Language of document : ECLI:EU:C:2010:400

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2010 (*)

«Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διαφορές με αντικείμενο τον γάμο και τη γονική μέριμνα – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Παράνομη μετακίνηση του τέκνου – Προσωρινά μέτρα για την “εξουσία λήψεως γονικής αποφάσεως” – Δικαίωμα επιμέλειας – Απόφαση διατάσσουσα την επιστροφή του τέκνου – Εκτέλεση – Δικαιοδοσία – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία»

Στην υπόθεση C‑211/10 PPU,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) με απόφαση της 20ής Απριλίου 2010, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Μαΐου 2010, στο πλαίσιο της διαδικασίας

Doris Povse

κατά

Mauro Alpago,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, E. Juhász (εισηγητή), J. Malenovský και D. Šváby, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου, να εκδικαστεί η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα διαδικασία του άρθρου 104β του Κανονισμού Διαδικασίας,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 11ης Μαΐου 2010 του τρίτου τμήματος να δεχθεί το αίτημα αυτό,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιουνίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Pesendorfer και A. Hable,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Hadroušek,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και την J. Kemper,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Beaupère-Manokha,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την M. Russo, avvocato dello Stato,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Drevina και E. Drobiševska,

–        η Σλοβενική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Vran και V. Klemenc,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την F. Penlington και τον K. Smith, barrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Wilderspin και την S. Grünheid,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (EE L 338, σ. 1, στο εξής: κανονισμός).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της D. Povse και του M. Alpago σχετικά με την επιστροφή της κόρης τους Sofia στην Ιταλία, η οποία διαμένει με τη μητέρα της στην Αυστρία, και το δικαίωμα επιμέλειας του τέκνου αυτού.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Σύμβαση της Χάγης του 1980

3        Το άρθρο 3 της Συμβάσεως της Χάγης, της 25ης Οκτωβρίου 1980, για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1980) ορίζει:

«Η μετακίνηση ή η κατακράτηση τέκνου θεωρούνται παράνομες:

α)      εφόσον έγιναν κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του κράτους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την μετακίνηση ή την κατακράτηση του και

β)      το δικαίωμα αυτό ασκούνταν πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακινήσεως ή της κατακρατήσεως, ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά.

Το δικαίωμα επιμέλειας που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ μπορεί να απορρέει, ιδίως, είτε απευθείας από το νόμο είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους.»

4        Το άρθρο 12 της συμβάσεως αυτής προβλέπει:

«Εφόσον ένα τέκνο μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα κατά την έννοια του άρθρου 3 και από τη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το τέκνο, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του.

Ακόμη κι αν η δικαστική ή διοικητική αρχή επιλήφθηκε μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος ενός έτους, που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, οφείλει ομοίως να διατάξει την επιστροφή του τέκνου, εκτός αν αποδειχθεί ότι το τέκνο έχει ήδη προσαρμοσθεί στο νέο του περιβάλλον.

Εφόσον η δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έχει λόγους να πιστεύει ότι το τέκνο έχει μεταφερθεί σε άλλο κράτος, μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία ή να απορρίψει την αίτηση επιστροφής του τέκνου.»

5        Κατά το άρθρο 13 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980:

«Παρά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου η δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του τέκνου, εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει:

α)      ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που είχε τη μέριμνα του προσώπου του τέκνου δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά το χρόνο της μετακινήσεως ή κατακρατήσεως ή είχε συναινέσει στη μετακίνηση ή κατακράτηση αυτήν ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων, ή

β)      ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του τέκνου να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση.

Η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί επίσης να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του τέκνου, εάν διαπιστώσει ότι το τέκνο αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του.

Κατά την εκτίμηση των περιστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές οφείλουν να λάβουν υπόψη τις πληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση του τέκνου που παρέχονται από την κεντρική αρχή ή άλλη αρμόδια υπηρεσία του κράτους της συνήθους διαμονής του.»

 Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης

6        Η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού ορίζει:

«Σε περίπτωση παράνομης μετακινήσεως ή κατακρατήσεως τέκνου, η επιστροφή του θα πρέπει να επιτυγχάνεται αμελλητί, και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει η [Σύμβαση της Χάγης του 1980] όπως συμπληρώνεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και ειδικότερα του άρθρου 11. Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο έχει μετακινηθεί ή κατακρατείται παράνομα, θα πρέπει να μπορούν να αντιτάσσονται στην επιστροφή του σε συγκεκριμένες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Εντούτοις, μία τέτοια απόφαση θα πρέπει να μπορεί να αντικαθίσταται από μεταγενέστερη απόφαση δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του τέκνου πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του. Εάν η απόφαση αυτή συνεπάγεται την επιστροφή του τέκνου, η επιστροφή θα πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς να απαιτείται προσφυγή σε καμία διαδικασία για την αναγνώριση και εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το απαχθέν τέκνο.»

7        Η εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και οι λόγοι της μη αναγνωρίσεως θα πρέπει να περιορίζονται στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό.»

8        Η εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού έχει ως εξής:

«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε έκρινε στα συμπεράσματά του (σημείο 34) ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται επί διαφορών απτομένων του οικογενειακού δικαίου οφείλουν να αναγνωρίζονται αυτομάτως σε όλη την Ένωση δίχως να υφίστανται ενδιάμεσες διαδικασίες ή λόγοι άρνησης εκτελέσεως. Εξ ου και οι αποφάσεις που αφορούν το δικαίωμα επικοινωνίας και την επιστροφή του τέκνου, οι οποίες πιστοποιούνται στο κράτος μέλος προελεύσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να μπορούν να εκτελεστούν σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, χωρίς να απαιτείται καμία άλλη διαδικασία. Οι λεπτομέρειες όσον αφορά την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών εξακολουθούν να διέπονται από την εθνική νομοθεσία.»

9        Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Δεν μπορεί να γίνει προσφυγή κατά πιστοποιητικού το οποίο εκδίδεται με σκοπό να διευκολύνεται η εκτέλεση της αποφάσεως. Δεν θα πρέπει να μπορεί επίσης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής διορθώσεως παρά μόνο σε περίπτωση πραγματικού λάθους, δηλαδή εφόσον το πιστοποιητικό δεν αποδίδει ορθώς το περιεχόμενο της αποφάσεως.»

10      Το άρθρο 2 του κανονισμού περιέχει, στο σημείο του 11, τον ορισμό της έννοιας της «παράνομης μετακινήσεως ή κατακρατήσεως τέκνου» ο οποίος αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν σ’ αυτόν που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως της Χάγης του 1980.

11      Το τμήμα 2, με τίτλο «Γονική μέριμνα», του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού περιλαμβάνει τα άρθρα 8 έως 15. Το άρθρο 8 του κανονισμού, με τίτλο «Γενική δικαιοδοσία», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα τέκνου το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της ασκήσεως της προσφυγής.

2.      Η παράγραφος 1 δεν θίγει τις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 12.»

12      Κατά το άρθρο 10 του κανονισμού, το οποίο περιέχει ειδικούς κανόνες σχετικά με την αρμοδιότητα σε περίπτωση απαγωγής τέκνου:

«Σε περίπτωση παράνομης μετακινήσεως ή κατακρατήσεως του τέκνου, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του διατηρούν την αρμοδιότητά τους έως ότου το τέκνο αποκτήσει συνήθη κατοικία σε άλλο κράτος μέλος, και:

α)      κάθε πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας έχει συγκατατεθεί στη μετακίνηση ή κατακράτηση,

ή

β)      το τέκνο έχει διαμείνει σε αυτό το άλλο κράτος μέλος για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους αφότου το πρόσωπο, το ίδρυμα ή οιαδήποτε άλλη οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το τέκνο και το τέκνο έχει ενταχθεί στο νέο περιβάλλον του, συντρέχει δε μια από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

i)      εντός ενός έτους αφότου ο δικαιούχος της επιμέλειας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το τέκνο, δεν έχει υποβληθεί αίτηση επιστροφής ενώπιον των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο οποίο έχει μετακινηθεί ή κατακρατείται το τέκνο,

ii)      έχει ανακληθεί αίτηση επιστροφής την οποία υπέβαλε ο δικαιούχος της επιμέλειας, και δεν έχει υποβληθεί νέα αίτηση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο σημείο i),

iii)      έχει περατωθεί υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 7,

iv)      τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του έχουν εκδώσει απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του τέκνου.»

13      Το άρθρο 11 του κανονισμού, με τίτλο «Επιστροφή του τέκνου», προβλέπει:

«1.      Όταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της [Συμβάσεως της Χάγης του 1980), απόφαση για την επιστροφή του τέκνου το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 8.

2.      Κατά την εφαρμογή των άρθρων 12 και 13 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, εξασφαλίζεται ότι παρέχεται στο τέκνο η δυνατότητα ακροάσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εκτός αν αυτό αντενδείκνυται λόγω της ηλικίας του ή του βαθμού ωριμότητάς του.

3.      Το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αίτησης επιστροφής ενός τέκνου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, ενεργεί αμέσως στα πλαίσια της διαδικασίας σχετικά με την αίτηση, χρησιμοποιώντας τις πλέον σύντομες διαδικασίες τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

Ανεξάρτητα από το προηγούμενο εδάφιο, το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του το αργότερο έξι εβδομάδες από την ενώπιόν του κατάθεση της αίτησης, εκτός αν αυτό καθίσταται αδύνατο λόγω εξαιρετικών περιστάσεων.

4.      Το δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί την επιστροφή του τέκνου δυνάμει του άρθρου 13, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, εάν διαπιστώνεται ότι έχουν προβλεφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του τέκνου μετά την επιστροφή του.

5.      Το δικαστήριο δεν δύναται να απορρίψει την αίτηση επιστροφής τέκνου αν το πρόσωπο που ζήτησε την επιστροφή του τέκνου δεν είχε δυνατότητα ακροάσεως.

6.      Εάν ένα δικαστήριο εκδώσει απόφαση για τη μη επιστροφή του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 13 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, το δικαστήριο αυτό διαβιβάζει αμέσως, είτε απευθείας είτε μέσω της κεντρικής του αρχής, αντίγραφο της αποφάσεως μη επιστροφής και συναφή έγγραφα, ιδίως πρακτικά, στο αρμόδιο δικαστήριο ή στην κεντρική αρχή του κράτους μέλους όπου το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του, κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο. Τα εν λόγω έγγραφα επιδίδονται στο δικαστήριο εντός μηνός από την ημερομηνία της αποφάσεως περί μη επιστροφής.

7.      Αν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του δεν έχουν ήδη επιληφθεί κατόπιν αιτήσεως ενός των μερών, το δικαστήριο ή η κεντρική αρχή που λαμβάνει την πληροφορία που μνημονεύεται στην παράγραφο 6 πρέπει να την γνωστοποιήσει στα μέρη και να τα καλέσει να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ενώπιον του δικαστηρίου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση, ώστε το δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα της επιμέλειας του τέκνου.

Με την επιφύλαξη των περί δικαιοδοσίας διατάξεων του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο περατώνει την υπόθεση, εάν παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία.

8.      Ανεξάρτητα από απόφαση για τη μη επιστροφή του τέκνου σύμφωνα με το άρθρο 13 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, οιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση η οποία διατάσσει την επιστροφή του τέκνου και έχει εκδοθεί από δικαστήριο αρμόδιο βάσει του παρόντος κανονισμού είναι εκτελεστή σύμφωνα με το κεφάλαιο III τμήμα 4, προκειμένου να εξασφαλισθεί η επιστροφή του τέκνου.»

14      Το άρθρο 15 του κανονισμού, με τίτλο «Παραπομπή σε δικαστήριο καταλληλότερο να εκδικάσει την υπόθεση», προβλέπει:

«1.      Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο κράτους μέλους που έχει δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης μπορεί, εάν κρίνει ότι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το τέκνο έχει ιδιαίτερη σχέση είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση ή μέρος της υπόθεσης και εφόσον αυτό εξυπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του τέκνου:

α)      να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως ή μέρους αυτής και να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού του άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 4, ή

β)      να καλέσει δικαστήριο ενός άλλου κράτους μέλους να ασκήσει τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με την παράγραφο 5.

[…]

5.      Το δικαστήριο αυτού του άλλου κράτους μέλους μπορεί, εφόσον αυτό, λόγω των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως, είναι προς το συμφέρον του τέκνου, να κηρύξει εαυτό αρμόδιο εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων αφότου επελήφθη της υποθέσεως σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχεία α΄ ή β΄. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο εξακολουθεί να ασκεί τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 14.

6.      Τα δικαστήρια συνεργάζονται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είτε απευθείας είτε μέσω των κεντρικών αρχών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 53.»

15      Το άρθρο 40 του κανονισμού περιλαμβάνεται στο τμήμα 4, με τίτλο «Εκτέλεση αποφάσεων που αφορούν το δικαίωμα επικοινωνίας και την επιστροφή του τέκνου», το οποίο εμπίπτει στο κεφάλαιο III, με τίτλο «Αναγνώριση και εκτέλεση». Το άρθρο αυτό, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει:

«1.      Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται όσον αφορά:

[…]

β)      την επιστροφή τέκνου που απορρέει από απόφαση διατάσσουσα την επιστροφή του τέκνου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11, παράγραφος 8.

2.      Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος δεν εμποδίζουν ένα δικαιούχο γονικής μέριμνας να επιδιώξει την αναγνώριση και εκτέλεση σύμφωνα με τις διατάξεις των τμημάτων 1 και 2 του παρόντος κεφαλαίου.»

16      Κατά το άρθρο 42 του κανονισμού, με τίτλο «Επιστροφή του τέκνου»:

«1.      Εκτελεστή απόφαση εκδιδόμενη σε κράτος μέλος για την επιστροφή του τέκνου κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό στο κράτος μέλος προελεύσεως κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, αναγνωρίζεται σε άλλο κράτος μέλος και μπορεί να εκτελεστεί σε αυτό χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας και χωρίς να μπορεί να προσβληθεί ή αναγνώριση.

Ακόμη και αν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει την εκτελεστότητα απευθείας εκ του νόμου, παρά ενδεχόμενη προσφυγή, αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή του τέκνου η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 8, το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως μπορεί να κηρύξει την απόφαση εκτελεστή.

2.      Ο δικαστής προελεύσεως που εξέδωσε την απόφαση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 40, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, εκδίδει το πιστοποιητικό της παραγράφου 1, μόνον εφόσον:

α)      έχει παρασχεθεί στο τέκνο η δυνατότητα ακροάσεως, εκτός αν η ακρόαση αντενδείκνυται δεδομένης της ηλικίας ή του βαθμού ωριμότητάς του·

β)      τα μέρη είχαν δυνατότητα ακροάσεως, και

γ)      το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων εξεδόθη η απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, της Συμβάσεως της Χάγης του 1980.

Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο ή οιαδήποτε άλλη αρχή λαμβάνει μέτρα για να διασφαλίσει την προστασία του τέκνου μετά την επιστροφή του στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του, το πιστοποιητικό καθορίζει τις λεπτομέρειες αυτών των μέτρων.

Ο δικαστής προελεύσεως εκδίδει αυτεπαγγέλτως το προαναφερθέν πιστοποιητικό του τέκνου, χρησιμοποιώντας το έντυπο του παραρτήματος IV (πιστοποιητικό σχετικά με την επιστροφή).

Το πιστοποιητικό συμπληρώνεται στη γλώσσα της αποφάσεως.»

17      Κατά το άρθρο 43 του κανονισμού, με τίτλο «Προσφυγή διορθώσεως»:

«1.      Το δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως εφαρμόζεται για πάσα διόρθωση του πιστοποιητικού.

2.      Η έκδοση του πιστοποιητικού σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, ή το άρθρο 42, παράγραφος 1, δεν είναι δεκτική καμίας προσφυγής.»

18      Το άρθρο 44 του κανονισμού, με τίτλο «Αποτελέσματα του πιστοποιητικού», έχει ως εξής:

«Το πιστοποιητικό παράγει αποτελέσματα μόνον εντός των ορίων της εκτελεστότητας της αποφάσεως.»

19      Το άρθρο 47 του κανονισμού, με τίτλο «Διαδικασία εκτελέσεως», προβλέπει:

«1.      Η διαδικασία εκτελέσεως διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως.

2.      Απόφαση που έχει εκδοθεί από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους και έχει κηρυχθεί εκτελεστή σύμφωνα με το τμήμα 2 για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, ή το άρθρο 42, παράγραφος 1, εκτελείται στο κράτος εκτελέσεως υπό τους αυτούς όρους σαν να είχε εκδοθεί σε αυτό το κράτος μέλος.

Συγκεκριμένα, απόφαση για την οποία εκδίδεται πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, ή το άρθρο 42, παράγραφος 1, δεν μπορεί να εκτελείται αν είναι ασυμβίβαστη με μεταγενέστερη εκτελεστή απόφαση.»

20      Το άρθρο 60 του κανονισμού, με τίτλο «Σχέση με ορισμένες πολυμερείς συμβάσεις», ορίζει ότι, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, ο κανονισμός αυτός υπερισχύει, μεταξύ άλλων, της Συμβάσεως της Χάγης του 1980.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, η D. Povse και ο M. Alpago, ζεύγος που δεν είχε τελέσει γάμο, ζούσαν από κοινού μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του 2008 με την κόρη τους Sofia, η οποία γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2006 στο Vittorio Veneto, στην Ιταλία. Κατά το άρθρο 317a του ιταλικού αστικού κώδικα, οι γονείς ασκούσαν από κοινού την επιμέλεια του τέκνου. Στο τέλος Ιανουαρίου του 2008, το ζευγάρι χώρισε και η D. Povse αποχώρησε από την κοινή κατοικία με την κόρη της Sofia. Παρά το γεγονός ότι το Tribunale per i Minorenni di Venezia (δικαστήριο ανηλίκων της Βενετίας) (Ιταλία), εξέδωσε στις 8 Φεβρουαρίου 2008, κατόπιν αιτήσεως του πατέρα, επείγουσα προσωρινή απόφαση, με την οποία απαγόρευσε στη μητέρα να εγκαταλείψει τη χώρα με το τέκνο, αυτή πήγε με την κόρη της, κατά τον Φεβρουάριο του 2008, στην Αυστρία, όπου ζουν έκτοτε.

22      Στις 16 Απριλίου 2008, ο M. Alpago απευθύνθηκε στο Bezirksgericht Leoben (Αυστρία) ζητώντας την επιστροφή του τέκνου του στην Ιταλία βάσει του άρθρου 12 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980.

23      Στις 23 Μαΐου 2008, το Tribunale per i Minorenni di Venezia εξέδωσε απόφαση με την οποία ανακάλεσε την έναντι της μητέρας απαγόρευση εξόδου από την ιταλική επικράτεια με το τέκνο και ανέθεσε, προσωρινώς, την επιμέλεια του τέκνου στους δύο γονείς, διευκρινίζοντας ότι το τέκνο μπορεί να διαμένει, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως, στην Αυστρία με τη μητέρα του, στην οποία χορηγούσε την εξουσία λήψεως «αποφάσεων για τρέχοντα ζητήματα». Με την ίδια προσωρινή απόφαση, το ιταλικό δικαστήριο έκρινε ότι ο πατέρας πρέπει να μετάσχει στις σχετικές με την ανατροφή του τέκνου δαπάνες, καθόρισε τις λεπτομέρειες και τα χρονικά διαστήματα που χορηγούνταν στον πατέρα για την επαφή του με το τέκνο και διέταξε την κατάρτιση πραγματογνωμοσύνης από κοινωνικό λειτουργό προς εξακρίβωση των σχέσεων μεταξύ του τέκνου και των δύο γονέων.

24      Παρά την απόφαση αυτή, από την έκθεση που συνέταξε στις 15 Μαΐου 2008 ο διορισθείς κοινωνικός λειτουργός προκύπτει ότι η μητέρα επέτρεπε τις επισκέψεις του πατέρα για πολύ περιορισμένο και ανεπαρκή χρόνο ώστε να μπορέσει να εκτιμήσει τις σχέσεις του πατέρα με την κόρη του, ιδίως τις ικανότητές του ως γονέα, λόγος για τον οποίο ο εν λόγω κοινωνικός λειτουργός έκρινε ότι αδυνατούσε να εκπληρώσει πλήρως την αποστολή του προς το συμφέρον του τέκνου.

25      Στις 3 Ιουλίου 2008, το Bezirksgericht Leoben απέρριψε την από 16 Απριλίου 2008 αίτηση του M. Alpago, αλλά η απόφαση αυτή ακυρώθηκε, την 1η Σεπτεμβρίου 2008, από το Landesgericht Leoben (Αυστρία), με την αιτιολογία ότι δεν είχε δοθεί στον M. Alpago η δυνατότητα ακροάσεως κατά το άρθρου 11, παράγραφος 5, του κανονισμού.

26      Στις 21 Νοεμβρίου 2008, το Bezirksgericht Leoben απέρριψε εκ νέου την αίτηση του M. Alpago, βασιζόμενο στην απόφαση του Tribunale per i Minorenni di Venezia, της 23ης Μαΐου 2008, από την οποία προκύπτει ότι το τέκνο μπορεί να διαμένει προσωρινώς με τη μητέρα του.

27      Στις 7 Ιανουαρίου 2009, le Landesgericht Leoben επιβεβαίωσε την απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως του M. Alpago προβάλλοντας ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος εκθέσεως του τέκνου σε ψυχική δοκιμασία, κατά την έννοια του άρθρου 13, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Χάγης του 1980.

28      Η D. Povse ζήτησε από το κατά τόπον αρμόδιο Bezirksgericht Judenburg (Αυστρία) να της αναθέσει την επιμέλεια του τέκνου. Στις 26 Μαΐου 2009, το δικαστήριο αυτό, χωρίς να δώσει στον M. Alpago τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του, κατά την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, έκρινε εαυτόν αρμόδιο βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 5, του κανονισμού, και ζήτησε από το Tribunale per i Minorenni di Venezia να κρίνει εαυτόν αναρμόδιο.

29      Ωστόσο, ο M. Alpago είχε ήδη προσφύγει, στις 9 Απριλίου 2009, ενώπιον του Tribunale per i Minorenni di Venezia στο πλαίσιο της εκκρεμούς διαδικασίας περί του δικαιώματος επιμέλειας, από το οποίο ζήτησε να διατάξει την επιστροφή του τέκνου του στην Ιταλία βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διοργάνωσε το δικαστήριο αυτό στις 15 Μαΐου 2009, η D. Povse δήλωσε πρόθυμη να συμμορφωθεί με το πρόγραμμα επαφών πατέρα και κόρης, το οποίο είχε καταρτίσει ο κοινωνικός λειτουργός. Δεν αποκάλυψε την ένδικη προσφυγή της ενώπιον του Bezirksgericht Judenburg, η οποία κατέληξε στην προαναφερθείσα απόφαση της 26ης Μαΐου 2009.

30      Στις 10 Ιουλίου 2009, το Tribunale per i Minorenni di Venezia επιβεβαίωσε την αρμοδιότητά του, καθόσον, κατά την κρίση του, δεν πληρούνταν οι όροι μεταβιβάσεως της αρμοδιότητας σύμφωνα με άρθρο 10 του κανονισμού, και διαπίστωσε ότι η διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη του κοινωνικού λειτουργού δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί διότι η μητέρα δεν τήρησε το καταρτισθέν από τον εν λόγω κοινωνικό λειτουργό πρόγραμμα επισκέψεων.

31      Επιπλέον, με την ίδια απόφαση της 10ης Ιουλίου 2009, το Tribunale per i Minorenni di Venezia διέταξε την άμεση επιστροφή του τέκνου στην Ιταλία και ανέθεσε στην κοινωνική υπηρεσία του Δήμου του Vittorio Veneto, σε περίπτωση επιστροφής της μητέρας με το τέκνο, να τους διαθέσει κατοικία και να καταρτίσει πρόγραμμα επαφών με τον πατέρα. Με την κρίση του αυτή, το εν λόγω δικαστήριο επιθυμούσε να αποκαταστήσει τις επαφές του τέκνου και του πατέρα του, οι οποίες είχαν διακοπεί λόγω της συμπεριφοράς της μητέρας. Προς τούτο, το Tribunale per i Minorenni di Venezia εξέδωσε πιστοποιητικό βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού.

32      Στις 25 Αυγούστου 2009, το Bezirksgericht Judenburg εξέδωσε διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, αναθέτοντας προσωρινώς την επιμέλεια του τέκνου στην D. Povse. Απέστειλε ταχυδρομικώς αντίγραφο της διατάξεως αυτής στον Μ. Alpago, στην Ιταλία, χωρίς να τον ενημερώσει περί του δικαιώματός του αρνήσεως παραλαβής της διατάξεως και χωρίς να επισυνάψει μετάφραση. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, η διάταξη αυτή κατέστη τελεσίδικη και εκτελεστός τίτλος κατά το αυστριακό δίκαιο.

33      Στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, ο M. Alpago ζήτησε, ενώπιον του Bezirksgericht Leoben, την εκτέλεση της αποφάσεως του Tribunale per i Minorenni di Venezia της 10ης Ιουλίου 2009, περί επιστροφής του τέκνου στην Ιταλία. Το Bezirksgericht Leoben απέρριψε την αίτηση αυτή με την αιτιολογία ότι η εκτέλεση της αποφάσεως του ιταλικού δικαστηρίου συνεπάγεται σοβαρό κίνδυνο ψυχικής δοκιμασίας για το τέκνο. Κατόπιν εφέσεως ασκηθείσας από τον M. Alpago κατά της αποφάσεως αυτής, το Landesgericht Leoben, βάσει της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2008, C‑195/08 PPU, Rinau (Συλλογή 2008, σ. I‑5271), αναθεώρησε την απόφαση αυτή και διέταξε την επιστροφή του τέκνου.

34      Η D. Povse υπέβαλε ενώπιον του Oberster Gerichtshof αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Landesgericht Leoben με σκοπό την απόρριψη της αιτήσεως εκτελέσεως. Το δικαστήριο αυτό, επειδή έχει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του κανονισμού, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Νοείται ως “απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του τέκνου” υπό την έννοια του άρθρου 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, του κανονισμού […] και η προσωρινή ρύθμιση, με την οποία η “γονική μέριμνα” και, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα προσδιορισμού του τόπου διαμονής ανατίθεται έως την έκδοση οριστικής αποφάσεως στον γονέα που απήγαγε το τέκνο;

2)      Εμπίπτει η απόφαση για την επιστροφή του τέκνου στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού μόνον εφόσον το δικαστήριο διατάσσει την επιστροφή δυνάμει αποφάσεως για την επιμέλεια που έχει εκδώσει το ίδιο;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή στο δεύτερο ερώτημα:

α)      Δύναται η αναρμοδιότητα του δικαστηρίου προελεύσεως (πρώτο ερώτημα) ή η μη εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού (δεύτερο ερώτημα) να προβληθεί στο δεύτερο κράτος κατά της εκτελέσεως αποφάσεως ως προς την οποία το δικαστήριο προελεύσεως έχει εκδώσει το πιστοποιητικό του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού;

β)      Ή απαιτείται, στην περίπτωση αυτή, ο καθού να ζητήσει από το κράτος προελεύσεως την ακύρωση του πιστοποιητικού, οπότε η εκτέλεση στο δεύτερο κράτος δύναται να παύσει έως την έκδοση της αποφάσεως του κράτους προελεύσεως;

4)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο και δεύτερο ερώτημα ή στο τρίτο ερώτημα , στοιχείο α΄:

Αντιτίθεται η απόφαση, η οποία έχει εκδοθεί από το δεύτερο κράτος και είναι εκτελεστή κατά το δίκαιο του κράτους αυτού, και με την οποία η επιμέλεια ανατίθεται προσωρινά στον γονέα που απήγαγε το τέκνο, κατά το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού, στην εκτέλεση προγενέστερης αποφάσεως επιστροφής που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού στο πρώτο κράτος, ακόμα και στην περίπτωση που δεν εμποδίζει την εκτέλεση αποφάσεως επιστροφής του δεύτερου κράτους που εκδόθηκε σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης, για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών;

5)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως και στο τέταρτο ερώτημα:

α)      Δύναται το δεύτερο κράτος να αρνηθεί να προβεί σε εκτέλεση αποφάσεως, για την οποία έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού από το κράτος προελεύσεως, όταν από τον χρόνο εκδόσεώς της οι περιστάσεις έχουν αλλάξει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε από την εκτέλεση να κινδυνεύει σοβαρά το συμφέρον του τέκνου;

β)      Ή οφείλει ο καθού να προβάλει τις ανωτέρω νέες περιστάσεις στο κράτος προελεύσεως, οπότε δύναται να παύσει η εκτέλεση στο δεύτερο κράτος έως την έκδοση αποφάσεως στο κράτος προελεύσεως;»

 Επί της επείγουσας διαδικασίας

35      Το αιτούν δικαστήριο αιτιολόγησε την αίτησή του περί υποβολής αιτήσεως για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα διαδικασία του άρθρου 104β του Κανονισμού Διαδικασίας προβάλλοντας τη διακοπή των επαφών μεταξύ του τέκνου και του πατέρα του. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε καθυστέρηση λήψεως της αποφάσεως για την εκτέλεση της αποφάσεως του Tribunale per i Minorenni di Venezia, της 10ης Ιουλίου 2009, περί επιστροφής του τέκνου στην Ιταλία, δυσχεραίνει τις σχέσεις μεταξύ πατέρα και τέκνου και, επομένως, αυξάνει τον κίνδυνο ψυχικής βλάβης του τέκνου σε περίπτωση επιστροφής του στην Ιταλία.

36      Βάσει προτάσεως του εισηγητή δικαστή, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, το τρίτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 11 Μαΐου 2010, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου προς εφαρμογή της επείγουσας διαδικασίας επί της προδικαστικής παραπομπής.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

37      Συνομολογείται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρόκειται για παράνομη μετακίνηση του τέκνου, κατά την έννοια του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως της Χάγης του 1980 και του άρθρου 2, σημείο 11, του κανονισμού.

38      Συνομολογείται επίσης ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 του κανονισμού, αρμόδιο δικαστήριο, τουλάχιστον κατά τον χρόνο της απαγωγής, ήταν το Tribunale per i Minorenni di Venezia, δικαστήριο του τόπου της συνήθους κατοικίας του τέκνου πριν από την παράνομη μετακίνησή του.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

39      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο σκοπεί να μάθει αν, σε κατάσταση παράνομης μετακινήσεως του τέκνου, το άρθρο 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, του κανονισμού έχει την έννοια ότι προσωρινό μέτρο πρέπει να θεωρηθεί ως «απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του τέκνου» κατά τη διάταξη αυτή.

40      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το θεσπισθέν με τον κανονισμό σύστημα βασίζεται στον κεντρικό ρόλο που ανατίθεται στο δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του κανονισμού αυτού και, σύμφωνα με την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη, η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και οι λόγοι της μη αναγνωρίσεως θα πρέπει να περιορίζονται στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό.

41      Σε περίπτωση παράνομης μετακινήσεως ή κατακρατήσεως του τέκνου, το άρθρο 10 του κανονισμού χορηγεί, κατά γενικό κανόνα, την αρμοδιότητα στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του. Η αρμοδιότητα αυτή διατηρείται κατ’ αρχήν και μεταβιβάζεται μόνον αν το τέκνο αποκτήσει συνήθη κατοικία σε άλλο κράτος μέλος και, επιπλέον, πληρούται και μία από τις επικουρικές προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 10.

42      Το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά συγκεκριμένα το ζήτημα αν, με τη λήψη προσωρινού μέτρου, το αρμόδιο δικαστήριο μεταβίβασε την αρμοδιότητά του, κατά την έννοια του άρθρου 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο οδηγήθηκε το απαχθέν τέκνο.

43      Συναφώς, επισημαίνεται ότι σκοπός του κανονισμού είναι η αποτροπή της απαγωγής παιδιών μεταξύ κρατών μελών και η άμεση επιστροφή του τέκνου σε περίπτωση απαγωγής (βλ. απόφαση Rinau, προαναφερθείσα, σκέψη 52).

44      Κατά συνέπεια η παράνομη απαγωγή τέκνου δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνεπάγεται τη μεταβίβαση της αρμοδιότητας των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο οδηγήθηκε το τέκνο, και μάλιστα στην περίπτωση όπου, κατόπιν της απαγωγής, το τέκνο απέκτησε συνήθη κατοικία στο κράτος αυτό.

45      Επομένως, η τεθείσα στο άρθρο 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, του κανονισμού προϋπόθεση πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικώς.

46      Επομένως, με γνώμονα τον κεντρικό ρόλο που αναθέτει ο κανονισμός στο αρμόδιο δικαστήριο και την αρχή της διατηρήσεως της αρμοδιότητάς του, θεωρείται ότι «απόφαση για ανάθεση της επιμέλειας τέκνου που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του τέκνου» είναι οριστική απόφαση, εκδοθείσα βάσει πλήρους εξετάσεως όλων των σχετικών στοιχείων, με την οποία το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται επί της διευθετήσεως του ζητήματος της επιμέλειας του τέκνου που δεν υπόκειται στο εξής σε λοιπές διοικητικές ή δικαστικές αποφάσεις. Το γεγονός ότι η εν λόγω διευθέτηση της επιμέλειας του τέκνου προβλέπει περιοδική αναθεώρηση ή επανεξέταση, εντός καθορισμένης προθεσμίας ή σε σχέση με ορισμένες περιστάσεις, του ζητήματος αυτού δεν στερεί από την απόφαση τον οριστικό της χαρακτήρα.

47      Το συμπέρασμα αυτό απορρέει από την οικονομία του κανονισμού και εξυπηρετεί και τα συμφέροντα του τέκνου. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση όπου προσωρινή απόφαση καταλήξει στην απώλεια αρμοδιότητας επί του ζητήματος της επιμέλειας του τέκνου, υπάρχει ο κίνδυνος να αποτραπεί από την έκδοση τέτοιας προσωρινής αποφάσεως το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους κατοικίας του τέκνου, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η απόφαση αυτή επιβάλλεται από τα συμφέροντα του τέκνου.

48      Με την από 23 Μαΐου 2008 απόφασή του, το Tribunale per i Minorenni di Venezia, το οποίο είναι το αρμόδιο δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική κατάσταση που δημιούργησε η απαγωγή του τέκνου και εξετάζοντας το συμφέρον του τέκνου, ήρε την απαγόρευση εξόδου από την ιταλική επικράτεια, ανέθεσε προσωρινώς την επιμέλεια στους δύο γονείς, χορήγησε στον πατέρα δικαίωμα επισκέψεως και διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης από κοινωνικό λειτουργό όσον αφορά τις σχέσεις του τέκνου και των γονέων του, ενόψει ακριβώς της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως περί του δικαιώματος επιμέλειας. Εξάλλου, το δικαστήριο αυτό χορήγησε στη μητέρα το δικαίωμα να λαμβάνει, όσον αφορά το τέκνο, αποφάσεις για τρέχοντα ζητήματα («decisioni […] concernenti l’ordinaria amministrazione»), ήτοι τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι γονείς σχετικά με τις πρακτικές πτυχές της καθημερινής ζωής του τέκνου.

49      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η απόφαση αυτή, την οποία χαρακτήρισαν ως προσωρινή το Tribunale per i Minorenni di Venezia και το αιτούν δικαστήριο, ουδόλως αποτελεί οριστική απόφαση περί του δικαιώματος επιμέλειας.

50      Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, του κανονισμού έχει την έννοια ότι προσωρινό μέτρο δεν αποτελεί «απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του τέκνου», κατά τη διάταξη αυτή, και δεν μεταβιβάζει βασίμως την αρμοδιότητα στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο μετακινήθηκε παρανόμως το τέκνο.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

51      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού έχει την έννοια ότι απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου η οποία διατάσσει την επιστροφή του τέκνου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής μόνον όταν βασίζεται σε οριστική απόφαση του ιδίου δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας του τέκνου.

52      Επισημαίνεται ότι η ερμηνεία αυτή, που εξαρτά την εκτέλεση αποφάσεως του αρμόδιου δικαστηρίου, η οποία διατάσσει την επιστροφή του τέκνου, από την ύπαρξη οριστικής αποφάσεως περί του δικαιώματος επιμέλειας εκδοθείσας από το ίδιο δικαστήριο, στερείται παντελώς ερείσματος στο γράμμα του άρθρου 11 του κανονισμού και, συγκεκριμένα, στην παράγραφο 8. Αντιθέτως, το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού καλύπτει «οιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση η οποία διατάσσει την επιστροφή του τέκνου».

53      Βεβαίως, η παράγραφος 7 του άρθρου αυτού ορίζει ότι το δικαστήριο ή η κεντρική αρχή της προηγουμένης συνήθους κατοικίας, που λαμβάνει την πληροφορία περί αποφάσεως μη επιστροφής του τέκνου, ληφθείσας στο κράτος μέλος όπου έχει μετακινηθεί το τέκνο, πρέπει να την γνωστοποιήσει στα μέρη και να τα καλέσει να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους «ώστε το δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα της επιμέλειας του τέκνου». Ωστόσο, η διάταξη αυτή απλώς προσδιορίζει τον τελικό σκοπό των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών, ήτοι την τακτοποίηση της καταστάσεως του τέκνου. Συνεπώς, δεν συνάγεται ότι απόφαση περί αναθέσεως της επιμέλειας του τέκνου αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση αποφάσεως η οποία διατάσσει την επιστροφή του τέκνου. Συγκεκριμένα, η μη οριστική αυτή απόφαση εξυπηρετεί επίσης την πραγματοποίηση του τελικού σκοπού, μεταξύ άλλων, τη διευθέτηση του ζητήματος της επιμέλειας του τέκνου.

54      Ομοίως, τα άρθρα 40 και 42 έως 47 του κανονισμού ουδόλως συνδέουν την εκτέλεση αποφάσεως, εκδοθείσας βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 8, στην οποία επισυνάπτεται το πιστοποιητικό για το οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού, με την προηγούμενη έκδοση αποφάσεως περί αναθέσεως της επιμέλειας.

55      Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

56      Το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι συνδέεται αναπόσπαστα με άλλα ζητήματα που ρυθμίζει ο κανονισμός, ιδίως με το δικαίωμα επιμέλειας, η εκτελεστότητα αποφάσεως η οποία διατάσσει την επιστροφή τέκνου, κατόπιν αποφάσεως περί μη επιστροφής, απολαύει δικονομικής αυτοτέλειας, ώστε να μην καθυστερεί η επιστροφή τέκνου το οποίο μετακινήθηκε παρανόμως. Επιβεβαίωσε επίσης την αυτοτέλεια αυτή των διατάξεων των άρθρων 11, παράγραφος 8, 40 και 42 του κανονισμού, καθώς και την προτεραιότητα που δίδεται στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου προελεύσεως, στο πλαίσιο του κεφαλαίου III, τμήμα 4, του κανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση Rinau, προαναφερθείσα, σκέψεις 63 και 64).

57      Προστίθεται ότι η ερμηνεία αυτή ανταποκρίνεται στον σκοπό του μηχανισμού που θεσπίζουν τα άρθρα 11, παράγραφος 8, 40 και 42 του κανονισμού.

58      Σύμφωνα με τον μηχανισμό αυτόν, οσάκις δικαστήριο κράτους μέλους, στο οποίο μετακινήθηκε παρανόμως το τέκνο, εξέδωσε απόφαση μη επιστροφής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, ο κανονισμός, ο οποίος, στο άρθρο 60, δηλώνει την υπεροχή του επί της συμβάσεως αυτής στις μεταξύ κρατών μελών σχέσεις, προβλέπει ότι το αρμόδιο, κατά τον κανονισμό αυτόν, δικαστήριο θα λαμβάνει κάθε απόφαση περί της τυχόν επιστροφής του τέκνου. Επομένως, το άρθρο 11, παράγραφος 8, προβλέπει ότι η απόφαση αυτή του αρμόδιου δικαστηρίου είναι εκτελεστή σύμφωνα με το κεφάλαιο III, τμήμα 4, του κανονισμού, προκειμένου να εξασφαλισθεί η επιστροφή του τέκνου.

59      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το αρμόδιο δικαστήριο, πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής, πρέπει να λάβει υπόψη τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση περί μη επιστροφής του τέκνου. Τούτο δικαιολογεί τον εκτελεστό χαρακτήρα της αποφάσεως αυτής, από τη στιγμή που εκδίδεται, σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης επί της οποίας βασίζεται ο κανονισμός.

60      Επιπλέον, το σύστημα αυτό περιλαμβάνει διπλή εξέταση του ζητήματος της επιστροφής του τέκνου, εγγυώμενο με τον τρόπο αυτόν καλύτερη θεμελίωση της αποφάσεως και αυξημένη προστασία των συμφερόντων του τέκνου.

61      Εξάλλου, όπως ορθώς παρατηρεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το δικαστήριο στο οποίο εναπόκειται τελικώς να αποφασίσει περί του δικαιώματος επιμέλειας πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καθορίσει όλες τις λεπτομέρειες και τα ενδιάμεσα μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού του τόπου της κατοικίας του τέκνου, όπερ μπορεί να απαιτεί ενδεχομένως την επιστροφή του.

62      Ο σκοπός της ταχείας εκτελέσεως που επιδιώκουν οι διατάξεις των άρθρων 11, παράγραφος 8, 40 και 42, του κανονισμού και η προτεραιότητα που δίδεται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου προελεύσεως δυσκόλως συνάδουν με ερμηνεία κατά την οποία οριστική απόφαση περί του δικαιώματος επιμέλειας πρέπει να προηγείται της αποφάσεως περί επιστροφής του τέκνου. Η ερμηνεία αυτή αποτελεί δέσμευση η οποία θα υποχρέωνε ενδεχομένως το αρμόδιο δικαστήριο να λάβει απόφαση περί του δικαιώματος επιμέλειας, χωρίς να διαθέτει όλες τις πληροφορίες και όλα τα κρίσιμα συναφώς στοιχεία, καθώς και τον απαραίτητο χρόνο για αντικειμενική και ψύχραιμη εκτίμησή τους.

63      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η ερμηνεία αυτή μπορεί να οδηγήσει σε άσκοπες μετακινήσεις του τέκνου, στην περίπτωση που το αρμόδιο δικαστήριο αναθέσει τελικώς την επιμέλεια στον γονέα που διαμένει στο κράτος μέλος στο οποίο μετακινήθηκε το τέκνο, επιβάλλεται να τονιστεί ότι το συμφέρον εκδόσεως δίκαιης και βάσιμης δικαστικής αποφάσεως περί της οριστικής επιμέλειας του τέκνου, η απαίτηση αποτροπής των απαγωγών τέκνων καθώς και το δικαίωμα του τέκνου να διατηρεί τακτικές προσωπικές σχέσεις και άμεσες επαφές με τους δύο γονείς του, υπερισχύουν των ενδεχομένων μειονεκτημάτων που μπορεί να προκαλέσουν οι μετακινήσεις αυτές.

64      Συγκεκριμένα, ένα από τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα του τέκνου είναι το προβλεπόμενο στο άρθρο 24, παράγραφος 3, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαίωμα του τέκνου να διατηρεί τακτικές προσωπικές σχέσεις και άμεσες επαφές με τους δύο γονείς του, ο σεβασμός του οποίου αποτελεί αναμφισβήτητα ύψιστο συμφέρον κάθε τέκνου (βλ. απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2009, C-403/09 PPU, Detiček, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 54). Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παράνομη μετακίνηση του τέκνου κατόπιν μονομερούς αποφάσεως ενός από τους γονείς του στερεί κατά κανόνα από το τέκνο τη δυνατότητα να διατηρεί τακτικές προσωπικές σχέσεις και άμεσες επαφές με τον έτερο γονέα (βλ. απόφαση Detiček, προαναφερθείσα, σκέψη 56).

65      Η ορθότητα της απόψεως αυτής προκύπτει επίσης από την εξέταση της καταστάσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης.

66      Συγκεκριμένα, η απόφαση της 10ης Ιουλίου 2009 με την οποία το αιτούν δικαστήριο διέταξε την επιστροφή του τέκνου αιτιολογείται από τη διαπίστωση ότι οι σχέσεις μεταξύ του τέκνου και του πατέρα του διεκόπησαν. Επομένως, η αποκατάσταση των σχέσεων αυτών και η διασφάλιση, στο μέτρο του δυνατού, της παρουσίας της μητέρας στην Ιταλία, ώστε οι αρμόδιες ιταλικές αρχές να εξετάσουν ενδελεχώς τις σχέσεις του τέκνου με τους δύο γονείς, καθώς και τις ικανότητες των γονέων και την προσωπικότητά τους, πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως περί της επιμέλειας και της γονικής μέριμνας, εξυπηρετούν τα ύψιστα συμφέροντα του τέκνου.

67      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού έχει την έννοια ότι απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου η οποία διατάσσει την επιστροφή του τέκνου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, ακόμα και αν δεν έχει προηγηθεί οριστική απόφαση του ιδίου δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας του τέκνου.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

68      Ενόψει της απαντήσεως που δόθηκε στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

 Επί του τετάρτου ερωτήματος

69      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 47, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού έχει την έννοια ότι απόφαση περί προσωρινής αναθέσεως του δικαιώματος επιμελείας, η οποία εκδόθηκε μεταγενέστερα από δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως και είναι εκτελεστή κατά το δίκαιο του κράτους αυτού, αντιτίθεται στην εκτέλεση προγενέστερης αποφάσεως περί επιστροφής του τέκνου για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό, ως ασυμβίβαστη με την τελευταία αυτή απόφαση.

70      Όπως προκύπτει από την εικοστή τετάρτη αιτιολογική σκέψη και από τα άρθρα 42, παράγραφος 1, και 43, παράγραφος 2, του κανονισμού, η χορήγηση πιστοποιητικού δεν είναι δεκτική καμίας προσφυγής, και απόφαση για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό καθίσταται αυτομάτως εκτελεστή και δεν είναι δυνατόν να μην αναγνωρίζεται σε άλλο κράτος μέλος.

71      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 43, παράγραφος 1, του κανονισμού, το δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως εφαρμόζεται σε κάθε διόρθωση του πιστοποιητικού, δεδομένου ότι, κατά την εικοστή τετάρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, η προσφυγή διορθώσεως ισχύει μόνον αν πρόκειται για πραγματικό λάθος, δηλαδή αν το πιστοποιητικό δεν αποδίδει ορθώς το περιεχόμενο της αποφάσεως. Εξάλλου, το άρθρο 44 του κανονισμού προβλέπει ότι το πιστοποιητικό παράγει αποτελέσματα μόνον εντός των ορίων της εκτελεστότητας της αποφάσεως, και το άρθρο 47, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού προβλέπει ότι απόφαση για την οποία εκδίδεται πιστοποιητικό δεν μπορεί να εκτελείται αν είναι ασυμβίβαστη με μεταγενέστερη εκτελεστή απόφαση.

72      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, όπως αναφέρεται στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, οι λεπτομέρειες όσον αφορά την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών εξακολουθούν να διέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως.

73      Από τις προηγούμενες διατάξεις, οι οποίες θεσπίζουν σαφή κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως και του κράτους μέλους εκτελέσεως και αποσκοπούν στην ταχεία επιστροφή του τέκνου, προκύπτει ότι πιστοποιητικό που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού, το οποίο προσδίδει στην απόφαση για την οποία έχει εκδοθεί συγκεκριμένη εκτελεστότητα, δεν είναι δεκτικό καμίας προσφυγής. Το δικαστήριο της εκτελέσεως μπορεί απλώς να διαπιστώσει ότι η απόφαση αυτή είναι εκτελεστή, τα δε μόνα ένδικα μέσα που δύνανται να προβληθούν όσον αφορά το πιστοποιητικό είναι προσφυγή για διόρθωση ή προβολή αντιρρήσεων ως προς τη γνησιότητά του, κατά τους κανόνες του δικαίου του κράτους μέλους προελεύσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Rinau, προαναφερθείσα, σκέψεις 85, 88 και 89). Οι μόνοι εφαρμοστέοι κανόνες του δικαίου του κράτους μέλους αναγνωρίσεως είναι οι δικονομικοί κανόνες.

74      Αντιθέτως, τα ζητήματα που αφορούν τη βασιμότητα της αποφάσεως καθεαυτής, μεταξύ άλλων το αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να μπορέσει να εκδώσει την απόφαση αυτή το αρμόδιο δικαστήριο, περιλαμβανομένων των τυχόν αμφισβητήσεων περί της αρμοδιότητάς του, πρέπει να προβληθούν ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως, σύμφωνα με τους κανόνες της έννομης τάξης του. Ομοίως, αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό μπορεί να υποβληθεί μόνον ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως, σύμφωνα με τους κανόνες της έννομης τάξης του.

75      Επομένως, κανείς λόγος δεν μπορεί να προβληθεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο μετακινήθηκε το τέκνο κατά της εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, εφόσον οι νομικοί κανόνες του εν λόγω κράτους διέπουν αποκλειστικώς τα δικονομικά ζητήματα, κατά το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού, ήτοι τις λεπτομέρειες εκτελέσεως της αποφάσεως. Ωστόσο, διαδικασία όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος προδικαστικού ερωτήματος δεν αφορά ούτε τυπικές απαιτήσεις ούτε δικονομικά ζητήματα, αλλά ρυθμίζει ουσιαστικά ζητήματα.

76      Κατά συνέπεια, ο ασύμβατος χαρακτήρας, κατά το άρθρο 47, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού, αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό με μεταγενέστερη εκτελεστή απόφαση πρέπει να εξετάζεται μόνο σε σχέση με μεταγενέστερες ενδεχομένως αποφάσεις των αρμοδίων δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως.

77      Ο ασύμβατος αυτός χαρακτήρας δεν προκύπτει μόνο στις περιπτώσεις ακυρώσεως ή αναθεωρήσεως της αποφάσεως κατόπιν ένδικης προσφυγής στο κράτος μέλος προελεύσεως. Συγκεκριμένα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επισημάνθηκε ότι το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί, με ιδία πρωτοβουλία ή, ενδεχομένως, κατόπιν αιτήματος των κοινωνικών υπηρεσιών, να αναθεωρήσει την κρίση του, όταν το απαιτεί το συμφέρον του τέκνου, και να εκδώσει νέα εκτελεστή απόφαση, χωρίς να ανακαλέσει ρητώς την πρώτη απόφαση, η οποία καθίσταται κατ’ αυτόν τον τρόπο άκυρη.

78      Αν θεωρηθεί ότι μεταγενέστερη απόφαση δικαστηρίου του κράτους μέλους εκτελέσεως δύναται να αντιταχθεί στην εκτέλεση προγενέστερης αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό στο κράτος μέλος προελεύσεως και η οποία διατάσσει την επιστροφή του τέκνου, τούτο αποτελεί καταστρατήγηση του θεσπισθέντος στο τμήμα 4 του κεφαλαίου III του κανονισμού μηχανισμού. Μια τέτοια εξαίρεση από την αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως στερεί πρακτικής αποτελεσματικότητας το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, το οποίο χορηγεί στο αρμόδιο δικαστήριο το δικαίωμα να αποφασίζει σε τελευταίο βαθμό, και υπερισχύει, δυνάμει του άρθρου 60 του κανονισμού, της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, και αναγνωρίζει την επί της ουσίας αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους εκτελέσεως.

79      Κατά συνέπεια, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 47, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού έχει την έννοια ότι μεταγενέστερη απόφαση δικαστηρίου του κράτους μέλους εκτελέσεως η οποία αναθέτει προσωρινώς το δικαίωμα επιμέλειας και είναι εκτελεστή κατά το δίκαιο του κράτους αυτού δεν μπορεί να αντιτίθεται στην εκτέλεση προγενέστερης αποφάσεως του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό, και η οποία διατάσσει την επιστροφή του τέκνου.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος

80      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το κράτος μέλος εκτελέσεως μπορεί να αρνηθεί να προβεί σε εκτέλεση αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό, για τον λόγο ότι κατόπιν μεταβολής των συνθηκών επελθούσας μετά την έκδοσή της, η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής δύναται να θίξει σοβαρώς το ύψιστο συμφέρον του τέκνου, ή αν η εν λόγω μεταβολή πρέπει να προβληθεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως, όπερ συνεπάγεται την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως, εν αναμονή της αποπερατώσεως της διαδικασίας στο κράτος μέλος προελεύσεως.

81      Συναφώς, σημαντική μεταβολή των συνθηκών που αφορούν το ύψιστο συμφέρον του τέκνου αποτελεί ουσιαστικό ζήτημα, το οποίο δύναται, ενδεχομένως, να οδηγήσει σε τροποποίηση της αποφάσεως του αρμοδίου δικαστηρίου περί της επιστροφής του τέκνου. Ωστόσο, σύμφωνα με την κατανομή των αρμοδιοτήτων, προβληθείσα πλειστάκις στην παρούσα υπόθεση, το ζήτημα αυτό εμπίπτει στη δικαιοδοσία του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως. Κατά τα λοιπά, το δικαστήριο αυτό είναι, σύμφωνα με το θεσπισθέν με τον κανονισμό σύστημα, αρμόδιο και για να εκτιμήσει το ύψιστο συμφέρον του τέκνου, και είναι αυτό που πρέπει να επιληφθεί αιτήσεως περί ενδεχομένης αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεώς του.

82      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη μνεία, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 47, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού, της εκτελέσεως αποφάσεως εκδοθείσας εντός άλλου κράτους μέλους υπό τους «αυτούς όρους» που θα εφαρμόζονταν σε απόφαση εκδοθείσα στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Η απαίτηση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί αυστηρώς. Μπορεί να αφορά μόνον τις διαδικαστικές λεπτομέρειες διεξαγωγής της επιστροφής του τέκνου και, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό λόγο κατά της εκτελέσεως της αποφάσεως του αρμόδιου δικαστηρίου.

83      Επομένως, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κράτος μέλος εκτελέσεως δεν μπορεί να αρνηθεί να προβεί σε εκτέλεση αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό, για τον λόγο ότι, κατόπιν μεταβολής των συνθηκών επελθούσας μετά την έκδοσή της, η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής δύναται να θίξει σοβαρώς το ύψιστο συμφέρον του τέκνου. Η εν λόγω μεταβολή πρέπει να προβληθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως, το οποίο πρέπει επίσης να επιληφθεί αιτήσεως περί ενδεχομένης αναστολής της εκτελέσεως της αποφάσεώς του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 10, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, έχει την έννοια ότι προσωρινό μέτρο δεν αποτελεί «απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του τέκνου», κατά τη διάταξη αυτή, και δεν μεταβιβάζει βασίμως την αρμοδιότητα στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο μετακινήθηκε παρανόμως το τέκνο.

2)      Το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου η οποία διατάσσει την επιστροφή του τέκνου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, ακόμα και αν δεν έχει προηγηθεί οριστική απόφαση του ιδίου δικαστηρίου σχετικά με δικαίωμα επιμέλειας του τέκνου.

3)      Το άρθρο 47, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι μεταγενέστερη απόφαση δικαστηρίου του κράτους μέλους εκτελέσεως η οποία αναθέτει προσωρινώς το δικαίωμα επιμέλειας και είναι εκτελεστή κατά το δίκαιο του κράτους αυτού δεν μπορεί να αντιτίθεται στην εκτέλεση προγενέστερης αποφάσεως του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό, και η οποία διατάσσει την επιστροφή του τέκνου.

4)      Το κράτος μέλος εκτελέσεως δεν μπορεί να αρνηθεί να προβεί σε εκτέλεση αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό, για τον λόγο ότι, κατόπιν μεταβολής των συνθηκών επελθούσας μετά την έκδοσή της, η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής δύναται να θίξει σοβαρώς το ύψιστο συμφέρον του τέκνου. Η εν λόγω μεταβολή πρέπει να προβληθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως, το οποίο πρέπει επίσης να επιληφθεί αιτήσεως περί ενδεχομένης αναστολής της εκτελέσεως της αποφάσεώς του.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.