ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 16ης Ιανουαρίου 2007

Υπόθεση F-3/06

Jacques Frankin κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής την οποία υπέχει η διοίκηση – Άρνηση αρωγής – Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων αποκτηθέντων στο Βέλγιο»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, που ασκήθηκε βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο J. Frankin και 482 άλλοι μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι της Επιτροπής ζητούν, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της 10ης Ιουνίου 2005, με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να τους παράσχει την αρωγή της, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 24 του ΚΥΚ, και, αφετέρου, την αποκατάσταση των ζημιών που θεωρούν ότι υπέστησαν λόγω της αρνήσεως αυτής.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24, εδ. 1· παράρτημα VIII, άρθρο 11 § 2)

Ένα θεσμικό όργανο δεν παραβαίνει την υποχρέωσή του για παροχή αρωγής βάσει του άρθρου 24 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) για τον λόγο ότι απέρριψε την αίτηση υπαλλήλου που ζητεί την τεχνική και οικονομική αρωγή του με σκοπό να εξακριβωθεί, καταρχάς, ότι έχει ατομικό συμφέρον να ζητήσει νέα μεταφορά των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, τα οποία απέκτησε πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες, σε βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα υπό τους όρους, γενικώς ευνοϊκότερους, νέας νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, κατόπιν δε να επιτευχθεί, ενδεχομένως, η νέα αυτή μεταφορά, αν το εν λόγω θεσμικό όργανο εκφράσει σαφώς την άρνησή του να ανακαλέσει την αρχική απόφαση μεταφοράς. Πράγματι, το θεσμικό αυτό όργανο μπορεί, ορθώς, να θεωρήσει αυτή την αίτηση αρωγής ως βάλλουσα κατά μιας εκ των αποφάσεών του, όπου η μεταφορά ερμηνεύεται ως πράξη περιέχουσα δύο διαδοχικώς ληφθείσες αποφάσεις, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου, από τον εθνικό οργανισμό που διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό σύστημα, ο οποίος καταρτίζει τον αναλυτικό λογαριασμό των κεκτημένων δικαιωμάτων, κατόπιν δε από το κοινοτικό θεσμικό όργανο που καθορίζει, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματά του, τον αριθμό των συντάξιμων ετών που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του συστήματος κοινοτικής συντάξεως βάσει των μεταφερθέντων δικαιωμάτων. Ασφαλώς, το γεγονός ότι η πραγματοποίηση του σκοπού για τον οποίο υποβάλλεται αίτηση αρωγής μπορεί να προϋποθέτει την ανάκληση πράξεως του θεσμικού οργάνου δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην, ιδίως αν το θεσμικό όργανο είναι διατεθειμένο να προβεί στην εν λόγω ανάκληση, ότι η αίτηση με την οποία ζητείται η αρωγή βάλλει κατά πράξεως του θεσμικού οργάνου, αποκλείοντας την έτσι του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ που προβλέπει την άμυνα των υπαλλήλων κατά των ενεργειών τρίτων και όχι κατά των πράξεων του ιδίου του θεσμικού οργάνου. Αυτό συμβαίνει, αντιθέτως, αν το θεσμικό όργανο καθιστά σαφέστατα γνωστή την άρνησή του να ανακαλέσει την επίμαχη πράξη.

Εξάλλου, σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί βασίμως την υποχρέωση πρόνοιας κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεώς του, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να εξαναγκάσει το θεσμικό όργανο να μην λάβει υπόψη τις προϋποθέσεις από τις οποίες ο ΚΥΚ εξαρτά την αρωγή του. Ούτε μπορεί να προβάλει βασίμως την παραβίαση της αρχής pacta sunt servanda, εφόσον δεν επικαλείται τη μη τήρηση συμβάσεως ή συμφωνίας εκ μέρους του θεσμικού οργάνου, και την αρχή patere legem quam ipse fecisti, εφόσον ο ΚΥΚ δεν αποτελεί ρύθμιση που θέσπισε θεσμικό όργανο υπό την ιδιότητα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής αλλά ρύθμιση που θέσπισε ο κοινοτικός νομοθέτης.

Τέλος, ο λόγος που προβλήθηκε κατά της απορρίψεως της εν λόγω αιτήσεως, σύμφωνα με τον οποίο η τροποποίηση της βελγικής νομοθεσίας δημιούργησε διάκριση μεταξύ των κοινοτικών υπαλλήλων που μετέφεραν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχαν αποκτήσει στο Βέλγιο, ανάλογα με το αν ζήτησαν τη μεταφορά των εν λόγω δικαιωμάτων πριν ή μετά την έναρξη ισχύος της νέας νομοθεσίας, είναι αναποτελεσματικός έναντι της αρνήσεως του θεσμικού οργάνου να παράσχει αρωγή. Ο λόγος που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ισότητας θα ήταν πράγματι αποτελεσματικός μόνον αν είχε προβληθεί ο ισχυρισμός ότι το θεσμικό όργανο χορήγησε την αρωγή του σε άλλους υπαλλήλους ευρισκομένους στην ίδια κατάσταση με τον προσφεύγοντα.

(βλ. σκέψεις 27 έως 34, 38, 46, 60 και 61)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 10 Ιουλίου 1997, T‑81/96, Αποστολίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑207 και II‑607, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία