ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 6ης Μαΐου 2009

Υπόθεση F-137/07

Giovanni Sergio κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Συνδικαλιστική ελευθερία – Πρωτόκολλο συμφωνίας Επιτροπής-συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων – Ατομικές αποφάσεις απόσπασης/απαλλαγής από τα υπηρεσιακά καθήκοντα βάσει του πρωτοκόλλου – Βλαπτική πράξη – Ενεργητική νομιμοποίηση – Υπάλληλος ενεργών ιδίω ονόματι και όχι για λογαριασμό συνδικαλιστικής οργάνωσης – Απαράδεκτο – Κοινοποίηση της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως στον δικηγόρο των προσφευγόντων – Χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο G. Sergio και τέσσερις άλλοι υπάλληλοι της Επιτροπής ζητούν, πρώτον, να ακυρωθεί το πρωτόκολλο συμφωνίας μεταξύ των συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων (ΣΕΠ) και της Γενικής Διευθύνσεως Προσωπικού και Διοίκησης της Επιτροπής περί διαθέσεως πόρων για την εκπροσώπηση του προσωπικού κατά το έτος 2006, δεύτερον, να ακυρωθούν οι ατομικές αποφάσεις απαλλαγής από τα υπηρεσιακά καθήκοντα που εκδόθηκαν υπέρ των εκπροσώπων των συνδικάτων Alliance και Fédération de la fonction publique européenne βάσει του πρωτοκόλλου 2006 και των κανόνων αντιπροσωπευτικότητας των ΣΕΠ, τρίτον, να ακυρωθεί η από 14 Νοεμβρίου 2006 απόφαση του γενικού διευθυντή Προσωπικού και Διοίκησης με την οποία ο Marquez-Garcia επανεντάχθηκε στην αρχική του Γενική Διεύθυνση· ζητούν εξάλλου να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει σε έκαστο συμβολική αποζημίωση ενός ευρώ, αφενός, για την ηθική βλάβη και την πολιτική ζημία που υπέστησαν ως εκπρόσωποι της Union syndicale fédérale και, αφετέρου, για την ηθική βλάβη και τη ζημία ως προς τη σταδιοδρομία τους που υπέστησαν ως υπάλληλοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Οι προσφεύγοντες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Συμφωνία μεταξύ ενός θεσμικού οργάνου και των συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων για τη χορήγηση πλεονεκτημάτων στις εν λόγω οργανώσεις βάσει της αντιπροσωπευτικότητάς τους – Δεν περιλαμβάνεται – Απόφαση περί μη παροχής του ευεργετήματος αποσπάσεως για συνδικαλιστικούς λόγους σε υπάλληλο που όρισαν οι εν λόγω οργανώσεις βάσει της συμφωνίας – Περιλαμβάνεται

(Άρθρα 230 ΕΚ και 236 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 10γ, 24β, 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι – Όρια – Υποχρέωση της Διοικήσεως να χορηγεί στους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους διαρκείς και θεσμοθετηθέμενες απαλλαγές από την εκτέλεση της εργασίας εντός της υπηρεσίας τους – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24β)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από μέλος συνδικαλιστικής ή επαγγελματικής οργανώσεως – Αιτήματα με σκοπό την ακύρωση των αποφάσεων περί χορηγήσεως «αποσπάσεων για συνδικαλιστικούς λόγους» στα μέλη άλλων οργανώσεων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24β, 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον – Δέσμια αρμοδιότητα της Διοικήσεως – Απόφαση επανεντάξεως υπαλλήλου στην υπηρεσία του, ο οποίος έτυχε του ευεργετήματος της αποσπάσεως για συνδικαλιστικούς λόγους, αλλά δεν είναι πλέον πρόσωπο ορισθέν από τη συνδικαλιστική του οργάνωση – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

5.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προθεσμίες – Έναρξη – Διοικητική ένσταση υποβληθείσα, εξ ονόματος περισσοτέρων υπαλλήλων, από δικηγόρο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, και παράρτημα I, άρθρο 7, παράγραφος 1· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90, παράγραφος 2)

1.      Μια συμφωνία μεταξύ ενός οργάνου και των συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων, που παρέχει πλεονεκτήματα στις εν λόγω οργανώσεις ανάλογα με την αντιπροσωπευτικότητά τους, όπως τη δυνατότητα να απολαύουν «αποσπάσεων για συνδικαλιστικούς λόγους», τη χορήγηση πιστώσεων και τη διάθεση εξωτερικού προσωπικού, προορίζεται να διέπει μόνον τις συλλογικές σχέσεις εργασίας μεταξύ της Διοικήσεως και αυτών των οργανώσεων, υπό την έννοια ότι δεν εντάσσεται στη σφαίρα των ατομικών σχέσεων εργασίας μεταξύ του οργάνου και του υπαλλήλου, αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ αυτού του οργάνου και των εν λόγω οργανώσεων. Επομένως, μολονότι μια τέτοια συμφωνία μπορεί να θίγει τα από λειτουργικής απόψεως συμφέροντα μιας από αυτές τις οργανώσεις, δεν μπορεί ωστόσο να επηρεάζει την ατομική κατάσταση των υπαλλήλων που ανήκουν σ’ αυτή, ιδίως δε την ατομική άσκηση ενός από τα συνδικαλιστικά δικαιώματα που παρέχονται δυνάμει του άρθρου 24β του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων Των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) ή ενός δικαιώματος που αντλείται από συμφωνία συναφθείσα μεταξύ του οργάνου και των συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων.

Κατά συνέπεια, μια τέτοια συμφωνία δεν αφορά υπάλληλο ο οποίος ενεργεί ατομικώς. Αφορά ατομικώς μόνον τις συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις, οι οποίες μπορούν ως εκ τούτου να κάνουν χρήση των ενδίκων μέσων που διαθέτουν, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, προκειμένου να προστατεύσουν τα από λειτουργικής απόψεως συμφέροντά τους. Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η απορρέουσα από τέτοια συμφωνία αποδυνάμωση μιας από αυτές τις οργανώσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των συνεπειών της, ότι στερεί από τα μέλη αυτής της οργανώσεως τη δυνατότητα κανονικής ασκήσεως των συνδικαλιστικών τους δικαιωμάτων, υπάλληλοι ενεργώντας ατομικώς θα μπορούσαν να επικαλεσθούν έννομο συμφέρον αντλούμενο από την αποδυνάμωση της οργανώσεως στην οποία ανήκουν.

Εντούτοις, στην περίπτωση κατά την οποία έχει παρασχεθεί από μια τέτοια συμφωνία η δυνατότητα αποσπάσεως σε μια από αυτές τις οργανώσεις, η οποία έχει ορίσει ονομαστικά έναν υπάλληλο για να τύχει αυτής της αποσπάσεως, ενδεχόμενης αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής με την οποία δεν παρέχεται σ’ αυτόν τον υπάλληλο το ευεργέτημα αυτής της αποσπάσεως θα συνιστούσε βλαπτική πράξη γι’ αυτόν τον υπάλληλο και θα μπορούσε ως εκ τούτου, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως εκ μέρους του βάσει του άρθρου 236 ΕΚ, περίπτωση που δεν συντρέχει όσον αφορά τη συμφωνία αυτή καθαυτή.

(βλ. σκέψεις 51, 52, 56, 79 και 81 έως 84)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 6 Μαΐου 2004, T‑34/03, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑143 και II‑639, σκέψη 46

2.      Ναι μεν η ελευθερία του συνδικαλίζεσθαι συνιστά γενική αρχή του εργατικού δικαίου που προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι τυγχάνουν απαλλαγών από την υπηρεσία για να μετέχουν στη διαβούλευση με τα όργανα, πλην όμως το περιεχόμενό της δεν μπορεί να φθάνει μέχρι του σημείου να περιλαμβάνει την υποχρέωση των κοινοτικών οργάνων να παρέχουν στους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους διαρκείς και θεσμοθετηθέμενες απαλλαγές από την εκτέλεση της εργασίας εντός της υπηρεσίας τους, προκειμένου να αφοσιώνονται στα καθήκοντα τους εκπροσωπήσεως του προσωπικού. Η δυνατότητα ενός υπαλλήλου να επικαλείται ατομικό δικαίωμα «αποσπάσεως για συνδικαλιστικούς λόγους», που του επιτρέπει να αμφισβητεί ένα μέτρο χορηγήσεως «αποσπάσεων για συνδικαλιστικούς λόγους», εξαρτάται επομένως από ειδικές διατάξεις που προβλέπουν την ύπαρξη ενός τέτοιου δικαιώματος.

(βλ. σκέψεις 61 και 62)

3.      Αιτήματα υποβαλλόμενα στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας από υπαλλήλους που ανήκουν σε μια συνδικαλιστική και επαγγελματική οργάνωση, με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεων που χορηγούν «αποσπάσεις για συνδικαλιστικούς λόγους» σε υπαλλήλους ή μέλη του λοιπού προσωπικού που ανήκουν σε μια άλλη από αυτές τις οργανώσεις, πρέπει να απορρίπτονται ως απαράδεκτα. Πράγματι, τέτοιες αποφάσεις, που δεν έχουν ως αποδέκτες τους προσφεύγοντες, δεν μεταβάλλουν προδήλως την κατάστασή τους ως υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού. Επίπλέον, τέτοιες αποφάσεις δεν συνιστούν περιορισμό της ατομικής ασκήσεως της συνδικαλιστικής τους ελευθερίας, καθόσον, μολονότι συνεπάγονται περιορισμό των δυνατοτήτων των προσφευγόντων να επιτύχουν «αποσπάσεις για συνδικαλιστικούς λόγους», δεν έχουν ως αντικείμενο τον αποκλεισμό τους, κατ’ αρχήν, από κάθε δικαίωμα για τέτοια απόσπαση. Επομένως, οι αποφάσεις αυτές δεν θίγουν ευθέως και άμεσα τα συμφέροντα των προσφευγόντων, μεταβάλλοντας κατάφωρα τη νομική τους κατάσταση ως υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού.

(βλ. σκέψεις 92 έως 95)

4.      Ένα θεσμικό όργανο οφείλει να επανεντάξει στην υπηρεσία του έναν υπάλληλο, ο οποίος δεν είναι πλέον το πρόσωπο που έχει ορισθεί από συνδικαλιστική οργάνωση για να τύχει μιας από τις αποσπάσεις τις οποίες η οργάνωση αυτή μπορεί να χορηγήσει δυνάμει πρωτοκόλλου για τη διάθεση των πόρων μεταξύ των συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων. Επομένως, οι λόγοι που προβάλλονται κατά τέτοιας αποφάσεως περί επανεντάξεως είναι απαράδεκτοι στο σύνολό τους, καθόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της δέσμιας αρμοδιότητας, στο μέτρο που δεν έχει ορισθεί από τη συνδικαλιστική οργάνωση ο εν λόγω υπάλληλος βάσει αποσπάσεως που αυτή μπορεί να χορηγήσει. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, ο ενδιαφερόμενος δεν έχει έννομο συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η ακύρωση αυτή μπορεί μόνο να προκαλέσει την έκδοση νέας αποφάσεως όμοιας κατά περιεχόμενο με την ακυρωθείσα απόφαση.

(βλ. σκέψεις 103 και 104)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑99/95, Stott κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2227, σκέψεις 31 και 32

5.      Στην περίπτωση κατά την οποία προκύπτει σαφώς ότι μια διοικητική ένσταση υποβάλλεται από δικηγόρο εξ ονόματος υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού, ορθώς η Διοίκηση μπορεί να θεωρήσει ότι ο δικηγόρος αυτός καθίσταται αποδέκτης της αποφάσεως που λαμβάνεται ως απάντηση σ’ αυτή την ένσταση. Εάν δεν περιέλθουν στη Διοίκηση ενδείξεις περί του αντιθέτου πριν από την κοινοποίηση της απαντήσεώς της, η κοινοποίηση αυτή, που απευθύνεται στον δικηγόρο, ισχύει ως κοινοποίηση προς τους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που εκπροσωπεί και, επομένως, αποτελεί αφετηρία ενάρξεως της τρίμηνης προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

Συναφώς, όταν μια διοικητική ένσταση υποβάλλεται από δικηγόρο εξ ονόματος περισσότερων υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού, η κοινοποίηση από το θεσμικό όργανο της απαντήσεώς του σ’ αυτόν τον δικηγόρο αποτελεί εγγύηση από απόψεως ασφάλειας δικαίου για το όργανο, αλλά και για τον δικηγόρο των προσφευγόντων, ο οποίος διαθέτει μία συγκεκριμένη ημερομηνία για να γνωρίζει την προθεσμία που διαθέτει για την ενδεχόμενη άσκηση προσφυγής εξ ονόματος των υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού.

Για να υποστηρίξουν ότι η προσφυγή τους δεν είναι εκπρόθεσμη, δεν μπορούν οι προσφεύγοντες να επικαλεσθούν λυσιτελώς τις σχετικές με την εντολή διατάξεις του εθνικού δικαίου του δικηγόρου κατά τις οποίες η ύπαρξη εντολής παρέχουσας στον δικηγόρο τη δυνατότητα να προβεί σε διαδικαστική πράξη, μεταξύ άλλων σε άσκηση προσφυγής, ουδόλως ισοδυναμεί εντολή η οποία τον καθιστά αποδέκτη της απαντήσεως σ’ αυτή την προσφυγή, διότι η διοικητική ένσταση που υποβάλλει ένας υπάλληλος δεν υπόκειται σε καμία τυπική προϋπόθεση, οι δε διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δεν επιτάσσουν, για την υποβολή μιας τέτοιας ενστάσεως, την εκπροσώπηση του υπαλλήλου από δικηγόρο.

Επί πλέον, μολονότι, όσον αφορά την ένδικη προσφυγή, οι διατάξεις του άρθρου 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ισχύει και για το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος του εν λόγω Οργανισμού, προβλέπουν ότι «οι [...] διάδικοι εκπροσωπούνται από δικηγόρο [και ότι] μόνον ο δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο δικαιούται να εκπροσωπεί ή να επικουρεί διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου», οι διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δεν περιλαμβάνουν τέτοια παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών.

Τέλος, δεν είναι δυνατόν, χωρίς παραβίαση των αρχών της ομοιομορφίας του κοινοτικού δικαίου και της ισότητας μεταχειρίσεως των υπαλλήλων, να εξαρτάται η εφαρμογή των διατάξεων του ΚΥΚ περί της προηγούμενης ενστάσεως, την οποία ο υπάλληλος πρέπει να υποβάλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πριν από την άσκηση ένδικης προσφυγής, από τον χαρακτηρισμό που δίνουν οι εθνικές έννομες τάξεις στην έννοια της εντολής.

Εν πάση περιπτώσει, όταν οι υπάλληλοι αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία, προκειμένου να υποβάλουν διοικητική ένσταση, να εκπροσωπηθούν από δικηγόρο, και εφόσον δεν έχουν παράσχει στη Διοίκηση διευκρινίσεις για το ότι ο δικηγόρος αυτός δεν είναι ο αποδέκτης της απαντήσεως σ’ αυτή την ένσταση, εναπόκειται στους εν λόγω υπαλλήλους να βεβαιωθούν, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών με την εντολή εθνικών διατάξεων, ότι ο δικηγόρος τους είναι σε θέση να παραλάβει την απάντηση στην ένσταση που υπέβαλε εξ ονόματός τους.

(βλ. σκέψεις 125, 126 και 131 έως 134)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 9 Δεκεμβρίου 2008, F‑144/07, Ευσταθόπουλος κατά Κοινοβουλίου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 37