Language of document : ECLI:EU:F:2010:44

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 11ης Μαΐου 2010

Υπόθεση F-55/09

Allan Maxwell

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας — Άδεια για προσωπικούς λόγους — Έξοδα στέγης και διδάκτρων — Αγωγή αποζημιώσεως — Ευθύνη λόγω πταίσματος — Αδικαιολόγητος πλουτισμός»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο Α. Maxwell ζητεί να καταδικαστεί η Επιτροπή να του επιστρέψει τα έξοδα στέγης και διδάκτρων στα οποία υποβλήθηκε όσο ασκούσε, στο πλαίσιο άδειας για προσωπικούς λόγους, τα καθήκοντα κύριου συμβούλου σε διεθνή οργανισμό.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Αίτημα ακυρώσεως της εκδοθείσας προ της ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα αποζημιώσεως — Αίτημα στερούμενο αυτοτέλειας σε σχέση με το αίτημα αποζημιώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Λόγοι

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Προθεσμίες — Αίτημα αποζημιώσεως απευθυνόμενο σε θεσμικό όργανο — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων — Προϋποθέσεις — Έλλειψη νομιμότητας — Ζημία — Αιτιώδης σύνδεσμος — Έννοια

5.      Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Αρχή της απαγορεύσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού της Κοινότητας — Έννοια

1.      Η απόφαση θεσμικού οργάνου με την οποία απορρίπτεται αίτημα αποζημιώσεως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προγενέστερης διοικητικής διαδικασίας, η οποία προηγείται της αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως που διατυπώνει ο υπάλληλος δεν μπορεί να εκτιμηθεί αυτοτελώς σε σχέση με το αίτημα αποζημιώσεως. Μάλιστα, η πράξη που περιέχει την τοποθέτηση του θεσμικού οργάνου κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο έχει ως μόνο αποτέλεσμα το ότι παρέχει στον διάδικο που υπέστη ζημία τη δυνατότητα να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αγωγή αποζημιώσεως.

(βλ. σκέψη 48)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 18 Δεκεμβρίου 1997, T‑90/95, Gill κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑471 και II‑1231, σκέψη 45· 6  Μαρτίου 2001, T‑77/99, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑61 και II‑293, σκέψη 68· 5 Δεκεμβρίου 2002, T‑209/99, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑243 και II‑1211, σκέψη 32

2.      Ο υπάλληλος ο οποίος παρέλειψε να ασκήσει, εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), προσφυγή ακυρώσεως της πράξεως που προβάλλει ότι τον έβλαψε δεν μπορεί, μέσω αγωγής με την οποία ζητεί αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη από την πράξη αυτή, να θεραπεύσει την εν λόγω παράλειψη και να εξασφαλίσει έτσι νέες προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής.

(βλ. σκέψη 65)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 29 Φεβρουαρίου 1996, T‑547/93, Lopes κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑63 και II‑185, σκέψεις 174 και 175

3.      Στους υπαλλήλους ή στα λοιπά μέλη του προσωπικού απόκειται να απευθύνουν στο θεσμικό όργανο κάθε αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας προξενηθείσας από το όργανο αυτό εντός εύλογης προθεσμίας, αρχόμενης από το χρονικό σημείο κατά το οποίο έλαβαν γνώση της καταστάσεως την οποία καταγγέλλουν.

Εξάλλου, η απαίτηση τηρήσεως της εύλογης προθεσμίας πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα κριτηρίων όπως το διακύβευμα της διαφοράς για τον ενδιαφερόμενο, η πολυπλοκότητα της υποθέσεως, η συμπεριφορά των διαδίκων και, ενδεικτικά, η αναφορά στην προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και που θεωρείται ως ανώτατο όριο.

Προθεσμία μεγαλύτερη των έξι ετών μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποίαν ο υπάλληλος έλαβε γνώση της καταγγελλόμενης καταστάσεως και της ημερομηνίας κατά την οποίαν υπέβαλε το αίτημα αποζημιώσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη.

(βλ. σκέψη 67)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 5 Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑3381, σκέψεις 60 και 65· 26 Ιουνίου 2009, T‑114/08 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑53 και II‑B‑1‑313, σκέψη 25

4.      Η θεμελίωση της ευθύνης θεσμικού οργάνου προϋποθέτει τη σύμπτωση ενός συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας.

Εξάλλου, προκειμένου να γίνει δεκτός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αποδιδόμενης σε ένα θεσμικό όργανο συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας, πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποδειχθεί ότι υφίσταται άμεση και βέβαιη σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα μεταξύ του πταίσματος και της ζημίας.

(βλ. σκέψη 69)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 1 Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 42

ΓΔΕΕ: 6 Ιουλίου 1995, T‑36/93, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑161 και II‑497, σκέψη 130· 5 Οκτωβρίου 2004, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3315, σκέψη 149· Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 148· 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑250/04, Combescot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑Α‑2‑191 και II‑Α‑2‑1251, σκέψη 95

ΔΔΔΕΕ: 28 Απριλίου 2009, F‑5/05 και F‑7/05, Violetti κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑Α‑1‑83 και II‑Α‑1‑473, σκέψη 125, κατά της οποίας εκκρεμεί αναίρεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑261/09 P

5.      Σύμφωνα με τις αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, το πρόσωπο που υπέστη ζημία η οποία βελτιώνει την περιουσία άλλου προσώπου, χωρίς ο πλουτισμός αυτός να στηρίζεται σε οποιαδήποτε νομική βάση, έχει κατά γενικό κανόνα το δικαίωμα αποδόσεως, μέχρι του ύψους της ζημίας αυτής, εκ μέρους του προσώπου που κατέστη πλουσιότερο. Δεδομένου ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός συνιστά πηγή μη συμβατικών υποχρεώσεων κοινή στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να αποφύγει την εφαρμογή των αρχών αυτών έναντι του φυσικού ή νομικού προσώπου που της προσάπτει ότι πλούτισε αδικαιολόγητα εις βάρος του.

(βλ. σκέψη 95)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 16 Δεκεμβρίου 2008, C‑47/07 P, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑9761, σκέψη 47