ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 13ης Ιουνίου 2012

Υπόθεση F‑105/11

Hans Davids

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτοι υπάλληλοι — Έκτακτος υπάλληλος που καταλαμβάνει μόνιμη θέση — Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου — Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως — Άρθρο 8 του ΚΛΠ — Άρθρο 4 της αποφάσεως του Γενικού Διευθυντή της OLAF, της 30ής Ιουνίου 2005, περί της νέας πολιτικής στον τομέα της προσλήψεως και της απασχολήσεως του εκτάκτου προσωπικού της OLAF — Μέγιστη διάρκεια των συμβάσεων εκτάκτων υπαλλήλων — Κατάχρηση δικαιώματος»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 104α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο H. Davids ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Γενικού Διευθυντή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), της 25ης Μαρτίου 2011, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του προσφεύγοντος για παράταση της ισχύος της συμβάσεώς του ως εκτάκτου υπαλλήλου.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Πρόσληψη — Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου — Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 8 και 47 § 1, στοιχείο β΄)

2.      Υπάλληλοι — Οργάνωση των υπηρεσιών — Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων — Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως — Όρια — Συμφέρον της υπηρεσίας — Τήρηση της ισοτιμίας των θέσεων — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7)

3.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Ανάληψη υποχρεώσεως — Σύναψη συμβάσεως για την προσωρινή κατάληψη μόνιμης θέσεως — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1α § 1· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 2, στοιχείο β΄, 3, 4, 5 και 8, εδ. 2)

4.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αμφισβήτηση του νομικού χαρακτηρισμού συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα — Αίτημα επαναχαρακτηρισμού της συμβάσεως αυτής ως συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου — Ένδικα μέσα ή βοηθήματα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού)

5.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού — Ανανέωση μετά την πρώτη παράταση της συμβάσεως για ορισμένο χρόνο — Επαναχαρακτηρισμός συμβάσεως ορισμένου χρόνου ως συμβάσεως αορίστου χρόνου — Συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα — Επαναχαρακτηρισμός συμβάσεως ορισμένου χρόνου ως συμβάσεως αορίστου χρόνου κατόπιν τακτικών ανανεώσεων — Δεν χωρεί

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 2, στοιχείο α΄, 8, εδ. 1, και 88)

1.      Οι έκτακτοι υπάλληλοι οι οποίοι απασχολούνται με σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν έχουν κατ’ αρχήν κανένα δικαίωμα για ανανέωση της συμβάσεώς τους, καθόσον η ανανέωση αποτελεί απλή δυνατότητα της Διοικήσεως, υπό τον όρο ότι ανταποκρίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς τους μονίμους υπαλλήλους, η σταθερότητα της απασχολήσεως των οποίων κατοχυρώνεται από τον ΚΥΚ, οι έκτακτοι υπάλληλοι υπάγονται σε άλλο καθεστώς, το οποίο βασίζεται στη σύμβαση προσλήψεως που συνάπτεται με το οικείο θεσμικό όργανο. Από το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ προκύπτει ότι η διάρκεια της σχέσεως εργασίας μεταξύ οργάνου και εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος για ορισμένο χρόνο διέπεται, ειδικώς, από τους όρους της συμβάσεως που έχουν συνάψει τα δύο μέρη. Επιπλέον, η Διοίκηση έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την ανανέωση συμβάσεων. Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η Διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των μεθόδων που ακολούθησε και των λόγων επί των οποίων στήριξε την εκτίμησή της, κινήθηκε εντός μη επιλήψιμων ορίων ή εάν, αντιθέτως, χρησιμοποίησε την εξουσία της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Στο πλαίσιο αυτό, η διαπίστωση πρόδηλης πλάνης της Διοικήσεως κατά την εκ μέρους της εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ικανής να δικαιολογήσει την ακύρωση της αποφάσεως που εκδόθηκε βάσει της εκτιμήσεως αυτής, προϋποθέτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία, το βάρος προσκομίσεως των οποίων φέρει ο προσφεύγων, αρκούν για την ανατροπή των εκτιμήσεων της Διοικήσεως. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη πρόδηλης πλάνης δεν αποδεικνύεται όταν, παρά τα στοιχεία που προσκομίζει ο υπάλληλος, η αμφισβητούμενη εκτίμηση μπορεί σε κάθε περίπτωση να θεωρηθεί δικαιολογημένη και συνεπής.

(βλ. σκέψεις 36 έως 39)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, σκέψη 59· 17 Οκτωβρίου 2002, T‑330/00 και T‑114/01, Cocchi και Hainz κατά Επιτροπής, σκέψη 82· 6 Φεβρουαρίου 2003, T‑7/01, Pyres κατά Επιτροπής, σκέψη 64· 21 Σεπτεμβρίου 2004, T‑325/02, Soubies κατά Επιτροπής, σκέψη 50· 12 Φεβρουαρίου 2008, T‑289/03, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 221

ΔΔΔΕΕ: 8 Μαΐου 2008, F‑119/06, Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 23 Νοεμβρίου 2010, F‑8/10, Gheysens κατά Συμβουλίου, σκέψη 75

2.      Τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την οργάνωση των υπηρεσιών τους ανάλογα με τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί και, σε σχέση με τα καθήκοντα αυτά, κατά την τοποθέτηση του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι η τοποθέτηση αυτή πραγματοποιείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και τηρεί την ισοτιμία των θέσεων. Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η Διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των μεθόδων που ακολούθησε και των λόγων επί των οποίων στήριξε την εκτίμησή της, κινήθηκε εντός μη επιλήψιμων ορίων ή εάν, αντιθέτως, χρησιμοποίησε την εξουσία της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

(βλ. σκέψη 38)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 17 Οκτωβρίου 2002, Cocchi και Hainz κατά Επιτροπής, T‑330/00 και T‑114/01, σκέψη 82· 21 Σεπτεμβρίου 2004, T‑325/02, Soubies κατά Επιτροπής, σκέψη 50

ΔΔΔΕΕ: Kerstens κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· Gheysens κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 75

3.      Από συνδυασμό του άρθρου 1α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και των άρθρων 2 έως 5 του ΚΛΠ προκύπτει ότι οι μόνιμες θέσεις των θεσμικών οργάνων προορίζονται, κατ’ αρχήν, να καλύπτονται από μονίμους υπαλλήλους και ότι, επομένως, μόνον κατ’ εξαίρεση τέτοιες θέσεις μπορούν να καταληφθούν από υπαλλήλους υπαγόμενους στο ΚΛΠ. Επομένως, μολονότι το άρθρο 2, στοιχεία β΄ και δ΄, του εν λόγω καθεστώτος ορίζει ρητώς ότι έκτακτοι υπάλληλοι δύνανται να προσληφθούν για να καταλάβουν μόνιμη θέση, παρά ταύτα διευκρινίζει επίσης ότι τούτο μπορεί να γίνει μόνο προσωρινά. Επιπλέον, το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ προβλέπει ότι η σύμβαση προσλήψεως εκτάκτου υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο β΄, δεν μπορεί να υπερβεί μια τετραετία και δύναται να ανανεωθεί μόνο μία φορά για δύο έτη το πολύ. Κατά τη λήξη της περιόδου αυτής, λύεται υποχρεωτικά η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου είτε με παύση των καθηκόντων του είτε με μονιμοποίησή του υπό τις προϋποθέσεις του ΚΥΚ. Η εξαίρεση αυτή από την αρχή κατά την οποία οι μόνιμες θέσεις προορίζονται να καλύπτονται μέσω του διορισμού μονίμων υπαλλήλων έχει ως μοναδικό σκοπό να καλύψει τις ανάγκες της υπηρεσίας, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.

(βλ. σκέψη 41)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 21 Σεπτεμβρίου 2011, T‑325/09 P, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Ένας συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα, ο οποίος θεωρεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που του ανατίθενται με τη σύμβασή του, η εν λόγω σύμβαση θα έπρεπε να έχει χαρακτηριστεί ως σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, επιτρέπεται να αμφισβητήσει δικαστικώς τον νομικό χαρακτηρισμό της επίμαχης συμβάσεως, εμπροθέσμως και μετά την περάτωση της προηγούμενης διοικητικής διαδικασίας. Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα να υποβάλει αίτηση στη Διοίκηση, μετά την εκπνοή των προθεσμιών προσφυγής για την αμφισβήτηση του νομικού χαρακτηρισμού της συμβάσεώς του, με την οποία να ζητεί, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που όντως εκτέλεσε, να αναγνωριστεί υπέρ αυτού η περίοδος υπηρεσίας που τυπικά συμπληρώθηκε σε εκτέλεση συμβάσεως προσλήψεως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα ως περίοδος υπηρεσίας συμπληρωθείσα υπό την ιδιότητα εκτάκτου υπαλλήλου καθώς και, μετά την απόρριψη της αιτήσεως αυτής, ο εν λόγω υπάλληλος να ασκήσει ένδικη προσφυγή κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 56)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 88

5.      Ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει εξουσία να επαναχαρακτηρίσει μια σύμβαση παρά μόνον αν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη. Για τον λόγο αυτό, δεδομένου ότι το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ ορίζει ότι η σύμβαση προσλήψεως εκτάκτου υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο β΄, δύναται να ανανεωθεί για ορισμένο χρόνο μόνο μία φορά, με αποτέλεσμα κάθε μεταγενέστερη ανανέωση της συμβάσεως αυτής να γίνεται για αόριστο χρόνο, ο επαναχαρακτηρισμός αυτός λειτουργεί αυτοδικαίως. Όσον αφορά συμβάσεις συμβασιούχων υπαλλήλων επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα, το άρθρο 88 του ΚΛΠ, το οποίο διέπει τα της διάρκειάς τους, δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη η οποία να προβλέπει, ακριβώς όπως προβλέπει για τις συμβάσεις εκτάκτου υπαλλήλου το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω καθεστώτος, την κατόπιν τακτικών ανανεώσεων μετατροπή της συμβάσεως ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

(βλ. σκέψη 57)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 13 Απριλίου 2011, F‑105/09, Scheefer κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 60