ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 20ής Ιανουαρίου 2011

Υπόθεση F‑132/07

Guido Strack

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Άρθρα 17, 17α και 19 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων — Αίτηση άδειας για τη δημοσιοποίηση εγγράφων — Αίτηση άδειας για τη δημοσίευση κειμένου — Αίτηση άδειας για τη χρήση διαπιστώσεων ενώπιον εθνικών δικαιοδοτικών αρχών — Παραδεκτό»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ, με την οποία ο G. Strack ζητεί, αφενός, την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου, της 9ης Αυγούστου, της 11ης Σεπτεμβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2007, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις του να του δοθεί άδεια να δημοσιοποιήσει και να χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο ποινικής δίκης διάφορα έγγραφα που ενοχοποιούσαν ορισμένα μέλη και υπαλλήλους της Επιτροπής και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει τουλάχιστον 10 000 ευρώ ως αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη εξαιτίας των αποφάσεων αυτών πλέον τόκους.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Διαδικασία — Κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως — Προθεσμία —Παράταση

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 39 § 2)

2.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Ελευθερία έκφρασης — Άσκηση — Όρια

(Άρθρο 6 § 3, ΣΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρο 17α)

3.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Ελευθερία έκφρασης — Δημοσίευση κειμένων που συνδέονται με τις δραστηριότητες της Ένωσης — Έλλειψη υποχρεώσεως ενημερώσεως όσον αφορά πρώην υπαλλήλους — Αποκάλυψη υπηρεσιακών πληροφοριών — Υποχρέωση χορηγήσεως προηγούμενης εγκρίσεως για τους πρώην υπαλλήλους

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρα 17 και 17α)

4.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως — Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρο 90 § 1)

5.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Αποκάλυψη υπηρεσιακών πληροφοριών — Υποχρέωση χορηγήσεως προηγούμενης εγκρίσεως — Λόγος υπάρξεως

(Άρθρο 339 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρο 17)

6.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Αποκάλυψη υπηρεσιακών πληροφοριών — Υποχρέωση χορηγήσεως προηγούμενης εγκρίσεως — Υποχρέωση υποβολής στη διοίκηση αρκούντως σαφούς αιτήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρο 17)

7.      Υπάλληλοι — Αρχές — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Περιεχόμενο

8.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Αποκάλυψη υπηρεσιακών πληροφοριών — Μαρτυρία ενώπιον εθνικού δικαστηρίου — Υποχρέωση προηγούμενης εγκρίσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως, άρθρα 11, εδ. 1, 17 και 19)

1.      Το άρθρο 39, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης παρέχει στον Πρόεδρό του τη δυνατότητα να παρατείνει την προθεσμία που τάχθηκε στον καθού, προκειμένου να υποβάλει το υπόμνημα αντικρούσεως. Συναφώς, η περίσταση ότι συμφωνήθηκαν περισσότερες παρατάσεις ελλείψει εκατέρωθεν ακροάσεως δεν προσβάλλει το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, αν η κατάσταση των διαδίκων δεν έχει τροποποιηθεί ουσιαστικά. Συνεπώς, ο δίκαιος χαρακτήρας μιας διαδικασίας αξιολογείται υπό το πρίσμα του συνόλου αυτής.

(βλ. σκέψη 31)

2.      Η υποχρέωση να ενημερώνεται η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή σχετικά με την πρόθεση να δημοσιευτεί κείμενο, το αντικείμενο του οποίου σχετίζεται με τη δραστηριότητα της Ένωσης συνιστά περιορισμό κατά την άσκηση της ελευθερίας εκφράσεως του υπαλλήλου. Επομένως, ο περιορισμός αυτός πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα του άρθρου 10, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κατοχυρώνει θεμελιώδη δικαιώματα που ως γενικές αρχές του δικαίου αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της προαναφερθείσας συμβάσεως, η άσκηση της ελευθερίας εκφράσεως «συνεπαγoµέν[ης] καθήκoντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθή εις ωρισµένας διατυπώσεις, όρoυς, περιoρισµoύς ή κυρώσεις», εφόσον προβλέπονται από τον νόμο. Επιπλέον, μια διάταξη δεν μπορεί να επιβάλλει νομίμως περιορισμούς στην ελευθερία εκφράσεως, αν δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο αρκούντως ακριβή, ώστε να είναι εφικτό για τον πολίτη να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του, πράγμα που επίσης επιτάσσει η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

(βλ. σκέψη 59)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 6 Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, σκέψεις 40 έως 42· 3 Ιουνίου 2008, C‑308/06, Intertanko κ.λπ., σκέψη 69

3.      Δεδομένου ότι το άρθρο 17α ΚΥΚ δεν εφαρμόζεται σε πρώην υπαλλήλους, αυτοί μπορούν να δημοσιεύουν κείμενα συναρτώμενα προς τις δραστηριότητες της Ένωσης, χωρίς να ενημερώνουν προηγουμένως την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, υποχρεούνται, όμως, να ζητούν άδεια κατά την έννοια του άρθρου 17 του ΚΥΚ όχι μόνον πριν τη δημοσιοποίηση πληροφοριών των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο των καθηκόντων τους αλλά και πριν δημοσιεύσουν κείμενα που έχουν συντάξει οι ίδιοι ή στη σύνταξη των οποίων έχουν μετάσχει, τα οποία περιέχουν τέτοιου είδους πληροφορίες, εκτός και αν αυτές έχουν ήδη γίνει προσιτές στο κοινό.

(βλ. σκέψεις 62 έως 64)

4.      Αίτηση βασισμένη στο άρθρο 90, παράγραφος 1, ΚΥΚ πρέπει να διευκρινίζει το αντικείμενό της κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ώστε η επιληφθείσα αρχή να μπορεί να εκδώσει απόφαση, έχοντας πλήρη γνώση της καταστάσεως, και, ελλείψει συγκεκριμένου αιτήματος για την έκδοση αποφάσεως, δεν νοείται αίτηση υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Ειδικότερα, ο σκοπός της αιτήσεως δεν μπορεί να επιτευχθεί αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν είναι σε θέση να κατανοήσει επαρκώς το αντικείμενό της.

(βλ. σκέψη 69)

Παραπομπή:

ΔΔΕ: 12 Μαρτίου 1975, 23/74, Küster κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 11

ΓΔΕΕ: 11 Ιουνίου 1996, T‑110/94, Sánchez Mateo κατά Επιτροπής, σκέψη 26· 11 Ιουνίου 1996, T‑111/94, Ouzounoff Popoff κατά Επιτροπής, σκέψη 28

5.      Το άρθρο 17 ΚΥΚ απαγορεύει, κατ’ αρχήν, στους υπαλλήλους να κοινολογούν τις πληροφορίες που περιέρχονται στη γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και εξαρτά την κοινολόγηση αυτή από προηγούμενη άδεια. Σκοπός του ως άνω καθεστώτος άδειας είναι να παρασχεθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή η δυνατότητα να διασφαλίζει ότι η κοινολόγηση αυτή δεν προσβάλλει τα συμφέροντα της Ένωσης, θίγοντας ιδίως τη λειτουργία και τη φήμη της. Σκοπός του καθεστώτος είναι επίσης να εξασφαλίζεται, εν ευθέτω χρόνω, ότι οι υπάλληλοι ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους, λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον των θεσμικών οργάνων και τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει του άρθρου 339 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, το καθεστώς που καθιερώνει το άρθρο 17 ΚΥΚ αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στη διαφύλαξη της σχέσεως εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους.

(βλ. σκέψη 71)

6.      Το καθεστώς αδείας που καθιερώνει το άρθρο 17 ΚΥΚ προβλέπει ότι ο υπάλληλος που επιθυμεί να κοινολογήσει πληροφορίες που περιήλθαν στη γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή να χρησιμοποιήσει ενώπιον δικαστηρίων διαπιστώσεις που έκανε εντός του πλαισίου αυτού, υποχρεούται συναφώς να υποβάλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αρκούντως σαφή αίτηση.

Η θέση σε εφαρμογή του καθεστώτος αυτού προϋποθέτει ότι το ζήτημα κατά πόσον μπορεί να επιτραπεί η κοινολόγηση πληροφοριών θα εκτιμηθεί λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της εκάστοτε περιπτώσεως και των συνεπειών που αυτή θα έχει επί του θεσμικού οργάνου και επί της ασκήσεως της δημόσιας υπηρεσίας. Η εν λόγω θέση σε εφαρμογή προϋποθέτει επιπλέον στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων, προκειμένου να καθορισθεί αν πρέπει να κατισχύσει το συμφέρον της Ένωσης ή το συμφέρον ενημερώσεως του κοινού. Δεν θα μπορούσε, εξάλλου, να συμβαίνει διαφορετικά, καθότι η ελευθερία της έκφρασης περιλαμβάνει την ελευθερία κοινολογήσεως πληροφοριών και η απαγόρευση κοινολογήσεως που θα γινόταν βάσει σφαιρικής και αφηρημένης εκτιμήσεως της καταστάσεως δεν είναι συμβατή με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατό να περιοριστεί η εν λόγω ελευθερία.

Εξάλλου, το δικαίωμα κάθε διαδίκου σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής σύμβασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα μπορούσε να θιγεί ουσιαστικώς, αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υποχρεωνόταν να εκδίδει αποφάσεις αποφαινόμενη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, χωρίς να προβαίνει προηγουμένως σε πλήρη και εμπεριστατωμένο έλεγχο.

(βλ. σκέψεις 72 έως 75)

Παραπομπή:

ΔΔΕ: 18 Φεβρουαρίου 1992, C‑54/90, Weddel κατά Επιτροπής, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα W. Van Gerven, σημείο 11

ΓΔΕΕ: 13 Ιουνίου 2002, T‑74/01, Ferrer de Moncada κατά Επιτροπής, σκέψη 58

7.      Η αρχή της χρηστής διοικήσεως δεν απαλλάσσει τον διοικούμενο από την υποχρέωση ενημερώσεως και εντιμότητας που υπέχει έναντι των θεσμικών οργάνων οσάκις υποβάλλει αιτήσεις προς αυτά.

(βλ. σκέψη 79)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 23 Ιανουαρίου 2002, Τ‑386/00, Gonçalves κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 74· 17 Οκτωβρίου 2002, T‑180/00, Astipesca κατά Επιτροπής, σκέψη 93· 11 Μαρτίου 2003, T‑186/00, Conserve Italia κατά Επιτροπής, σκέψη 50

8.      Τα άρθρα 17 και 19 ΚΥΚ δεν υποχρεώνουν, βεβαίως, τον υπάλληλο να περιορίζει τον αριθμό και τον όγκο των εγγράφων, για τη δημοσίευση ή την προσκόμιση των οποίων ενώπιον της δικαιοσύνης ζητεί άδεια, εφόσον κρίνει ότι δικαιολογείται η δημοσίευση και η προσκόμιση ενώπιον της δικαιοσύνης καθενός από τα έγγραφα αυτά. Εντούτοις, βάσει του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας που βαρύνει τον υπάλληλο, δυνάμει του άρθρου 11, πρώτο εδάφιο, ΚΥΚ, υποχρέωσή του είναι να διευκολύνει το έργο της διοικήσεως. Από αυτή την άποψη, κατά μείζονα λόγο υπέχει την υποχρέωση να παρέχει αρκούντως ακριβή στοιχεία, ιδίως όσον αφορά το αντικείμενο των επίμαχων εγγράφων και τη σημασία τους υπό το πρίσμα του γενικού σκοπού που αυτός επιδιώκει. Ως εκ τούτου, είναι πιθανό ο υπάλληλος να υποχρεωθεί να ταξινομήσει τα έγγραφα βάσει κατάλληλων και ενιαίων κριτηρίων, προκειμένου να καταστήσει ευχερέστερη την εξέτασή τους και να παράσχει, ενδεχομένως, περίληψή τους.

(βλ. σκέψεις 78 και 81)