ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 25ης Ιουνίου 2014

Υπόθεση F‑47/08 DEP

Willy Buschak

κατά

Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης
και Εργασίας (Eurofound)

«Υπαλληλική υπόθεση — Διαδικασία — Καθορισμός των δικαστικών εξόδων — Παραδεκτό — Νομικό έρεισμα της αιτήσεως — Άρθρο 92 του Κανονισμού Διαδικασίας — Ερμηνεία της αιτήσεως — Εκπρόθεσμο — Έξοδα μετάφρασης»

Αντικείμενο:      Αίτηση καθορισμού των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων, βάσει του άρθρου 92 του Κανονισμού Διαδικασίας, με την οποία το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound, ή στο εξής: Ίδρυμα) υπέβαλε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης το παρόν αίτημα καθορισμού των δικαστικών εξόδων κατόπιν της εκδόσεως της διατάξεως Buschak κατά Eurofound (F‑47/08, EU:F:2010:20).

Απόφαση:      Το συνολικό ποσό των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων που ο W. Buschak πρέπει να καταβάλει στο Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας στην υπόθεση F‑47/08, Buschak κατά Eurofound, καθορίζεται σε 9 250 ευρώ.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων — Προθεσμία υποβολής — Υποχρέωση υποβολής της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων εντός ευλόγου προθεσμίας

2.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καθορισμός των εξόδων — Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν — Έννοια — Έξοδα σχετικά με την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία — Αποκλείονται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

3.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καθορισμός των εξόδων — Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν — Εκτίμηση βάσει του συνολικού αριθμού των ωρών εργασίας που είναι αντικειμενικά απαραίτητες για τη διεξαγωγή της διαδικασίας

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

4.      Ένδικη διαδικασία — Γλωσσικό καθεστώς — Επιλογή της γλώσσας διαδικασίας

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 35)

1.      Η αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων πρέπει να υποβάλλεται εντός ευλόγου προθεσμίας πέραν της οποίας ο διάδικος που καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα δύναται να θεωρήσει βασίμως ότι ο διάδικος που δύναται να τα απαιτήσει παραιτήθηκε του δικαιώματός του. Περαιτέρω, το εύλογο μιας προθεσμίας πρέπει να εκτιμάται ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με το διακύβευμα που ενέχει η διαφορά για τον ενδιαφερόμενο, με την πολυπλοκότητα της υποθέσεως και με τη συμπεριφορά των παριστάμενων διαδίκων.

(βλ. σκέψη 18)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: διάταξη Dietz κατά Επιτροπής, 126/76 DEP, EU:C:1979:158, σκέψη 1, και απόφαση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, C‑334/12 RX-II, EU:C:2013:134, σκέψεις 28 και 33

ΓΔΕΕ: διάταξη Air France κατά Επιτροπής, T‑2/93 DEP, EU:T:1995:45, σκέψεις 10 επ.

2.      Η αμοιβή που οφείλεται για τις υπηρεσίες που προσέφερε ο δικηγόρος υπαλλήλου κατά το στάδιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας δεν συνιστούν έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν.

Ομοίως δεν θεωρείται έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν η αμοιβή που οφείλει η διοίκηση στον δικηγόρο της για τις υπηρεσίες που αυτός παρέσχε πριν από την άσκηση της προσφυγής. Συγκεκριμένα, όπως και η αμοιβή που ο υπάλληλος οφείλει στον δικηγόρο του για τις ενέργειές του κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, η αμοιβή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται στα έξοδα των οποίων η πραγματοποίηση οφείλεται στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και τα οποία είναι τα μόνα που μπορούν να αναζητηθούν βάσει του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του εν λόγω Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Πράγματι, κάθε διάδικος πρέπει να μπορεί να υποστηρίζει την υπόθεσή του υπό συνθήκες οι οποίες, καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, δεν έχουν ως αποτέλεσμα να περιέρχεται σε κατάσταση αμιγώς δυσμενέστερη σε σχέση με τον αντίδικο. Αυτό όμως θα συνέβαινε αν ο υπάλληλος επρόκειτο, σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής του, να πρέπει να καταβάλει την αμοιβή του δικηγόρου στον οποίο η Διοίκηση προσέφυγε ήδη από το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, ενώ αν η προσφυγή του ευδοκιμούσε, δεν θα μπορούσε να αναζητήσει την αμοιβή που θα είχε καταβάλει για υπηρεσίες παρασχεθείσες κατά το ίδιο στάδιο. Επιπλέον, η προοπτική της ενδεχόμενης υποχρεώσεως καταβολής σημαντικού ποσού για έξοδα που αφορούν υπηρεσίες παρασχεθείσες πριν από την ένδικη διαδικασία δύναται να εμποδίσει την πρόσβαση στον δικαστή και συνεπώς να επηρεάσει ριζικά το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

(βλ. σκέψεις 33 και 34)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διάταξη Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑177/94 DEP, T‑377/94 DEP και T‑99/95 DEP, EU:T:1998:139, σκέψη 18, και απόφαση Nardone κατά Επιτροπής, T‑57/99, EU:T:2008:555, σκέψη 139

3.      Ο δικαστής δεν δεσμεύεται από τον υπολογισμό που προσκομίζει ο διάδικος που αναζητεί τα έξοδα, αλλά οφείλει να λάβει υπόψη μόνο τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας που δύνανται να θεωρηθούν αντικειμενικά απαραίτητες για τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Ωστόσο, η ένδειξη «λήψη οδηγιών και σύνταξη σχεδίων» που εμφανίζεται επανειλημμένως στη λεπτομερή έκθεση των υπηρεσιών που παρέσχε δικηγόρος, για την περίοδο μετά την άσκηση της προσφυγής, δεν αποτελεί παρά γενική διατύπωση, οπότε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αναγκάζεται να ερμηνεύσει αυστηρά τον αντικειμενικά απαραίτητο χαρακτήρα των εν λόγω υπηρεσιών. Το αυτό συμβαίνει στην περίπτωση αναφορών που περιλαμβάνονται σε αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, κατά τις οποίες ο συνήγορος χρειάστηκε να «συντάξει τις αναγκαίες παρατηρήσεις» και να «παράσχει όλες τις γενικής φύσεως συμβουλές».

Επιπλέον, αν ο δικηγόρος διαδίκου τον έχει ήδη συνδράμει στο πλαίσιο διαδικασιών ή ενεργειών που προηγήθηκαν της σχετικής διαφοράς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο δικηγόρος αυτός διαθέτει γνώση στοιχείων κρίσιμων για τη διαφορά αυτή που μπορεί να έχει διευκολύνει την εργασία του και να έχει μειώσει τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας για την ένδικη διαδικασία.

(βλ. σκέψεις 38, 40 και 42)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διατάξεις Le Levant 015 κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑34/02 DEP, EU:T:2010:559, σκέψη 43, και Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑126/11 P, EU:T:2014:171, σκέψη 38

ΔΔΔΕΕ: διατάξεις Schönberger κατά Κοινοβουλίου, F‑7/08 DEP, EU:F:2010:32, σκέψη 29, και Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής, F‑50/09 DEP, EU:F:2012:147, σκέψη 21

4.      Δυνάμει του άρθρου 257, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, του άρθρου 64 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του εν λόγω Οργανισμού, οι διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί γλωσσικού καθεστώτος εφαρμόζονται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Από το άρθρο 35, παράγραφοι 1 έως 3, αυτού του Κανονισμού Διαδικασίας όμως προκύπτει ότι ο προσφεύγων έχει το δικαίωμα να επιλέξει τη γλώσσα της διαδικασίας. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν κυρίως στην προστασία της θέσεως του διαδίκου που προτίθεται να αμφισβητήσει τη νομιμότητα διοικητικής πράξεως εκδοθείσας από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που χρησιμοποίησε προς τούτο το οικείο θεσμικό όργανο.

Επιπλέον, το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, ΣΛΕΕ και το άρθρο 41, παράγραφος 4, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζουν σε όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα να απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης σε μία από τις γλώσσες των Συνθηκών και να λαμβάνουν απάντηση στην ίδια γλώσσα. Καίτοι όμως οι διατάξεις αυτές δεν ρυθμίζουν τη χρήση των γλωσσών στο πλαίσιο των εν λόγω θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών και η εφαρμογή τους στις σχέσεις εργασίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης δεν είναι προφανής, πρέπει εντούτοις να παρατηρηθεί ότι ένα πρόσωπο που δεν είναι πλέον υπάλληλος θεσμικού οργάνου όταν ασκεί την κύρια προσφυγή του εξωτερικεύει, με την προσφυγή αυτή, τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ αυτού και του εν λόγω οργάνου. Έχει συνεπώς την επιλογή της γλώσσας διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ανεξαρτήτως της γλώσσας εργασίας του θεσμικού οργάνου στο οποίο ανήκε προηγουμένως και στο τελευταίο αυτό όργανο εναπόκειται να προσαρμοσθεί στην επιλογή αυτή χωρίς να τον επιβαρύνει τελικώς με τη σχετική δαπάνη.

(βλ. σκέψεις 44, 46 και 48)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διάταξη BP Chemicals κατά Επιτροπής, T‑11/95, EU:T:1996:91, σκέψη 9

ΔΔΔΕΕ: διάταξη BI κατά Cedefop, F‑31/11, EU:F:2012:28, σκέψη 18