ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 26ης Νοεμβρίου 2018 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Θεσμικό δίκαιο – Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση – Συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρηση – Άρθρο 50 ΣΕΕ – Απόφαση του Συμβουλίου με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο για τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας – Πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης – Προπαρασκευαστική πράξη – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Απουσία άμεσου επηρεασμού – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-458/17,

Harry Shindler, κάτοικος Porto d’Ascoli (Ιταλία), και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενοι από τον J. Fouchet, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους M. Bauer και R. Meyer,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ, Ευρατόμ) του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2017, με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας για συμφωνία που θα καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση (έγγραφο XT 21016/17), συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματος της αποφάσεως αυτής που καθορίζει τις οδηγίες για τη διαπραγμάτευση της εν λόγω συμφωνίας (έγγραφο XT 21016/17 ADD 1 REV 2),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, L. Madise, R. da Silva Passos, K. Kowalik-Bańczyk και C. Mac Eochaidh, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Ιουλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 23 Ιουνίου 2016, οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας αποφάσισαν με δημοψήφισμα υπέρ της αποχωρήσεως της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2        Στις 13 Μαρτίου 2017, το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου εξέδωσε τον European Union (Notification of Withdrawal) Act 2017 [νόμο του 2017 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Γνωστοποίηση αποχωρήσεως)], εξουσιοδοτώντας την Πρωθυπουργό να γνωστοποιήσει την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ένωση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

3        Στις 29 Μαρτίου 2017, η Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου γνωστοποίησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεση του κράτους μέλους αυτού να αποχωρήσει από την Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ) (στο εξής: πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως).

4        Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προέβη αυθημερόν σε δήλωση παραλαβής της πράξεως γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως.

5        Στις 29 Απριλίου 2017, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε κατευθυντήριες γραμμές που ορίζουν το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που προβλέπει το άρθρο 50 ΣΕΕ και καθορίζουν τις γενικές θέσεις και αρχές που θα προβάλλει η Ένωση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης.

6        Στις 22 Μαΐου 2017, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε, βάσει των διατάξεων του άρθρου 50 ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και κατόπιν της από 3 Μαΐου 2017 συστάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την απόφαση με την οποία παρασχέθηκε στην Επιτροπή εξουσιοδότηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο για συμφωνία που θα καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του από την Ένωση και την Ευρατόμ (στο εξής, αφενός: συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρηση ή συμφωνία αποχωρήσεως, και, αφετέρου: προσβαλλόμενη απόφαση).

7        Η προσβαλλόμενη απόφαση ορίζει την Επιτροπή ως διαπραγματευτή της Ένωσης (άρθρο 1) και διευκρινίζει ότι οι διαπραγματεύσεις θα διεξαχθούν βάσει των κατευθυντήριων γραμμών που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και σύμφωνα με τις οδηγίες διαπραγματεύσεως που παρατίθενται στο παράρτημα της εν λόγω αποφάσεως (άρθρο 2).

8        Το παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως (έγγραφο XT – 21016/17 ADD 1 REV 2) περιλαμβάνει οδηγίες διαπραγματεύσεως που προορίζονται για το πρώτο στάδιο των διαπραγματεύσεων, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα των πολιτών, έναν ενιαίο δημοσιονομικό κανονισμό, την κατάσταση των εμπορευμάτων που έχουν διατεθεί στην αγορά και τα αποτελέσματα των διαδικασιών βάσει του δικαίου της Ένωσης, τα άλλα διοικητικά θέματα που αφορούν τη λειτουργία της Ένωσης, καθώς και τη διαχείριση της συμφωνίας αποχωρήσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στις 21 Ιουλίου 2017, οι προσφεύγοντες, ήτοι ο Harry Shindler και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα, άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

10      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Οκτωβρίου 2017, το Συμβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Οκτωβρίου 2017, η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να της επιτρέψει να παρέμβει στην παρούσα δίκη προς υποστήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου, δυνάμει του άρθρου 143 του Κανονισμού Διαδικασίας.

12      Στις 30 Νοεμβρίου 2017, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

13      Κατόπιν προτάσεως του ενάτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

14      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 130, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία, την οποία περιόρισε στο ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής.

15      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Ιουλίου 2018.

16      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών για τη διαπραγμάτευση που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της αποφάσεως,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένης της δικηγορικής αμοιβής ύψους 5 000 ευρώ.

17      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη,

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

18      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Σεπτεμβρίου 2018, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν ένα νέο αποδεικτικό στοιχείο, κατά την έννοια του άρθρου 85 του Κανονισμού Διαδικασίας, παρασχέθηκε δε στο Συμβούλιο η δυνατότητα να λάβει θέση επ’ αυτού.

 Σκεπτικό

19      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ είναι προδήλως απαράδεκτη, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεκτική προσφυγής ασκουμένης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο και οι προσφεύγοντες δεν έχουν έννομο συμφέρον, ούτε νομιμοποιούνται ενεργητικώς προς άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

20      Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν την ορθότητα της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου και εκτιμούν ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

21      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αποφανθεί ως προς το αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεκτική προσφυγής καθώς και ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση των προσφευγόντων κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και να εξετάσει, στο πλαίσιο αυτό, εάν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες. Ειδικότερα, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων.

22      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν χωρεί προσφυγή ακυρώσεως, καθόσον η απόφαση αυτή αποτελεί, έναντι των προσφευγόντων, προκαταρκτικό μέτρο ή μέτρο προπαρασκευαστικού χαρακτήρα, με στόχο την προετοιμασία της συμφωνίας που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρηση που προβλέπει το άρθρο 50 ΣΕΕ. Η εξουσιοδότηση της Επιτροπής να αρχίσει διαπραγματεύσεις, εξ ονόματος της Ένωσης, και να τις διεξαγάγει με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και σύμφωνα με τις οδηγίες διαπραγματεύσεως που παρατίθενται στο παράρτημα της αποφάσεως δεν επηρεάζει τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων, που παραμένει η ίδια πριν και μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

23      Επιπλέον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι προσφεύγοντες δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κυρίως διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν τους αφορά άμεσα. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ως προς τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων. Πρώτον, η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν ενεργοποιήθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά από την πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως. Εάν το Συμβούλιο δεν είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 50 ΣΕΕ θα είχε εξακολουθήσει και, δύο έτη μετά την πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρούσε από την Ένωση χωρίς συμφωνία καθορίζουσα τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του. Δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν «επικύρωσε» την πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, αλλά συνήγαγε απλώς τις συνέπειες της εθνικής αυτής αποφάσεως, χωρίς να έχει καμία επίπτωση στα δικαιώματα των προσφευγόντων. Ανεξάρτητα από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να είναι μέλος της Ένωσης μέχρι την ημερομηνία της αποχωρήσεώς του και οι προσφεύγοντες εξακολουθούν να απολαύουν των δικαιωμάτων που αντλούν, συναφώς, από τις Συνθήκες. Μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 50 ΣΕΕ είναι δυνατόν να επηρεαστούν τα δικαιώματα των προσφευγόντων, σε βαθμό που, εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί.

24      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δύναται να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι η ενεργητική τους νομιμοποίηση απορρέει από το γεγονός ότι είναι απόδημοι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου και πολίτες της Ένωσης, ότι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης και ότι στερήθηκαν, λόγω της γνωστής ως «15 years rule» (κανόνας των 15 ετών) νομοθεσίας, του δικαιώματος ψήφου κατά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 και κατά τις γενικές εκλογές της 7ης Μαΐου 2015 που είχαν ως αποτέλεσμα την ανάδειξη των βουλευτών που «επικύρωσαν» το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με την ψήφιση του νόμου του 2017 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Γνωστοποίηση αποχωρήσεως).

25      Πρώτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει άμεσες συνέπειες επί των δικαιωμάτων που αντλούν από τις Συνθήκες, ιδίως όσον αφορά την ιδιότητά τους ως πολιτών της Ένωσης και το δικαίωμά τους ψήφου στις ευρωπαϊκές και δημοτικές εκλογές, το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής, το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας, διαμονής και εργασίας, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και τα δικαιώματά τους όσον αφορά τις κοινωνικές παροχές.

26      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες εκθέτουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί απλό ενδιάμεσο μέτρο πριν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, καθόσον περιλαμβάνει, πέραν της ρητής πράξεως περί ενάρξεως των διαπραγματεύσεων, και μια σιωπηρή πράξη με την οποία το Συμβούλιο αποδέχθηκε την πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως. Με την προσβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνεται η μη αναστρέψιμη «έξοδος» του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση στις 29 Μαρτίου 2019.

27      Τρίτον, οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως οι οδηγίες της για τη διαπραγμάτευση οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα, δεν έχει ως σκοπό να διασφαλίσει τη διατήρηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης για τους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου που την έχουν αποκτήσει πριν από τις 29 Μαρτίου 2019. Είτε επιτευχθεί συμφωνία είτε όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία όσον αφορά την απώλεια, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης στους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου, ιδίως όσον αφορά την ιθαγένεια της Ένωσης.

28      Τέταρτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο όφειλε να αρνηθεί ή να αναστείλει την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Ισχυρίζονται ότι η διαδικασία αποχωρήσεως είναι άκυρη λόγω ελλείψεως συνταγματικής εξουσιοδοτήσεως βεβαίας και βασισμένης στην ψήφο όλων των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίοι είναι επίσης πολίτες της Ένωσης. Υπογραμμίζουν ότι το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο όφειλαν να ζητήσουν δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας της πράξεως γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και ότι το Συμβούλιο όφειλε να ζητήσει από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει, δυνάμει του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, όσον αφορά τη συμβατότητα με τις Συνθήκες της στερήσεως του δικαιώματος ψήφου των αποδήμων πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου και της έμμεσης αντιπροσωπεύσεώς τους από τους βουλευτές. Προσθέτουν ότι τυχόν απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής ως απαράδεκτης θα παραβίαζε την αρχή της δημοκρατίας.

29      Πέμπτον, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι το μοναδικό αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα ενώπιον του δικαστή της Ένωσης πριν από την αναπόφευκτη απώλεια της ιδιότητάς τους ως πολιτών της Ένωσης που θα επέλθει στις 29 Μαρτίου 2019, λόγω της προσβαλλομένης αποφάσεως.

30      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκείται κατά όλων των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη φύση ή τη μορφή τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων, ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, και της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C-362/08 P, EU:C:2010:40, σκέψη 51).

31      Εξάλλου, οσάκις, όπως εν προκειμένω, η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται από μη προνομιούχους προσφεύγοντες κατά πράξεως της οποίας δεν είναι οι αποδέκτες, η προϋπόθεση κατά την οποία τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα του προσβαλλομένου μέτρου πρέπει να είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, συμπίπτει με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C-475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 38).

32      Πράγματι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η ενεργητική νομιμοποίηση ενός φυσικού ή νομικού προσώπου για την άσκηση προσφυγής κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης προϋποθέτει, τουλάχιστον, ότι η πράξη αυτή, είτε είναι κανονιστική είτε όχι, το αφορά άμεσα. Η ίδια η προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία η πράξη κατά της οποίας ασκείται προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα το προσφεύγον φυσικό ή νομικό πρόσωπο, απαιτεί το προσβαλλόμενο μέτρο να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως του προσφεύγοντος (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής, C-386/96 P, EU:C:1998:193, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C-463/10 P και C-475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 66).

33      Επομένως τόσο η απαίτηση κατά την οποία τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα του προσβαλλομένου μέτρου πρέπει να είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, όσο και η προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία η πράξη κατά της οποίας ασκείται προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα το προσφεύγον φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως προβλέπεται από το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προϋποθέτουν ότι η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση προσφυγή απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων.

34      Εν προκειμένω, όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει άμεσα τέτοιου είδους αποτελέσματα.

35      Η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη από το Συμβούλιο βάσει των διατάξεων του άρθρου 50, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

36      Το άρθρο 50, παράγραφοι 1 έως 3, ΣΕΕ, ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.

2.      Το κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας αυτής γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμφωνία συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

3.      Οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής.»

37      Το άρθρο 218, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, προβλέπει τα εξής:

«3.      Η Επιτροπή […] υποβάλλει συστάσεις στο Συμβούλιο, το οποίο εκδίδει απόφαση που επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων και ορίζει, ανάλογα με το αντικείμενο της σχεδιαζόμενης συμφωνίας, τον διαπραγματευτή ή τον επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας της Ένωσης.»

38      Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Η απόφαση αυτή εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις, εξ ονόματος της Ένωσης, για συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του από την Ένωση και από την Ευρατόμ και ορίζει την Επιτροπή ως διαπραγματευτή της Ένωσης (άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζει ότι οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και σύμφωνα με τις οδηγίες διαπραγματεύσεως που παρατίθενται στο παράρτημα της αποφάσεως (άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

39      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι απόφαση που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 218, παράγραφοι 3 και 4, ΣΛΕΕ παράγει έννομα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, καθώς και μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C-114/12, EU:C:2014:2151, σκέψη 40, και της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C-425/13, EU:C:2015:483, σκέψη 28).

40      Διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, καθώς και μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ιδίως έναντι της Επιτροπής. Πράγματι, η Επιτροπή, δυνάμει της αποφάσεως αυτής, εξουσιοδοτείται να αρχίσει διαπραγματεύσεις για συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και σύμφωνα με τις οδηγίες διαπραγματεύσεως που εξέδωσε το Συμβούλιο.

41      Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων.

42      Καταρχάς, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, δεν πρέπει να συγχέεται με την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ένωση, όπως προβλέπεται από το άρθρο 50, παράγραφος 1, ΣΕΕ.

43      Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει επίσης να διακρίνεται από την πράξη της 29ης Μαρτίου 2017, με την οποία η Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου γνωστοποίησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του κράτους αυτού να αποχωρήσει από την Ένωση και από την Ευρατόμ. Η πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, και όχι η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι εκείνη που κίνησε τη διαδικασία αποχωρήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 50, παράγραφοι 2 και 3, ΣΕΕ, και ενεργοποίησε την προθεσμία των δύο ετών, που προβλέπει το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ, μετά το πέρας της οποίας, ελλείψει συμφωνίας αποχωρήσεως, οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής.

44      Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου που κατοικούν σε ένα από τα κράτη μέλη της Ένωσης των 27 κρατών μελών (στο εξής: Ένωση των 27), είτε πρόκειται για την κατάστασή τους κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως είτε για την κατάστασή τους από την ημερομηνία αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση και μετά. Ειδικότερα, εσφαλμένως οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι θίγονται άμεσα, ιδίως όσον αφορά την ιδιότητά τους ως πολίτες της Ένωσης και το δικαίωμά τους ψήφου στις ευρωπαϊκές και δημοτικές εκλογές, το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής, το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας, διαμονής και εργασίας, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και τα δικαιώματά τους όσον αφορά τις κοινωνικές παροχές.

45      Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θίγει τα δικαιώματα των προσφευγόντων, οι οποίοι απολαύουν, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο, των ίδιων δικαιωμάτων πριν και μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Όσον αφορά τα δικαιώματα των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ένωση των 27 από την ημερομηνία αποχωρήσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί απλώς προπαρασκευαστική πράξη της τελικής συμφωνίας, της οποίας η σύναψη είναι απλώς ενδεχόμενη και θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης αποφάσεως του Συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά απόφαση του Συμβουλίου με την οποία εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με σκοπό τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας, απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, Efler κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-754/14, EU:T:2017:323, σκέψη 34).

46      Ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα επηρέαζε, συνεπώς, τη νομική κατάσταση των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου, και ιδίως αυτών οι οποίοι, όπως οι προσφεύγοντες, κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης και δεν είχαν δικαίωμα ψήφου κατά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 και κατά τις γενικές εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου. Δεν θα συνεπαγόταν ούτε την ακύρωση της πράξεως γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, ούτε την αναστολή της προθεσμίας των δύο ετών που προβλέπεται από το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Τα δικαιώματα των προσφευγόντων θα παρέμεναν αμετάβλητα.

47      Μολονότι είναι αληθές ότι η νομική κατάσταση των προσφευγόντων, ιδίως όσον αφορά την ιδιότητά τους ως πολιτών της Ένωσης, μπορεί να επηρεαστεί κατά τη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, ανεξάρτητα από το αν θα καταστεί δυνατή η σύναψη συμφωνίας αποχωρήσεως, εντούτοις ο ενδεχόμενος αυτός επηρεασμός των δικαιωμάτων τους, ο οποίος άλλωστε δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί, επί του παρόντος, ούτε ως προς το περιεχόμενο του ούτε ως προς την έκτασή του, δεν είναι απόρροια της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μην μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως και, επιπλέον, να μη νομιμοποιούνται ενεργητικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

49      Κανένα από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες δεν δύναται να κλονίσει το ως άνω συμπέρασμα.

50      Πρώτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί απλό ενδιάμεσο μέτρο πριν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, καθόσον περιλαμβάνει, πέραν της ρητής πράξεως περί ενάρξεως των διαπραγματεύσεων, και μια σιωπηρή πράξη με την οποία το Συμβούλιο αποδέχθηκε την πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως. Με την προσβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνεται η μη αναστρέψιμη «έξοδος» του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση στις 29 Μαρτίου 2019.

51      Ένα τέτοιο επιχείρημα δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό.

52      Είναι αληθές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί απλό ενδιάμεσο μέτρο ή προπαρασκευαστική πράξη πριν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, καθόσον εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών καθώς και μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τα κράτη μέλη καθώς και τα εν λόγω όργανα, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα, όπως αυτά περιγράφονται στη σκέψη 40 ανωτέρω. Αντιθέτως, αυτό δεν συμβαίνει όσον αφορά τους προσφεύγοντες, για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να θεωρηθεί ως προπαρασκευαστική πράξη η οποία, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 41 έως 48 ανωτέρω, δεν παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα.

53      Επιπλέον, εσφαλμένως οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει σιωπηρή απόφαση αποδοχής της πράξεως γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως και ότι με αυτή βεβαιώνεται η «έξοδος» του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση.

54      Όπως προεξετέθη στις σκέψεις 42 και 43, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ένωση, όπως προβλέπεται από το άρθρο 50, παράγραφος 1, ΣΕΕ, ούτε με την πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως.

55      Επιπλέον, το Συμβούλιο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έλαβε σιωπηρή απόφαση αποδοχής της πράξεως γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως.

56      Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 50 ΣΕΕ, προκύπτει ότι η δυνατότητα κράτους μέλους να αποχωρήσει από την Ένωση βασίζεται σε μονομερή απόφασή του που λαμβάνεται σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες. Το άρθρο 50, παράγραφος 1, ΣΕΕ ορίζει, συνεπώς, ότι κράτος μέλος μπορεί να «αποφασίσει» να αποχωρήσει από την Ένωση. Το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, ορίζει επίσης ότι το κράτος μέλος «αποφασίζει» να αποχωρήσει από την Ένωση και προβαίνει σε γνωστοποίηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της προθέσεώς του να αποχωρήσει από την Ένωση, και όχι σε υποβολή αιτήματος αποχωρήσεως.

57      Το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ επιβεβαιώνει ότι η δυνατότητα κράτους μέλους να αποχωρήσει από την Ένωση δεν υπόκειται σε έγκριση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ, ελλείψει συμφωνίας αποχωρήσεως οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση εκ μέρους του της προθέσεως του να αποχωρήσει από την Ένωση, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής.

58      Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι το άρθρο 50, παράγραφος 1, ΣΕΕ ορίζει ότι η απόφαση με την οποία κράτος μέλος αποφασίζει να αποχωρήσει από την Ένωση λαμβάνεται σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες, εντούτοις τούτο δεν σημαίνει ότι, κατόπιν της αποφάσεως περί αποχωρήσεως, τα θεσμικά όργανα λαμβάνουν απόφαση αποδοχής, με την οποία ελέγχουν την τήρηση των εν λόγω κανόνων από το εν λόγω κράτος. Πράγματι, μια τέτοια απόφαση περί αποδοχής από το Συμβούλιο ή από οποιοδήποτε άλλο όργανο της Ένωσης δεν έχει λόγο υπάρξεως και δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 50 ΣΕΕ.

59      Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 ΣΕΕ, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία απόφαση που να επικυρώνει ή να αποδέχεται την πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως. Εξάλλου, το θεσμικό όργανο στο οποίο απευθυνόταν η πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως δεν ήταν το Συμβούλιο αλλά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο, στις 29 Μαρτίου 2017, προέβη σε δήλωση παραλαβής της εν λόγω γνωστοποιήσεως. Ομοίως, το Συμβούλιο δεν αποφάσισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα «έφευγε» από την Ένωση στις 29 Μαρτίου 2019. Μολονότι η αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει ότι οι Συνθήκες θα παύσουν να εφαρμόζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμφωνίας αποχωρήσεως ή, ελλείψει αυτής, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής, εντούτοις η σκέψη αυτή, η οποία περιορίζεται στην υπόμνηση του ίδιου του γράμματος του άρθρου 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ, δεν σημαίνει ότι το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα λάβει χώρα στις 29 Μαρτίου 2019.

60      Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει σιωπηρή πράξη με την οποία το Συμβούλιο αποδέχεται την πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, ούτε ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνεται η «έξοδος» του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση στις 29 Μαρτίου 2019.

61      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, και ιδίως οι οδηγίες για τη διαπραγμάτευση που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της αποφάσεως και οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα, δεν έχει ως στόχο να διασφαλίσει τη διατήρηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης για τους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου που την έχουν αποκτήσει πριν από τις 29 Μαρτίου 2019. Δεν υπάρχει αμφιβολία όσον αφορά την απώλεια, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης στους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου. Σε περίπτωση που το Συμβούλιο συνάψει τελική συμφωνία, οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν μόνο να προσδιορίσουν την έκταση της απώλειας όσον αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης για τους απόδημους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου. Ελλείψει συμφωνίας, το Συμβούλιο δεν προέβλεψε, με την προσβαλλόμενη απόφαση και τις οδηγίες για τη διαπραγμάτευση, στόχο διασφαλίσεως των κεκτημένων δικαιωμάτων των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου. Η απόφαση αυτή δεν διασφαλίζει συνεπώς την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης για τους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου και δεν παρέχει καμία βεβαιότητα όσον αφορά τα δικαιώματα των πολιτών του κράτους αυτού, για την περίοδο μετά την ημερομηνία αποχωρήσεως.

62      Ωστόσο, η προσβαλλομένη απόφαση, ιδίως καθόσον περιλαμβάνει τις οδηγίες διαπραγματεύσεως για τη συμφωνία αποχωρήσεως, δεν συνιστά πράξη που καθορίζει τα δικαιώματα των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου που κατοικούν στην Ένωση των 27 σε περίπτωση που συναφθεί συμφωνία. Οι οδηγίες για τη διαπραγμάτευση περιορίζονται στη διευκρίνιση των στόχων της Ένωσης στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο, κάνοντας εξάλλου, τουλάχιστον στις αποδόσεις του κειμένου τους στη γαλλική και στην αγγλική γλώσσα, χρήση κυρίως της δυνητικής εγκλίσεως και όχι επιτακτικής διατυπώσεως. Το σημείο 11 των οδηγιών για τη διαπραγμάτευση αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η διασφάλιση του καθεστώτος και των δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης των 27 και των οικογενειών τους στο Ηνωμένο Βασίλειο και των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου και των οικογενειών τους στην Ένωση των 27 είναι η πρώτη προτεραιότητα για τις διαπραγματεύσεις. Το σημείο III.1 των οδηγιών για τη διαπραγμάτευση, που αφορά τα δικαιώματα των πολιτών, προβλέπει, συνακόλουθα, ότι η συμφωνία «θα πρέπει» να διασφαλίζει το καθεστώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης κατά την ημερομηνία αποχωρήσεως, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των οποίων η απολαβή θα πραγματοποιηθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία καθώς και των υπό απόκτηση δικαιωμάτων (άρθρο 20). Το σημείο III.1 προβλέπει επίσης ότι η συμφωνία «θα πρέπει» να καλύπτει τουλάχιστον τον ορισμό των προσώπων που θα καλύπτονται και ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της «θα πρέπει» να είναι το ίδιο με εκείνο της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77), και να περιλαμβάνει τα άτομα που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1) (άρθρο 21).

63      Συνεπώς, οι οδηγίες για τη διαπραγμάτευση δεν μπορούν να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου που κατοικούν σε κράτος μέλος της Ένωσης των 27. Πρώτον, δεν προσδιορίζουν κατ’ ανάγκη τις οριστικές θέσεις της Ένωσης στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, καθόσον, όπως αναφέρει ρητώς το άρθρο 4 των εν λόγω οδηγιών, ενδέχεται να τροποποιούνται και να συμπληρώνονται, στο μέτρο που απαιτείται, καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, καθώς αυτές εξελίσσονται. Δεύτερον, οι διαπραγματεύσεις ενδέχεται να μην καταλήξουν κατ’ ανάγκη στη σύναψη συμφωνίας. Τρίτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν στη σύναψη συμφωνίας, τα δικαιώματα των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ένωση των 27, που ενδεχομένως θα καθορίζονται από τη συμφωνία αυτή, δεν θα καθοριστούν, εξ ορισμού, μονομερώς από την Ένωση, αλλά θα εξαρτηθούν επίσης από τις θέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Τέταρτον, οι διατάξεις σχετικά με τη διασφάλιση του καθεστώτος και των δικαιωμάτων των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ένωση των 27 από την ημερομηνία αποχωρήσεως, όπως θα προβλέπονται σε ενδεχόμενη συμφωνία, δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου, καθόσον η απόφαση για τη σύναψη της συμφωνίας αποχωρήσεως, λαμβάνεται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Κοινοβουλίου. Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, οι οδηγίες για τη διαπραγμάτευση απευθύνονται μόνο στην Επιτροπή και δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον καθορισμό των δικαιωμάτων των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου που κατοικούν στην Ένωση των 27 από την ημερομηνία αποχωρήσεως.

64      Εξάλλου, το στοιχείο που τονίζουν οι προσφεύγοντες, ότι δηλαδή οι οδηγίες για τη διαπραγμάτευση δεν έχουν ως στόχο να διασφαλίσουν τη διατήρηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης για τους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου που την έχουν αποκτήσει πριν από τις 29 Μαρτίου 2019, ιδίως το δικαίωμα ψήφου στις ευρωπαϊκές και δημοτικές εκλογές, δεν επηρεάζει άμεσα τη νομική τους κατάσταση. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών για τη διαπραγμάτευση, αποτελεί απλώς προπαρασκευαστική πράξη η οποία δεν μπορεί να προδικάσει το περιεχόμενο της ενδεχόμενης τελικής συμφωνίας, ιδίως όσον αφορά το ratione personae πεδίο εφαρμογής των πιθανών διατάξεων σχετικά με τη διασφάλιση του καθεστώτος και των δικαιωμάτων των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ένωση των 27.

65      Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφορά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου για συμφωνία που θα καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρηση, δεν έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό των δικαιωμάτων των πολιτών του εν λόγω κράτους μέλους που κατοικούν στην Ένωση των 27 από την ημερομηνία αποχωρήσεως, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η σύναψη συμφωνίας. Συνεπώς, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν λυσιτελώς να ισχυρίζονται ότι το Συμβούλιο δεν προέβλεψε, με την προσβαλλόμενη απόφαση και τις οδηγίες για τη διαπραγμάτευση, ως στόχο τη διασφάλιση των κεκτημένων δικαιωμάτων των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου ελλείψει συμφωνίας και ότι, κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει καμία βεβαιότητα ως προς τα δικαιώματα των αποδήμων πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου από την ημερομηνία αποχωρήσεως.

66      Το επιχείρημα των προσφευγόντων, που αφορά τους στόχους της προσβαλλομένης αποφάσεως και των οδηγιών για τη διαπραγμάτευση, πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

67      Τρίτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο όφειλε να αρνηθεί ή να αναστείλει την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Ισχυρίζονται ότι η διαδικασία αποχωρήσεως είναι άκυρη λόγω ελλείψεως συνταγματικής εξουσιοδοτήσεως βεβαίας και βασισμένης στην ψήφο όλων των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίοι είναι επίσης πολίτες της Ένωσης, και ότι προφανώς ελλείπει η ratio της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι προσφεύγοντες αναφέρουν ότι στερήθηκαν του δικαιώματος ψήφου κατά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, καθώς και κατά τις εκλογές που ανέδειξαν τους βουλευτές που ψήφισαν τον νόμο του 2017 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Γνωστοποίηση αποχωρήσεως), λόγω του «κανόνα των 15 ετών» (15 years rule), που στερεί το δικαίωμα ψήφου από τους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου που κατοικούν εκτός του εδάφους αυτού για περισσότερα από δεκαπέντε έτη. Εξάλλου, ο νόμος του 2017 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Γνωστοποίηση αποχωρήσεως) δεν προβλέπει την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, αλλά απλώς εξουσιοδοτεί την Πρωθυπουργό να γνωστοποιήσει στην Ένωση την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ένωση. Οι προσφεύγοντες διευκρινίζουν ότι ένα ένδικο βοήθημα εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο όφειλαν να ζητήσουν δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας της πράξεως γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και ότι το Συμβούλιο όφειλε επίσης να ζητήσει από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει, δυνάμει του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, όσον αφορά τη συμβατότητα με τις Συνθήκες της στερήσεως του δικαιώματος ψήφου των αποδήμων πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου και της έμμεσης αντιπροσωπεύσεώς τους από τους βουλευτές. Προσθέτουν ότι τυχόν απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής ως απαράδεκτης θα παραβίαζε την αρχή της δημοκρατίας, στο μέτρο που η στέρηση της ιθαγένειας της Ένωσης, το Μάρτιο του 2019, θα πραγματοποιηθεί υπό παράνομες συνθήκες στερήσεως του δικαιώματος ψήφου των πολιτών της Ένωσης.

68      Με την επιχειρηματολογία αυτή, οι προσφεύγοντες προβάλλουν λόγους ακυρώσεως που αφορούν την ουσία, οι οποίοι αποσκοπούν στην πραγματικότητα να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Βάλλουν, συγκεκριμένα, κατά της αποφάσεως αυτής, καθόσον με αυτή το Συμβούλιο δεν αρνήθηκε ούτε ανέστειλε την έναρξη των διαπραγματεύσεων υπό το πρίσμα των συνθηκών υπό τις οποίες διεξήχθησαν το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 και οι γενικές εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και υπό το πρίσμα του περιεχομένου του νόμου του 2017 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Γνωστοποίηση αποχωρήσεως). Βάλλουν επίσης κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον της εκδόσεώς της δεν προηγήθηκαν ένδικες διαδικασίες με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο της συνταγματικότητας της πράξεως γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως και της συμβατότητας με τις Συνθήκες της στερήσεως του δικαιώματος ψήφου των αποδήμων πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου.

69      Ωστόσο, οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν την ουσία δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής, εφόσον δεν θέτουν εν αμφιβόλω την απουσία άμεσων αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τη έννομη κατάσταση των προσφευγόντων. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο όφειλε να αρνηθεί την έναρξη διαπραγματεύσεων ή όφειλε να εξακριβώσει αν η απόφαση με την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να αποχωρήσει από την Ένωση είχε ληφθεί σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες του κράτους αυτού, γεγονός παραμένει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απλώς παρέχει εξουσιοδότηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο και καθορίζει τις οδηγίες για τη διεξαγωγή των εν λόγω διαπραγματεύσεων, δεν μεταβάλλει την έννομη κατάσταση των προσφευγόντων. Ειδικότερα, το γεγονός ότι κακώς, κατά τους προσφεύγοντες, το Συμβούλιο δεν έκανε χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται από το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, να ζητήσει από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει όσον αφορά τη συμβατότητα της προβλεπόμενης συμφωνίας με τις Συνθήκες, ή παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να τεθούν εκποδών οι προϋποθέσεις παραδεκτού τις οποίες προβλέπει ρητώς το άρθρο 263 ΣΛΕΕ (βλ. υπό την έννοια αυτή, όσον αφορά την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 40), δεδομένου ότι η αίτηση γνωμοδοτήσεως αποτελεί, εξάλλου, δυνατότητα και όχι υποχρέωση του Συμβουλίου.

70      Όσον αφορά τις προβαλλόμενες παραβιάσεις της αρχής της δημοκρατίας, η οποία περιλαμβάνεται στο προοίμιο της Συνθήκης ΕΕ, στο άρθρο 2, ΣΕΕ, καθώς και στο προοίμιο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι η προσφυγή θα έπρεπε να κριθεί παραδεκτή λόγω εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά παραβίαση της αρχής της δημοκρατίας. Πράγματι, μια τέτοια συλλογιστική θα συνεπαγόταν τη συναγωγή του κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως από την ενδεχόμενη έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως. Από τη νομολογία, όμως, προκύπτει ότι η βαρύτητα της φερόμενης παραβάσεως του οικείου οργάνου ή η σημασία της εντεύθεν προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί να αποκλείει την εφαρμογή των δημοσίας τάξεως λόγων απαραδέκτου που προβλέπονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 10ης Μαΐου 2001, FNAB κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C-345/00 P, EU:C:2001:270, σκέψη 40). Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα είναι αλυσιτελές, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιφέρει, αφεαυτής, κανένα περιορισμό στα δικαιώματα των προσφευγόντων.

71      Το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι το Συμβούλιο όφειλε να αρνηθεί ή να αναστείλει την έναρξη των διαπραγματεύσεων, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την έλλειψη συνταγματικής εξουσιοδοτήσεως βεβαίας και βασισμένης στην ψήφο όλων των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου, πρέπει επομένως να απορριφθεί.

72      Τέταρτον και τελευταίον, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι το μοναδικό αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα ενώπιον του δικαστή της Ένωσης πριν από την αναπόφευκτη απώλεια της ιδιότητάς τους ως πολιτών της Ένωσης που θα επέλθει στις 29 Μαρτίου 2019, λόγω της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ούτε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων ούτε, κατά μείζονα λόγο, αγωγή αποζημιώσεως, θα μπορούσαν να εμποδίσουν την άμεση στέρηση της ιθαγένειας της Ένωσης κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Δυνάμει της αρχής σύμφωνα με την οποία η Ένωση βασίζεται στο κράτος δικαίου και δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, οι προσφεύγοντες δεν θα πρέπει να στερηθούν το υπό κρίση ένδικο βοήθημα.

73      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 59, το Συμβούλιο δεν έχει αποφασίσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο «θα φύγει» από την Ένωση στις 29 Μαρτίου 2019. Η ενδεχόμενη απώλεια, για τους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου, της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης στις 29 Μαρτίου 2019 δεν προκύπτει, επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αποτελεί, ως προς τους προσφεύγοντες, απλώς προπαρασκευαστική πράξη.

74      Εξάλλου, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της έννομης τάξεως της Ένωσης διασφαλίζεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, όχι μόνον από το Δικαστήριο, αλλά και από τα δικαστήρια των κρατών μελών (βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο, μία από τις κύριες αιτιάσεις που προβάλλουν οι προσφεύγοντες είναι ότι δεν μπόρεσαν να ψηφίσουν ούτε κατά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, ούτε κατά τις εκλογές για την ανάδειξη των βουλευτών που ψήφισαν τον νόμο του 2017 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Γνωστοποίηση αποχωρήσεως). Ωστόσο, οι εν λόγω διαδικασίες ασκήσεως εκ μέρους των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου του δικαιώματος ψήφου, όπως εξάλλου και η πράξη γνωστοποιήσεως της προθέσεως αποχωρήσεως, ήταν δεκτικές προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου, τα οποία δύνανται, αν παραστεί ανάγκη, να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία των Συνθηκών, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν επανειλημμένως επιληφθεί του ζητήματος της νομιμότητας των διαδικασιών και των πράξεων των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου με αντικείμενο την εφαρμογή της διαδικασίας αποχωρήσεως που προβλέπει το άρθρο 50 ΣΕΕ. Με απόφαση της 28ης Απριλίου 2016, το High Court of Justice (England and Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών (διοικητικές διαφορές), Ηνωμένο Βασίλειο] αποφάνθηκε επί της προσφυγής με την οποία ο Η. Shindler και άλλοι προσφεύγοντες αμφισβητούσαν τη νομιμότητα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου 2016, υποστηρίζοντας ότι οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης για περισσότερο από δεκαπέντε έτη στερήθηκαν του δικαιώματος ψήφου λόγω του «κανόνα των 15 ετών» (15 years rule), κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης. Όπως τονίστηκε κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το ίδιο δικαστήριο, με απόφαση που εξέδωσε στις 12 Ιουνίου 2018, απέρριψε επίσης προσφυγή με την οποία η E. Webster και άλλοι προσφεύγοντες έβαλλαν, υποστηρίζοντας ότι δεν υφίσταται απόφαση αποχωρήσεως ληφθείσα συμφώνως προς τους συνταγματικούς κανόνες του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά της διεξαγωγής από το Ηνωμένο Βασίλειο διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνίας αποχωρήσεως.

75      Τέλος, οι προσφεύγοντες προβάλλουν, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους που αντλείται από το γεγονός ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι η μόνη που μπορεί να διασφαλίσει το δικαίωμά τους για αποτελεσματική δικαστική προστασία, ότι από τις 29 Μαρτίου 2019, σε περίπτωση ένδικης διαφοράς που αφορά την ενδεχόμενη συμφωνία αποχωρήσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποτελεί τρίτη χώρα σε σχέση με την Ένωση και θα μπορεί να θεωρήσει ότι η απόφαση του δικαστή της Ένωσης δεν είναι δεσμευτική για αυτό. Μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, απόφαση του δικαστή της Ένωσης σχετική με την ενδεχόμενη συμφωνία αποχωρήσεως δεν θα είναι εκτελεστή.

76      Ωστόσο, το απαράδεκτο της υπό κρίση προσφυγής δεν προκύπτει από τη δυνατότητα, για τους προσφεύγοντες, να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά της αποφάσεως περί συνάψεως ενδεχόμενης συμφωνίας αποχωρήσεως, αλλά από τη διαπίστωση ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω η προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων. Μολονότι αυτή η προϋπόθεση παραδεκτού πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τυχόν παράκαμψή της θα συνιστούσε υπέρβαση της δικαιοδοσίας που απονέμει η Συνθήκη ΛΕΕ στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψεις 97 και 98). Η εκτίμηση του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής, η οποία διέπεται από τους κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ, δεν εξαρτάται ούτε από το ζήτημα κατά πόσον το Ηνωμένο Βασίλειο θα θεωρήσει ότι δεσμεύεται από απόφαση του δικαστή της Ένωσης σε περίπτωση ένδικης διαφοράς που αφορά την ενδεχόμενη συμφωνία αποχωρήσεως.

77      Το επιχείρημα σχετικά με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

78      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των προσφευγόντων, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση, δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες, τους οποίους δεν αφορά άμεσα η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη.

 Επί της αιτήσεως παρεμβάσεως

79      Κατά το άρθρο 142, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η παρέμβαση είναι παρεπόμενη της κύριας διαφοράς και καθίσταται άνευ αντικειμένου, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που η προσφυγή κριθεί απαράδεκτη.

80      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση της αιτήσεως παρεμβάσεως της Επιτροπής προς υποστήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

82      Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του.

83      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 144, παράγραφος 10, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι η δίκη επί της κύριας υποθέσεως τερματίστηκε πριν ληφθεί απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως, η Επιτροπή φέρει τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Παρέλκει η εξέταση της αιτήσεως παρεμβάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Ο Harry Shindler και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4)      Η Επιτροπή φέρει τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά της.

Gervasoni

Madise

da Silva Passos

Kowalik-Bańczyk

 

      Mac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 26 Νοεμβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγόντων προσαρτάται μόνο στο κείμενο της αποφάσεως που κοινοποιείται στους διαδίκους.