ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 2ας Ιουλίου 2009

Υπόθεση F-49/08

Massimo Giannini

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Απόλυση μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας – Δοκιμαστική υπηρεσία που πραγματοποιήθηκε υπό μη κανονικές συνθήκες – Πλημμέλειες της διαδικασίας αξιολογήσεως – Έξοδα ταξιδίου – Αντιπροσωπεία σε τρίτη χώρα»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο M. Giannini ζητεί: να ακυρωθεί η κοινοποιηθείσα στις 10 Ιουλίου 2007 απόφαση της Επιτροπής περί απολύσεώς του και, κατά το αναγκαίο μέτρο, να ακυρωθεί η απόρριψη της ενστάσεώς του κατά της εν λόγω αποφάσεως· κατά συνέπεια, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει το σύνολο των οικονομικών οφελών από τη συνέχιση της συμβάσεώς του· εν πάση περιπτώσει, να ακυρωθούν οι αποφάσεις της 27ης Ιουλίου 2007 και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, περί κρατήσεως 5 218,22 ευρώ επί των αποδοχών του για τον Αύγουστο του 2007 και, κατά συνέπεια, να επιστραφεί το ποσό αυτό συν τους τόκους υπερημερίας· εν πάση περιπτώσει, να ακυρωθεί η απόφαση της 28ης Αυγούστου 2007, περί περιορισμού της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως στο ένα τρίτο του ποσού που εισέπραξε τον Νοέμβριο του 2006 και περί ανακτήσεως των υπολοίπων δύο τρίτων, ήτοι 4278,50 ευρώ από τις αποδοχές του Φεβρουαρίου 2008 και, κατά συνέπεια, να επιστραφεί το ποσό αυτό συν τους τόκους υπερημερίας· να επιδικασθεί αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για την υλική ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστη, ύψους, το ύψος της οποίας καθορίστηκε προσωρινώς σε 200 000 ευρώ.

Απόφαση: Η απόφαση της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2007, περί ανακτήσεως του ενός τρίτου του ποσού που καλύπτει τα έξοδα ταξιδίου που παρασχέθηκαν στον προσφεύγοντα-ενάγοντα για το έτος 2007 ακυρώνεται. Η Επιτροπή θα καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό που παρανόμως παρακράτησε δυνάμει της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2007, πλην του ποσού που αφορά τα έξοδα ταξιδίου της οικογένειας του προσφεύγοντος-ενάγοντος· το ποσόν αυτό θα είναι αυξημένο κατά τους τόκους υπερημερίας που τρέχουν από την ημερομηνία της κρατήσεως έως την πραγματική πληρωμή, βάσει του ισχύοντος κατά την επίμαχη περίοδο σταθερού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις βασικές συναλλαγές αναχρηματοδοτήσεως, αυξημένου κατά δύο μονάδες. Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 28ης Αυγούστου 2007, με την οποία η Επιτροπή περιόρισε την αποζημίωση εγκαταστάσεως του προσφεύγοντος στο ένα τρίτο του ποσού που εισέπραξε τον Νοέμβριο του 2006. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής. Η Επιτροπή φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Πλήρης δικαιοδοσία – Χρηματικές διαφορές κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Αντικείμενο – Συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιείται

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 84)

3.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Κατάταξη – Εποπτεία συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων IV από υπάλληλο της ομάδας καθηκόντων AST

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 80 § 2)

4.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιείται – Προειδοποίηση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 34)

5.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Απαιτήσεις ως προς τον τύπο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21, εδ. 1, και παράρτημα I, άρθρο 7 § 3· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 35 § 1)

6.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Εκτίμηση των αποτελεσμάτων

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 84 § 3)

7.      Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση – Μόνιμοι και δόκιμοι υπάλληλοι

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 84)

8.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Έκθεση κρίσεως κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας – Σημασία και περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 11, εδ. 1, και 81)

9.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Έκθεση κρίσεως κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 11, εδ. 1, 81 και 84 § 3)

10.    Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Απόφαση περί απολύσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 11, εδ. 1, και 81)

11.    Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Δοκιμαστική υπηρεσία – Αρνητική αξιολόγηση των ικανοτήτων του ενδιαφερομένου – Παράταση της δοκιμαστικής υπηρεσίας

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 84 § 3)

12.    Υπάλληλοι – Απόδοση δαπανών – Έξοδα ετήσιου ταξιδίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 8)

13.    Υπάλληλοι – Απόδοση δαπανών – Έξοδα ετήσιου ταξιδίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 8, § 4)

1.      Συνιστούν «χρηματικές διαφορές» κατά τη διάταξη του άρθρου 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) όχι μόνον οι αγωγές αποζημιώσεως που ασκούν οι υπάλληλοι κατά οργάνου, αλλά και οι ένδικες προσφυγές με τις οποίες ζητείται να καταβάλει το όργανο σε υπάλληλο ποσό το οποίο ο τελευταίος θεωρεί ότι του οφείλεται δυνάμει του ΚΥΚ ή άλλης πράξεως που διέπει τις εργασιακές τους σχέσεις. Δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ο κοινοτικός δικαστής έχει, στις διαφορές αυτές, αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας, η οποία του παρέχει την εξουσία να δίδει στις διαφορές που του υποβάλλονται πλήρη λύση, δηλαδή να αποφαίνεται επί του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του υπαλλήλου, εκτός αν αναθέσει στο εμπλεκόμενο όργανο, και υπό τον έλεγχό του, την εκτέλεση κάποιου μέρους της αποφάσεως, υπό τους συγκεκριμένους όρους που ο ίδιος καθορίζει. Συνεπώς, στον κοινοτικό δικαστή εναπόκειται να υποχρεώσει, ενδεχομένως, ένα όργανο στην καταβολή ποσού το οποίο δικαιούται ο προσφεύγων δυνάμει του ΚΥΚ ή άλλης νομικής πράξεως.

(βλ. σκέψεις 39 έως 42)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 18 Δεκεμβρίου 2007, C‑135/06 P, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑12041, σκέψεις 65, 67 και 68

2.      Απόφαση περί απολύσεως κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας πρέπει να ακυρωθεί εάν δεν παρασχέθηκε στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να συμπληρώσει την περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας του υπό κανονικές συνθήκες.

Μολονότι η περίοδος δοκιμαστικής υπηρεσίας, η οποία πρέπει να καθιστά δυνατή την αξιολόγηση των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς του δοκίμου υπαλλήλου, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με περίοδο επιμορφώσεως, εντούτοις επιβάλλεται να δοθεί η ευχέρεια στον ενδιαφερόμενο κατά την περίοδο αυτή να αποδείξει τα προσόντα του. Η προϋπόθεση αυτή σημαίνει στην πραγματικότητα ότι πρέπει να δίδονται στον δόκιμο υπάλληλο οι κατάλληλες οδηγίες και συμβουλές, προκειμένου να είναι σε θέση να προσαρμόζεται στις ειδικές ανάγκες της θέσεως την οποία κατέχει.

Το απαιτούμενο επίπεδο των εν λόγω οδηγιών και συμβουλών δεν πρέπει να εκτιμάται αφηρημένα, αλλά κατά τρόπο συγκεκριμένο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των ασκουμένων καθηκόντων. Στην προοπτική αυτή, η προηγούμενη πείρα του δοκίμου υπαλλήλου δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη. Πράγματι, μολονότι η πείρα αυτή δεν μπορεί, αφεαυτής, να θέσει εν αμφιβόλω τη χρησιμότητα της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, μπορεί πάντως να καθορίσει τον βαθμό πλαισιώσεως που πρέπει να του παρασχεθεί, ώστε η περίοδος δοκιμαστικής υπηρεσίας να εκπληρώσει τον σκοπό της.

(βλ. σκέψη 65)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Μαΐου 1985, 3/84, Πατρινός κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1984, σ. 1421, σκέψεις 20 έως 24

ΠΕΚ: 1 Απριλίου 1992, T‑26/91, Kupka-Floridi κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1992, σ. II‑1615, σκέψη 44· 30 Νοεμβρίου 1994, T‑568/93, Correia κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑271 και II‑857, σκέψη 34· 5 Μαρτίου 1997, T‑96/95, Rozand-Lambiotte κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑35 και II‑97, σκέψη 95

ΔΔΔ: 18 Οκτωβρίου 2007, F‑112/06, Krcova κατά Δικαστηρίου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 48, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, υπόθεση T‑498/07 P· 16 Απριλίου 2008, F‑73/07, Doktor κατά Συμβουλίου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 31 και 33 έως 36, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, υπόθεση T‑248/08 P

3.      Από το άρθρο 80, παράγραφος 2, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΛΠ) προκύπτει ότι οι συμβασιούχοι υπάλληλοι της ομάδας καθηκόντων IV μπορούν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους υπό την εποπτεία υπαλλήλων χωρίς διάκριση κατηγορίας. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει να εκτελούνται τα καθήκοντα συμβασιούχου υπαλλήλου που ανήκει στην ομάδα καθηκόντων IV, ενδεχομένως, υπό την εποπτεία υπαλλήλου που ανήκει στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (στο εξής: AST).

(βλ. σκέψη 72)

4.      Το δικαίωμα δοκίμου υπαλλήλου να πραγματοποιήσει τη δοκιμαστική υπηρεσία του υπό κανονικές συνθήκες εξασφαλίζεται επαρκώς με την προφορική προειδοποίηση που του παρέχει τη δυνατότητα να προσαρμόσει και να βελτιώσει τις επιδόσεις του ανάλογα με τις απαιτήσεις της υπηρεσίας.

(βλ. σκέψη 84)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: Rozand-Lambiotte κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 102

5.      Μολονότι το δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου μπορεί να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε αποσπάσματα εγγράφων των παραρτημάτων, τα παραρτήματα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων και δεν μπορούν, συνεπώς, να χρησιμεύσουν για την ανάπτυξη ενός λόγου εκτιθέμενου συνοπτικώς με το δικόγραφο της προσφυγής, μέσω της προβολής αιτιάσεων ή επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε αυτή. Ο προσφεύγων πρέπει να αναφέρει με το δικόγραφο της προσφυγής του τις συγκεκριμένες αιτιάσεις επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το Πρωτοδικείο καθώς και, τουλάχιστον συνοπτικώς, τα νομικά και τα επί των πραγματικών περιστατικών στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν αυτές οι αιτιάσεις.

Ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, τα παραρτήματα δεν μπορούν κατά μείζονα λόγο να χρησιμεύσουν για την ανάπτυξη λόγου συνοπτικώς εκτιθέμενου στο δικόγραφο της προσφυγής, μέσω της προβολής αιτιάσεων ή επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε αυτή, καθόσον, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το γραπτό στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, πλην αποφάσεως περί του αντιθέτου, μία και μόνον ανταλλαγή υπομνημάτων. Η ιδιομορφία αυτή της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασίας εξηγεί γιατί, σε αντιδιαστολή προς ό,τι προβλέπεται για την ενώπιον του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η έκθεση των λόγων και των επιχειρημάτων στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορεί να είναι συνοπτική. Η ευελιξία αυτή θα είχε ως συνέπεια, στην πράξη, να στερεί σε μεγάλο βαθμό από τον ειδικό και μεταγενέστερο κανόνα που διατυπώνεται στο παράρτημα I του Οργανισμού του Δικαστηρίου τη χρησιμότητά του.

(βλ. σκέψεις 86 και 87)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 30 Ιανουαρίου 2007, T‑340/03, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑107, σκέψη 167

6.      Με το άρθρο 84, παράγραφος 3, του ΚΛΠ επιδιώκεται να παρασχεθούν στον αξιολογητή και στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή μεγαλύτερα περιθώρια εκτιμήσεως των ικανοτήτων και των επιδόσεων δοκίμου υπαλλήλου υπό το πρίσμα του συμφέροντος της υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, δεν απόκειται στον κοινοτικό δικαστή να υποκαταστήσει με την κρίση του την κρίση των οργάνων όσον αφορά τη σημασία των στοιχείων αξιολογήσεως δοκιμαστικής υπηρεσίας, καθόσον ο έλεγχός του περιορίζεται στην εξακρίβωση της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψη 89)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: Rozand-Lambiotte κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 112

ΔΔΔ: Krcova κατά Δικαστηρίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 62

7.      Οι διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονται στους υπαλλήλους κατά τη βαθμολόγησή τους δεν μπορούν να επεκταθούν στους δόκιμους υπαλλήλους. Η νομική και πραγματική κατάσταση των μονίμων υπαλλήλων παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές σε σχέση με αυτή των δοκίμων υπαλλήλων. Ειδικότερα, η πραγματική κατάσταση του δοκίμου υπαλλήλου δεν είναι συγκρίσιμη προς την κατάσταση υπαλλήλου που ασκεί τα καθήκοντά του επί πολλά έτη. Επιπλέον, οι κανόνες σχετικά με τη βαθμολόγηση των υπαλλήλων δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην αξιολόγηση των δοκίμων υπαλλήλων. Η έκθεση βαθμολογίας του μονίμου υπαλλήλου και η έκθεση κρίσεως που καταρτίζεται κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας επιτελούν διακεκριμένες μεταξύ τους λειτουργίες, εφόσον η έκθεση κρίσεως που καταρτίζεται κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας αποβλέπει πρωτίστως στην αξιολόγηση της ικανότητας του δοκίμου υπαλλήλου προς εκπλήρωση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί, ενώ η κύρια λειτουργία της εκθέσεως βαθμολογίας είναι να εξασφαλίζει στη Διοίκηση περιοδική και κατά το δυνατόν πληρέστερη ενημέρωση ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες ο υπάλληλος εκπληρώνει τα καθήκοντά του.

(βλ. σκέψεις 92 και 95)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: Doktor κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 85 και 86

8.      Η έκθεση κρίσεως που καταρτίζεται κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας συμβασιούχου υπαλλήλου και οι μεταγενέστερες γνώμες, όπως η γνώμη του προϊσταμένου ή της επιτροπής εκθέσεων, δεν είναι βλαπτικές πράξεις υπό την έννοια του άρθρου 25 του ΚΥΚ στο οποίο παραπέμπουν το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 81 του ΚΛΠ. Κατά συνέπεια, μολονότι η έκθεση κρίσεως που καταρτίζεται κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας και οι μεταγενέστερες γνώμες πρέπει να είναι αρκούντως τεκμηριωμένες για να παράσχουν στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή τη δυνατότητα να αιτιολογήσει και να λάβει την απόφασή της, δεν χρειάζεται, πάντως, να περιγράφουν διεξοδικά το σύνολο των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζονται. Ειδικότερα, ο αξιολογητής δεν είναι υποχρεωμένος να περιγράφει το σύνολο των δραστηριοτήτων του δοκίμου υπάλληλου ούτε να αναφέρει κατά τρόπο εξαντλητικό και διεξοδικό τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την περίοδο της δοκιμαστικής υπηρεσίας. Δεν μπορεί, επιπλέον, να απαιτηθεί από τον αξιολογητή, τον προϊστάμενο του υπαλλήλου ή την επιτροπή εκθέσεων να αναλύουν όλα τα πραγματικά ή νομικά σημεία που είχε προβάλει ο δόκιμος υπάλληλος στην αυτοαξιολόγησή του ή σε συμπληρωματικά σημειώματα.

(βλ. σκέψη 93)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 25 Μαρτίου 1982, 98/81, Munk κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1155, σκέψη 14

9.      Μολονότι ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 84, παράγραφος 3, του ΚΛΠ είναι να εγγυηθεί στους συμβασιούχους υπαλλήλους το δικαίωμα να υποβάλουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους στην αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή και να τους εξασφαλίσει ότι οι παρατηρήσεις αυτές θα ληφθούν υπόψη, το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, του ιδίου Καθεστώτος και το άρθρο 25 του ΚΥΚ, στα οποία παραπέμπει το άρθρο 81 του ΚΛΠ προκειμένου περί των συμβασιούχων υπαλλήλων, δεν αφορούν τις γνώμες των προϊσταμένων οι οποίοι γνωμοδοτούν στο πλαίσιο των διαδικασιών αξιολογήσεως. Επομένως, αυτοί δεν μπορούν να υποχρεωθούν να λάβουν ρητώς θέση, στο πλαίσιο αιτιολογήσεως, ως προς όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει ο δόκιμος υπάλληλος.

(βλ. σκέψεις 103 και 105)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 21 Σεπτεμβρίου 1999, T‑98/98, Trigari-Venturin κατά Μεταφραστικού Κέντρου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑159 και II‑821, σκέψη 57

10.    Η απόφαση περί απολύσεως εκτάκτου υπαλλήλου κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Στο μέτρο που το άρθρο 81 του ΚΛΠ παραπέμπει, όσον αφορά τους συμβασιούχους υπαλλήλους, στο άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, το οποίο εφαρμόζεται στους έκτακτους υπαλλήλους, και η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει την εφαρμογή και στους εν λόγω έκτακτους υπαλλήλους του ευεργετήματος του άρθρου 25 του ΚΥΚ, το οποίο επιβάλλει υποχρέωση αιτιολογήσεως κάθε βλαπτικής πράξεως, η απόφαση περί μη μονιμοποιήσεως συμβασιούχου υπαλλήλου κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

Η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη όταν εκδίδεται εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και του επιτρέπει να αντιληφθεί την έκταση του μέτρου που ελήφθη έναντι αυτού. Τούτο συμβαίνει όταν της αποφάσεως αυτής προηγήθηκαν συζητήσεις με τους ιεραρχικώς ανωτέρους υπαλλήλους που αφορούσαν την επίμαχη κατάσταση. Επιπλέον, πληροί την απαίτηση αυτή η απόφαση η οποία παραπέμπει σε έγγραφο το οποίο βρίσκεται ήδη στην κατοχή του ενδιαφερομένου και περιέχει τα στοιχεία επί των οποίων το κοινοτικό όργανο στήριξε την απόφασή του.

(βλ. σκέψεις 115 και 117)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 7 Μαρτίου 1990, C‑116/88 και C‑149/88, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑599, σκέψεις 26 και 27

ΠΕΚ: 15 Οκτωβρίου 1997, T‑331/94, IPK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1665, σκέψη 52· Trigari-Venturin κατά Μεταφραστικού Κέντρου, προπαρατεθείσα, σκέψη 84

11.    Η Διοίκηση διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως ως προς την αξιολόγηση των ικανοτήτων και των επιδόσεων δοκίμου υπαλλήλου και ως προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Ειδικότερα, από τη χρήση των όρων «κατ’ εξαίρεση» στο άρθρο 84, παράγραφος 3, του ΚΛΠ προκύπτει σαφώς ότι η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να κρίνει, αναλόγως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και των κατ’ ιδίαν περιστάσεων, σε ποια περίπτωση είναι επιθυμητή η παράταση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να κολάσει την εκτίμηση του οργάνου όσον αφορά το αποτέλεσμα δοκιμαστικής υπηρεσίας παρά μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας.

Μολονότι το καθήκον αρωγής που υπέχει η Διοίκηση έναντι των υπαλλήλων της συνεπάγεται ότι, οσάκις αποφαίνεται επί της καταστάσεως ενός υπαλλήλου, η αρχή συνεκτιμά όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφασή της και ότι, στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνει υπόψη το συμφέρον όχι μόνο της υπηρεσίας αλλά και του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, το καθήκον αυτό δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μετατρέπει σε κανόνα την «εξαιρετική» ευχέρεια παρατάσεως της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας που προβλέπει το άρθρο 84, παράγραφος 3, του ΚΛΠ, χωρίς να αλλοιώνει το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, η οποία αντικατοπτρίζει την ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει δημιουργήσει το εν λόγω Καθεστώς όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της Διοικήσεως και των δοκίμων υπαλλήλων της.

(βλ. σκέψεις 126, 128 και 129)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 27 Ιουνίου 2002, T‑373/00, T‑27/01, T‑56/01 και T‑69/01, Tralli κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑97 και II‑453, σκέψη 76

ΔΔΔ: Krcova κατά Δικαστηρίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 62 και 77

12.    Το άρθρο 8, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ ρυθμίζει το ζήτημα των εξόδων ταξιδίου όσον αφορά τον υπάλληλο του οποίου ο τόπος υπηρεσίας βρίσκεται εκτός της επικράτειας κράτους μέλους. Η διάταξη αυτή προβλέπει το δικαίωμα του ενδιαφερομένου και της οικογένειάς του, για κάθε ημερολογιακό έτος, στην απόδοση των εξόδων ταξιδίου, χωρίς να εξαρτά την απόδοση από τον κανόνα της αναλογίας του άρθρου 8, παράγραφος 3, που έχει εφαρμογή στον υπάλληλο του οποίου ο τόπος υπηρεσίας βρίσκεται στην επικράτεια κράτους μέλους. Ο υπάλληλος ο οποίος υπηρετεί σε τρίτη χώρα έχει δικαίωμα στην πλήρη απόδοση των εξόδων ταξιδίου στα οποία υποβλήθηκε, ανεξαρτήτως της πραγματικής διάρκειας της υπηρεσίας του. Η εν λόγω διαφορά αποδοχών δεν ενέχει δυσμενή διάκριση, εφόσον η κατάσταση των υπαλλήλων των οποίων ο τόπος υπηρεσίας βρίσκεται στην επικράτεια κράτους μέλους και αυτή των υπαλλήλων που υπηρετούν εκτός της επικράτειας αυτής παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.

(βλ. σκέψεις 155 και 158 έως 160)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 23 Ιανουαρίου 2007, F‑43/05, Chassagne κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 97

13.    Ο μηχανισμός που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, όσον αφορά την απόδοση των εξόδων ταξιδίου για τους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτη χώρα, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ από τον κοινοτικό νομοθέτη κατά τη μεταρρύθμιση του Καθεστώτος του 2004, προϋποθέτει ότι το ταξίδι όντως πραγματοποιήθηκε και το κόστος του πράγματι καταβλήθηκε. Μολονότι στη διάταξη αυτή δεν γίνεται πλέον αναφορά στην υποχρέωση προσκομίσεως δικαιολογητικών εγγράφων, η υποχρέωση αυτή είναι σύμφυτη με την προϋπόθεση ότι το ταξίδι όντως πραγματοποιήθηκε.

(βλ. σκέψεις 168 και 169)