοίκηση μπορεί να θεμελιώσει επί τέτοιας γνωματεύσεως άρνηση συγκλήσεως επιτροπής αναπηρίας αν η αίτηση του υπαλλήλου έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, ιδίως αν επιδιώκει απλώς να αμφισβητήσει, χωρίς νέα στοιχεία, τα πορίσματα του ανεξάρτητου ιατρού ή να προβάλει, χωρίς δικαιολόγηση, την ύπαρξη νέας παθολογικής καταστάσεως.

(βλ. σκέψεις 59 έως 61)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 9 Ιουλίου 1975, 42/74 και 62/74, Vellozzi κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 285, σκέψεις 25 έως 27· Bähr κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 12· Nardone κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 39