ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 25ης Μαρτίου 2015 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Δημόσια υγεία — Ενισχύσεις χορηγούμενες για τη χρηματοδότηση των εξετάσεων ανιχνεύσεως μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) στα βοοειδή — Απόφαση κρίνουσα τις ενισχύσεις εν μέρει συμβατές και εν μέρει μη συμβατές με την εσωτερική αγορά — Προσφυγή ακυρώσεως — Βλαπτική πράξη — Παραδεκτό — Έννοια του πλεονεκτήματος — Έννοια του επιλεκτικού χαρακτήρα»

Στην υπόθεση T‑538/11,

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την C. Pochet και τον J.‑C. Halleux, επικουρούμενους από τον L. Van den Hende, δικηγόρο,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς μεν από τους H. van Vliet και S. Thomas, εν συνεχεία δε από τους H. van Vliet και S. Noë,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2011/678/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση για τη χρηματοδότηση της ανιχνεύσεως μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) σε βοοειδή που τέθηκε σε εφαρμογή από το Βέλγιο [κρατική ενίσχυση C 44/08 (πρώην NN 45/04)] (ΕΕ L 274, σ. 36),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Σεπτεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

 Κανονισμός 999/2001

1        Ο κανονισμός (ΕΚ) 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΕΕ L 147, σ. 1), εκδόθηκε βάσει του άρθρου 152, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, ΕΚ. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη του 2, ο κανονισμός αποσκοπεί στη θέσπιση ειδικών κανόνων για την πρόληψη, την καταπολέμηση και την εξάλειψη ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ), μεταξύ των οποίων και της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ), λόγω της επικινδυνότητάς τους για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων.

2        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 999/2001, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σύστημα επιτήρησης», προβλέπει ότι:

«Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει ετήσιο πρόγραμμα επιτήρησης της ΣΕΒ και της τρομώδους νόσου, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ, κεφάλαιο Α. Μια διαδικασία ανίχνευσης χρησιμοποιούσα τις ταχείες δοκιμές αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του προγράμματος αυτού.»

3        Ως ίσχυε αρχικώς ο κανονισμός 999/2001, με το παράρτημά του III, κεφάλαιο A, μέρος I, καθορίζονταν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις για ένα πρόγραμμα επιτηρήσεως της ΣΕΒ στα βοοειδή. Προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την επιλογή, για τους σκοπούς του προγράμματος αυτού, ορισμένων επιμέρους πληθυσμών βοοειδών ηλικίας άνω των 30 μηνών, περιλαμβανομένων εκείνων που υποβάλλονται σε συνήθη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

4        Εξάλλου, το παράρτημα III, κεφάλαιο A, μέρος IV, του κανονισμού 999/2001, ως ίσχυε αρχικώς, όριζε τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κανένα μέρος του σώματος ζώων, από τα οποία λαμβάνονται δείγματα σύμφωνα με το παρόν παράρτημα, δεν χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφίμων, ζωοτροφών και λιπασμάτων μέχρις ότου ολοκληρωθεί η εργαστηριακή εξέταση με αρνητικά αποτελέσματα.»

5        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1248/2001 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2001, για την τροποποίηση των παραρτημάτων III, X και XI του κανονισμού 999/2001 (ΕΕ L 173, σ. 12), διεύρυνε, από 1ης Ιουλίου 2001, το πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως ανιχνεύσεως της ΣΕΒ μέσω ταχείων εξετάσεων σε όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών τα οποία σφάζονται υποχρεωτικά.

6        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1494/2002 της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 2002, για τροποποίηση των παραρτημάτων III, VII και XI του κανονισμού 999/2001 (ΕΕ L 225, σ. 3), διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής της ιδίας αυτής υποχρεώσεως ώστε να περιλαμβάνει και τα νεκρά ή σφαγέντα για άλλους σκοπούς, εκτός, ιδίως, της καταναλώσεως από τον άνθρωπο, βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών.

 Κατευθυντήριες γραμμές ΜΣΕ

7        Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε, το 2002, τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για εξετάσεις [MΣΕ], νεκρά ζώα στην εκμετάλλευση και σφαγειοαπορρίμματα (ΕΕ C 324, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές ΜΣΕ).

8        Στην παράγραφο 12 των κατευθυντήριων γραμμών ΜΣΕ διευκρινίζεται ότι αυτές «αφορούν κρατικές ενισχύσεις με αντικείμενο το κόστος εξετάσεων [για την ανίχνευση] ΜΣΕ, νεκρών ζώων στην εκμετάλλευση και σφαγειοαπορριμμάτων, […] οι οποίες χορηγούνται σε επιχειρήσεις ασχολούμενες με την παραγωγή, τη μεταποίηση και την εμπορία ζώων και ζωικών προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παραρτήματος I της Συνθήκης».

9        Όσον αφορά, ειδικότερα, τις εξετάσεις για την ανίχνευση ΜΣΕ, οι παράγραφοι 23 έως 25 των κατευθυντήριων γραμμών ΜΣΕ ορίζουν τα εξής:

«23.      Προκειμένου να προωθηθεί η λήψη μέτρων για την προστασία της υγείας των ζώων και του ανθρώπου, η Επιτροπή απεφάσισε ότι θα συνεχίσει να επιτρέπει κρατική ενίσχυση έως και 100 % όσον αφορά το κόστος εξετάσεων για [την ανίχνευση] ΜΣΕ, τηρώντας τις αρχές που διατυπώνονται στο κεφάλαιο 11.4 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη γεωργία.

24.      […] από την 1η Ιανουαρίου 2003, η συνολική άμεση και έμμεση δημόσια επιχορήγηση σχετικά με την υποχρεωτική εξέταση για ΣΕΒ βοοειδών που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, περιλαμβανόμενων των κοινοτικών πληρωμών, δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνει τα 40 ευρώ ανά εξέταση. Η υποχρέωση για εξέταση είναι δυνατόν να [απορρέει από την κοινοτική ή την εθνική νομοθεσία]. Το ποσό αυτό αναφέρεται στο συνολικό κόστος εξέτασης, δηλαδή [προμήθεια αντιδραστηρίων και λοιπού εξοπλισμού], δειγματοληψία, μεταφορά, εξέταση, αποθήκευση και καταστροφή [των δειγμάτων]. Το ποσό αυτό είναι δυνατόν να μειωθεί μελλοντικά, ανάλογα με τις [μεταβολές του κόστους] εξέτασης.

25.      Οι κρατικές ενισχύσεις για [την κάλυψη του κόστους των] εξετάσεων για ΜΣΕ πρέπει να καταβάλλονται στην επιχείρηση όπου πρέπει να ληφθούν τα δείγματα προς εξέταση. Προκειμένου να διευκολυνθεί, [πάντως], η διαχείριση [των συγκεκριμένων κρατικών ενισχύσεων], εναλλακτικά η καταβολή είναι δυνατόν να πραγματοποιείται στα εργαστήρια, υπό την προϋπόθεση ότι είναι δυνατόν να αποδειχθεί δεόντως πως έχει περιέλθει στην επιχείρηση το συνολικό ποσό της κρατικής ενίσχυσης. Σε κάθε περίπτωση, η άμεσα ή έμμεσα λαμβανόμενη κρατική ενίσχυση από επιχείρηση όπου προβλέπεται να ληφθούν δείγματα προς εξέταση, θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται σε αντίστοιχα χαμηλότερες τιμές επιβαλλόμενες από την εν λόγω επιχείρηση.»

10      Τέλος, όσον αφορά κρατικές ενισχύσεις για την κάλυψη του κόστους εξετάσεων για την ανίχνευση ΜΣΕ και ΣΕΒ, που είχαν χορηγηθεί παρανόμως πριν από την 1η Ιανουαρίου 2003, η παράγραφος 45 των κατευθυντήριων γραμμών ΜΣΕ ορίζει ότι η Επιτροπή εκτιμά τον συμβατό χαρακτήρα τους σύμφωνα με το σημείο 11.4 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (ΕΕ 2000, C 28, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές 2000‑2006 για τη γεωργία) και την πρακτική της από το 2001 και μετά, όσον αφορά την έγκριση τέτοιου είδους ενισχύσεων σε ποσοστό μέχρι 100 %.

 Ιστορικό της διαφοράς

 Διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής

11      Τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2004 υποβλήθηκαν στην Επιτροπή καταγγελίες σχετικά με σχέδιο βασιλικού διατάγματος το οποίο επρόκειτο να εισαγάγει στο Βέλγιο φόρο υπέρ τρίτων με σκοπό τη χρηματοδότηση των εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ.

12      Με την από 27 Ιανουαρίου 2004 επιστολή, η Επιτροπή ζήτησε από το Βασίλειο του Βελγίου την παροχή στοιχείων σχετικά με το ως άνω ζήτημα.

13      Το Βασίλειο του Βελγίου ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό παροχής στοιχείων με επιστολή της 6ης Φεβρουαρίου 2004. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή ότι, από 1ης Ιανουαρίου 2001, οι εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ είχαν καταστεί υποχρεωτικές, στο Βέλγιο, για τα βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών και τα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών τα οποία υποβάλλονται υποχρεωτικώς σε σφαγή βάσει του κανονισμού 999/2001. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι, από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, η δαπάνη για τις υποχρεωτικές εξετάσεις ανιχνεύσεως της ΣΕΒ αναλαμβάνεται από το Δημόσιο Ταμείο και, από 1ης Ιανουαρίου 2002, ειδικώς από τον Βελγικό Οργανισμό Οικονομικών Παρεμβάσεων και Επιστροφών (BIRB).

14      Παράλληλα, με επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2004, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2004, το Βασίλειο του Βελγίου κοινοποίησε σχέδιο βασιλικού διατάγματος σχετικά με τη χρηματοδότηση της ανιχνεύσεως ΜΣΕ στα ζώα. Το μέτρο αυτό καταχωρίσθηκε με αριθμό N 54/04.

15      Δεδομένου ότι στο επίμαχο σχέδιο βασιλικού διατάγματος επισημαινόταν ότι είχαν χορηγηθεί ενισχύσεις και εισπραχθεί φόροι ήδη από 1ης Ιανουαρίου 2002, το μέτρο καταχωρίσθηκε, στις 19 Ιουλίου 2004, ως μη κοινοποιηθέν, με αριθμό NN 45/04.

16      Με την από 26 Νοεμβρίου 2008 επιστολή, η Επιτροπή κοινοποίησε στο Βασίλειο του Βελγίου την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου, την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, όσον αφορά τη χρηματοδότηση των εξετάσεων για την ανίχνευση ΜΣΕ οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο Βέλγιο από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005, και κάλεσε τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 16 Ιανουαρίου 2009 (ΕΕ C 11, σ. 8).

17      Τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις.

18      Το Βασίλειο του Βελγίου κοινοποίησε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις του με την από 25 Φεβρουαρίου 2009 επιστολή.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

19      Στις 27 Ιουλίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2011/678/ΕΕ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση για τη χρηματοδότηση της ανιχνεύσεως ΜΣΕ σε βοοειδή που τέθηκε σε εφαρμογή από το Βέλγιο [κρατική ενίσχυση C 44/08 (πρώην NN 45/04)] (ΕΕ L 274, σ. 36, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

20      Η Επιτροπή εξέτασε, καταρχάς, το βελγικό σύστημα χρηματοδοτήσεως των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ, προκειμένου να διακριβώσει αν αυτό πληρούσε τις τέσσερις προϋποθέσεις που απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς για να υφίσταται κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

21      Η Επιτροπή διαπίστωσε συναφώς, πρώτον, ότι από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, οι υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ χρηματοδοτούνταν εξ ολοκλήρου από το Δημόσιο Ταμείο, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 30 Ιουνίου 2004 από τον BIRB, δηλαδή από ομοσπονδιακό δημόσιο ίδρυμα που διαθέτει νομική προσωπικότητα, βρίσκεται υπό την εποπτεία του βελγικού Υπουργείου Γεωργίας και Μεσαίων Τάξεων και απολαύει κρατικής επιχορηγήσεως που εγγράφεται στον προϋπολογισμό του εποπτικού του φορέα του σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ενώ διαθέτει και ορισμένα ίδια έσοδα. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, από την 1η Ιουλίου έως τις 30 Νοεμβρίου 2004, οι υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ χρηματοδοτούνταν από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την ασφάλεια της τροφικής αλυσίδας (AFSCA), δηλαδή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο, κατ’ εφαρμογήν του νόμου της 4ης Φεβρουαρίου 2000 περί συστάσεως της AFSCA, χρηματοδοτούνταν από διάφορα έσοδα, όπως ειδικές εισφορές (δηλαδή τέλη), εισφορές (δηλαδή τέλη υπέρ τρίτων), ποσά διοικητικών προστίμων, δωρεές και κληροδοτήματα κ.λπ. Τέλος, όσον αφορά το χρονικό διάστημα από την 1η Δεκεμβρίου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ χρηματοδοτούνταν αφενός μεν από τέλος ύψους 10,70 ευρώ ανά εξεταζόμενο βοοειδές, το οποίο κατέβαλλαν τα σφαγεία και μετακυλούσαν στους πελάτες τους, αφετέρου δε από χρηματοδότηση εκ των αποθεματικών της AFSCA και από την επιστρεπτέα προκαταβολή που είχε θέσει στη διάθεσή της το Δημόσιο Ταμείο.

22      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005 οι υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ είχαν χρηματοδοτηθεί με κρατικούς πόρους και ότι, αφετέρου, το μέρος του ποσού για τις εξετάσεις αυτές που χρηματοδοτείται, από 1ης Δεκεμβρίου 2004, από το τέλος των 10,70 ευρώ ανά εξεταζόμενο βοοειδές δεν χρηματοδοτήθηκε με κρατικούς πόρους.

23      Δεύτερον, η Επιτροπή εξέτασε αν το βελγικό σύστημα χρηματοδοτήσεως των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ παρείχε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις ή σε ορισμένους παραγωγικούς κλάδους.

24      Όσον αφορά, καταρχάς, τη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ με κρατικούς πόρους, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι εισφορές, η Επιτροπή έκρινε ότι η δαπάνη για τους υποχρεωτικούς ελέγχους που αφορούν την παραγωγή ή τη διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο συνιστά επιβάρυνση η οποία εγγράφεται κατά κανόνα στον προϋπολογισμό της επιχειρήσεως. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η από 1ης Ιανουαρίου 2001 κάλυψη της δαπάνης για τις εν λόγω εξετάσεις από το Βασίλειο του Βελγίου παρέσχε πλεονέκτημα στους κτηνοτρόφους, τα σφαγεία και τις λοιπές επιχειρήσεις που μεταποιούν, κατεργάζονται, πωλούν ή διαθέτουν στο εμπόριο προϊόντα προερχόμενα από βοοειδή τα οποία υποβλήθηκαν στις εξετάσεις αυτές. Επισήμανε συναφώς ότι το τίμημα των εξετάσεων αυτών καταβλήθηκε απευθείας στα εργαστήρια που είχαν επιφορτισθεί με τη διενέργεια των επίμαχων εξετάσεων κατόπιν αιτήματος των σφαγείων και τα οποία χρέωναν το κόστος στην AFSCA.

25      Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούνταν η προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα του μέτρου, δεδομένου ότι το προεκτεθέν πλεονέκτημα αφορούσε αποκλειστικώς και μόνον τον τομέα «εκτροφής ζώων που υπόκεινται σε εξετάσεις [για την ανίχνευση] ΣΕΒ».

26      Όσον αφορά, εν συνεχεία, τη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ από τέλη, δηλαδή από εισφορές που κατέβαλε ο κλάδος, η Επιτροπή επισήμανε ότι τούτο δεν παρείχε κανένα πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις του κλάδου βοείου κρέατος, διότι τα τέλη καταβάλλονταν από τους αποδέκτες των υπηρεσιών τις οποίες παρέχει η AFSCA και είχαν ως σκοπό να αποτελέσουν την αμοιβή για τις υπηρεσίες αυτές.

27      Τρίτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το επίμαχο μέτρο νόθευε ή απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και είχε επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

28      Λαμβάνοντας υπόψη τα προεκτεθέντα, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι η χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ με κρατικούς πόρους συνιστούσε κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

29      Δεύτερον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν παράνομη όσον αφορά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 30 Ιουνίου 2004, διότι είχε χορηγηθεί κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

30      Η Επιτροπή επισήμανε συναφώς ότι, από 1ης Ιανουαρίου 2003, η επίμαχη ενίσχυση ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως από την υποχρέωση κοινοποιήσεως, την οποία προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2004 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων [107 ΣΛΕΕ] και [108 ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων (ΕΕ 2004, L 1, σ. 1). Διαπίστωσε, εντούτοις, ότι εν προκειμένω δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις που προβλέπει ο προμνημονευθείς κανονισμός και ότι, ως εκ τούτου, η ενίσχυση αυτή ήταν παράνομη.

31      Τρίτον, η Επιτροπή εξέτασε αν υφίσταται δεσμευτική σχέση προορισμού μεταξύ του προϊόντος των από 1ης Ιουλίου 2004 καταβαλλομένων εισφορών, από τις οποίες προερχόταν εν μέρει η εκ μέρους της AFSCA χρηματοδότηση, και της χρηματοδοτήσεως των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ. Καθόσον δεν διαπίστωσε την ύπαρξη τέτοιας σχέσεως, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι οι εισφορές δεν αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της επίμαχης ενισχύσεως.

32      Τέταρτον, η Επιτροπή εκτίμησε αν η επίμαχη ενίσχυση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά. Εξέτασε, επομένως, αν είχαν τηρηθεί εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές ΜΣΕ.

33      Όσον αφορά, αφενός, τη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ που είχε χορηγηθεί παρανόμως προ της 1ης Ιανουαρίου 2003, δηλαδή πριν τεθούν σε ισχύ οι κατευθυντήριες γραμμές ΜΣΕ, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του σημείου 11.4 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006 για τη γεωργία, στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 45 των κατευθυντήριων γραμμών ΜΣΕ. Έκρινε, επομένως, ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά.

34      Όσον αφορά, αφετέρου, τη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ που είχε χορηγηθεί από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή έκρινε ότι μόνον η προϋπόθεση της παραγράφου 24 των κατευθυντήριων γραμμών ΜΣΕ, δηλαδή η μη υπέρβαση, από τις εθνικές και κοινοτικές ενισχύσεις, του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου των 40 ευρώ ανά εξέταση, δεν είχε τηρηθεί κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως τις 30 Ιουνίου 2004. Επισήμανε συναφώς ότι το συνολικό ποσό της υπερβάσεως ανερχόταν στα 6 619 810,74 ευρώ.

35      Τέλος, πέμπτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το προταθέν από το Βασίλειο του Βελγίου σύστημα ανακτήσεως των ενισχύσεων που υπερέβαιναν το ποσό των 40 ευρώ ανά εξέταση δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες περί ανακτήσεως των παράνομων και μη συμβατών ενισχύσεων.

36      Εν κατακλείδι, η Επιτροπή έκρινε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 30 Ιουνίου 2004, το Βασίλειο του Βελγίου χορηγούσε παρανόμως την ενίσχυση για τη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων ανιχνεύσεως της ΣΕΒ κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

37      Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι η ενίσχυση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά, εκτός των ποσών που υπερέβαιναν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 40 ευρώ ανά εξέταση και είχαν χορηγηθεί κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως τις 30 Ιουνίου 2004.

38      Τέλος, η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση των παράνομων και μη συμβατών ενισχύσεων, εξαιρουμένων των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν για ειδικά προγράμματα και οι οποίες, κατά τον χρόνο χορηγήσεώς τους, πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο εφαρμοστέος κανονισμός περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας.

39      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

1.      Τα μέτρα που χρηματοδοτούνται μέσω των τελών δεν αποτελούν ενισχύσεις.

2.      Η χρηματοδότηση των [εξετάσεων για την ανίχνευση ΣΕΒ] με κρατικούς πόρους [αποτελεί] ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά για τους γεωργούς, τα σφαγεία και τους λοιπούς φορείς που μεταποιούν, [κατεργάζονται], πωλούν ή εμπορεύονται προϊόντα που προέρχονται από βοοειδή και υπόκεινται σε υποχρεωτική εξέταση [ΣΕΒ] για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 και για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

3.      Η χρηματοδότηση των [εξετάσεων για την ανίχνευση ΣΕΒ] με κρατικούς πόρους για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως την 30ή Ιουνίου 2004 αποτελεί ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά για τους γεωργούς, τα σφαγεία και τους λοιπούς φορείς οι οποίοι μεταποιούν, [κατεργάζονται], πωλούν ή εμπορεύονται προϊόντα που προέρχονται από βοοειδή και υπόκεινται σε υποχρεωτική εξέταση [ΣΕΒ] για τα ποσά [κάτω] των 40 ευρώ ανά [εξέταση]. Τα ποσά που υπερβαίνουν τα 40 ευρώ ανά [εξέταση δεν είναι συμβατά] με την εσωτερική αγορά και πρέπει να ανακτώνται, με εξαίρεση τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν για συγκεκριμένα [προγράμματα] τα οποία, κατά τον χρόνο χορήγησης των ενισχύσεων, πληρούσαν όλους τους όρους που καθορίζονται στον ισχύοντα κανονισμό για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας.

4.      Το Βέλγιο εφάρμοσε παράνομα την ενίσχυση για τη χρηματοδότηση των [εξετάσεων για την ανίχνευση ΣΕΒ] κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως την 30ή Ιουνίου 2004.

Άρθρο 2

1.      Το Βέλγιο λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση των παράνομων και [μη συμβατών] ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, ως προς τους δικαιούχους.

[…]

Άρθρο 3

Η ανάκτηση της ενίσχυσης που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, είναι άμεση και αποτελεσματική.

Το Βέλγιο φροντίζει ώστε η παρούσα απόφαση να τεθεί σε εφαρμογή εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1.      Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, το Βέλγιο υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)      τον κατάλογο των δικαιούχων που έλαβαν την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4. και το συνολικό ποσό ενίσχυσης που έλαβε καθένας από αυτούς·

β)      το συνολικό ποσό (αρχικό συν τόκοι ανάκτησης) προς ανάκτηση από τους δικαιούχους·

[…]

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο του Βελγίου.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

40      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Οκτωβρίου 2011, το Βασίλειο του Βελγίου άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

41      Το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση εξαιρουμένου του άρθρου 1, παράγραφος 1, του διατακτικού της·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

43      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε ερωτήσεις. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν προς τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας εντός των προθεσμιών που είχαν ταχθεί.

44      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απήντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Σεπτεμβρίου 2014.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

45      Χωρίς να εγείρει τυπικώς την ένσταση περί απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να κηρύξει την υπό κρίση προσφυγή απαράδεκτη, καθόσον στρέφεται κατά του άρθρου 1, παράγραφοι 2 και 3, πρώτη περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο χαρακτηρίζεται το επίμαχο μέτρο ως κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά. Διατείνεται συναφώς, κατ’ ουσίαν, ότι αυτό το μέρος του διατακτικού δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, διότι δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα του Βασιλείου του Βελγίου.

46      Με το υπόμνημά του απαντήσεως, το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή, ιδίως καθόσον στρέφεται κατά του άρθρου 1, παράγραφοι 2 και 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

47      Κατά πάγια νομολογία, η οποία διαμορφώθηκε στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από κράτη μέλη ή θεσμικά όργανα, χαρακτηρίζονται ως πράξεις δεκτικές προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όλες οι διατάξεις που θεσπίζονται από τα θεσμικά όργανα, ανεξαρτήτως του τύπου που έχουν περιβληθεί, και οι οποίες σκοπούν να παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, 22/70, Συλλογή, EU:C:1971:32, σκέψη 42, της 2ας Μαρτίου 1994, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑316/91, Συλλογή, EU:C:1994:76, σκέψη 8, και της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, Συλλογή, EU:C:2011:656, σκέψη 36). Επιπλέον, από τη νομολογία, προκύπτει ότι κράτος μέλος δύναται να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως πράξεως που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει έννομο συμφέρον (προμνημονευθείσα απόφαση Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, EU:C:2011:656, σκέψη 36, και απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑154/10, Συλλογή, EU:T:2012:452, σκέψη 37).

48      Ως εκ τούτου, για να εκτιμηθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεκτική προσφυγής, πρέπει να εξετασθεί αν συνιστά πράξη η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, EU:C:2011:656, σκέψη 40), στοιχείο το οποίο πρέπει να καθορίζεται εξετάζοντας την ουσία της αποφάσεως αυτής (προμνημονευθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, EU:T:2012:452, σκέψη 37).

49      Εν προκειμένω, το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, πρώτη περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο το επίμαχο μέτρο χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση και κρίνεται εν μέρει συμβατό με την εσωτερική αγορά, σκοπεί κατ’ ανάγκην στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων και, ως εκ τούτου, συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ., σχετικώς, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑279/08 P, Συλλογή, EU:C:2011:551, σκέψεις 35 έως 42).

50      Η νομολογία την οποία παραθέτει η Επιτροπή δεν δύναται να αναιρέσει την ανωτέρω κρίση.

51      Όσον αφορά, καταρχάς, την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2004, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (C‑164/02, Συλλογή, EU:C:2004:54), αρκεί η διαπίστωση ότι ο λόγος για τον οποίο κρίθηκε απαράδεκτη η προσφυγή που είχε ασκήσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία διαπιστωνόταν ότι μέτρο ενισχύσεως ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά, έγκειται στο ότι αυτό το κράτος μέλος είχε ζητήσει την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως «καθόσον η Επιτροπή έκρινε με την απόφασή της αυτή ότι τα χορηγούμενα στις λιμενικές αρχές ποσά […] συνιστού[σα]ν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ», μολονότι η κρίση αυτή δεν περιεχόταν στο διατακτικό εκείνης της προσβαλλομένης αποφάσεως.

52      Εν συνεχεία, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Επιτροπή, στην προμνημονευθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (EU:C:2011:551), το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η ρητή αντίθεση κράτους μέλους προς τον χαρακτηρισμό μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, ιδίως κατά τον χρόνο της κοινοποιήσεως, αποτελεί στοιχείο «καθοριστικής σημασίας» για το παραδεκτό της προσφυγής του κράτους αυτού κατά αποφάσεως κρίνουσας το εν λόγω μέτρο συμβατό με την εσωτερική αγορά.

53      Συγκεκριμένα, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην προμνημονευθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (EU:C:2011:551), το Δικαστήριο έκρινε ότι απόφαση εκδοθείσα βάσει του άρθρου 107, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ, με την οποία χαρακτηρίζεται μεν το επίμαχο μέτρο ως κρατική ενίσχυση, πλην όμως η ενίσχυση αυτή κρίνεται συμβατή με την κοινή αγορά, έπρεπε να θεωρηθεί πράξη δεκτική προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι ο πεπλανημένος χαρακτηρισμός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως έχει έννομες συνέπειες για το κράτος μέλος που κοινοποιεί το μέτρο, καθόσον αυτό υπόκειται σε διαρκή εποπτεία και περιοδικό έλεγχο εκ μέρους της Επιτροπής, οπότε το οικείο κράτος μέλος διαθέτει περιορισμένο περιθώριο χειρισμών κατά την εφαρμογή του κοινοποιηθέντος μέτρου (προμνημονευθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, EU:C:2011:551, σκέψεις 41 και 42).

54      Τέλος, το προβληθέν από την Επιτροπή στοιχείο ότι, προ της διοικητικής διαδικασίας, το Βασίλειο του Βελγίου είχε δεχθεί, τουλάχιστον εμμέσως, ότι το επίμαχο μέτρο αποτελούσε κρατική ενίσχυση, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεν θα έχει καμία συνέπεια ως προς το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής. Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Επιτροπή δέχθηκε ότι, από αμιγώς νομικής απόψεως, η προηγούμενη παραδοχή ότι το επίμαχο μέσο αποτελεί ενίσχυση δεν στερεί από το Βασίλειο του Βελγίου το δικαίωμα να αμφισβητήσει το στοιχείο αυτό.

55      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

56      Το Βασίλειο του Βελγίου προβάλλει προς στήριξη της προσφυγής του έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας ως κρατική ενίσχυση τη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ.

57      Ειδικότερα, το Βασίλειο του Βελγίου φρονεί ότι δεν πληρούται εν προκειμένω μία εκ των προϋποθέσεων βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται κρατική ενίσχυση, συγκεκριμένα δε η προϋπόθεση περί επιλεκτικού πλεονεκτήματος που παρέχεται με το επίμαχο μέτρο.

58      Ο μόνος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από πέντε σκέλη, τα οποία αντλούνται, αντιστοίχως, το πρώτο από το ότι δεν υφίσταται απαλλαγή από δαπάνη που βαρύνει κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως, το δεύτερο από έλλειψη εναρμονίσεως όσον αφορά τη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ, το τρίτο από το ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνεπάγεται υπερβάλλουσα αντιστάθμιση, το τέταρτο από το ότι το επίμαχο μέτρο δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα και το πέμπτο από το ότι στα ισχύοντα στα λοιπά κράτη μέλη συστήματα χρηματοδοτήσεως των εξετάσεων αυτών δεν αποδίδεται σημασία στην προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα.

59      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς το δεύτερο σκέλος του μόνου λόγου ακυρώσεως, εν συνεχεία δε, κατά σειρά, το πρώτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το τρίτο σκέλος.

 Επί του δευτέρου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από έλλειψη εναρμονίσεως όσον αφορά τη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ

60      Το Βασίλειο του Βελγίου διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι, ελλείψει εναρμονίσεως όσον αφορά τη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είχε την ευχέρεια να αναλάβει το ίδιο το κόστος των εν λόγω εξετάσεων, χωρίς αυτό να συνιστά παράβαση της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων.

61      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη αυτού του σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

62      Από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 107 ΣΛΕΕ σκοπεί να αποτρέψει ενδεχόμενες επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών λόγω πλεονεκτημάτων παρεχομένων από τις δημόσιες αρχές, τα οποία, υπό διάφορες μορφές, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ενισχύοντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους παραγωγικούς κλάδους (αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, 173/73, Συλλογή, EU:C:1974:71, σκέψη 26, και της 15ης Ιουνίου 2006, Air Liquide Industries Belgium, C‑393/04 και C‑41/05, Συλλογή, EU:C:2006:403, σκέψη 27).

63      Προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων που έχουν επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, καθόσον νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, με το άρθρο 108 ΣΛΕΕ επιβάλλονται στη μεν Επιτροπή ειδικό καθήκον ελέγχου, στα δε κράτη μέλη συγκεκριμένες υποχρεώσεις, προκειμένου να καθίσταται ευχερές το έργο αυτό της Επιτροπής και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να βρεθεί η Επιτροπή προ τετελεσμένων γεγονότων (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, C‑143/99, Συλλογή, EU:C:2001:598, σκέψη 23).

64      Όσον αφορά τα σχέδια περί προβλέψεως ή τροποποιήσεως ενισχύσεων, το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ επιτάσσει καταρχάς την έγκαιρη ενημέρωση της Επιτροπής, ώστε αυτή να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της. Βάσει της παραγράφου αυτής, υποχρεούται, εν συνεχεία, η Επιτροπή να κινήσει αμελλητί την κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, εφόσον εκτιμά ότι το κοινοποιηθέν σχέδιο δεν είναι συμβατό με την κοινή αγορά. Τέλος, το άρθρο 108, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ απαγορεύει, κατηγορηματικώς, στο κράτος μέλος να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα, πριν η διαδικασία αυτή καταλήξει στην έκδοση τελικής αποφάσεως (προμνημονευθείσα στη σκέψη 63 απόφαση Adria‑Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, EU:C:2001:598, σκέψη 24).

65      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι οι παρεμβάσεις των κρατών μελών σε τομείς που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο εναρμονίσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας περί ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Τυχόν παραδοχή του αντιθέτου θα είχε, κατ’ ανάγκη, ως συνέπεια να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τις διατάξεις των άρθρων 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ.

66      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα, οι κρατικές παρεμβάσεις σε τομείς που άπτονται των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, όπως η άμεση φορολογία, μπορούν να εξετάζονται με γνώμονα τα άρθρα 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:732, και της 29ης Μαρτίου 2012, 3M Italia, C‑417/10, Συλλογή, EU:C:2012:184, σκέψη 25, καθώς και διάταξη της 29ης Μαρτίου 2012, Safilo, C‑529/10, EU:C:2012:188, σκέψη 18).

67      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Βασίλειο του Βελγίου είχε, επομένως, την υποχρέωση να διασφαλίσει ότι, αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου το κόστος των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ, δεν θα παραβίαζε τα άρθρα 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ, τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η χρηματοδότηση των εξετάσεων αυτών αποτελούσε το αντικείμενο εναρμονίσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

68      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του μόνου λόγου ακυρώσεως αποκλειστικώς και μόνο για την προεκτεθείσα αιτιολογία, χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν τα επαλλήλως προβληθέντα από το Βασίλειο του Βελγίου επιχειρήματα, τα οποία σκοπούν να αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται εναρμόνιση της χρηματοδοτήσεως των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ.

 Επί του πρώτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από το ότι δεν υφίσταται απαλλαγή από δαπάνη που βαρύνει κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως

69      Το Βασίλειο του Βελγίου διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή αποφάνθηκε πεπλανημένα ότι υφίσταται οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο παρέχεται με το επίμαχο μέτρο.

70      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του σκέλους αυτού του λόγου ακυρώσεως.

71      Κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ως κρατικές ενισχύσεις ορίζονται οι ενισχύσεις οι οποίες χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους παραγωγικούς κλάδους, καθόσον έχουν επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, κατά τη διάταξη αυτή, είναι ευρύτερη από εκείνη της επιδοτήσεως, διότι δεν περιλαμβάνει μόνον τις θετικές παροχές όπως είναι οι ίδιες οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, απαλλάσσουν από τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις εν στενή εννοία, έχουν ίδια φύση και όμοια αποτελέσματα με αυτές. Μεταξύ των εμμέσων πλεονεκτημάτων που έχουν όμοια αποτελέσματα με τις επιδοτήσεις καταλέγεται η προμήθεια προϊόντων ή η παροχή υπηρεσιών υπό προνομιακούς όρους (βλ. προμνημονευθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, EU:C:2011:551, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι χαρακτηρίζονται ως κρατικές ενισχύσεις οι παρεμβάσεις οι οποίες, με οποιαδήποτε μορφή, ενδέχεται να ευνοούν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελούν οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε η δικαιούχος επιχείρηση υπό κανονικές συνθήκες αγοράς (βλ. προμνημονευθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, EU:C:2011:551, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Το Βασίλειο του Βελγίου δεν αμφισβητεί ότι, κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005, οι υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ χρηματοδοτούνταν με κρατικούς πόρους. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν, κρίνοντας ότι η χρηματοδότηση αυτή απήλλαξε τις επιχειρήσεις του κλάδου βοείου κρέατος από δαπάνη η οποία βαρύνει κατά κανόνα τον προϋπολογισμό τους, η Επιτροπή υπέπεσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε πλάνη περί το δίκαιο.

74      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το κόστος των υποχρεωτικών ελέγχων που αφορούν την παραγωγή ή τη διάθεση στο εμπόριο των προϊόντων, όπως οι υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ, αποτελεί δαπάνη που βαρύνει κατά κανόνα τον προϋπολογισμό των επιχειρήσεων.

75      Πρώτον, το Βασίλειο του Βελγίου αντιτάσσει ότι η υποχρέωση διενέργειας εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ δεν απορρέει από τις κανονικές συνθήκες της αγοράς, αλλά από παρέμβαση της δημόσιας αρχής. Επικαλείται συναφώς τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση GEMO (C‑126/01, Συλλογή, EU:C:2002:273), στις οποίες ο γενικός εισαγγελέας εξηγεί ότι ο όρος «υπό κανονικές συνθήκες» σημαίνει «υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, δηλαδή υπό τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά χωρίς κρατική παρέμβαση ή δυσλειτουργίες της αγοράς» (προμνημονευθείσες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση GEMO, EU:C:2002:273, σημείο 77). Επομένως, εν προκειμένω, διατείνεται ότι, άνευ παρεμβάσεως της δημοσίας αρχής, οι εν λόγω υποχρεωτικές εξετάσεις δεν αποτελούν δαπάνη η οποία βαρύνει κατά κανόνα τον προϋπολογισμό των επιχειρήσεων του κλάδου βοείου κρέατος.

76      Εντούτοις, η έννοια των δαπανών που βαρύνουν κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις πρόσθετες δαπάνες στις οποίες πρέπει να υποβληθούν οι επιχειρήσεις λόγω υποχρεώσεων εκ του νόμου, από κανονιστική ρύθμιση ή από σύμβαση που ισχύουν για οικονομική δραστηριότητα (βλ., κατ’ αναλογία, προμνημονευθείσα στη σκέψη 62 απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, EU:C:1974:71, σκέψη 33, και αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1999, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑251/97, Συλλογή, EU:C:1999:480, σκέψη 40, και της 3ης Μαρτίου 2005, Heiser, C‑172/03, Συλλογή, EU:C:2005:130, σκέψη 38).

77      Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι το κόστος των ελέγχων που αφορούν την παραγωγή ή τη διάθεση στο εμπόριο των προϊόντων και οι οποίοι κατέστησαν υποχρεωτικοί βάσει νομοθετικής ή κανονιστικής διατάξεως, όπως οι υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ, αποτελούσε δαπάνη που βαρύνει κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως.

78      Επομένως, το επιχείρημα του Βασιλείου του Βελγίου πρέπει να απορριφθεί.

79      Δεύτερον, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ με κρατικούς πόρους δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις του κλάδου βοείου κρέατος, δεδομένου ότι με την υποχρέωση διενέργειας των εξετάσεων αυτών επιδιώκεται η επίτευξη σκοπού γενικού συμφέροντος, συγκεκριμένα δε της προστασίας της δημόσιας υγείας.

80      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν προβαίνει σε διάκριση αναλόγως των σκοπών των σχετικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει αναλόγως των αποτελεσμάτων τους (βλ. προμνημονευθείσα στη σκέψη 62 απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, EU:C:1974:71, σκέψη 27, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑5/01, Συλλογή, EU:C:2002:754, σκέψη 45, και προμνημονευθείσα στη σκέψη 66 απόφαση Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, EU:C:2011:732, σκέψη 87).

81      Επομένως, ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας που επιδιώκεται με το επίμαχο μέσο, εάν υποτεθεί ότι αυτό το στοιχείο είναι ακριβές, δεν αρκεί για να μη γίνει δεκτός ο χαρακτηρισμός της κρατικής ενισχύσεως τον οποίο προέκρινε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

82      Ως εκ τούτου, το επιχείρημα του Βασιλείου του Βελγίου πρέπει να απορριφθεί.

83      Τρίτον, το Βασίλειο του Βελγίου διατείνεται ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003, GEMO (C‑126/01, Συλλογή, EU:C:2003:622), όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας ανάληψη των δαπανών για τη συλλογή και την απόρριψη των σορών ζώων και των αποβλήτων σφαγείων παρείχε πλεονέκτημα στους κτηνοτρόφους και στα σφαγεία, δεδομένου ότι οι δαπάνες αυτές αποτελούσαν επιβαρύνσεις συμφυείς στην οικονομική δραστηριότητά τους.

84      Καταρχάς, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», την οποία εφήρμοσε το Δικαστήριο στην, προμνημονευθείσα στη σκέψη 83, απόφαση GEMO (EU:C:2003:622), δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή. Διατείνεται συναφώς ότι οι σοροί ζώων και τα απόβλητα σφαγείων αποτελούν οικονομική «εξωτερικότητα» που είναι συμφυής στη δραστηριότητα των κτηνοτρόφων και των σφαγείων, αντιθέτως προς τη ΣΕΒ, η οποία είναι ασθένεια που δεν οφείλεται άμεσα στη δραστηριότητα των κτηνοτρόφων και των σφαγείων και η οποία δεν συνδέεται σαφώς και άμεσα με συγκεκριμένο παραγωγό ή επιχείρηση ειδικά. Κατά το προσφεύγον, υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορούν και οι κατευθυντήριες γραμμές ΜΣΕ, δεδομένου ότι στα μέρη IV και V αυτών, τα οποία αφορούν τα νεκρά ζώα στην εκμετάλλευση και τα απόβλητα σφαγείων, αντιστοίχως, μνημονεύεται ρητώς η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», ενώ δεν υπάρχει τέτοια μνεία στο μέρος III των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, το οποίο αφορά τις εξετάσεις ανιχνεύσεως των ΜΣΕ.

85      Πάντως, η έννοια των δαπανών που βαρύνουν κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως δεν περιλαμβάνει μόνον τις δαπάνες που απορρέουν από την εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει». Επομένως, το ενδεχόμενο η αρχή αυτή να μην έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, εάν γίνει δεκτό ότι αυτό συμβαίνει εν προκειμένω, δεν αναιρεί την κρίση που προεκτέθηκε στη σκέψη 76.

86      Συνεπώς, το επιχείρημα του Βασιλείου του Βελγίου πρέπει να απορριφθεί.

87      Δεύτερον, το Βασίλειο του Βελγίου, επικαλούμενο τις αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1976, Conceria Bresciani (87/75, Συλλογή, EU:C:1976:18), και της 15ης Δεκεμβρίου 1993, Ligur Carni κ.λπ. (C‑277/91, C‑318/91 και C‑319/91, Συλλογή, EU:C:1993:927), διατείνεται ότι σύστημα υποχρεωτικών ελέγχων που σκοπεί, όπως εν προκειμένω, στην προστασία της δημόσιας υγείας δεν αποτελεί υπηρεσία παρεχόμενη στις επιχειρήσεις για την οποία αυτές θα έπρεπε κανονικά να καταβάλλουν τίμημα.

88      Επισημαίνεται συναφώς ότι, στις προμνημονευθείσες στη σκέψη 87 αποφάσεις, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα τέλη που είχε εξετάσει και τα οποία είχαν επιβληθεί λόγω υγειονομικών ελέγχων που διενεργήθηκαν προς το γενικό συμφέρον επί εισαγομένων προϊόντων τα οποία είχαν ήδη υποβληθεί σε ανάλογους ελέγχους στη χώρα καταγωγής, δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως αντίτιμο για την παροχή υπηρεσίας και ότι το κόστος των ελέγχων αυτών όφειλε ο δημόσιος φορέας να επωμισθεί.

89      Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι, στις προμνημονευθείσες στη σκέψη 87 αποφάσεις, το Δικαστήριο αποφάνθηκε αποκλειστικώς επί του ζητήματος αν η χρηματοδότηση ορισμένων υγειονομικών ελέγχων είναι συμβατή με τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και, ως εκ τούτου, δεν αποφάνθηκε επί της νομιμότητας της χρηματοδοτήσεως αυτής με γνώμονα το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

90      Κατά συνέπεια, η νομολογία την οποία επικαλείται το Βασίλειο του Βελγίου δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή.

91      Ως εκ τούτου, το επιχείρημα του Βασιλείου του Βελγίου πρέπει να απορριφθεί.

92      Τέλος, τέταρτον, το Βασίλειο του Βελγίου διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι οι υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ συνδέονται με την άσκηση των προνομίων του δημόσιας εξουσίας και ότι, ως εκ τούτου, δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα ο οποίος θα δικαιολογούσε την εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης ΛΕΕ. Συνεπώς, φρονεί ότι μπορούσε να φέρει το ίδιο το συνολικό κόστος των εξετάσεων αυτών, χωρίς το επίμαχο μέτρο να συνιστά κρατική ενίσχυση.

93      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το Βασίλειο του Βελγίου διευκρίνισε το προεκτεθέν στη σκέψη 92 επιχείρημα, επισημαίνοντας ότι η οργάνωση των εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ, περιλαμβανομένης της οργανώσεως της χρηματοδοτήσεώς τους, εμπίπτει στα προνόμια δημόσιας εξουσίας.

94      Αρκεί συναφώς η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή χωρίς τούτο να αμφισβητείται από το Βασίλειο του Βελγίου, οι επιχειρήσεις του κλάδου βοείου κρέατος υποχρεούνται μόνον, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας, να υποβάλλουν σε εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ τα βοοειδή προς σφαγή για να έχουν τη δυνατότητα να διαθέτουν στο εμπόριο το κρέας, το λίπος και τα εντόσθια των ζώων αυτών, στοιχείο που δεν συνεπάγεται, εκ μέρους τους, την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

95      Κατά συνέπεια, το προεκτεθέν στη σκέψη 92 επιχείρημα δεν μπορεί να αναιρέσει την κρίση ότι το κόστος των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ αποτελεί επιβάρυνση την οποία πρέπει να φέρουν οι επιχειρήσεις του κλάδου βοείου κρέατος στο πλαίσιο της ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς τους (βλ. σκέψεις 69 έως 86 ανωτέρω).

96      Τέλος και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από την προμνημονευθείσα στη σκέψη 76 νομολογία, το γεγονός ότι βάσει της εθνικής νομοθεσίας επιβάλλονται στις επιχειρήσεις επιβαρύνσεις που σχετίζονται, επομένως, κατ’ ανάγκη με την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους άσκηση των προνομίων του δημόσιας εξουσίας, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι επιβαρύνσεις αυτές να χαρακτηρίζονται ως «δαπάνες που βαρύνουν κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως».

97      Συνεπώς, το επιχείρημα του Βασιλείου του Βελγίου πρέπει να απορριφθεί.

98      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του μόνου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τετάρτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από το ότι το επίμαχο μέτρο δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα

99      Το Βασίλειο του Βελγίου διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας το επίμαχο μέτρο ως επιλεκτικό.

100    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη αυτού του σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

101    Κατά πάγια νομολογία, ο χαρακτηρισμός μέτρου ως ενισχύσεως επιτάσσει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (προμνημονευθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, EU:C:2011:551, σκέψη 61). Ειδικότερα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 71 ανωτέρω, ένα οικονομικό πλεονέκτημα που παρέχεται από κράτος μέλος έχει τον χαρακτήρα ενισχύσεως μόνον εφόσον δύναται να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους παραγωγικούς κλάδους (προμνημονευθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, EU:C:2011:551, σκέψη 61).

102    Επομένως, για να αποδειχθεί ότι το επίμαχο μέτρο ισχύει επιλεκτικώς για ορισμένες επιχειρήσεις ή για ορισμένους παραγωγικούς κλάδους, απόκειται στην Επιτροπή να καταδείξει ότι το μέτρο αυτό εισάγει διαφοροποιήσεις μεταξύ επιχειρήσεων των οποίων η πραγματική και νομική κατάσταση, από απόψεως του σκοπού του επίμαχου μέτρου, είναι παρεμφερής (προμνημονευθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, EU:C:2011:551, σκέψη 62).

103    Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι η έννοια της ενισχύσεως δεν αφορά μέτρα με τα οποία εισάγεται διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων σχετικά με επιβαρύνσεις, οσάκις η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στη φύση και την οικονομία των σχετικών επιβαρύνσεων. Απόκειται στο κράτος μέλος που εισήγαγε τη διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων όσον αφορά τις επιβαρύνσεις να αποδείξει ότι αυτή δικαιολογείται πράγματι από τη φύση και την οικονομία του οικείου συστήματος (προμνημονευθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, EU:C:2011:551, σκέψη 62).

104    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι ορθώς έκρινε η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το κόστος των υποχρεωτικών ελέγχων που αφορούσαν την παραγωγή ή τη διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο αποτελούσε δαπάνη που βαρύνει κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω).

105    Διά του επίμαχου μέτρου, το Βασίλειο του Βελγίου ελάφρυνε, επομένως, τις δαπάνες που βαρύνουν κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως.

106    Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι, στο Βέλγιο, το επίμαχο πλεονέκτημα παρεχόταν αποκλειστικώς σε συγκεκριμένο κλάδο, δηλαδή «εκείνον της εκτροφής ζώων που υπόκεινται σε [εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ]».

107    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ως «κλάδος εκτροφής ζώων που υπόκεινται σε [εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ]» πρέπει να νοηθεί το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου του βοείου κρέατος, οι οποίες χαρακτηρίζονται, βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου, δηλαδή οι κτηνοτρόφοι, τα σφαγεία και οι λοιποί φορείς που μεταποιούν, κατεργάζονται, πωλούν ή διαθέτουν στο εμπόριο προϊόντα προερχόμενα από βοοειδή υποκείμενα σε υποχρεωτική εξέταση για την ανίχνευση της ΣΕΒ.

108    Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που προμνημονεύθηκε στη σκέψη 101, ορθώς έκρινε η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίμαχο μέτρο είχε επιλεκτικό χαρακτήρα.

109    Πρώτον, το Βασίλειο του Βελγίου αντιτάσσει ότι η Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως του επιλεκτικού χαρακτήρα της χρηματοδοτήσεως των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ, δεν απέδειξε ότι η χρηματοδότηση αυτή εισήγαγε διαφοροποιήσεις μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, από απόψεως του σκοπού του επίμαχου μέτρου, βρίσκονταν σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση.

110    Εντούτοις, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου του βοείου κρέατος ετύγχαναν πλεονεκτήματος μη παρεχόμενου σε επιχειρήσεις άλλων κλάδων, δεδομένου ότι, για τις επιχειρήσεις αυτές, οι έλεγχοι που έπρεπε υποχρεωτικώς να διενεργηθούν πριν αυτές διαθέσουν στην αγορά ή στο εμπόριο τα προϊόντα τους διενεργούνταν δωρεάν, ενώ οι επιχειρήσεις άλλων κλάδων δεν είχαν τη δυνατότητα αυτή, στοιχείο το οποίο δεν αμφισβητείται από το Βασίλειο του Βελγίου.

111    Επομένως, η Επιτροπή απέδειξε βασίμως ότι το Βασίλειο του Βελγίου εισήγαγε διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων όσον αφορά τις επιβαρύνσεις, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 101 ανωτέρω.

112    Το επιχείρημα του Βασιλείου του Βελγίου πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

113    Δεύτερον, το Βασίλειο του Βελγίου διατείνεται ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας του επίμαχου μέτρου μπορεί να εκτιμηθεί μόνον από απόψεως των επιχειρήσεων που παράγουν, διαθέτουν στο εμπόριο ή μεταποιούν προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ, ενώ η πραγματική και νομική κατάσταση των λοιπών επιχειρήσεων δεν είναι παρεμφερής.

114    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας μέτρου εκτιμάται σε σχέση με το σύνολο των επιχειρήσεων και όχι σε σχέση με τις επιχειρήσεις οι οποίες, εντός της ιδίας ομάδας, τυγχάνουν του ιδίου πλεονεκτήματος (αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑222/04, Συλλογή, EU:T:2009:194, σκέψη 66, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑379/09, EU:T:2012:422, σκέψη 47).

115    Κατά τα λοιπά, εάν το Βασίλειο του Βελγίου με το επιχείρημά του ότι μόνον οι επιχειρήσεις που παράγουν, διαθέτουν στο εμπόριο ή μεταποιούν προϊόντα που υπόκεινται σε υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση ΣΕΒ βρίσκονται σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις αυτές πρέπει να επωμισθούν ειδική επιβάρυνση την οποία δεν υποχρεούνται να φέρουν οι επιχειρήσεις των λοιπών κλάδων, δηλαδή το κόστος των εξετάσεων αυτών, δεν επιχειρεί να αμφισβητήσει τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, αλλά να τον δικαιολογήσει.

116    Σε τέτοια περίπτωση, όμως, θα έπρεπε να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό, διότι είναι προδήλως ανεπαρκές για να αποδειχθεί ότι η διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων, την οποία εισάγει το επίμαχο μέτρο, δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος των επίμαχων επιβαρύνσεων.

117    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι το επίμαχο μέτρο είχε επιλεκτικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

118    Ως εκ τούτου, το τέταρτο σκέλος του μόνου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του πέμπτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από το ότι στα ισχύοντα στα λοιπά κράτη μέλη συστήματα χρηματοδοτήσεως των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ δεν αποδίδεται σημασία στην προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα

119    Το Βασίλειο του Βελγίου διατείνεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 91 και 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι υφίσταται επιλεκτικό πλεονέκτημα, αφού διαπίστωσε ότι το επίμαχο μέτρο μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα στρέβλωση του ανταγωνισμού σε σχέση με τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στα κράτη μέλη όπου οι υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ χρηματοδοτούνταν με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στο Βέλγιο. Η προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα, όμως, μπορεί να εκτιμάται μόνον με γνώμονα τις επιχειρήσεις τις οποίες διέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους που έχει λάβει το επίμαχο μέτρο.

120    Στο υπόμνημά της απαντήσεως, η Επιτροπή δέχθηκε ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος, δεν έχει σημασία η συνεκτίμηση των διαφορών μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά το εύρος της συμμετοχής τους στη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ. Στο πλαίσιο αυτό, διευκρίνισε ότι η σχετική περίοδος της αιτιολογικής σκέψεως 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά της οποίας βάλλει το Βασίλειο του Βελγίου, αφορά την εκτίμηση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και όχι την εκτίμηση περί επιλεκτικού πλεονεκτήματος.

121    Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι η αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνεται στο σημείο 5.1.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιλεκτικό πλεονέκτημα για μια επιχείρηση», και όχι στο σημείο 5.1.3 της εν λόγω αποφάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «[Στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στο εμπόριο εντός της Ένωσης]».

122    Εν συνεχεία, από τη σαφέστατη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε αν συντρέχει η προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα ως ακολούθως:

«Στην προκειμένη περίπτωση, σε εθνικό επίπεδο, η χρηματοδότηση των [εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ] από το κράτος ωφελεί μόνο έναν συγκεκριμένο τομέα, την εκτροφή ζώων τα οποία υπόκεινται [στις εν λόγω εξετάσεις]. Σε κοινοτικό επίπεδο, η χρηματοδότηση των [εξετάσεων αυτών] για τις βελγικές επιχειρήσεις από το κράτος ή με κρατικούς πόρους δίνει σε αυτές τις επιχειρήσεις ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους ξένους ανταγωνιστές, για τους οποίους η χρηματοδότηση των [ιδίων εξετάσεων] δεν αναλαμβάνεται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους.»

123    Κακώς, επομένως, υποστηρίζει η Επιτροπή ότι η σύγκριση, στην οποία προέβη στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ της καταστάσεως των δικαιούχων του επίμαχου μέτρου και εκείνης των επιχειρήσεων των λοιπών κρατών μελών, οι οποίες δεν απολαύουν του μέτρου αυτού, αφορά την εκτίμηση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

124    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι η εκτίμηση περί της προϋποθέσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και αφορά τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών έγκειται στην εξέταση του ζητήματος αν οι επιχειρήσεις ή οι παραγωγικοί κλάδοι κράτους μέλους ευνοούνται έναντι των επιχειρήσεων ή των παραγωγικών κλάδων των λοιπών κρατών μελών, ενώ η κατά την ίδια παράγραφο του ως άνω άρθρου προϋπόθεση σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα μπορεί να εκτιμηθεί αποκλειστικώς εντός του πλαισίου ενός και μόνον κράτους μέλους, προκύπτει δε μόνον από ανάλυση της διαφορετικής μεταχειρίσεως η οποία επιφυλάσσεται αποκλειστικά στις επιχειρήσεις ή στους παραγωγικούς κλάδους του κράτους αυτού (βλ., σχετικώς, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑73/03, EU:C:2004:711, σκέψη 28).

125    Εν προκειμένω, μη στηριζόμενη αποκλειστικώς σε διαφορά ως προς τη μεταχείριση μεταξύ των επιχειρήσεων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία ενός και μόνον κράτους μέλους, αλλά και σε διαφορά ως προς τη μεταχείριση μεταξύ των επιχειρήσεων ενός κράτους μέλους και των επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών (βλ. σκέψεις 121 και 122 ανωτέρω), η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκ μέρους της εκτίμηση περί της σχετικής με τον επιλεκτικό χαρακτήρα προϋποθέσεως.

126    Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις 104 έως 117, ακόμη και χωρίς αυτή την πεπλανημένη κρίση, το υπόλοιπο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως δε η πρώτη περίοδος της αιτιολογικής σκέψεως 92, αιτιολογούν την κρίση περί του ότι το επίμαχο μέτρο έχει επιλεκτικό χαρακτήρα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

127    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το πέμπτο σκέλος του μόνου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

 Επί του τρίτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από το ότι δεν υφίσταται υπερβάλλουσα αντιστάθμιση

128    Το Βασίλειο του Βελγίου διατείνεται ότι η χρηματοδότηση με κρατικούς πόρους των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ ουδέποτε υπερέβη το πραγματικό κόστος των εξετάσεων αυτών, οπότε αποκλείεται κάθε ενδεχόμενο υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως προς όφελος των δικαιούχων που προσδιορίζονται με την προσβαλλόμενη απόφαση.

129    Το Βασίλειο του Βελγίου επισημαίνει, επίσης, ότι στα εργαστήρια που διενήργησαν τις υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ΣΕΒ «καταβλήθηκε» αντίτιμο για την παροχή των υπηρεσιών τους σύμφωνο με αυτό που ισχύει στην αγορά, η δε επιλογή τους διενεργήθηκε με ανοιχτό διαγωνισμό μη ενέχοντα διακρίσεις.

130    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη αυτού του σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

131    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να καθίσταται δυνατό στον μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να απαιτούνται ενδεχομένως άλλα στοιχεία. Ως εκ τούτου, με το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να διευκρινίζεται σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε απλώς και μόνον η αφηρημένη επίκλησή του δεν πληροί τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός Διαδικασίας (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 1995, Viho κατά Επιτροπής, T‑102/92, Συλλογή, EU:T:1995:3, σκέψη 68). Ανάλογα στοιχεία απαιτούνται οσάκις προβάλλεται αιτίαση προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, T‑352/94, Συλλογή, EU:T:1998:103, σκέψη 333).

132    Εξάλλου, χάριν της ασφάλειας δικαίου και προς διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, απαιτείται, προκειμένου να είναι παραδεκτό ένα επιχείρημα, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικά, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής (βλ., σχετικώς, διάταξη της 20ής Οκτωβρίου 2000, RJB Mining κατά Επιτροπής, T‑110/98, Συλλογή, EU:T:2000:199, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, Travelex Global and Financial Services και Interpayment Services κατά Επιτροπής, T‑195/00, Συλλογή, EU:T:2003:111, σκέψη 26).

133    Εν προκειμένω, το Βασίλειο του Βελγίου δεν διευκρίνισε επαρκώς, στο δικόγραφο της προσφυγής, την αιτίασή του που αντλείται από το ότι δεν υφίσταται υπερβάλλουσα αντιστάθμιση. Επιπλέον, τα επιχειρήματα που προέβαλε με το εν λόγω δικόγραφο προσφυγής προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής δεν πληρούν τις, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, απαιτήσεις περί σαφήνειας και ακρίβειας. Πράγματι, δεν εξήγησε κατά πόσον η προβαλλόμενη έλλειψη υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως καθιστά δυνατό να γίνει δεκτό ότι με το επίμαχο μέτρο δεν παρεχόταν επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

134    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτο.

135    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

136    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Βασίλειο του Βελγίου ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Μαρτίου 2015.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Νομικό πλαίσιο

Κανονισμός 999/2001

Κατευθυντήριες γραμμές ΜΣΕ

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής

Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού

Επί της ουσίας

Επί του δευτέρου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από έλλειψη εναρμονίσεως όσον αφορά τη χρηματοδότηση των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ

Επί του πρώτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από το ότι δεν υφίσταται απαλλαγή από δαπάνη που βαρύνει κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως

Επί του τετάρτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από το ότι το επίμαχο μέτρο δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα

Επί του πέμπτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από το ότι στα ισχύοντα στα λοιπά κράτη μέλη συστήματα χρηματοδοτήσεως των υποχρεωτικών εξετάσεων για την ανίχνευση της ΣΕΒ δεν αποδίδεται σημασία στην προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα

Επί του τρίτου σκέλους του μόνου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από το ότι δεν υφίσταται υπερβάλλουσα αντιστάθμιση

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.