ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 1ης Φεβρουαρίου 2008

Υπόθεση F-77/07

Kay Labate

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών – Επαγγελματική ασθένεια – Καρκίνος του πνεύμονα – Παθητικό κάπνισμα – Κατάργηση της δίκης»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η K. Labate ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής της 18ης Οκτωβρίου 2004 και της 6ης Οκτωβρίου 2006, που απέρριψαν την αίτηση με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ως επαγγελματική ασθένεια ο καρκίνος του πνεύμονα από τον οποίο προσβλήθηκε και λόγω του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος της προσφεύγουσας, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει το σύνολο της αποζημίωσης που προβλέπεται από το άρθρο 73 του ΚΥΚ και τα έξοδα μετάβασης στις Βρυξέλλες στα οποία υποβλήθηκε ο σύζυγός της για τις συχνές ιατρικές εξετάσεις, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση για κινδύνους ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, να διατάξει κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Απόφαση: Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί των αιτημάτων που προέβαλε η K. Labate με το δικόγραφο της προσφυγής της. Απορρίπτονται ως προδήλως αβάσιμα τα αιτήματα αποζημιώσεως που προέβαλε η K. Labate με το από 25 Οκτωβρίου 2007 έγγραφό της. Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή κατ’ αποφάσεως – Ανάκληση της προσβαλλομένης αποφάσεως εκκρεμούσης της δίκης – Προσφυγή η οποία κατέστη άνευ αντικειμένου – Κατάργηση της δίκης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 75)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Πλήρης δικαιοδοσία – Αυτεπάγγελτη καταδίκη του καθού οργάνου να καταβάλει αποζημίωση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

1.      Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί προσφυγής ακυρώσεως όταν, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, το κοινοτικό όργανο ανακαλεί επισήμως την προσβαλλόμενη απόφαση και η ανάκληση αυτή δεν συνοδεύεται από την ταυτόχρονη έκδοση νέας αποφάσεως με το ίδιο αντικείμενο. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ανάκληση, η οποία εξαφανίζει αναδρομικά την προσβαλλόμενη απόφαση, παράγει αποτελέσματα ισοδύναμα με εκείνα μιας ακυρωτικής αποφάσεως.

Συναφώς, το επιχείρημα ότι το κοινοτικό όργανο ανακάλεσε την προσβαλλόμενη απόφαση για να αποφύγει τον δικαστικό έλεγχο δεν αποδεικνύει ότι η διαφορά εξακολουθεί να έχει αντικείμενο. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να προσαφθεί στο κοινοτικό όργανο, μετά την ανάλυση της προσφυγής και όλων των στοιχείων της διαφοράς, ότι έκρινε σκόπιμο να διορθώσει ορισμένες ελλείψεις ή παρατυπίες της αποφάσεως αυτής επαναλαμβάνοντας τη διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως. Επιπλέον, η καθυστέρηση της ανάκλησης, όσο αν και είναι απευκταία, δεν επηρεάζει τη διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εξαφανιστεί από τη νομική τάξη.

(βλ. σκέψεις 7, 11 και 13)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 18 Σεπτεμβρίου 1996, T‑22/96, Langdon κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1009, σκέψεις 12 έως 14

2.      Μολονότι αληθεύει ότι ο κοινοτικός δικαστής ασκεί πλήρη δικαιοδοσία επί των διαφορών οικονομικής φύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), και μπορεί να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως, ένα κοινοτικό όργανο να καταβάλει αποζημίωση για ηθική βλάβη την οποία υπέστη ο προσφεύγων, δεν είναι ωστόσο σε θέση να εκδώσει μια τέτοια απόφαση παρά μόνο μετά από έλεγχο της νομιμότητας της πράξης που υπήχθη στον έλεγχό του. Συγκεκριμένα, εφόσον ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να εξετάσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης ούτε να εκτιμήσει το υποστατό και το βάσιμο της προβαλλόμενης ζημίας, η ευθύνη του κοινοτικού οργάνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ήδη στοιχειοθετηθείσα.

Έτσι, σε περίπτωση αιτήματος καταβολής αποζημίωσης προς αποκατάσταση ζημίας που προήλθε από την αδικαιολόγητη καθυστέρηση της διαδικασίας αναγνώρισης μιας ασθένειας ως επαγγελματικής οφειλομένης στην ανάκληση της αρχικής απόφασης και στην επανέναρξη της διαδικασίας ενώπιον της υγειονομικής επιτροπής, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να εξετάσει τη νομιμότητα της ανακληθείσας απόφασης ούτε την αδικαιολόγητη καθυστέρηση της ακόμη εκκρεμούσας διαδικασίας, της οποίας δεν γνωρίζει τα στάδια και τις προϋποθέσεις και δεν μπορεί να προδικάσει τη συνολική της διάρκεια. Επιπλέον, το αποτέλεσμα της απόφασης που θα εκδοθεί τελικώς είναι, εξ ορισμού, άγνωστο στους διαδίκους και στον κοινοτικό δικαστή και το αίτημα της προσφεύγουσας για αποζημίωση εξαρτάται κατ’ ανάγκη από την απόφαση που θα ληφθεί μετά το πέρας της διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 16 έως 22)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑99/95, Stott κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2227, σκέψη 72· 11 Απριλίου 2006, T‑394/03, Angeletti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑95 και II‑A‑2‑441, σκέψεις 163 έως 167 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 15 Μαρτίου 2007, T‑402/03, Καταλαγαριανάκης κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 104