Αναίρεση που άσκησε στις 21 Δεκεμβρίου 2018 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο πενταμελές τμήμα) στις 24 Οκτωβρίου 2018 στην υπόθεση T-29/17, RQ κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-831/18 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: J.-P. Keppenne, J. Baquero Cruz)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: RQ

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (έβδομο πενταμελές τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 2018 στην υπόθεση T-29/17, κατά το μέρος που ακυρώνει την απόφαση C(2016) 1449 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2016, σχετικά με αίτηση άρσεως της ετεροδικίας του RQ·

να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως του αναιρεσίβλητου, η οποία είχε ασκηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να αποφανθεί οριστικά επί των ζητημάτων που αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ή, σε περίπτωση κατά την οποία η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση από το Δικαστήριο, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί·

να καταδικάσει τον πρωτοδίκως προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής τόσο όσον αφορά την πρωτοβάθμια διαδικασία όσο και όσον αφορά την αναιρετική διαδικασία.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους:

1.    Πρώτον, σε αντίθεση με το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή φρονεί ότι η απόφαση για την άρση της ετεροδικίας δεν αποτελεί βλαπτική πράξη για τον πρωτοδίκως προσφεύγοντα και δεν μπορεί, επομένως, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Συνεπώς, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο κατά το μέρος που έκρινε την προσφυγή παραδεκτή.

2.    Δεύτερον, η Επιτροπή φρονεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προβαίνει, όσον αφορά το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε εσφαλμένη ερμηνεία του δικαιώματος αυτού κατά το μέρος που στηρίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ (αρχή της καλόπιστης συνεργασίας) και της γενικής αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των οργάνων της Ένωσης και των αρχών των κρατών μελών.

3.    Τρίτον, η Επιτροπή φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς της Επιτροπής εν προκειμένω, ως εκ του ότι εκτίμησε ότι η εν λόγω συμπεριφορά δεν ήταν επαρκής για να γίνει σεβαστό το δικαίωμα ακροάσεως του πρωτοδίκως προσφεύγοντος.

____________