ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση – Κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 – Άρθρα 5 και 19, παράγραφος 2 – Εργαζόμενοι αποσπασμένοι σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο ο εργοδότης ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του – Χορήγηση πιστοποιητικών Α 1 από το κράτος μέλος προελεύσεως μετά την αναγνώριση από το κράτος μέλος υποδοχής της υπαγωγής των εργαζομένων στο δικό του σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως – Γνώμη της διοικητικής επιτροπής – Έκδοση των πιστοποιητικών A 1 μολονότι δεν συνέτρεχαν οι σχετικές προϋποθέσεις – Διαπίστωση – Δεσμευτικός χαρακτήρας και αναδρομική ισχύς των πιστοποιητικών αυτών – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Άρθρο 12, παράγραφος 1 – Έννοια του προσώπου που “έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου”»

Στην υπόθεση C-527/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Οκτωβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Salzburger Gebietskrankenkasse,

Bundesminister für Arbeit, Soziales und Konsumentenschutz,

παρισταμένων των:

Alpenrind GmbH,

Martin-Meat Szolgáltató és Kereskedelmi Kft,

Martimpex-Meat Kft,

Pensionsversicherungsanstalt,

Allgemeine Unfallversicherungsanstalt,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και E. Regan (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Σεπτεμβρίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        το Salzburger Gebietskrankenkasse, εκπροσωπούμενο από τον P. Reichel, Rechtsanwalt,

–        η Alpenrind GmbH, εκπροσωπούμενη από τους R. Haumer και W. Berger, Rechtsanwälte,

–        η Martimpex-Meat Kft και η Martin-Meat Szolgáltató és Kereskedelmi Kft, εκπροσωπούμενες από τους U. Salburg και G. Simonfay, Rechtsanwälte,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Hesse,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις L. Van den Broeck και M. Jacobs,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil, J. Pavliš και O. Šváb,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και D. Klebss,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις L. Williams, G. Hodge, J. Murray και E. Creedon καθώς και από τους A. Joyce και N. Donnelly,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. David,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Ζ. Fehér,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna, επικουρούμενο από τον M. Malczewska, adwokat,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.-R. Killmann και D. Martin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1244/2010 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (ΕΕ 2010, L 338, σ. 35) (στο εξής: κανονισμός 883/2004), καθώς και, αφετέρου, του άρθρου 5 και του άρθρου 19, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1244/2010 (ΕΕ 2010, L 338, σ. 35) (στο εξής: κανονισμός 987/2009).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Salzburger Gebietskrankenkasse (περιφερειακού ταμείου ασφαλίσεως υγείας του ομόσπονδου κράτους του Σάλτσμπουργκ, Αυστρία) (στο εξής: ταμείο υγείας του Σάλτσμπουργκ) και του Bundesminister für Arbeit, Soziales und Konsumentenschutz (Ομοσπονδιακού Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Προστασίας του Καταναλωτή, Αυστρία) (στο εξής: Υπουργός) και, αφετέρου, της Alpenrind GmbH, της Martin-Meat Szolgáltató és Kereskedelmi kft (στο εξής: Martin-Meat), της Martimpex-Meat Kft (στο εξής: Martimpex), του Pensionsversicherungsanstalt (οργανισμού συντάξεων, Αυστρία) και του Allgemeine Unfallversicherungsanstalt (γενικού φορέα ασφαλίσεως ατυχημάτων, Αυστρία), με αντικείμενο την κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία που είναι εφαρμοστέα επί προσώπων αποσπασμένων προς παροχή εργασίας στην Αυστρία στο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ της Alpenrind, με έδρα την Αυστρία, και της Martimpex, με έδρα την Ουγγαρία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός 883/2004

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 3, 5, 8, 15, 17 έως 18α και 45 του κανονισμού 883/2004 έχουν ως εξής:

«(1)      Οι κανόνες συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας εγγράφονται στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και θα πρέπει να συμβάλλουν στη βελτίωση του επιπέδου της ζωής τους και των συνθηκών εργασίας τους.

[…]

(3)      Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της [Ένωσης] τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με διάφορες ευκαιρίες, προκειμένου να ληφθούν υπόψη όχι μόνον οι εξελίξεις σε […] επίπεδο [Ένωσης], συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων του Δικαστηρίου, αλλά και οι αλλαγές της νομοθεσίας, σε εθνικό επίπεδο. Οι παράγοντες αυτοί συνέτειναν ώστε οι κοινοτικοί κανόνες συντονισμού να καταστούν περίπλοκοι και μακροσκελείς. Κατά συνέπεια, είναι θεμελιώδους σημασίας να αντικατασταθούν οι εν λόγω κανόνες και, παράλληλα, να εκσυγχρονισθούν και να απλουστευθούν, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων.

[…]

(5)      Στο πλαίσιο του συντονισμού αυτού, είναι ανάγκη να εξασφαλισθεί, εντός της [Ένωσης], ίση μεταχείριση των ενδιαφερομένων προσώπων, δυνάμει των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών.

[…]

(8)      Η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης έχει ιδιαίτερη σημασία για εργαζομένους, οι οποίοι δεν κατοικούν στο κράτος μέλος όπου απασχολούνται, συμπεριλαμβανομένων των μεθοριακών εργαζομένων.

[…]

(15)      Τα πρόσωπα που διακινούνται στο εσωτερικό της [Ένωσης] είναι ανάγκη να υπάγονται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλειας ενός μόνον κράτους μέλους, ώστε να αποφεύγεται η συρροή των εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι περιπλοκές που είναι δυνατόν να προκύψουν από αυτήν.

[…]

(17)      Για να εξασφαλισθεί, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, η ίση μεταχείριση για όλα τα πρόσωπα που εργάζονται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, είναι σκόπιμο να προσδιορίζεται, κατά γενικό κανόνα, ως εφαρμοστέα νομοθεσία, η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ο ενδιαφερόμενος ασκεί τη μη μισθωτή ή τη μη μισθωτή δραστηριότητά του.

(18)      Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες αιτιολογούν άλλα κριτήρια εφαρμογής, είναι ανάγκη να γίνεται παρέκκλιση από τον γενικό αυτό κανόνα.

(18α)      Η βασική αρχή της ενιαίας εφαρμοστέας νομοθεσίας είναι υψίστης σημασίας και θα πρέπει να ενισχυθεί. […]

(45)      Δεδομένου ότι ο στόχος της προβλεπόμενης δράσης, εν άλλοις, [η λήψη] μέτρ[ων] συντονισμού προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων μπορεί να ασκείται αποτελεσματικά, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, λόγω του μεγέθους και των αποτελεσμάτων της εν λόγω δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η [Ένωση] μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. […]»

4        Εντός του τίτλου ΙΙ του κανονισμού αυτού που τιτλοφορείται «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», το άρθρο 11, που επιγράφεται «Γενικοί κανόνες», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

[…]

3.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

[…]».

5        Εντός του ίδιου τίτλου, το άρθρο 12 του κανονισμού αυτού, που επιγράφεται «Ειδικοί κανόνες», όριζε στην παράγραφο 1, όπως ίσχυε κατά την έναρξη της περιόδου από 1ης Φεβρουαρίου 2012 έως τη 13η Δεκεμβρίου 2013 (στο εξής: επίδικη περίοδος), τα εξής:

«Το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος για λογαριασμό εργοδότη ο οποίος ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του εκεί και το οποίο έχει αποσπασθεί από τον εργοδότη του σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να εκτελέσει εργασία για λογαριασμό του εργοδότη του, εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου.»

6        Κατά τη διάρκεια της επίδικης περιόδου, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού 883/2004 και του κανονισμού 987/2009 (ΕΕ 2012, L 149, σ. 4), και στο τέλος της ως άνω παραγράφου προστέθηκε ο όρος «αποσπασμένος».

7        Εντός του τίτλου IV του εν λόγω κανονισμού, που επιγράφεται «Διοικητική επιτροπή και συμβουλευτική επιτροπή», το άρθρο 71, με τίτλο «Σύνθεση και λειτουργία της διοικητικής επιτροπής», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Η Διοικητική Επιτροπή για το Συντονισμό των Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης (εφεξής “διοικητική επιτροπή”), υπάγεται στην [Ευρωπαϊκή Επιτροπή] και αποτελείται από έναν εκπρόσωπο της Κυβέρνησης κάθε κράτους μέλους, ο οποίος επικουρείται, εφόσον απαιτείται, από ειδικούς συμβούλους. Ένας αντιπρόσωπος της Επιτροπής μετέχει με συμβουλευτική ψήφο στις συνεδριάσεις της Διοικητικής Επιτροπής.»

8        Το άρθρο 72 του εν λόγω τίτλου IV, που επιγράφεται «Καθήκοντα της διοικητικής επιτροπής», έχει ως εξής:

«Η Διοικητική Επιτροπή:

α)      χειρίζεται όλα τα διοικητικά θέματα και τα θέματα ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, του [κανονισμού 987/2009] ή από κάθε άλλη συμφωνία ή ρύθμιση που συνάπτεται στο πλαίσιο των κανονισμών αυτών, με την επιφύλαξη του δικαιώματος των σχετικών αρχών, φορέων και προσώπων να προσφεύγουν στα δικαστήρια και τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών, από τον παρόντα κανονισμό ή από τη Συνθήκη·

[…]

γ)      προάγει και αναπτύσσει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των φορέων τους σε θέματα κοινωνικής ασφάλειας, ιδίως προκειμένου να αντιμετωπίζονται συγκεκριμένα ζητήματα ορισμένων κατηγοριών προσώπων· διευκολύνει επίσης την υλοποίηση δράσεων διασυνοριακής συνεργασίας στον τομέα του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας·

[…]».

9        Το άρθρο 76, το οποίο επιγράφεται «Συνεργασία» και περιλαμβάνεται στον τίτλο V του κανονισμού 883/2004, που τιτλοφορείται «Διάφορες διατάξεις», έχει ως εξής:

«1.      Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών γνωστοποιούν μεταξύ τους κάθε πληροφορία που αφορά:

α)      τα μέτρα που λαμβάνονται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

β)      τροποποιήσεις της νομοθεσίας τους που δύνανται να επηρεάσουν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.      Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι αρχές και οι φορείς των κρατών μελών παρέχουν μεταξύ τους κάθε δυνατή διευκόλυνση, σαν να επρόκειτο για την εφαρμογή της δικής τους νομοθεσίας. […]»

 Ο κανονισμός 987/2009

10      Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 6 και 12 του κανονισμού 987/2009 έχουν ως εξής:

«(2)      Η αποτελεσματικότερη και η στενότερη συνεργασία μεταξύ των φορέων κοινωνικής ασφάλειας αποτελεί παράγοντα ουσιώδους σημασίας για να μπορούν τα πρόσωπα που καλύπτονται από τον [κανονισμό 883/2004] να ασκούν τα δικαιώματά τους το συντομότερο δυνατόν και με τους καλύτερους δυνατούς όρους.

[…]

(6)      Η ενίσχυση ορισμένων διαδικασιών αναμένεται να αυξήσει την ασφάλεια δικαίου και τη διαφάνεια για τους χρήστες του [κανονισμού 883/2004]. Για παράδειγμα, ο καθορισμός κοινών προθεσμιών για την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων ή για την ολοκλήρωση ορισμένων διοικητικών διαδικασιών αναμένεται να συμβάλει στην αποσαφήνιση και στην καλύτερη οργάνωση των σχέσεων μεταξύ των ασφαλισμένων και των φορέων.

[…]

(12)      Σκοπός πολλών μέτρων και διαδικασιών που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό είναι να αυξηθεί η διαφάνεια των κριτηρίων που πρέπει να εφαρμόζουν οι φορείς των κρατών μελών στο πλαίσιο του [κανονισμού 883/2004]. Τα μέτρα και οι διαδικασίες αυτές απορρέουν από τη νομολογία του [Δικαστηρίου], από τις αποφάσεις της διοικητικής επιτροπής καθώς και από την υπερτριακονταετή πείρα εφαρμογής του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών που προβλέπονται από τη Συνθήκη.»

11      Εντός του τίτλου Ι του κανονισμού 987/2009, που επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», το κεφάλαιο Ι, το οποίο περιλαμβάνει τους ορισμούς, προβλέπει, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ότι ως «έγγραφο» νοείται ως «σύνολο δεδομένων, ανεξαρτήτως του χρησιμοποιούμενου μέσου, δομημένων κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατόν να ανταλλάσσονται ηλεκτρονικά και η κοινοποίηση των οποίων είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του [κανονισμού 883/2004] και του [κανονισμού 987/2009]».

12      Εντός του ως άνω τίτλου I, κεφάλαιο II, το οποίο επιγράφεται «Διατάξεις για τη συνεργασία και τις ανταλλαγές δεδομένων», το άρθρο 5, που τιτλοφορείται «Νομική αξία των εγγράφων και των δικαιολογητικών που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα έγγραφα που εκδίδονται από τον φορέα κράτους μέλους και τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς της εφαρμογής του [κανονισμού 883/2004] και του [κανονισμού 987/2009], καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα, ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν ανακαλούνται ή δεν κηρύσσονται άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν.

2.      Σε περίπτωση αμφιβολίας περί την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων θεμελιώνονται τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό, ο φορέας του κράτους μέλους που λαμβάνει το έγγραφο απευθύνεται στον φορέα που το εξέδωσε για να του ζητήσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάκληση του εν λόγω εγγράφου. Ο εκδίδων φορέας επανεξετάζει τους λόγους έκδοσης του εγγράφου και, ανάλογα με την περίπτωση, το ανακαλεί.

3.      Σύμφωνα με την παράγραφο 2, όταν υπάρχει αμφιβολία για τις πληροφορίες που έχουν παράσχει οι ενδιαφερόμενοι, την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή αποδεικτικού στοιχείου ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων βασίζονται οι ισχυρισμοί που περιέχει, ο φορέας του τόπου διαμονής ή κατοικίας, κατ’ αίτηση του αρμόδιου φορέα, προβαίνει στην αναγκαία επαλήθευση αυτών των πληροφοριών ή εγγράφων, εφόσον είναι δυνατή η διενέργειά της.

4.      Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων, το θέμα μπορεί να τεθεί ενώπιον της διοικητικής επιτροπής από τις αρμόδιες αρχές, αφού παρέλθει ένας μήνας από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος του φορέα που έλαβε το έγγραφο. Η διοικητική επιτροπή επιχειρεί να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος.»

13      Το άρθρο 6 του ως άνω κεφαλαίου ΙΙ, με τίτλο «Προσωρινή εφαρμογή νομοθεσίας και προσωρινή καταβολή παροχών», έχει ως εξής:

«1.      Εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά στον κανονισμό εφαρμογής, σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των φορέων ή των αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, ο ενδιαφερόμενος υπόκειται προσωρινά στη νομοθεσία ενός από αυτά τα κράτη μέλη, με την εξής σειρά προτεραιότητας:

α)      νομοθεσία του κράτους μέλους όπου ο ενδιαφερόμενος ασκεί πραγματικά τη μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητά του, εάν η μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα ασκείται μόνον σε ένα κράτος μέλος·

[…]

3.      Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων ή αρχών, το θέμα μπορεί να τεθεί ενώπιον της διοικητικής επιτροπής από τις αρμόδιες αρχές, αφού παρέλθει ένας μήνας από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε η διάσταση απόψεων, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2. Η διοικητική επιτροπή επιδιώκει να συμβιβάσει τις διισταμένες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος.

[…]»

14      Εντός του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 987/2009, που επιγράφεται «Καθορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», το άρθρο 15, με τίτλο «Διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και δʹ, του άρθρου 11, παράγραφος 4, και του άρθρου 12 του [κανονισμού 883/2004] (σχετικά με την παροχή πληροφοριών στους ενδιαφερόμενους φορείς)», όριζε στην παράγραφο 1, όπως ίσχυε κατά την έναρξη της επίδικης περιόδου, τα εξής:

«Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 16 του [κανονισμού 987/2009], εάν ένα πρόσωπο ασκεί τη δραστηριότητά του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος δυνάμει του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], ο εργοδότης ή, σε περίπτωση προσώπου που δεν ασκεί δραστηριότητα μισθωτού, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνει, ει δυνατόν εκ των προτέρων, τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου εφαρμόζεται. Ο εν λόγω φορέας καθιστά αμελλητί διαθέσιμες τις πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ή το άρθρο 12 του [κανονισμού 883/2004], στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο και στον φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα.»

15      Κατά τη διάρκεια της επίδικης περιόδου, η δεύτερη περίοδος του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012. Το τροποποιημένο κείμενο της διατάξεως αυτής έχει ως εξής:

«[…] Ο εν λόγω φορέας εκδίδει στον ενδιαφερόμενο το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του [κανονισμού 987/2009] και καθιστά αμελλητί διαθέσιμες τις πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ή το άρθρο 12 του [κανονισμού 883/2004], στον φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα.»

16      Εντός του ίδιου τίτλου, το άρθρο 19, που επιγράφεται «Παροχή πληροφοριών στους ενδιαφερομένους και στους εργοδότες», έχει ως εξής:

«1.      Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου καθίσταται εφαρμοστέα δυνάμει του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004] ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο καθώς και, αν συντρέχει περίπτωση, τον ή τους εργοδότες του, για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή τη νομοθεσία. Τους παρέχει τη βοήθεια που χρειάζονται για την εκπλήρωση των διατυπώσεων που επιβάλλει αυτή η νομοθεσία.

2.      Μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εργοδότη, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα δυνάμει διατάξεως του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], βεβαιώνει ότι αυτή η νομοθεσία είναι εφαρμοστέα και αναφέρει, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, έως ποια ημερομηνία και υπό ποιους όρους.»

17      Το άρθρο 20 του ως άνω τίτλου II, το οποίο επιγράφεται «Συνεργασία μεταξύ φορέων», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Οι σχετικοί φορείς κοινοποιούν στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα σε ένα πρόσωπο δυνάμει του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία η νομοθεσία αυτή τίθεται σε ισχύ και για τον υπολογισμό των εισφορών που βαρύνουν αυτό το πρόσωπο και τον ή τους εργοδότες του δυνάμει αυτής της νομοθεσίας.

2.      Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου καθίσταται εφαρμοστέα σε ένα πρόσωπο δυνάμει του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], καθιστά τις πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της νομοθεσίας αυτής διαθέσιμες στον φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του τελευταίου κράτους μέλους, στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί το εν λόγω πρόσωπο.»

18      Εντός του τίτλου V, που επιγράφεται «Διάφορες, μεταβατικές και τελικές διατάξεις», το άρθρο 89, που τιτλοφορείται «Ενημέρωση», ορίζει, στην παράγραφο 3, τα εξής:

«Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε οι φορείς τους να είναι ενημερωμένοι και να εφαρμόζουν το σύνολο των […] νομοθετικών ή άλλων διατάξεων [της Ένωσης], συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων της διοικητικής επιτροπής, στους τομείς του [κανονισμού 883/2004] και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν ο [κανονισμός 883/2004] και ο [κανονισμός 987/2009].»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19      Η Alpenrind δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας ζώων και κρέατος. Από το 1997, εκμεταλλεύεται στο Σάλτσμπουργκ σφαγείο το οποίο μισθώνει.

20      Κατά τη διάρκεια του έτους 2007 η Alpenrind, πρώην S GmbH, συνήψε με τη Martin-Meat, που εδρεύει στην Ουγγαρία, σύμβαση βάσει της οποίας η τελευταία αναλάμβανε την υποχρέωση να εκτελέσει εργασίες τεμαχισμού και συσκευασίας κρέατος για ποσότητα 25 ημισφάγιων βοοειδών εβδομαδιαίως. Οι εργασίες αυτές εκτελούνταν στις εγκαταστάσεις της Alpenrind από αποσπασμένους στην Αυστρία εργαζομένους. Στις 31 Ιανουαρίου 2012 η Martin-Meat Kft έπαψε να δραστηριοποιείται στον τομέα του τεμαχισμού κρέατος και συνέχισε να διενεργεί σφαγές για την Alpenrind.

21      Στις 24 Ιανουαρίου 2012 η Alpenrind συνήψε με τη Martimpex, που εδρεύει στην Ουγγαρία, σύμβαση βάσει της οποίας η τελευταία εταιρία αναλάμβανε να εκτελέσει, από την 1η Φεβρουαρίου 2012 έως τις 31 Ιανουαρίου 2014, εργασίες τεμαχισμού 55 000 τόνων ημισφάγιων βοοειδών για λογαριασμό της Alpenrind. Οι εργασίες αυτές εκτελούνταν στις εγκαταστάσεις της Alpenrind από αποσπασμένους στην Αυστρία εργαζομένους. Η Martimpex παραλάμβανε τα τεμάχια κρέατος και οι εργαζόμενοί της προέβαιναν σε περαιτέρω τεμαχισμό και συσκευασία τους.

22      Από 1ης Φεβρουαρίου 2014, η Alpenrind συμφώνησε εκ νέου με την Martin-Meat να συνεχίσει η δεύτερη να εκτελεί τις εν λόγω εργασίες τεμαχισμού κρέατος στις προαναφερθείσες εγκαταστάσεις.

23      Όσον αφορά τους περισσότερους από 250 εργαζομένους οι οποίοι, κατά την επίδικη περίοδο, απασχολούνταν από τη Martimpex, ο αρμόδιος ουγγρικός φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως εξέδωσε –εν μέρει αναδρομικά και εν μέρει για περιπτώσεις στις οποίες ο αυστριακός φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως είχε ήδη διαπιστώσει με πράξη του την υπαγωγή των ενδιαφερόμενων εργαζομένων στην υποχρεωτική ασφάλιση δυνάμει της αυστριακής νομοθεσίας– πιστοποιητικά που βεβαίωναν την εφαρμογή του ουγγρικού καθεστώτος κοινωνικής ασφαλίσεως, συμφώνως προς τα άρθρα 11 έως 16 του κανονισμού 883/2004 και προς το άρθρο 19 του κανονισμού 987/2009. Σε καθένα από τα πιστοποιητικά αυτά η Alpenrind αναγράφεται ως εργοδότης στον τόπο όπου ασκείται επαγγελματική δραστηριότητα.

24      Το ταμείο υγείας του Σάλτσμπουργκ διαπίστωσε με πράξη την υπαγωγή των προαναφερθέντων εργαζομένων, κατά την επίδικη περίοδο, στην υποχρεωτική ασφάλιση, συμφώνως προς το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του Allgemeine Sozialversicherungsgesetz (κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως) και προς το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο a, του Arbeitslosenversicherungsgesetz (νόμου περί ασφαλίσεως ανεργίας), στηριζόμενο στην εκ μέρους τους παροχή μισθωτής εργασίας για κοινή εκμετάλλευση των εταιριών Alpenrind, Martin-Meat και Martimpex.

25      Με την αναιρεσιβαλλόμενη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου απόφαση, το Verwaltungsgericht (διοικητικό πρωτοδικείο, Αυστρία) ακύρωσε την ως άνω απόφαση του ταμείου υγείας του Σάλτσμπουργκ, για τον λόγο ότι ο αυστριακός φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως δεν είχε αρμοδιότητα. Προς αιτιολόγηση της αποφάσεώς του, το Verwaltungsgericht (διοικητικό πρωτοδικείο) επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ο αρμόδιος ουγγρικός φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως είχε χορηγήσει, για καθένα από τα πρόσωπα που υπήχθησαν στην αυστριακή υποχρεωτική ασφάλιση, πιστοποιητικό A 1 από το οποίο προέκυπτε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο απασχολούνταν, από μια ορισμένη ημερομηνία, στην Ουγγαρία από τη Martimpex-Meat ως μισθωτός υπαγόμενος στην υποχρεωτική ασφάλιση και προφανώς είχε αποσπαστεί στην Alpenrind στην Αυστρία κατά τη διάρκεια της αναγραφόμενης σε κάθε πιστοποιητικό περιόδου, περιλαμβανομένης της επίδικης περιόδου.

26      Με την αναίρεση που άσκησε κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το ταμείο υγείας του Σάλτσμπουργκ και ο Υπουργός βάλλουν κατά της διαπιστώσεως ότι τα πιστοποιητικά A 1 έχουν απόλυτη δεσμευτική ισχύ. Η δεσμευτική ισχύς αυτή στηρίζεται, κατά την άποψή τους, στην τήρηση της θεμελιώδους αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Κατά τη γνώμη τους, ο ουγγρικός φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως παραβίασε την εν λόγω αρχή.

27      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η Ουγγαρία παρατήρησε ότι μόνο με δικαστική απόφαση θα μπορούσε να αρθεί το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται επίσης η Ουγγαρία και ότι η εθνική ουγγρική νομοθεσία αντιτίθεται στην ανάκληση του πιστοποιητικού Α 1. Το ταμείο υγείας του Σάλτσμπουργκ φρονεί ότι δεν δύναται να κινηθεί δικαστικώς στην Ουγγαρία. Κατά την άποψή του, ο μόνος τρόπος για να υπάρξει απόφαση επί της ουσίας είναι να διαπιστωθεί με σχετική πράξη η υπαγωγή στην αυστριακή υποχρεωτική ασφάλιση, παρά την προσκόμιση των πιστοποιητικών Α 1 που εξέδωσε ο αρμόδιος φορέας στην Ουγγαρία.

28      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο Υπουργός προσκόμισε έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι, στις 20 και 21 Ιουνίου 2016, η διοικητική επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ουγγαρία κακώς είχε κρίνει ότι είχε αρμοδιότητα όσον αφορά τους ενδιαφερόμενους εργαζομένους και, ως εκ τούτου, τα πιστοποιητικά A 1 έπρεπε να ανακληθούν.

29      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η υποβληθείσα ενώπιόν του ένδικη διαφορά εγείρει ορισμένα ζητήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης.

30      Ειδικότερα, πρώτον, το δικαστήριο αυτό παρατηρεί ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 5 του κανονισμού 987/2009, μόνον οι φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών δεσμεύονται από τα έγγραφα τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς εφαρμογής των κανονισμών 883/2004 και 987/2009, καθώς και από τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων έχουν αυτά εκδοθεί. Ως εκ τούτου, το εν λόγω δικαστήριο τρέφει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον το ως άνω δεσμευτικό αποτέλεσμα ισχύει επίσης για τα εθνικά δικαστήρια.

31      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, αφενός, αν η διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον της διοικητικής επιτροπής έχει ενδεχομένως επιπτώσεις στη δεσμευτική ισχύ των πιστοποιητικών A 1. Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό ερωτά αν, σε περίπτωση που διαδικασία ενώπιον της διοικητικής επιτροπής περατωθεί χωρίς την επίτευξη συμφωνίας ούτε την ανάκληση των πιστοποιητικών Α 1, ανατρέπεται η δεσμευτική ισχύς των πιστοποιητικών αυτών και, επομένως, παρέχεται δυνατότητα κινήσεως διαδικασίας για τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως.

32      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, εν προκειμένω, ορισμένα πιστοποιητικά Α 1 εκδόθηκαν με αναδρομική ισχύ και εν μέρει μόνον αφότου ο αυστριακός φορέας διαπίστωσε με πράξεις του την υπαγωγή στην υποχρεωτική ασφάλιση. Το δικαστήριο αυτό διερωτάται αν η έκδοση τέτοιων εγγράφων παράγει δεσμευτική ισχύ αναδρομικώς, στην περίπτωση κατά την οποία έχει προηγηθεί επίσημη διαπίστωση της υπαγωγής στην υποχρεωτική ασφάλιση του κράτους μέλους υποδοχής. Ειδικότερα, κατά το εν λόγω δικαστήριο, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι πράξεις των αυστριακών φορέων περί υπαγωγής στην υποχρεωτική ασφάλιση είναι επίσης «έγγραφα», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, με συνέπεια να έχουν δεσμευτική ισχύ δυνάμει της διατάξεως αυτής.

33      Τρίτον, στην περίπτωση κατά την οποία, υπό ορισμένες περιστάσεις, τα πιστοποιητικά A 1 έχουν απλώς περιορισμένη δεσμευτική ισχύ, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η προϋπόθεση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, κατά την οποία ο αποσπασμένος εργαζόμενος εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εργοδότης του υπό τον όρο να μην έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου, έχει την έννοια ότι ο εργαζόμενος δεν μπορεί να αντικατασταθεί αμέσως από άλλον προσφάτως αποσπασθέντα εργαζόμενο, ανεξαρτήτως της επιχειρήσεως ή του κράτους μέλους από το οποίο προέρχεται αυτός ο προσφάτως αποσπασθείς εργαζόμενος αυτός. Η συσταλτική αυτή ερμηνεία, μολονότι θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την αποτροπή των καταχρήσεων, εντούτοις δεν προκύπτει κατ’ ανάγκην από το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν τα έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του [κανονισμού 987/2009], την προβλεπόμενη κατ’ άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού δεσμευτική ισχύ επίσης σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

α)      υφίσταται η ανωτέρω δεσμευτική ισχύς επίσης όταν έχει προηγηθεί διαδικασία ενώπιον της [διοικητικής επιτροπής], η οποία δεν κατέληξε σε συμφωνία, αλλά ούτε σε ανάκληση των επίμαχων εγγράφων;

β)      υφίσταται η ανωτέρω δεσμευτική ισχύς ακόμη και όταν έχει καταρχάς εκδοθεί έντυπο Α 1, αφότου το κράτος μέλος υποδοχής διαπίστωσε επισήμως ότι εφαρμόζονται οι δικές του εθνικές διατάξεις περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως; Έχει, στις περιπτώσεις αυτές, η δεσμευτική ισχύς αναδρομικό αποτέλεσμα;

3)      Σε περίπτωση που κριθεί ότι τα έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, έχουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις περιορισμένη δεσμευτική ισχύ:

αντιβαίνει στην απαγόρευση αντικαταστάσεως κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 η περίπτωση κατά την οποία η αντικατάσταση δεν λαμβάνει τη μορφή της αποσπάσεως εργαζομένων από τον ίδιο εργοδότη, αλλά από διαφορετικό εργοδότη; Έχει σημασία, στο πλαίσιο αυτό,

α)      αν ο εν λόγω εργοδότης έχει την έδρα του στο ίδιο κράτος μέλος με τον πρώτο εργοδότη, ή

β)      αν μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου εργοδότη που προβαίνει σε απόσπαση εργαζομένων υφίστανται προσωπικοί και/ή οργανωτικοί δεσμοί;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

35      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι πιστοποιητικό Α 1 το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, δεσμεύει όχι μόνο τους φορείς του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα, αλλά και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού.

36      Επιβάλλεται εκ προοιμίου η υπόμνηση ότι, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία είναι εφαρμοστέα δυνάμει διατάξεως του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 883/2004, συμπεριλαμβανομένου, επομένως, του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, βεβαιώνει, κατ’ αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εργοδότη, ότι η νομοθεσία αυτή είναι εφαρμοστέα και προσδιορίζει, κατά περίπτωση, έως ποια ημερομηνία και υπό ποιους όρους.

37      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 ορίζει ότι τα έγγραφα που εκδίδονται από τον φορέα κράτους μέλους και που βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 και του κανονισμού 987/2009, καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα αυτά, ισχύουν υποχρεωτικώς για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, για όσο χρόνο τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν έχουν ανακληθεί ή κηρυχθεί άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν.

38      Ασφαλώς, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι τα διαλαμβανόμενα σε αυτήν έγγραφα δεσμεύουν τους «φορείς» κρατών μελών διαφορετικών από το κράτος μέλος εντός του οποίου εκδόθηκαν, χωρίς να κάνει ρητή αναφορά στα δικαστήρια των άλλων αυτών κρατών μελών.

39      Εντούτοις, η εν λόγω διάταξη ορίζει επίσης ότι τα έγγραφα αυτά ισχύουν υποχρεωτικώς «εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν ανακαλούνται ή δεν κηρύσσονται άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν», στοιχείο που τείνει να καταδείξει ότι, καταρχήν, μόνον οι αρχές και τα δικαστήρια του εκδόντος κράτους μέλους δύνανται, κατά περίπτωση, να ανακαλούν ή να κηρύσσουν άκυρα τα πιστοποιητικά A 1.

40      Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 και από το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η διάταξη αυτή.

41      Ειδικότερα, όσον αφορά το πιστοποιητικό E 101, το οποίο χορηγούνταν πριν από τη θέσπιση του πιστοποιητικού A 1, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο δεσμευτικός χαρακτήρας του πρώτου αυτού πιστοποιητικού, που έχει χορηγηθεί συμφώνως προς το άρθρο 12α, σημείο 1α, του κανονισμού (ΕΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138), ισχύει τόσο για τους φορείς όσο και για τα δικαστήρια του κράτους μέλους εντός του οποίου ασκείται η δραστηριότητα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2006, Herbosch Kiere, C-2/05, EU:C:2006:69, σκέψεις 30 έως 32, και της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff, C-620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 51).

42      Στην αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 987/2009 εκτίθεται, μεταξύ άλλων, ότι τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό αυτόν μέτρα και διαδικασίες «απορρέουν από τη νομολογία του [Δικαστηρίου], από τις αποφάσεις της διοικητικής επιτροπής καθώς και από την υπερτριακονταετή πείρα εφαρμογής του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών που προβλέπονται από τη Συνθήκη».

43      Ομοίως, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι ο κανονισμός 987/2009 ενσωμάτωσε τη νομολογία του Δικαστηρίου, θεσπίζοντας τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101 και την αποκλειστική αρμοδιότητα του φορέα που το εκδίδει να εκτιμά το κύρος του εν λόγω πιστοποιητικού, και υιοθετώντας ρητώς την εν λόγω διαδικασία ως μέσο επιλύσεως των διαφορών τόσο ως προς την ακρίβεια των εγγράφων που εκδόθηκαν από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους όσο και ως προς τον καθορισμό της εφαρμοστέας στον συγκεκριμένο εργαζόμενο νομοθεσίας (απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff, C-620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 59, καθώς και διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2017, Belu Dienstleistung και Nikless, C-474/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:812, σκέψη 19).

44      Εξ αυτού έπεται ότι, αν, κατά την έκδοση του κανονισμού 987/2009, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να αποκλίνει από την προγενέστερη συναφή νομολογία ώστε τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα να μη δεσμεύονται από πιστοποιητικά A 1 εκδοθέντα σε άλλο κράτος μέλος, θα μπορούσε να το προβλέψει ρητώς.

45      Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 35 των προτάσεών του, οι εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίζεται η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη δεσμευτική ισχύ των πιστοποιητικών Ε 101 ισχύουν επίσης στο πλαίσιο των κανονισμών 883/2004 και 987/2009. Ειδικότερα, μολονότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 987/2009, η αρχή της υπαγωγής των μισθωτών σε ένα και μόνο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως εξαγγέλλεται με την αιτιολογική σκέψη 15 και με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, ενώ η σημασία της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας απορρέει τόσο από το άρθρο 76 του κανονισμού 883/2004 όσο και από την αιτιολογική σκέψη 2 και από το άρθρο 20 του κανονισμού 987/2009.

46      Επομένως, αν γινόταν δεκτό ότι, πλην των περιπτώσεων απάτης ή καταχρήσεως δικαιώματος, ο αρμόδιος εθνικός φορέας δύναται, προσφεύγοντας σε δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής του συγκεκριμένου εργαζομένου, να επιτύχει την κήρυξη της ακυρότητας του πιστοποιητικού E 101, θα ετίθετο σε κίνδυνο το σύστημα που βασίζεται στην ειλικρινή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων φορέων των κρατών μελών (βλ. υπ’ αυτή την έννοια, όσον αφορά τα πιστοποιητικά E 101, αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2006, Herbosch Kiere, C-2/05, EU:C:2006:69, σκέψη 30, της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff, C-620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 47, καθώς και της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ., C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψεις 54, 55, 60 και 61).

47      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι πιστοποιητικό Α 1 το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, δεσμεύει όχι μόνο τους φορείς του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα, αλλά και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

 Επί του πρώτου μέρους του δευτέρου ερωτήματος

48      Με το πρώτο μέρος του δευτέρου ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι πιστοποιητικό Α 1 το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 δεσμεύει τόσο τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα όσο και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού, για όσο χρόνο το εν λόγω πιστοποιητικό δεν έχει ανακληθεί ή κηρυχθεί άκυρο από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε, ακόμη και στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του τελευταίου αυτού κράτους μέλους και του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα υπέβαλαν το σχετικό ζήτημα στη διοικητική επιτροπή και αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πιστοποιητικό αυτό κακώς εκδόθηκε και πρέπει να ανακληθεί.

–       Επί του παραδεκτού

49      Η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατά κύριο λόγο, ότι το πρώτο μέρος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος είναι υποθετικό, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η διοικητική επιτροπή κατέληξε σε λύση που έγινε αποδεκτή τόσο από τη Δημοκρατία της Αυστρίας όσο και από την Ουγγαρία και ότι οι ουγγρικές αρχές επισήμαναν ότι, ως εκ τούτου, ήταν διατεθειμένες να ανακαλέσουν τα επίμαχα πιστοποιητικά A 1.

50      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει κατ’ επανάληψη κρίνει το Δικαστήριο, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδώσει να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να απαντήσει (απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express, C-304/16, EU:C:2018:66, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Επομένως, τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης είναι κατά τεκμήριο λυσιτελή. Άρνηση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία ή κρίση επί του κύρους του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express, C-304/16, EU:C:2018:66, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Εν προκειμένω, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ασφαλώς ότι η διοικητική επιτροπή διατύπωσε, στις 9 Μαΐου 2016, γνώμη κατά την οποία το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης πιστοποιητικά A 1 ουδόλως έπρεπε να χορηγηθούν και ότι επιβάλλεται η ανάκλησή τους, γνώμη η οποία εγκρίθηκε, στη συνέχεια, από την εν λόγω επιτροπή κατά την 347η συνεδρίασή της στις 20 και 21 Ιουνίου 2016.

53      Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι τα ως άνω πιστοποιητικά δεν ανακλήθηκαν από τον αρμόδιο φορέα στην Ουγγαρία ούτε κηρύχθηκαν άκυρα από τα ουγγρικά δικαστήρια.

54      Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει επίσης ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας και η Ουγγαρία δεν κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με τις λεπτομέρειες μιας ενδεχόμενης ανακλήσεως των πιστοποιητικών αυτών ή, τουλάχιστον, ορισμένων από αυτά. Επιπλέον, από τη δικογραφία αυτή προκύπτει προφανώς ότι η εφαρμογή της εν λόγω γνώμης ανεστάλη λόγω της υποβολής της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο πλαίσιο της οποίας η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ορθώς ο αρμόδιος ουγγρικός φορέας χορήγησε τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης πιστοποιητικά A 1 βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.

55      Επομένως, τα σχετικά με τη διαφορά της κύριας δίκης πραγματικά περιστατικά, όπως προκύπτουν από τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο, συμπίπτουν με την ιστορική βάση στην οποία στηρίζεται το πρώτο μέρος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η Ουγγαρία συμφώνησε, τουλάχιστον καταρχήν, με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η διοικητική επιτροπή ουδόλως αναιρεί τη λυσιτέλεια του ερωτήματος αυτού για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

56      Επιπλέον, το γεγονός ότι η διοικητική επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης πιστοποιητικά A 1 έπρεπε να ανακληθούν δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να δικαιολογήσει το απαράδεκτο του υπό κρίση προδικαστικού ερωτήματος, δεδομένου ότι αντικείμενο αυτού είναι ακριβώς το κατά πόσον το ως άνω συμπέρασμα μπορεί να έχει συνέπειες για τον δεσμευτικό χαρακτήρα των εν λόγω πιστοποιητικών έναντι των αρχών και των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το πρώτο μέρος του δευτέρου ερωτήματος είναι υποθετικό, διαπίστωση που θα συνεπαγόταν ανατροπή του τεκμηρίου λυσιτέλειας περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως.

–       Επί της ουσίας

58      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 72 του κανονισμού 883/2004, το οποίο απαριθμεί τα καθήκοντα της διοικητικής επιτροπής, η επιτροπή αυτή, μεταξύ άλλων, χειρίζεται όλα τα διοικητικά ζητήματα και τα ζητήματα ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του ίδιου κανονισμού ή του κανονισμού 987/2009 ή από κάθε άλλη συμφωνία ή ρύθμιση που συνάπτεται στο πλαίσιο των κανονισμών αυτών, με την επιφύλαξη του δικαιώματος των ενδιαφερόμενων αρχών, φορέων και προσώπων να προσφεύγουν στα δικαστήρια και τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών, από τον κανονισμό 883/2004 ή από τη Συνθήκη.

59      Κατά το ως άνω άρθρο 72, η διοικητική επιτροπή έχει επίσης το καθήκον, αφενός, να προάγει και να αναπτύσσει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των φορέων τους σε θέματα κοινωνικής ασφάλειας, ιδίως προκειμένου να αντιμετωπίζονται συγκεκριμένα ζητήματα ορισμένων κατηγοριών προσώπων, και, αφετέρου, να διευκολύνει την υλοποίηση δράσεων διασυνοριακής συνεργασίας στον τομέα του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.

60      Όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, περίπτωση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία ανέκυψε διαφωνία μεταξύ του αρμόδιου φορέα ορισμένου κράτους μέλους και του αρμόδιου φορέα άλλου κράτους μέλους σχετικά με έγγραφα ή δικαιολογητικά που διαλαμβάνονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, οι παράγραφοι 2 έως 4 του άρθρου αυτού προβλέπουν διαδικασία για την επίλυση της διαφωνίας αυτής. Ειδικότερα, οι παράγραφοι 2 και 3 του εν λόγω άρθρου προβλέπουν ενέργειες στις οποίες καλούνται να προβούν οι σχετικοί φορείς σε περίπτωση αμφιβολιών σχετικά με το κύρος τέτοιων εγγράφων και δικαιολογητικών ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων θεμελιώνονται τα στοιχεία που αναγράφονται σε αυτά. Η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να υποβάλουν το ζήτημα στην κρίση της διοικητικής επιτροπής, η οποία «επιχειρεί να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις» εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επιλήφθηκε του ζητήματος.

61      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο αναφορικά με τον κανονισμό 1408/71, αν η επιτροπή αυτή δεν κατορθώσει να συμβιβάσει τις απόψεις των αρμοδίων φορέων σχετικά με την εφαρμοστέα νομοθεσία, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου παρέχει την εργασία του ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος έχει, πάντως, τη δυνατότητα, και τούτο υπό την επιφύλαξη των μέσων έννομης προστασίας που ενδεχομένως υφίστανται στο κράτος μέλος του φορέα εκδόσεως του πιστοποιητικού, να κινήσει διαδικασία λόγω παραβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 259 ΣΛΕΕ, προκειμένου να καταστεί δυνατό στο Δικαστήριο να εξετάσει, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, το ζήτημα της νομοθεσίας που πρέπει να εφαρμοστεί στον εν λόγω εργαζόμενο και, ως εκ τούτου, την ακρίβεια των στοιχείων που περιλαμβάνονται στο πιστοποιητικό E 101 (απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff, C-620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Επομένως, διαπιστώνεται ότι ο ρόλος της διοικητικής επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται με το άρθρο 5, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 987/2009, περιορίζεται στο να συμβιβάσει τις απόψεις των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών που υπέβαλαν στην κρίση της το σχετικό ζήτημα.

63      Η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από το άρθρο 89, παράγραφος 3, του κανονισμού 987/2009, το οποίο προβλέπει ότι οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε οι φορείς τους να είναι ενημερωμένοι και να εφαρμόζουν το σύνολο των νομοθετικών ή άλλων διατάξεων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων της διοικητικής επιτροπής, στους τομείς που διέπονται από τους κανονισμούς 883/2004 και 987/2009 και σύμφωνα με τους όρους που αυτοί προβλέπουν, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή ουδόλως έχει ως σκοπό να τροποποιήσει τον ρόλο της διοικητικής επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας περί της οποίας γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη ούτε, επομένως, τον γνωμοδοτικό χαρακτήρα που έχουν τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η επιτροπή αυτή στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας.

64      Κατά συνέπεια, στο πρώτο μέρος του δεύτερου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι πιστοποιητικό Α 1 το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, δεσμεύει τόσο τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα όσο και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού, για όσο χρόνο το εν λόγω πιστοποιητικό δεν έχει ανακληθεί ή κηρυχθεί άκυρο από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε, ακόμη και στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του τελευταίου αυτού κράτους μέλους και του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα υπέβαλαν το σχετικό ζήτημα στη διοικητική επιτροπή και αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πιστοποιητικό αυτό κακώς εκδόθηκε και πρέπει να ανακληθεί.

 Επί του δευτέρου μέρους του δευτέρου ερωτήματος

65      Με το δεύτερο μέρος του δευτέρου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι πιστοποιητικό Α 1 το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 δεσμεύει, κατά περίπτωση με αναδρομική ισχύ, τόσο τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα όσο και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού, ακόμη και στην περίπτωση που το ως άνω πιστοποιητικό χορηγήθηκε μόνον αφότου το εν λόγω κράτος μέλος διαπίστωσε με πράξη του την υπαγωγή του ενδιαφερόμενου εργαζομένου στην υποχρεωτική ασφάλιση δυνάμει της νομοθεσίας του.

–       Επί του παραδεκτού

66      Η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το ερώτημα αυτό είναι υποθετικό, διότι ότι κανένα πιστοποιητικό Α 1 δεν εκδόθηκε με αναδρομική ισχύ μετά τη διαπίστωση από τις αυστριακές αρχές της υπαγωγής των ενδιαφερόμενων εργαζομένων στην υποχρεωτική ασφάλιση δυνάμει της αυστριακής νομοθεσίας.

67      Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν παρασχεθεί με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ορισμένα από τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης πιστοποιητικά Α 1 εκδόθηκαν με αναδρομική ισχύ. Από την απόφαση αυτή προκύπτει επίσης ότι ο αυστριακός φορέας είχε ήδη διαπιστώσει με πράξεις του την υπαγωγή ορισμένων από τους ενδιαφερόμενους εργαζομένους στην υποχρεωτική ασφάλιση δυνάμει της αυστριακής νομοθεσίας πριν η αρμόδια ουγγρική αρχή εκδώσει πιστοποιητικά Α 1 για τους εργαζομένους αυτούς.

68      Κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει τα πραγματικά περιστατικά και να εκτιμήσει τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που επιθυμεί να υποβάλει (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2016, Hoogstad, C-269/15, EU:C:2016:802, σκέψη 19, και της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff, C-620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 35).

69      Κατά συνέπεια, το δεύτερο μέρος του δευτέρου ερωτήματος πρέπει να κριθεί παραδεκτό, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η απάντηση του Δικαστηρίου μπορεί να είναι χρήσιμη για το δικαστήριο αυτό προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον τουλάχιστον ένα μέρος των επίμαχων πιστοποιητικών Α 1 έχει δεσμευτικό χαρακτήρα.

–       Επί της ουσίας

70      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι πιστοποιητικό Ε 101 που έχει χορηγηθεί συμφώνως προς το άρθρο 11α του κανονισμού 574/72 μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ. Ειδικότερα, τέτοιο πιστοποιητικό, καίτοι είναι προτιμότερο να χορηγείται πριν από την έναρξη της περιόδου την οποίαν αφορά, μπορεί να χορηγείται και κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ή και μετά τη λήξη της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 30ής Μαρτίου 2000, Banks κ.λπ., C-178/97, EU:C:2000:169, σκέψεις 52 έως 57).

71      Η νομοθεσία της Ένωσης, όπως προκύπτει από τους κανονισμούς 883/2004 και 987/2009, ουδόλως αποκλείει ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει και όσον αφορά τα πιστοποιητικά A 1.

72      Συγκεκριμένα, το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, όπως ίσχυε κατά την έναρξη της επίδικης περιόδου, όριζε μεν ότι, «εάν ένα πρόσωπο ασκεί τη δραστηριότητά του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος δυνάμει του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], ο εργοδότης ή, σε περίπτωση προσώπου που δεν ασκεί δραστηριότητα μισθωτού, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνει, ει δυνατόν εκ των προτέρων, τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου εφαρμόζεται» και ότι «[ο] εν λόγω φορέας καθιστά αμελλητί διαθέσιμες τις πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στον ενδιαφερόμενο […] στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο και στον φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα». Εντούτοις, η χορήγηση πιστοποιητικού Α 1 κατά τη διάρκεια ή ακόμη και μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου παροχής εργασίας είναι δυνατή.

73      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, αν το πιστοποιητικό Α 1 μπορεί να ισχύσει αναδρομικώς, παρά το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο χορηγήσεως του πιστοποιητικού αυτού, υπήρχε ήδη απόφαση του αρμόδιου φορέα του κράτους μέλους όπου ασκείται η δραστηριότητα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού.

74      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα το οποίο εξετάστηκε με τις σκέψεις 36 έως 47 της παρούσας αποφάσεως, για όσο χρόνο δεν ανακαλείται ή δεν κηρύσσεται άκυρο, πιστοποιητικό Α 1 το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, δεσμεύει, όπως ακριβώς και το προϊσχύσαν πιστοποιητικό E 101, τόσο τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα, όσο και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού.

75      Κατά συνέπεια, υπό τις ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι απόφαση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με την οποία ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους εντός του οποίου ασκείται η δραστηριότητα αποφασίζει την υπαγωγή των ενδιαφερόμενων εργαζομένων στην υποχρεωτική ασφάλιση δυνάμει της νομοθεσίας του, αποτελεί έγγραφο που «βεβαιώνει» την κατάσταση του ενδιαφερομένου κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009.

76      Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 66 των προτάσεών του, το ζήτημα αν οι εμπλεκόμενες στην υπόθεση της κύριας δίκης αρχές είχαν την υποχρέωση να προβούν σε προσωρινή εφαρμογή ορισμένης νομοθεσίας δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 987/2009, τηρώντας την εκεί προβλεπόμενη σειρά προτεραιότητας εφαρμοστέας νομοθεσίας, δεν θίγει τη δεσμευτική ισχύ των επίμαχων πιστοποιητικών Α 1. Ειδικότερα, κατά το ως άνω άρθρο 6, παράγραφος 1, οι σχετικοί με την προσωρινή εφαρμογή κανόνες συγκρούσεως που προβλέπονται με τη διάταξη αυτή εφαρμόζονται, «εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά [στον κανονισμό αυτό]».

77      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο μέρος του δευτέρου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι πιστοποιητικό Α 1 το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 δεσμεύει, κατά περίπτωση με αναδρομική ισχύ, τόσο τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα όσο και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού, ακόμη και στην περίπτωση που το ως άνω πιστοποιητικό χορηγήθηκε μόνον αφότου το εν λόγω κράτος μέλος διαπίστωσε με πράξη του την υπαγωγή του ενδιαφερόμενου εργαζομένου στην υποχρεωτική ασφάλιση δυνάμει της νομοθεσίας του.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

78      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που εργαζόμενος ο οποίος έχει αποσπασθεί από τον εργοδότη του με σκοπό την παροχή εργασίας σε άλλο κράτος μέλος αντικατασταθεί από άλλον εργαζόμενο αποσπασμένο από άλλον εργοδότη, ο τελευταίος αυτός εργαζόμενος πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει «αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, με συνέπεια να μην μπορεί να τύχει της εφαρμογής της ειδικής ρυθμίσεως που προβλέπεται με την εν λόγω διάταξη προκειμένου να εξακολουθήσει να υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ο εργοδότης του ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης αν ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι οι εργοδότες των δύο ενδιαφερόμενων εργαζομένων έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος ή ότι διατηρούν μεταξύ τους τυχόν προσωπικούς ή οργανωτικούς δεσμούς.

–       Επί του παραδεκτού

79      Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το τρίτο ερώτημα είναι υποθετικό, καθόσον με αυτό ζητείται να διευκρινιστεί αν το γεγονός ότι ο δεύτερος εργοδότης έχει την έδρα του σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο βρίσκεται η έδρα του πρώτου εργοδότη είναι κρίσιμο για την απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, ενώ οι δύο εμπλεκόμενοι στην υπόθεση της κύριας δίκης εργοδότες είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος.

80      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, για τον λόγο που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη, το τρίτο ερώτημα δεν είναι υποθετικό, δεδομένου ότι μέρος του ερωτήματος αυτού αφορά, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή του, το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι εργοδότες έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος, γεγονός που αντιστοιχεί στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης και συγκεκριμένα στο ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, τόσο η Martin-Meat όσο και η Martimpex είναι εγκατεστημένες στην Ουγγαρία.

–       Επί της ουσίας

81      Πρέπει, καταρχάς, να παρατηρηθεί ότι το τρίτο ερώτημα έχει υποβληθεί μόνο για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δώσει στο δεύτερο ερώτημα την απάντηση ότι ο δεσμευτικός χαρακτήρας του πιστοποιητικού Α 1, όπως συνάγεται από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, μπορεί να περιοριστεί σε μία από τις περιπτώσεις περί των οποίων κάνει λόγο το δεύτερο ερώτημα.

82      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, χάρη στο οποίο το Δικαστήριο παρέχει στα δικαστήρια αυτά τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν και που παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να καταλήξει σε ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που είναι χρήσιμη για τον εθνικό δικαστή (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Alandžak κ.λπ., C-187/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:662, σκέψεις 9 και 10).

83      Όπως υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, η Αυστριακή και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, δεδομένου ότι το τρίτο ερώτημα αφορά την έκταση εφαρμογής της προϋποθέσεως του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, κατά την οποία, για να μπορεί να εξακολουθήσει να υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ο εργοδότης ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του, ο αποσπασμένος εργαζόμενος δεν πρέπει να έχει «αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου» (στο εξής: προϋπόθεση περί μη αντικαταστάσεως), το εν λόγω ερώτημα αφορά αυτό καθαυτό το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Πράγματι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί ποια από τις ερμηνείες τις οποίες υποστήριξαν τα δύο κράτη μέλη που υπέβαλαν το σχετικό ζήτημα στη διοικητική επιτροπή πρέπει να προκριθεί, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, η διαφωνία των διαδίκων της κύριας δίκης ως προς την εφαρμοστέα επί των ενδιαφερόμενων εργαζόμενων εθνική νομοθεσία οφείλεται ακριβώς στις αντιφατικές ερμηνείες, εκ μέρους των δύο κρατών μελών αυτών, του περιεχομένου της προϋποθέσεως περί μη αντικαταστάσεως.

84      Επιπλέον, η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο αρμόδιος ουγγρικός φορέας να μην έχει εκδώσει κανένα έντυπο Ε 101 ή Α 1 για ορισμένους από τους πολυάριθμους ενδιαφερόμενους εργαζομένους και ότι, ως εκ τούτου, η ερμηνεία της προϋποθέσεως περί μη αντικαταστάσεως ασκεί ευθέως επιρροή στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης όσον αφορά αυτούς τους εργαζομένους.

85      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, και μολονότι, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις που δόθηκαν στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο δεσμεύεται από τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης πιστοποιητικά A 1 για όσο χρόνο αυτά δεν έχουν ανακληθεί από τον αρμόδιο ουγγρικό φορέα ή κηρυχθεί άκυρα από τα ουγγρικά δικαστήρια, πρέπει να δοθεί απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

86      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκύπτει ότι ορισμένοι εργαζόμενοι της Martin‑Meat αποσπάσθηκαν στην Αυστρία κατά την περίοδο μεταξύ του έτους 2007 και του έτους 2012, για την εκτέλεση εργασιών τεμαχισμού κρέατος σε εγκαταστάσεις της Alpenrind. Από 1ης Φεβρουαρίου 2012 έως την 31η Ιανουαρίου 2014, επομένως και κατά τη διάρκεια της επίδικης περιόδου, εργαζόμενοι της Martimpex αποσπάσθηκαν στην Αυστρία για την εκτέλεση των ίδιων εργασιών. Από 1ης Φεβρουαρίου 2014, εργαζόμενοι της Martin-Meat εκτέλεσαν εκ νέου τις εν λόγω εργασίες στις ίδιες εγκαταστάσεις.

87      Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν η προϋπόθεση περί μη αντικαταστάσεως συντρέχει σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως κύριας δίκης κατά τη διάρκεια της επίδικης περιόδου, καθώς και αν και σε ποιο βαθμό ο τόπος της έδρας των συγκεκριμένων εργοδοτών ή η ύπαρξη τυχόν προσωπικών ή οργανωτικών δεσμών μεταξύ τους ασκούν επιρροή σε ένα τέτοιο πλαίσιο.

88      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-616/15, EU:C:2017:721, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, όπως αυτό ίσχυε κατά την έναρξη της επίδικης περιόδου, η διάταξη αυτή προέβλεπε ότι «[τ]ο πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος για λογαριασμό εργοδότη ο οποίος ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του εκεί και το οποίο έχει αποσπασθεί από τον εργοδότη του σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να εκτελέσει εργασία για λογαριασμό του εργοδότη του, εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου».

90      Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 και, ειδικότερα, της φράσεως «υπό τον όρο ότι», προκύπτει ότι αυτή καθαυτή η αντικατάσταση άλλου προσώπου με αποσπασμένο εργαζόμενο συνεπάγεται ότι ο αντικαταστάτης αυτός δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ο εργοδότης του ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του και ότι η προϋπόθεση περί μη αντικαταστάσεως εφαρμόζεται σωρευτικά προς την προϋπόθεση περί μέγιστης διάρκειας παροχής εργασίας που προβλέπεται με την ίδια διάταξη.

91      Επιπλέον, το γεγονός ότι στο γράμμα της ως άνω διατάξεως δεν γίνεται ρητώς λόγος περί έδρας των αντίστοιχων εργοδοτών ή περί ενδεχόμενες προσωπικών ή οργανωτικών δεσμών μεταξύ τους τείνει να καταδείξει ότι τέτοια στοιχεία δεν ασκούν επιρροή στην ερμηνεία της διατάξεως αυτής.

92      Περαιτέρω, όσον αφορά το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τον τίτλο του άρθρου αυτού, οι προβλεπόμενοι με αυτό κανόνες, συμπεριλαμβανομένου, επομένως, του κανόνα της παραγράφου 1, συνιστούν «ειδικούς κανόνες» για τον καθορισμό της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας που πρέπει να εφαρμόζεται επί των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

93      Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, το οποίο καθιερώνει τους «γενικούς κανόνες», πρόσωπα, όπως οι ενδιαφερόμενοι στην υπόθεση της κύριας δίκης εργαζόμενοι, τα οποία ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγονται στη νομοθεσία του κράτους μέλους εντός του οποίου ασκούν τη δραστηριότητα αυτή.

94      Ομοίως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 17 και 18 του κανονισμού 883/2004 προκύπτει ότι, «κατά γενικό κανόνα», η νομοθεσία που είναι εφαρμοστέα επί προσώπων που ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους είναι η νομοθεσία του κράτους αυτού και ότι «είναι ανάγκη να γίνεται παρέκκλιση από τον γενικό αυτό κανόνα» σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες δικαιολογούν διαφορετικό κριτήριο εφαρμογής.

95      Εκ των ανωτέρω έπεται ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, στο μέτρο που συνιστά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα κατ’ εφαρμογήν του οποίου καθορίζεται η νομοθεσία στην οποία υπάγονται τα πρόσωπα που ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα εντός κράτους μέλους, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς.

96      Τέλος, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, καθώς και, γενικότερα, με το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η διάταξη αυτή, διαπιστώνεται ότι, μολονότι το άρθρο 12 παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 θεσπίζει έναν ειδικό κανόνα για τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας σε περίπτωση αποσπάσεως εργαζομένων, ήτοι σε μια ιδιαίτερη περίπτωση που δικαιολογεί, καταρχήν, ένα διαφορετική κριτήριο εφαρμογής, γεγονός πάντως είναι ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν επίσης να αποτρέψει το ενδεχόμενο ο ειδικός αυτός κανόνας να μπορεί να εφαρμοστεί επί διαδοχικώς αποσπώμενων εργαζομένων που εκτελούν τις ίδιες εργασίες.

97      Επιπλέον, αν η ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 διαφοροποιούνταν αναλόγως της αντίστοιχης έδρας των ενδιαφερομένων εργοδοτών ή της υπάρξεως προσωπικών ή οργανωτικών δεσμών μεταξύ τους, το αποτέλεσμα θα ήταν να υπονομευθεί ο επιδιωκόμενος από τον νομοθέτη της Ένωσης σκοπός περί καταρχήν υπαγωγής του εργαζομένου στη νομοθεσία του κράτους μέλους εντός του οποίου ο ενδιαφερόμενος ασκεί τη δραστηριότητά του.

98      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 883/2004, προκειμένου ακριβώς να εξασφαλιστεί, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ίση μεταχείριση για όλα τα πρόσωπα που απασχολούνται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, κρίθηκε σκόπιμο να καθορίζεται, κατά γενικό κανόνα, ως εφαρμοστέα νομοθεσία η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ο ενδιαφερόμενος ασκεί τη μη μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητά του. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 8 του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, θα πρέπει να εξασφαλιστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η ίση μεταχείριση των προσώπων που απασχολούνται στο έδαφος του ίδιου κράτους μέλους.

99      Από τις εκτιθέμενες στις σκέψεις 89 έως 98 της παρούσας αποφάσεως εκτιμήσεις προκύπτει ότι η κατ’ επανάληψη χρησιμοποίηση αποσπασμένων εργαζομένων για την κάλυψη της ίδιας θέσεως, ακόμη και στην περίπτωση που την πρωτοβουλία των αποσπάσεων έχουν διαφορετικοί εργοδότες, δεν συνάδει ούτε προς το γράμμα ούτε προς τους σκοπούς του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 και δεν είναι σύμφωνη με το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η διάταξη αυτή, με αποτέλεσμα ένας αποσπασμένος εργαζόμενος να μην μπορεί να τύχει της εφαρμογής του ειδικού κανόνα που προβλέπει η εν λόγω διάταξη όταν αντικαθιστά έναν άλλο εργαζόμενο.

100    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που εργαζόμενος ο οποίος έχει αποσπασθεί από τον εργοδότη του με σκοπό την παροχή εργασίας σε άλλο κράτος μέλος αντικατασταθεί από άλλον εργαζόμενο αποσπασμένο από άλλον εργοδότη, ο τελευταίος αυτός εργαζόμενος πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει «αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, με συνέπεια να μην μπορεί να τύχει της εφαρμογής της ειδικής ρυθμίσεως που προβλέπεται με την εν λόγω διάταξη προκειμένου να εξακολουθήσει να υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ο εργοδότης του ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του. Το γεγονός ότι οι εργοδότες των δύο ενδιαφερόμενων εργαζομένων έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος ή το γεγονός ότι διατηρούν μεταξύ τους τυχόν προσωπικούς ή οργανωτικούς δεσμούς δεν ασκεί επιρροή συναφώς.

 Επί των δικαστικών εξόδων

101    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) 1244/2010 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2010, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1244/2010, έχει την έννοια ότι πιστοποιητικό Α 1 το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1244/2010, δεσμεύει όχι μόνο τους φορείς του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα, αλλά και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού.

2)      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1244/2010, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1244/2010, έχει την έννοια ότι πιστοποιητικό Α 1 το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1244/2010, δεσμεύει τόσο τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα όσο και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού, για όσο χρόνο το εν λόγω πιστοποιητικό δεν έχει ανακληθεί ή κηρυχθεί άκυρο από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε, ακόμη και στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του τελευταίου αυτού κράτους μέλους και του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα υπέβαλαν το σχετικό ζήτημα στη διοικητική επιτροπή και αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πιστοποιητικό αυτό κακώς εκδόθηκε και πρέπει να ανακληθεί.

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1244/2010, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1244/2010, έχει την έννοια ότι πιστοποιητικό Α 1 το οποίο έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1244/2010, δεσμεύει, κατά περίπτωση με αναδρομική ισχύ, τόσο τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα όσο και τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού, ακόμη και στην περίπτωση που το ως άνω πιστοποιητικό χορηγήθηκε μόνον αφότου το εν λόγω κράτος μέλος διαπίστωσε με πράξη του την υπαγωγή του ενδιαφερόμενου εργαζομένου στην υποχρεωτική ασφάλιση δυνάμει της νομοθεσίας του.

3)      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1244/2010, έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που εργαζόμενος ο οποίος έχει αποσπασθεί από τον εργοδότη του με σκοπό την παροχή εργασίας σε άλλο κράτος μέλος αντικατασταθεί από άλλον εργαζόμενο αποσπασμένο από άλλον εργοδότη, ο τελευταίος αυτός εργαζόμενος πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει «αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, με συνέπεια να μην μπορεί να τύχει της εφαρμογής της ειδικής ρυθμίσεως που προβλέπεται με την εν λόγω διάταξη προκειμένου να εξακολουθήσει να υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ο εργοδότης του ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του.

Το γεγονός ότι οι εργοδότες των δύο ενδιαφερόμενων εργαζομένων έχουν την έδρα τους στο ίδιο κράτος μέλος ή το γεγονός ότι διατηρούν μεταξύ τους τυχόν προσωπικούς ή οργανωτικούς δεσμούς δεν ασκεί επιρροή συναφώς.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.