ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2008 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Γενικός διαγωνισμός – Αποτυχία στην προφορική δοκιμασία – Αποκλεισμός από τον πίνακα επιτυχόντων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Τήρηση του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής – Άρνηση του θεσμικού οργάνου να ανταποκριθεί σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας»

Στην υπόθεση F‑74/07,

με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Stefan Meierhofer, κάτοικος Μονάχου (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από τον H.-G. Schiessl, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τις B. Eggers και K. Herrmann,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kreppel, πρόεδρο, Χ. Ταγαρά (εισηγητή) και S. Gervasoni, δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Απριλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 3 Ιουλίου 2007 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 5 Ιουλίου 2007), ο S. Meierhofer ζητεί στην ουσία, αφενός, να ακυρωθούν η απόφαση της 10ης Μαΐου 2007 της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05, ο οποίος οργανώθηκε από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (European Personnel Selection Office, στο εξής: EPSO), που τον πληροφόρησε ότι απέτυχε στην προφορική δοκιμασία του εν λόγω διαγωνισμού και η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 που απέρριψε την αίτηση επανεξετάσεως την οποία ο προσφεύγων είχε υποβάλει κατά της αποφάσεως της 10ης Μαΐου 2007 και, αφετέρου, να επαναξιολογηθεί η δοκιμασία αυτή και να περιληφθεί ο προσφεύγων στον πίνακα επιτυχόντων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Γενικό κοινοτικό δίκαιο και πλαίσιο που έχει δημιουργήσει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως

2        Το άρθρο 253 ΕΚ ορίζει:

«Οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, καθώς και οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, πρέπει να αιτιολογούνται και να αναφέρονται στις προτάσεις ή γνώμες που απαιτούνται κατά την παρούσα Συνθήκη.»

3        Το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) έχει ως εξής:

«Κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο. Κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη.»

4        Το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«Οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής είναι μυστικές.»

 Προκήρυξη διαγωνισμού

5        Στις 20 Ιουλίου 2005, η EPSO δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού «EPSO/AD/26/05: Νομικός τομέας» (ΕΕ C 178 A, σ. 3).

6        Αφενός, στον τίτλο της «A. Φύση των καθηκόντων, όροι συμμετοχής στο διαγωνισμό (απαιτούμενα προσόντα)», η προκήρυξη αυτή προβλέπει, στο σημείο «I. Φύση των καθηκόντων», την [ε]κτέλεση καθηκόντων ανάλυσης, [σχεδιασμού], μελέτης και ελέγχου στο πλαίσιο της δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης»· το σχετικό με τον νομικό τομέα τμήμα έχει ως εξής:

«EPSO/AD/26/05: Νομικός τομέας

–        εκπόνηση, ανάλυση και επεξεργασία σχεδίων νομικών πράξεων κοινοτικού δικαίου,

–        παροχή νομικών συμβουλών,

–        έρευνες στο εθνικό, το κοινοτικό και το διεθνές δίκαιο,

–        συμμετοχή σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών,

–        ανάλυση και προετοιμασία σχεδίων αποφάσεων, π.χ. στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού,

–        εξέταση και παρακολούθηση των εθνικών νομοθεσιών με στόχο την εξακρίβωση της συμφωνίας τους προς το κοινοτικό δίκαιο,

–        διεκπεραίωση φακέλων κατά το προ της προσφυγής στάδιο (παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου, καταγγελίες κ.λπ.),

–        διάφορα καθήκοντα [σχετικά με ένδικες διαφορές]· διαμόρφωση των θέσεων των θεσμικών οργάνων, στο πλαίσιο εκκρεμών υποθέσεων, κυρίως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Πρωτοδικείου· νομικά καθήκοντα στις Γραμματείες του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου,

–        εργασίες εκπόνησης, κατάρτισης και εφαρμογής στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.»

7        Αφετέρου, στον τίτλο της «B. Διεξαγωγή του διαγωνισμού», η προκήρυξη αυτή περιέχει τους ακόλουθους κανόνες σχετικά με την προφορική δοκιμασία και με την εγγραφή στον πίνακα επιτυχόντων:

«3.      Προφορική εξέταση - Βαθμολόγηση

ε)      Συνέντευξη με την εξεταστική επιτροπή στην κύρια γλώσσα του υποψηφίου, που θα της επιτρέψει να εκτιμήσει την ικανότητα των υποψηφίων να ασκήσουν τα καθήκοντα που αναφέρονται στον τίτλο Α, σημείο Ι. Η συνέντευξη αυτή αφορά ιδίως τις ειδικές γνώσεις στον συγκεκριμένο τομέα και τις γνώσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα θεσμικά όργανα και τις πολιτικές της. Θα εξεταστεί επίσης η γνώση της δεύτερης γλώσσας. Η συνέντευξη αυτή έχει επίσης ως στόχο να αξιολογηθεί η ικανότητα προσαρμογής των υποψηφίων ώστε να μπορούν να εργάζονται στην ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον.

Η εξέταση αυτή βαθμολογείται από 0 έως 50 μονάδες (βάση: 25).

[…]

5.      Εγγραφή στους […] πίνακες επιτυχόντων

Η κάθε εξεταστική επιτροπή καταρτίζει τους […] πίνακες επιτυχόντων ανά διαγωνισμό, ενδεχομένως ανά τομέα, ανά ομάδα επιτυχίας (το πολύ 4) και κατ’ αλφαβητική σειρά σε κάθε ομάδα επιτυχίας, με τους υποψηφίους […] (βλ. τίτλο Α, αριθμός επιτυχόντων) που έλαβαν συνολικά, στη γραπτή εξέταση δ΄ και την προφορική εξέταση ε΄, την υψηλότερη βαθμολογία και ταυτοχρόνως τη βάση σε καθεμία από τις εξετάσεις αυτές.

[…]»

 Το ιστορικό της διαφοράς

8        Ο προσφεύγων, γερμανικής ιθαγενείας, έλαβε μέρος στον διαγωνισμό EPSO/AD/26/05. Αφού πέτυχε στις εξετάσεις προεπιλογής και στις γραπτές δοκιμασίες, έλαβε μέρος στην προφορική δοκιμασία, στις 29 Μαρτίου 2007.

9        Με έγγραφο της 10ης Μαΐου 2007, ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05 πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι έλαβε 24,5 μονάδες στην προφορική δοκιμασία, μη φθάνοντας τη βάση του 25/50, και ότι δεν μπορεί να περιληφθεί στον κατάλογο των επιτυχόντων.

10      Ο προσφεύγων, με έγγραφο της 11ης Μαΐου 2007, υπέβαλε αίτηση επανεξετάσεως της προαναφερθείσας αποφάσεως της 10ης Μαΐου 2007, θεωρώντας, με επίκληση των πρακτικών που ο ίδιος συνέταξε μετά την προφορική δοκιμασία και που προσαρτώνται στο δικόγραφο της προσφυγής, ότι απάντησε σωστά τουλάχιστον στο 80 % των ερωτήσεων κατά τη δοκιμασία αυτή. Έτσι, ο προσφεύγων ζήτησε να εξακριβωθεί η βαθμολογία της προφορικής δοκιμασίας του και, επικουρικώς, να εξηγηθούν οι βαθμοί που έλαβε για κάθε μία από τις ερωτήσεις που τέθηκαν κατά τη δοκιμασία αυτή.

11      Με επιστολή της 19ης Ιουνίου 2007, ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05 πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι, μετά από επανεξέταση της υποψηφιότητάς του, η εξεταστική επιτροπή δεν βρήκε ότι συνέτρεχε λόγος να τροποποιήσει τα αποτελέσματά της. Με την επιστολή αυτή, διευκρινίστηκε στον προσφεύγοντα και ότι, αφενός, όσον αφορά τις ειδικές γνώσεις του, ο αριθμός των μη ικανοποιητικών απαντήσεων είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των ικανοποιητικών απαντήσεων και, αφετέρου, η προφορική δοκιμασία διεξήχθη σύμφωνα με τα κριτήρια της προκηρύξεως του διαγωνισμού και, λαμβανομένου υπόψη του κατά το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, δεν είναι δυνατόν να δοθεί στους υποψηφίους ούτε η βαθμολογική κλίμακα («marking grid») ούτε η αναλυτική βαθμολογία τους στην προφορική δοκιμασία («breakdown of their marks for the oral test»).

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

12      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την από 10 Μαΐου 2007 απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05·

–        να ακυρώσει την από 19 Ιουνίου 2007 απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05 με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του επανεξετάσεως που υποβλήθηκε στις 11 Μαΐου 2007·

–        να διατάξει την Επιτροπή να επαναξιολογήσει την προφορική δοκιμασία της 29ης Μαρτίου 2007, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχύοντα κριτήρια εξετάσεως·

–        να διατάξει την Επιτροπή να λάβει νέα απόφαση σχετικά με την εγγραφή του προσφεύγοντος στον πίνακα επιτυχόντων της κοινοτικής διαδικασίας επιλογής προσωπικού EPSO/AD/26/05, λαμβάνοντας υπόψη το νέο αποτέλεσμα της δοκιμασίας·

–        να διατάξει την Επιτροπή να αιτιολογήσει τις αποφάσεις που θα πρέπει να λάβει σύμφωνα με το τρίτο και το τέταρτο αίτημα της προσφυγής του·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να ορίσει ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

14      Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, που αποφασίστηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 55 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο ΔΔ κάλεσε την Επιτροπή, με την προκαταρκτική έκθεση που απεστάλη στους διαδίκους στις 7 Φεβρουαρίου 2008, να καταθέσει πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση:

α)      τη βαθμολογική κλίμακα και την αναλυτική βαθμολογία της προφορικής δοκιμασίας («the marking grid» και «the breakdown of [the] marks for the oral test») του προσφεύγοντος, τις οποίες επικαλείται η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του επανεξετάσεως,

β)      κάθε άλλο στοιχείο σχετικό με την αξιολόγηση της επιδόσεως του προσφεύγοντος κατά την προφορική δοκιμασία,

γ)      μη ονομαστικό πίνακα βαθμολογίας των λοιπών υποψηφίων που κατά την προφορική δοκιμασία έλαβαν βαθμό κάτω από τη βάση,

δ)      τους υπολογισμούς που οδήγησαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα του 24,5/50 για τη βαθμολογία του προσφεύγοντος κατά την προφορική δοκιμασία.

15      Στην ίδια προκαταρκτική έκθεση, με την οποία οι διάδικοι κλήθηκαν να αφιερώσουν σημαντικό μέρος των αγορεύσεών τους στον ισχυρισμό περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, σημειώθηκε, αφενός, ότι ο σκοπός των ζητηθέντων μέτρων ήταν «να έχουν πλήρως ωφέλιμο αποτέλεσμα οι συζητήσεις σχετικά με τον ισχυρισμό αυτόν (καθώς και με τον ισχυρισμό περί πρόδηλης παραβάσεως των ισχυόντων κριτηρίων εξετάσεως, ο οποίος στην ουσία συνδέεται με τον ισχυρισμό σχετικά με την αιτιολογία)» και, αφετέρου, ότι η ανακοίνωση στον προσφεύγοντα των υπό στοιχεία α΄ έως δ΄ της εν λόγω προκαταρκτικής εκθέσεως θα γίνει στο μέτρο που η ανακοίνωση αυτή μπορεί να συμβιβαστεί με την αρχή του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής και/ή μετά από παράλειψη, αν παρίσταται ανάγκη, ορισμένων ενδείξεων των οποίων η δημοσιοποίηση θα προσέκρουε στην εν λόγω αρχή.

16      Απαντώντας όσον αφορά αυτά τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή, με επιστολή που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 18 Φεβρουαρίου 2008 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2008), διαβίβασε στο Δικαστήριο ΔΔ, όπως απαιτούσε με το στοιχείο γ΄ η προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου, μη ονομαστικό κατάλογο των κάτω από τη βάση βαθμών των υποψηφίων που απέτυχαν στην προφορική δοκιμασία. Ωστόσο, η Επιτροπή αρνήθηκε να ανταποκριθεί στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που η εν λόγω έκθεση αναφέρει υπό τα στοιχεία α΄, β΄ και δ΄, προβάλλοντας στην ουσία ότι, ελλείψει αποδείξεως της παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, απλώς και μόνον ο ισχυρισμός σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν δικαιολογεί, λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, την προσκόμιση των λοιπών στοιχείων και εγγράφων που ζήτησε το Δικαστήριο ΔΔ. Η Επιτροπή παρατήρησε άλλωστε ότι δεν έχει υποχρέωση να προσκομίσει τέτοια στοιχεία και έγγραφα, που το Δικαστήριο ΔΔ ζητεί μέσω μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, όπως εν προκειμένω, ή ακόμη μέσω της διεξαγωγής αποδείξεων.

17      Στις 20 Μαρτίου 2008, ο προσφεύγων κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ παρατηρήσεις, οι οποίες φέρουν τη χρονολογία 17 Μαρτίου 2008, επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που είχαν ως αποδέκτη την Επιτροπή, και ιδίως επί της αρνήσεώς της να ανταποκριθεί σε όλα όσα ζήτησε το Δικαστήριο ΔΔ.

18      Στις 19 Μαΐου 2008, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ παρατηρήσεις σε απάντηση του πιο πάνω υπομνήματος του προσφεύγοντος.

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής

19      Διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων ζητεί, μεταξύ άλλων, να ακυρωθεί η απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, με την οποία πληροφορήθηκε ότι απέτυχε στην προφορική δοκιμασία του διαγωνισμού, και να ακυρωθεί η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του επανεξετάσεως. Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, όταν ένας υποψήφιος διαγωνισμού ζητεί να επανεξεταστεί μια απόφαση εξεταστικής επιτροπής, η απόφαση που ελήφθη από την εξεταστική επιτροπή μετά από επανεξέταση της καταστάσεως του υποψηφίου είναι εκείνη που συνιστά γι’ αυτόν τη βλαπτική πράξη (διάταξη του Πρωτοδικείου της 3ης Απριλίου 2001, T‑95/00 και T‑96/00, Zaur-Gora και Dubigh κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑79 και II‑379, σκέψεις 24 έως 27· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Ιανουαρίου 2002, T‑386/00, Gonçalves κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑13 και II‑55, σκέψη 39· της 31ης Μαΐου 2005, T‑294/03, Gibault κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑141 και II‑635, σκέψη 22· της 13ης Δεκεμβρίου 2006, T‑173/05, Heus κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. II‑A‑2‑1695, σκέψη 19, και της 12ης Μαρτίου 2008, T‑100/04, Giannini κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή και κατά της οποίας αίτηση αναιρέσεως εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑231/08 P, σκέψη 30). Κατά συνέπεια, η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007, η οποία ελήφθη κατόπιν της αιτήσεως επανεξετάσεως που ο προσφεύγων υπέβαλε στις 11 Μαΐου 2007, υποκατέστησε την αρχική απόφαση της εξεταστικής επιτροπής της 10ης Μαΐου 2007 και επομένως συνιστά τη βλαπτική πράξη.

20      Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφυγή στρέφεται μόνον κατά της από 19 Ιουνίου 2007 αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05.

 Ανάλυση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

21      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.

22      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να αιτιολογήσει την απόφαση της 10ης Μαΐου 2007 (βλ. σκέψη 9 της παρούσας αποφάσεως), όπως η υποχρέωση αυτή προβλέπεται στο άρθρο 253 ΕΚ, καθόσον το κατ’ άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ «καθήκον εχεμύθειας» ισχύει μόνον έναντι των τρίτων και όχι έναντι του ίδιου του υποψηφίου. Κατά την Επιτροπή, όσον αφορά την πρόσβαση ενός υποψηφίου στις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, αποτελεί πάγια νομολογία ότι το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ περιέχει μια ειδική διάταξη που απαγορεύει να δημοσιοποιηθούν η στάση της εξεταστικής επιτροπής και τα στοιχεία που έχουν σχέση με προσωπικές ή συγκριτικές εκτιμήσεις σχετικά με τους υποψηφίους· έτσι, με το να γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα τον βαθμό του στην προφορική δοκιμασία, η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

23      Στη συνέχεια, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπάρχει διαδικαστικό ελάττωμα σχετικά με το γεγονός ότι ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής, ο κ. Singer, μη έχοντας χρησιμοποιήσει τα ακουστικά που παρείχαν τη δυνατότητα να παρακολουθηθεί η ταυτόχρονη μετάφραση της προφορικής του δοκιμασίας στα γαλλικά, δεν κατάλαβε τις απαντήσεις που ο προσφεύγων έδωσε στα γερμανικά. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, πέρα από το γεγονός ότι ο κ. Singer κατέχει τέλεια τη γερμανική γλώσσα και τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής δεν έχουν υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν τη διερμηνεία, κατ’ αρχάς ο προσφεύγων δεν έτυχε άνισης μεταχειρίσεως εφόσον ο κ. Singer δεν χρησιμοποίησε τη διερμηνεία για κανέναν από τους άλλους 94 υποψηφίους της προφορικής δοκιμασίας που απάντησαν στα γερμανικά και, ακολούθως, τούτο ούτως ή άλλως δεν μπορεί να θεωρηθεί παρατυπία.

24      Τέλος, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της σωρείας των πλήρων και οπωσδήποτε ακριβών απαντήσεων που έδωσε κατά την προφορική δοκιμασία, η κατώτερη του 50 % βαθμολογία των επιδόσεων συνιστά πρόδηλη παράβαση καθοριστικών κανόνων για τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού και των ισχυόντων κριτηρίων εξετάσεως και δεν μπορεί παρά να απορρέει από μια τέτοια παράβαση. Η Επιτροπή σημειώνει ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον η εξεταστική επιτροπή ενός διαγωνισμού έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια η οποία μάλιστα είναι μεγαλύτερη όταν πρόκειται για προφορικές δοκιμασίες, δεδομένου ότι η εξεταστική επιτροπή δύναται να λάβει υπόψη τις απαντήσεις των υποψηφίων, αλλά και την πείρα τους καθώς και την προσωπικότητά τους.

25      Απαντώντας όσον αφορά τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που το Δικαστήριο ΔΔ ζήτησε με την προκαταρκτική έκθεση της 7ης Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή, για να δικαιολογήσει την άρνησή της να ανακοινώσει ορισμένα στοιχεία που ζήτησε το Δικαστήριο ΔΔ (βλ. σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως), υποστηρίζει ειδικότερα ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε παράβαση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής και ότι επομένως η απόφασή της, κατά πάγια νομολογία, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Ιανουαρίου 2003, T‑53/00, Angioli κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑13 και II‑73), έδωσε στην ενδιαφερόμενη «την αναλυτική βαθμολογία της στην προφορική δοκιμασία», αλλά ισχυρίζεται ότι επρόκειτο για «απόλυτη εξαίρεση» και ότι, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το απόρρητο των εργασιών των εξεταστικών επιτροπών, η φερόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δεν δικαιολογεί εν προκειμένω την προσκόμιση των «δελτίων αξιολογήσεως» του προσφεύγοντος, δελτίων που περιέχουν τη βαθμολογική κλίμακα, τις διάφορες μονάδες που δόθηκαν κατά την προφορική δοκιμασία και την αξιολόγηση των μελών της εξεταστικής επιτροπής. Η Επιτροπή καταλήγει ότι, ελλείψει οποιουδήποτε στοιχείου ικανού να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος της προσβαλλομένης πράξεως, η τελευταία καλύπτεται από το τεκμήριο εγκυρότητας που ενυπάρχει στις κοινοτικές πράξεις και ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου ΔΔ να ζητήσει τις πληροφορίες που ζητήθηκαν.

26      Με τις παρατηρήσεις του επί της αρνήσεως της Επιτροπής να ανακοινώσει ορισμένα στοιχεία που ζητήθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ο προσφεύγων επανέλαβε, στηριζόμενος στο άρθρο 27 του ΚΥΚ, ότι υπάρχει πρόδηλη παράβαση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, ιδίως καθόσον η εξεταστική επιτροπή δεν αξιολόγησε αντικειμενικά τις πραγματικές του επιδόσεις κατά την προφορική δοκιμασία και δεν αιτιολόγησε την απόφασή της· εφόσον εν προκειμένω αποδείχθηκε η πρόδηλη αυτή παράβαση των εν λόγω κανόνων, πρέπει κατ’ εξαίρεση να ελαφρυνθεί το βάρος αποδείξεως που έχει ο προσφεύγων, λόγω της ακούσιας αδυναμίας του να προσκομίσει την απόδειξη αυτή. Επιπλέον, ο προσφεύγων, λαμβανομένης υπόψη της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Angioli κατά Επιτροπής, προβάλλει κατά της Επιτροπής την αιτίαση ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

27      Σε απάντηση των παρατηρήσεων που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, βάσει της νομολογίας, ο μεταγενέστερος έλεγχος μιας προφορικής δοκιμασίας από τον κοινοτικό δικαστή είναι ως εκ της φύσεώς του αδύνατος και ότι, κατά συνέπεια, για να τηρηθεί η υποχρέωση αιτιολογήσεως είναι αρκετό να γνωστοποιηθεί μόνον ένας συνολικός βαθμός. Στη συνέχεια, επιμένει στην έλλειψη πρόδηλης παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, της ορθής αξιολογήσεως, από τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, των επιδόσεων του προσφεύγοντος κατά την εξέτασή του, δεύτερον, της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, τρίτον, της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως· άλλωστε, προσθέτει ότι ο προσφεύγων δεν κατόρθωσε να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις όσον αφορά την ύπαρξη πρόδηλης παραβάσεως των κανόνων αυτών.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

28      Πρέπει να υπομνησθεί κατ’ αρχάς ότι, προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως, υπάρχει διαδικαστικό ελάττωμα και εμφιλοχώρησε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Ενώ η Επιτροπή, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, ανέπτυξε ορισμένες σκέψεις σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, ο προσφεύγων, με το συμπληρωματικό υπόμνημά του της 17ης Μαρτίου 2008, προέβαλε επιχειρήματα που ανάγονται σε φερόμενη παραβίαση της εν λόγω αρχής, στα οποία η Επιτροπή απάντησε με τις από 19 Μαΐου 2008 παρατηρήσεις της. Εφόσον οι αιτιάσεις αυτές δεν προβλήθηκαν από τον προσφεύγοντα με το δικόγραφο της προσφυγής του, το Δικαστήριο ΔΔ δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι είναι απαράδεκτες και ότι παρέλκει η εξέτασή τους.

29      Από τους τρεις λόγους ακυρώσεως που ο προσφεύγων διατύπωσε με το δικόγραφο της προσφυγής του πρέπει να εξεταστεί πρώτος εκείνος με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

30      Εν προκειμένω, επιβάλλεται ευθύς εξαρχής η διαπίστωση ότι από το άρθρο 253 ΕΚ και από το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ προκύπτει ότι πρέπει να είναι αιτιολογημένη κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του ΚΥΚ και είναι βλαπτική. Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, αλλά και ουσιώδη τύπο των πράξεων των θεσμικών οργάνων και έχει ως αντικείμενο, αφενός, να παράσχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως και, αφετέρου, να δώσει στον ενδιαφερόμενο τις αναγκαίες ενδείξεις για να γνωρίσει αν η απόφαση είναι βάσιμη και για να μπορέσει να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑2289, σκέψη 48, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑113/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7601, σκέψη 47· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 1991, T‑1/90, Pérez-Mínguez Casariego κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1991, σ. Ι‑Α‑137 και II‑143, σκέψη 73· της 8ης Ιουνίου 1995, T‑583/93, P κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑137 και II‑433, σκέψη 24, και της 29ης Φεβρουαρίου 1996, T-280/94, Lopes κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑77 και II‑239, σκέψη 148).

31      Ωστόσο, όσον αφορά τις αποφάσεις μιας εξεταστικής επιτροπής ενός διαγωνισμού, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση του απορρήτου που κατά το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, απορρήτου που θεσμοθετήθηκε για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των εξεταστικών επιτροπών των διαγωνισμών και της αντικειμενικότητας των εργασιών τους, με το να προστατεύονται από κάθε εξωτερική παρέμβαση και πίεση, ανεξάρτητα από το αν αυτή προέρχεται από τις ίδιες τις κοινοτικές διοικητικές αρχές, από τους ενδιαφερόμενους υποψήφιους ή από τρίτους· ειδικότερα, έχει κριθεί ότι η τήρηση του απορρήτου αυτού αντιτίθεται στη δημοσιοποίηση τόσο της στάσεως των επιμέρους μελών των εξεταστικών επιτροπών όσο και όλων των στοιχείων που έχουν σχέση με εκτιμήσεις προσωπικού ή συγκριτικού χαρακτήρα σχετικά με τους υποψηφίους και ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων μιας εξεταστικής επιτροπής ενός διαγωνισμού πρέπει να συνδέεται με τη φύση των σχετικών εργασιών, οι οποίες, στο στάδιο της εξετάσεως των ικανοτήτων των υποψηφίων, έχουν προ πάντων συγκριτικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, καλύπτονται από το απόρρητο που είναι σύμφυτο με τις εργασίες αυτές (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1996, C‑254/95 P, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, Συλλογή 1996, σ. I‑3423, σκέψεις 24 έως 28).

32      Βάσει των σκέψεων αυτών, ο κοινοτικός δικαστής καταλήγει κατά πάγια νομολογία ότι «η γνωστοποίηση των βαθμών που ελήφθησαν στις διάφορες δοκιμασίες» συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής (προαναφερθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati, σκέψη 31· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 21ης Μαΐου 1996, T‑153/95, Kaps κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑233 και II‑663, σκέψη 81· της 2ας Μαΐου 2001, T‑167/99 και T‑174/99, Giulietti κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑93 και II‑441, σκέψη 81· προαναφερθείσες αποφάσεις Angioli κατά Επιτροπής, σκέψη 69, και Gibault κατά Επιτροπής, σκέψη 39).

33      Το συμπέρασμα αυτό ισχύει όλως ιδιαιτέρως στις περιπτώσεις που η βαθμολογία του γραπτού ή του προφορικού σταδίου του διαγωνισμού συνίσταται σε περισσότερους επιμέρους βαθμούς, που αντιστοιχούν στις διάφορες δοκιμασίες του οικείου σταδίου· το ίδιο ισχύει στην περίπτωση που γνωστοποιούνται στον ενδιαφερόμενο οι ενδιάμεσοι βαθμοί, που αντιστοιχούν στα διάφορα κριτήρια αξιολογήσεως κάθε μιας από τις γραπτές ή προφορικές δοκιμασίες. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις αυτές, η γνωστοποίηση στους αποτυχόντες υποψηφίους των επιμέρους βαθμών ή των ενδιάμεσων βαθμών τούς πληροφορεί όχι μόνο για τον αποκλεισμό τους από το επόμενο στάδιο της διαδικασίας επιλογής, αλλά και για τους λόγους της αποτυχίας τους, ανακοινώνοντάς τους τις ενδείξεις σχετικά με τα θέματα ή με τα κριτήρια για τα οποία η εξεταστική επιτροπή δεν έκρινε ικανοποιητική την επίδοσή τους.

34      Η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 31 και 32 της παρούσας αποφάσεως δεν διακρίνει, τουλάχιστον ευθέως, μεταξύ γνωστοποιήσεως περισσότερων βαθμών, ανεξάρτητα από το αν αυτοί είναι επιμέρους βαθμοί ή ενδιάμεσοι βαθμοί, και γνωστοποιήσεως μόνον ενός επιμέρους βαθμού κάτω από τη βάση. Ωστόσο, εξ αυτού δεν δύναται να συναχθεί ότι η γνωστοποίηση στον υποψήφιο μόνον ενός επιμέρους βαθμού κάτω από τη βάση συνιστά πάντοτε επαρκή αιτιολογία, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της οικείας υποθέσεως.

35      Συγκεκριμένα, αφενός, δεν υπάρχει τίποτα στο κείμενο ή στο πλαίσιο της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 31 και 32 της παρούσας αποφάσεως που να επιτρέπει να ερμηνευθεί η αναφορά στους «βαθμούς που ελήφθησαν στις διάφορες δοκιμασίες» υπό την έννοια ότι αφορά μόνον τους επιμέρους βαθμούς κάτω από τη βάση σε αντιδιαστολή με τους λοιπούς βαθμούς, περιλαμβανομένων των ενδιάμεσων βαθμών, ιδίως δε, όσον αφορά τους τελευταίους, στις περιπτώσεις που το γραπτό στάδιο ή –όπως εν προκειμένω– το προφορικό στάδιο περιλαμβάνει μόνο μία δοκιμασία και, επομένως, μόνον ένα επιμέρους βαθμό. Το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει εν προκειμένω τους γενικούς όρους που χρησιμοποιεί η σχετική νομολογία, καθώς και το γεγονός ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati από την οποία απέρρευσε η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 32, η αιτίαση σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν αφορούσε την άρνηση του καθού θεσμικού οργάνου να γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα διάφορους βαθμούς, είτε επιμέρους βαθμούς είτε ενδιάμεσους, αλλά την άρνηση να γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα τα κριτήρια της εξεταστικής επιτροπής και τους λόγους της τότε βαλλομένης αποφάσεως (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati, σκέψη 22)· το ίδιο συμβαίνει με τις αποφάσεις που, όπως εν προκειμένω, αφορούν τον αποκλεισμό των προσφευγόντων κατά το προφορικό στάδιο, όπως π.χ. οι προαναφερθείσες αποφάσεις Angioli κατά Επιτροπής (σκέψεις 56 έως 65) και Gibault κατά Επιτροπής (σκέψεις 33 έως 35).

36      Επιπλέον, σε μια πρόσφατη υπόθεση σχετική –όπως εν προκειμένω– με την αποτυχία μιας υποψήφιας στο προφορικό στάδιο ενός διαγωνισμού, κρίθηκε ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως δύναται να συνεπάγεται τη γνωστοποίηση, κατόπιν αιτήσεως του υποψηφίου, των ενδιάμεσων βαθμών και της μεθόδου που η εξεταστική επιτροπή ακολούθησε για να καθορίσει τον επιμέρους βαθμό σε μια από τις προφορικές δοκιμασίες και ότι, αν η αιτιολογία αυτή δεν γνωστοποιηθεί κατόπιν αιτήσεως ενός αποτυχόντος υποψηφίου, του κοινοτικού δικαστή έργο είναι να ζητήσει διευκρινίσεις μέσω μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 2004, T‑277/02, Pascall κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑137 και II‑621)· άλλωστε, στην υπόθεση εκείνη, τέτοια μέτρα ζητήθηκαν από το Πρωτοδικείο και το καθού ανταποκρίθηκε, στη συνέχεια δε ο ισχυρισμός περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατέστη άνευ αντικειμένου (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Pascall κατά Συμβουλίου, σκέψεις 28 έως 31).

37      Επιπλέον, το Δικαστήριο ΔΔ παρατηρεί ότι η ίδια η Επιτροπή έχει ήδη δεχθεί να γνωστοποιήσει σε υποψήφιους τους ενδιάμεσους βαθμούς, ιδίως δε σε δύο υποθέσεις σχετικά με την αποτυχία υποψηφίων στο προφορικό στάδιο, το οποίο είχε μόνο μία προφορική δοκιμασία. Στην πρώτη υπόθεση, που αφορούσε ένα διαγωνισμό, η Επιτροπή διαβίβασε στην ενδιαφερόμενη, κατόπιν αιτήσεώς της, την αναλυτική ενδιάμεση βαθμολογία της προφορικής δοκιμασίας, ανά κριτήριο (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Angioli κατά Επιτροπής, σκέψη 79). Στη δεύτερη υπόθεση, που αφορούσε μια διαδικασία προσλήψεως, η Επιτροπή διαβίβασε, κατόπιν κλήσεώς της από το Πρωτοδικείο, τις αξιολογήσεις της προφορικής δοκιμασίας επιλογής, ανά κριτήριο, οι οποίες αναπαρίσταντο με μια κλίμακα από το «--» έως το «++» (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 2008, C‑17/07 P, Neirinck κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 56). Έτσι, αντιθέτως προς αυτό που η Επιτροπή ισχυρίστηκε, με την απάντησή της σχετικά με τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, επικαλούμενη την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Angioli κατά Επιτροπής, η ανακοίνωση πρόσθετων πληροφοριών και, ιδίως, των βαθμών που δόθηκαν για κάθε ένα από τα κριτήρια αξιολογήσεως δεν αποτελούσε «απόλυτη εξαίρεση, μόνο σε μια ιδιαίτερη περίπτωση», αλλά έγινε σε διάφορες περιπτώσεις, λόγω των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως.

38      Αφετέρου, όταν πρόκειται για αιτήσεις που αφορούν πληροφοριακά στοιχεία εκτός από αυτούς καθεαυτούς τους βαθμούς, δηλαδή τα κριτήρια ή τους λόγους ενός βαθμού κάτω από τη βάση ή άλλες πληροφορίες σχετικές με τη βαθμολογία του περί ου πρόκειται υποψηφίου, διαπιστώνεται ότι, παρά την κρίση ότι με τη γνωστοποίηση των επιμέρους βαθμών τηρείται η υποχρέωση αιτιολογήσεως, από το ίδιο το κείμενο των αποφάσεων στις οποίες εκφέρεται η κρίση αυτή (βλ. σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως), περιλαμβανομένης της προαναφερθείσας αποφάσεως Κοινοβούλιο κατά Innamorati, και ιδίως των αποφάσεων που αφορούν το προφορικό στάδιο, όπως π.χ. οι προαναφερθείσες αποφάσεις Angioli κατά Επιτροπής (σκέψεις 71 έως 85) και Gibault κατά Επιτροπής (σκέψη 42), προκύπτει ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν περιορίζεται σε αυτόματη εφαρμογή της προαναφερθείσας νομολογίας, αλλά εξετάζει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερο πλαίσιο της υποθέσεως και τις αιτήσεις των περί ων πρόκειται υποψηφίων.

39      Η συλλογιστική που εκτίθεται στις σκέψεις 35 έως 37 και στην προηγούμενη σκέψη ενισχύεται από την υπάρχουσα νομολογία σχετικά με την αποτυχία στο γραπτό στάδιο ενός διαγωνισμού, βάσει της οποίας ο υποψήφιος στην πράξη λαμβάνει αρκούντως πλήρεις εξηγήσεις της αποτυχίας του, αν λάβει γνώση όχι μόνον των διαφόρων επιμέρους βαθμών, αλλά και της αιτιολογίας του επιμέρους βαθμού κάτω από τη βάση ο οποίος είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό του από τη συνέχεια του διαγωνισμού, καθώς και άλλα στοιχεία. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός δικαστής έχει κρίνει ότι «υποψήφιοι που απέτυχαν μπορούν εν ανάγκη να λάβουν από το θεσμικό όργανο που οργάνωσε τον σχετικό διαγωνισμό τα διορθωμένα γραπτά τους και/ή τα γενικά κριτήρια βαθμολογίας που κατήρτισε η εξεταστική επιτροπή, και τούτο, όπως εν προκειμένω, μέσω της προς τούτο γνωστοποιήσεως εγγράφων κατά τη διάρκεια δικαστικής διαδικασίας μεταξύ του θεσμικού αυτού οργάνου και των εν λόγω υποψηφίων ή βάσει πρακτικής του πιο πάνω οργάνου έχουσας ως αντικείμενο να εξασφαλιστεί διαφάνεια στις διαδικασίες προσλήψεως, τηρουμένου του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού σύμφωνα με το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ» (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 2003, T‑72/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑169 και II‑861, σκέψη 70, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2003, T‑233/02, Αλεξανδράτος και Παναγιώτου κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑201 και II‑989, σκέψη 31). Άλλωστε, προκύπτει ότι, σε διάφορες περιπτώσεις, τα θεσμικά όργανα γνωστοποίησαν είτε ευθέως στον προσφεύγοντα είτε στο κοινοτικό δικαστήριο κατόπιν σχετικής κλήσεώς τους το διορθωμένο γραπτό και/ή το δελτίο αξιολογήσεως του γραπτού (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 2005, T‑371/03, Le Voci κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑209 και II‑957, σκέψεις 115 έως 117· αποφάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ της 13ης Δεκεμβρίου 2007, F‑73/06, Van Neyghem κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή και κατά της οποίας αίτηση αναιρέσεως εκκρεμεί ενώπιον του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T‑105/08 P, σκέψεις 72, 79 και 80, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑147/06, Dragoman κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 21, 82 και 83). Έστω κι αν αληθεύει ότι οι διορθωτές των γραπτών δοκιμασιών μπορούν να είναι άγνωστοι στους ενδιαφερόμενους (και έτσι προστατεύονται από τις παρεμβάσεις και πιέσεις στις οποίες αναφέρεται η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως), αντιθέτως προς τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής ενώπιον των οποίων διεξάγεται το προφορικό στάδιο, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί αντικειμενικά την ύπαρξη σημαντικών διαφορών μεταξύ των επιταγών αιτιολογήσεως σε περίπτωση αποτυχίας κατά το γραπτό στάδιο, όπως οι επιταγές αυτές απορρέουν από τη νομολογία που εκτίθεται στην παρούσα σκέψη, και εκείνων που η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ισχύουν σε περίπτωση αποτυχίας στην προφορική δοκιμασία, οι οποίες, ιδίως δε εν προκειμένω, συνίστανται κατά την Επιτροπή στο να γνωστοποιηθεί στον προσφεύγοντα μόνον ο επιμέρους βαθμός του κάτω από τη βάση, και τούτο παρά τις περιστάσεις που περιγράφονται στις σκέψεις 42 έως 47 της παρούσας αποφάσεως.

40      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, έστω κι αν η στάθμιση μεταξύ, αφενός, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, αφετέρου, της τηρήσεως της αρχής του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, και ειδικότερα όσον αφορά το ζήτημα αν η εν λόγω υποχρέωση τηρείται με τη γνωστοποίηση στον αποτυχόντα υποψήφιο κατά το προφορικό στάδιο μόνον ενός επιμέρους βαθμού κάτω από τη βάση, κλίνει συνήθως υπέρ της αρχής του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, τα πράγματα μπορεί να έχουν διαφορετικά όταν πρόκειται για ιδιαίτερες περιστάσεις. Το συμπέρασμα αυτό ουδόλως αντίκειται στην αρχή της τηρήσεως του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής κατά το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ και συνάδει άλλωστε με την πρόσφατη εξέλιξη της κοινοτικής νομολογίας υπέρ της διαφάνειας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑11389, και της 1ης Ιουλίου 2008, C-39/05 P και C-52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή· απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Νοεμβρίου 2007, T‑194/04, Bavarian Lager κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-4523, κατά της οποίας αίτηση αναιρέσεως εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑28/08 P).

41      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις υπό την έννοια της προηγούμενης σκέψεως.

42      Πρώτον, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 10ης Μαΐου 2007 (βλ. σκέψη 9 της παρούσας αποφάσεως), δεν αμφισβητείται ότι στο προφορικό στάδιο ο προσφεύγων ελάχιστα υπολείφθηκε της βάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι εύλογο να ζητήσει ο ενδιαφερόμενος πρόσθετες πληροφορίες, έστω και μόνο για να βεβαιωθεί ότι ο βαθμός του δεν απορρέει από λάθος ή για να μάθει αν ο βαθμός του στρογγυλοποιήθηκε.

43      Δεύτερον, δεν αμφισβητείται επίσης ότι στον προσφεύγοντα γνωστοποιήθηκε μόνον ένας επιμέρους βαθμός για το προφορικό στάδιο, πράγμα το οποίο, αντιθέτως προς τις περιπτώσεις που αφορά η σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, δεν του παρέχει τη δυνατότητα να λάβει τις ενδείξεις, που εκτίθενται στην εν λόγω σκέψη, τις οποίες χρειάζεται για να καταλάβει τους λόγους της αποτυχίας του σε αυτό το στάδιο του διαγωνισμού, και μάλιστα όταν, όπως υπομνήσθηκε μόλις πιο πάνω, ελάχιστα υπολείφθηκε της βάσεως.

44      Τρίτον, επίσης δεν αμφισβητείται ότι εν προκειμένω υπήρξαν ενδιάμεσοι βαθμοί που χρησίμευσαν για τον υπολογισμό του επιμέρους βαθμού που ο προσφεύγων έλαβε κάτω από τη βάση. Τούτο εκτίθεται σαφώς στην απάντηση στην αίτησή του επανεξετάσεως και βεβαιώθηκε από την εκπρόσωπο της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

45      Τέταρτον, μολονότι η εκπρόσωπος της Επιτροπής υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι όλα τα κριτήρια αξιολογήσεως που προβλέπονταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05 όντως αποτέλεσαν αντικείμενο βαθμολογήσεως και ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό των επιμέρους βαθμών των υποψηφίων, πρέπει να σημειωθεί ότι, αφενός, κατά δήλωσή της, η ίδια δεν είχε δει τα δελτία αξιολογήσεως (βλ. σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως) και απλώς διαβίβασε στο Δικαστήριο ΔΔ την πληροφορία που είχε λάβει από την EPSO και, αφετέρου και προ πάντων, ερωτηθείσα στο σημείο αυτό από το Δικαστήριο ΔΔ, δέχθηκε ότι δεν γνωρίζει αν όλα τα κριτήρια αξιολογήσεως είχαν την ίδια βαρύτητα ούτε αν ελήφθησαν υπόψη άλλα στοιχεία, που δεν προέβλεπε η προκήρυξη του εν λόγω διαγωνισμού. Ειδικότερα, ερωτηθείσα κατ’ επανάληψη αν ο βαθμός 24,5/50 ήταν το άθροισμα όλων των επιμέρους βαθμών που αντιστοιχούσαν στα κριτήρια αξιολογήσεως τα οποία καθόρισε η προκήρυξη του διαγωνισμού, η εκπρόσωπος της Επιτροπής, ενώ απάντησε καταφατικά στην εν λόγω ερώτηση, παρά ταύτα διαφοροποίησε ελαφρώς τη θέση της έτσι ώστε να μην αποκλειστεί ότι άλλα στοιχεία ή άλλες θεωρήσεις μπόρεσαν να ληφθούν υπόψη κατά τη βαθμολόγηση του προσφεύγοντος με αυτόν τον βαθμό κάτω από τη βάση. Πάντως, μολονότι τα «κριτήρια διορθώσεως», τα οποία αναφέρει η σκέψη 29 της προαναφερθείσας αποφάσεως Κοινοβούλιο κατά Innamorati, έχουν ως σκοπό να παράσχουν στους διορθωτές των γραπτών δοκιμασιών –που συνήθως είναι περισσότεροι από τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής ενώπιον των οποίων διεξήχθη το προφορικό στάδιο– κοινούς κανόνες για την αξιολόγηση και βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμασιών και καλύπτονται από το απόρρητο, δεν ισχύει το ίδιο για τα κριτήρια αξιολογήσεως στην παρούσα υπόθεση, τα οποία καθορίζονται στον τίτλο B, σημείο 3, της προκηρύξεως του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05, είναι προσιτά στο κοινό και είναι δεσμευτικά για τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής. Επομένως, υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως όπως περιγράφονται πιο πάνω, η γνωστοποίηση απλώς και μόνον του επιμέρους βαθμού κάτω από τη βάση δεν παρέχει ούτε στον προσφεύγοντα ούτε στο Δικαστήριο ΔΔ τη δυνατότητα να βεβαιωθούν ότι στις αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2007 και της 19ης Ιουνίου 2007 δεν σημειώθηκε λάθος σχετικό με τα κριτήρια αξιολογήσεως που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του επιμέρους βαθμού, τα οποία στην παρούσα υπόθεση αφορούσαν την αξιολόγηση, αφενός, των ειδικών γνώσεων «στον συγκεκριμένο τομέα» και τη γνώση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, των θεσμικών οργάνων της και των πολιτικών της και, αφετέρου, των γνώσεων στη δεύτερη γλώσσα και, τέλος, της ικανότητας προσαρμογής των υποψηφίων στην εργασία, εντός της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης, σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον.

46      Πέμπτον, δεν προκύπτει ότι η παροχή στον προσφεύγοντα πληροφοριών λεπτομερέστερων από τον επιμέρους βαθμό του κάτω από τη βάση δύναται είτε να δημιουργήσει σημαντικό φόρτο εργασίας για την Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των τεχνολογικών μέσων που είναι σήμερα διαθέσιμα, είτε να αναχθεί σε λεπτό ζήτημα. Μολονότι η εκπρόσωπος της Επιτροπής έθεσε τα δύο αυτά ζητήματα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει να σημειώσει ότι η εκπρόσωπος της Επιτροπής έθεσε τα ζητήματα αυτά με γενικό τρόπο, χωρίς να αναφέρει προβλήματα που, κατ’ αυτήν, εμφανίζονται εν προκειμένω, και ιδίως χωρίς να αναφέρει άλλους υποψηφίους που σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων ζήτησαν λεπτομερέστερη αιτιολογία από τον επιμέρους βαθμό τους κάτω από τη βάση και χωρίς να δείξει γιατί θα μπορούσε να δημιουργήσει ευαίσθητες καταστάσεις η γνωστοποίηση στον προσφεύγοντα λεπτομερέστερων πληροφοριών, που όμως δεν θα άφηναν να διαφανούν οι επιμέρους εκτιμήσεις των μελών της εξεταστικής επιτροπής ή οι βαθμοί που έδωσε κάθε ένα από αυτά. Συγκεκριμένα, το πολύ, ισχυρίστηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και πάλι με γενικό τρόπο, ότι η άρνηση παροχής τέτοιων πληροφοριών στηρίζεται ιδίως στη δυσκολία να βρεθούν πρόθυμα πρόσωπα να γίνουν μέλη εξεταστικών επιτροπών και στο «κύμα αμφισβητήσεων» από υποψηφίους το οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει η παροχή τέτοιων πληροφοριών.

47      Έκτον, με την από 19 Ιουνίου 2007 απόφασή της με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση επανεξετάσεως, η εξεταστική επιτροπή, αναφερόμενη στις «ειδικές γνώσεις» του προσφεύγοντος, διευκρίνισε ότι ο αριθμός των μη ικανοποιητικών απαντήσεών του είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των ικανοποιητικών απαντήσεων, ενώ, με τις απαντήσεις της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και ακολούθως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η καθής ανέφερε ότι το κύριο ελάττωμα των απαντήσεων του προσφεύγοντος κατά την προφορική δοκιμασία ήταν, συνολικά, ο μικρός βαθμός ακρίβειας και σαφήνειας. Επιπλέον, όσον αφορά την τελευταία επίκριση, η Επιτροπή δεν ανέφερε αν η επίκριση αυτή ισχύει για το σύνολο των κριτηρίων αξιολογήσεως που καθόρισε η προκήρυξη του διαγωνισμού ή μόνο για το κριτήριο σχετικά με τις ειδικές γνώσεις. Έτσι, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει, στα όσα λέγει η Επιτροπή, κάποια κενά και ασάφειες, που θα μπορούσαν να αρθούν απλώς και μόνο με την κοινοποίηση των δελτίων αξιολογήσεως και/ή με τη γνωστοποίηση των ενδιάμεσων βαθμών του προσφεύγοντος.

48      Επικουρικώς, το Δικαστήριο ΔΔ σημειώνει ότι ο προσφεύγων προσάρτησε στο δικόγραφο της προσφυγής του τρισέλιδα πρακτικά της προφορικής δοκιμασίας του της 29 Μαρτίου 2007. Μολονότι δεν ερίζεται ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου ΔΔ να θέσει υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις των μελών της εξεταστικής επιτροπής βάσει ενός τέτοιου εγγράφου, το οποίο επιπλέον δεν μπορεί να έχει καμία ουσιαστική αξία, παρά ταύτα ο προσφεύγων δεν στηρίζει τις αιτιάσεις του, σχετικά με τα αποτελέσματα της προφορικής δοκιμασίας, σε ασαφή και αόριστα στοιχεία, που προβάλλονται ανακριβώς και ατάκτως, αλλά σε σαφή και ρητά πρακτικά, τα οποία αντικατοπτρίζουν τις ερωτήσεις που του τέθηκαν και επαναλαμβάνουν τις απαντήσεις που έδωσε.

49      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι η γνωστοποίηση στον προσφεύγοντα του επιμέρους βαθμού κάτω από τη βάση που έλαβε κατά την προφορική δοκιμασία, δηλαδή του βαθμού 24,5/50, είναι κάτι παραπάνω από μια απλή αρχή αιτιολογίας, σχετικά με την οποία, κατά τη νομολογία (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Νοεμβρίου 1997, T‑71/96, Berlingieri Vinzek κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑339 και II‑921, σκέψη 79), μπορούσαν να δοθούν συμπληρωματικές διευκρινίσεις κατά τη διάρκεια της δίκης, απλώς και μόνον ο βαθμός αυτός δεν αρκεί, υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, για να τηρηθεί πλήρως η υποχρέωση αιτιολογήσεως· επομένως, η άρνηση της Επιτροπής να δώσει κάθε συμπληρωματική πληροφορία συνεπάγεται ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση αυτή.

50      Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου ΔΔ να καθορίσει τα πληροφοριακά στοιχεία που η Επιτροπή οφείλει να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο για να τηρήσει την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως, ιδίως δε όταν, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή αρνείται να ανταποκριθεί στα μέτρα οργανώσεως που αποφάσισε το Δικαστήριο ΔΔ και, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ΔΔ αδυνατεί να γνωρίσει το περιεχόμενο των δελτίων αξιολογήσεως του προσφεύγοντος ή άλλα στοιχεία σχετικά με τη διεξαγωγή της προφορικής δοκιμασίας του και, ιδίως, της διαδικασίας βαθμολογήσεώς του.

51      Πάντως, το Δικαστήριο ΔΔ σημειώνει ότι, εν πάση περιπτώσει, και ειδικότερα εν προκειμένω, ορισμένες συμπληρωματικές ενδείξεις θα μπορούσαν να γνωστοποιηθούν στον προσφεύγοντα, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Pascall κατά Συμβουλίου, χωρίς να θιγεί το απόρρητο που περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, όπως έχει οριοθετηθεί από τη νομολογία (βλ. σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως), και ιδίως, όπως απαιτεί η προαναφερθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati, χωρίς να δημοσιοποιηθούν η στάση των επιμέρους μελών της εξεταστικής επιτροπής ή στοιχεία που έχουν σχέση με εκτιμήσεις προσωπικού ή συγκριτικού χαρακτήρα σχετικά με τους υποψηφίους (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Pascall κατά Συμβουλίου, σκέψη 28). Το Δικαστήριο ΔΔ αναφέρεται ιδίως στους ενδιάμεσους βαθμούς για κάθε ένα από τα κριτήρια αξιολογήσεως που καθόρισε η προκήρυξη του διαγωνισμού· το ίδιο μπορεί να ισχύει για τα δελτία αξιολογήσεως, τα οποία θα μπορούσαν να του διαβιβαστούν με απόκρυψη των στοιχείων που καλύπτονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής. Η άρνηση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει, έστω και μόνο στο Δικαστήριο ΔΔ, τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία είχε ως συνέπεια να μη παρασχεθεί στο Δικαστήριο ΔΔ η δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τον έλεγχό του. Συγκεκριμένα, και παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή θεώρησε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η γνωστοποίηση της αναλυτικής βαθμολογίας ανά κριτήριο «δεν θα προσέφερε μεγάλα πράγματα», και, ακολούθως, με τις από 19 Μαΐου 2008 παρατηρήσεις της επί του συμπληρωματικού υπομνήματος του προσφεύγοντος της 17ης Μαρτίου 2008, ότι τα έγγραφα που ζήτησε το Δικαστήριο ΔΔ, δηλαδή τα δελτία αξιολογήσεως, είναι «άνευ σημασίας», μια τέτοια αξιολόγηση σχετικά με τη βασιμότητα του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι έργο του Δικαστηρίου ΔΔ και όχι της Επιτροπής.

52      Εν πάση περιπτώσει, το να ακολουθηθεί η συλλογιστική της Επιτροπής θα κατέληγε επιπλέον στο να αφαιρεθεί από το Δικαστήριο ΔΔ κάθε δυνατότητα ελέγχου της βαθμολογίας του προφορικού σταδίου. Πάντως, το Δικαστήριο ΔΔ, μολονότι όντως δεν δύναται να υποκαταστήσει τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής στις εκτιμήσεις τους, πρέπει να είναι σε θέση να εξακριβώσει, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (της οποίας το περιεχόμενο υπομνήσθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως), ότι τα μέλη αυτά βαθμολόγησαν τον προσφεύγοντα βάσει των κριτηρίων αξιολογήσεως που αναφέρει η προκήρυξη του διαγωνισμού και ότι δεν σημειώθηκε κανένα λάθος κατά τον υπολογισμό του βαθμού του ενδιαφερομένου· ομοίως, πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσει στενό έλεγχο επί της σχέσεως μεταξύ των εκτιμήσεων των μελών της εξεταστικής επιτροπής και των βαθμών που έδωσαν (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 1987, 40/86, Κολιβάς κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 2643, σκέψη 11· προαναφερθείσα απόφαση Van Neyghem κατά Επιτροπής, σκέψη 86, και απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑127/07, Coto Moreno κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 34 και 36). Προς τούτο, πρέπει να προχωρεί στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που θεωρεί κατάλληλα, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, διευκρινίζοντας εν ανάγκη στο καθού θεσμικό όργανο, όπως τούτο έγινε εν προκειμένω, ότι οι απαντήσεις θα διαβιβαστούν στον ενδιαφερόμενο μόνο στο μέτρο που τούτο θα είναι συμβατό με την αρχή του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής.

53      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας (και ιδίως των περιστάσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 42 έως 47 της παρούσας αποφάσεως) και του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε τα πληροφοριακά στοιχεία που το Δικαστήριο ΔΔ ζήτησε στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (βλ. σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως), το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.

54      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από τον ισχυρισμό της Επιτροπής, που διατυπώθηκε με το από 18 Φεβρουαρίου 2008 υπόμνημά της, ότι η άρνησή της να γνωστοποιήσει τα δελτία αξιολογήσεως και τα λοιπά στοιχεία που ζήτησε το Δικαστήριο ΔΔ δικαιολογείται από το γεγονός, αφενός, ότι ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε, και ακόμη λιγότερο δεν απέδειξε, πρόδηλη παράβαση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής και, αφετέρου, ότι το Δικαστήριο ΔΔ εσφαλμένως εξέλαβε την υποχρέωση αιτιολογήσεως ως κανόνα που διέπει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής ή, το πολύ, ως συναφή κανόνα. Συγκεκριμένα, πέρα από το γεγονός ότι απλώς και μόνον από την ανάγνωση της προκαταρκτικής εκθέσεως προκύπτει ότι τα εν λόγω μέτρα ζητήθηκαν κυρίως για να αξιολογηθεί ο σχετικός με την υποχρέωση αιτιολογήσεως λόγος ακυρώσεως, ο ισχυρισμός της Επιτροπής παραβλέπει, υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, τόσο τον χαρακτήρα δημόσιας τάξεως που έχει η υποχρέωση αιτιολογήσεως όσο και το ίδιο το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αυτής, όπως τούτο υπομνήσθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως.

55      Από όλα τα προεκτεθέντα, και χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι δύο λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων, προκύπτει ότι το αίτημα να ακυρωθεί η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05 (βλ. σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως) πρέπει να γίνει δεκτό, καθόσον υπάρχει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

56      Αντιθέτως, όσον αφορά το αίτημα να απευθύνει το Δικαστήριο ΔΔ διαταγές στην Επιτροπή, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, ο κοινοτικός δικαστής είναι προδήλως αναρμόδιος να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά θεσμικά όργανα. Η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή στις υπαλληλικές υποθέσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1989, C‑41/88 και C‑178/88, Becker και Starquit κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 3807, δημοσίευση περιλήψεως, σκέψη 6· απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουνίου 1998, T‑172/95, Chesi κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑265 και II‑817, σκέψη 33). Έτσι, το Δικαστήριο ΔΔ δεν δύναται, χωρίς να σφετεριστεί τις προνομίες των διοικητικών αρχών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1999, T‑300/97, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑259 και II‑1263, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), να απευθύνει εν προκειμένω διαταγές στην Επιτροπή, έστω κι αν αυτές συνάδουν με την υποχρέωση που το θεσμικό όργανο έχει, σύμφωνα με το άρθρο 233 ΕΚ, μετά μια ακυρωτική δικαστική απόφαση (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουνίου 2005, T‑80/04, Castets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑161 και II‑729, σκέψη 17, και της 5ης Οκτωβρίου 2005, T‑203/03, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑279 και II‑1287, σκέψη 32). Αντιθέτως, έργο της Επιτροπής είναι να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

57      Βάσει του άρθρου 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες αφορούν τα έξοδα και τη δικαστική δαπάνη, έχουν εφαρμογή μόνον επί των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, δηλαδή από την 1η Νοεμβρίου 2007. Οι συναφείς διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή mutatis mutandis στις υποθέσεις που ήσαν εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ πριν από την ημερομηνία αυτή.

58      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 88 του κανονισμού αυτού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα κοινοτικά όργανα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Δεδομένου ότι στην ουσία ο προσφεύγων νίκησε, η Επιτροπή θα πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα και τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/26/05.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει τα δικαστικά της έξοδα και τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος.

Kreppel

Ταγαράς

Gervasoni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Οκτωβρίου 2008.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       S. Gervasoni

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.