ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 17ης Οκτωβρίου 2019 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Διεθνής καταχώριση με ισχύ στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Λεκτικό σήμα AXICORP ALLIANCE – Προγενέστερο λεκτικό και προγενέστερο εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ALLIANCE – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 – Απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως των προγενέστερων σημάτων – Άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001 – Ερμηνεία της περιγραφής των προϊόντων τα οποία αναγράφονται στον αλφαβητικό κατάλογο που συνοδεύει την ταξινόμηση της Νίκαιας»

Στην υπόθεση T‑279/18,

Alliance Pharmaceuticals Ltd, με έδρα το Chippenham (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον M. Edenborough, QC,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τους J. Crespo Carrillo και H. O’Neill,

καθού,

έτερος διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO:

AxiCorp GmbH, με έδρα το Friedrichsdorf (Γερμανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO, της 7ης Φεβρουαρίου 2018 (υπόθεση R 1473/2017-5), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των Alliance Pharmaceuticals και AxiCorp,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, K. Kowalik-Bańczyk και C. Mac Eochaidh (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Hendrix, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Απριλίου 2018,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουλίου 2018,

έχοντας υπόψη τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 31ης Ιανουαρίου 2019,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Μαρτίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 17 Ιανουαρίου 2011 η AxiCorp GmbH εξασφάλισε από το διεθνές γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) την υπ’ αριθ. 1072913 διεθνή καταχώριση με ισχύ στην Ευρωπαϊκή Ένωση του λεκτικού σήματος AXICORP ALLIΑΝCE. Η καταχώριση αυτή κοινοποιήθηκε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) στις 28 Απριλίου 2011, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε προστασία εμπίπτουν στις κλάσεις 3, 5, 10 και 35 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για έκαστη από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 3: «Λευκαντικά παρασκευάσματα και άλλες ουσίες για πλύσιμο, παρασκευάσματα για καθαρισμό, στίλβωση, αφαίρεση λίπους και απόξεση· σαπούνια· είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, καλλυντικά, λοσιόν για τα μαλλιά, οδοντόπαστες»·

–        κλάση 5: «Φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα· προϊόντα υγιεινής για την ιατρική· διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, παιδικές τροφές· έμπλαστρα, υλικό επιδέσμων· υλικά σφραγίσεως δοντιών και οδοντιατρικό κερί· απολυμαντικά· προϊόντα για την καταστροφή παρασίτων· μυκητοκτόνα, παρασιτοκτόνα· φάρμακα»·

–        κλάση 10: «Συσκευές και εργαλεία χειρουργικά, ιατρικά, οδοντιατρικά και κτηνιατρικά, τεχνητά μέλη, μάτια και δόντια· ορθοπεδικά είδη· υλικό χειρουργικών ραμμάτων· μέσα εφαρμογής για φαρμακευτικά παρασκευάσματα· σύριγγες για ιατρική χρήση, εισπνευστικά μηχανήματα»·

–        κλάση 35: «Διαφήμιση· διαχείριση εμπορικών επιχειρήσεων· διαχείριση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου· χονδρικό και λιανικό εμπόριο φαρμακευτικών, καλλυντικών και ιατρικών προϊόντων».

3        Η αίτηση καταχωρίσεως σήματος δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 2011/082 Δελτίο κοινοτικών σημάτων, της 29ης Απριλίου 2011.

4        Στις 30 Ιανουαρίου 2012 η προσφεύγουσα, Alliance Pharmaceuticals Ltd, άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 46 του κανονισμού 2017/1001), κατά της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παρατέθηκαν στη σκέψη 2 ανωτέρω.

5        Η ανακοπή στηριζόταν στα εξής προγενέστερα δικαιώματα:

–        στο προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ALLIANCE, το οποίο κατατέθηκε στις 29 Ιουλίου 2002 και καταχωρίσθηκε στις 11 Αυγούστου 2006 υπό τον αριθμό 2816098, προσδιόριζε δε προϊόντα της κλάσεως 5 που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Φαρμακευτικά παρασκευάσματα στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι τροφές για βρέφη και αναπήρους και τα χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση»·

–        στο προγενέστερο εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο κατατέθηκε στις 29 Ιουλίου 2002 και καταχωρίσθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2003 υπό τον αριθμό 2816064, προσδιόριζε δε προϊόντα της κλάσεως 5 που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Φαρμακευτικά παρασκευάσματα στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι τροφές για βρέφη και αναπήρους και τα χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση», και απεικονίζεται κάτωθι:

Image not found

–        στο προγενέστερο μη καταχωρισμένο σήμα ALLIANCE, το οποίο χρησιμοποιείται στις συναλλαγές στο Ηνωμένο Βασίλειο για «φαρμακευτικές ουσίες και φαρμακευτικά παρασκευάσματα».

6        Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής ήταν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 2017/1001).

7        Προς στήριξη των λόγων ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 207/2009, η προσφεύγουσα προσκόμισε απόσπασμα της ετήσιας εκθέσεως για το 2009 της μητρικής της εταιρίας, Alliance Pharma plc.

8        Κατόπιν αιτήσεως της AxiCorp, το EUIPO κάλεσε την προσφεύγουσα να αποδείξει τη χρήση των προγενέστερων σημάτων της, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001), για τα προϊόντα επί των οποίων στηριζόταν η ανακοπή.

9        Στις 22 Ιουλίου 2016 η προσφεύγουσα προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για τη χρήση των προγενέστερων σημάτων της εντός της ταχθείσας από το EUIPO προθεσμίας.

10      Στις 11 Μαΐου 2017 το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της, ελλείψει αποδείξεων περί ουσιαστικής χρήσεως των προγενέστερων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελλείψει αποδείξεων περί χρήσεως στις συναλλαγές του προγενέστερου μη καταχωρισμένου σήματος.

11      Στις 7 Ιουλίου 2017 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

12      Με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πέμπτο τμήμα προσφυγών του EUIPO ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του τμήματος ανακοπών και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του τελευταίου.

13      Αφενός, όσον αφορά τα προγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η ανακοπή ορθώς είχε απορριφθεί κατά το μέρος που στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/1001. Επ’ αυτού, παρατήρησε, πρώτον, ότι ο προσδιορισμός των εν λόγω σημάτων ως προς τα καλυπτόμενα από αυτά προϊόντα, σημάτων τα οποία αφορούσαν «Φαρμακευτικά παρασκευάσματα στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι τροφές για βρέφη και αναπήρους και τα χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση», δεν ήταν σαφής. Δεύτερον, έκρινε ότι δεν θα ήταν παράλογο ούτε αντίθετο προς τους γραμματικούς κανόνες να ερμηνευθεί ο εν λόγω προσδιορισμός υπό την έννοια ότι καλύπτει τα φαρμακευτικά προϊόντα «με εξαίρεση εκείνα τα οποία προορίζονται για τροφές βρεφών και αναπήρων και στα οποία χρησιμοποιούνται χημικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα». Τρίτον, έκρινε ότι, ενώ δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθούν τυχόν άλλες ερμηνείες, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες έπρεπε να περιγράφονται στο μητρώο με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια ώστε να καθίσταται δυνατός ο καθορισμός της εκτάσεως της προστασίας που ζητείται επί της βάσεως αυτής και μόνον. Επιπλέον, κατά το τμήμα προσφυγών, ένας διφορούμενος προσδιορισμός δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύεται κατά τρόπο ευνοϊκό για τον δικαιούχο. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το τμήμα ανακοπών ορθώς είχε ερμηνεύσει στενά τον προσδιορισμό, υπό την έννοια ότι αποκλείονταν τα χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση. Επιπροσθέτως, παρατήρησε ότι, ακόμη και εάν γινόταν δεκτό ότι ο προσδιορισμός περιελάμβανε ορισμένα φαρμακευτικά προϊόντα φυτικής προελεύσεως, η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι το σήμα ALLIANCE είχε χρησιμοποιηθεί για τα φαρμακευτικά αυτά προϊόντα, δεδομένου ότι οι προσκομισθείσες αποδείξεις περί χρήσεως αφορούσαν αποκλειστικώς συνθετικά συστατικά.

14      Αφετέρου, όσον αφορά το προγενέστερο μη καταχωρισμένο σήμα και τον λόγο ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ήταν προδήλως εσφαλμένο το συμπέρασμα του τμήματος ανακοπών ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί της χρήσεως του σήματος αυτού, προς τεκμηρίωση της ανακοπής. Έκρινε ότι η υπόθεση έπρεπε να αναπεμφθεί ενώπιον του τμήματος ανακοπών για πλήρη επανεξέταση του προμνησθέντος λόγου ανακοπής, λαμβανομένων υπόψη όλων των αποδεικτικών στοιχείων περί χρήσεως που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προσκομίσθηκαν στις 22 Ιουλίου 2016.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση, παραπέμποντας την ανακοπή ενώπιον του τμήματος ανακοπών, προκειμένου αυτό να την επανεξετάσει βάσει τόσο του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001, όσο και του άρθρου 8 παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, καθώς και στα έξοδα της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας και, επικουρικώς, εάν παρέμβει η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών, να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα από κοινού και εις ολόκληρον στα έξοδά της.

16      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του περιεχομένου του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

17      Απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες ετέθησαν στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, οι διάδικοι επιβεβαίωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όπως σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ότι η ασκηθείσα από την προσφεύγουσα προσφυγή πρέπει να γίνει αντιληπτή ως σκοπούσα στη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που το τμήμα προσφυγών απέρριψε την ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή όσον αφορά τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/1001. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα δεν ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που το τμήμα προσφυγών ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του τμήματος ανακοπών για πλήρη επανεξέταση του λόγου ανακοπής που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού.

 Επί της ουσίας

18      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από το ότι το τμήμα προσφυγών ερμήνευσε εσφαλμένως τον προσδιορισμό των προγενέστερων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τα καλυπτόμενα από αυτά προϊόντα και κατέληξε, ως εκ τούτου, στο συμπέρασμα ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία περί χρήσεως δεν κατεδείκνυαν ουσιαστική χρήση των σημάτων αυτών για τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στον εν λόγω προσδιορισμό, πράγμα που συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, παράβαση του κανονισμού 2017/1001 ή παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή του, κατά την έννοια του άρθρου 72 του κανονισμού 2017/1001.

19      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη στενή ερμηνεία του προσδιορισμού που έγινε δεκτή από το τμήμα ανακοπών και επιβεβαιώθηκε από το τμήμα προσφυγών, κατά την οποία τα «χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση» εξαιρούνταν από τα «φαρμακευτικά παρασκευάσματα».

20      Αφενός, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προκριθείσα στενή ερμηνεία του προσδιορισμού είναι εσφαλμένη, καθόσον αντιβαίνει στις κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως και, ειδικότερα, στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διατυπώνονται οι αποκλεισμοί προϊόντων ή υπηρεσιών στο πλαίσιο των προσδιορισμών των καλυπτόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Εφόσον επιδιώκεται ο αποκλεισμός κάποιων ειδών προϊόντων, ο σύνδεσμος που πρέπει να χρησιμοποιείται είναι ο διαζευκτικός σύνδεσμος «ή» και όχι ο συμπλεκτικός σύνδεσμος «και». Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, η φράση «στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι τροφές για βρέφη και αναπήρους και τα χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείεται μόνον η πρώτη κατηγορία προϊόντων, ήτοι οι τροφές για βρέφη και αναπήρους, ενώ περιλαμβάνεται η δεύτερη κατηγορία προϊόντων, ήτοι τα χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση. Εάν είχε ακολουθηθεί η ως άνω ερμηνεία, θα είχαν γίνει δεκτά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα προς απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως των προγενέστερων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για «χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση». Ως εκ τούτου, κατά την προσφεύγουσα, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο τμήμα ανακοπών προκειμένου αυτό να εξετάσει την ανακοπή και υπό το πρίσμα επίσης των λόγων ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/1001. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η AxiCorp δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα επί του περιεχομένου του προσδιορισμού πριν εκδοθεί η απόφαση του τμήματος ανακοπών.

21      Αφετέρου, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η προκριθείσα στενή ερμηνεία του προσδιορισμού είναι εσφαλμένη, καθόσον καταλήγει σε προσδιορισμό που στερείται νοήματος από εμπορική άποψη, πράγμα το οποίο αντιβαίνει προς τους συνήθεις κανόνες ερμηνείας των νομοθετημάτων. Επικουρικώς, ισχυρίζεται ότι, εάν τα «χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση» αποκλείονταν, θα έπρεπε να τύχουν στενής ερμηνείας, υπό την έννοια ότι προσδιορίζουν μόνον τις συνθετικές πρόδρομες χημικές ουσίες στην καθαρή τους μορφή, οι οποίες μπορούν να συνδυασθούν για φαρμακευτικούς σκοπούς, ήτοι για τη δημιουργία των ίδιων των τελικών φαρμακευτικών παρασκευασμάτων. Επομένως, τα συστατικά σε καθαρή μορφή του φαρμακευτικού παρασκευάσματος θα αποκλείονταν από το πεδίο της καταχωρίσεως, ενώ ο συνδυασμός που προκύπτει εξ αυτών, ο οποίος αποτελεί το τελικό φαρμακευτικό παρασκεύασμα αυτό καθαυτό, θα περιλαμβανόταν στο πεδίο αυτό. Ως εκ τούτου, τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία περί χρήσεως επαρκούν για να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση των προγενέστερων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

22      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Πρώτον, κατά το EUIPO, ένα υπόδειγμα διατυπώσεως αποκλεισμού προϊόντων ή υπηρεσιών προερχόμενο από τις κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως δεν μπορεί να αποτελεί τη βάση κανόνα καθορίζοντος τον σύνδεσμο που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται κατά τη διατύπωση αποκλεισμού στο πλαίσιο προσδιορισμού ως προς τα καλυπτόμενα από το σήμα προϊόντα και υπηρεσίες. Ο αιτών την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει να διατυπώσει σαφώς και επακριβώς τον προσδιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η προστασία. Δεύτερον, κατά το EUIPO, ο προσδιορισμός είναι διφορούμενος. Πλην όμως, ο τρόπος με τον οποίο το τμήμα ανακοπών και το τμήμα προσφυγών ερμήνευσαν τον προσδιορισμό δεν είναι ούτε παράλογος ούτε αντίθετος προς τους γραμματικούς κανόνες, έστω και αν δεν μπορούν να αποκλεισθούν άλλες ερμηνείες. Τρίτον, το EUIPO υπενθυμίζει ότι η έκταση της ζητούμενης προστασίας πρέπει να μπορεί να προσδιοριστεί βάσει του μητρώου και μόνον. Όταν η ονομασία των προϊόντων ή των υπηρεσιών στερείται σαφήνειας και ακρίβειας, το πεδίο εφαρμογής του σήματος πρέπει να ερμηνεύεται υπό στενή έννοια, καθότι ο δικαιούχος του σήματος δεν πρέπει να αντλεί όφελος από την παράβαση της υποχρεώσεώς του να συντάξει με σαφήνεια και ακρίβεια τον κατάλογο προϊόντων και υπηρεσιών.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

23      Όπως επιβεβαίωσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα προσάπτει εμμέσως στο τμήμα προσφυγών παράβαση του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001.

24      Συναφώς, το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, εφόσον εγερθεί από τον αιτούντα την καταχώριση σήματος, πρέπει να κρίνεται πριν εκδοθεί απόφαση επί της ανακοπής αυτής καθαυτήν [βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2007, Saint-Gobain Pam κατά ΓΕΕΑ – Propamsa (PAM PLUVIAL), T‑364/05, EU:T:2007:96, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

25      Επομένως, η προσφεύγουσα όφειλε, προτού το EUIPO εξετάσει τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/1001, να αποδείξει την ουσιαστική χρήση των προγενέστερων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως εκ τούτου δε, εάν δεν αποδεικνυόταν η χρήση αυτή, θα έπρεπε να απορριφθεί η ανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Επιπλέον, η χρήση αυτή έπρεπε να αφορά τα προϊόντα για τα οποία είχαν καταχωρισθεί τα προγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επί των οποίων στηριζόταν η ανακοπή, δηλαδή τα προϊόντα της κλάσεως 5 που παρατέθηκαν στη σκέψη 5 ανωτέρω. Εάν τα προγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν χρησιμοποιηθεί για μέρος μόνον των προϊόντων για τα οποία είχαν καταχωρισθεί, θα θεωρούνταν καταχωρισμένα, όσον αφορά την εξέταση της ανακοπής, μόνο για το μέρος αυτό των προϊόντων, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

26      Κατά τη νομολογία που έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο της ερμηνείας των όρων που συνθέτουν τους τίτλους των κλάσεων προϊόντων και υπηρεσιών, το περιεχόμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο καταθέσεώς της [πρβλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2018, Edison κατά EUIPO (EDISON), T‑471/17, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:887, σκέψη 34· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2017, EUIPO κατά Cactus, C‑501/15 P, EU:C:2017:750, σκέψεις 44 έως 49].

27      Εν προκειμένω, οι σχετικές με τα προγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αιτήσεις καταχωρίσεως κατατέθηκαν από την προσφεύγουσα και οι σχετικές καταχωρίσεις έλαβαν χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο εξακολουθούσε να εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1) (που αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 207/2009, ο οποίος με τη σειρά του αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 2017/1001) (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω). Ο κανονισμός 40/94 δεν περιείχε διατάξεις τόσο λεπτομερείς όσο εκείνες του άρθρου 33, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 2017/1001, που ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

28      Ωστόσο, το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 40/94, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία καταθέσεως των σχετικών με τα προγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αιτήσεων καταχωρίσεως και κατά την ημερομηνία της καταχωρίσεώς τους, όριζε ότι η αίτηση καταχωρίσεως σήματος έπρεπε να περιλαμβάνει κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία εζητείτο η καταχώριση. Επιπλέον, ο κανόνας 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1) (που επαναλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001), ο οποίος είχε τότε εφαρμογή, όριζε ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες έπρεπε να κατονομάζονται στον κατάλογο κατά τρόπο, μεταξύ άλλων, «που να δείχνει καθαρά τη φύση τους».

29      Εκ των προμνησθεισών διατάξεων προκύπτει ότι ο αιτών την καταχώριση ενός σημείου ως σήματος όφειλε να αναφέρει, στην αίτησή του, τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες ζητείται η καταχώριση και να επισυνάψει, για καθένα από τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες, περιγραφή που να δείχνει καθαρά τη φύση τους [απόφαση της 9ης Ιουλίου 2008, Reber κατά ΓΕΕΑ – Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (Mozart), T‑304/06, EU:T:2008:268, σκέψη 23].

30      Κατά τη νομολογία, οι διατάξεις αυτές απαιτούν να προσδιορίζονται από τον αιτούντα με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια τα προϊόντα για τα οποία ζητείται η προστασία, ώστε να είναι το EUIPO και οι επιχειρηματίες σε θέση, με αυτή και μόνον τη βάση, να καθορίζουν την έκταση της ζητούμενης προστασίας [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2015, Lithomex κατά ΓΕΕΑ – Glaubrecht Stingel (LITHOFIX), T‑273/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:352, σκέψη 27· βλ., επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann, C‑273/00, EU:C:2002:748, σκέψεις 49 έως 51, και της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys, C‑307/10, EU:C:2012:361, σκέψη 49].

31      Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι, προκειμένου να είναι σε θέση να εξετάσουν την ταυτότητα ή την ομοιότητα των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, τα όργανα του EUIPO πρέπει πάντοτε να προσδιορίζουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που καλύπτονται από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα και, στο πλαίσιο αυτό, οφείλουν να προβαίνουν, εν ανάγκη, σε ερμηνεία του καταλόγου των προϊόντων και των υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίζεται ένα σήμα [βλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, Nanu-Nana Joachim Hoepp κατά EUIPO – Fink (NANA FINK), T‑39/16, EU:T:2017:263, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

32      Υπό το πρίσμα των ως άνω σκέψεων πρέπει να εξετασθεί αν το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001, καθόσον έκρινε ότι το τμήμα ανακοπών ορθώς είχε ερμηνεύσει στενά τον κατάλογο των προϊόντων που καλύπτονται από τα προγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την έννοια ότι αποκλείονται τα χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση, ήτοι τα φαρμακευτικά παρασκευάσματα στα οποία χρησιμοποιούνται χημικά παρασκευάσματα (σημεία 19 και 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και ότι ορθώς είχε απορριφθεί η ανακοπή, κατά το μέρος που στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/1001, ελλείψει αποδείξεων περί ουσιαστικής χρήσεως των εν λόγω σημάτων (σημεία 23 και 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Επί του ζητήματος αν ασκούν επιρροή εν προκειμένω οι κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως

33      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής η επιχειρηματολογία με την οποία η προσφεύγουσα, προς απόδειξη ενδεχόμενης παραβάσεως των διατάξεων του κανονισμού 2017/1001, υποστηρίζει ότι η στενή ερμηνεία του προσδιορισμού που έγινε δεκτή από το τμήμα προσφυγών είναι εσφαλμένη, καθότι αντιβαίνει προς τις κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως.

34      Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως δεν συνιστούν νομικές πράξεις με δεσμευτική ισχύ όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Leno Merken, C‑149/11, EU:C:2012:816, σκέψη 48). Οι διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών του EUIPO δεν μπορούν, αυτές καθαυτές, ούτε να κατισχύσουν των διατάξεων του κανονισμού 2017/1001 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 2017/1001, και για την κατάργηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 (ΕΕ 2018, L 104, σ. 1), ούτε να μεταβάλουν την ερμηνεία τους από τον δικαστή της Ένωσης. Αντιθέτως, πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω κανονισμών [πρβλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2012, Interkobo κατά ΓΕΕΑ – XXXLutz Marken (my baby), T‑523/10, EU:T:2012:326, σκέψη 29].

35      Εν πάση περιπτώσει, οι κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO για τις πρακτικές εξετάσεως, τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, δεν υποδείκνυαν, προκειμένου «τα χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση» να μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας, τον τύπο του προσδιορισμού που χρησιμοποιήθηκε εν προκειμένω, ήτοι την παράθεση μιας κατηγορίας προϊόντων για την οποία ζητείται προστασία, ακολουθούμενης από μια αποκλειόμενη κατηγορία προϊόντων που εισάγεται με τη φράση «στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται», ακολουθούμενη με τη σειρά της –χωρίς σημείο στίξεως– από τον σύνδεσμο «και» και από μια κατηγορία προϊόντων που θεωρείται ότι εμπίπτει στο πεδίο προστασίας.

 Επί της ερμηνείας του προσδιορισμού των προγενέστερων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τα καλυπτόμενα από αυτά προϊόντα

36      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το γράμμα του προσδιορισμού στα αγγλικά –γλώσσα στην οποία υποβλήθηκαν οι αιτήσεις καταχωρίσεως των προγενέστερων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης– επιδέχεται δύο πιθανές γραμματικές ερμηνείες.

37      Συγκεκριμένα, ελλείψει σημείου στίξεως, ιδίως άνω τελείας, που να χωρίζει τις «τροφές για βρέφη και αναπήρους» και τα «χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση», ή προσθέτων διευκρινίσεων, μια πιθανή γραμματική ερμηνεία του προσδιορισμού συνηγορεί υπέρ του ότι τόσο οι «τροφές για βρέφη και αναπήρους» όσο και τα «χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση» καλύπτονται από τον περιορισμό «στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται». Αυτή ακριβώς η ερμηνεία έγινε δεκτή από το τμήμα ανακοπών και από το τμήμα προσφυγών.

38      Εντούτοις, σύμφωνα με μια άλλη δυνατή γραμματική ερμηνεία, την οποία προτείνει η προσφεύγουσα, «τα χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση» δεν αποκλείονται από τον προσδιορισμό.

39      Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι το EUIPO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση παραδέχθηκε ότι υφίσταται αυτό το ενδεχόμενο. Το τμήμα προσφυγών δέχθηκε έξαλλου, στις σκέψεις 19 και 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ήταν δυνατές και άλλες ερμηνείες πέραν εκείνης την οποία το ίδιο προέκρινε.

40      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο, όπως ακριβώς και η προσφεύγουσα, επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από τον φάκελο της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO και ιδίως από τις παρατηρήσεις της AxiCorp της 16ης Μαρτίου και της 20ής Οκτωβρίου 2016, καθώς και της 10ης Νοεμβρίου 2017, η AxiCorp υποστήριξε το πρώτον κατά το στάδιο προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών ότι ο προσδιορισμός δεν κάλυπτε τα «χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση» και ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει την ουσιαστική χρήση των σημάτων της για φαρμακευτικά ή χημικά παρασκευάσματα αυτά καθαυτά.

41      Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, σκοπός του μητρώου είναι, μεταξύ άλλων, να ενημερώνει τους επιχειρηματίες, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων ή δυνητικών ανταγωνιστών των δικαιούχων ή των αιτούντων την καταχώριση σήματος, σχετικά με τα δικαιώματα τρίτων.

42      Επομένως, έχει σημασία το γεγονός ότι η AxiCorp δεν ερμήνευσε τον προσδιορισμό κατά τρόπο στενό ενώπιον του τμήματος ανακοπών. Στο μέτρο που η AxiCorp δεν εξέφρασε ενώπιον του τμήματος αυτού αμφιβολίες σε σχέση με την ερμηνεία που έπρεπε να δοθεί στον προσδιορισμό, σε σχέση με το περιεχόμενο των κατηγοριών προϊόντων που καλύπτονται από τα προγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε σχέση με τις προβληθείσες ελλείψεις ως προς την απόδειξη της σχετικής χρήσεως, μπορεί να γίνει δεκτό, αφενός, ότι δεν ήταν προφανές ότι ο προσδιορισμός θα ερμηνευόταν κατά τον τρόπο που έγινε εν τέλει δεκτός από το τμήμα ανακοπών και επιβεβαιώθηκε ακολούθως από το τμήμα προσφυγών και, αφετέρου, ότι τηρήθηκε η υπομνησθείσα στη σκέψη 30 ανωτέρω απαίτηση περί σαφήνειας και ακρίβειας.

43      Τρίτον, επισημαίνεται ότι, μολονότι η εκ μέρους του τμήματος προσφυγών ερμηνεία του προσδιορισμού, σύμφωνα με την οποία τα «χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση» αποκλείονται, είναι δυνατή δεδομένου του γράμματός του, κατά την ερμηνεία αυτή δεν ελήφθησαν δεόντως υπόψη άλλα στοιχεία που είναι ουσιώδη για την κατανόηση του περιεχομένου του εν λόγω προσδιορισμού, ήτοι η πραγματική βούληση του δικαιούχου των οικείων σημάτων και η μέριμνα να αποδοθεί στο εν λόγω γράμμα κατάλληλο περιεχόμενο, αποκλειομένης τυχόν ερμηνείας που θα κατέληγε σε παράλογο αποτέλεσμα για τον δικαιούχο.

44      Επομένως, κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η πραγματική βούληση του αιτούντος την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν στερείται, κατά τη νομολογία, σημασίας. Πράγματι, μολονότι η παρατήρηση αυτή έγινε στο πλαίσιο της αναλύσεως της εκτάσεως της προστασίας εθνικού σήματος που προκύπτει από τη χρήση όλων των γενικών ενδείξεων του τίτλου μιας κλάσεως, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η έκταση της παρεχόμενης από το σήμα προστασίας εξαρτάται από την ερμηνευτική προσέγγιση που υιοθετεί η αρμόδια αρχή και όχι από την πραγματική βούληση του αιτούντος, ελλοχεύει ο κίνδυνος να θιγεί η ασφάλεια δικαίου τόσο για τον εν λόγω αιτούντα όσο και για τους τρίτους επιχειρηματίες (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys, C‑307/10, EU:C:2012:361, σκέψη 60).

45      Πλην όμως, εάν η προσέγγιση του τμήματος προσφυγών ήταν ορθή και οι καταχωρίσεις των προγενέστερων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάλυπταν φαρμακευτικά προϊόντα εξαιρουμένων αυτών «στα οποία χρησιμοποιούνται χημικά παρασκευάσματα», δηλαδή δεν κάλυπταν παρά μόνον τα λεγόμενα «φυσικά» ή «φυτικής προελεύσεως» παρασκευάσματα που δεν περιέχουν χημικές ουσίες ή συνθετικά συστατικά, οι εν λόγω καταχωρίσεις θα κάλυπταν μόνον προϊόντα στα οποία δεν στόχευε η προσφεύγουσα και τα οποία δεν είχαν μνημονευθεί ρητώς στον προσδιορισμό των εν λόγω σημάτων ως προς τα καλυπτόμενα από αυτά προϊόντα. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 44 ανωτέρω, μια τέτοια κατάσταση δεν είναι συμβατή προς τις απαιτήσεις περί προβλεψιμότητας και ασφάλειας δικαίου.

46      Περαιτέρω, μολονότι είναι αληθές ότι η γραμματική ερμηνεία του προσδιορισμού ενός σήματος ως προς τα καλυπτόμενα από αυτό προϊόντα και υπηρεσίες είναι αυτή που πρέπει να προκρίνεται, η αρχή αυτή δεν έχει καμία χρησιμότητα σε περίπτωση κατά την οποία είναι εξίσου υποστηρίξιμες δύο γραμματικές ερμηνείες.

47      Σε τέτοια περίπτωση, μεταξύ διαφόρων δυνατών ερμηνειών των νομοθετημάτων της Ένωσης, πρέπει να προκρίνεται εκείνη η οποία δεν καταλήγει σε παράλογο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, η ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης βασίζεται, κατ’ αρχάς πρωτίστως, στο γράμμα τους, δεδομένου ότι η προσέγγιση αυτή αντικατοπτρίζει τις θεμελιώδεις αρχές της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου. Ωστόσο, οσάκις το γράμμα είναι διφορούμενο ή η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως οδηγεί σε παράλογο αποτέλεσμα, το νόημα αυτό μπορεί να εκτιμάται εκ νέου αφού ανατοποθετηθεί στο πλαίσιό του και ερμηνευθεί υπό το φως του συνόλου των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, των σκοπών του καθώς και του σταδίου της εξελίξεώς του κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να εφαρμοσθεί η οικεία διάταξη (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση European Federation for Cosmetic Ingredients, C‑592/14, EU:C:2016:179, σημεία 36 και 37· πρβλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Η. Mayras στην υπόθεση Fellinger, 67/79, EU:C:1980:23, σ. 550).

48      Συνακόλουθα, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποκλείσει ερμηνείες των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες θα κατέληγαν σε παράλογο αποτέλεσμα (πρβλ., στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, Peśla, C‑345/08, EU:C:2009:771, σκέψεις 46 και 48, και, στον τομέα των σχεδίων και υποδειγμάτων, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Easy Sanitary Solutions και EUIPO κατά Group Nivelles, C‑361/15 P και C‑405/15 P, EU:C:2017:720, σκέψη 96).

49      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι εκτεθείσες στις σκέψεις 46 έως 48 ανωτέρω εκτιμήσεις πρέπει να εφαρμοσθούν κατ’ αναλογία σε μια περίπτωση όπως η υπό κρίση, η οποία αφορά την ερμηνεία του προσδιορισμού προγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τα καλυπτόμενα από αυτό προϊόντα.

50      Συγκεκριμένα, το τμήμα ανακοπών και, αναλόγως της περιπτώσεως, το τμήμα προσφυγών οφείλουν να ερμηνεύσουν τον κατάλογο των προϊόντων και των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί προγενέστερο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου ζητείται να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση, προκειμένου να καθορίσουν την έκταση της προστασίας του εν λόγω σήματος και να τάμουν το ζήτημα της ουσιαστικής του χρήσεως, προτού εκδοθεί απόφαση επί της ανακοπής αυτής καθαυτήν. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό, οφείλουν να ερμηνεύουν το γράμμα του καταλόγου των καλυπτόμενων προϊόντων και υπηρεσιών κατά τον συνεπέστερο δυνατόν τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον την κυριολεκτική σημασία του και τη γραμματική του δομή, αλλά επίσης, σε περίπτωση κινδύνου να υπάρξει παράλογο αποτέλεσμα, το πλαίσιο στο οποίο αυτός εντάσσεται και την πραγματική βούληση του δικαιούχου του σήματος αυτού όσον αφορά το τι καλύπτει το σήμα.

51      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001 και του προσδιορισμού της εκτάσεως της προστασίας προγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εκτιμήσεως των αποδείξεων περί ουσιαστικής χρήσεως του εν λόγω σήματος, εφόσον υπάρχουν δύο δυνατές γραμματικές ερμηνείες του προσδιορισμού του σήματος αυτού ως προς τα καλυπτόμενα από αυτό προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά η μία εξ αυτών θα οδηγούσε σε παράλογο αποτέλεσμα όσον αφορά την έκταση της προστασίας του σήματος, το τμήμα προσφυγών οφείλει να επιλύσει το πρόβλημα, επιλέγοντας την πιο ευλογοφανή και προβλέψιμη ερμηνεία του εν λόγω προσδιορισμού. Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι θα ήταν παράλογο να προκρίνεται μια ερμηνεία του προσδιορισμού που θα είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό όλων των προϊόντων της προσφεύγουσας, αφήνοντάς της, ως προϊόντα που προστατεύονται από τα προγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνον προϊόντα τα οποία δεν είχε ζητήσει να προστατεύονται με τα σήματά της.

52      Εν προκειμένω, όμως, το τμήμα προσφυγών εξομοίωσε, κατ’ ουσίαν, τα «χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση» με τελικά χημικά ή συνθετικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα. Κατά συνέπεια, απορρίφθηκαν όλες οι αποδείξεις περί της χρήσεως των προγενέστερων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η κύρια δραστηριότητα της προσφεύγουσας ήταν η εμπορία φαρμακευτικών παρασκευασμάτων και ότι τα εν λόγω σήματα είχαν, πάντως, καταχωρισθεί για τα «φαρμακευτικά παρασκευάσματα». Όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, θα ήταν παράλογο να θεωρηθεί ότι η ίδια επεδίωξε να ζητήσει την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια κατηγορία προϊόντων την οποία στη συνέχεια περιόρισε μέσω μιας κατηγορίας προϊόντων που είναι σε μεγάλο βαθμό ισοδύναμα.

53      Το ως άνω συμπέρασμα ουδόλως αναιρείται από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και από εκείνη που μνημόνευσε το EUIPO στο σημείο 27 του υπομνήματος αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προς στήριξη, αφενός, της απορρίψεως μιας ευνοϊκής για την προσφεύγουσα ερμηνείας του προσδιορισμού και, αφετέρου, της ανάγκης στενής ερμηνείας του εν λόγω προσδιορισμού, ήτοι από τη σκέψη 67 της διατάξεως της 6ης Φεβρουαρίου 2014, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ (C‑301/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:235), τη σκέψη 31 της αποφάσεως της 11ης Νοεμβρίου 2009, Frag Comercio Internacional κατά ΓΕΕΑ – Tinkerbell Modas (GREEN by missako) (T‑162/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:432), τη σκέψη 62 της αποφάσεως της 6ης Απριλίου 2017, NANA FINK (T‑39/16, EU:T:2017:263), και τη σκέψη 62 της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2018, Next design+produktion κατά EUIPO – Nanu-Nana Joachim Hoepp (nuuna) (T‑533/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:698).

54      Συναφώς, είναι αληθές, αφενός, όσον αφορά τη μνημονευόμενη στη σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως νομολογία, ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει αναγνωρίσει, στο πλαίσιο διαδικασιών ανακοπής και συγκρίσεως των προϊόντων και των υπηρεσιών, ότι η περιγραφή των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλύπτονται από προγενέστερο σήμα ενδέχεται να μην καθιστούσε δυνατή τη σύγκρισή τους με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσδιορίζονται από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση (πρβλ. διάταξη της 6ης Φεβρουαρίου 2014, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ, C‑301/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:235, σκέψη 67, και απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2009, GREEN by missako, T‑162/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:432, σκέψη 31). Αφετέρου, όσον αφορά τη νομολογία που μνημόνευσε το EUIPO στο σημείο 27 του υπομνήματος αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, είναι αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι δυνατόν να αντλεί όφελος από την παράβαση της υποχρεώσεώς του να αναφέρει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες κατά τρόπο σαφή και ακριβή (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2017, NANA FINK, T‑39/16, EU:T:2017:263, σκέψη 48, και της 18ης Οκτωβρίου 2018, nuuna, T‑533/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:698, σκέψη 62).

55      Ωστόσο, το πραγματικό πλαίσιο και το στάδιο της διαδικασίας των προαναφερθεισών υποθέσεων διαφέρουν από εκείνα της υπό κρίση υποθέσεως.

56      Πρώτον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 6ης Φεβρουαρίου 2014, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ (C‑301/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:235), αφενός, ούτε από το γράμμα της περιγραφής των υπηρεσιών που προσδιόριζε το επίμαχο στην εν λόγω υπόθεση προγενέστερο σήμα ούτε από τα στοιχεία που η προσφεύγουσα είχε προβάλει στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO προέκυπτε ότι η προστασία του εν λόγω σήματος κάλυπτε και άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες πέραν εκείνων της κλάσεως 35 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας. Αφετέρου, τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία περί των ιδιαιτεροτήτων του εθνικού δικαίου, βάσει των οποίων προβαλλόταν ότι καθίστατο δυνατόν να διευκρινισθεί η περιγραφή των υπηρεσιών που προσδιόριζε το επίμαχο στην εν λόγω υπόθεση προγενέστερο σήμα, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, διότι είχαν προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, υπό τις ειδικές αυτές περιστάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς είχε αποφανθεί ότι, από την περιγραφή των υπηρεσιών που προσδιόριζε το επίμαχο στην εν λόγω υπόθεση προγενέστερο σήμα, δεν καθίστατο δυνατή η σύγκρισή τους με τα προϊόντα που προσδιόριζε το σήμα του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση.

57      Δεύτερον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2009, GREEN by missako (T‑162/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:432), μολονότι οι υπηρεσίες τις οποίες αφορούσε το επίμαχο στην εν λόγω υπόθεση προγενέστερο σήμα ήταν υπερβολικά ασαφείς ώστε να καθίσταται δυνατή η πραγματική τους σύγκριση με εκείνες του επίμαχου σήματος του οποίου εζητείτο η καταχώριση, οι διαφορές μεταξύ των επίμαχων σημείων συνιστούσαν επαρκή λόγο ώστε να αποκλεισθεί ο κίνδυνος συγχύσεως, παρά την ταυτότητα και την ομοιότητα ορισμένων προϊόντων τα οποία κάλυπταν τα επίμαχα σήματα.

58      Τρίτον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, NANA FINK (T‑39/16, EU:T:2017:263), μολονότι η περιγραφή ορισμένων προϊόντων τα οποία καλύπτονταν από το επίμαχο στην εν λόγω υπόθεση προγενέστερο σήμα μπορούσε να γίνει αντιληπτή κατά δύο διαφορετικούς τρόπους (είτε ως περιλαμβάνουσα αποκλειστικώς και μόνον τα τελικά προϊόντα από δέρμα και από απομιμήσεις δέρματος είτε ως περιλαμβάνουσα επίσης τις «απομιμήσεις δέρματος»), αμφότερες οι ερμηνείες ήταν εξίσου ευλογοφανείς και δεν κατέληγαν σε παράλογο προσδιορισμό των καλυπτόμενων από το σήμα προϊόντων.

59      Τέταρτον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, nuuna (T‑533/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:698), το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ως προς τα προϊόντα που καλύπτονταν από τα επίμαχα προγενέστερα σήματα είχε γίνει κάποια διευκρίνιση, την οποία είχε αγνοήσει το τμήμα προσφυγών, και το Γενικό Δικαστήριο μπόρεσε να τα συγκρίνει με τα προϊόντα που καλύπτονταν από το σήμα του οποίου εζητείτο η καταχώριση στην υπόθεση αυτή. Ως εκ τούτου, η εν λόγω υπόθεση δεν αφορούσε ούτε παράβαση της υποχρεώσεως περί σαφήνειας και ακρίβειας ούτε ενδεχόμενο παράλογο χαρακτήρα του προσδιορισμού των εν λόγω προϊόντων.

60      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η αρχή που απορρέει από τη σκέψη 48 της αποφάσεως της 6ης Απριλίου 2017, NANA FINK (T‑39/16, EU:T:2017:263), σύμφωνα με την οποία ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να αντλεί όφελος από παράβαση της υποχρεώσεώς του να αναφέρει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες κατά τρόπο σαφή και ακριβή, πρέπει να εφαρμόζεται, κατά τον καθορισμό της εκτάσεως της προστασίας προγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εκτιμήσεως των προσκομισθεισών αποδείξεων περί ουσιαστικής χρήσεως, μόνον όταν οι δύο δυνατές γραμματικές ερμηνείες του καταλόγου των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσδιορίζονται από το εν λόγω σήμα είναι αμφότερες εξίσου ευλογοφανείς και προβλέψιμες.

61      Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται εξάλλου ούτε από το επιχείρημα του EUIPO ότι, αφ’ ης στιγμής αποκλεισθούν τα συνθετικά χημικά προϊόντα, ο προσδιορισμός εξακολουθεί να καλύπτει ένα ολόκληρο φάσμα προϊόντων, όπως τα φαρμακευτικά προϊόντα από βότανα. Συγκεκριμένα, η προσέγγιση αυτή παρουσιάζει τα ίδια προβλήματα με εκείνα που επισημάνθηκαν στη σκέψη 45 ανωτέρω, δηλαδή ότι οι καταχωρίσεις των προγενέστερων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα κάλυπταν, επομένως, παρά μόνον προϊόντα στα οποία δεν στόχευε η προσφεύγουσα και τα οποία δεν μνημονεύθηκαν ρητώς στον προσδιορισμό, πράγμα που δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις περί προβλεψιμότητας και ασφάλειας δικαίου.

62      Κατόπιν των προπαρατεθεισών σκέψεων, συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών, κρίνοντας ότι ο προσδιορισμός έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείονταν τα «χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση» και ότι τα προγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάλυπταν επομένως φαρμακευτικά προϊόντα με εξαίρεση εκείνα «στα οποία χρησιμοποιούνται χημικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα», ερμήνευσε εσφαλμένα τον εν λόγω προσδιορισμό των χαρακτηριστικών. Ο τελευταίος μπορούσε πράγματι να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει, αφενός, τα «φαρμακευτικά παρασκευάσματα» και, αφετέρου, τα «χημικά παρασκευάσματα για φαρμακευτική χρήση», τουτέστιν τις συνθετικές πρόδρομες χημικές ουσίες στην καθαρή μορφή τους, οι οποίες μπορούν να συνδυασθούν για φαρμακευτικούς σκοπούς, ήτοι για τη δημιουργία των ίδιων των τελικών φαρμακευτικών παρασκευασμάτων.

63      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001, και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον το τμήμα προσφυγών απέρριψε την ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή όσον αφορά τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/1001.

64      Όσον αφορά το δεύτερο, επικουρικώς προβαλλόμενο, αίτημα, με το οποίο η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την εξουσία μεταρρυθμίσεως που του απονέμει το άρθρο 72, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εν λόγω εξουσία δεν συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δύναται να αποφαίνεται επί ζητήματος ως προς το οποίο δεν έχει ακόμη λάβει θέση το τμήμα προσφυγών. Επομένως, η άσκηση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως πρέπει, κατ’ αρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την κρίση του τμήματος προσφυγών, είναι σε θέση να προσδιορίσει βάσει αποδειχθέντων πραγματικών και νομικών στοιχείων την απόφαση που έπρεπε να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών (απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 72).

65      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών κακώς δεν εξέτασε το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν προς απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως των προγενέστερων σημάτων.

66      Δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, για πρώτη φορά, στο πλαίσιο της εξετάσεως του αιτήματος μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως που συνιστά, κατ’ ουσίαν, το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας.

67      Εναπόκειται, επομένως, στο τμήμα προσφυγών να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, προκειμένου να εκδώσει, ως οφείλει, απόφαση επί της προσφυγής που εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιόν του [πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, CEDC International κατά ΓΕΕΑ – Underberg (Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη), T‑235/12, EU:T:2014:1058, σκέψεις 101 και 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

68      Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει την εξουσία του για μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δεύτερο αυτό αίτημα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το EUIPO ηττήθηκε ως προς το κύριο μέρος των αιτημάτων του, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της προσφεύγουσας.

70      Επιπλέον, η προσφεύγουσα ζήτησε να καταδικασθεί το EUIPO στα έξοδα στα οποία αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO. Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 190, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας θεωρούνται ως έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν. Ως εκ τούτου, το EUIPO πρέπει επίσης να καταδικασθεί στα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 7ης Φεβρουαρίου 2018 (υπόθεση R 1473/2017–5), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των Alliance Pharmaceuticals Ltd και AxiCorp GmbH, κατά το μέρος που το τμήμα προσφυγών απέρριψε την ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή όσον αφορά τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/1001.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των αναγκαίων εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Alliance Pharmaceuticals στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO.

Gervasoni

Kowalik-Bańczyk

Mac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Οκτωβρίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.